Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Mε θερμή προσευχή συνοδευόμενη από προσοχή, υπομονή και αυτοκριτική


Ο μακάριος Γέροντας ως άνθρωπος της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής γνώριζε πολύ καλά την δύναμή της. Πόσο πολύ κατακαίει τον εχθρό και πόση χάρη δίνει στον άνθρωπο. Για ν’ αποβεί όμως η προσευχή ωφέλιμη και καρποφόρα σε κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό, για να ενισχύει την πίστη και την ελπίδα του στον Θεό, για να φέρει την υπομονή και την ανδρεία στην ψυχή που δοκιμάζεται, πρέπει να γίνει από τον πιστό μία ανάλογη προετοιμασία, να τηρηθούν κάποιοι όροι για τους οποίους σε πολλά σημεία μας μιλά ο Όσιος Γέροντας.
Αφετηρία και πρώτο δεδομένο στον αγώνα της προσευχής είναι η μεγάλη προσοχή με την οποία πρέπει να επιτελείται: «προσευχή χωρίς προσοχήν και νήψιν[52] είναι απώλεια χρόνου· κόπος χωρίς πληρωμην».[53] Ο προσευχόμενος πρέπει να προσέχει να μην περισπάται ο νους του στα μάταια του κόσμου, ούτε σε άχρηστες ενθυμήσεις ή βιοτικές μέριμνες αλλά να καταβάλλει όλο τον κόπο και την προσπάθειά του ώστε να συγκεντρώνεται ο νούς του στα λόγια της προσευχής.
Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο Γέροντας Ιωσήφ: «πολλάκις εσύ εύχεσαι και ο νους σου περισπάται… εις όσα εκ συνηθείας έλκεται. Και θέλει βίαν πολλήν να τον αποσπάσεις εκείθεν, να προσέξει τους λόγους της προσευχής».[54]
Καθώς η προσευχή είναι συνομιλία ανθρώπου και Θεού, είναι ένα θείο έργο πρέπει να γίνεται με μεγάλη επιμέλεια και προσοχή, με περισσή φροντίδα και αφοσίωση για να χαρούμε τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Ακόμη, σε πολλά σημεία των Επιστολών του μιλά για επιμονή και υπομονή κατά την ώρα της προσευχής. Ο ίδιος στάθηκε ένας μεγάλος βιαστής της ανθρώπινης φύσεως κατά τον προσευχητικό αγώνα και όπως αποκαλύπτει: «ο ιδρώτας έτρεχε βρύσις», «εξ ώρας καθήμενος εις προσευχήν τον νουν δεν εσυγχώρουν να βγή από την καρδίαν».[55]
Η μεγάλη αυτή αφοσίωσή του στον αγώνα της προσευχής, η άκρα νηστεία και τα πολλά και θερμά δάκρυά του έκαμψαν την φιλανθρωπία του Θεού και έλαβε, κατά την πίστη του, την εκπλήρωση του αιτήματός του: το θείο χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής και την έξ αυτού απορρέουσα άκρα υπομονή στον νόμο των αλλοιώσεων που μια τον ανέβαζε στα ουράνια και μια τον κατέβαζε στα καταχθόνια.

Περί νοεράς προσευχής (Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)

Προς νέον ερωτήσαντα περί προσευχής
(Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)
Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτό σου να λες συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού. Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέει και γλυκαίνεσαι σαν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις όλο να το λες. Αν το αφήνεις στενοχωριέσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στη καρδιά. Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλό ή πονηρό δει ή ακούσει το κατεβάζει στη καρδιά που είναι το κέντρο της σωματικής και πνευματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νου· όταν ο ευχόμενος κρατά το νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά προσέχει μόνο στα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στη καρδιά και τον κρατά μέσα κλεισμένο και λέει με ρυθμό την ευχή:
– «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Στην αρχή λέει μερικές φορές την ευχή και παίρνει μία αναπνοή. Κατόπιν όταν συνηθίσει να παραμένει ο νους στη καρδιά, λέει σε κάθε αναπνοή μία ευχή με τον εξής τρόπο: Λέει το «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή και το «ελέησόν με» στην εκπνοή. Αυτό ανήκει στην πρακτική μορφή της ευχής έως ότου επισκιάσει και αρχίσει να ενεργεί η Θεία Χάρη. Εάν αυτό δεν διακοπεί, με την χάρη του Χριστού, ακολουθεί η θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και όταν κάθεσαι και στο κρεβάτι και περπατώντας και όρθιος. «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», λέει ο Απόστολος. Δεν προσεύχεσαι μόνο όταν πλαγιάζεις. Θέλει αγώνα· όρθιος, καθιστός. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι και μετά πάλι όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.
Αυτά λέγονται «πράξις». Δείχνεις την προαίρεσή σου στο Θεό, όλα δε εξαρτώνται απ’ αυτόν εάν σου δώσει. Χωρίς τον Θεό τίποτε δεν γίνεται. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η Χάρις του τα πάντα ενεργεί. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη.
Αν θέλεις να βρεις το Θεό, μόνο διά της «ευχής», μη βγάλεις αναπνοή χωρίς την ευχή. Πρόσεχε μόνο να μη δέχεσαι φαντασίες. Γιατί το θείο είναι ανείδεο, αφάνταστο, αχρωμάτιστο. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή μέσα στις σκέψεις μας.
Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες τη συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρη και σε ξεκουράζει. Αρκεί να μη σταματήσεις να την λες με το στόμα, χωρίς διακοπή. Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς χωρίς να τη λες με τη γλώσσα . Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια. Κατόπιν θα την έχεις σ’ όλα τα χρόνια της ζωής σου· θα την λέει ο νους χωρίς κόπο. Μόνο κτύπα ευθέως στη θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει· είναι αδύνατον. Αγάπησέ τον πολύ, για να πάρεις πολύ. Εάν αγαπάς το Χριστό πολύ ή λίγο, θα έχεις την ανάλογη ανταπόδοση.
Λέγε ακαταπαύστα την ευχή· με τη γλώσσα και με το νου. Όταν η γλώσσα κουράζεται ας αρχίζη ο νους. Και πάλιν, όταν ο νους βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύεις. Κάμνε μετάνοιες πολλές. Να αγρυπνείς τη νύκτα, όσον μπορείς. Και αν ανάψει φλόγα στην καρδιά σου και αγάπη προς το Θεό και ζητείς ησυχία και δεν μπορείς να μείνεις στον κόσμο – διότι μέσα σου ανάβει η ευχή – τότε γράψε μου και έγώ θα σου πω τι θα κάμεις. Εάν πάλι δεν ενεργήσει έτσι η χάρις, άλλα κρατείται ο ζήλος μέχρι του να εφαρμόζεις τις εντολές του Κυρίου προς τον πλησίον, τότε ησύχαζε όπως είσαι, και καλά είσαι μη ζητείς άλλο τίποτε. Τη διαφορά των τριάκοντα, εξήκοντα, εκατόν, θα τη βρεις, όταν διαβάσεις τον Ευεργετινό. Θα βρεις έκεϊ και άλλα πολλά γραμμένα και πολύ θα ωφεληθείς.
Λοιπόν, απαντώ στις άλλες ερωτήσεις σου. Η ευχή έτσι πρέπει να λέγεται με τον ενδιάθετο λόγο. Αλλ’ επειδή στην αρχή δεν την έχει συνηθίσει ο νους, την ξεχνά. Γι’ αυτό την λέγεις, πότε με το στόμα και πότε με το νου. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου τη χορτάσει ο νους και γίνει ενέργεια.
Ενέργεια λέγεται εκείνο που, όταν λες την ευχή, αισθάνεσαι μέσα σου χαρά και άγαλλίαση και θέλεις διαρκώς να τη λες. Λοιπόν, όταν παραλάβει ο νους την ευχή και γίνει αυτή η χαρά που σου γράφω, τότε θα λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς τη βία τη δική σου. Αυτό λέγεται αίσθησις-ενέργεια- επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς τη θέληση του ανθρώπου. Τρώει, περιπατά, κοιμάται, ξυπνά, και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχή. Και έχει ειρήνη, χαρά.
Τώρα, για τις ώρες της προσευχής επειδή είσαι στον κόσμο και έχεις διάφορες μέριμνες,όταν βρίσκεις καιρό κάμνε προσευχή. Άλλα βιάζου συνεχώς να μη αμελήσεις. Για τη «θεωρίαν» που ζητάς, εκεί που είσαι είναι δύσκολο· διότι θέλει απόλυτη ησυχία.
Εγώ αυτό τον καιρό, όλο γράφω σε όσους ρωτούν. Εφέτος ήλθαν από τη Γερμανία μόνο και μόνο να μάθουν για την νοερά προσευχή. Από την Αμερική μου γράφουν με τόση προθυμία. Από το Παρίσι είναι τόσοι, που θερμά ζητούν. Εμείς εδώ στα πόδια μας, γιατί αμελούμε; Μήπως είναι σκάψιμο να φωνάζουμε διαρκώς το όνομα του Χριστού να μας ελεήσει;
Τέλος, επικρατεί και μία σκοτισμένη ιδέα του πειρασμού· ότι, αν λέει κανείς την ευχή, φοβάται μην πλανηθεί· ενώ αυτό είναι πλάνη που λέει.
Οποιος θέλει, ας δοκιμάσει. Και, όταν χρονίσει η ενέργεια της ευχής, θα γίνει Παράδεισος μέσα του. Θα ελευθερωθεί από τα πάθη, θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αν δε είναι και στην έρημο, ω! ω! δεν λέγονται τα καλά της ευχής!
(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, Αγ. Όρους- αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση)

Η ακρίβεια της συνειδήσεως και οι θείες επαγγελίες

(Ομιλία Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού στη συμπλήρωση 30 χρόνων από την κοίμηση του Οσιωτάτου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού).
 
«Αινέσωμεν δη άνδρας ενδόξους, και τους πατέρας ημών τη γενέσει».
Έχουμε ακούσει ότι μερικοί ευσεβείς άνθρωποι είχαν την έμπνευση από τον Θεό να εγκαταλείψουν την κοσμική ματαιότητα και να αγαπήσουν τον Θεό και να πετύχουν τις θείες επαγγελίες, που είναι ο αγιασμός, όχι «τω καιρώ εκείνω», αλλά αυτήν τη στιγμή γίνονται «πιστότεροι οι οφθαλμοί των ωτίων».
Μπροστά μας, αυτήν την ώρα, βρίσκεται η ρίζα της πνευματικής μας υποστάσεως, ο πνευματικός μας πατέρας, του οποίου εμείς οι δυστυχείς είμαστε μάρτυρες. Και τα μάτια μας είδαν, και τα χέρια μας ψηλάφησαν και τα αυτιά μας άκουσαν και είμαστε πεπλησμένοι, γεμάτοι από την παρουσία του. Και μπροστά μας τώρα βρίσκονται τα ιερά του λείψανα τριάντα έτη ακριβώς από την κοίμησή του.
Αυτό δεν είναι μία μεγάλη ενίσχυση για μας; Διότι, δεν θα δανειστούμε από τη γενική ιστορία μαρτυρίες των προγενεστέρων αγίων ανθρώπων. Έχουμε μπροστά μας τη ρίζα μας. Αυτόν τον οποίον είδαμε και ακούσαμε και ζήσαμε μαζί του. Άνθρωπος και αυτός σαν και μας. Αγάπησε εξ ολοκλήρου τον Θεό και επεδίωξε μέσα στις ανθρώπινες δυνάμεις του να εφαρμόσει το θείο θέλημα. Και έτσι πέτυχε τις επαγγελίες.
Και ιδού! Είστε μάρτυρες όλοι. Και σεις οι ίδιοι, που είστε φύτρα από τη ρίζα του. Διότι με τη δική του ευλογία και Χάρη γίνονται όλα αυτά που βλέπετε. Έχω πει και άλλες φορές και το ξέρετε τόσο καλά πόσοι αριθμητικά βρισκόμαστε απ’ αυτήν τη ρίζα. Αυτό για μας είναι πολύ συγκλονιστικό και μέσα μας φιλοτιμούμενοι λέμε. Γιατί και μείς να υστερούμε; Καθ’ ην στιγμή έχομε ζωντανά παραδείγματα, ότι σήμερον, όχι «τω καιρώ εκείνω» άνθρωποι σαν και μας πέτυχαν απόλυτα. Άρα δεν υπάρχει και για μας κανένα κώλυμα, ώστε να μη πετύχουμε. Διότι μαζί με τη Θεία Χάρη και τις υπόλοιπες ανθρώπινες επιδόσεις, που υπάρχουν στη φύση μας, έχομε ιδιαίτερα και τη δική τους πρεσβεία, διότι «δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι». Δεν έφυγαν από μας παρά μόνο φαινομενικά. Μετατέθηκαν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία και εκεί ευρισκόμενοι πλέον με πλήρη την πατρική τους Χάρη ένα σκοπό έχουν. Όχι να παλεύουν με τα πάθη και τους δαίμονες, όπως στη ζωή αυτή, αλλά νύκτα και ημέρα να πρεσβεύουν για τη δική μας σωτηρία.
Δεν είναι ανθρώπινο το έργο αυτό το οποίο έκανε αυτός ο ταπεινός Γέροντας στη γη. Ένας ευτελής άνθρωπος, αγράμματος από την ύπαιθρο ξεκίνησε φτωχό παιδί, χωρίς να έχει καμμία εξωτερική μόρφωση και ικανότητα, χωρίς καμμία ανθρώπινη συμπαράσταση. Έχοντας μόνο τον πόθο προς τον Θεό εφήλκυσε τη Θεία Χάρη, όπως υπόσχεται ο Κύριός μας, και πέτυχε απόλυτα αυτό το οποίο βλέπετε.
Μήπως δεν υπήρξαν και άλλοι μέσα στον Άθωνα; Δεν υπήρξαν και άλλοι μέσα στην Εκκλησία μας, οι οποίοι αγάπησαν τον Θεό;
Οι καρποί όμως αυτοί, τους όποιους αυτήν την ώρα ψηλαφούμε είναι η ατράντακτη και αψευδέστατη μαρτυρία του πληρώματος της επιτυχίας. Και όντας και μείς απόγονοι και φύτρα αυτής της ρίζας καυχόμαστε. Διότι κατά το ιερό λόγιο «μακάριος ος έχει εν Σιών σπέρμα και οικείους εν Ιερουσαλήμ». Αλλά εμείς δεν έχομε μόνο οικείους. Εχομε την πνευματική ρίζα. Αυτήν που μας υποσχόταν όταν ήταν μαζί μας ότι δεν θα επιτρέψει κανένας από μας να παραστρατήσει Και τώρα που είναι στον ουρανό με την παρρησία του, ως φίλος πλέον Θεού, μη έχοντας τη βαρύτητα της σάρκας και της εδώ αγωνιστικότητας, νύκτα και ημέρα πρεσβεύει για μας, εάν όντως και μείς ανταποκρινόμαστε. Πολλές φορές μου έλεγε: Κοίταξε! Θα σου στείλω ευλογία. Να την πάρεις. Να μην επιστρέψει κενή.
Προσέξτε να έχετε και σεις μέσα σας αυτόν τον πόθο της φιλοθεΐας, της ακρίβειας της συνειδήσεως, που έχει η δική μας ιδιότητα, ως μοναχών, ως φιλόθεων ανθρώπων. Και αν αυτό κρατούμε τότε οι ευλογίες των πατέρων μας οπωσδήποτε θα έλθουν ώστε να πετύχουμε και μεις.
Οι ημέρες είναι πονηρές και δύσκολες. Οι καιροί και οι καταστάσεις δεν είναι ευχάριστες. Και ένεκεν της αμαρτωλότητας ποιός γνωρίζει τί ο Θεός ετοιμάζει; Αλλά εμείς έχοντας στραμμένη τη διάνοιά μας προς τον σκοπό μας και με την πεποίθηση στις πρεσβείες των πατέρων μας έχομε βεβαιότητα, ότι θα πετύχουμε. Διότι «πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού».
Θυμάστε από τον βίο του τόσα, τα οποία κάθε ημέρα διαβάζομε. Δεν υποχωρούσε στο πρόγραμμα. Τί σημαίνει αυτό; Η ακρίβεια της συνειδήσεως. Διότι τί ζητάει ο Θεός από εμάς; Ή μάλλον τί παίρνει; Δεν παίρνει τίποτε ο Θεός. Εκείνο το οποίο ολοκληρώνει την ομολογία μας και προσελκύει πάνω μας τη θεία ευλογία είναι ο στόχος της εξαρτήσεως και της υποταγής στο θείο θέλημα.
Προηγουμένως ερμήνευα στους επισκέπτες, που ήταν μαζί μου και ρωτούσαν επίμονα. «Ποιά η αιτία της καταστροφής και ποιά η αιτία της ωφέλειας και σωτηρίας;»
Και είπα, αδελφοί και πατέρες, δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Πώς έγινε η πτώση; Πώς ξέπεσαν τα κτίσματα και μεταβλήθηκε η κτίση και «υπετάγη εις την φθοράν ουχ εκούσα αλλά διά τον υποτάξαντα»;
Η αίτια δεν είναι η παράβαση της θείας εντολής; Άρα η ακρίβεια της τηρήσεως της θείας εντολής προκαλεί την επανόρθωση. Η παράβαση της εντολής, που είναι η ιδιοτέλεια, ο εγωκεντρισμός, είναι ο όλεθρος και η καταστροφή. Απόδειξη ότι στην «καινήν κτίσιν», στο πρόσωπο του Ιησού μας, που ήλθε να αναπλάσει και επαναφέρει την ισορροπία χαράχθηκε απολύτως ο νόμος της υποταγής και της εξαρτήσεως.
Αυτό ακριβώς κρατώντας ο αείμνηστος Γέροντας ούτε τα σκώμματα των ανθρώπων, που έλεγαν ότι ήταν πλανεμένος, δεν μπόρεσαν να του αναχαιτήσουν την ορμή της ακρίβειας στο να φυλάξει το θειο θέλημα, όπως είναι η πατερική παράδοση. Φύλαξε την ακρίβεια της συνειδήσεως.
Γι’ αυτό, και μείς τώρα, αδίστακτα με σκοπό ακριβώς αυτόν της υποταγής στο θείο θέλημα, με την εκκοπή του δικού μας θελήματος, να γίνουμε ακριβείς τηρητές, ως εφαρμοστές του θείου θελήματος, των εντολών της πατερικής παραδόσεως, για να γίνουμε και εμείς μέτοχοι και κληρονόμοι όλων αυτών των αγαθών τα οποία ήδη βλέπουμε μπροστά μας.
Δεν ζηλεύετε και σεις την αξία; Κοιτάξετε! Πέρασε αυτός ο παππούλης, χωρίς να τον δει κανείς μέσα σε τρώγλες και τρύπες αφανής και άγνωστος. Δείτε τώρα την αξία όμως; Να ποιές αξίες να ζητάτε, όχι τις ματαιότητες του κόσμου, τα ψέματα και τις απάτες.
Αυτές τις άξιες τις οποίες χαρίζει ο Χριστός μας σε εκείνους, που είναι έτοιμοι να ορμήσουν στη θάλασσα των πειρασμών και να υπομένουν αγόγγυστα την τήρηση των θείων εντολών. Το είπαμε πολλές φορές. Πάντως είναι τόσο συγκλονιστικό, που δεν μπορώ να μιλήσω, διότι τώρα έρχονται στη μνήμη μου αυτά τα οποία έζησα. Εγώ δεν τα έχω ακούσει σαν εσάς. Πόσες φορές καθόμουν στα πόδια του και τον άκουα να μας διηγείται όλα τούτα από τα οποία ελάχιστα τώρα θυμάμαι και σας αναφέρω.
Έπρεπε αυτήν την ώρα να εφαρμόζαμε μία απόλυτη σιγή, παρά ομιλία. Αλλά είπαμε ελάχιστα λόγω του εορτασμού της τριακονταετίας από την κοίμησή του.
Με τις ευχές του Γέροντα εύχομαι κι εγώ, όλοι μας απρόσκοπτα να συνεχίσουμε την πορεία και να επιτύχουμε τη σωτηρία μας. Αμήν.
(Γέροντος Ιωσήφ, «Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η Πατερική παράδοσις», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 5,σ. 191- 195)

Η κατά Θεόν πορεία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού [2]



«Μέλλω δι’ αγάπην σας…
σκιαγραφήσαι τον βίον μου».[3]
Είναι πολύ σημαντική η αποψινή βραδιά. Ένας γίγαντας του Πνεύματος, ένας άνθρωπος του Θεού, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης η Ησυχαστής τιμάται στον τόπο του. Επί τέλους διοργανώθηκε και στην ιδιαίτερη πατρίδα του εκδήλωση μνήμης και τιμής γι’ αυτήν την ισχυρή προσωπικότητα, που με την έντονη πνευματική και ηθική ακτινοβολία της, δημιούργησε τις υγιείς προϋποθέσεις για την ανοδική πορεία του Αγίου Όρους, που αποτελεί σήμερα την ακρόπολη της Ορθοδοξίας μας.
Ο σκοπός μας δεν είναι να τον τιμήσουν μόνο οι συγχωριανοί του, αλλά κυρίως να τον γνωρίσουν. Είναι αδιανόητο να είναι πασίγνωστος στους ανά τα πέρατα της οικουμένης Ορθοδόξους Χριστιανούς και στον τόπο του να παραμένει άγνωστος. Και η γνωριμία αυτή συνοδεύεται απαραίτητα από την βαθύτατη συναίσθηση της ευθύνης που έχουμε να επωμισθούμε ευχαρίστως την βαρύτατη πνευματική κληρονομιά που μας άφησε και να την μετουσιώσουμε σε πράξη όλοι μας. Ίσως μερικοί να στέκονται σκεπτικοί και ν’ αμφιβάλλουν διότι ζούμε σε μία εποχή που όλα γκρεμίζονται και ισοπεδώνονται. Κάποιοι όμως πρέπει να γίνουν το προζύμι που θα γίνει αιτία αύριο να ζυμωθεί όλο το φύραμα, όταν όλοι οι συνάνθρωποί μας διαπιστώσουν τα αδιέξοδα μιας πορείας χωρίς Θεό, αξίες και ιδανικά.
Το μέρος που βρισκόμαστε αυτή την στιγμή απέχει λίγα μόλις μέτρα από το πατρικό σπίτι του π. Ιωσήφ. Εδώ, στα χώματα αυτά, έπαιξε, γέλασε και έκλαψε σαν παιδί. Ο τόπος που γεννιέται κάποιος παίζει οπωσδήποτε σημαντικότατο ρόλο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του, στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Σημαδεύει ανεξίτηλα την μετέπειτα πορεία του. Και αν επιδρούν στον άνθρωπο τόσο πολύ τα άψυχα πράγματα του κόσμου τούτου, πολύ πιο καθοριστικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζει το έμψυχο περιβάλλον.
4.Η κατά Θεόν πορεία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού
Το έτος 1897 είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου ο μικρός. Το χωριό μας τότε ήταν κυριολεκτικά ένα μεγάλο Μοναστήρι. Οι πρόγονοί μας ζούσαν όπως τους μάθαινε η μεγάλη μητέρα όλων μας που ονομάζεται Εκκλησία του Χριστού. Ξυπνούσαν και έπεφταν να κοιμηθούν προφέροντας το όνομα του Θεού, επικαλούμενοι την βοήθεια της Παναγίας μας και τις πρεσβείες των Αγίων μας.
Οι ευσεβείς παραδόσεις σηματοδοτούσαν έντονα την πορεία της ζωής τους. Η Παράδοση της Ορθοδοξίας μας ήταν το καθημερινό τους βίωμα. Ήταν αυστηρότατα προσηλωμένοι στις αρχές της Πίστεώς μας. Τηρούσαν τις νηστείες και τις αργίες όλου του Εκκλησιαστικού έτους. Την κωμόπολη τότε των Λευκών στόλιζαν πολλά, κάτασπρα εκκλησάκια που τα γιόρταζαν με αρτοκλασίες, λιτανείες και άλλες ευλαβείς συνήθειες. Η συμμετοχή ήταν πάνδημη και η λατρεία του Θεού συνειδητή.
Το καντήλι της Πίστης ήταν άσβεστο στις ψυχές όλων των Λευκιανών του καιρού εκείνου και οι θεοειδείς αρετές τους έλαμπαν στα φωτεινά τους πρόσωπα.
Οι δεσμοί που τους ένωναν με τα Μοναστήρια του νησιού ήταν ισχυροί και η γνώμη και συμβουλή των πνευματικών τους πατέρων ήταν νόμος απαράβατος για τους ίδιους. Τα φτωχικά τους σπιτάκια ήταν το καθένα ένα μικρό ησυχαστήριο με το ακοίμητο καντήλι, το θυμιατήρι, το εικονοστάσιο, μπροστά στο οποίο όλα τα μέλη της οικογένειας γονάτιζαν και προσεύχονταν εμπιστευόμενοι την ζωή τους ολόκληρη στην Πρόνοια του Παντοδυνάμου Θεού.

Έχοντας γνώση του αντιπάλου Γέροντας Ιωσήφ:


Μόλις ο άνθρωπος ξυπνήσει από τον ύπνο της αμέλειας και αρχίσει να ενδιαφέρεται για την σωτηρία του τότε και ο εχθρός — διάβολος οπλίζεται εναντίον του και τον πολεμά. Όπως πολύ παραστατικά γράφει ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ: «είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης… με τα ακάθαρτα πνεύματα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκούμια αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχήν, όχι σώμα».[37]
Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγωνιστής πρέπει να είναι προετοιμασμένος γνωρίζοντας τις μεθόδους του εχθρού εναντίον του οποίου θα πολεμήσει. Η υποτίμησή του είναι ολέθριο σφάλμα. «Ο πλανών την οικουμένην»[38] αρχηγός του σκότους είναι, κατά τον γέροντα Ιωσήφ: «τεχνίτης ισχυρός, εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός». Με μεγάλη πονηριά παρατηρεί υπομονετικά και αδιάκοπα την πνευματική μας πορεία περιμένοντας να διαπιστώσει το αδύνατο σημείο μας.
Προσπαθεί τότε να μας εξαπατήσει αφού είδε προς τα που κατευθύνεται η ψυχική μας διάθεση και δεν διστάζει να μηχανεύεται τρόπους που να μιμούνται την Χάρη του Θεού. Όπως ορθά έχει ειπωθεί: η πλάνη μιμείται την Χάρη. Πρόκειται για τον «εκ δεξιών» πειρασμό από τον οποίο πλανήθηκαν κατά καιρούς ακόμη και μεγάλοι και έμπειροι αγωνιστές και υπέστησαν μεγάλες πτώσεις.
Ειδικά στο θέμα της προσευχής και κυρίως της νοεράς, ο πόλεμος των δαιμόνων γίνεται πολύ έντονος, όπως επισημαίνει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής: «όταν ίδη ο διάβολος ότι ο νους εκ καρδίας προσηύξατο, τότε μεγάλους και κακοτέχνους πειρασμούς επιφέρει».[39]
Όσο μεγάλη όμως και αν είναι η προσπάθειά του να μας αχρηστεύσει εξουδετερώνεται από την ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη της ταπείνωσης και της υπομονής του αγωνιστή ο οποίος μελετώντας τους ποικίλους πειρασμούς που ο αντίπαλος του δημιουργεί, πλουτίζει με την αντίστοιχη πείρα ώστε να αγωνίζεται με μεγαλύτερη διάκριση και να μην κλέβεται πιά εύκολα από τον διάβολο αλλά να υπομένει τους πειρασμούς καρτερικά και δοξολογικά.
γ) Mε την αρετή της υπομονής

hesychastIosif
Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ αντιμετωπίζοντας στην ζωή του αμέτρητους πειρασμούς μας τονίζει από προσωπική του πείρα ότι χωρίς υπομονή είναι αδύνατον να σταθούμε στην πνευματική ζωή: «όλοι οι πειρασμοί και αί θλίψεις θέλουν υπομονήν, και αυτή είναι η νίκη τους».[40]
«Λοιπόν, ουδέν άλλο επιθυμώ και τόσον πολύ αγαπώ, όσον να ακούω ότι κάμνετε υπομονήν εις τους πειρασμούς».[41] Ζητά την υπομονή από όλους και ιδιαίτερα από τους μοναχούς που αντιμετωπίζουν ασύγκριτα μεγαλύτερους και περισσότερους πειρασμούς από τους χριστιανούς που αγωνίζονται στον κόσμο. «Είδες άνθρωπον, και δη μοναχόν με δίχως υπομονήν; Είναι λύχνος με χωρίς έλαιον, όπου συντόμως θα σβήση το φως του».[42]
Απόλυτος ο λόγος του Γέροντος άλλα βαθιά αληθινός υπογραμμίζει την σημασία της υπομονής ως αναγκαίου στοιχείου της πνευματικής μας ζωής.
Κατά την σταυροαναστάσιμη πορεία μας ισόβιος συνοδοιπόρος κάθε αγωνιζόμενου πιστού γίνεται η αρετή της υπομονής, η οποία, κατά τον θείο Χρυσόστομο, είναι η βασίλισσα των αρετών και το θεμέλιο των κατορθωμάτων. Υπομένοντας τους ποικίλους πειρασμούς σ’ όλη την διάρκεια της επίγειας ζωής μας και το φορτίο μας ελαφρώνει αλλά και κατακτούμε τους αιώνιους θησαυρούς. «Τούτο είναι το θείον συνάλλαγμα όπου, εί τις υπομένει τους πειρασμούς και δεν παύσει τον δρόμον αγωνιζόμενος, ανταλλάσσει την ύλην τη αϋλία».[43] Με την καθημερινή μας άσκηση στην αρετή της υπομονής δεν κερδίζουμε μόνο στην παρούσα ζωή την γαλήνη και την χαρά, τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και την ευλογία του Θεού, αλλά αποταμιεύουμε και μισθό αιώνιο και άφθαρτο στον ουρανό.
Ο Όσιος Γέροντας Ιωσήφ αλλά και όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δείχνουν τον δρόμο που και εκείνοι βάδισαν· τον δρόμο της υπομονής. Σηκώνοντας αγόγγυστα τον σταυρό τους ανέβηκαν χαρούμενοι στον προσωπικό τους Γολγοθά γι’ αυτό και με την υπομονή τους έγιναν «μέτοχοι δόξης αιωνίου». Υπέμειναν καρτερικά κάθε πειρασμό που η αγάπη του Θεού-Πατέρα παραχώρησε να υποστούν για να λαμπρυνθούν ακόμα περισσότερο. Και οι εχθροί τους ακόμη στάθηκαν εκστατικοί μπροστά στο μέγεθος της καρτερίας τους.
Ο Όσιος Γέροντας μας βεβαιώνει: «Έχε λοιπόν υπομονήν διά να κερδίζης καθ’ εκάστην, να ταμιεύης μισθόν, ανάπαυσιν και χαράν εις την ουράνιον Βασιλείαν».[44] Ο παράδεισος κερδίζεται με θυσίες. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η θυσία της υπομονής που κατά τον ιερό Χρυσόστομο είναι ένα είδος μαρτυρίου. «Σε κάθε υπομονήν όπου κάμνεις στέφανον παίρνεις και σου λογίζεται ενώπιον του Θεού μαρτύριον ημερήσιον»[45] γράφει ο Γέροντας Ιωσήφ και θέλοντας να μας ενδυναμώσει και εδραιώσει στην ψυχοσωτήρια αρετή της υπομονής αλλού συμπληρώνει: «τον αγωνιζόμενον… (ο Θεός) και μετά Μαρτύρων θα βάλη τα λείψανά του, εάν πέση εις τον αγώνα και αποθάνη».[46]
Το παράδειγμα των Αγίων μας, και ιδιαίτερα των Μαρτύρων μας διδάσκει πως απείραστος βίος δεν υπάρχει, ούτε αληθινή και γνήσια χριστιανική ζωή νοείται χωρίς εμπόδια και δυσκολίες. Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι κάποτε τραχύς. Οι πειρασμοί που συναντούμε στην πορεία μας είναι όμως η εγγύηση της ορθότητάς της. Το ταξίδι του πιστού εξωτερικά δεν είναι γαλήνιο. Η γαλήνη είναι μόνιμη εσωτερική κατάσταση σ’ αυτούς που κάνουν αγόγγυστα το χρέος τους. Είναι ένα από τα δώρα του Θεού σ’ όλους τους συνεπείς αγωνιστές.
Η συνειδητή συμμετοχή μας, έστω και σε μικρό βαθμό στα παθήματα του Χριστού μας δίνει ανέκφραστη χαρά και μεγάλη ευλογία. Ο Απόστολος Παύλος χαιρόταν επειδή έφερε επάνω του «τα στίγματα του Κυρίου»[47], τα σημάδια από τις πληγές που του προξένησαν οι έχθροί του Σταυρού του Κυρίου του.
Ο Θεός δίνει στον καθένα μας τον σταυρό που μπορεί να σηκώσει. Άλλοι, πιο δυνατοί από εμάς υποφέρουν πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό τις στιγμές που λυγίζουμε ας μην υποκύψουμε στον πειρασμό της μεμψιμοιρίας, του γογγυσμού και της ολιγοπιστίας που διώχνουν την Χάρη του Θεού αλλά ας υπομείνουμε με εμπιστοσύνη την παιδαγωγία του Θεού που επιτρέπει ακόμη και τα δυσάρεστα για το καλό μας.
Πολλοί, μέσα από μία μεγάλη δοκιμασία βρήκαν τον δρόμο της σωτηρίας καθώς μέσα από αυτήν την θλίψη είδαν τον εαυτό τους και τον σκοπό της ζωής τους μέσα από ένα νέο πρίσμα. Ο Απ. Παύλος το λέει πολύ καθαρά: «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονήν δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα».[48] Η υπομονή είναι η μητέρα που γεννά και άλλες αρετές. Γι’ αυτό και ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος μας βεβαιώνει: «ο μή έχων υπομονήν, πολλάς ζημίας υφίσταται. Ο υπομονετικός πάσης αρετής εφάπτεται». Καμμιά δύναμη δεν μπορεί να αντισταθεί στην αρετή της υπομονής, ακόμη και η μεγαλύτερη μηχανορραφία του εχθρού. Τόσο αποτελεσματική και απαραίτητη μας είναι. Ουράνια αρετή, θείο δώρο.
Δίνει στην ψυχή μας την δύναμη να δέχεται τον πόνο όχι σαν τιμωρία, αλλά ως επίσκεψη Θεού. Πόσοι Άγιοί μας χαίρονταν όταν τους έβρισκαν οδυνηρές ασθένειες και δεν γόγγυζαν και στους πιο πικρούς θανάτους! Και ο πιο βαρύς σταυρός γι’αυτούς ήταν απεσταλμένος Θεού. Τον σήκωναν ευχαρίστως, έδειχναν μεγάλη καρτερία και ένοιωθαν τον Χριστό δίπλα τους. Η υπομονή τους ήταν ο βράχος πάνω στον οποίο συντρίβονταν και οι μεγαλύτεροι πειρασμοί.
Έχοντας κι εμείς την αρετή της υπομονής δεν χάνουμε την ειρήνη και την ψυχραιμία μας ακόμη και στις μεγαλύτερες δοκιμασίες. Στηρίζουμε τις ελπίδες μας στο έλεος του Θεού. Έχουμε πάντα την βεβαιότητα πως με την βοήθειά Του θα περάσουμε το πέλαγος των πειρασμών και θα βρούμε την γαλήνη της ψυχής μας. Η ακράδαντη πεποίθηση πως ο Θεός είναι πάντα δίπλα μας μας ηρεμεί και στην πιο δυνατή καταιγίδα.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που είναι ολοφάνερο ότι δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την ροή των πραγμάτων, η υπομονή είναι σωσίβιο σωτηρίας και σκέπη προστασίας. Μας χαρίζει αντοχή στον πόνο, είναι μια θεϊκή δύναμη που μας βοηθά να ξεπεράσουμε το άγχος, και ακόμη δρά αποτρεπτικά στον φοβερό κίνδυνο να φθάσουμε στην απόγνωση που είναι μια πικρότατη γεύση κολάσεως.
Όποιος αγωνίζεται κατά Θεόν ας μην χάνει το θάρρος του ούτε για μια στιγμή και ας μην κάνει πίσω. Και όσες φορές ως άνθρωπος λυγίζει, μπορεί να κρατηθεί από το παντοδύναμο χέρι του Θεού και να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το βλέμμα μας ας είναι διαρκώς στραμμένο στον πάσχοντα Ιησού Χριστό, τον αρχηγό και τελειωτή της πίστεώς μας. Εκείνον που μας αγάπησε τόσο πολύ, ώστε «υπέμεινε σταυρόν»[49] για την σωτηρία όλων των ανθρώπων, ακόμη και των πιο αμαρτωλών.
Η δύναμη του Τιμίου Σταυρού είναι άπειρη και ενισχύει όλους όσοι αγωνίζονται να φθάσουν στην «ατέλεστο τελειότητα» και να ενωθούν μ’ Εκείνον που προσέφερε πάνω στο «ζωοποιό ξύλο» την υπέρτατη θυσία «υπέρ της του κόσμου ζωής».
Αν ο Αναμάρτητος Κύριος «υπέμεινε σταυρόν» καταφρονώντας για χάρη μας την ντροπή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως, τι πρέπει να πάθουμε εμείς που είμαστε σε τόσα πολλά ένοχοι; Να Τον μιμηθούμε στην σταυρική Του πορεία σηκώνοντας τον προσωπικό μας σταυρό των πειρασμών, των θλίψεων και δοκιμασιών. Έτσι δείχνουμε ότι Τον αγαπούμε και κάνοντας το θέλημά Του φανερώνουμε πως είμαστε άξιοι της δικής Του αγάπης.
Ας φιλοσοφούμε συχνά και ας μνημονεύουμε τα θεοχαρίτωτα λόγια του Γ. Ιωσήφ: «όσον ολίγη είναι η υπομονή, τόσον μεγάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσον συνηθίζει ο άνθρωπος να τους υπομένη, τόσον μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπον. Και γίνεται στερεός ωσάν βράχος».[50]
Ας μην απελπιζόμαστε λοιπόν στις διάφορες τρικυμίες της ζωής. Ας κάνουμε ακόμη λίγο υπομονή για να μην μας πνίξουν τα κύματα. Ο Θεός είναι πιο κοντά μας στις δυσκολίες και η βοήθειά Του είναι μεγαλύτερη στις πειρασμικές ώρες. Περιμένει να φθάσουμε στο τέλος του δρόμου νικητές για να μας στεφανώσει όπως τους αθλητές με το αμαράντινο στεφάνι της δόξας.
Αυτό θα είναι το επιστέγασμα των αγώνων και των κόπων μας, η απόδειξη ότι περάσαμε με επιτυχία τις εξετάσεις και κερδίσαμε με την υπομονή μας την αιώνια σωτηρία μας. Τότε τα λόγια του Χριστού μας: «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται»[51] θα έχουν εφαρμογή και στην δική μας ζωή.
Τότε θα χαιρόμαστε αιώνια με τους εκλεκτούς του Θεού που δεν δίστασαν να σηκώσουν τον σταυρό Του και να γίνουν κοινωνοί των παθημάτων Του. Θα είμαστε μαζί μ’αυτούς που παραδόθηκαν εκούσια ακόμη και στον θάνατο για την δική Του αγάπη, και ετσι αξιώθηκαν να μετέχουν στην δόξα του Χριστού, που είναι η Ουράνια Βασιλεία Του, η θέα του θεανδρικού προσώπου Του.
Παραπομπές: 
37. Επιστ. ΚΔ’, σελ. 149.
38. Αποκ. IB’, 9.
39. Φιλοκαλία, Τόμος Α’, σελ.115.
40. Επιστ. ΙΖ’, σελ. 119.
41. Επιστ. ΙΖ΄ σελ. 120.
42. Επιστ. ΛΒ’, σελ. 192.
43. Επιστ. ΛΕ’, σελ. 208.
44. Επιστ. ΙΘ’, σελ. 129.
45. Επιστ. ΛΑ , σελ. 183.
46. Επιστ. ΛΑ’, σελ. 187.
47. Γαλ. στ’, 17.
48. Ρωμ. Ε’, 3-4.
49.  Εβρ. IB’, 2.
50. Επιστ. Η’, σελ.73.
51. Ματθ. Ι΄, 23.

Πηγή: Πρωτ. Γεωργίου Τριανταφύλλου, Ο Άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Ο Νηπτικός Πατήρ και Διδάσκαλος (Ταπεινή αναφορά στη ζωή και στο έργο του), εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Θαψάνων Πάρου

Δείγματα γραφής του Γέροντος Ιωσήφ


π. Ιωσήφ προς το Πανάγιο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Σε όλη αυτή την ταπεινή εργασία για τον Όσιο Γέροντα παραθέσαμε πολλά χωρία από τις Επιστολές του και πιστεύουμε ότι οι αναγνώστες έχουν ήδη σχηματίσει μία εικόνα του ύφους και του θεοχαρίτωτου λόγου του Γέροντος.
Θεωρήσαμε ακόμη καλό να δημοσιεύσουμε μερικά εκτενέστερα αποσπάσματά τους για να χαρούν οι αναγνώστες τον βαθύ και κατανυκτικό λόγο του Γέροντος, τον πλήρη μυστηρίων και αποκαλύψεων, να θαυμάσουν και να ωφεληθούν. Πρόκειται για αποσπάσματα Επιστολών του που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού: «Θείας Χάριτος Εμπειρίες…».
Η πρώτη εχει τον αριθμό 13, δημοσιεύεται στις σελίδες 169-172 και απευθύνεται προς την Μοναχή Βρυαίνη που ήταν ανηψιά του Γέροντος Ιωσήφ (θυγατέρα της αδελφής του Εργίνης, συζύγου Μιλτιάδου Μπατιστάτου). Ο Γέροντας αγαπούσε ιδιαίτερα την αδελφή του Εργίνα και την ανηψιά του, Μοναχή Βρυαίνη.
Μελετώντας τα αποσπάσματα από την επιστολή αυτή, στεκόμαστε με ιδιαίτερο θαυμασμό μπροστά στην μεγάλη ευλάβεια του π. Ιωσήφ προς το Πανάγιο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την θεωρεί πρόσωπό του οικείο και Την αποκαλεί με μεγάλη τρυφερότητα και θάρρος «γλυκειά Μανούλα». Κυριολεκτικά ζούσε αναπνέοντας και προφέροντας το άγιο όνομα της Παναγίας μας.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το ότι ο Όσιος Γέροντας τονίζει την βαθειά θεολογική αλήθεια ότι μπορούμε να κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας χάρις στην Παναγία μας. Εκείνη στάθηκε άξια να δώσει την σάρκα της στον Υιό και Λόγο του Θεού και έτσι στο ένα και μοναδικό Πρόσωπο του Χριστού μας ενώθηκαν η θεία με την ανθρώπινη φύση ατρέπτως, ασυγχύτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως.
ΙΕΡΟ Η ΚΑΤΑΝΥΞΗ
Το αχωρίστως σημαίνει ότι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού δεν θα αποχωρισθεί ποτέ την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε από την Υπεραγία Θεοτόκο. Έτσι οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα μεταλαμβάνοντας τα Άχραντα Μυστήρια να ενώνονται μαζί Του στον βαθμό που επιτρέπει η δεκτικότητα του καθενός. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας εξηγεί με σαφήνεια: «Εκείνος που παρακαλεί να του δοθεί αυτός ο επιούσιος άρτος, δεν τον δέχεται πάντως όλον, καθώς είναι αυτός ο άρτος, αλλά ανάλογα με την δεκτικότητά του έκαστος. Ο Άρτος της ζωής, σαν φιλάνθρωπος, δίνει σε όλους τους αιτούντας, αλλά όχι εξ ίσου σε όλους. Αλλά σ ’ αυτούς που δημιούργησαν μεγάλα έργα, δίνει πολύ, σ ’ αυτούς που έκαμαν μικρότερα, ολιγώτερο. Σε έκαστο λοιπόν δίνεται καθώς μπορεί να δεχθεί η κατάσταση του νου του».[124]
Όποιος κοινωνεί έχοντας τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, αξιώνεται να έχει μέσα του τον σαρκωθέντα Υιό του Θεού. Πως γίνεται αυτό; Κατά τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει. Και ενώ μόνο ο Υιός σαρκώθηκε, αυτός που μεταλαμβάνει μαζί με τον Υιό παίρνει μέσα του και τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αφού τα Τρία Πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητος έχουν κοινή Θεία Ουσία και δεν χωρίζονται μεταξύ τους.
Ο Γέροντας Ιωσήφ, διαθέτοντας την εμπειρία της θεώσεως, έχει την δυνατότητα να προσεγγίζει περισσότερο από εμάς το μυστήριο της ενώσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Γνωρίζει ότι αυτό είναι δωρεά της Χάριτος του Θεού και γίνεται με τρόπο ακατάληπτο, που υπερβαίνει τις δικές μας δυνατότητες. Προς αποφυγήν οποιασδήποτε παρανοήσεως χρησιμοποιεί πολύ σωστά τον όρο «ανουσίως».
Αυτό σημαίνει ότι αυτός που κοινωνεί δεν μεταλαμβάνει την άκτιστη Ουσία του Θεού, αφού η Θεία Ουσία είναι άγνωστη και αμέθεκτη τόσο στον άνθρωπο όσο και στα υπόλοιπα κτίσματα του Θεού. Την ουσία τους γνωρίζουν μόνο τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, όπως εμείς γνωρίζουμε το σώμα μας. Ο άνθρωπος μετέχει μόνο της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Ο πιστός που κατορθώνει να ελευθερωθεί από τα πάθη του με τον προσωπικό του αγώνα (άσκηση) και την συνέργια της Χάριτος του Θεού, φθάνει στον φωτισμό του νου. Με την Θεία Κοινωνία ο φωτισμένος νους και όλη η ανθρώπινη ύπαρξη ενώνεται με τον Θεό. Τότε η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού γίνεται γι’ αυτόν φάρμακο σωτηρίας, τον οδηγεί στην θέωση και τον καθιστά θεό κατά Χάριν.
Καλύτερα όμως ας δούμε τις αλήθειες αυτές μέσα από τα θαυμάσια και θεοχαρίτωτα λόγια του π. Ιωσήφ:
[…]
Ακούσατε μου λοιπόν, ενωτίσασθέ μου τους λόγους, ότι μέλλω ειπείν εις υμάς όντως φοβερόν και απόκρυφον και της οικονομίας του Θεού το μέγα Μυστήριον. Ου φθονώ την ωφέλειαν, ου κρύπτω ο οίδα ως ο κρύψας το τάλαντον, ου δειλιώ τας απειλάς των δαιμόνων όπου ωρύονται κατ’ εμού εμφανίζοντος τοιαύτα μυστήρια, αλλ’ ελπίζω εις τας ευχάς σας.
Ελάτε λοιπόν πάσαι ομού κατά τάξιν. Καθάρατε στόματα δι’ αληθείας, αγνίσατε σώματα διά νηστείας και αγιάσατε πνεύματα διά προσευχής. Γίνετε νήπια σώματα και ηγεμονικά πνεύματα. Πτεροφυήσατε και από σκώληκες γίνετε πεταλούδες. Μηδέν γήινον αφήσετε εις τον νουν σας. Πετασθήτε πλησίον μου, καγώ υμών προπορεύομαι. Μέλλει γάρ να διέλθωμεν τον αιθέρα! Μή φοβήσθε ποσώς, καγώ πολλάκις ανήλθον και γινώσκω τον δρόμον. Ακολουθήτε λοιπόν, δορκάδες του Ιησού μου κατόπιν η μία την άλλην. Αφήσατε τον νούν σας ελεύθερον να φαντασθή τα ουράνια και ιδού μας ανοίγεται η θύρα του Παραδείσου!
Ένθεν κακείθεν οι Άγγελοι παραστέκονται, Χερουβίμ και Σεραφίμ· Εξαπτέρυγα περιΐπτανται δεξιά και αριστερά· αδαμάντινα τείχη· μυρίπνοα άνθη χρυσοφαή ευωδιάζουν τα πέριξ, ένθα στρουθία διάφορα μυριόχρωμα μελιρίζουν διάφορα τερερίσματα και τον νούν μας από θεωρίας εις θεωρίαν ανάγουν. Το έδαφος ωσεί χιών λευκόν και μέσον αυτού της Ανάσσης ημών και Παναχράντου Μητρός το μέγα παλάτιον!
Τρεχάτε, λοιπόν, διότι εμάς περιμένει η γλυκειά μας Μανούλα! Μη προσέχετε εις τους Αγγέλους, διότι γέγραπται «μήτε οι Άγγελοι να μας χωρίσουν εκ της αγάπης του Ιησού»[125].
Και ιδού, ο καλός θυρωρός μας ανοίγει, ο πυρίμορφος Άγγελος και η γλυκειά μας Μανούλα, ωσεί χιών λευκή, εγείρεται και μας κάμνει υποδοχήν.
Ω γλυκειά μας Μανούλα, ω φως της ψυχής μας, ω αγάπη ανόθευτος, ω ζωή της ψυχής μας! Με το όνομά Σου στο στόμα να ξεψυχίσωμεν, με ένα γλυκύτατον φίλημα να μας παραλάβης και εις τους κόλπους Σου να υποδεχθής. Ω μάννα, μέλι και νέκταρ γλυκύτατον, ω ευωδία και μυρίπνοον άρωμα!
Πέσατε, λοιπόν, χάμω και ασπασθήτε την γλυκειά μας Μανούλα — πόδας και χείρας — και λάβετε ευωδίαν άρρητον από Αγίαν Παρθένον. Μή διστάζετε, ότι Αυτή μόνη τον τρόπον μοί εδίδαξε και την παρρησίαν και αγάπην μοί έδειξε και μου έδωσε.
Φράσον εις ημάς, γλυκειά μας Μανούλα, το μυστήριον της απορρήτου οικονομίας Σου και της μετά Σου και ημών συγγενείας. Εσύ, Μανούλα γλυκυτάτη, όπου βαστάζεις διαπαντός το γλυκύτατον Βρέφος στην αγκαλιά Σου – Εκείνο όπου βαστάζει τα πάντα διά του νεύματος, το Μικρουλάκι δι ’ ημάς εν χρόνω και Άχρονον και Παλαιών Ημερών — ειπέ εις ημάς με το μυρίπνοον στοματάκι Σου αυτά, όπου «ου δύνανται Άγγελοι παρακύψαι»[126], τα οποία ημείς ηξιώθημεν.
Και ακούσατε, αδελφές μου ηγαπημένες, και πάλιν: Οπόταν τελήται η θεία Μυσταγωγία, δίδει η γλυκειά μας Μανούλα το Βρέφος, και θύεται δι’ ημάς, και οπόταν ημείς κοινωνούμεν αξίως διά προηγησαμένης νηστείας, διά προαιρετικής αγρυπνίας, διά κατανυκτικής προσευχής, εσθίομεν το Σώμα του Ιησού και το Αίμα αυτό που έλαβεν από το Πανάχραντο Αίμα της Παναγίας. Επίσης, το Σώμα του Κυρίου εσθίοντες, θηλάζομεν συνεχώς το γάλα της Παναγίας, οπότε τι γίνεται εις ημάς; Γινόμεθα γνήσια τέκνα της Παναγίας και αδελφοί του Χριστού και κατά Χάριν υιοί και τέκνα Θεού. Και οπόταν ημείς τον Χριστόν περιέχομεν απορρήτως εις την ψυχήν και εις το σώμα, «ανουσίως» – επειδή είναι συν Πατρί αδιαίρετος — και τον Πατέρα συνέχομεν ομού και το Άγιον Πνεύμα.
Αυτή είναι η υπερφυεστάτη συγγένεια, όπου από την Παναγία και γλυκειά μας Μανούλα ελάβομεν. Βλέπετε οποίας δωρεάς μας ηξίωσεν η γλυκειά μας Μανούλα; Βλέπετε πόσον χρεωστούμεν να αγαπώμεν Αυτήν;
Δι’ αυτό πρέπει αδιαλείπτως ως βρέφη να προσεγγίζωμεν και συχνά τον θείον μαστόν Της να λαμβάνωμεν να θηλάζωμεν ως άκακα τέκνα Της. Εις κάθε φοράν όπου μέλλει να κοινωνήσωμεν νοερώς να λαμβάνωμεν τον μαστόν να θηλάζωμεν και ο γλυκύς Ιησούς ο μικρούλης εις την αγκάλην Της, υποχωρεί και μας δίδει την άδειαν. Δεν ζηλοτυπεί εις την άφθονον διανομήν της Μανούλας Του, αλλά χαίρεται και μας προσκαλεί:
Τυλιχθήτε ως βρέφη εις το φόρεμα της Μανούλας μας και πληρωθήτε αγνείας από θείον σώμα παρθενικόν ευωδιάσατε απ’ Αυτήν. Δεν είδα εγώ άλλον τι όπου τόσον να αρέση η Παναγία ως την αγνείαν, και όποιος θέλει να αποκτήση την πολλήν Της αγάπην, ας φροντίζη να καθαρεύη και διαρκώς θα τον περιθάλπη στους κόλπους Της και κάθε ουράνιον θα του δίδη.
 […]
Αναδημοσιεύουμε ακόμη ολόκληρη άλλη μία Επιστολή του Γέροντος Ιωσήφ, η οποία εχει τον αριθμό 17 και βρίσκεται στο ίδιο βιβλίο στη σελ. 182.
Προς Μοναχή Βρυαίνη,
Ιερά Μονή Αγιων Κωνσταντίνου και Ελένης
Καλογραιών Καλαμάτας.
Άγιον Όρος, τη 15/3/1959
Τέκνον μου αγαπητόν και ευλογημένον,
Βρυαίνη, σπλάχνα μου θεία και ιερά,
Εύχομαι να είσαι καλά.
Έλαβον την επιστολήν σου και είδον και εχάρην όπου εύχεσαι να γίνω καλά.
Παιδάκι μου μικρότερο, με επεσκέφθη ο καλός μας Θεός — διότι με αγαπάει — με μίαν πολύ βαρείαν ασθένειαν, βρογχο — υπερ — πνευμονίαν. Με ξενυκτούσαν ότι θα έφευγα, έκλαιγαν τα παιδάκια μου, αλλά δεν ήλθεν η ώρα. Εκατόν είκοσι ενέσεις μου έκαμαν. Τέλος πάλιν εγύρισα. Έχω φοβερά δύσπνοια, όπου αν μία μέρα δεν πάρω φάρμακο να πέση, κινδυνεύω να σκάσω.
Τώρα είμεθα καλύτερα και επιάσαμε πάλιν να γράφωμεν εις τους αδελφούς. Λοιπόν, είδες ότι η Χάρις αρχίζει να σε επισκέπτεται, και όσον δύνασαι βιάζου να λες την ευχήν, και θα ιδής ότι πολλήν ωφέλεια θα σου γίνη εις την ψυχήν σου.
Η δύναμις όλη της ψυχής είναι η προσευχή. Και καθώς το σώμα ενδυναμώνει με τας τροφάς και τα διάφορα καρυκεύματα όπου του κάμνομε, έτσι και η ψυχή μας θέλει πρώτον την ευχή, ανάγνωσιν, λόγον προφορικόν, παράδειγμα να βλέπη, και έτσι ολίγον κατ’ ολίγον εξυπνάει. Διότι, αν την αφήσης, κοιμάται, την κυριεύει η λήθη, η αναισθησία· θέλει ξανέμισμα, όπως κάνομεν, όταν φυσάμε να ανάψωμεν την φωτιά. Τα παραδείγματα είναι τα φυσήματα, όπου πέφτει η στάκτη που είναι η λήθη, και ανάβουν τα κάρβουνα όπου γεννούν την θερμότητα. Έτσι φεύγει η αναισθησία, όπου γεννάει την πλάνη και νομίζει ο άνθρωπος ότι είναι καλά, χωρίς να είναι καλά.
Λοιπόν εσύ, μικρό μου παιδάκι, τώρα όπου έχεις καιρόν, κλάψε διά να χαρής, πένθησε, φώναξε, αγκάλιαζε την εικόνα της Παναγίας, όπως αγκαλιάζεις την μανούλα σου, και ωσάν μικρό φώναζέ την Μάνα, Μανούλα μου, βοήθησέ με, δός μου ό,τι γνωρίζεις ωφέλιμο διά την ψυχή μου. Και λέγε της πολλά λόγια και θα εξαντλής Χάριν παρήγορον κάθε φορά όπου θα την παρακαλής· θα αποκτήσης αγάπην.
Αυτή θα σου χαρίση και την ευχήν, αυτή θα ανάψη φλόγα και έρωτα εις τον Χριστόν, διότι μεσιτεύει εις τον Υιόν της, και όλας τας αιτήσεις της της κάμνει, διότι είναι Μανούλα Του και δεν της χαλάει το θέλημα. Λοιπόν, ό,τι θέλεις, απ’ αυτήν να ζήτας, ωσάν μικρό παιδάκι όπου ζητάει απ’ την μάνα του και κυλιέται στα φουστάνια της, την φιλάει, την αγκαλιάζει, την γεμίζει δάκρυα.
Κάνε αυτό όπως σου γράφω, και εντός ολίγου θα ιδής πόσην αγάπη θα εύρης από την γλυκειά μας Μανουλα. Με πολλήν απλότητα να πορεύεσαι, διά να βρής ψυχής καθαρότητα· η απλότης είναι της ψυχής ευτυχία μεγάλη. Διάβασε της Παναγίας τα θαύματα εις την Αμαρτωλών Σωτηρία, διά να σου γίνη αγάπη, ότι κεφάλαιον πάντων η αγάπη. Και εγώ, αφού πάλιν γύρισα, σε προσεύχομαι να σε δυναμώση ο Κύριος και η Παναγία.
Διατελώ ευχόμενος
Γεροντάκος Ιωσήφ.
Παραπομπές: 
124.  Αγ Μαξίμου του Ομολογητού: Τα 400 κεφάλαια περί αγάπης και ερμηνεία του Πάτερ ημών, Μετάφρασις —εισαγωγή- σχόλια Θεοκλήτου Μονάχου Διονυσιάτου, Β΄ έκδοσις, «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 159.
125. Βλ. Ρωμ. 8,39.
126. Βλ. Α΄ Πέτ. 1,12.


Πηγή: Πρωτ. Γεωργίου Τριανταφύλλου, Ο Άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Ο Νηπτικός Πατήρ και Διδάσκαλος (Ταπεινή αναφορά στη ζωή και στο έργο του), εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Θαψάνων Πάρου

Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης για την προσευχή


Λίγο προ του 1980 επισκέφθηκε τον Γέροντα Εφραίμ ένας νεαρός ειρηνοδίκης. Τον βρήκε στην κουζίνα να κάνει εργόχειρο. Έπαιρνε σφραγίδες από το ζεστό νερό της κατσαρόλας που σιγόβραζε πάνω στην πυροστιά του τζακιού, και τις χάραζε.
Έβαλε μετάνοια και κάθισε στο κοντινό σεντούκι.
– Λοιπόν, τι έχουμε; κι έστρεψε ο Γέροντας το διαπεραστικό του βλέμμα στον νέο.
– Έχω προβλήματα, Γέροντα, διάφορα προβλήματα.
– Κάθε πότε εξομολογείσαι;
– Γέροντα –διστακτικά ο νέος– δεν εξομολογούμαι.
– Ε, τότε τα προβλήματα είναι φυσικό να βρίθουν.
– Μα, δεν έχω τι να εξομολογηθώ!
– Να σου πω εγώ τι να εξομολογηθείς. Θα πας τότε;… Είδες στον δρόμο να περνάει μια κοπέλα και σκέφτηκες κάτι πονηρό. Τι λες;
– Εντάξει, Γέροντα, θα πάω να εξομολογηθώ.
Έφυγε. Πέρασαν μερικοί μήνες και ξαναεμφανίστηκε.
– Καλώς τον Ευθυμάκο! Λοιπόν, εξομολογήθηκες;
– Ναι, Γέροντα.