Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

ΟΡΚΟΣ: ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΖΩΗ;


Ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα ὁμιλιῶν τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, πού ἔγιναν στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τό Σάββατο στίς 19-2-2005 καί τό Σάββατο στίς 5-3-2005
[...]
Κανόνας ϞΔ´ λέει κάτι πού εἶναι γνωστό καί μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Κανόνας φαίνεται περιοριστικός. Εἶναι μόνο μία-μιάμιση γραμμή πού λέει (εἴμαστε στήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν Πενθέκτη δηλαδή): «Τούς ὀμνύοντας ὅρκους Ἑλληνικούς, ὁ κανών ἐπιτιμίοις καθυποβάλλει καί ἡμεῖς τούτοις ἀφορισμόν ὁρίζομεν». Ὅποιος χρησιμοποιήσει ὅρκους Ἑλληνικούς (τό στύλ τῶν ὅρκων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος πού ἔκαναν στίς διάφορες θεότητες κ.λπ., «ἐπιτιμίοις καθυποβάλλεται καί ἡμεῖς τούτοις ἀφορισμόν ὁρίζομεν». Καί βέβαια κάτω ἡ Συμφωνία τῶν Κανόνων λέει ἀκριβῶς μέσα ἀπό αὐτή τή Συμφωνία ὅτι γιά κάθε ὅρκο ἐμεῖς θά λέμε τό «ναί, ναί» καί τό «οὔ, οὔ», καί μάλιστα λέει [ὅτι] ἐννοεῖ γιά ὅλους τούς ὅρκους. Δέν εἶναι μονάχα μία περίπτωση οἱ ὅρκοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων κ.λπ.
Ξέρετε πολύ καλά λοιπόν πού ἡ δική μας ἐμπιστοσύνη εἶναι στόν Χριστό. Ἐμεῖς δέν χρειαζόμαστε μιά ἄλλη ἐπιβεβαίωση ὅτι γιά νά ποῦμε κάτι θέλουμε μιά ἄλλη μαρτυρία. Αὐτό λοιπόν τό θέμα τοῦ ὅρκου πού δέν ἔχει καμμιά μαρτυρία, δέν στηρίζεται πουθενά, ἔχει ἄμεση σχέση μέ αὐτό πού σᾶς εἶπα. Γι᾽ αὐτό ξεκίνησα ὅτι «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείαις τελειοῦται». Ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά ἐπικαλεστοῦμε τίποτε, καμμία ἄλλη ἐκφραστική συγκυρία τοῦ κόσμου. Καί, βλέπετε, ἐπειδή ὁ κόσμος εἶναι πονηρός, γιά νά δώσει μεγαλύτερο κάλλος καί νά πλανήσει τούς Χριστιανούς, ἔβαλε τόν ὅρκο νά τόν κάνουν πάνω στό Εὐαγγέλιο. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη πλάνη. Ἐμεῖς δέν χρειάζεται οὔτε νά ὁρκιστοῦμε στό ὄνομα τοῦ Δία, τῆς Ἀθηνᾶς κ.λπ., οὔτε σέ κάποια ἄλλη ἐξουσία ἐν ὀνόματι τῆς συνταγματικῆς δημοκρατίας, ἐν ὀνόματι τοῦ Προέδρου κ.λπ. (θά ἦταν πολύ πιό γελοία φυσικά). Βάζει τό πονηρό τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου, νά ὁρκίζεσαι πάνω στό Εὐαγγέλιο, ὅπου θά ντραπεῖς, ὅπου ἄν δέν τό κάνεις θά σέ ποῦν ἄπιστο, ὅπου ἐπικαλεῖσαι αὐτό πού λέει νά μήν τό κάνεις.
Ἐδῶ τό Πηδάλιο δέν ἔχει μπροστά του τόν Κανόνα ὅπως τόν ζοῦμε τώρα. Δέν ὑπῆρχε τότε ὁ ἐπιβαλλόμενος ὅρκος σέ ἕνα κρατικό δικαστήριο πάνω στό Εὐαγγέλιο, στόν 5ο-6ο αἰώνα, ἀλλά κάνουμε μιά κατ᾽ ἀνάγκη διασταλτική ἑρμηνεία, ἀφοῦ καί ἡ Συμφωνία αὐτό ὁρίζει ἀκριβῶς: Ὅτι τότε ἀπαγορεύει νά ὁρκιστεῖς πάνω σέ ὁποιαδήποτε θεότητα καί δύναμη τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί κοινωνικῆς δομῆς (αὐτό ἐννοεῖ, ἀνυπαρξίᾳ τέτοιου ὅρκου ὅπως δίνουμε σήμερα), ἀλλά ἐφόσον τό Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Καινή Διαθήκη διττῶς τό ἀπαγορεύει, ὄχι ἁπλῶς γιά λόγους ἠθικῆς τάξεως· γιά λόγους ὅτι ἐμεῖς ἐδῶ ἐμπιστευόμαστε αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας καί εἴμαστε τόσο πεντακάθαροι πού δέν χρειάζεται οὔτε νά ὑποκριθοῦμε οὔτε νά ποῦμε κάτι. Εἶναι τό ναί, ναί καί τό ὄχι, ὄχι. Ἡ ἐπίκληση ὁποιασδήποτε ἄλλης δυνάμεως, ἀκόμη καί ἡ παιγνιώδης τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἀντίθεη ἐπίκληση. Ἀναιρεῖται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας μου, γιατί ἄν εἶμαι ψεύτης, εἶμαι· ἄν εἶμαι ἀληθινός, εἶμαι. Δέν χρειάζεται νά ἐπικαλεστῶ τίποτε παρά μόνο τή συνείδησή μου ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπετε λοιπόν, μέσα ἀπό τή διαδρομή τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί μέσα ἀπό τό Δίκαιο τό ὁποῖο πέρασε στόν χῶρο τόν Ἑλλαδικό ὡς ἀντιγραφή ‒ πολλές φορές, ὄχι πάντοτε ‒ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Δικαίου, ἦρθε αὐτή ἡ πονηρά ἐπίκληση τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου εἶναι κατανοητό γιά τό Εὐρωπαϊκό Δίκαιο πού ἐκεῖ οἱ δομές τῆς ἐκκλησιαστικῆς (ἄς τό πῶ «ἐκκλησιαστικῆς») παρουσίας εἶναι καθαρά ὑποταγμένες σέ ἕνα κρατικό μέγεθος καί εἶναι καθαρά στό περιθώριο. Δηλαδή ὅταν λέμε ὅτι σέ μιά Εὐρωπαϊκή χώρα ὑπάρχει χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, μήν τό φανταστεῖτε μέ τά δικά μας δεδομένα. Εἶναι ὑποταγμένες καί εἶναι στό περιθώριο. Τούς εἶπαν, σταθεῖτε ἐκεῖ καί κάντε ὅ,τι θέλετε, ἀλλά στό περιθώριο. Ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια ὅλα περιθωριοποιοῦν τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ δομές κοσμικές.
Ἐδῶ εἶναι μιά κοσμική δομή καί ὁ Κανόνας λοιπόν διευρύνεται καί θέλει νά δείξει ὅτι ἡ δύναμίς μας εἶναι ἡ ἀδυναμία μας. Δέν ἔχουμε τίποτε νά ὑποστηρίξουμε γιά νά δείξουμε ὅτι αὐτό πού λέμε εἶναι ἀλήθεια. Αὐτό εἶναι κάτι ξεκρέμαστο καί αὐτό ἐκφράζει αὐτό μέ τό ὁποῖο ξεκίνησα, ὅτι ἐγώ θέλω ἡ Ἐκκλησία μου νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό ὅλα αὐτά τά σχήματα, τελείως ἐλεύθερη, νά μήν ἐξαρτᾶται ἀπό τίποτε. Καί οἱ ἄλλοι ἄς ποῦν πού εἴμαστε ἀδύνατοι γιά νά ἐκφράσουμε κάτι. Δέν χρειαζόμαστε λοιπόν κανένα νόμο γιά νά παρουσιάσουμε τήν ἀλήθεια· οὔτε φυσικά χρειαζόμαστε κάποιο νόμο γιά νά καλύψει ὁποιαδήποτε ἔκφραση διοικητική τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. νά ὁρκιστεῖ, νά ἐμφανιστεῖ ἐνώπιον τοῦ Προέδρου ὁ ἐπίσκοπος πού θά γίνει ἐπίσκοπος ἤ νά ἐμφανιστεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο γιά νά δώσει καταξίωση στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτό πού εἶναι.
Αὐτό ὅλο τό συμπίλημα τῶν πραγμάτων ἔφερε αὐτή τήν τραγωδία σήμερα, γιατί εἴμαστε ἐξαρτώμενοι, ἐπωφελούμενοι δῆθεν ἀπό κάτι ‒ ἀκόμα δέν τό κατάλαβα ἀπό τί ἐπωφελούμαστε ‒ καί ταυτόχρονα ὑποδουλώνουμε τήν ἀλήθεια σέ ἕνα κοσμικό μέγεθος. Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἀπεξάρτηση ἀπό αὐτά τά μεγέθη, πού εἶναι τό πρῶτο οὐσιαστικό κάλλος, αὐτό εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ἀπορῶ ἀκόμη πῶς μιλᾶνε ἄν πρέπει νά χωριστεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν Πολιτεία. Ἀπορῶ ἀκόμη ἄν γίνεται κουβέντα θεολογικῷ τῷ ἤθει. Τά ἄλλα εἶναι μιά κοσμική ἀνάλυση, τί χάνουμε τί κερδίζουμε. Μά ἐμεῖς κοσμικά εἴμαστε πάντα χαμένοι καί ἐμεῖς δέν θέλουμε νά κερδίσουμε τίποτε, ἀπό κανέναν τίποτε. Εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια καί τή ζοῦμε μή κερδίζοντας τίποτε ἀπό τήν ἀλήθεια, οὔτε τό παραμικρό ὄφελος. Μετά, ἄν ἀρχίσει αὐτή ἡ συνδιαλλαγή (τί μοῦ δίνεις, τί σοῦ δίνω) χάνει ἡ Ἐκκλησία τήν ἀλήθεια της, εἶναι ἐξαρτώμενη· καί ὑποβαθμίζει τήν ἀλήθεια της, δέν μπορεῖ νά τήν πεῖ ὅπως εἶναι, ἀφοῦ ἔχει ἐξαρτώμενα ὀφέλη.
Ὁ Κανόνας λοιπόν ἐδῶ ὡς εἰσαγωγική δομή, ἐδῶ στόν 5ο-6ο αἰώνα, ἀνοίγει μιά ὁλόκληρη κουβέντα γι᾽ αὐτό τό θέμα τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπό αὐτή τή σχέση κράτους καί Πολιτείας. Φυσικά, θεολογικά ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τά πάντα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό τίποτε. Δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ. Τί θά κάνει ἡ Ἐκκλησία χωρίς τά μεγέθη τοῦ λαοῦ αὐτοῦ; Τί θά πεῖ «Ἐκκλησία»; Ἀφοῦ ὁ λαός εἶναι ἡ Ἐκκλησία μαζί μέ ὅλο τό ἐκφραστικό μέσο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τί θά πεῖ «χωρίζω»; Καί σάν λέξη εἶναι ἀνόητη. Παρόλο πού νομικά μπορεῖ νά χωριστεῖ καί νά χάσουμε τά δῆθεν ψευτο-οφέλη μας τά ὁποῖα μᾶς κατέστρεψαν, ταυτόχρονα ἡ Ἐκκλησία θά εἶναι μέσα στήν καρδιά τοῦ λαοῦ της ἄν θέλει νά εἶναι μέσα στήν καρδιά τοῦ λαοῦ της καί ἄν λειτουργεῖ ὡς Ἐκκλησία. Γιατί ὁ λαός θέλει κάτι νά ἐκφράζει αὐτό πού θέλει μέσα του, ὄχι νά ἐκφράζει κάτι τό ὁποῖο δέν ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Ὑπάρχει καί ἕνας μυστικός κώδικας στόν λαό, πού μπορεῖ νά κάνει καί πολλά λάθη ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει κι ἕναν μυστικό κώδικα. Γι᾽ αὐτό, βλέπετε, εὐκαίρως-ἀκαίρως ἐπαναφέρουν, λόγῳ αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ κώδικα, τή λέξη «ὁ λαός» καί «ὁ λαός». Ναί, ὁ λαός, ἀλλά πῶς θά γίνει αὐτή ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ σέ αὐτά τά μεγέθη;
Αὐτός εἶναι ὁ Κανόνας ϞΔ´, ὁ ὁποῖος διευρύνεται κάτω ἀπό αὐτά τά μέτρα καί γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀναιρεῖ ὁπωσδήποτε τήν προσκύνηση ἤ τήν ὁρκωμοσία γιά κάποια ἀρχαία Ἑλληνική θεότητα, ἀλλά διευρυνόμενος ὁ Κανόνας ἀποκτᾶ αὐτό τό κάλλος. Νά θυμίσω αὐτό πού λέει ἡ Συμφωνία τῶν Κανόνων: «Οὐ μόνον δέ οἱ κατά τήν συνήθειαν τῶν Ἑλλήνων γινόμενοι ὅρκοι εἶναι ἐμποδισμένοι ἀπό τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί κάθε ὅρκος ἁπλῶς. Λέγει γάρ ὁ Κύριος νά μή ὀμνύωμεν παντελῶς καί μέ τήν ὁλότητα, οὔτε εἰς τόν οὐρανόν, οὔτε εἰς τήν γῆν, οὔτε εἰς τά Ἱεροσόλυμα, οὔτε εἰς τήν ἰδίαν μας κεφαλήν» (οὔτε δηλαδή νά ὁρκιστοῦμε πάνω στή δική μας ἔκφραση) «ἀλλ᾽ ἀντί διά κάθε ὅρκον νά λέγομεν μόνον τό ναί, ναί καί τό οὔ, οὔ. Ὅ,τι δέ ἄλλο εἰποῦμεν παραπάνω ἀπό αὐτά, εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου. Αὐτό τοῦτο προσβεβαιοῖ καί ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος» (στήν καθολική ἐπιστολή του πού εἶναι μέσα στήν Καινή Διαθήκη), «ἀλλά καί αὐτός ὁ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ὠσηέ» (ὁ Προφήτης Ὠσηέ), «πού ἐμποδίζει τούς ὅρκους λέγων: “Μή ὀμνύετε ζῶντα Κύριον”. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Μέγας Βασίλειος, μέσα στόν ΚΘ´ Κανόνα του...» (οἱ Κανόνες οἱ ὁποῖοι μετά ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους· καί ἐδῶ μιά ἄλλη ἐπικύρωσις εἶναι), «...[λέγει] ὅτι ὁ ὅρκος εἶναι καθάπαξ ἐμποδισμένος καί πολλῷ μᾶλλον ἐκεῖνος ὁποῦ γένῃ διά νά κακοποιήσῃ κάποιον ἄλλον» (δηλαδή νά πάρω μιά δύναμη, μιά ἐξουσία).
Ἐδῶ εἶναι σαφέστατα τά γεγονότα, ἀλλά ὅλη αὐτή ἡ ἔννοια ἐδῶ τῶν Κανόνων γιά τόν ὅρκο δέν κρύβει μόνο αὐτό τό ἠθικοπλαστικό μέρος («μήν ὁρκιστεῖς»). Εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπό ὅλα αὐτά τά μεγέθη καί ἐδῶ αὐτή ἡ ἀποδέσμευση μπορεῖ νά γίνει πολυποίκιλα ἀπό αὐτά τά κοσμικά μεγέθη. Θά δώσει τό κάλλος πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας καί ἐμεῖς δέν τό βιώνουμε, γιά ἀνθρώπινα λάθη πολυποίκιλα. Αὐτό τό κάλλος δέν χάνεται, ἀλλά λόγῳ θολωμένων ματιῶν δέν τό παρουσιάζουμε ὅπως εἶναι μπροστά μας. Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά κρύψει τό φῶς ὑπό τόν μόδιον;[1]
[...]
Νά δοῦμε ἕναν ἀκόμη Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἶναι ὁ ΚΘ´ Κανόνας. «Διορίζει ὁ παρών Κανών ὅτι ἄν κάποιος ἄρχοντας», δυνατός τῆς γῆς, «ὀμόσῃ», ὁρκιστεῖ, «διά νά κακοποιήσῃ κάποιον», [γιά] νά τοῦ κάνει κακό... Τό κακό [ἐδῶ] μπορεῖ νά εἶναι γιά [κάποιον φαινομενικά] καλό [λόγο], δηλαδή νά πεῖ: «Ἐγώ θά κάνω δικαιοσύνη ἐδῶ. Θά βρῶ τόν ἐγκληματία καί θά τόν τιμωρήσω» γιατί ὑπάρχει κατακραυγή κοινωνική καί λένε «κάνε κάτι, κάνε κάτι» καί λέει: «Ἐγώ! [Τό] παίρνω πάνω μου ἐγώ. Στήν τιμή μου ἐγώ ὁ ὑπουργός, ὁ πρωθυπουργός, ὁ βασιλιάς, ἐγώ στήν τιμή μου ὁρκίζομαι καί λέγω ὅτι ἐγώ θά ἀποκαταστήσω τή δικαιοσύνη».
Ἀκοῦστε τώρα κάτι πού φαίνεται κρατική λεβεντιά πῶς τό κρίνει ὁ Μέγας Βασίλειος. «Ἄν κάποιος ἄρχοντας ὀμόσῃ, διά νά κακοποιήσῃ κάποιον, πρῶτον μέν πρέπει νά διδαχθεῖ ὅτι δέν πρέπει νά ὁρκίζεται ποτέ καί νά μή δίνει ποτέ λόγο». Πρῶτο βασικό στοιχεῖο. Νά θυμηθεῖτε ἁπλῶς σάν παράδειγμα τόν ῾Ηρώδη πού ὁρκίστηκε ὅτι: «Πές μου ὅ,τι θέλεις [γιά] νά τό κάνεις καί ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἥμισυ τῆς βασιλείας μου». Εἶναι παράδειγμα αὐτό πολύ χονδροειδές τοῦ Ἡρώδου, γιατί καί σήμερα ἔχουμε μιά τέτοια κρατική λεβεντιά καί λέμε: «Ἐγώ ἀναλαμβάνω. Ἐγώ εἶμαι ἐδῶ πέρα. Ἐγώ ἐξασφαλίζω τήν κάθαρση», λένε σήμερα. «Ἐγώ, μή φοβάστε». Τί θά πεῖ «ἐγώ»; Ἐγώ; Ποιός εἶσαι ἐσύ δηλαδή; Καί μόνο αὐτό τό προβαλλόμενο «ἐγώ» εἶναι καταστροφικό. Μήν ὁρκιστεῖς τίποτε, μήν πεῖς τίποτε, λέει.
«Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθεῖ νά μήν ὁρκίζεται καθόλου καί πρός τοῦτο ἀκόμη νά μετανοῇ διά τόν προπετῆ λόγο», τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἶπε αὐτό πού εἶπε. Ἄν πεῖ: «Ἐγώ! Ἐγώ ἐξασφαλίζω τήν ἰσορροπία τῆς δικαιοσύνης», νά μετανιώσει γι᾽ αὐτό, λέει, γιατί εἶναι πολύ προπετής ὁ τρόπος, πολύ ἐγωιστικός. Καλύτερα νά πεῖς «ἐμεῖς». Τί θά πεῖ «ἐγώ» δηλαδή; Πρῶτα σπάζει τόν ἐγωισμό τοῦ δικτάτορα, πού αὐτός θέλει νά τό κάνει, νά διασώσει τήν ἀξιοπρέπεια. Εἶναι ὁ ἀξιοπρεπής, εἶναι ὁ καθαρός καί πρέπει νά ἐξασφαλίσει ἰσορροπία. Πόσες φορές δέν λέει: «Ἐγώ ὡς ὑπουργός δίνω λόγο πού αὐτό θά τό κάνω». Σταμάτα, παιδάκι μου. Κάνε ὅ,τι κάνεις σιωπηλά χωρίς νά κάνεις διαφημιστικές κινήσεις, γιατί πρῶτο πρέπει νά μήν ὑπόσχεσαι πολλά-πολλά καί μάλιστα νά ὁρκιστεῖς μέ διάφορο τρόπο καί δεύτερο νά μετανοήσεις γιά τόν ἐγωισμό μέ τόν ὁποῖο μίλησες. Σπάζει τόν ἐγωισμό τοῦ ἄρχοντα, πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό καί θά καθαρίσει τούς ἄλλους.
Ἔχει πολύ ἐπίκαιρη ἐφαρμογή αὐτός ὁ Κανόνας στήν ἐποχή μας, γιατί ὑπάρχουν τά σκάνδαλα, ἀλλά πολλές φορές οἱ καθαριστές τῶν σκανδάλων φέρονται μέ αὐτό τόν τρόπο. Ἀναλαμβάνουν πάνω τους τήν εὐθύνη («μή φοβάστε, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ»). Ποιός εἶσαι ἐσύ δηλαδή; Τί θά πεῖ αὐτό τό πράγμα; Κι ἀκόμη δέν μπορεῖς νά τό πεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τούς Κανόνες της. Νά ποῦμε: θά ἐφαρμόσουμε αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅ,τι μποροῦμε νά κάνουμε, καί μέσα ἀπό αὐτά τά μέτρα βλέποντας τούς Κανόνες θά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Δέν μποροῦμε νά πάρουμε πάνω μας τήν εὐθύνη («ἐγώ παίρνω τήν εὐθύνη»). Ποιός παίρνει τήν εὐθύνη; Εἶναι καθαρά ἕνα δικτατορικό μέγεθος. Βέβαια ἕνας δικτάτορας τό λέει: ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρχων, ἐγώ εἶμαι ἡ ἐξουσία, ἐγώ εἶμαι ὁ νόμος. Τά κάνω ἐγώ ὅλα. Ὅποιος ἔχει τέτοιο ἐγωισμό καί νομίζει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος τά πάντα... δέν κάνουμε καί τίποτε.
Λοιπόν, πρῶτον νά μετανιώσει γιά τόν ἐγωισμό του καί δεύτερον πρέπει νά μήν ὁρκίζεται. «Καί δεύτερον δέ, νά μή μείνῃ εἰς τήν κακήν αὐτήν ἀπόφασιν ὁποῦ ἔκαμε νά ἐκδικηθῇ αὐτούς πού ἔκαναν τό κακό». Νά μετανιώσει γιατί ὑποσχέθηκε πού θά ἐξασφαλίσει αὐτό τό πράγμα. «Ἐγώ θά τιμωρήσω τούς κακούς». Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ κακοί δηλαδή; Τά ἀδέλφια σου. Γιά τό κράτος ὑπάρχουν κακοί. Μπορεῖ νά εἶναι οἱ πολιτικοί μας ἀντίπαλοι, αὐτοί πού μᾶς ἐπιβουλεύονται ἤ αὐτοί πού βρωμίζουν, ὅπως εἶπα πρίν ἀπό λίγο, τήν κρατική μηχανή. Αὐτοί εἶναι οἱ «κακοί». Τό κράτος ἔτσι κάνει. Εἶναι οἱ «καλοί» καί οἱ «κακοί». Ἐξαρτᾶται βέβαια. Ἀνά τετραετία ἀλλάζουν οἱ καλοί καί οἱ κακοί ρόλους, ἔτσι; Ἐξαρτᾶται. Εὔκολα μπορεῖς νά μεταλλαχτεῖς ἀπό τό ἕνα στό ἄλλο.
Εἶναι ἄλλα τά μέτρα τοῦ Θεοῦ καί ἡ Ἐκκλησία δέν πέφτει σέ αὐτή τήν παγίδα, μιᾶς καί δέν ὑπάρχουν καθεστωτικές ἀλλαγές ἀνά τέσσερα χρόνια. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα ὑπῆρχαν στήν Ἐκκλησία καθεστωτικές ἀλλαγές ἀνά τέσσερα χρόνια, ἐάν ἔχουμε σωστά τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἄλλαζε ὁ καλός καί ὁ κακός, γιατί ἁπλούστατα δέν θά ὑπῆρχε κακός. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία τώρα. Καί ζητεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος [ἀπό] τόν ὁποιοδήποτε ἄρχοντα νά μετανιώσει γιατί θέλει νά καθαρίσει κάποιους κακούς, γιατί εἶπε κάποιον «κακό» καί δέν ὑπάρχει κανένας κακός. Βλέπετε εἶναι μιά ἄλλη σκέψη.
Τί ψάχνεις, παιδάκι μου; Σήμερα ὁ κακός εἶναι ὁ Γιοσάκης, ὁ Βαβύλης... Εἶναι ὅλοι οἱ κακοί τῆς ἱστορίας. Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι κακοί. Ὅλοι ἀκόμη, ὅπως εἶπα καί ἄλλη φορά, εἶναι παιδιά πού ἔπεσαν, ξεχάστηκαν, ἁμάρτησαν, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ καλοῦ διά τῆς τιμωρίας τοῦ κακοῦ. Εἶναι δαιμονιώδης αὐτή ἡ σκέψη καί σέ αὐτή τήν παγίδα τή θεολογική ἔπεσε ὅλος ὁ Μεσαίωνας καί ὅλη ἡ θεραπευτική ἡ ἀνύπαρκτη τῆς βατικανείου «ἐκκλησίας» πού κινήθηκε πιά σέ ἄλλα μέτρα (ὑπάρχει ὁ καλός καί ὁ κακός κ.λπ.). Βλέπετε πόσο εὔκολα σέ μιά καθολική ζωγραφική ζωγραφίζεται ὁ διάβολος. Σέ μᾶς ποτέ δέν ζωγραφίζεται ὁ διάβολος, «τοῦ διαβόλου ὄντος ὑπαρκτοῦ ἀλλά ἀνυποστάτου». Δέν ὑπάρχει τό κακό μόνο του. Εἶναι ἁπλῶς ἀμαυρωμένο καλό. Μιά ὁλόκληρη θεολογία εἶναι αὐτή.
Ὑπάρχει ὁ κακός καί τόν βάζω στήν πυρά καί τόν καίω στή Δύση. Ἤ σήμερα δέν τούς καῖνε πιά, ἀλλά ὑπάρχει ἄλλου τύπου ἐξοβελισμός, καί ἡ πολιτική ζωή στά μέτρα της πιά, στήν κάθαρσή της, ἀκολουθεῖ καθαρά τά μέτρα τοῦ Μεσαίωνα. Εἴμαστε βλέπετε σέ μιά μετα-νεωτεριστική ἐποχή. Ζοῦμε τόν 21ο αἰώνα. Ὅλα εἶναι τά μετα-μοντέρνα, ξεπεράσαμε καί τά μοντέρνα. Καί ὅμως στήν κάθαρσή μας, στά κρατικά μεγέθη, ἀκολουθοῦμε καθαρά τή βατικάνεια καί τή μεσαιωνική «θεραπευτική». Ἐδῶ πρέπει νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς καί πρέπει νά ξέρει ὁ καθένας τί κάνει. Καί νά μή βαυκαλίζονται πού εἶναι νεωτεριστές καί ἀλλάζουν τόν κόσμο, ἀφοῦ ἡ μεθοδολογία τους εἶναι καθαρά βατικάνεια καί ἄφησε τή βατικάνεια, μεσαιωνική. Ποιός δημοκράτης ἀντέχει σήμερα νά τόν πῶ «μεσαίωνα»; Κανείς δέν θέλει. Θά βγάλει τά ροῦχα του καί θά φύγει. Ἄς φύγει χωρίς ροῦχα, δέν πειράζει. Καλό θά εἶναι. Νά γίνει ἀσκητής στήν ἔρημο, νά γίνει Ὅσιος Ὀνούφριος. Ἀλλά δέν ὑπάρχει τέτοια προοπτική. Καί τή φωνάζουν κάθε μέρα. Αὐτό τό τινάζει στόν ἀέρα ἐδῶ πέρα ὁ Μέγας Βασίλειος μέ αὐτό τόν Κανόνα.
«Καί κάθε μέν ὅρκος ἁπλῶς καθάπαξ, ἤγουν τελείως καί ὁλοτελῶς, εἶναι ἐμποδισμένος». Τώρα ἀναλύει τούς Κανόνες: ὁ κάθε ὅρκος εἶναι ἀπαγορευμένος ἀπό τό Εὐαγγέλιο κ.λπ. Ἡ γνωστή ἱστορία περί ὅρκου. Μπαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος καί τό κάνει Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία τοῦ ὅρκου πού εἶναι μέσα στό Εὐαγγέλιο κ.λπ. Ὅλη αὐτή ἡ δαιμονιώδης κατάσταση πού ὑποχρεώνει νά ὁρκιστοῦμε. Ἐγώ στεναχωριέμαι πού θά δῶ τώρα κάποιον ἡγέτη τῆς Ἐκκλησίας μας νά πάει νά ὁρκίσει τόν νέο Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας. Γιατί νά τό κάνει ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό πράγμα; Γιατί νά μπεῖ σέ τέτοια ψευτο-επισημότητα; Καί ἡ Ἐκκλησία νά τό κάνει αὐτό τό πράγμα; Νά κληθεῖ νά παίξει ἕναν τέτοιο ρόλο διασφαλιστοῦ τοῦ ὅρκου κάποιου; Τί ὅρκος εἶναι αὐτός; Ἀφοῦ θά εἶναι καλός Πρόεδρος γιατί νά δώσει ὅρκο; Νά πεῖ «παιδιά, ὑπόσχομαι νά εἶμαι καλός Πρόεδρος, τί ἄλλο νά κάνω;». Γιατί πρέπει νά ἀποκτήσει τέτοιο ντύμα; Πρέπει νά μποῦμε στήν ουσία τοῦ πράγματος.
Δέν πάω στήν προοπτική νά ἀναλύσω γιατί πρέπει νά ὁρκιστεῖς γιά νά εἶσαι ἀληθοφανής στό δικαστήριο μπροστά. Πῶς αὐτά τά παίζουμε; Καί, βλέπετε, ὑπάρχει δυνατότητα στό δικαστήριο πιά, μέ νόμους πού εἴμαστε καλυμμένοι, νά μήν ὁρκιστοῦμε. Ὑπάρχουν διατάξεις πού μᾶς ἀπαλλάσσουν.
Πεῖτε τώρα ὁ νέος Πρόεδρος πού λέει «ἐγώ δέν θέλω νά ὁρκιστῶ», σκέπτεται εὐαγγελικά. Τί θά γίνει; Τό σκέφτηκε κανείς; Φυσικά μπορεῖ νά ἐπικαλεστεῖ διατάξεις πού ὑπάρχουν σήμερα καί ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας καί νόμους καί κώδικες πού τόν γλιτώνουν ἀπό τόν ὅρκο. Θά τολμήσει νά τό κάνει; Θά εἶναι κανονικός Πρόεδρος ἤ ὅλοι θά ποῦν «δέν ὁρκίστηκε, δέν εἶναι Πρόεδρος»; Δηλαδή βάζουμε τόν ἄνθρωπο νά ὑποσχεθεῖ κάτι... Τί νά ὑποσχεθεῖ; «Θά κάνω ὅ,τι μπορῶ, βρέ παιδιά. Τί ἄλλο θέλετε ἀπό μένα;». Εἶναι ἕνα ἐχέγγυο πού θέλουμε ἀπό τόν ἄλλο. Θέλουμε καθαρότητα καί θά ποῦμε μετά «μᾶς τό ὑποσχέθηκε». Ὄχι, δέν ὑπόσχομαι τίποτε. Θά κάνω αὐτό πού μπορῶ.
Ὅταν ὁ κληρικός γίνει κληρικός, δέν τοῦ ζητάει κανείς νά ὁρκιστεῖ τίποτε. Τί νά ὁρκιστεῖ; Θά ἦταν γελοῖο. Ἀντί ὅρκου (δέν εἶναι ὅρκος) γίνεται κάτι πιό συγκλονιστικό, πού δέν εἶναι πιά ὅρκος. Εἶναι ἕνας συγκλονισμός ζωῆς αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ ἐπίσκοπος ‒ σᾶς τό ἔχω πεῖ κι ἄλλες φορές ‒ τήν ὥρα πού χειροτονεῖται [κάποιος] ἀπό διάκονος εἰς πρεσβύτερο: πού παίρνει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τόν Τίμιο Ἄρτο πού εἶναι πάνω στό Δισκάριο, τό παίρνει, τό αἴρει ἀπό τό Δισκάριο, τό δίνει στά χέρια τοῦ νεοχειροτονηθέντος καί τοῦ δίνει μέχρι νά τελειώσει ἡ Λειτουργία καί τό κρατάει στά χέρια του. Ἐκείνη εἶναι μιά φοβερή στιγμή. Δέν πρέπει νά πέσει κάτω μερίδα ἤ ψίχουλο. Εἶναι μιά φοβερή εὐθύνη. Κάθεσαι καί τρέμεις ὅπως τό κρατᾶς καί κανονικά καί μόνο πού τό κρατᾶς αὐτό στά χέρια σου καί φοβᾶσαι μήν πέσει κάτω, λές: σέ ὅλη μου τή ζωή πρέπει νά εἶμαι ἔτσι, νά τρέμω ὁλόκληρος, «μετά φόβου καί τρόμου». Καί τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει πιά σκάνδαλο, ἄν θυμηθεῖς καί μόνο αὐτή τή στιγμή. Κανέναν ὅρκο δέν ἔκανες. Σοῦ λέει: «Κράτα τήν παρακαταθήκην ταύτην. Πάρε καί θά τήν παραδώσεις ὅπως σοῦ τήν ἔδωσα ἀλώβητη». Δέν δίνεις ὅρκο. Ἐκεῖνος σοῦ λέει «κράτα την καί νά τήν παραδώσεις ὅπως σοῦ τήν ἔδωσα ἀλώβητη». Εἶναι πολύ συγκλονιστική στιγμή ἐκείνη καί τρέμεις ὁλόκληρος. Τί ὅρκο νά δώσεις πιά; Εἶναι μιά κατάθεση ζωῆς. Κρατῶ τόν Χριστό ἤ δέν κρατῶ τόν Χριστό; Αὐτή εἶναι ἡ εὐθύνη. Ὅλα τά ἄλλα περί ὅρκου εἶναι τόσο φθηνά καί δηλώνουν ἀνυπαρξία Χριστοῦ. Γιατί ὑπό τήν ἔννοια αὐτή εἶναι: κρατῶ τόν Χριστό πάνω μου ἤ δέν τόν κρατῶ.
Αὐτό χτυπάει ὁ Μέγας Βασίλειος, τό ὅτι μετατίθεται ἡ εὐθύνη μας καί τό δόσιμό μας καί ἡ καρδιά μας ἀπό τόν Χριστό πρός ἕνα ἄψυχο κείμενο πού λέγεται ὅρκος. Δέν εἶναι δηλαδή μιά ἠθική διάταξη («μήν ὁρκιστεῖτε»). «Λέω δυό λόγια, τί ἔγινε; Θά θυμώσει ὁ Θεός μαζί μου;». Δέν εἶναι ἐκεῖ ἡ ἱστορία. Εἶναι ἠθικό αὐτό πού λέμε. Δέν θά θυμώσει ὁ Θεός μαζί σου. Ὅ,τι λέει ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτικό, γιατί μετατίθεται ἡ ἐμπιστοσύνη σου ἀπό τόν Χριστό, τόν ζῶντα Χριστό (πῶς θά τόν κρατήσεις πάνω σου) σέ ἕνα λόγο πού εἶπες, στή λεβεντιά σου ‒ ἐπικαλούμενος καί τόν Θεό. Ἐδῶ εἶναι ἡ φθορά. Εἶναι ἡ φθορά τῆς ψυχῆς, ὅπου πιά ἀποκτῶ ἐμπιστοσύνη στά λόγια καί ὄχι στήν πράξη τῆς ζωῆς. Ἔτσι νά μπεῖτε καί στήν ἔννοια τοῦ ὅρκου. Γι᾽ αὐτό τό χτυπάει ἐδῶ πέρα αὐτό καί λέει «αὐτός πού τό ἔκανε αὐτό τό πράγμα πρέπει νά μετανοεῖ· καί ὅ,τι καί νά πεῖς, καί νά ὁρκίστηκες ἀκόμη, θά τό πάρεις πίσω. Καί ἄν εἶσαι ἄρχοντας, δέν θά τό κάνεις».
Αὐτό τό τρομερό πού γίνεται. Ὑπάρχει μιά διαστροφή στά πράγματα. Βλέπετε, γίνεται ἕνα ἔγκλημα. Δολοφονεῖται κάποιος ἄνθρωπος καί οἱ συγγενεῖς του φυσικά πονοῦν μέ αὐτό τό γεγονός. Ἀλλά ἡ ἀντιμετώπιση πολλές φορές τοῦ γεγονότος πόσες βεντέτες φτιάχνει στίς καρδιές! Αὐτό τό μίσος... Νά τιμωρηθεῖ, πάσῃ θυσίᾳ! Τί ποινή θά τοῦ βάλει τό δικαστήριο, καί ἄν ἡ ποινή δέν εἶναι ἀρκετή λένε «μᾶς ἀδίκησε τό κράτος». Δηλαδή τό παιδί σου θά εἶναι καλύτερα τώρα πού ἔβγαλε μιά ἄλλη ἀπόφαση τό δικαστήριο; Τό βλέπουμε. Ἤ οἱ ἐπιθέσεις [γιά] νά λυντσάρουν... Μά φυσικά δέν θέλω νά καταξιώσω τόν ἐγκληματία, ἀλλά ταυτόχρονα τί σημαίνει «μέ ἀδίκησε τό κράτος»; Εἶναι αὐτό μιά κατάσταση μίσους καί λές «ἐγώ θά ἀναλάβω τήν ὑπόθεση, νά καθαρίσω». Καί φυσικά, ὅπου ἀκόμη ὑπάρχει καί ἐπικρατεῖ – σέ λίγα μέρη τοῦ κόσμου ὑπάρχει, σέ μερικές πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς ὑπάρχει, καί σέ ἄλλα κράτη – ἡ καταδίκη εἰς θάνατον, εἶναι μιά τραγική στιγμή. Εἶναι μιά «λεβεντιά» τοῦ κράτους πού κάνει κάθαρση καί σκοτώνει τούς δολοφόνους. Ἀλλά ἀκόμα κι ἄν δέν τούς σκοτώνει, μέσα στή συνείδησή μας τούς εγκληματίες τούς σκοτώνουμε ζητώντας ἐμεῖς διά τῆς βίας, διά τῆς τιμωρίας, τήν ἀποκατάστασή μας. Τό βλέπουμε πολλές φορές στίς εἰδήσεις. Συγγενεῖς πέφτουν στά δικαστήρια ἐπάνω, τόν βρίζουν κ.λπ. καί δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό τίς ἀποφάσεις τοῦ δικαστηρίου. Ἄφησε τό δικαστήριο νά κρίνει κατά τά ἀνθρώπινα. Ἄς δώσει μιά οἰκονομία μετανοίας, ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ἱστορία; Εἴμαστε ἐδῶ διεστραμμένοι καί βασιζόμαστε στό ἐγώ μας.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
[1]. Ματθ. Ε´, 15.