Ο
Μικρασιάτης αναχωρητής Θεόκτιστος νέος έρχεται στον Άγιον Όρος. Η μονή
Εσφιγμένου του δίνει ένα κελλί της για τις πρώτες ουράνιες αναβάσεις
του. Ύστερα
από μία πορεία μέσω Ιεροσολύμων και Σάμου προς ανεύρεση της ιερής
ησυχίας καταλήγει στο ιερό νησί της Αποκαλύψεως. Οι πιο απαραμύθητοι
τόποι της Πάτμου τον φιλοξενούν επί μισό περίπου αιώνα.
Ο
Θεός ήταν παντοτεινή συντροφιά του. Δεν έπασχε ποτέ από μοναξιά και ας
ήταν πάντα μόνος. Όταν του τέλειωσε κάποτε το νερό, η προσευχή του έφερε
ένα σύννεφο να τον ξεδιψάσει και να γεμίσει τη στέρνα του. Τα φίδια
ήταν φίλοι του, δεν τα φοβόταν, όπως ο Αδάμ πριν την πτώση. Τον έβλεπαν
να μην πατά στη γη. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Ο δαίμονας παρότι τον
μετακινούσε από τόπο σε τόπο, δεν μπορούσε να τον νικήσει.
Απλός, λιτός, καταδεκτικός, μεγάλος νηστευτής, εργατικός σε όλη του τη ζωή.
Περιστατικά και γεγονότα τον φανερώνουν διορατικό, προορατικό και αδιάλειπτα προσευχόμενο. «Αισθάνομαι
τόση γλυκύτητα, έλεγε, ώστε δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Όταν λέω την
εύχή είναι σαν να ακούω χιλιάδες αγγέλους να ψάλλουν».
Με το μεγάλο κομποσχοίνι του έκανε δύο χιλιάδες μετάνοιες γονατιστές
(!) την ημέρα και έκλαιγε για τις αμαρτίες τις δικές του και όλων των
ανθρώπων. Στο ερημητήριό του ήταν ανυπόδητος και η διατροφή του
λιτότατη. Μόνο Σάββατο και Κυριακή κατέλυε το λάδι. Μελετούσε πολύ την
«Φιλοκαλία» και μετελάμβανε συχνά των Αχράντων Μυστηρίων, γνωρίσματα των
γνήσιων «Κολλυβάδων». Η μελέτη της Αγίας Γραφής και η συχνή θεία
Μετάληψη τον αναπτέρωναν.
Γλυκύς,
ευγενής, σοβαρός, ακούει με προσοχή και προσεύχεται, συμβουλεύει με
αληθινή σοφία και αγάπη. Πότε-πότε αφήνει και το ασκητήριο όταν τον
παρακαλούν και έρχεται στη Χώρα, για να συμφιλιώσει εχθρούς, για να
φέρει στα σπίτια την ειρήνη. Κι όταν ο Παράκλητος επιπνεύσει στην καθαρή
και αγία του καρδιά, έρχεται και απρόσκλητος. Χτυπάει την πόρτα εκείνων
που ο πειρασμός τους αναταράζει και ρωτάει: «Θέλετε να με δεχθείτε; Ο Χριστός με έστειλε. Αν δεν θέλετε, μπορείτε να με διώξετε, αλλά θα λυπηθεί ο Χριστός». Όταν άκουγε μια κακή φήμη έλεγε: «Φταίτε όλοι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο» και η βροντώδης φωνή του τους συνετάραζε όλους.
Στα
τέλη του σχεδόν τυφλώθηκε και κουφάθηκε. Δεν εμποδιζόταν όμως να έχει
στραμμένα τα μάτια του μόνιμα στον ουρανό και ν’ ακούει αγγελικούς
ύμνους. Ο παλαιός Εσφιγμενίτης την αυστηρότητά του όλη τη φύλαγε για τον
εαυτό του. Είχε γίνει ο παρήγορος αδελφός όλων των πονεμένων της
Πάτμου.
Στη δύση του βίου του τον επισκέφθηκε ένας ξένος περιηγητής. Να πως τον περιγράφει: «Περικυκλωμένος
από μουχλιασμένους τοίχους, κατοικώντας εδώ που δεν μπορεί να βλέπη τις
καλλονές του νησιού ούτε να ατενίζη τα μεγαλεία της θαλάσσης, εδώ που
ούτε δύσις μπορεί να τον φωτίση, υπομένοντας την μοναξιά και σπανίως
δεχόμενος κανένα επισκέπτη: Ιδού ο ερημίτης της Πάτμου. Λίγη κίνηση και
δραστηριότητα έχει το νησί, μα αυτός εδιάλεξε αυτή την εγκλείστρα για να
αποφύγη κι αυτήν την ολίγη. Το βλέμμα του πάντα κυττάζει ψηλά. Μήπως
έτσι στρέφει τις σκέψεις του μακρυά από την γη υψώνοντας μάτια και
καρδιά προς τον ουρανό; Τα μαλλιά του και τα μουστάκια του ήταν μακρυά. Η
όψις του έδειχνε καλωσύνη και εξυπνάδα. Πότε-πότε εφαίνετο μια λάμψις
στα μάτια του που έδειχνε την παληά του ζωτικότητα. Μας προσκάλεσε να
μπούμε στο σπίτι του, ένα δωμάτιο χτισμένο στην άκρη των ερειπίων, τρία
μέτρα μάκρος και δυόμισυ πλάτος… Στρέφοντας γύρω μου είδα από το ανοικτό
παράθυρο ένα πολύ μικρό δωματιάκι που του χρησίμευε ως προσευχητάριο.
Τα μικρά του παράθυρα ήταν κλεισμένα και τα μόνα αντικείμενα μέσα σ αυτό
ήταν μερικά κεριά, ένα μικρό αναλόγιο με μία μικρή ανοικτή βίβλο και
ένα ανθρώπινο κρανίο με ένα μαύρο σταυρό ζωγραφισμένο στο μέτωπο. Ήταν
κάτι που προξενούσε εντύπωσι και επεζήτησα να μάθω την σημασία του. Ιδού
τα ίδια του τα λόγια: “Το έχω για να το κυττάζω. Μου λέγει πως θα είμαι
μετ’ ολίγον. Με κάνει ταπεινόν και με ετοιμάζει διά τον θάνατον και διά
τα μετά θάνατον… Παρακαλώ τον Θεόν να συγχωρήση όλες τις αμαρτίες μου
και τέλος να με πάρη στον ουρανό. Βαδίζω προς τον θάνατο και θα
εμφανισθώ ενώπιον του Θεού. Διά τούτο σκέπτομαι ποιαν απάντησιν θα του
δώσω…”».
Ως τις τελευταίες του ώρες συμβούλευε: «Να αγαπάτε τον Χριστό. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο. Να έχετε το Νόμο Του σαν Φυλαχτό».
Όταν
πλησίαζε το τέλος λέει σ’εκείνον που τον διακονούσε: «Δόξα Σοι ο Θεός!
Τώρα να μη μου μιλήσεις πλέον». Ακολούθως απήγγειλε ολόκληρη την Θεία
Λειτουργία, αρχίζοντας από την Προσκομιδή. Στις 29.3.1917, Μεγάλη
Πέμπτη, δύοντος του ηλίου, έδυσε ο ενενηνταπεντάχρονος αναχωρητής,
παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του για να εορτάσει, ο έτοιμος από καιρό, το
αιώνιο Πάσχα της ατέρμονης και ανεκλάλητης ευφροσύνης. Το σκήνωμά του
το εναπέθεσαν στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει πριν χρόνια στην
Αποκάλυψη. Σημάδι της Αγιωσύνης του ήταν το ότι ένιωσαν ξαφνικά, καθώς
το κατέβαζαν, να γίνεται εκείνο το ασκητικό αλλά βαρύ σώμα, ελαφρύ σαν
ξερό φύλλο! Στον τάφο του φύτρωσε από μόνο του δεντρολίβανο. Στα τρία
χρόνια, στις 19 Απριλίου του 1920, άνοιξαν τον τάφο του για την
ανακομιδή. Ουράνια Ευωδιά ξεχύθηκε από τα Χαριτόβρυτα Λείψανά του.
Το
Βραβείον της Ι. Μονής μας καταλήγει: «Διέτριψε δ’ εν Πάτμω επί 45 έτη
εις διάφορα ερημητήρια και άβατα μέρη, σεβόμενος παρά πάντων ένεκα του
εναρέτου βίου αυτού. Κατατάξαι δ’ αυτού το πνεύμα μετά των δικαίων ο
Κύριος».
Ας έχουμε την Ευχή του. Αμήν.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Ηλία
Μαστρογιαννόπουλου αρχιμ., Άγιες μορφές στην Πάτμο, Αθήναι 1966, σσ.
58-66. Του αυτού, Άγιες Μορφές της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήναι δ.χ. σσ.
62-71. Χρυσοστόμου Γ., Φλωρεντή διακόνου, Βραβείον της Ιεράς Μονής Αγίου
Ιωάννου του Θεολόγου, Αθήναι 1980, σ. 128.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό, ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, Τόμος Α΄ 1901-1955, σελ.140-142.