Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Γρηγόριος Νύσσης: Ένας “ξεχασμένος” και “παρεξηγημένος” άγιος



Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει ένας Πατέρας της εκκλησίας, ένας εραστής του Χριστού, ο οποίος δείχνει στις μέρες μας να είναι «ξεχασμένος» αλλά και «παρεξηγημένος».
Πρόκειται για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον οποίο η εκκλησία μας τιμά στις 10 Ιανουαρίου. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση, που δεν θα ήθελα να έχω ούτε την υποψία της αίσθησης αυτής, ότι ένα μέρος του ιερού κλήρου, έχει άγνοια περί του προσώπου που, του έργου του, κι αυτό φαίνεται και σε λειτουργικό επίπεδο.
Τον αγαπώ τον Νύσσης, τον έχω μέσα στην καρδιά μου∙ τόσο για την προσωπικότητα του, όσο και για τους λόγους του. Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (335 – 395 μ.Χ.), γιος της αγίας Εμμέλειας, αδελφός του Μ. Βασιλείου και της αγίας Μακρίνας είναι ένας από τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης), οι οποίοι με τη θεολογική τους σκέψη άφησαν τη σφραγίδα τους στα θεολογικά γράμματα. Υπήρξε έγγαμος αλλά έχασε νωρίς τη σύζυγο του. Αν και ακολούθησε τον έγγαμο βίο (έως τον 6ο αι. μ. Χ. επιτρεπόταν στους έγγαμους κληρικούς να εκλεγούν Επίσκοποι) αγαπούσε την μοναχική ζωή.
Ο Νύσσης ήταν περισσότερο ένας φιλόσοφος παρά ένας θεολόγος ή καλύτερα ένας φιλοσοφημένος θεολόγος που χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία στη διακονία της ευαγγελικής αλήθειας.
Εξάλλου αυτό δείχνουν οι επιρροές του από την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Ο Νύσσης έχει γράψει αξιόλογα έργα (δογματικά, λόγοι, επιστολές, ερμηνευτικά, ασκητικά, πολεμικά) κάποια από τα οποία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πατερική γραμματεία και την οποία κοσμούν λαμπρώς.
Μερικά από τα σημαντικότερα του έργα είναι: Λόγος Κατηχητικός Μέγας, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, Εις τον βίον του Μωυσέως, Εις το Άσμα Ασμάτων, Περί Παρθενίας, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας κ.τ.λ. Στα έργα του, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με τη θεολογία, καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να ντύσει τη μοναδική αλήθεια του ευαγγελίου με φιλοσοφικούς όρους, σχήματα και θεωρήσεις. Αυτό εξάλλου, κάνει τον ίδιο να διατείνεται ότι «την αρετή της ευσέβειας αποτελεί συγχρόνως η ορθή γνώση της αλήθειας η καθαρότητα του ήθους».

Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει αλλά για να μυήσει τον άνθρωπο στην οντολογία του ορθόδοξου ήθους και στην αλήθεια του Χριστού που σώζει τον άνθρωπο. Δεν μιλάει για έναν τιμωρό Θεό που τιμωρεί το ανθρώπινο γένος για την αμαρτία (όπως κάτι τέτοιο εντοπίζεται στους προτεστάντες, στους ρωμαιοκαθολικούς και στα κείμενα των οργανώσεων), αλλά για έναν Θεό φιλεύσπλαχνο. Στη σκέψη του Νύσσης δεν συνυπάρχουν η κόλαση και η άπειρη αγάπη και το έλεος του Θεού, αφού κατά τον ίδιο «ἀγάπη πάλιν ὁ Θεός, καί ἀγάπης πηγή». Γράφει, σχετικά, ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας στο βιβλίο του «Η ανθρωπολογία του κακού»: «Ο Γρηγόριος Νύσσης θα κινηθεί στη λογική της άρνησης της πραγματικότητας και της αναγκαιότητας της κόλασης. Κυρίως, δε, αρνείται να δει την κόλαση με νομικό πνεύμα, ως τιμωρία, δηλαδή, η οποία τρομοκρατεί τον άνθρωπο με σκοπό να τον οδηγήσει, μέσα από το μονοπάτι του φόβου, στον Θεό».
Είναι αισιόδοξος ο Νύσσης για το ανθρώπινο γένος και αναδεικνύει στα έργα του την φιλανθρωπία του Θεού. Δεν απογοητεύει τον άνθρωπο, αλλά του δείχνει τη Βασιλεία του Θεού.
Ο Γρηγόριος Νύσσης έχει ένα λόγο ιδιαίτερο, συχνά δύσκολο, πολύ φιλοσοφημένο, αφού ο ίδιος φιλοσοφεί θεολογώντας. Ο λόγος του διακρίνεται για το φιλοσοφικό του βάθος και την ωραιότητα των μυσταγωγικών του λόγων. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα, γνωρίζει άριστα τη σκέψη των φιλοσοφικών Σχολών και σε όλα του τα έργα δείχνει επηρεασμένος από αυτήν. Θέλω να σταθώ σε μερικά σημεία.
Το γεγονός ότι μίλησε για την αποκατάσταση των πάντων, αυτό οδήγησε στον παραγκωνισμό του, καθώς εκείνος που είχε κάνει λόγο για τη θεωρία αυτή ήταν ο Ωριγένης (τον οποίο η εκκλησία καταδίκασε με πρωτοβουλία του Ιουστινιανού).
Έτσι, υπήρχε διάχυτη η άποψη πως ο Νύσσης επηρεάστηκε από τον Ωριγένη. Μόνο όμως που ο Νύσσης δεν ταυτίζεται με τον Ωριγένη στο θέμα αυτό. Αυτό λοιπόν, στοίχισε στον Νύσσης, ο οποίος από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Κι ενώ η διεθνής θεολογική πραγματικότητα τον αναγνωρίζει ως έναν εκ των Τριών Ιεραρχών, η Ελληνική Εκκλησία προσέθεσε στη θέση του τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όπως αναφέρει ο Στεφανίδης Βασίλειος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία. Εν κατεκλείδι, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεος, αναφέρει για τη σχέση του με τον Ωριγένη, πως «σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία καταδίκασε».
Από την άλλη, έρχεται η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) τίμησε τον Νύσσης, αποδίδοντας του τον τίτλο «Πατέρα Πατέρων», έναν πράγματι μεγάλο τίτλο που επιβεβαιώνει το θεολογικό ύψος του ιδίου.
Όλα τα παραπάνω δεν αρκούν για να γνωρίσει κάποιος τον Νύσση. Είναι ελάχιστα και αδυνατούν να ψηλαφήσουν την αγιοσύνη του. Δεν χωράει ο Νύσσης σε δύο σελίδες. Όμως τολμώ να πω, πως οι λόγοι των έργων του, και ιδίως των πιο σπουδαίων, έχουν την δυνατότητα να ελκύσουν τις αναζητήσεις και τα ενδιαφέροντα ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με την εκκλησία, αρνούνται τον Χριστό, δεν πιστεύουν. Γρηγόριος Νύσσης. Ένας καλλιτέχνης που βουτάει το πινέλο της φιλοσοφίας σε ουράνια χρώματα που ανεξίτηλα χαράσσουν θεολογικά χρώματα στον καμβά της ζωής του ανθρώπου, κάνοντας την ελκυστική, ερωτική, ενδιαφέρουσα. Ας κλείσει ο ίδιος…
«Εἰ ἁπλοῦς ὁ Θεός τῇ φύσει, καί ἄϋλος, ἀποιός τε καί ἀμεγέθης, καί ἀσύνθετος, καί τῆς κατά τό σχῆμα περιγραφῆς ἀλλοτρίως ἔχων πᾶσα δέ ὕλη ἐν διαστηματικῇ παρατάσει καταλαμβάνεται, καί τάς διά τῶν αἰσθητηρίων καταλήψεις οὐ δια πέφευγεν, ἐν χρώματι, καί σχήματι, καί ὄγκῳ, καί πηλικότητι, καί ἀντιτυπίᾳ, καί τοῖς λοιποῖς τοῖς περί αὐτήν θεωρουμένοις γινωσκομένη, ὧν οὐδέν ἐν τῇ θεία 212 φύσει δυνατόν ἐστι κατανοῆσαι· τίς μηχανή ἐκ τοῦ ἀῦλον τὴν ὕλην ἀποτεχθῆναι; ἐκ τοῦ ἀδιαστάτου τήν διαστηματικήν φύσιν;… Ἀλλά μήν καί ἐκ τοῦ Θεοῦ τά πάντα, τῆς Γραφῆς λεγούσης ἀκούοντες, πεπιστεύκαμεν· καί τό ὅπως ἦν ἐν τῷ Θεῷ, τό ὑπέρ τήν ἡμέτερον λόγον, οὐκ ἀξιοῦμεν περιεργάζεσθαι, πάντα τῇ θείᾳ δυνάμει χωρητά πεπιστευκότες· καί τό μὴ ὂν ὑποστήσασθαι, καί τῷ ὄντι πρός τό δοκοῦν ἐπιβαλεῖν τάς ποιότητας. Οὐκοῦν ἀκολούθως, ὡς ἀρκεῖν ἡγούμεθα τοῖς οὖσι πρός τήν ἐκ τοῦ μή ὄντος ὑπόστασιν, τήν τοῦ θείου θελήματος δύναμιν· οὕτω καί τήν ἀναστοιχείωσιν τῶν συνεστώτων εἰς τήν αὐτήν ἀνάγοντες δύναμιν, εἰς οὐδέν ἔξω τοῦ εἰκότος τήν πίστιν παραληψόμεθα. Καίτοι γε δυνατόν ἴσως ἦν, εὑρεσιλογίᾳ τινί τούς περί τῆς ὕλης ἐρεσχελοῦντας πεῖσαι, μή δοκεῖν ἐρήμην κατατρέχειν τοῦ λόγου» (Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, κεφ. ΚΓ’).

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1150

© SanSimera.gr

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1150

© SanSimera.gr

H θέαση του Μυστηρίου ως πράξη αποκαλυπτική στο Γρηγόριο Νύσσης


Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Επτάκυκλος 2,
(Φεβρουάριος 1996), σελ. 15-20
(Συνέδριο καθ Στυλιανού Παπαδόπουλου "Πατερικές Σπουδές: Γρηγόριος Νύσσης" Αθήνα, Σεπτέμβριος '94).

 

Eίναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική, το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού. Το φως, άλλωστε, του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού χαμήλωσε, αλλά δεν έσβησε ποτέ. Οι προσωκρατικοί, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι σχολές τους και ιδιαιτέρως ο Νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου επηρέασαν βαθύτατα τη μεσαιωνική, βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή, δηλαδή την πατερική και σχολαστική φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές έθεσαν και συζήτησαν όλα τα μεγάλα οντολογικά, γνωσιολογικά και αξιολογικά προβλήματα· υπήρξαν οι πρωτοπόροι και αθλοφόροι του Λόγου. Στις πνευματικές φλέβες όλων των μεταγενέστερων -είναι αναντίλεκτο- τρέχει το δικό τους φιλοσοφικό αίμα, αφού μάλιστα κάθε πνευματικό γεγονός αποτελεί κρίκο μιας αλληλένδετης σειράς, μιας συνοδόντωσης και δεν υπάρχει τομή η αίμα σ' αυτή την αδιάκοπη εσωτερική σχέση(1).

Έτσι ο χριστιανισμός αναφορικά με το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού, θέτει ως αρχή εκείνη την ιδέα, που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο παγανιστικός στοχασμός: την άρση του "επέκεινα" του Θεού, την ουσιαστική ενότητα θείου και ανθρωπίνου. Η θεμελιώδης αυτή ιδέα είναι ότι ο Θεός, άνθρωπος εγένετο Από εδώ πηγάζει ο Ενισμός, γνώρισμα όχι μόνον της πατερικής και σχολαστικής, αλλά και όλης της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας.

Η πατερική φιλοσοφία, τώρα, είτε ως πρώιμη πατερική, δηλαδή ως ιερατικός γνωστικισμός, απολογητισμός και ορθόδοξη κατεύθυνση που έβλεπε ως αποστολή την υπεράσπιση της Αποκάλυψης από εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις και διαμφισβητήσεις· είτε ως ύψιστη πατερική ή φιλοσοφία της Ακμής, ο οποία ύστερα από την καθιέρωση ανεξιθρησκίας -το 313- και την ιερά σύνοδο της Νίκαιας -το 325- ανέπτυξε ελεύθερα τη χριστιανική της αντίληψη· είτε ως όψιμη πατερική που συνέλεγε τη φιλοσοφική κληρονομιά και την παρέδιδε στους επόμενους διανοητές, αγωνίσθηκε να ερμηνεύσει έλλογα το χριστιανισμό και να δώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην πίστη. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά για λογική τεκμηρίωση, περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση του γνωστού πνευματικού αγαθού των Ελλήνων. Απολογητές και Αντιγνωστικοί, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αντιοχείας -μεταξύ των οποίων και ο διαπρύσιος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών Ιωάννης ο Χρυσόστομος- και οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξανδρείας -μεταξύ των οποίων οι Καισαρείας Ευσέβιος και Μέγας Αθανάσιος-ήταν βαθείς μελετητές και γνώστες εγκρατείς όλης της προηγούμενης φιλοσοφικής και γενικότερα πνευματικής παράδοσης.

Το κύρος της Σχολής της Αλεξανδρείας, όμως, κορυφώνουν οι τρεις μεγάλοι φωστήρες της Καππαδοκίας: ο Μ. Βασίλειος, ο περί ου το παρόν Συνέδριο και ο λόγος, ο αδελφός του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος (2), οι συνδεόμενοι με κοινή φιλία προς τον Ωριγένη και τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των κειμένων.

Ο Γρηγόριος Νύσσης υπερακόντισε τους δύο άλλους Καππαδόκες σε θεωρητική δύναμη, η οποία δείχνεται και στη διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων Γνώσης-Πίστης, ενός προβλήματος που κυριαρχεί σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης και στη φιλοσοφική ανθρωπολογία, που αποτελεί τη μεγάλη δόξα και το μέγα κατόρθωμα του Γρηγορίου.

Σχετικά με το πρόβλημα της γνώσης-πίστης, ενώ οι προηγούμενοι ταύτιζαν ή χώριζαν τη γνώση από την πίστη, ο Γρηγόριος επισημαίνει δυο διαφορές μεταξύ των απόψεων: Η πίστη προέρχεται από το Θεό, η γνώση από το λογικό· εκείνη απαντά σε θρησκευτικά ερωτήματα, η δεύτερη σε προβλήματα αφορώντα στον κόσμο. Αν, ωστόσο, η πίστη πηγάζει από την Αποκάλυψη και η γνώση από το λόγο, τη λογική και αν Αποκάλυψη και Λόγος κατάγονται από το Θεό, εξυπακούεται ότι δεν υφίσταται καμμία αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και τη γνώση, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της γνώσης είναι μια πρόταση που κατανοούμε, της πίστης όμως μια πρόταση, την οποία δεν κατανοούμε. Γι' αυτό η ίδια πρόταση δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, δηλαδή να γνωσθεί και συγχρόνως να γίνει πιστευτή (3).

Τη σημασία της φιλοσοφίας εντός της θεολογίας ο Γρηγόριος βλέπει συνοπτικά ως εξής: Πρώτον, η φιλοσοφία με το λογικό αποδεικτικό της χαρακτήρα, αποτελεί προϋπόθεση της θεολογίας· δεύτερον, της δίνει τη μέθοδο· τρίτον, εξάγει τα πορίσματα· και τέταρτον, ερμηνεύει την Αποκάλυψη με εικόνες. Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή η γνώση ως βασική λειτουργία του πνεύματος είναι ( i ) είτε εποπτική που πηγάζει από τη νόηση ( intellectus ) είτε ( ii ) έλλογη που εκπηδά από το λόγο ( ratio ).

Στην ψυχή του Γρηγορίου ενοικεί μια ευσεβής πείνα για λογικές αποδείξεις. Αλλά χαρακτηριστικό είναι και για τη φιλοσοφική του Ανθρωπολογία και για τη Φιλοσοφία της Αποκάλυψης το ότι δέχεται στον περίφημο "Κατηχητικό Λόγο" του πως ο "ο λόγος είναι απαγής ": ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από σάρκα και ψυχή ανήκει τόσο στο βασίλειο του πνεύματος όσο και στο βασίλειο του σώματος και τα συνδέει

και τα δυο σε κόσμο. Όλη η εξέλιξη του ανθρώπου κατευθύνεται από την ψυχή, διανεμημένη απ' αρχής σε όλο το σώμα. Η ενέργεια, όμως, της ψυχής εκδιπλώνεται με την ανάπτυξη του ανθρώπου: " Ἐπειδή γάρ φθαρτή καί ἀσθενής ἡμῶν ἡ φύσις, διά τοῦτο ὠκύμορος ἡ ζωή, ἀνυπόσπαστος ἡ δύναμις, ἀπαγής ὁ λόγος..." (4), όπως λέγει στον "Κατηχητικό" του, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κατά κόσμο και " ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντα ἄνθρωπο καί στόν ἰδεώδη ". Ο εδώ είναι ατελής και παροδικός· ο ιδεώδης άνθρωπος είναι αιώνιος, ενιαίος και αδιάκριτος, μη χωρισμένος δηλαδή σε άρρεν και θήλυ· ο εγκόσμιος, αντίθετα, είναι "μεμειγμένος καί κεχυμένος εἰς αἴσθησιν ", κατά την πλατωνική και πλωτινική έκφραση. Η επιστροφή στο Θεό καθίσταται δυνατή μόνον, αν ο άνθρωπος αρνηθεί την αίσθηση και βυθισθεί στους χώρους εκείνης της εσωτερικότητας, όπου μπορεί να " ἰδεῖ " και να " θεασθεῖ ' τον ασύλληπτο και αόρατο.

Στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης ο Γρηγόριος πιστεύει ότι η γνώση του Θεού ως του Απολύτου, του Απείρου, του Υπερβατικού φθάνει στα όρια εκείνα που δε δύναται να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Επέκεινα οδηγούν βέβαια δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός. Η φιλοσοφική γνώση οδηγεί λογικά και διαλεκτικά στην αλήθεια των χριστιανικών δοξασιών. Η θρησκευτική πίστη ανοίγει τους ορίζοντες να θεασθεί, να ιδεί άμεσα ο άνθρωπος το ανεννόητο Μυστήριο του Όντος και με αυτό τον τρόπο θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσης.

Αυτή η θέα ή θέαση, αυτή η θεωρία (5), είναι κοίταγμα χωρίς να βλέπουμε, σκέψη χωρίς να στοχαζόμαστε, σύλληψη χωρίς να νοούμε, διότι η Αποκάλυψη και ο Θεός είναι επέκεινα της γνώσης· δε συλλαμβάνονται με το νου και δεν εκφράζονται με τους ανθρώπινους λόγους. Στον περιώνυμο ύμνο του, πτήση μεγαλειώδους πνοής και σπάνιας φιλοσοφικής δύναμης, ο Γρηγόριος επιχειρεί να βιώσει το ’γνωστο καινά αναδεχθεί μέσα του το ασύλληπτο βάθος του Μυστηρίου. Έτσι ο Γρηγόριος οικοδομεί ένα χριστιανικό Μυστικισμό που επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία και θεολογία - απορητική ή διαλεκτική- και μη, έως το μέγιστο φιλόσοφο-ποιητή H ö derling στον κύκλο των "Τιτάνων" του (6): "Ο βαθύνους Θεός αποστέργει το παράκαιρο φανέρωμα"! Η θέαση αυτή πηγάζει από την πενία του νου και την ένδεια του λόγου, που λειτουργούν ως κοφτερή επίγνωση ότι το Ουσιώδες, απουσιάζει, δε συλλαμβάνεται:

«Ὦ πάντων ἐπέκεινα ! Τί γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν ;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; Σύ γάρ λόγῳ οὐδενί ρητός.
Πῶς νοός ἀρθρήσει σε; Σύ γάρ νόῳ οὐδεν ί ληπτός
Μοῦνος ἐών ἄφραστος · ἐπεί τέκες ὅσα λαλεῖται
Μοῦνος ἐών ἄγνωστος · ἐπεί τέκες ὅσα νοεῖται
Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει..» (7)

Ο Γρηγόριος εδώ μεταγράφει τη λογική χείρωση του Απόλυτου, που είναι αδύνατη, σε μυστική ανάγκη για το Θείο, σε μια άμεση εμ -βίωση του Θείου. Η μυστική τούτη ανάγκη ρήγνυται ως ακαταπάλαιστη νοσταλγία εκ του ανθρώπου, που είναι η μοναδική παρ-ουσία του Ουσιώδους, γίνεται θέα του Ουσιώδους και ως θέα, θεωρία ή θέαση μεταβάλλεται σε μια πράξη αποκαλυπτική του Μυστηρίου, συν-δετική με το Μυστήριο, τόσο πιο καρποφόρα όσο πιο οξεία είναι η απλήρωτη γνωστική δίψα και βαθιά αντίληψη πως ό,τι γνωρίζουμε είναι λίγο, ενώ ό,τι αγνοούμε είναι πολύ: ότι ενώπιον μας απλώνεται το μέρος, ότι το Όλον.

Η θέαση του Μυστηρίου μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στην ερώσα και ορώσα το απόλυτο ψυχή και το ερωμένο, που είναι το ίδιο το άπειρο, το ίδιο το επέκεινα. Θεώμεθα το υπέρ λόγον, την αρχέγονη αιτία πάντων, την αιώνια πηγή της ζωής. Η θέαση ως ο ευδαίμων οφθαλμός της αιωνιότητος, η μυστική θέα γίνεται "μείζων τοῦ λόγον " και πράξη αποκαλυπτική, αφού τελεσουργεί την κοινωνία της ψυχής και με το Υπέρτατο, την οικειώνει με το Μ ysterium Magnum του όντως Όντος και την εισάγει στο άδυτο, το άβατο, το αψηλάφητο φέγγος, είδος και κάλλος. Ο εξωτερικός οφθαλμός κλείνει και ανοίγει το έσω όμμα, το μόνο ικανό να ιδεί το αόρατο· το έσω ους, το μόνο ικανό να ακροασθεί " τόν σιγώμενον ὕμνον ", κατά τη φράση του Γρηγορίου· τον έσω νουν, το μόνο ικανό να διακρίνει πίσω από τα όντα το αιώνιο πρόσωπο του Θεού που είναι " σκιρτημός καί ἥπιον δάκρυ" και « πῦρ καταναλίσκον » ! Έτσι η θέαση του Όντος, η θεωρία του Θεού δεν είναι κατάσταση παθητική, αλλά ενέργεια, πράξη συνεγγισμού, δράση ποντισμού στην αλήθεια του Θεού, οδοιπορία προς τον ’γνωστο, γνωριμία με την αμετασάλευτη Αρχή, λυτρωτικός τρόπος υπέρβασης της χοϊκής μας παρουσίας και ανύψωσης προς το Απρόσιτο, πηγή του μυστικιστικού βιώματος και βυθισμός σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή, άρρητη δόνηση από τον ασίγητο πόθο του Αιωνίου, εκβολή σε μια αίδια μακαριότητα, όπου ο έρως του θείου, η νοσταλγία του Υπερβατικού, ο Πόνος για το "πάντων ἐπέκεινα " πληρούται.

Αλλά η θέαση του Μυστηρίου είναι και υπό άλλη έννοια πράξη αποκαλυπτική. Εγείρει τη συνείδηση, τη μνει και την καθαιρεί και την μεταποιεί σε "δύναμιν εἰς ἐνέργειαν ἐλθοῦσαν " και " εἰς ὄψιν ὁρῶσαν " την αρμονία του κόσμου και τον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του: όλα διηγούνται τη δόξα του Θεού και υμνούν ή αγγέλλουν την " ποίησιν τῶν χειρῶν " Του και "μεγαλύνουν τά ἔργα " Του: "Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει ", γράφει ο Γρηγόριος, "πάντα σε καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει". Έτσι η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση, ενωτιζόμενη το " σιγώμενον ὕμνον ", τους ιλαρούς τόνους και τις δοξαστικές της σοφίας του Θεού μελωδίες της φύσης, τη γλυκιά αρμονία των ουράνιων σφαιρών, τις μαρμαρυγές μιας αιώνιας ζωής, λουσμένης από τους θελκτικούς ήχους ποιας -αλήθεια- μουσικής συμφωνίας, θνητής φλυαρίας, μπροστά στη θέαση του Ψυχικού Σύμπαντος ; Με τη θέαση ευρύνονται οι διαστάσεις αυτού του εσωτερικού Σύμπαντος· θαυμασμός και δέος και γοητεία είναι τα συναισθήματα που μας καταφλέγουν Μέσα μας με τα χέρια της ευλαβικής πίστης, που προετοίμασε η θέαση, χτίζουμε τις ψηλές εκκλησιές και χωρίς πόδια ερχόμαστε κοντά Του. Μέσα μας: " Niergens, Gelibte, wird Weltsein als innen : πουθενά, ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος εκτός από μέσα μας" τραγουδάει ο θεοφόρος μύστης και αποδημητής, ο ποιητής RΜ. Rilke (8). Μέσα μας "κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος» ! (9) Σωστά ψάλλει ο Δ. Σολωμός τον "έσω" άνθρωπο και επιχειρεί να αναγνωρίσει το σύμπαντα κόσμο και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη.

Η θέαση ως πράξη αποκαλυπτική μπορεί να ερμηνευθεί, προς τούτοις, ως μία Συνάντηση (10), βαθιά και αιφνίδια γνωριμία με το "μέγιστο μάθημα". Πρόκειται για τη θεία και ευλογημένη στιγμή του εξαίφνης φωτισμού, οπότε " οἷον ἀπό πυρός πηδήσαντος ἐξαφθέν φῶς ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτό ἑαυτό ἤδη τρέφει" κατά τον Πλάτων α. Τούτο βέβαια το λαμπρό φως καθορά μόνο ο ηλιοειδής οφθαλμός της καρδιάς. Έτσι η θέαση του Μυστηρίου γίνεται φως εν τη σκοτία, λαμπηδόνα που καταυγάζει τις υπάρξεις, αστροπελέκι που μέσα στη μακρινή χειμέρια νύχτα του λογικού μετουσιώνει τη μωρία της σοφίας σε σοφία της μωρίας και μεταποιεί την αβέβαιη γνώση σε ακράδαντη πίστη: Σε πλήρωση, όπως την επιποθεί ο Νίτσε, το κεραυνωμένο και τραγικά ραγισμένο αυτό πνεύμα των χαλεπών καιρών, και την εκφράζει στα ποιήματα του: "Φώναξες: Κύριε, έρχομαι", " Γεσθημανή καί Γολγοθάς" και κυρίως "Στον Αγνωστο θεό": "Θέλω να σε γνωρίσω, ’γνωστε εσένα που μέσα βαθιά στην ψυχή μου βυθίζεσαι... Ασύλληπτε που σε κρατώ μέσα μου. Θέλω να σε γνωρίσω και πιο πολύ ακόμη να σε υπηρετήσω "! (11) Ατυχώς ο Νίτσε προτίμησε να ανεβεί στο λογικό ικρίωμα και να αφεθεί επάνω σ' αυτό, αγωνιζόμενος να συλλάβει το Απρόσιτο, θέλοντας να φθάσει στη γνώση της πηγής παρά να δροσιστεί στην πηγή της Γνώσης και αγνοώντας την ειδοποίηση του Γρηγορίου Νύσσης : " Ὑπερνεφείας δε καλύπτρας, τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται ;" (12)

Η εποχή μας, καλόν είναι να λάβει σοβαρά υπόψη της αυτή την ειδοποίηση και να αποφύγει την " ὕβ ριν " της πίστης στην παντοδυναμία της λογικής που εκδιώκει την πίστη προς το Απρόσιτο, αφού και η φιλοσοφική γνώση και η θρησκευτική πίστη δεν είναι αντίδικες αλλά συλλειτουργοί της αλήθειας. Διότι ενισχύουν μία ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται τρόποι μετασχηματισμού της συνείδησης του ανθρώπου, έστω κι αν φαίνονται εχθρικές μεταξύ τους και ασυμφιλίωτες, έστω και αν ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα, κι αν συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις και τάσεις του ερευνώντος πνεύματος: Η γνώση περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες το κάστρο του Όντος και αγωνίζεται να το εκπορθήσει" η πίστη ειρηνεύει μέσω θρησκευτικού βιώματος την ανώλεθρη μεταφυσική μας χρεία. Σε μια υψηλή και λυτρωτική συνάντηση γνώσης-πίστης πρέπει να αναζητηθεί η σωτηρία ως ζεύξη του παροδικού με το αιώνιο και ως συνείδηση της μηδαμινότητας του κόσμου και της πληρότητας της πρώτης Αρχής, του "πάντων επέκεινα". Η κατά τον τρόπον του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: "Διά πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης, καί μηδέν ἔχειν δοκῶ πολύ κατέχω, καί λέγω διψῶ διά πλῆθο ς ὑδάτων " (13).

"Κλαίγοντας και γελώντας σαν μικρό παιδί" κατά το Δάντη, έρχεται στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου. Και, για να μείνει σαν τα ροδαλά μάγουλα της παιδούλας που έκλαιγε και γελούσε, χρειάζεται όλες τις αρετές αλά κυρίως την αγάπη - και ως amor hominis και ως amor dei · την αγάπη που ανοίγει το δρόμο του Μυστηρίου, άγιο Μυστήριο η ίδια και -όπως λέγει ο Ο Wilde πρέπει να τη δέχεται κανείς γονατιστός και η φράση (14): " Domine, non sum dignus : Κύριε, οὐκ εἰμί ἄξιος " να βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές εκείνων που τη δέχονται· "ή κατά το λόγο του Αγρίππα Ντ ' Ωμπινιέ (15): "Κύριε, δος στ' αδύνατα πρόβατα το σωτήριο σέβας'! Έτσι η αποσυνάγωγος εποχή μας θα ελπίζει να ακούσει τη μακάρια φωνή: " ἀφέονται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ" (16).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) K Krubacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ V, σ. 250 , ο. η άποψη του Geljew

(2). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Φιλοσοφική Προπαίδεια· εισαγωγική θεώρηση, μεθολογική προσέγγιση, ιστορική επισκόπηση , Αθήνα 1994" (τέταρτη έκδοση), σ.σ. 295 κ. εξ.

(3). J M Bochenski : Wege zum philosophischen Denken, Einf ü hrung in die Grundbegriffe, Freibourg 1961 3, (Δρόμοι Φιλοσοφικού στοχασμού, εισαγωγή στίς θεμελιώδεις: Εισ Μτφρ Σημ. Γρηγ Φιλ Κωσταρά, Αθήαν 1986 2, σ. 18)

(4). Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός , Ρ G 46, 524ΑΒ.

(5). Πλωτίνου Εννεάδες : VI 9· [9] 10, 8-10· VI 9 [9] 10,9· VI 7[38]7,1· III 8 [30], 8,17-19.

(6). Ηö derling, ’παντα Ι V 218 (από τον "Κύκλο των Τιτάνων").

(7). Γρηγορίου Νύσσης, PG 37, 507.

(8). Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το βιβλίο των ωρών , σ. 56.

(9). Δ. Σολωμού, Εις Φραγκίσκαν Φραίζερ (επίγραμμα) .

(10). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Ομίχλη δακρύων πόνου και αγάπης, Αθήνα 1993, σ. 222.

(11). Φρ. Νίτσε, Ο μυστικισμός τον Νίτσε (μεφρ Ε. Ανδρουλαδάκη, Αθήνα 1962, σσ 15η εξ.).

(12). Γρηγορίου Νύσσης, ενθα. ι

(13). Αγίου Συμεώνος του Νέου θεολόγου...

(14). Ιωάννου 1,27 · Wilde Oscar, De Profundis, σ. 132· Πρβ. Λουκά 15,19 .

(15). Π. Κανελλοπούλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τομ IV, σ. 303.

(16). Λουκά, 7,47.

 

Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος περί πασών των αρετών και των παθών Ιωάννου του Δαμασκηνού, Μικρή Φιλοκαλία Τόμος Β',



μτφρ. Ευάγγελου Γ. Καρακοβούνη,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 81-94

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός (διφυής), αποτελείται δηλαδή από ψυχή και σώμα, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Και έχει πέντε αισθήσεις η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι αισθήσεις της ψυχής, τις όποιες οι σοφοί ονομάζουν και δυνάμεις, είναι οι εξής: νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση· και οι αισθήσεις του σώματος είναι οι εξής: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Για τούτο και είναι διπλές και οι αρετές τους και οι κακίες τους (τα πάθη τους). Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές· και πάλι, πόσα είναι τα ψυχικά πάθη και πόσα τα σωματικά.

1. Οι ψυχικές αρετές

Ψυχικές αρετές ονομάζουμε κατά κύριο λόγο, τις τέσσερις γενικότατες αρετές, που είναι οι εξής: ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές προέρχονται όλες οι άλλες ψυχικές αρετές, όπως: πίστη, ελπίδα, αγάπη (πρβλ. Α' Κορ. ιγ' 13), προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευθυμία (ευφροσύνη), απλότητα, αταραξία, ανυποκρισία (δηλ. ειλικρίνεια), μετριοφροσύνη, αφθονία (απαλλαγή από φθόνο), τιμιότητα, αφιλαργυρία, συμπάθεια, ελεημοσύνη, γενναιοδωρία, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια· ακόμη η επιθυμία και ο πόθος των μελλόντων αγαθών και της Βασιλείας του Θεού και η κατά χάρη υιοθεσία.

2. Οι σωματικές αρετές

Οι σωματικές αρετές, μάλλον τα εργαλεία των αρετών, όταν γίνονται με επίγνωση και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, έξω από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, οδηγούν τον άνθρωπο στην προκοπή της ταπείνωσης και της απάθειας · είναι δε οι εξής*: εγκράτεια, νηστεία, ολιγοφαγία, ολιγοποσία, αγρυπνία, προσευχή, γονυκλισία, αλουσία, χρήση των αναγκαίων και απλών ενδυμάτων, ξηροφαγία, βραδυφαγία, πόση μόνο νερού, χαμαικοιτία, φτώχεια, ακτημοσύνη, μη υπερβολική περιποίηση και καλλωπισμός, αφιλαυτία, μόνωση και ησυχία, στέρηση (ένδεια), αυτάρκεια, σιωπή, εργόχειρο και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία βέβαια όταν το σώμα είναι εύρωστο και για τούτο ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη, είναι αναγκαιότατα και ωφελιμότατα (για να το κατευνάσουν). Όταν όμως το σώμα είναι αδύναμο και εξασθενημένο και έχει, με τη βοήθεια του Θεού, κατευνάσει τα πάθη, τότε δεν είναι τόσο αναγκαία και αρκούν η ταπείνωση και η προς τον Θεό ευχαριστία για να τα αναπληρώσουν όλα.

3. Τα ψυχικά πάθη (κακίες )

Πρέπει να ομιλήσουμε τώρα και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη. Ψυχικά πάθη είναι κυρίως η λήθη (λησμοσύνη), η ραθυμία και η άγνοια (της ψυχής για το Θεό και τα πνευματικά), απ' τα οποία σκοτίζεται ο οφθαλμός της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα υπόλοιπα πάθη, τα οποία είναι τα εξής: ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή κάθε αιρετική διδασκαλία, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη η μη κατά Θεόν, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλεια, φθόνος, κενοδοξία (ματαιοδοξία), υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, προσκόλληση σε εμπαθή πράγματα, εξάρτηση από κοσμικά πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, έπαρση, οίηση, σοβαροφάνεια, αλαζονεία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνία, διψυχία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής και η συνεχής μελέτη αυτών· ακόμη, η προσβολή και η πλάνη των λογισμών, η φιλαυτία, που γεννάει τα πάθη, καθώς και η φιλαργυρία (Α' Τιμ. ς' 10), με την οποία ριζώνουν στην ψυχή τα πάθη, η κακοήθεια και η πονηρία.

4. Τα σωματικά πάθη

Τα σωματικά πάθη είναι τα εξής: γαστριμαργία, λαιμαργία, περιττή τρυφή (απόλαυση), μέθη, λαθροφαγία (κεκρυμμένη γαστριμαργία), ποικίλη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, ακαθαρσία, αιμομειξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και πάντα τα παρά φύση αισχρά πάθη· ακόμη, κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η περιττή σωματική άνεση και απόλαυση που οδηγεί στην υποδούλωση των εμπαθών θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν το σώμα έχει ευρωστία· ακόμη, μαντείες, μαγείες, οιωνισμοί, κληδονισμοί, η επιθυμία για τα κοσμικά πράγματα, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, στολίδια για το πρόσωπο, η αξιοκατάκριτη τεμπελιά, διάφορες φαντασιώσεις, τα τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής υπέρμετρη απόλαυση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή (φιλοτομαρισμός) που εγκλωβίζει το νου στην ύλη και τον κάνει γήϊνο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να ανυψωθεί προς το Θεό και την εργασία των αρετών.

Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες, όπως θα μπορούσε να τις ονομάσει κανείς, είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία, απ' τις οποίες και προέρχεται κάθε κακό. Δεν πέφτει ο άνθρωπος σε καμιά αμαρτία, αν (προηγουμένως) οι κραταιοί γίγαντες των παθών, όπως τους αναφέρει ο σοφώτατος ασκητής Μάρκος, δεν τον νικήσουν και δεν τον κατακυριεύσουν· δηλαδή η λήθη (λησμοσύνη), η ραθυμία και η άγνοια. Αυτές τις γεννά η ηδονή, η άνεση της ζωής (καλοπέραση), η ανθρωπαρέσκεια και ο περισπασμός των βιοτικών πραγμάτων. Πρωταίτια όλων αυτών και γεννήτρια είναι, όπως ελέχθη, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη προς το σώμα και η εμπαθής προσκόλληση σ' αυτό. Η διάχυση και η έκλυση του νου (στροφή και ασχολία) με αστειότητες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πτώσεις, καθώς και η αθυροστομία και το γέλιο.

5. Η φιληδονία

Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι ποικίλη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που απατούν την ψυχή, όταν δε στρέφεται με νήψη και θείο φόβο στο Θεό και δε φροντίζει με αγάπη προς το Χριστό για την εργασία των αρετών. Διότι είναι πολλές οι ηδονές που έλκουν προς τον εαυτό τους τους οφθαλμούς της ψυχής· όπως οι ηδονές του σώματος, του χρήματος, της απόλαυσης, της δόξας, της ραθυμίας, της οργής, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας. Και εξαπατούν, διότι παρουσιάζονται σαν να έχουν λαμπερά πρόσωπα και εύκολα ποθούνται, και προσελκύουν εκείνους που ασχολούνται γύρω από αυτά και δεν έχουν σφοδρή επιθυμία για την αρετή, για να υπομείνουν τη «σκληρότητά» της. Κάθε σχέση με τα γήινα και κοσμικά, και κάθε εμπαθής προσκόλληση στην ύλη προξενεί την ηδονή και την απόλαυση σ' αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν στρέφεται στα παραπάνω με εμπάθεια· διότι εξαιτίας του, όταν κάποιος στερείται κάτι που ποθεί, νικιέται και υποδουλώνεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στη μνησικακία. Στην περίπτωση που η εμπαθής προσκόλληση τείνει να γίνει συνήθεια, χωρίς να γίνει αντιληπτή, τότε αλίμονο! Εκείνον που κυριεύτηκε απ' αυτήν (τη συνήθεια), τον κάνει να ρέπει συνέχεια στην παράλογη εμπαθή προσκόλληση, με την ηδονή που είναι κρυμμένη σ' αυτή, χωρίς ελπίδα θεραπείας.

Είναι πολύμορφη η ηδονή της επιθυμίας, όπως ελέχθη, και δεν ικανοποιείται μόνο με την πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά και με τα υπόλοιπα πάθη. Αφού σωφροσύνη δεν είναι μόνον η αποχή από την ηδονή της πορνείας και αυτών της γαστέρας (κοιλιοδουλείας - γαστριμαργίας), αλλά το να απέχει κανείς και από τις υπόλοιπες ηδονές. Γι' αυτό ο φιλοχρήματος, ο φιλάργυρος και ο πλεονέκτης είναι ακόλαστος. Διότι όπως ο ακόλαστος επιθυμεί την ηδονή της σάρκας (πορνεία), έτσι και ο φιλάργυρος επιθυμεί τα χρήματα. Και μάλλον ο φιλάργυρος είναι περισσότερο ακόλαστος, αφού δεν υπάρχει εκ φύσεως αυτή η σφοδρή επιθυμία που να τον σπρώχνει στα χρήματα. Και διότι αμαθής ηνίοχος θα μπορούσε στην πραγματικότητα να ονομαστεί, όχι εκείνος που δεν μπορεί να ελέγξει και να συγκροτήσει το άγριο και ατίθασο άλογο, αλλά εκείνος που ούτε το εξημερωμένο και ήσυχο άλογο δεν δύναται να κουμαντάρει. Και γίνεται φανερό από παντού, ότι είναι περιττή και έξω από τη φύση μας η επιθυμία των χρημάτων, στην ικανοποίηση της οποίας δεν οδηγεί, όπως είπαμε η βία της φύσεως, αλλά η εμπαθής προαίρεση· γι' αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα όποιος νικιέται εκούσια απ' αυτήν (τη φιλαργυρία).

Ώστε, λοιπόν, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε καλώς ότι η φιληδονία δεν περιορίζεται μόνο στην τρυφή και την απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που αγαπιέται με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής.

6. Τριμερής διαίρεση της ψυχής και πάθη

Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Του λογιστικού αμαρτήματα είναι τα εξής: η απιστία, η αίρεση, η αφροσύνη, η βλασφημία, η αχαριστία και οι συγκαταθέσεις στα αμαρτήματα που γίνονται από το παθητικό μέρος. Η ίαση και η θεραπεία των κακών αυτών συνίσταται στην αναμφίβολη πίστη προς το Θεό και προς τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας· η συνεχής μελέτη των λόγων του Αγίου Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η θερμή ευχαριστία προς το Θεό. Του θυμικού αμαρτήματα είναι τα εξής: η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος, και η συνεχής ασχολία μ' αυτά. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών συνίσταται στη φιλανθρωπία, την αγάπη, την πραότητα, τη φιλαδελφία, τη συμπάθεια, την ανεξικακία και την καλοσύνη. Του επιθυμητικού αμαρτήματα είναι τα εξής: η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασέλγεια, η φιλοχρηματία, δηλαδή η κενόδοξη επιθυμία του χρυσού και του πλούτου, και οι σαρκικές ηδονές. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών συνίσταται στη νηστεία, την εγκράτεια, την κακοπάθεια, την ακτημοσύνη, το μοίρασμα (ελεημοσύνη) των χρημάτων στους φτωχούς· στην επιθυμία των μελλόντων εκείνων αθανάτων αγαθών, τον πόθο της Βασιλείας του Θεού και την επιθυμία της κατά χάρη υιοθεσίας.

7. Οι εμπαθείς λογισμοί και η θεραπεία τους

Πρέπει, όμως, να προχωρήσουμε και στη διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους πραγματοποιείται κάθε αμαρτία. Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας· (ο λογισμός) της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής (θυμού), της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Το να μας παρενοχλούν ή να μη μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, δεν εξαρτάται από τη δική μας δύναμη· το να συγκατατιθέμεθα όμως σ' αυτούς ή να μη συγκατατιθέμεθα, και το να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε, εξαρτάται από τη δική μας δύναμη και θέληση.

Στους λογισμούς, άλλο πράγμα είναι η προσβολή και άλλο ο συνδυασμός, και άλλο η πάλη, άλλο και το πάθος και άλλο η συγκατάθεση, η οποία μοιάζει με την πράξη· άλλο η ενέργεια και άλλο η αιχμαλωσία. Ας τα δούμε όμως ένα ένα ξεχωριστά. Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση (παρακίνηση) που μας κάνει ο εχθρός (ο διάβολος), όπως και στην περίπτωση που προσπάθησε να πειράξει τον Χριστό, τον Κύριο και Θεό μας: «κάνε τούτο ή εκείνο» του είπε· και πάλι: «πες μ' ένα σου λόγο να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» (Ματθ. δ' 3). Η προσβολή δεν είναι στην εξουσία μας. Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλεται από τον εχθρό και κατά κάποιον τρόπο η ασχολία και η ενήδονη συνομιλία με το λογισμό που γίνεται από την προαίρεσή μας. Πάθος είναι η έξη (διαρκής κατάσταση η συνήθεια) που δημιουργείται από το συνδυασμό του λογισμού που μας υποβάλλεται από τον εχθρό και η κατά κάποιον τρόπο συνεχής ασχολία και καλλιέργεια του λογισμού μέσω της φαντασίας. Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό, που γίνεται είτε για να απομακρυνθεί το πάθος που περιέχεται σ' αυτόν, δηλαδή ο εμπαθής λογισμός, είτε για να συγκατατεθεί ο νους σ' αυτόν, καθώς λέγει και ο απόστολος Παύλος: «η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σάρκας, και είναι και τα δύο αντίθετα μεταξύ τους» (Γαλ. ε' 17). Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και ακούσια αρπαγή της καρδιάς, που τυραννείται από την έξη του πάθους και τη μακρά συνήθεια. Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στον εμπαθή λογισμό. Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού που ακολουθεί τη συγκατάνευση σ' αυτόν. Εκείνος, λοιπόν, που στέκεται με απάθεια στο πρώτο, την προσβολή, ή την αποδιώχνει απ' την πρώτη κιόλας στιγμή με αντίρρηση και σταθερότητα, απέκοψε με μία και όλα τα άλλα.

Η θεραπεία των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο. Η γαστριμαργία θεραπεύεται με την εγκράτεια· η πορνεία, με τον θείο πόθο και την έφεση των μελλόντων αγαθών· η φιλαργυρία, με τη συμπάθεια και την ελεημοσύνη στους φτωχούς· η οργή (ο θυμός), με την προς όλους τους ανθρώπους ανιδιοτελή και αδιάκριτη αγάπη, και με την αγαθότητα (καλωσύνη)· η λύπη (αθυμία), με την πνευματική χαρά· η ακηδία, με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς το Θεό· η κενοδοξία, με την κρυφή εργασία των αρετών, τη συντριβή της καρδιάς και την αδιάλειπτη προσευχή· τέλος, η υπερηφάνεια θεραπεύεται με το να μην κρίνει κανείς το συνάνθρωπό του, ή να μην τον εξουθενώνει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος (Λουκ. ιη' 11-12), αλλά να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο απ' όλους. Έτσι λοιπόν, αφού ελευθερωθεί ο νους από την καταδυνάστευση των προαναφερθέντων παθών και ανυψωθεί προς το Θεό, ζει ήδη απ' αυτή τη ζωή τη μέλλουσα μακαριότητα, δεχόμενος τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Β' Κορ. α' 22)· και όταν απέλθει απ' την εδώ ζωή με απάθεια και γνώση αληθινή, παρίσταται ενώπιον της Αγίας Τριάδος, από το υπέρλαμπρο φως της Οποίας φωτίζεται μαζί με τους θείους Αγγέλους στους αιώνες των αιώνων.

Η ψυχή, όπως προαναφέρθηκε, είναι τριμερής· διαιρείται δηλαδή σε τρία μέρη, στο λογιστικό (λογισμός), στο θυμικό (θυμός) και στο επιθυμητικό (επιθυμία). Εάν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στο επιθυμητικό καθαρότητα και σωφροσύνη, ο λογισμός (το λογιστικό μέρος) είναι καθαρό και φωτεινό. Εάν όμως στο θυμικό υπάρχει φθόνος και μίσος, και στο επιθυμητικό ακολασία, τότε ο λογισμός είναι ακάθαρτος και σκοτισμένος. Ο λογισμός, λοιπόν, τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει υποτάξει τα πάθη και θεωρεί (θεάται) πνευματικά τον Ποιητή των κτισμάτων και ανυψώνεται έτσι προς τη μακαρία και Αγία Τριάδα. Ο θυμός τότε πάλι κινείται κατά φύση, όταν αγαπά (αδιάκριτα) όλους τους ανθρώπους και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία. Η επιθυμία (τότε κι αυτή κινείται κατά φύση), όταν με την ταπεινοφροσύνη και την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την εμπαθή ηδονή που προέρχεται από την επιθυμία της σάρκας, του χρήματος και της εφήμερης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα. Διότι η επιθυμία στρέφεται προς την ικανοποίηση τριών πραγμάτων· η προς την ηδονή της σάρκας, η προς τη μάταιη δόξα, η προς την απόκτηση χρημάτων. Και εξαιτίας της παράλογης αυτής επιθυμίας του ο άνθρωπος καταφρονεί το Θεό και τις εντολές του, λησμονεί τη θεία ευγένεια, γίνεται θηρίο ανήμερο εναντίον του πλησίον του και σκοτίζει το λογισμό του και δεν τον αφήνει να αναβλέψει προς την αλήθεια. Εκείνος όμως που απέκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προελέχθη, απολαμβάνει ήδη από τώρα τη Βασιλεία των Ουρανών και ζει με την προσδοκία της μελλούσης μακαριότητας που θα δωρηθεί σε όσους αγαπούν το Θεό. Αυτής (της μακαριότητας) είθε να γίνουμε κι εμείς άξιοι μέτοχοί της με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν.

8. Η απόκτηση των αρετών

Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε και το εξής· ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο της οποιασδήποτε αρετής, παρά μόνο με κοπιαστική φιλοπονία με στόχο την απόκτησή της, αφού προσπαθήσουμε με όλη τη δύναμή μας και για όλη μας τη ζωή να το επιτύχουμε με την πράξη· όπως λόγου χάρη συμβαίνει με την ελεημοσύνη, την εγκράτεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές. Διότι απ' αυτές μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή· ασκεί, παραδείγματος χάρη, κανείς πότε πότε την αρετή της ελεημοσύνης, αλλά επειδή την ασκεί μερικώς (πρόσκαιρα), δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, και πολύ περισσότερο όταν η αρετή αυτή δεν ασκείται με τρόπο καλό και θεάρεστο. Διότι το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνεται με τρόπο συνετό και θεάρεστο αλλά είναι όντως καλό, όταν δεν περιμένει ανταπόδοση γι' αυτό, ούτε αποσκοπεί στην ανθρωπαρέσκεια από τη φήμη του πραγματοποιηθέντος καλού, ή στην επιδίωξη εφήμερης δόξας, ούτε προέρχεται από πλεονεξία και αδικία· αφού ο Θεός δε ζητεί εκείνα που γίνονται και θεωρούνται από τους ανθρώπους καλά, αλλά το σκοπό για τον όποιο γίνονται αυτά. Και λένε οι θεοφόροι Πατέρες, πως όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε το έργο που φαίνεται ενάρετο, καταντά ανώφελο. Διότι όσα γίνονται χωρίς διάκριση και χωρίς τον πραγματικό σκοπό, που είναι η ευσέβεια, όχι μόνο δεν ωφελούν, κι αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν. Όπως αντίθετα συμβαίνει και μ' εκείνα που θεωρούνται κακά μεν από τους ανθρώπους, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό και σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, όπως λόγου χάρη εκείνος που εισήλθε σ' ένα πορνείο για ν' αποσπάσει από την απώλειά της την πόρνη. Απ' όσα είπαμε γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που ασκεί κάπου κάπου την ελεημοσύνη, ούτε πάλι εγκρατής εκείνος που κάποιες στιγμές εγκρατεύεται, αλλά εκείνος που συνέχεια και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του άσκησε την αρετή με ασφαλή διάκριση. Διότι η διάκριση είναι η μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές, γι' αυτό και θεωρείται βασίλισσά τους και καλείται αρετή των αρετών. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα αντίθετα των αρετών, τα πάθη· διότι δεν αποκαλούμε κάποιον πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη, επειδή έπεσε κάποια στιγμή σ' ένα από αυτά, αλλά εκείνον που συνεχώς στη ζωή του ζει μέσα σ' αυτά τα πάθη και παραμένει αδιόρθωτος και αμετανόητος.

Μαζί με όσα είπαμε, πρέπει να γνωρίζουμε και τούτο, που είναι αναγκαιότατο σ' όλους όσοι αγωνίζονται με πνεύμα πρόθυμο να επιτύχουν την αρετή και να αποκόψουν την κακία. Ότι, δηλαδή, όπως η ψυχή έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη αξία από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα θέματα θεωρείται σπουδαιότερη και πολυτιμότερη, έτσι και οι ψυχικές αρετές, και μάλιστα οι θεομίμητες και θεώνυμες, είναι ανώτερες από τις σωματικές αρετές. Το ίδιο, αλλά με αντίθετη φορά ισχύει και για τα ψυχικά (που είναι χειρότερα) και τα σωματικά πάθη, διαφέρουν δηλαδή και ως προς τις ενέργειές τους και ως προς την έκτιση των ποινών που τους επιβάλλονται, αν και στους περισσότερους ανθρώπους, δεν γνωρίζω γιατί, τους διαφεύγει. Λόγου χάρη τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή κι όλα τα σχετικά με αυτά, τα αποφεύγουν ή τα τιμωρούν, διότι φαίνονται στους πολλούς μισητά. Όσον αφορά όμως τα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα απ' αυτά, και που οδηγούν στη δαιμονική κατάσταση και στην αιώνια κόλαση σαν αμοιβή για κείνους που τ' ακολουθούν χωρίς διόρθωση και μετάνοια, οι πολλοί μένουν αναίσθητοι και ασυγκίνητοι. Κι όταν λέω ψυχικά πάθη, εννοώ το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησία, και κείνη που ο απόστολος Παύλος ονομάζει ρίζα όλων των κακών, τη φιλαργυρία (Α' Τιμ. ς' 10), και τα όμοιά τους.

Τα εκθέσαμε όλα αυτά, με όλη την αμάθεια και την αφέλειά μας, ομιλώντας με τάξη και σαφήνεια για τις αρετές και τα πάθη, για να έχει κανείς την ευχέρεια να διακρίνει και να ξεχωρίζει με ακρίβεια τη διαφορά και τη διαίρεσή τους μέσα απ' αυτή τη λεπτομερή έκθεση. Γι' αυτό και εκθέσαμε το καθένα με διαφόρους τρόπους και μέσα από πολλές πτυχές, για να μην αγνοείται, αν είναι δυνατόν, καμιά αρετή ή κακία· και ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές, και περισσότερο τις ψυχικές, με τις όποιες προσεγγίζουμε το Θεό, και για να απαρνιόμαστε την κακία αποφεύγοντας με όλη τη δύναμή μας τα πάθη. Διότι είναι πραγματικά μακάριος εκείνος που επιδιώκει την αρετή και τη μετέρχεται, και ερευνά με επιμέλεια τον τρόπο να την επιτύχει, επειδή με αυτήν πλησιάζει στο Θεό και νοερά ενώνεται μαζί Του. Και διότι η έννοια της φρόνησης, της ανδρείας, της σοφίας, της αληθινής γνώσης και του αναφαίρετου (πνευματικού) πλούτου είναι αυτή, το να ανυψώνεται κανείς με την πρακτική αρετή στη θεωρία του Δημιουργού. Να σημειώσουμε εδώ ότι η λέξη «αρετή» προέρχεται από το ρήμα «αιρούμαι» (προτιμώ, προαιρούμαι - προαίρεση) διότι είναι αιρετή και θελητή, επιδιώκουμε δηλαδή αυτοπροαίρετα και με τη θέλησή μας το αγαθό, κι όχι αντίθετα, δηλαδή αναγκαστικά και χωρίς τη θέλησή μας.

9. Η σημασία του «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν »

Αν θέλεις, ας προσθέσουμε σ' αυτόν τον μικρό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα και λίγα λόγια για τη σημασία του «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν», με το όποιο πλάστηκε το τιμιότερο απ' όλα τα κτίσματα του Θεού, ο άνθρωπος. Και πράγματι, το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, είναι το μόνο από όλα τα κτίσματα που φέρει το «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού (Γεν. α' 26) γνώρισμα. Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ' εικόνα» (εικόνα του Θεού), διότι φέρει το αξίωμα του νού και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη το αξίωμα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί. «Καθ' ομοίωσιν» λέγεται ο άνθρωπος, διότι με την άσκηση της αρετής και τις θεώνυμες και θεομίμητες πράξεις του ομοιάζει προς τον αγαθό Θεό. Δηλαδή, με το να συμπεριφέρεται φιλάνθρωπος προς τους συνανθρώπους του, να οικτείρει, να ελεεί και να αγαπά τους «συνδούλους» του με κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. Διότι, όπως λέγει ο Χριστός, ο Θεός μας ο αληθινός, πρέπει να είμαστε οικτίρμονες, αφού Οικτίρμων (σπλαχνικός) είναι και προς εμάς ο ουράνιος Πατέρας μας (Λουκ. ς' 36). Και το μεν «κατ' εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, διότι τα χαρίσματα του Θεού δεν ανακαλούνται (Ρωμ. ια' 29). Το «καθ' ομοίωσιν» όμως είναι σπάνιο απόκτημα και το έχουν μόνον οι ενάρετοι και οι άγιοι, οι όποιοι μιμούνται, με ανθρώπινα μέτρα, την αγαθότητα του Θεού.

Εύχομαι κι εμείς να αξιωθούμε της υπεράγαθης φιλανθρωπίας του Θεού, αφού τον ευαρεστήσουμε με την αγαθοεργία μας και γίνουμε μιμητές όλων εκείνων που ευαρέστησαν απ' αιώνος το Χριστό· «ότι Αυτώ (στο Χριστό) εστί το έλεος και Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

* Πρέπει να σημειωθεί ότι τα Φιλοκαλικά κείμενα των ιερών Νηπτικών γράφτηκαν από μοναχούς και απευθύνονται σε μοναχούς· ας μην παραξενευτεί λοιπόν ο αναγνώστης διαβάζοντας μέσα σ' αυτά κάποιες μοναχικές ασκήσεις και αρετές (αλουσία, χαμαικοιτία, ακτημοσύνη κ.α.). Η Φιλοκαλία είναι ωφελιμότατη ασφαλώς και για τους λαϊκούς, αφού παρέχει πλούσια πνευματικά στοιχεία για βίωση και μέσα στον κόσμο της νηπτικής - ασκητικής εμπειρίας της Ορθόδοξης πνευματικότητας, την οποία κατεξοχήν εφαρμόζουν οι μοναχοί. Για τούτο και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προτρέπει στο «Προοίμιο» της Φιλοκαλίας, όλους όσοι έχουν την Ορθόδοξη Πίστη, μοναχούς και λαϊκούς, να ωφεληθούν πνευματικώς από τη μελέτη αυτού του βιβλίου. Ας υπογραμμισθεί ακόμη στο σημείο αυτό, ότι είναι πραγματικά άπειρη η επίδραση των μοναχών στην εκκλησιαστική ζωή, και ότι ο μοναχός είναι ο τύπος κάθε χριστιανού, αφού, σύμφωνα με τον «κανόνα» της πνευματικής ζωής, «φώς μεν μοναχοίς ’γγελοι φώς δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία», δηλαδή φώς των μοναχών είναι οι ’γγελοι και φώς όλων των ανθρώπων η ζωή των μοναχών (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για τον πόλεμο και την ειρήνη Ιωάννου Κωστώφ,

 

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για τον πόλεμο και την ειρήνη,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1984, σελ. 21-38

 

Οι Πατέρες δεν παραλείπουν να τονίσουν την αναγκαιότητα της εσωτερικής ειρήνης και της ψυχικής γαλήνης: Η ειρήνη του κόσμου συνάπτεται μερικές φορές και για κακό σκοπό. Η ειρήνη όμως του Χριστού δεν μας παρακινεί να ειρηνεύουμε μόνο προς τους άλλους, αλλά και προς τους εαυτούς μας (Αμμώνιος Αλεξανδρηνός, PG 85, 1492D).

Η ειρήνη αποτελεί την κορυφή της πυραμίδας των ευλογιών· χαρακτηρίζεται από ηρεμία και αταραξία του λογικού. Έτσι ο άνθρωπος που εχει ειρήνη είναι φανερός από' τον ήπιο χαρακτήρα του. Αυτός όμως που πολεμάται από τα πάθη του, δεν απόλαυσε ακόμα την ειρήνη που προέρχεται από το Θεό, την οποία ο Κύριος χάρισε στους Μαθητές Του (Ιω. ιδ΄ 27) και η οποία, «όντας πάνω από τις δυνατότητες οποιοσδήποτε νου» (Φιλιπ. δ' 7) θα φρουρεί τις ψυχές αυτών που αξίζουν. Αυτή την ειρήνη εύχεται και ο Απόστολος στις Εκκλησίες, όταν λέγει: «Ας πλεονάσει σε σας η χάρη και η ειρήνη» (Α' Πέτρ. α΄ 2) (Μ. Βασίλειος, ΒΕΠ 52, 54, 1).

«Ζήτησε την ειρήνη και επιδίωξε την» (Ψαλμ. λγ' 15). Αυτήν εννοούσε ο Κύριος, όταν έλεγε: «Σας αφήνω ειρήνη. Τη δική μου αληθινή ειρήνη σας δίνω, Δεν σας παρέχω εγώ ειρήνη σαν αυτή που δίνει ο κόσμος». (Ιω· ιδ' 27). Αναζητησε λοιπόν την ειρήνη του Κυρίου και προσπάθησε να την απολαύσεις. Κι αυτό δε θα το κατορθώσεις, παρά «προχωρώντας προς το σκοπό σου, δηλαδή το βραβείο που υπόσχεται η πρόσκληση στον ουρανό» (Φιλιπ. γ' 14)]. Διότι εκεί βρίσκεται η αληθινή ειρήνη. Όσο καιρό είμαστε δεμένοι με τις σαρκικές επιθυμίες, βρισκόμαστε στον ίδιο ζυγό μ' αυτά που μας ταράζουν. Ζήτησε λοιπόν την ειρήνη, την εξαφάνιση των θορύβων της κοσμικής ζωής. Απόκτησε γαληνεμένο νου και ήσυχη κι ατάραχη κατάσταση της ψυχής, έτσι που ούτε από τα πάθη να ταρακουνιέται, ούτε να κινδυνεύει να παρασυρθεί σε παραδοχή λάθος αντιλήψεων που οφείλονται στην ελκυστικότητά τους. Έτσι θα έχεις φρουρό στην καρδιά σου την ειρήνη του Θεού, την οποία «δεν μπορεί να κατανοήσει κανένας νους» (Φιλιπ. δ΄ 7). Εκείνος που ζητά την ειρήνη, το Χριστό ζητά, διότι Αυτός «είναι η ειρήνη» (Εφεσ. β' 14). «Αυτός δημιούργησε από τους Ιουδαίους και τους εθνικούς ένα νέο άνθρωπο και έφερε έτσι ειρήνη» (Εφεσ. β' 15)]. «Αυτός ειρηνοποίησε με το αίμα της σταυρικής Του θυσίας είτε τους αγγέλους με όλους μας, είτε τους ανθρώπους μεταξύ τους και με το Θεό» (Κολ. α΄ 20) (Μ. Βασίλειος, ΒΕΠ 52, 87, 3).

Ο Απ. Παύλος επιθυμεί να καταπαύσουν οι πόλεμοι και οι μάχες και οι ταραχές, και γι' αυτό προτρέπει τους κληρικούς να προσεύχονται για τους ηγεμόνες και τους άρχοντες (πρβλ. Α΄ Τιμ. β' 2). Αυτό βέβαια πρέπει πολύ περισσότερο να το τηρούν οι λαϊκοί. Υπάρχουν τρία είδη πολέμων και είναι φοβερά. Ένας είναι ο κοινός πόλεμος, όταν οι στρατιώτες μας πολεμούνται. από τους εχθρούς. Δεύτερος, όταν, ενώ επικρατεί εξωτερική ειρήνη, εμείς πολεμούμε μεταξύ μας. Και τρίτος, όταν ο καθένας πολεμά τον εαυτό του. Αυτός ο τελευταίος είναι ο φοβερότερος. Διότι ο πόλεμος των εξωτερικών εχθρών δεν μπορεί να μας βλάψει σε πράγματα ουσίας. Γίνονται βέβαια σφαγές και σκοτωμοί, αλλά δε βλάφτει αναπόφευκτα την ψυχή. Ούτε όμως κι ο δεύτερος πόλεμος μπορεί να μας ζημιώσει σε τίποτα, αν εμείς δε θέλουμε. Διότι ακόμα κι όταν οι άλλοι μας πολεμούν, εμείς έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε ειρηνικοί. ’κούσε τι λέγει ο προφήτης Δαβίδ: «Με συκοφαντούσαν, αντί να με αγαπούν, εγώ όμως προσευχόμουν γι' αυτούς» (Ψαλμ. ρη΄ 4) κι ακόμα: «Ήμουν ειρηνικός μ' αυτούς που μισούν την ειρήνη και όταν συνομιλούσα μ' αυτούς με πολεμούσαν χωρίς λόγο» (Ψαλμ. ριθ' 7). Από τον τρίτο όμως πόλεμο δεν μπορείς να ξεφύγεις χωρίς απώλειες. Διότι όταν μάχεται το σώμα την ψυχή, και υποδαυλίζει φοβερές έπιθυμίες, και οπλίζει τις σαρκικές ηδονές, την οργή και το φθόνο, δεν είναι δυνατόν να συμμετάσχουμε στα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί ο Θεός, αν δεν πάψει ο πόλεμος αυτός, αλλά αναγκαστικά εκείνος, που δεν καταστέλλει την ταραχή αυτή, θα πέσει και θα δεχθεί τραύματα, τα οποία προκαλούν το θάνατο, που οδηγεί στην κόλαση. Πρέπει λοιπόν κάθε μέρα να μεριμνούμε και να φροντίζουμε πολύ, ώστε ούτε να φουντώνει μέσα μας αυτός ο πόλεμος, ούτε, όταν εμφανιστεί, να παραμένει, αλλά να καταστέλλεται και να ησυχάζει. Διότι τι το όφελος, η μεν οικουμένη να απολαμβάνει βαθειά ειρήνη, κι εκείνη ακριβώς την περιόδο εσύ ο ίδιος να πολεμάς τον εαυτό σου; Την ειρήνη αυτή λοιπόν πρέπει να έχουμε. Και όταν την έχουμε, τίποτα από τα εξωτερικά δεν μπορεί να μας βλάψει. Σ' αυτή βέβαια την ειρήνη συμβάλλει πολύ και η εξωτερική ειρήνη. Γι' αυτό ο Απ. Παύλος λέγει (αιτιολογώντας την προτροπή για προσευχή υπέρ των αρχόντων, που αναφέραμε στην αρχή): «Για να ζούμε βίο ήρεμο και ήσυχο» (Α' Τιμ. β' 2) (Ιω. Χρυσόστομος, PG 62, 533).

«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. ε΄ 9). Ειρηνοποιός είναι αυτός που παρέχει την ειρήνη στον άλλο. Δε θα μπορούσε βέβαια κάποιος να δώσει στον άλλο κάτι που ο ίδιος δεν έχει. Γι' αυτό ο Θεός θέλει να είσαι πρώτα έσύ γεμάτος από τις ευεργεσίες της ειρήνης και κατόπιν να τις σκορπίζεις σ' εκείνους που δεν έχουν αυτό το απόκτημα. Ας δούμε όμως καταρχήν τι είναι ειρήνη. Τι άλλο από την αγαπητική σχέση προς τους συνανθρώπους μας; Και τι θεωρείται αντίθετο προς την αγάπη; Το μίσος, η οργή, ο θυμός, ο φθόνος, η μνησικακία, η υποκρισία, οι πολεμικές καταστροφές. Βλέπεις από πόσες και ποιές αρρώστειες μας θεραπεύει αυτό που εκφράζεται με μία λέξη, δηλ. η ειρήνη; Αυτή μπορεί να αντιπαραταχθεί μόνη της εξίσου καλά σε καθένα από τα παραπάνω κακά, και με την παρουσία της να το αφανίσει. Διότι όπως, όταν κυριαρχήσει η υγεία, εξαφανίζεται η ασθένεια, και όταν εμφανισθεί το φως, δεν παραμένει το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατείλει η ειρήνη, διαλύονται όλα τα πάθη που σπέρνει ο εχθρός (Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1284 Α).

Αφού αποκαλείται «παιδί του Θεού» (Ματθ. ε' 9) αυτός που ειρηνοποιεί απλώς, πόσο πιο ταιριαστή δεν είναι αυτή η προσωνυμία σ' εκείνον που επιπλέον δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους με φιλία; Αφού ονομάζεται παιδί του Θεού αυτός που συμβιβάζει μόνο, φαντάζεστε τι αξία αποκτά εκείνος που συνδέει κιόλας με δεσμούς φιλίας αυτούς που ήδη έχουν συμβιβαστεί; Αυτό ας είναι το «επάγγελμά» μας, το να συμφιλιώνουμε δηλαδή μεταξύ τους τους εχθρούς, και εκείνους που δεν είναι μεν εχθροί, αλλα ούτε και φίλοι, κι αυτούς ας τους φιλιώνουμε, και πριν απ' όλα, εμάς τους ίδιους με τους εαυτούς μας. Διότι όπως ακριβώς δε γίνεται πιστευτός, όταν προσπαθεί να συμβιβάσει τους άλλους, εκείνος που διατηρεί έχθρα στο δικό του σπίτι και βρίσκεται σε διαμάχη με τη σύζυγό του, αλλά του λένε: «Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου» (Λουκ. δ΄ 23)\ έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση της έχθρας με τον εαυτό μας. Τι είναι όμως αυτή η έχθρα; Είναι η έχθρα της ψυχής προς τις σαρκικές επιθυμίες, η έχθρα της κακίας προς την αρετή. Αυτή την έχθρα ας εξαφανίσουμε, αυτό τον πόλεμο ας καταργήσουμε, οπότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε στους άλλους θαρρετά και έχοντας ειρήνη, χωρίς να μας κατηγορεί η συνείδησή μας. Διαρκώς πολεμά μέσα μας ο θυμός την πραότητα, η φιλοχρηματία την περιφρόνηση των χρημάτων, ο φθόνος την καλή καρδιά. Ας καταπαύσουμε αυτό τον πόλεμο, ας κατατροπώσουμε αυτούς τους εχθρούς, ας δώσουμε τη νίκη στις αρετές, ας ειρηνεύσουμε την πόλη μας, δηλαδή τον εσωτερικό μας κόσμο (Ιω. Χρυσόστομος, PG 60, 266).

«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. ε΄ 9), δηλαδή αυτοί που κάνουν να βασιλεύσει η ειρήνη πρώτα μέσα στην καρδιά τους και ύστερα ανάμεσα στους αδελφούς που βρίσκονται σε διχόνοια. Διότι τι ωφελεί να επιτυγχάνεις την ειρήνη ανάμεσα στους άλλους και στην καρδιά σου μέσα να μαίνεται ο πόλεμος των παθών; (Ιερώνυμος, SC 242, 107)

—Επειδή έχει γραφτεί «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. ε' 9), διερωτώμαι αν είναι ωφέλιμο να φροντίζουμε για την ειρήνη όλων.

— Είναι ώφελιμότερο να ειρηνεύει κάποιος την καρδιά που. Αυτό αφορά τον καθένα και ευτυχισμένος είναι εκείνος που το πράττει. Η ειρήνευση όμως όσων βρίσκονται σε διαμάχες, δεν είναι έργο του καθενός, αλλά εκείνων που μπορούν να το επιτύχουν χωρίς βλάβη του εσωτερικού τους (Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, ερώτ. χοη΄).

Σε αντίθεση με τη λανθασμένη αντίληψη πολλών ότι κάθε ειρήνη είναι καλή, ή ότι κάθε διάσταση είναι κακή, ή ακόμη ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να οργίζονται, οι Πατέρες φωτισμένοι από το ’γιο Πνεύμα κάνουν σωτήριους διαχωρισμούς και δέχονται ότι επιθυμητή και επιδιωκόμενη ειρήνη π ρέπει να είναι αυτή που συνοδεύεται από τη δικαιοσύνη και την αρετή . Όπου δεν υπάρχουν τα στοιχεία αυτά, είτε σε ατομικό είτε σε γενικότερο επίπεδο, επιβάλλεται και η διάσταση και η δίκαιη οργή, χωρίς εχθρότητα όμως προς τους ανθρώπους , α λλά με πόλεμο μόνο των λανθασμένων αντιλήψεων τους . Ο ύτε η διαφωνία σε θέματα τακτικής αποτελεί πάντοτε αμ άρτημα για τους Χριστιανούς.

Μη νομίσει κανείς ότι προτείνω να αγαπάμε κάθε ειρήνη. Διότι όπως γνωρίζω άριστη διχόνοια, έτσι γνωρίζω και βλαβερότατη ομόνοια. Όταν μιλάω για ειρήνη, εννοώ τη σωστή, κι αυτή που κατατείνει σε καλό σκοπό, και μας ενώνει με το θεό. Αν τώρα πρέπει να μιλήσω με λίγα λόγια γι' αυτό το θέμα, νομίζω ότι δεν είναι ωφέλιμο ούτε το οκνηρότερο απ' ό,τι αρμόζει στο μέτρο, ούτε το ορμητικότερο. Όταν δηλαδή, ή για ευκολία σου συμφωνείς με όλους ή εξαιτίας της ακαταστασίας σου χωρίζεσαι από όλους. Διότι, παρόμοια, ούτε η οκνηρία οδηγεί πουθενά, ούτε η άτακτη κινητικότητα φέρνει σε κοινωνία. Όπου μεν είναι ολοφάνερη η ασέβεια, πρέπει να προτιμούμε καλύτερα τη φωτιά και το μαχαίρι και τις κρίσιμες περιστάσεις και τα χέρια των τυράννων και όλα μαζί τα παρεμφερή, από το να μετέχουμε στο αμαρτωλό προζύμι και να συμφωνούμε μ' αυτούς που νοσούν στην πίστη. Τίποτα απ' όλα δεν πρέπει να φοβούμαστε τόσο, όσο το να φοβούμαστε κάτι πιο πολύ από το Θεό, και γι' αυτό να προδίδουμε, εμείς που υπηρετούμε την αλήθεια, τις υποσχέσεις μας για διαφύλαξη της πίστεως και της αλήθειας. Όπου όμως αυτό που προξενεί λύπη είναι μια απλή υποψία ή ενας φόβος αξεδιάλυτος, σ' αυτή την περίπτωση είναι προτιμότερη η υπομονή από την ταχύτητα, και η συγκατάβαση από τη σκληρότητα και πολύ καλύτερο και ωφελιμότερο το να παραμένουμε στο κοινό σώμα της Εκκλησίας και να αλληλοοικοδομούμαστε σαν μέλη, ο ένας του αλλουνού, παρά να διατάζουμε με εντολές, σαν τύραννοι και όχι σαν αδελφοί, τη διόρθωση των άλλων, έχοντάς τους από προηγουμένως καταδικάσει με την απομάκρυνση και έχοντας τραυματίσει με το χωρισμό τη δική μας αξιοπιστία (Γρηγόριος θεολόγος, ΒΕΠ 59, 21, 34);

Είναι προτιμότερος ο αξιέπαινος πόλεμος, από την ειρήνη που μας χωρίζει από το Θεό. Για το λόγο αυτό, το ’γιο Πνεύμα οπλίζει τον πράο ώστε να γίνει μαχητής («ο πραυς έστω μαχητής». Ιωήλ δ' 11), διότι αυτός πραγματικά γνωρίζει να πολεμά σωστά (Γρηγόριος θεολόγος, BEII 58, 274, 7).

Χίλιες φορές είναι καλύτερη η διάσταση που γίνεται για λόγους ευσεβείας, από την ομόνοια, όταν αυτή συνδέεται με πάθη (Γρηγόριος Θεολόγος, ΒΕΠ 59, 17, 5).

Υπάρχει και πόλεμος θεμιτός, και ειρήνη φοβερότερη από κάθε αδιάλλακτη μάχη. Τέτοια ειρήνη είναι π.χ. εκείνη που υπαινίσσεται το: «ένοιωσα βρασμό ψυχής για τους παράνομους και δυσσεβείς, βλέποντας την ειρήνη και την ευημερία των αμαρτωλών αυτών» (Ψαλμ. οβ' 3) . Διότι και οι ληστές συμμαχούν μεταξύ τους και εξοπλίζονται εναντίον εκείνων που δεν βλάφτουν σε τίποτα. Και οι λύκοι συνέρχονται σε αγέλη, όταν θέλουν να κατασπαράξουν. Και ο μοιχός βρίσκεται σε ειρήνη μ' αυτήν που μοιχεύει, όπως κι ο πόρνος με τη φιλενάδα του. Μη νομίζεις λοιπόν ότι η ειρήνη είναι παντού καλό πράγμα, διότι πολλές φορές είναι χειρότερη από κάθε πόλεμο. Όποιος για παράδειγμα έχει ειρηνικές σχέσεις μ' εκείνους που αφρίζουν ενάντια στη Θεία Πρόνοια, και συμβιβάζεται με τους αχρείους που καιροφυλαχτούν και διαφθείρουν τα χρηστά ήθη, αυτός στην πραγματικότητα βρίσκεται πολύ μακρυά από την περιοχή της ειρήνης. Για τους λόγους αυτούς έλεγε και ο Απ. Παύλος: «Αν είναι δυνατόν, με όλους τους ανθρώπους να ειρηνεύετε, όσο εξαρτάται από σας» (Ρωμ. ιβ' 18). Διότι ήξερε πολύ καλά, ότι μερικές φορές δεν είναι δυνατόν αυτό (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, PG 78, 1088 C ).

«Μη νομίσετε ότι ήρθα να φέρω ειρήνη στη γη· δεν ήρθα να φέρω ειρήνη αλλά μαχαίρι» (Ματθ. ι΄ 34) . Ένας καλός πόλεμος παρεμβλήθηκε για να διακόψει μια κακή ειρήνη (Ιερώνυμος, SC 242, 207)\

«Δεν ήρθα να φέρω ειρήνη αλλά μαχαίρι» (Ματθ. ι΄ 34) λέει ο Χριστός. Τότε πως παραγγέλλει στους Μαθητές, όταν μπαίνουν στα σπίτια, να εύχονται: «Ας έλθει ειρήνη στο σπίτι αυτό»; (Ματθ. ι΄ 12). Και πως οι άγγελοι έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη»; (Λουκ. β' 14). Πως, ακόμα, όλοι οι προφήτες ευαγγελιζόντουσαν αυτό το πράγμα; Διότι πραγματική είρήνη βασιλεύει, όταν το άρρωστο τμήμα αποκόπτεται, όταν το κομμάτι, που προκαλεί διχόνοιες, αποχωρίζεται. Μόνο έτσι ήταν δυνατόν να συμφιλιωθεί ο ούρανός με την γη. Με τον ίδιο τρόπο και ο γιατρός θεραπεύει το υπόλοιπο σώμα, όταν δηλαδή αφαιρέσει το ανίατο τμήμα. Και ο στρατηγός παρόμοια πράττει, όταν διαχωρίσει αυτούς που συνασπίζονται με κακό σκοπό. Το ίδιο συνέβη και στον Πύργο της Βαβέλ (Γεν. ια΄) . Την επιβλαβή ειρήνη κατέλυσε η ωφέλιμη διαφωνία και γεννήθηκε έτσι πραγματική ειρήνη. Την ίδια τακτική ακολούθησε κι ο Παύλος και διαίρεσε τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους, που είχαν συμμαχήσει εναντίον του (Πραξ. κεφ. κγ'). Στην περίπτωση, τέλος, του Ναβουθαί (Γ' Βασ. κεφ. κ')] η συμφωνία μεταξύ του Αχαάβ και της Ιεζάβελ κατέληξε να είναι χειρότερη από κάθε πόλεμο. Δεν είναι λοιπόν παντού καλό πράγμα η ομόνοια, διότι και οι ληστές συμφωνούν μεταξύ τους. Ο πόλεμος βέβαια δεν είναι πρόθεση του Χριστού, αλλά συνέπεια της κακής γνώμης των ανθρώπων. Διότι Αυτός ήθελε να ομονοούν όλοι στο θέμα της ευσέβειας, επειδή όμως εκείνοι διχογνωμοΰν, εμφανίζεται ο πόλεμος. Δεν το λέει όμως έτσι, αλλά πως; «Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη», θέλοντας έτσι να προετοιμάσει τους Μαθητές γι' αυτά που θα συναντούσαν. Μη νομίσετε, σαν να τους λέει, ότιεσείς είστε αίτιοι της διχόνοιας. Όχι! Εγώ τα προκαλώ αυτά, επειδή αυτοί έχουν μοχθηρή διάθεση. Μην τα χάσετε, λοιπόν, όταν συναντήσετε καταστάσεις κατατρεγμού και διωγμών. Γι' αυτό ήρθα, για να προξενήσω διχόνοια. Αυτό θέλω. Μην ταραχθείτε, επομένως, όταν δείτε τη γη να έχει πολλές εστίες τέτοιων πολέμων, και σας περάσει από το νου η ιδέα ότι πρόκειται να καταστραφεί. Μόνο όταν αποκοπεί το χειρότερο κομμάτι, τότε ενώνεται ο ουρανός με το καλύτερο. Όλα, λοιπόν, αυτά τα λέγει προαλείφοντάς τους για την κακογνωμία των άλλων. Και δε συμπλήρωσε απλά, «Πόλεμο», αλλά «Μαχαίρι» που είναι ακόμα πιο βαρύ. Μην απορείς, όμως, που αυτά λέγονται πιο απότομα και με αυστηρές λέξεις. Μίλησε έτσι, διότι ήθελε να γυμνάσει την ακοή τους με τη σκληρότητα των λέξεων, για να μην τα εγκαταλείψουν όλα στις δύσκολες περιστάσεις, που θα συναντούσαν αργότερα. Για να μην πει κάποιος, ότι έπεισε τους Μαθητές κολακεύοντάς τους και αποκρύπτοντας τις δυσχέρειες, γι' αυτό εκφράζει και τις δυσκολίες απότομα και δυσβάστακτα. Διότι είναι καλύτερα να βλέπεις τη γαλήνη στα πράγματα, παρά στις λέξεις. Για το λόγο αυτό, δεν αρκέστηκε μόνο σ' αυτά, αλλά αποκαλύπτοντας και τη μορφή του πολέμου τούτου, τον εμφανίζει χειρότερο και από έμφύλιο, και λέει: «Ήρθα για να χωρίσω τον (πιστό) άνθρωπο από τον (άπιστο και πωρωμένο) πατέρα του, και τη θυγατέρα από τη μητέρα της, και τη νύφη από την πεθερά της» (Ματθ. ι΄ 35). Διότι όχι μόνο οι φίλοι, όχι μόνο οι συμπολίτες, άλλά και οι συγγενείς θα σταθούν αντιμέτωποι, και η ανθρωπότητα θα χωριστεί στα δύο. Και ο πόλεμος αυτός δε γίνεται απλώς με τους οικείους, αλλά με τους πιο αγαπητούς απ' αυτούς και μ' εκείνους που τους έχουμε πιο πολύ ανάγκη.

Αυτό ακριβώς δείχνει και τη δύναμη του Χριστού, διότι μολονότι άκουγαν οι Μαθητές για τις δυσκολίες, ενστερνιζόντουσαν και οι ίδιοι τα λόγια Του, και έπειθαν και άλλους να τα ασπάζονται. Βέβαια, για τη διχόνοια, δεν είναι αίτιος Αυτός, αλλά η πονηρία των ανθρώπων. Όμως λέει ότι την προκαλεί ο ίδιος, διότι αυτός ο τρόπος συνηθίζεται στη Γραφή. Πραγματικά αναφέρει αλλού η Γραφή: «Έδωσε σ' αυτούς ο Θεός οφθαλμούς, που δεν τους βοηθούν να δουν» (Ρωμ. ια΄ 8)]. Παρόμοια μιλά κι εδώ, για να μην ταράζονται, όταν θα κακολογούνται και θα υβρίζονται, αφού θα έχουν συνειδητοποιήσει τα λόγια αυτά. Αν τώρα μερικοί θεωρούν σκληρά, όσα αφορούν τη διχόνοια, ας θυμηθούν κάποια παληά ιστορία, που συνέβη στους αρχαίους χρόνους και που δείχνει πραγματικά την Παλαιά Διαθήκη συγγενική με την Καινή και ότι Αυτός που μιλά εδώ (στην Καινή)] είναι ο ίδιος μ' Εκείνον, που έδωσε και την Παλαιά. Επέτρεψε λοιπόν κάποτε στους Ιουδαίους την φαινομενική οργή, και έτσι μερικοί σκότωσαν τους συμπατριώτες τους. Αυτό συνέβη και όταν έφτιαξαν και λάτρεψαν το Χρυσό Μοσχάρι (Έξοδ. λβ΄ 27-28)] και όταν έλαβαν μέρος στις ειδωλολατρικές τελετές του Βεελφεγώρ (Αριθ. κε΄ 49)]. Που είναι τώρα εκείνοι που λένε ότι ο Θεός της Π.Δ. είναι κακός, ενώ ο Θεός της Κ.Δ. είναι καλός; (Ένας και μάλιστα αμετάβλητος είναι ο Θεός και των δύο). Να που και ο Θεός της Κ.Δ. (όπως θέλουν να Τον διαχωρίζουν) πλημμύρισε την οικουμένη με συγγενικά αίματα. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι και αυτό είναι δείγμα της πολλής αγάπης, που έχει προς τον άνθρωπο (αλλά όχι και προς την αμαρτία του) (Ιω. Χρυσόστομος, PG 57, 405).

Η δικαιοσύνη και η ειρήνη είναι σαν συνώνυμα (Κλήμης Αλεξανδρείας, ΒΕΠ 8, 105, 7).

Όταν έρθει η ειρήνη, δεν εμφανίζεται μόνη της, ούτε ανέχεται να προσέλθει μόνη της, αλλά παίρνει μαζί και την αδελφή της, τη δικαιοσύνη. Πρόσεξε αυτό που λέγει ο προφήτης Δαβίδ: «θα βλαστήσει στις μέρες του Μεσαία δικαιοσύνη και μεγάλη ειρήνη» (Ψαλμ. οα΄ 7). Παρουσιάζοντάς τις πάλι να συνοδεύει, κατά τη γνώμη μου, η μία την άλλη, λέγει: «Το έλεος του Θεού συνάντησε την αλήθειά Του. Η δικαιοσύνη Του και η ειρήνη Του μας ασπάσθηκαν» (Ψαλμ. πδ' 11) . Πραγματικά, τι αξίζει περισσότερο από την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, σ' αυτούς που ηγεμονεύουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, σ' αυτούς που διοικούν κατά τη βούληση του Χριστού; Αυτό το πράγμα, φίλοι του Χριστού, γίνεται ολοφάνερο από την προφητική φωνή. Διότι, ακούσε τι λέγει ο Θεός: «θα σου δώσω άρχοντες, που θα κατευθύνουν τη χώρα σε ειρήνη, και αρχηγούς, που θα κρίνουν με δικαιοσύνη» (Ησ. ξ΄ 17) (Σεβηριανός Γαβάλων, ΑΙΣ, I, 23, 21).

«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. ε' 9) . Εδώ δεν απορρίπτει μόνο το να εχουμε εμείς διχόνοια και μίσος ο ένας προς τον άλλο, αλλά ζητά και κάτι παραπάνω: να συμφιλιώνουμε και τους άλλους, όταν έχουν μεταξύ τους έχθρα. Και προκηρύσσει πνευματικό έπαθλο. Ποιό είναι αυτό; Ότι οι ειρηνοποιοί «θα ονομασθούν παιδιά του Θεού» (Ματθ. ε΄ 9). Διότι έργο και του Μονογενούς Υιού του Θεού υπήρξε το να συμφιλιώσει αυτούς που βρισκόντουσαν σε διάσταση και να συμβιβάσει εκείνους που μαχόντουσαν. Υστερα, για να μη νομίσεις ότι η ειρήνη είναι καλή σε όλες τις .περιπτώσεις, πρόσθεσε: «Μακάριοι και πανευτυχείς είναι εκείνοι που έχουν διωχθεί για τη δικαιοσύνη τους» (Ματθ. ε΄ 10), δηλαδή για την αρετή τους, για την υπεράσπιση των άλλων, για την ευσέβεια. Πραγματικά «Δικαιοσύνη» σημαίνει συνήθως «το σύνολο των αρετών της ψυχής» (Ιω. Χρυσόστομος, PG 57, 228).

Εάν επικρατήσει η ειρήνη, θα βασιλεύσει και η αγάπη. Και αν η αγάπη κυριαρχήσει, τότε και η ειρήνη θα εδραιωθεί (Ιω. Χρυσόστομος, PG 62, 174).

Εκείνος που βάζει το δίκηο πάνω απ' την αδικία, και την τάξη πάνω απ' την αταξία, αυτός θεωρεί ανάξια του ονόματός της τη δήθεν ειρήνη των κακών σε σύγκριση με την ειρήνη των καλών ανθρώπων (Αυγουστίνος, ΠΘ, Βιβλίο ιθ', κεφ. ιβ')'.

Υιοθετώ και εγώ τη θέση του Σολομώντα, που καθορίζει καιρό για το κάθε πράγμα (Εκκλ. γ΄ 1), και την εφαρμόζω και στην περίπτωση του πολέμου και της ειρήνης. Προσθέτω όμως τούτο, ότι πρέπει να προσέχουμε για το χρόνο του καθενός απ' αυτά, επειδή μερικές φορές επιτρέπεται και επιβάλλεται ακόμα και να πολεμάει κάποιος, σωστά όμως, σύμφωνα δηλαδή με το νόμο και το λόγο του Θεού. Όσο μπορούμε όμως, προς την ειρήνη περισσότερο να στρεφόμαστε, διότι αυτό είναι και υψηλότερο και θείο. Είναι παράλογο, ενώ γνωρίζουμε τι ευτυχία αναμένει τους ειρηνοποιούς, μια και μόνο αυτοί, από τις τάξεις εκείνων που πρόκειται να σωθούν, αποκαλούνται παιδιά του Θεού (Ματθ. ε΄ 9), να διατηρούμε την εχθρότητα και να νομίζουμε παράλληλα, ότι κάνουμε κάτι αρεστό στο Θεό, ο οποίος σταυρώθηκε για μας, με σκοπό να μας ειρηνεύσει με τον εαυτό Του και να εξαλείψει τον πόλεμο που φωλιάζει μέσα μας. Ας μην έχουμε καθόλου, αδελφοί μου, τέτοιες ανόητες αντιλήψεις. Ας ντραπούμε το δώρο του Ειρηνοποιού (Εφ. β' 14), την ειρήνη, την οποία μας άφησε σαν εξιτήριο (Ιω. ιδ΄ 27) όταν επρόκειτο να πορευθεί προς τη σταύρωση. Ένα πόλεμο ας διεξάγουμε, τον πόλεμο εναντίον του διαβόλου (Γρηγόριος θεολόγος, BEII 59, 173, 10).

«Αν είναι δυνατόν, με όλους τους ανθρώπους να ειρηνεύετε, όσο εξαρτάται από σας» (Ρωμ. ιβ' 18)'. «Αν είναι δυνατόν, και, όσο εξαρτάται από σας» τονίζει. Διότι μερικές φορές δεν είναι δυνατόν. Όπως π.χ., όταν η υπόθεση αφορά την πίστη στο Θεό, ή όταν ο αγώνας γίνεται γι' αυτούς που αδικούνται. Αυτό τώρα που λέγει ο Απ. Παύλος, σημαίνει το εξής: Από μέρους σου να εκτελείς το καθήκον της ειρήνης, και να μη δίνεις σε κανέναν αφορμή πολέμου και διαμάχης, ούτε σε Ιουδαίο ούτε σε Έλληνα (δηλαδή σε κανέναν άνθρωπο). Αν όμως δεις κάπου να κακοποιείται η ευσέβεια, τότε μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά στάσου αντιμέτωπος στο κακό με γενναιότητα, μέχρι θανάτου. Ακόμα όμως και στην περίπτωση αυτή, να μην κάνεις πεδίο μάχης την ψυχή σου, ούτε να αποστρέφεσαι με το νου σου τους ανθρώπους, αλλά να καταπολεμάς τις λανθασμένες αντιλήψεις. Αυτή είναι η σημασία του «όσο έξαρτάται από σας, ειρηνεύετε με όλους τους ανθρώπους». Και αν ο άλλος δεν ειρηνεύει με σένα, εσύ να μη γεμίσεις με ταραχή την ψυχή σου, αλλά να είσαι κατά τη διάθεση, όπως είπα, φίλος του, (δηλ. να τον αγαπάς, τον ίδιο, πραγματικά) χωρίς όμως να προδίδεις πουθενά την αλήθεια (Ιω. Χρυσόστομος, PG 60, 611) .
Υπάρχει και η περίπτωση της δίκαιης οργής. Διότι και ο ΙΙαυλος οργίστηκε με τον Ελύμα (Πραξ. ιγ' 1011) και ο Πέτρος με τη Σάπφειρα (Πραξ. ε΄ 9). Δεν θα τόλεγα όμως αυτό όργή, αλλά αρετή και φροντίδα και τακτοποίηση. Οργιζεται και ο πατέρας με το παιδί του, αλλά από αγάπη. Ενώ εκείνος που εκδικείται, οργίζεται αμαρτωλά. Εκείνος πάντως που διορθώνει πραγματικά τους άλλους, είναι πιο πράος απ' όλους. Και ο Θεός, όταν λέγεται ότι οργίζεται, δεν οργίζεται από εκδίκηση, αλλά επειδή θέλει να διορθώσει εμάς. Αυτόν λοιπόν ας μιμούμαστε κι εμείς. Είναι θεάρεστο να συμπεριφερόμαστε έτσι, ενώ η αντίθετη τακτική δεν είναι αγαπητή στο Θεό. Ας μην οργιζόμαστε λοιπόν όποτε τύχει. Η οργή τοποθετήθηκε μέσα μας, όχι για να αμαρτάνουμε, αλλά για να εμποδίζουμε άλλους που αμαρτάνουν. Όχι για να μας γίνει πάθος και αρρώστεια, αλλά φάρμακο των παθών. Φαντάσου τώρα τι φοβερό κακό συμβαίνει, όταν το φάρμακο γίνει δηλητήριο, όταν εκείνο, με το οποίο θα έπρεπε να θεραπεύουμε τα τραύματα των άλλων, εμείς το χρησιμοποιούμε για να προξενούμε τραύματα. Όπως όταν κάποιος πάρει ένα μαχαίρι για να κόψει τα σάπια κομμάτια των άλλων, κι αντί γι' αυτό καταξεσχίζει τον εαυτό του προκαλώντας σ' όλο του το σώμα πληγές. Ή όταν ένας πλοίαρχος βυθίζει το σκάφος χρησιμοποιώντας το τιμόνι, με το όποίο ακριβώς θα έπρεπε να τιθασσεύει την ορμή των σφοδρών ανέμων. Κάτι. παρόμοιο είναι και η οργή: Όργανο χρήσιμο για να διεγείρει το κοιμισμένο είναι μας, για να δίνει νεύρο στην ψυχή, για να μας κάνει πιο ορμητικούς στην υπεράσπιση αυτών που αδικούνται, για να μας καθιστά τιμωρούς των δολίων. Γι' αυτό ακριβώς λέγει ο Απ. Παύλος: «Να οργίζεστε χωρίς να αμαρτάνετε» (Εφεσ. δ΄ 26).

Αν αυτό το πράγμα δεν ήταν κατορθωτό, δε θα το παράγγελνε. Διότι κανένας μυαλωμένος δεν προστάζει ακατόρθωτα πράγματα (Ιω. Χρυσόστομος, PG 55, 51).

«Ο Βαρνάβας σκέφτηκε να πάρει μαζί του και τον Ιωάννη που λεγόταν και Μάρκος. Ο Παύλος δμως έκρινε να μην πάρουν μαζύ τους εκείνον που είχε χωρισθεϊ άπ' αύτούς από την Παμφυλία, και οέν τους είχε ακολουθήσει στο έργο της ιεραποστολής. Προκλήθηκε λοιπόν μεγάλη διαφωνία, με αποτέλεσμα να χωρισθόΰν μεταξύ τους και να άποπλεύσει για την Κύπρο ο Βαρνάβας με τη συνοδεία τοΰ Μάρκου. Ο Παύλος δμως εκλέγοντας το Σίλα αναχώρησε, αφού τον έμπιστεύτηκαν οι Χριστιανοί στην προστασία τοΰ θεού. Και περιόδευε τη Συρία και την Κιλικία» (Πραξ. ιε' 3741)\ Μήπως, θα διερωτηθεϊ κάποιος, ήταν κακός ο Βαρνάβας; Καθόλου, και είναι πολύ ανόητο να το νομίζει κανείς. Και τούτο διότι πως θα μπορούσε να δικαιολογήσει το δτι έγινε κακός για τόσο ασήμαντο πράγμα; Δες, δτι πρώτα πρώτα δεν έγινε κανένα κακό με το να χωριστούν μεταξύ τους, αλλά πολύ μεγάλο καλό, άφοΰ έτσι βοήθησαν ολόκληρα έθνη. 'Υστερα, αν δεν συνέβαινε αύτό, δε θα έστεργε εύκολα ν' αφήσει δ ένας τον άλλο. Η διαφωνία δεν είναι κακή εδώ που έχουν διαφορετική γνώμη για τέτοια ζητήματα και μάλιστα με σοβαρές θέσεις. 'Αν βέβαια ο καθένας άπ' αύτούς διαφωνούσε ζητώντας το δικό του και την προβολή τοΰ έαυτού του, τότε σύμφωνοι' θα ήταν κακή η διαφωνία. Τώρα που, θέλοντας ο καθένας να παιδαγωγήσει και να διδάξει, πήραν διαφορετικούς δρόμους, τι κακό υπάρχει σ' αύτό; Μήπως δμως χώρισαν ως εχθροί; Καθόλου. Διότι βλέπουμε μετά άπ' αύτό να δέχεται ο Βαρνάβας πολλά έγκώμια άπό τον Παύλο στις Επιστολές (βλ. π.χ. Α' Κορ. θ' 6)'. Το κείμενο έξάλλου λέγει δτι προκλήθηκε μεγάλη διαφωνία' δχι εχθρα, ούτε φιλονεικία. Έγώ νομίζω ακόμα δτι ο [χωρισμός εγινε με πολλή σύνεση και δτι είπαν δ ένας προς τον άλλο: «Επειδή έγώ δε θέλω, και συ θέλεις, για να μη μαλώνουμε, ας χωρίσουμε τους τόπους». 'Αρα το έκαναν αύτό, επειδή κατά βάθος ήταν υποχωρητικοί 6 ενας στον άλλο (Ιω. Χρυσόστομος, PG 60, 245)\

Οι Πατέρες δέχονται ότι οι φόνοι κατά τη διάρκεια των δίκαιων πολέμων δεν υπάγονται στη γενική εντολή «Ου φονεύσεις»:

Γενικά, δεν επιτρέπεται ο φόνος. Το να φονεύει όμως κάποιος τους εχθρούς στον πόλεμο είναι και νόμιμο και αξιέπαινο. Για το λόγο αυτό και απολαμβάνουν μεγάλες τιμές αυτοί που αρίστευσαν στον πόλεμο και στήλες αναμνηστικές υψώνονται για να διακηρύσσουν τα κατορθώματά τους (Μ. Αθανάσιος, ΒΕΓΙ 33, 82, 30). Τους φόνους που διαπράττονται στη διάρκεια των πολέμων, οι Πατέρες της 'Εκκλησιας (κυρίως ο Μ. Αθανάσιος) δεν τους θεώρησαν φόνους, διότι ήθελαν, νομίζω, να φανούν σπλαχνικοί και να συγχωρήσουν αυτούς, που μάχονται για την αρετή και την ευσέβεια (Μ. Βασίλειος, ΒΕΠ 55, 208, 11).

Πραγματικά είσαι νικητής (απευθύνεται σε κάποιο Βίκτορα) και κατέχεις την πρώτη θέση σε όλα, άγαπητέ. Διότι νικώντας με τα όπλα τους εχθρούς, όσο ήταν δυνατόν, τους ξεπερνάς τώρα όλους και στην αρετή (Γρηγόριος Θεολόγος, ΒΕΠ 60, 283, 7).

Ο ίδιος ο Θεός που βρίζει ότι δεν επιτρέπεται ο φόνος του ανθρώπου (Έξοδ. κ΄ 15), εξαίρεσε ωρισμένες περιπτώσεις, είτε με νόμο που θέσπισε, είτε με εντολή που έδωσε μερικές φορές σε ωρισμένα πρόσωπα. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν έχει ευθύνη για το φόνο, το πρόσωπο που τον διέπραξε. Διότι υπάκουσε στην εντολή εκείνου, που το διέταξε. Το ίδιο συμβαίνει με τα ξίφη και τα εργαλεία. Οφείλουν την ενέργειά τους σ' εκεινον που τα μεταχειρίζεται. Για το λόγο αυτό δεν παρέβηκαν την εντολή «Ου φονεύσεις», εκείνοι που έκαναν πολέμους σύμφωνα με το θέλημα του Υψίστου, ή εκείνοι, που στην εξάσκηση των καθηκόντων τους τιμώρησαν με την ποινή του θανάτου τους κακούς, σύμφωνα με τους νόμους Του. Με μια δικαιότατη δηλαδή λογική τα παραπάνω πρόσωπα δεν παρέβηκαν καθόλου την εντολή «Ου φονεύσεις». Ο Αβραάμ όχι μόνο δεν κατηγορείται για τη σκληρότητά του, αλλ' απεναντίας επαινείται για την ευσέβειά του, διότι δέχτηκε να φονεύσει το παιδί του όχι από σκληροκαρδία αλλά από υπακοή στο Θεό (Γεν. κβ' 113). Επίσης δε δικαιολογούν το Σαμψών που φόνευσε τον εαυτό του μαζύ με τους εχθρούς (Κριτ. ιστ΄ 25-30). παρά μόνο με την παραδοχή ότι του είχε δώσει την εντολή αυτή κρυφά το Πνεύμα του Θεού, το οποίο έκανε θαύματα με όργανο το Σαμψών. Αν τώρα εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις των ανθρώπων αυτών, τους οποίους ένας γενικός δίκαιος νόμος, ή η ίδια η πηγή της δικαιοσύνης, ο Θεός, διέταξε να φονεύσουν μ' ένα ιδιόμορφο τρόπο, όποιος άλλος σκότωσε άνθρωπο, είτε με αυτοκτονία είτε με φόνο, είναι ένοχος ανθρωποκτονίας (Αυγουστίνος, ΠΘ, Βιβλίο Α', κεφ. κα΄).

Βίος και Πολιτεία π. Ιουστίνου Πόποβιτς


Αλεξίου Παναγόπουλου, Βίος και Πολιτεία π. Ιουστίνου Πόποβιτς,
Πάτρα 1995, εκδ. Διψώ, σελ. 61-67

 

Η εντρύφησή του στο χώρο της Δογματικής τον οδήγησε στην συγγραφή και εκδοσή αυτού του θαυμάσιου έργου, στο όποιο φαίνεται καθαρά η γνώση του στη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και της θεόπνευστης Θεολογίας των. Το τι σήμαιναν γι αυτόν οι ’γιοι Πατέρες και η δογματική τους Θεολογία το μαρτυρούν τα ακόλουθα λόγια του: Ορθοδοξία είναι η ορθή πίστη των αγίων. Αγιότητα είναι η ζωή εν Πνεύματι Αγίω και με το Πνεύμα το ’γιο. Δεν υπάρχει Ορθοδοξία εκτός των αγίων, υπεράνω της πνευματικότητας. Στον κόσμο της ανθρώπινης πραγματικότητας η αγιότητα είναι το μέτρο της ορθοδοξίας. Το μέτρο της αγιότητας είναι το μέτρο της ορθοδοξότητας. Ορθόδοξο είναι μόνο ό,τι προέρχεται από τους πνευματοφόρους αγίους, απ' τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Ορθόδοξη Θεολογία είναι μόνο η Ευαγγελική Θεολογία, γιατί προέρχεται από το ’γιο Πνεύμα, γιατί προέρχεται από τους πνευματοφόρους Απόστολους και τους Αγίους Πατέρες: Θεολογία εν Αγίω Πνεύματι... Η αληθινή, Ευαγγελική Θεολογία, υπάρχει μόνο με Πνεύμα ’γιο, αποκτά Αυτώ και πραγματοποιείται μόνο μέ Αυτό. Γι' αυτό για μας τους ορθόδοξους οι πνευματοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας είναι οι δίκαιοι θεολόγοι, οι μοναδικοί γνώστες των μυστηρίων της Θεολογίας, οι μοναδικοί διδάσκαλοι της αιώνιας άλήθειας του Τρισυπόστατου Θεού. Αυτοί είναι οι οδηγοί μας, αυτοί είναι οι διδάσκαλοι της ορθοδοξίας, αυτοί είναι οι σάλπιγγες του Αγίου Πνεύματος, αυτοί είναι οι μύστες της Αγίας Τριάδος, αυτοί είναι οι οφθαλμοί του Χριστού. Γι' όλα αυτά, αυτοί είναι το μέτρο και το κριτήριο κάθε ορθόδοξου, κάθε ευαγγελικού. Ό,τι δεν προέρχεται από αυτούς, ό,τι δεν υπάρχει στο πνεύμα αυτών, δεν είναι ορθόδοξο. Μόνο ό,τι είναι παραδεκτό απ' αυτούς, ο,τι αναφέρεται στην διδασκαλία τους, είναι ορθόδοξο, είναι ευαγγελικό, είναι αιώνιο. Η μελέτη των Αγίων Πατέρων είναι διδακτική για τον ορθόδοξο Θεολόγο. Στα έργα τους βαπτίζεται ωσάν σε ζωοποιό ύδωρ και πετά προς την αιώνιο ζωή. Η ψυχή ευφραίνεται, η αίσθηση γίνεται αθάνατη, ο λογισμός ενισχύεται και πετά στα καθάρια ύψη του αετού. Και αναπτύσσεται με όλες τις θείες αλήθειες, οι οποίες αποκτούνται με την αναζήτηση της Θείας Σοφίας ( Logosnost ). Η λέξη αυτή Logosnost , εισάγεται για πρώτη φορά από τον π. Ιουστίνο, εκφράζει μια βασική αλήθεια της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας. Το περιεχόμενο και το νόημά της είναι χριστολογικό. Η Logosnost , σημαίνει την υπό του Θεού Λόγου δύναμη και ενέργεια, την θεία σφραγίδα Του και την θεία Σοφία Του, που εναπέθεσε η δημιουργική παλάμη Του, σε όλη την κτίση, η οποία δι' Αυτού, του Λόγου, εγένετο (Ιωαν. 1, 3).

Από αγάπη προς τους Αγίους και την αγιοπατερική ορθόδοξη θεολογία, όταν ο π. Ιουστίνος διορίστηκε στην Εκκλησιαστική Σχολή του Karlovac, μαζί με τον ιερομόναχο Ειρηναίο Τσόρτσεβιτς προσπάθησαν να εισαγάγουν στην Σχολή το μάθημα της Αγιολογίας, ως υποχρεωτικό μάθημα (1). Γιατί από την αρχή ήταν αντίθετος με την σχολαστική και προτεσταντική θεολογία του ορθολογισμού καθώς και αυτού του τρόπου διαπαιδαγώγησης των νέων ψυχών. Για τον π. Ιουστίνο η ορθή χριστιανική διδασκαλία, πάντοτε ήταν συνδεδεμένη με την αγιότητα και τους αγίους, δηλαδή με την άσκηση και την ασκητικότητα: Αγιότητα είναι άσκηση, γι' αυτό και η παιδεία είναι άσκηση. Τα λόγια αυτά συνήθως τα έλεγε προς παρηγορία αυτών που μοχθούσαν για την απόκτηση της εκκλησιαστικής παιδείας, όμως και ο ίδιος δεν ήταν λίγες οι φορές που συναντούσε δυσκολίες και αδιαφορία άπό πολλούς. Όμως δεν αμφέβαλλε, πάντοτε την μέριμνά του εναπέθετε στον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό και στο έργο της σωτηρίας Του, του αγιασμού και της μεταμορφώσεως. Γι' αυτό έως και σήμερα έμεινε το ιδανικό πρότυπο μίμησης του διδασκάλου για τους μαθητές του, του πνευματικού γέροντα προς τα πνευματικά του τέκνα.

Ο π. Ιουστίνος δεν ήταν ο διδάσκαλος «εκ καθέδρας», αλλά πάνω απ' όλα ο ζωντανός και αληθινός μάρτυρας τοὒ Χριστού, γι' αυτό όλη η διδακτική ζωή του και το έργο του ήταν μια «καλή μαρτυρία», για τον Σωτήρα Χριστό, προς τον Οποίο καθοδηγούσε με παιδαγωγικό τρόπο τους μαθητές του. Πάμπολες είναι οι μαρτυρίες των μαθητών του, μια απ' αυτές αναφέρει: Η προσωπικότητα του παιδαγωγού μας, του π. Ιουστίνου, και ο τρόπος με τον οποίο μας εισήγαγε στα άδυτα του Ευαγγελίου, ήταν η αιτία που μας συνάρπασε και μας συνέδεσε μέ αυτόν. Το ωραιότερο και αξιότερο έργο του ήταν ότι μας δίδαξε να αγαπούμε τον Χριστό. Η αγάπη για τον Χριστό, καθαρή αμόλυντη, ήταν αυτή που μας συνένωνε με τον παιδαγωγό μας, ο οποίος για πολλούς από μας έγινε ο πνευματικός πατήρ. Γι' αυτό όλοι τον φωνάζαμε πατέρα Ιουστίνε.

Το παιδαγωγικό του έργο για τους μαθητές του, το θεωρούσε ως έργο για την αιώνια ζωή, γιατί όπως ο ίδιος έλεγε: «Οποιος δεν διδάσκει την αιώνιο ζωή, είναι ψεύτικος παιδαγωγός. Η παιδαγωγική του μέθοδος ήταν μόνο το Ευαγγέλιο και ο σκοπός πάλι ευαγγελικός: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ ύμών ο εν τοϊς ούρανοϊς τέλειος έστιν» (Ματ. 5, 48). Με την πνευματική έγρήγορση και την άδιάλειπτη προσευχή, δίδασκε στα παιδιά το ορθόδοξο βίωμα, την ζωή της άσκησης και των αρετών.

Δεν ήταν όλοι οι μαθητές του δεκτικοί στον παιδαγωγικό τρόπο της διδακτικής του, όμως ήταν σίγουροι ότι τους άγαποΰσε και προσευχόταν γι' αυτούς. Μια μελέτη του περί παιδαγωγίας (2), φανερώνει πραγματικά τι σήμαινε γι' αυτόν παιδαγωγία: Το να οδηγήσεις τον μαθητή σου στην πρακτική του Ευαγγελίου, είναι ο σκοπός του ορθόδοξου Θεολόγου παιδαγωγού. Αυτό και τίποτα άλλο. Όποιος θέτει άλλο σκοπό είναι Χριστομάχος. Ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς ήλθε σε αυτόν τον κόσμο, ταπεινωθείς εως θανάτου, για να γίνει τα πάντα εν πάσι. Όποιος έρχεται μακράν Αυτού, δίχως Αυτόν, είναι εναντίον Του, ως άφρων και ληστής. Η συνείδηση περί Αυτού ως μοναδικού και απερινοήτου Θεού και Κυρίου, ενυπάρχει σε κάθε αληθινή χριστιανική ψυχή. Αν η παιδαγωγική μέθοδος δεν οδηγεί προς Αυτόν, τότε αναμφισβήτητα οδηγεί, όχι στον Χριστό, αλλά στον Αντίχριστο. Η ορθόδοξη παιδαγωγία, προσπαθεί ώστε το Ευαγγέλιο του Σωτήρα να κερδίσει όλη την ψυχή του ανθρώπου, σε όλα τα μήκη και όλα τα πλάτη της, και κατ' αυτό τον τρόπο να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σε αιώνια ύπαρξη και σε θεάνθρωπο. Γι' αυτό η ορθόδοξη παιδαγωγία είναι μια πολύπλευρη προσωπική άσκηση. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί με την βία, ούτε μηχανικά. Απ' αρχής εως τέλους επαφίεται στην ελεύθερη βούληση, είναι προσωπικό έργο του ανθρώπου ως κατόχου και φορέα της ίδιας του της ψυχής. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχει αδιάκοπη πνευματική προσπάθεια, προσωπικός άγώνας. Η διαπαιδαγώγηση στο πνεύμα του Ευαγγελίου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ευαγγελική συνεργασία του παιδαγωγού και του παιδαγωγούμενου, και όλων εν Χριστώ. Σ' αυτό υπάρχει η χαρά και η βάσανος, η χαρά, γιατί ο άνθρωπος αγωνίζεται για την πραγμάτωση της αληθινής ευαγγελικής χαράς και βάσανος, γιατί είναι δύσκολο να δαμάσεις την ψυχή και ελεύθερα να άκολουθήσεις τις θείες ευαγγελικές έντολές... Αρχή της ευαγγελικής παιδαγωγίας του ανθρώπου, είναι να γίνει ο άμείλικτος κριτής προς τον ίδιο τον εαυτό του. Ευαγγελικός κριτής, που σημαίνει: Αδιαλείπτως και ακούραστα να κρίνει με γνώμονα το Ευαγγέλιο, κάθε λογισμό του, κάθε επιθυμία του, κάθε αίσθησή του, κάθε έργο του. Όλα αυτά θεόπνευστα έχουν εκφραστεί στα αγιοπατερικά λόγια: «Η αυτοκριτική είναι η αρχή της σωτηρίας».Ο Κύριος Ιησούς Χριστός έκανε φανερή τη πορεία του κόσμου μέσα από την προφητική του παραβολή περί του θερισμού και του σπόρου. Αυτή η παραβολή είχε εφαρμογή και στη πρακτική ζωή της Εκκλησιαστικής μας Σχολής. Η καλή γη καρποφορούσε τα εκατό ή τα εξήκοντα αλλά υπήρχαν και οι τριβόλοι που πολλούς σπόρους κατέστρεψαν και οι λίθοι επίσης το ίδιο. Όμως, αυτός είναι ο λόγος που ο Ουράνιος Θεριστής, με τις δικές μας ικεσίες και προσευχές, αυξάνει την καλή γη, στις ψυχές των παιδαγωγουμένων Του.

'Ιδιαιτερα, ο π. Ιουστίνος, προσευχόταν για τους μαθητές του ωσάν για τα πνευματικά του τέκνα και μεριμνούσε προσωπικά για τα σωματικά και πνευματικά τους προβλήματα και τις δοκιμασίες. Αυτή η φροντίδα του για τους μαθητές του δεν σημαίνει ότι τον είχε κάνει ελαστικο απέναντί τους. Αντίθετα γινόταν φοβερά αυστηρός όταν π.χ. έβλεπε μαθητές του να καπνίζουν, πράγμα απαγορευμένο για μαθητές. Τότε τους έλεγε: Μου είναι αδύνατο να σκεφθώ τον Αποστολο Παύλο με τσιγάρο στο στόμα! Θαυμαστή είναι η υπεράσπισή του για τον μαθητή του, Τύχομιρ Κόστιτς (αργότερα επίσκοπο Ζίτσης Βασίλειο) όταν κάποιοι καθηγητές θέλησαν να τον διώξουν από την Σχολή επειδή τηρούσε αυστηρά τις καθορισμένες νηστείες της εκκλησίας. Όμως, ο ίδιος ο π. Ιουστίνος τους βοηθούσε όχι μόνο πνευματικά, μα και υλικά, όταν τελείωναν τις σπουδές τους και με προσευχές και δάκρυα τους ευχόταν καλή σταδιοδρομία (3). Εκείνο τον καιρό στην Σχολή είχε πολύ αφιερωθεί στην διδασκαλία και την Θ. Λειτουργία και τότε έλαβε και τον δεύτερο βαθμό της ιερωσύνης.


Σημειώσεις

(1)Τό κείμενο της αιτιολογίας για την εισαγωγή του μαθήματος αυτού δημοσιεύθηκε στο περιοδικό: Hriscanski Z ivot, br . 3, 1923. Τον καιρό εκείνο ο ίδιος ο π. 'Ιουστινος ήταν συντάκτης του περιοδικού.

(2) Εκφωνήθηκε και ως λόγος στην Εκκλησιαστική Σχολή Μοναστηρίου - Bitola και τυπώθηκε στο: Izvestaj , το ίδιο ακαδημαϊκό έτος 1932/33.

(3) Υπάρχει, σημειωμένο, στο προσωπικό του ημερολόγιο, στις 15 Ιουνίου 1925: Στο δωμάτιό μου προσευχόμουν για τους τελειόφοιτους, να τους καθοδηγήσει ο Κύριος σε όλη τους την ζωή, «θρήνος, δάκρυα και θλίψη, που θα τους αποχωριστώ».

Θεραπευτικά αξιώματα του αγίου Μαξίμου

 


Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Ζηζιούλα),«Νόσος και θεραπεία»,
Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο, Αθήνα 1999,
εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 133-156 (143-145).

Η πεμπτουσία της νοσηρότητας για τον άγιο Μάξιμο βρίσκεται στη φιλαυτία. Η φιλαυτία δεν είναι απλά ένα πάθος: είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των παθών: «θέλεις να ελευθερωθείς από τα πάθη, αποτίναξε τη μητέρα των παθών, τη φιλαυτία» (κεφ. αγάπ. II , I ). Όπως αναλύει ο Φώτιος πιστά τη σκέψη του Μαξίμου (Βιβλιοθ. κωδ. 192 - P . G . 103, 637 εξ.), η φιλαυτία, που αντικατέστησε την αγάπη προς το Θεό, γέννησε την ηδονή, αλλ' επειδή η ηδονή ήταν ανάμικτη με την οδύνη, ενεπλάκη ο άνθρωπος σε μια ατέρμονα και απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει την ηδονή και να αποβάλει την οδύνη. Από την αγωνιώδη αυτή προσπάθεια γεννήθηκε ο «όχλος των παθών». Και επεξηγεί ο Φώτιος τη σκέψη του Μαξίμου: « Οίον, ει μεν της εν φιλαυτία ηδονής αποποιούμεθα, γεννώμεν την γαστριμαργίαν, την υπερηφανίαν, την φιλαργυρίαν, και όσα τον τυχόντα τρόπον πορίζει ηδονήν ει δε την εν φιλαυτία φεύγομεν οδύνην, γεννώμεν: τον θυμόν, τον φθόνον, το μίσος, την απόγνωσιν και όσα άλλα της ηδυνούσης εστέρηται διαθέσεως. Εκ δε τοις αμφοίν μίξεως τίκτεται η υπόκρισις, η κολακεία, ο δόλος, και απλώς όσα άλλα μοχθηρά είδη της μικτής έστι πανουργίας επινοήματα ».

Με άλλα λόγια αν αποποιηθούμε την ηδονή, διατηρώντας όμως τη φιλαυτία, προκαλούμε τη γαστριμαργία, την υπερηφάνια, τη φιλαργυρία και όλα όσα κατά οποιονδήποτε τρόπο παρέχουν ηδονή, αν δε αποποιηθούμε και αποφύγουμε την οδύνη, πάλι διατηρώντας τη φιλαυτία, προξενούμε το θυμό, το φθόνο, το μίσος, την απόγνωση και όλα όσα εμπεριέχουν στέρηση της ηδονής. Αν πάλι αναμείξουμε και τα δύο και τα αποφύγουμε (δηλ. τόσο την ηδονή όσο και την οδύνη) -διατηρώντας πάντοτε τη φιλαυτία- πέφτουμε στην υποκρισία, τη κολακεία, το δόλο κ.λπ. Τα συμπεράσματα είναι σημαντικά.

α. Η θεραπεία από τα πάθη δεν επιτυγχάνεται με την πάλη απ' ευθείας κατά των συγκεκριμένων παθών. Αντίθετα, όπως είδαμε στο χωρίο, που μόλις διάβασα, επειδή το όλο πρόβλημα της ψυχικής αρρώστιας γεννάται από τη στέρηση της ηδονής - σε συνδυασμό πάντοτε με τη φιλαυτία- όσο περισσότερη στέρηση προκαλούμε τόσο πιο πολλά πάθη γεννούμε. Τι σημαίνει αυτό; Ότι για να θεραπευθούμε από τα πάθη, πρέπει να επιτρέπουμε τα πάθη να υπάρχουν και να λειτουργούν; Ασφαλώς όχι. Αλλά σημαίνει ότι εφ' όσον χρόνο διαρκεί η φιλαυτία, η εκκοπή των συγκεκριμένων παθών είναι όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και όταν επιτευχθεί, επικίνδυνη, γιατί με τη στέρηση της ηδονής, την οποία συνεπάγεται, γεννά άλλα πάθη. Έτσι συμβαίνει συχνά όσοι απαλλάσσονται από σαρκικά πάθη να αναπτύσσουν το πάθος της φιλαργυρίας ή της υπερηφανίας κ.λπ. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για θεραπεία όταν εξαλείφονται συγκεκριμένα πάθη. Η μόνη θεραπεία βρίσκεται στην εξάλειψη της φιλαυτίας, που είναι η ρίζα όλων αυτών των παθών.

β. Επειδή η οδύνη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ηδονής στη μεταπτωτική κατάσταση του άνθρώπου, αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη περί ασθενείας, αυτή που ονομάσαμε πιο πάνω χρηστική - αναλγητική προσέγγιση, και που φαίνεται να επικρατεί στη σύγχρονη φιλοσοφία της ιατρικής. Η οδύνη δεν εξαλείφεται με την απάλειψή της, αλλά με την αποδοχή της. Η θεραπεία έρχεται με την πρόσκληση της οδύνης και την εμπειρία της. Συμβαίνει βέβαια πολλές φορές η οδύνη να είναι δυσβάσταχτη, και η εμπειρία της εξοντωτική. Γι' αυτό κάθε θεραπευτική αγωγή θα πρέπει να προσαρμόζεται στην ανθεκτικότητα του ασθενούς (= οικονομία). ’λλά με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να θεωρήσουμε τον ασθενή θεραπευθέντα, επειδή ψυχολογικά «αναπαύεται» ή δεν υποφέρει. Η τραγικότητα της υπάρξεως βρίσκεται μέσα στον ίδιο το Σταυρό του Χριστού, και καμία θεραπεία δεν μπορεί να παρακάμψει το Σταυρό. Πολλές φορές ξεχνούμε ότι η ηδονή δεν είναι μόνο σαρκική αλλά και ψυχολογική. ’ποσπώντας την οδύνη από τη θεραπεία προσφέρουμε την ηδονή, πράγμα που αποτελεί φυγή από την πραγματικότητα και την αληθινή θεραπεία.

γ. Η σωστή θεραπεία από τα πάθη προϋποθέτει, κατά τον Μάξιμο, τρεις βασικές διακρίσεις. Τις περιγράφει στο εξής χωρίο από τα κεφάλαια περί αγάπης (1): « Ου προς τα πράγματα ο νους πολεμεί του θεοφιλούς, ουδέ προς τα τούτων νοήματα, αλλά προς τα πάθη τα τοις νοήμασι συνεζευγμένα. Οίον ου προς την γυναίκα πολεμεί, ουδέ προς τον λυπήσαντα, ουδέ προς τας τούτων φαντασίας, αλλά προς τα πάθη, τα ταις φαντασίαις συνεζευγμένα (40). ’πας ο πόλεμος του μοναχού προς τους δαίμονας, ίνα τα πάθη των νοημάτων χωρίση. ’λλως γαρ απαθώς τα πράγματα βλέπειν ου δύναται (42). ’λλο εστί πράγμα και άλλο νόημα και άλλο πάθος. Και πράγμα μεν έστίν, οίον άνήρ, γυνή, χρυσός και τα εξής. Νόημα δε, οίον, μνήμη ψιλή τίνος των προειρημένων. Πάθος δε, οίον, φιλία άλογος ή μίσος άκριτον τίνος των προειρημένων. Προς ουν το πάθος εστί του μοναχού η μάχη ».

Θεωρούμε τις διακρίσεις αυτές του Μαξίμου άκρως σημαντικές για το θέμα της θεραπείας. Και πρώτον, σημαίνουν ότι αποτελεί λανθασμένη μέθοδο η πάλη εναντίον των αντικειμένων, των όντων καθαυτά, επειδή προκαλούν πειρασμούς και δυσκολίες. Το να λέγει αυτό ένας μοναχός, όπως ο Μάξιμος, ο οποίος έφυγε από τα «πράγματα» και πήρε τις αποστάσεις του από τον κόσμο, αποκαλύπτει ότι η φυγή από τα πράγματα δεν αποτελεί λύση, ούτε η παραμονή στα πράγματα, όπως συμβαίνει με όσους ζουν στον κόσμο, αποτελεί αίτια ασθένειας. Το να εισηγηθούμε, για παράδειγμα, το διαζύγιο σε κάποιον, που υποφέρει ψυχικά από την παρουσία του συντρόφου του, δεν αποτελεί θεραπεία του. Μπορεί το διαζύγιο να άρει προς καιρό την οδύνη του προσώπου αυτού, αλλά το πρόβλημα παραμένει στο ακέραιο. Έτσι πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη και η τρέχουσα αντίληψη ότι ο μοναχός φεύγει από τον κόσμο για να «θεραπευθεί» από τα πάθη αποφεύγοντας τους πειρασμούς. Ολόκληρη η ασκητική παράδοση τονίζει ότι οι πειρασμοί γίνονται πιο δυνατοί, όταν φύγει κανείς από τα «πράγματα» που τους προκαλούν, γιατί μένουν τα «νοήματα» των πραγμάτων, τα οποία πειράζουν τον άνθρωπο.

Το ίδιο όμως ισχύει και για τα «νοήματα» των πραγμάτων. Η μνήμη και η αναπαράσταση των όντων δεν είναι αυτή καθαυτήν απορριπτέα. Πολλοί, αντίθετα με όσα γράφει ο Μάξιμος, μάχονται την τέχνη, τον πολιτισμό και ό,τι άλλο συνεπάγεται λειτουργία της ανθρώπινης φαντασίας, για χάρη της απελευθερώσεως από τα πάθη. Πρόκειται για μια Ωριγενική και Ευαγριανή πνευματικότητα, την οποία ασφαλώς έχει στο νου του και καταπολεμά ο Μάξιμος, γιατί τέτοιες ιδέες ήσαν τότε -και, φοβούμαι, εξακολουθούν να είναι- διαδεδομένες μεταξύ των μοναχών. Ούτε προς τα πράγματα, ούτε προς τα νοήματά τους είναι η πάλη των μοναχών, τονίζει ο Μάξιμος, αλλά προς τα πάθη, που είναι «συνεζευγμένα» σ' αυτά. Μια σωστή θεραπεία επιβάλλει αυτές τις διακρίσεις. Αλλιώς παράγονται πνευματικά εκτρώματα, άνθρωποι ψυχικά ασθενείς, που έχουν ανάγκη θεραπείας περισσότερο από κάθε άλλον.

δ. Πως όμως μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός του πάθους από τα πράγματα και τα νοήματα: Την απάντηση τη δίνει ο Μάξιμος στην επόμενη αμέσως παράγραφο των όσων είπε πιο πάνω: το εμπαθές νόημα είναι « λογισμός σύνθετος από πάθους και νοήματος. Χωρίσωμεν το πάθος από του νοήματος, και απομένει ο λογισμός ψιλός. Χωρίζομεν δε δι' αγάπης πνευματικής και εγκρατείας, εάν θέλωμεν ». Ο χωρισμός του πάθους από το νόημα δεν γίνεται παρά με την αγάπη, την εγκράτεια (δηλ. την αυτοκυριαρχία) και την ελεύθερη θέληση. Τα στοιχεία όμως αυτά χρειάζονται περισσότερη ανάλυση.