(Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος,
2001)
Α) Τὰ νεανικὰ χρόνια
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάξιμος, ἦταν ἀπὸ τὴν Λάμψακον
[1],
ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, εὐγενεῖς καὶ ἐναρέτους· οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ ἦσαν ἄτεκνοι, ἐπαρακαλοῦσαν
τὸν Θεὸν μετὰ δακρύων νὰ τοὺς δώσῃ τέκνον. Ὁ δὲ Θεὸς εἰσακούσας τὴν δέησίν τους,
ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τοῦτον τὸν μακάριον Μάξιμον, τὸν ὁποῖον ὀνόμασαν Μανουὴλ εἰς τὸ
Ἅγιον Βάπτισμα.
Λαβόντες δὲ αὐτὸν ὡς δῶρον θεόσδοτον, καθὼς ἦταν καὶ τῇ ἀληθείᾳ, τὸν ἀνέτρεφαν
μὲ μεγάλην ἀγάπην καὶ ἐπιμέλειαν, και τὸν ἐμάνθαναν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν δὲ ἔφθασεν
εἰς ἱκανὴν ἡλικίαν τὸ παιδίον, τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ
τὸ ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Μανουὴλ παραμένοντας εἰς τὸν Ναὸν τῆς Παναγίας,
ἔψαλλε μὲ μελῳδίαν καὶ θεῖον ἔρωτα, παρακαλῶν Αὐτὴν καθ᾿ ἑκάστην, μὲ πολλὴν κατάνυξιν,
διὰ τὴν σωτηρίαν του.
Καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἄλλος Σαμουὴλ ἐφαίνετο, προκόπτων ἡλικίᾳ καὶ χάριτι, καὶ ἦταν
ἐπαινετὸς καὶ ἀγαπητὸς εἰς ὅλους, διότι δὲν εἶχε παιδαριώδη φρονήματα. Ἔχοντας δὲ
ἐξ ἀρχῆς γηραλαῖον νοῦν, ἐπήγαινε συχνάκις εἰς κάποιους ὁσίους γέροντες ὁποῦ ἐσύχναζαν
ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ ἀκούῃ τὰς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους, συναναστρεφόμενος μὲ αὐτοὺς
καὶ ὑπηρετῶντάς τους, ὅσον εἶχεν εὐκαιρίαν (διότι ἀκόμη εὑρίσκετο εἰς τὴν ὑποταγὴν
τῶν γονέων του) καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ αὐτοὺς εἰς θεάρεστον πολιτείαν.
Ὅθεν καὶ ὁ θεῖος πόθος ἄναψεν εἰς τὴν καρδίαν του καὶ τὸν ἐβίαζε νὰ εὔγῃ ἀπὸ
τὸν κόσμον καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἡσυχίαν νὰ ἐνδυθῇ καὶ τὸ Ἅγιον Σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Διὰ
τοῦτο, ἔβγανε πολλάκις τὰ κοσμικά του φορέματα καὶ ἐνέδυε τοὺς πτωχούς, αὐτὸς δὲ
ἐπάγωνεν καὶ ἔτρεμεν ἀπὸ τὸ κρύον. Καὶ ψωμία ἀκόμη ἔδιδε κρυφὰ εἰς τοὺς πεινασμένους,
πλουσιοπαρόχως. Διὰ νὰ κρύπτῃ δὲ τὴν ἀρετήν του, ὑπεκρίνετο εἰς τοὺς γονεῖς του
καὶ εἰς τοὺς ἄλλους πῶς εἶναι μωρός. Ὅμως ἡ ἀρετή του δὲν τοὺς ἐλάνθανεν.
Ὡστόσο οἱ γονεῖς του, ὡσὰν νὰ ἐλησμόνησαν ὅτι τὸν ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Θεόν, ἑτοιμάζοντο
διὰ νὰ τὸν ὑπανδρεύσουν καὶ νὰ τὸν δέσουν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ βλέπουν
ἔμπροσθέν τους τὸν ποθούμενον καὶ νὰ χαίρωνται, ἕως ὁποῦ ζοῦν.
Β) Ἀναχώρησις ἀπὸ τὸν κόσμον. Πρῶτα μοναχικὰ βήματα
Ὁ καλὸς ὅμως Μανουήλ, τρέφοντας θείους λογισμοὺς μέσα εἰς τὸν νοῦν του, εἰς τοὺς
δέκα ἑπτὰ χρόνους τῆς ἡλικίας του, ἄφησε καὶ γονεῖς καὶ πατρίδα και κόσμον καὶ περνώντας
εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Γάνου
[2],
ἐφόρεσεν τὸ μοναδικὸν Σχῆμα μετονομασθεὶς Μάξιμος
[3].
Ὑπετάχθη δὲ εἰς ἕναν δόκιμον καὶ πρακτικὸν γέροντα, Μᾶρκον ὀνόματι, διὰ νὰ διδαχθῇ
τὴν μοναδικὴν πολιτείαν.
Ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν καὶ προτύτερα ἀκόμη διδαγμένος καὶ συνειθισμένος εἰς
τὴν μοναδικὴν πολιτείαν και ἐφαίνοντο εἰς τοὺς γέροντας ἐκείνους προκομμένους καὶ
ἄξιος εἰς ὅλα, ἦγουν εἰς τὴν νηστείαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, χαμαικοιτίαν, σκληραγωγίαν
καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν ὅλων τῶν ματαίων καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ σώματός του, ἠγαπᾶτο
μὲν ἀπὸ ὅλους, ὠνειδίζετο δὲ ἀπὸ τὸν γέροντά του διὰ τὴν ὑπερβολικὴν καὶ ἀδιάκοπον
σκληραγωγίαν ὁποῦ ἔκαμνεν. Ἀλλὰ δὲν ἐπέρασε πολὺ καιρός, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους
μονὰς ὁ γέροντάς του, ὁ ὁποῖος διέλαμψεν κατὰ τὴν ἀρετὴν εἰς ὅλην τὴν Μακεδονίαν.
Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος, ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν, διεπέρασεν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ εἰς
τὰ πλησιόχωρα ὄρη, ζητώντας νὰ εὕρῃ τοιοῦτον γέροντα ἐνάρετον ὡσὰν τὸν πρῶτον. Ὁ
δὲ Θεὸς τοῦ ἐπλήρωσε τὸν πόθον του, διότι πηγαίνοντας εἰς τὸ Παπίκιον
[4]
ὄρος, ηὗρεν ἁγίους ἄνδρας, ὁμοίους μὲ τοὺς παλαιούς, οἱ ὁποῖοι ἐκατοικοῦσαν ἐπάνω
εἰς τὰ βουνά, μέσα εἰς σπήλαια καὶ τόπους ἐρήμους καὶ δὲν εἶχαν μαζί τους τίποτε
ἄλλο, ἔξω ἀπὸ τὰ παλαιόῤῥασα ὅπου ἐφοροῦσαν. Συναναστρεφόμενος δὲ μὲ αὐτοὺς πολὺν
καιρόν, ἀνέλαβεν εἰς τὸν ἑαυτόν του ὅλας τὰς ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀρετάς τους, καθὼς δέχεται
τὸ κερὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς βούλλας.
Γ) Στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ διὰ Χριστὸς σαλός
Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ βλέποντας τοὺς ὡραιοτάτους ἐκείνους
ναούς, καὶ προσκυνώντας τὰ ἅγια λείψανα ὁποῦ ἦσαν τεθησαυρισμένα μέσα εἰς αὐτούς,
τρέχει εἰς τὸν ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὁποῦ ὀνομάζεται Ὁδηγήτρια
[5],
διὰ νὰ ἰδῇ τὰ μεγαλώτατα ὁποῦ ἔγιναν ἐκεῖ.
Ταῦτα ἰδὼν καὶ προσκυνήσας ὑπερεθαύμασε καὶ ἐσυλλογίζετο τὶ μεγάλην δόξα ἔχει
ἡ Θεοτόκος εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ μένωντας ὅλος ἐκστατικός, ἐνυκτέρευεν μέσα εἰς
τὸν ναόν. Ἦταν δὲ χωρὶς ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, χωρὶς σκέπασμα εἰς τὴν κεφαλήν,
φορώντας μόνον ἕνα τρίχινον παλαιοφόρεμα· ἀπὸ τὴν θεωρίαν του δὲ αὐτήν, ἐφαίνετο
εἰς ὅλους μωρός. Τοῦτο ὅμως ὑπεκρίνετο καὶ αὐτούς, πλάττωντας τάχα μωρίαν, καθὼς
καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Ὅθεν καὶ ὅλοι τὸν ἐθαύμαζον καὶ
τὸν ἐστοχάζοντο σαλὸν διὰ Χριστὸν καὶ ὄχι τῇ ἀληθείᾳ.
Μαθὼν δὲ περὶ τούτου ὁ βασιλεὺς Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος
[6],
τὸν ἐπροσκάλεσεν εἰς τὰ βασίλεια, καὶ ἄρχισε νὰ συνομιλῇ μὲ αὐτὸν ἐν μέσῳ πολλῶν.
Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν βασιλέα, λέγων νοήματα ἀπὸ τοὺς λόγους Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου, καθὼς εἶχε συνήθειαν, καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς. Ἐθαυμάζετο δὲ ἀπὸ
τοὺς ῥήτορας πῶς ἤξευρε τὰ τοῦ Θεολόγου καὶ πᾶσαν ἄλλην Γραφήν. Ὅμως, μὲ τὸ νὰ μὴν
ἔμαθε γραμματικήν, καὶ μὴ λέγοντας τὶς λέξεις ὀρθὰ καὶ κατὰ τὴν τέχνην τῆς γραμματικῆς,
εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας ὁ μέγας λογοθέτης Κανήκλιος: ἡ μὲν φωνή, φωνὴ Ἰακώβ· αἱ
δὲ χεῖρες, χεῖρες Ἠσαῦ. Ἀκούσας δὲ τοῦτο ὁ Ὅσιος, ἀνεχώρησεν εὐθύς, καλῶν αὐτοὺς
ματαιόφρονας καὶ ἄφρονας καὶ πλέον δὲν ἐπῆγεν εἰς τὰ βασίλεια.
Εἰς δὲ τὸν τότε Πατριάρχην, τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον
[7],
ἐπήγαινε συχνά καὶ ἤκουε μετὰ χαρᾶς τοὺς γλυκυτάτους λόγους του, ὀνομάζοντάς τον
νέον Χρυσόστομον. Γνωρίζοντας δὲ ὁ Πατριάρχης τὴν ἀρετήν του ἐπροσπάθησε πολὺ νὰ
τὸν βάλῃ εἰς τὰ κοινόβια, ὁποῦ ἀνήγειρεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ Ὅσιος ὅμως
δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸν τῆς Θεοτόκου, εἰς
τοῦ ὁποίου τὰ προαύλια παρέμενε, μὲ πεῖναν, δίψαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, ἀγωνιζόμενος
ὅλας τὰς νύκτας. Τὰς δὲ ἡμέρας ὑπεκρίνατο μωρίαν καὶ ἐφαίνετο εις τοὺς ἀνθρώπους
σαλός, ὁ κατ᾿ ἀλήθειαν σοφός, διὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποτινάζῃ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνεμος
τῆς ἀνθρωπαρεσκείας.
Δ) Στὸ Ἅγιον Ὄρος
Ἀφοῦ δὲ διέτριψεν ἐκεὶ ἱκανὸν καιρόν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην διὰ νὰ προσκυνήσῃ
τὸν Ἅγ Δημήτριον. Ἐκπληρώσας δὲ τὸν πόθον του, ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἅγ. Ὄρος· περιερχόμενος
καὶ προσκυνώντας τὰ ἱερὰ Μοναστήρια, ἐπῆγεν ὕστερον εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου.
Ἐκεῖ, διαβάζοντας τὸν βίον καὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἁγίου, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Πέτρου Ἀθωνίτου,
ἐθαύμαζεν τοῦ Πέτρου τὴν ἡσυχίαν, τοῦ Ἀθανασίου τὴν κοινοβιακὴν ζωήν, καὶ συλλογιζόμενος
τὴν προθυμίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν ὁποῦ εἶχαν εἰς τὸ νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ,
ἐπόθησε νὰ σταθῇ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ νὰ μιμηθῇ καὶ τῶν δύο τὰς πολιτείας.
Προτοῦ ὅμως νὰ ἀρχίσῃ, ρώτησε τοὺς ἐκεῖ ἐνασκουμένους Ἁγίους Πατέρας, ποίαν πολιτείαν
νὰ μεταχειρισθῇ. Και αὐτοὶ τον συμβούλευσαν πρῶτον νὰ ὑποταχθῇ εἰς γέροντα και νὰ
γυμνασθῇ καθὼς πρέπει, μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑπακοῆς, καὶ ὕστερον ἀφοῦ
βάλῃ καλὸν θεμέλιον ἐπὶ τὴν θείαν ταπείνωσιν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ῥίζα πασῶν
τῶν ἀρετῶν, νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀγωνίζεται μόνος του εἰς τὴν ἡσυχίαν.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος, ὑπετάχθη εἰς τὸν ἡγούμενον και συγκατοίκησεν ἐκεῖ μὲ τοὺς
λοιποὺς ἀδελφούς. Καὶ πρῶτον δοκιμάσθη εἰς τὰ κατώτερα διακονήματα, καθὼς εἶναι
συνήθεια, ἔπειτα διωρίσθη νὰ ψάλλῃ εἰς τὸν χορὸν τῆς Ἐκκλησίας εἰς δόξαν Θεοῦ· διότι
ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τὴν μουσικήν. Ψάλλων δὲ συνετῶς καὶ ἐν γνώσει τῶν λεγομένων,
ὕψωνε τὸν νοῦν του εἰς τὸν ὑμνούμενον Θεόν, καὶ ἔχυνε πολλὰ δάκρυα κατανύξεως ὁ
μακάριος. Τὸ ἴδιον ἐπάθαινε καὶ ἀπὸ τὰ νοήματα τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καὶ ἦταν ὅλος
ἐκστατικός, θαυμάζοντας τὴν ἄπειρον φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ μᾶς ἔδωκε τοιαύτην
χάριν διὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος νὰ κατανοοῦμεν αὐτά, ὄντες ἀκόμη μετὰ σώματος.
Εἶχεν ὅλην τὴν καρδίαν του ἀναμμένην ἀπὸ τὸ θεῖο πῦρ καὶ φλέγοντο τὰ σπλάγχνα
του ἀπὸ τὴν θείαν χάριν ποὺ κατοικοῦσε μέσα του. Διὰ τοῦτο καὶ παρόλο ὁποῦ ἦταν
ἐν μέσῳ πολλῶν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκετο κατὰ μόνας, δὲν ἐμποδίζετο ποτὲ εἰς τὴν νοερὰν
προσευχήν, τό: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με· τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀσχόλαστον,
κινουμένη πάντοτε μέσα εἰς τὴν καρδίαν του μαζὶ μὲ τὸν νοῦν· κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι
σπάνιο καὶ δυσκολοεύρετον. Ἀλλ᾿ οὗτος ὁ μακάριος ἀπέλαυσε παιδιόθεν τὸ τοιοῦτο χάρισμα
τῆς προσευχῆς διὰ τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς εὐλαβείας του ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν
Θεοτόκον.
Ὤντας εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ μοναστηρίου καὶ κάμνοντας προθύμως ὅλα τὰ προσταττόμενα,
ἐπολιτεύετο πάλιν μὲ τὴν ὁμοίαν σκληραγωγίαν ὁποῦ περνοῦσε ὅταν ἦταν στὸ ἐν Βλαχέρναις
ναόν. Καὶ οὔτε κελλίον εἶχε, οὔτε κανένα ἄλλο πράγμα ὅσα εἶναι πρὸς σωματικὴν ἄνεσιν.
Μόνον τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγε μὲ ἐγκράτειαν, ὅσον
διὰ νὰ ζῇ. Τὴν δὲ κατοικία του τὴν εἶχεν εἰς τὰ στασίδια τοῦ νάρθηκος τῆς Ἐκκλησίας,
ἀγωνιζόμενος πάντοτε μὲ τὴν ὁλονύχτιον στάσιν καὶ ἀγρυπνίαν κατὰ τὴν συνήθειάν του.