Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Πώς πρέπει να συγχωρούμε;(Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης)



Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε ορθολογιστικά. Είχε αναπτύξει το νου και όχι την καρδιά. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχωρήσει εύκολα τους άλλους. Ειδικά αυτούς που έβλεπε κατώτερους και εμπαθείς. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.

Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, που δυσκολευόταν να το κατανοήσει:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να αμαρτάνει, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο;
Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.

—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα;
—Έχεις δει τους σιδεράδες, που μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, που πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.

—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, που αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία; Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.

—Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. 
Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνει. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, που λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, που πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.
—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξετάσει και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ο Γέροντας. Ο γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.

—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
—Τη συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχωρήσει και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε.

Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηριάσει και να μας θανατώσει πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.

—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, που δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ο Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθειά του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβεις το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.

—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.

—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ο Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά.
Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί που είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, που είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
—Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.

Ηλίας Παναγουλάκης, από αλήτης Άγιος!




Μία από τίς ελάχιστες φωτογραφίες τού νεο-ασκητού Ηλία Παναγουλάκη. Τήν ευχή του νάχουμε !


Αναφέρει ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
«Θα σας πω ένα ωφέλιμο, από την πατρίδα μου. Γύρω στά 1916 -1917, κάπου εκεί , αν δεν με απατά η μνήμη μου, υπήρχε κάτω στην πατρίδα μου, στην Καλαμάτα, ένας νέος ονόματι Ηλίας Παναγουλάκης.
Αυτός ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής, ήταν καλλίφωνος και περνούσε τη ζωή του με μερικούς άλλους νέους γυρίζοντας στα καλντερίμια εκεί και τους δρόμους και παίζοντας κιθάρες και όργανα για να βγαίνουν οι κοπέλες από τα παράθυρα.
Είχε ένα ταβερνείο, στο οποίο μαζεύονταν όλοι οι αλήτες της Καλαμάτας και στους οποίους επιβαλλόταν σαν αρχηγός. Όλη η αληταρία της Καλαμάτας είχε αρχηγό τον Ηλία Παναγουλάκη. Έδερνε με το παραμικρό. Απλώς γιατί τον στραβοκοίταξαν.
Ήταν πάρα πολύ χειροδύναμος. Αγράμματος βέβαια. Όλα τα ι τα έγραφε με γιώτα. Και ζούσε τη ζωή του με αυτό τον τρόπο. Γλέντι και τραγούδι και διασκέδαση. Κάποτε πέθανε ένας φίλος του, από την παρέα του. Πήγε στην κηδεία, στο νεκροταφείο. Άκουσε την φράση του Ευαγγελίου: «Αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Αγράμματος ήτανε, την κατάλαβε όμως, «Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Τί είναι τούτο το πράγμα;
Υπάρχει ζωή μετά θάνατον;
Πλησιάζει έναν επίτροπο και του υποβάλλει αυτή την ερώτηση: Τί λέει; Τί φράση είναι αυτή, την οποία είπε ο παπάς; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον;
Κατά θεία πρόνοια, έπεσε στα χέρια κάποιου ευσεβούς επιτρόπου, ο οποίος του είπε αρκετά πράγματα. Αυτά ήταν αρκετά, βέβαια και με τη θέα του νεκρού. Είδε πριν από λίγο, ότι όλα έληξαν, όλα τελείωσαν γι΄αυτόν τον άνθρωπο, ως εδώ ήταν αυτός ο άνθρωπος. Δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο πέρα, να ζήσει περισσότερο. Τελείωσαν όλα. Υπό το φάσμα του θανάτου, τα λόγια αυτά του επιτρόπου βρήκαν απήχηση. Κατεβαίνει στην πόλη…
Το νεκροταφείο απείχε λίγο απ’ την άκρη της πόλεως, τώρα πια είναι σχεδόν μέσα στην πόλη. Κατεβαίνει, λοιπόν, στην πόλη. Παίρνει μαύρα κρέπια και ντύνει το δωμάτιο του. Δηλαδή όλους τους τοίχους τους έντυσε με μαύρα κρέπια. Πουλάει όλα τα αντικείμενα του ταβερνείου.
Ανεβαίνει στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, το οποίο απέχει μια ώρα από την Καλαμάτα. Και εξομολογείται σε ένα καλό πνευματικό που υπήρχε τις μέρες εκείνες, με δάκρυα και συντριβή μεγάλη, και δίνει υπόσχεση ότι θα ζήσει πια υποδειγματική Χριστιανική ζωή.

Πηγαίνει λίγες μέρες στο χωριό του, αποχαιρετά του δικούς του, ξανάρχεται στην πόλη και πιάνει μια σπηλιά της πόλεως και αποφάσισε να γίνει εκεί ασκητής. Αυτό έπεσε σαν βόμβα στην πόλη, γιατί ήταν πασίγνωστος. Ο καλύτερος τραγουδιστής της Καλαμάτας. Οι φίλοι του τον νόμισαν τρελό.
Μπα, λένε, αυτός τρελάθηκε και τον παράτησαν. Αυτός άφησε γένια, άφησε μαλλιά, φόρεσε ένα παλιόρασο, από κάποιον το ζήτησε και έμεινε εκεί στη σπηλιά.
Πολλά παιδιά νεαρής ηλικίας, τα οποία ελκύσθηκαν από το παράδειγμά του, πήγαιναν να τον δουν. Τί είναι αυτός ο άνθρωπος. Άλλοι από περιέργεια. Πήγαιναν εκεί, κι αυτός τους δίδασκε, είχε βρει κάτι συναξάρια. Με τις ελάχιστες γραμματικές γνώσεις τις οποίες είχε, προσπαθούσε να διαβάζει τα συναξάρια, κάτι άλλα βιβλία πατερικά και να τους διδάσκει. Κάποιος φίλος του τού πρόσφερε χρήματα να κτίσει μερικά κελλάκια, γιατί από τα παιδιά πολλοί ήθελαν να μείνουν μαζί του. Αυτός που είχε το κτήμα στο οποίο υπήρχε η σπηλιά τον έδιωξε, τον κυνήγησε. Του λέει, φύγε από δω. Έφυγε, κάποιος άλλος του πρόσφερε μια μικρή περιοχή, στην οποία έκτισε κελλάκια με τα χρήματα, τα όποια του έδωσε αυτός ο εύπορος κύριος.
Τα κελάκια υπάρχουν ακόμη. Οι πόρτες είναι τόσο μικρές, ώστε μόνο πλαγίως μπορεί να μπει κανείς. Αυτό το είχε κάνει επίτηδες, για να υπενθυμίζει την στενή πύλη του παραδείσου. Και τα κελλάκια ήταν ενάμιση μέτρο επί ένα ογδόντα, δύο μέτρα.. κάτι τέτοιο, πάρα πολύ μικρά. Και αυτός είχε μια σπηλιά εκεί πέρα, στην οποία ασκήτευε.
Με την πάροδο του χρόνου έκτισαν και ένα Εκκλησάκι και έκαναν αγρυπνίες εκεί πέρα. Από τους πρώτους καρπούς του ανθρώπου αυτού, ήταν ο μακαρίτης πατήρ Ιωήλ Γιαννακόπουλος. Από αυτόν ξεκίνησε. Δέκα πέντε ετών παιδί έφευγε από το κρεβάτι του, πήδαγε απ’ το παράθυρο, γιατί δεν τον άφηνε ο πατέρας του και πήγαινε και παρακολουθούσε τις αγρυπνίες του Παναγουλάκη. Εγώ βέβαια ήμουν αγέννητος τότε. Από ανθρώπους που τον πλησίαζαν τα ξέρω αυτά, από ανθρώπους τέτοιους, τον πατέρα Ιωήλ και άλλους.
Ο π. Ιωήλ πήγαινε εκεί και κάποια μέρα μάλιστα, τον έπιασε ο πατέρας του, έφευγε το βράδυ έντεκα, εντεκάμιση όταν κοιμόταν και γύριζε το πρωί πέντε, πεντέμιση η ώρα και ξανάπεφτε στα ρούχα- ένα πρωί λοιπόν, τον έπιασε ο πατέρας του και τον έδειρε αγρίως τον μακαρίτη.
Όταν όμως μεγάλωσε, πήγε και έμεινε μαζί του αρκετά χρόνια. Και πολλοί άλλοι πήγαν και ωφελούνταν απ’ αυτόν πάρα πολύ. Ήταν τέτοια η επίδραση του κηρύγματός του, ώστε ο Διοικητής του Κέντρου της Καλαμάτας έστελνε περιπόλους στις προσβάσεις της περιοχής στην οποία βρισκόταν -ένα ύψωμα στο ΒΑ άκρο της πόλεως-, έστελνε περιπόλους για να εμποδίζουν τους στρατιώτες να πλησιάζουν. Επειδή οι στρατιώτες που πήγαιναν και παρακολουθούσαν το κήρυγμά του γύριζαν στο κέντρο και πέταγαν τα αρτύσιμα φαγητά τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και έμεναν εντελώς άσιτοι.
Υπερτόνιζε τη νηστεία, τις αγρυπνίες, κυρίως αυτά είναι τα γνωρίσματα των ασκητών. Αλλά ήταν και έντονα Χριστοκεντρικός άνθρωπος.

Κάποτε μου είπε ο πατήρ Ιωήλ δύο περιπτώσεις οι οποίες αποδεικνύουν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε χάρισμα από το Θεό και προορατικό, αλλά μπορώ να πώ και θαυματουργικό χάρισμα.
Το κελλί του είχε στέγη καλάμια και κεραμίδια, και, για να μην πέφτουν κομμάτια απ’ τα ασβέστια και τα καλάμια κάτω, είχε βάλει ένα χαρτί μπλε, απ’ αυτό που τύλιγαν τα βιβλία, το ξέρετε, τις κόλλες αυτές. Μεσολαβούσε όμως μεταξύ του χαρτιού και της στέγης των καλαμιών, ένα διάστημα δύο τρείς πόντοι. Εκεί, λοιπόν, είχε μπει ένα έντομο, εμείς στην Μεσσηνία τα λέμε μπουρμπούδουλα αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω πώς τα τα λέτε εσείς, αυτά τα χρυσά, τα οποία δένουν τα παιδάκια στην κλωστή και τα τραβάνε.
-Χρυσόμυγες τα λέμε εμείς.
-Λοιπόν, είχε μπει μία φορά ένα τέτοιο πράγμα και βούιζε, την ώρα κατά την οποία δίδασκε τα παιδιά, τους νεαρούς οι οποίοι πήγαιναν εκεί. Αυτοί άρχισαν να γελάνε και να πειράζουν ο ένας τον άλλο ακούγοντας το βούουουου, που έκανε πάνω αυτό. Το αντιλήφθηκε ο Παναγουλάκης αυτό, κοίταξε προς τα πάνω, σήκωσε το χέρι και λέει: «Επιτιμήσαι σοι ο Κύριος, διάβολε, σατανά!» Σε δευτερόλεπτα σταματάει.

Δεύτερη περίπτωση, την οποία μου είχε πει ο π. Ιωήλ. Αυτός, ο π. Ιωήλ, ήταν πάρα πολύ βραδύγλωσσος, στα νεανικά του χρόνια. Για να πει μία λέξη, έπρεπε να μαρτυρήσει ο άλλος, ο οποίος τον άκουγε. Τρομακτική βραδυγλωσσία, τρομακτική, και στα τελευταία κάτι του είχε μείνει, αλλά μόλις διακρινόταν. Στα μαθητικά του χρόνια ήταν απαίσια βραδύγλωσσος, αφόρητος.
Όπως μου έλεγε ο ίδιος και όπως μου λέγανε και οι συμμαθητές του. Κάποτε, λοιπόν, κάτι ήθελε να εκφράσει και δεν μπορούσε, προσπαθούσε πολύ ώρα και… και… και… συνέχεια ο καημένος και δεν μπορούσε. Τον πλησίασε ο Παναγουλάκης, τον εθώπευσε στο κεφάλι και του λέει: «Άκουσε παιδί μου, η βραδυγλωσσία θα σου περάσει. Κάτι μόλις θα σου αφήσει, αλλά θα σου περάσει και θα γίνεις και κήρυκας του Ευαγγελίου». Ήταν τότε δεκαπέντε δεκαέξι ετών, κάτι τέτοιο.

Και άλλα πολλά τέτοια. Α…, και ένα ακόμη.
Πριν αποφασίσει να μείνει οριστικά στη σπηλιά, πήγε και βρήκε όλους τους ανθρώπους τους οποίους είχε αδικήσει, είχε δείρει, είχε με οποιοδήποτε τρόπο βλάψει και ζήτησε από όλους συγχώρεση.
Στις φυλακές Ναυπλίου βρισκόταν ένας κατάδικος, σε βαριά ποινή, γιατί, δεν ξέρω, κάποιο έγκλημα είχε κάνει. Αυτόν κάποτε είχε αποπειραθεί να τον μαχαιρώσει ο Παναγουλάκης. Και είχε δικασθεί, τότε, ο Παναγουλάκης ένα μικρό χρονικό διάστημα, γιατί έφταιγε ο άλλος. Πήγε, λοιπόν, στο διευθυντή των φυλακών και τον παρακάλεσε να του φέρει τον κατάδικο αυτό να τον δει. Όταν ο κατάδικος άκουσε ότι τον ζητά ο Παναγουλάκης, δεν ήθελε να παρουσιασθεί.
Αμάν, λέει και εδώ ήλθε να με σκοτώσει. Είδε κι έπαθε ο διευθυντής να τον πείσει, ότι δεν πάει με τέτοιες διαθέσεις. Τελικά πείσθηκε αυτός και άφησε να τον πάνε στο εντευκτήριο εκεί της φυλακής.
Ο Παναγουλάκης πήγε, έπεσε στα πόδια, του έβαλε μια εδαφιαία μετάνοια, του φίλησε τα πόδια, του λέει με συγχωρείς για ότι σου είχα κάνει. Εγώ πια αποφάσισα να αλλάξω ζωή, εύχομαι κι εσύ να μιμηθείς το παράδειγμά μου. Γύρισε, λοιπόν, και ζήτησε συγνώμη απ’ όλους.
Έζησε μία ζωή Οσιακή, κοιμόταν τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο, ποτέ στο κρεβάτι. Είχε μέσα στη σπηλιά του αυτή, η οποία συγκοινωνούσε με ένα κελάκι, ένα σκαμνάκι μικρό και έβαζε τα χέρια έτσι, σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, το οποίο είχε, έβαζε τα χέρια έτσι και το κεφάλι πάνω στα χέρια και κοιμόταν τρεις ώρες περίπου το 24ωρο καθιστός. Ποτέ δεν έπεσε, ούτε σε σανίδα κάτω, καθιστός πάντοτε.
Έτρωγε πάντοτε μετά τη δύση του ηλίου, λάδι μόνο Σάββατο και Κυριακή, όλο το χρόνο. Κρέας και ψάρι ποτέ. Και μόνο στα τέλη της ζωής του, επειδή προσβλήθηκε λόγω της μεγάλης ασκήσεως από καλπάζουσα φυματίωση, μετά από εντονότατη πίεση των πνευματικών του τέκνων έφαγε λίγο κρεατόζουμο.
Δεν ήταν δική του κατάλυση, βέβαια, αλλά είχε βαρύτατη φυματίωση ο ίδιος και δεν μπόρεσε ο καημένος να αντέξει και το 1921 ή 1922, δεν θυμάμαι ακριβώς έφυγε από τον κόσμο αυτό, αφού διήνυσε μια οσιακή ζωή και αφού πολλούς ανθρώπους οδήγησε στο σωστό δρόμο.
Σας είπα απ’ τους πρώτους καρπούς του π. Ηλία είναι ο π. Ιωήλ ο Γιαννακόπουλος, η ηγουμένη της Μονής των καλογραίων Φιλοθέη κάτω στην Καλαμάτα, ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος που πήγε στην Ουγκάντα -όλοι αυτοί από ‘κει μέσα βγήκανε, απ’ τον Παναγουλάκη.


Ο π. Ευσέβιος Θεριάκης, ιερομόναχος στην Καλαμάτα.
Τόσοι και με τόσων ετών εργασία αρχιερείς και ιεροκήρυκες και δεν κατορθώνουν να βγάλουν δύο τρεις εργάτες του Ευαγγελίου.
Πλείστοι όσοι αρχιερείς και ιεροκήρυκες -και αυτός ο αστοιχείωτος άνθρωπος, ο αγράμματος, έδωσε στο Ευαγγέλιο πάρα πολλούς εργάτες.

Και πολιτογράφησε στον Παράδεισο πάρα πολλές ψυχές με την οσιακή του ζωή.
(π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες)




ΚΙ΄ ΑΛΛΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ…

Ο όσιος Νεοασκητής π. Ηλίας Παναγουλάκης, γεννήθηκε την 14/7/1873 στην Καλαμάτα και έζησε στην περιοχή της Μεσσηνίας. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι γνωστά ελάχιστα πράγματα, είναι όμως γενικά παραδεκτό, ότι ήταν άνθρωπος του κόσμου και της αμαρτίας.

Ο θάνατος ενός στενού και αγαπημένου του φίλου, υπήρξε γι’ αυτόν γεγονός σωτήριο, γιατί κατά τη κηδεία του, άκουσε για πρώτη φορά τα σχετικά με την αιώνια ζωή λόγια του Ευαγγελίου, «ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντι με, έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μετέβηκεν εκ του θανάτου προς την ζωήν» (Ιωαν. 5, 24) δηλαδή «όποιος ακούει το λόγο μου πιστεύει σε αυτόν που με έστειλε (το Θεό Πατέρα), έχει αιώνια ζωή, και σε κρίσει δεν θα έρθει, αλλά απ τον θάνατο στη Ζωή πορεύεται».

Γεμάτος σκέψεις και βαθειά επηρεασμένος, ζήτησε από τον Ιερέα του νεκροταφείου να του εξηγήσει σχετικά. Πράγματι ο Ιερέας του μίλησε για την κρίση, την μετά θάνατο ζωή, την τιμωρία (ανταπόδοση ορθότερα), την μετάνοια και την επιστροφή.
Με συντριβή και επίγνωση της πνευματικής του κατάστασης, (σύμφωνα με τους μαθητές του είπε στον ιερέα: «Και για μένα; Για μένα που έχω ματώσει την θάλασσα, υπάρχει σωτηρία;»), ζήτησε να εξομολογηθεί. Ο ιερέας όμως δεν ήταν εξομολόγος και γι αυτό τον έστειλε σε έμπειρο πνευματικό της Μονής Βελανιδιάς.
Μετά το σωτήριο λουτρό της μετανοίας και γεμάτος ζήλο για έργα αρετής, είπε στον εξομολόγο του:
«Θα κάνω τη ζωή του Μεγάλου Αντωνίου!» παρόλο όμως το γεγονός, ότι ο πνευματικός του συνέστησε να γίνει απλώς ένας χριστιανός, ο Ηλίας ξεκίνησε για τη Μάνη, αναζητώντας τόπο για προσευχή και άσκηση. Στη Μάνη, έζησε κοντά σε ένα εξωκκλήσι για μικρό χρονικό διάστημα, εργαζόμενος την μετάνοια και την προσευχή, και αγωνιζόμενος υπεράνθρωπα με νηστεία και αγρυπνία.

Ο ιερέας όμως του κοντινού χωριού , του συνέστησε να αγωνισθεί εκεί που αμάρτησε, δηλαδή στην Καλαμάτα. Υπάκουσε και επιστρέφοντας στον τόπο που έζησε την αμαρτωλή του ζωή, κατοίκησε στα κτήματα ενός χριστιανού στην ερημική θέση «Αγία Άννα», στο φρούριο της πόλης. Εκεί αρχίζει νέους αγώνες υπεράνθρωπους, αδιανόητους για την εποχή του, και προσφέρει στο Θεό τους καρπούς της μετανοίας του.
Σε μικρό χρονικό διάστημα η περιοχή κατακλύζεται από επισκέπτες. Δεκάδες άνθρωποι έρχονται προς αυτόν, (οι περισσότεροι γεμάτοι περιέργεια και σκωπτική διάθεση). Πολλούς το πύρινο κήρυγμα μετανοίας και προ πάντων το παράδειγμα του, μεταβάλλει σε πιστούς προσκυνητές και υπάκουους μαθητές. Το γεγονός αυτό έβαλε σε σκέψεις τον ιδιοκτήτη του κτήματος, ο οποίος φοβούμενος μήπως η Εκκλησία αποκτήσει δικαιώματα στην ιδιοκτησία του , ζήτησε από τον π. Ηλία να απομακρυνθεί.
Ο ταλαιπωρημένος ασκητής(ήδη τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, είχαν αλλοιωθεί από την νηστεία και την κακοπάθεια), υπάκουσε. Πριν φύγει από την «Αγία Άννα» έδωσε ένα νόμισμα (μια χάλκινη πεντάρα της εποχής), σε κάποιον μαθητή του και τον έστειλε στο Ναό της Υπαπαντής, για να ψάλλει μία παράκληση. Μετά την επιστροφή του υποτακτικού του, η μικρή συνοδεία ξεκίνησε χωρίς συγκεκριμένη πορεία.

Μετά από περιπλάνηση, λίγο μετά την του Αγίου Κωνσταντίνου που ίδρυσε ο λόγιος Ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος (1763-1844, συναντήθηκε με τον εργολάβο Χρήστο Ταμπακέα. Ο π. Ηλίας και οι μαθητές του, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευσεβούς Ταμπακέα, εξιστόρησαν τα γεγονότα. Ο Ταμπακέας, που όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα ήταν ευσεβής και φιλομόναχος, προσπάθησε να βοηθήσει την συνοδεία και για τούτο την οδήγησε στο κτήμα του φίλου του Θωμά Μιχαλάκου, (εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας), από τον οποίο και αγόρασε το κτήμα, προσφέροντας του στον ασκητή.
Μετά την εγκατάσταση στην νέα εξασφαλισμένη θέση, ο π. Ηλίας, αφού οικονόμησε από κάπου ένα παλιό ράσο, κατέβηκε στο μικρό σπήλαιο που υπήρχε στο κτήμα και άρχισε με μεγαλύτερο ζήλο την άσκηση. Μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία του σπηλαίου, αγωνίσθηκε υπεράνθρωπα μιμούμενος τους μεγάλους ασκητές. Σε λίγο η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της περιοχής και εκατοντάδες άνθρωποι άρχισαν και πάλι να συρρέουν, για να ακούσουν το φλογερό κήρυγμα του μετανοίας. Πολλοί από τους επισκέπτες του, γοητευμένοι από την ζωή και την προσωπικότητα του, παρέμειναν μαζί του και έγιναν υποτακτικοί και μαθητές του.
Εκεί χωρίς να έχει καρεί μοναχός έζησε για δεκαπέντε χρόνια με σκληρή άσκηση, νηστεία και προσευχή. Κρέας, ψάρια, αυγά, και γάλα δεν έτρωγε ποτέ. Λάδι μόνο κάθε Σάββατο και Κυριακή. Και Τετάρτη και Παρασκευή είχε ολοχρονίς πλήρη ασιτία. Δεν ήταν όμως μακριά από τους ανθρώπους, γιατί πολλοί τον επισκεπτόντουσαν, τον ζούσαν και άκουγαν το κήρυγμά του, και ήταν μέρος της καθημερινής τους κουβέντας!!
Κάθε Κυριακή και εορτή συνέρρεαν στο Ασκητήριο του Παναγουλάκη πλήθη Χριστιανών στους οποίους κήρυττε τον λόγο του Θεού. Μέσα στο απέριττο οίκημα που κήρυττε, υπήρχε κρεμασμένο το ομοίωμα ενός ανθρώπινου σκελετού για να θυμίζει συνεχώς στους ακροατές την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Το απλό και άτεχνο, αλλά προερχόμενο από την καρδιά που φλόγιζε η αγάπη του Χριστού κήρυγμα του Παναγουλάκη, αναγέννησε πλήθος ψυχών.
Κήρυττε με απαράμιλλη ζέση την μετάνοια. Υπενθύμιζε τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο και την απειλή της αιώνιας καταδίκης. Το ζωντανό παράδειγμα οδήγησε πολλούς στην οδό της Μετανοίας, της Ιεράς Εξομολόγησης, και τους έκανε συνειδητά μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κοντά στον αγράμματο αυτό ασκητή μαθήτευσαν παιδιά τότε, κατοπινοί μεγάλοι εργάτες του Ευαγγελίου, όπως ο Φώτιος (Αρχιμανδρίτης Ιωήλ) Γιαννακόπουλος(1901-1966), ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος(1876-1972), μεγάλος Ιεραπόστολος της Αφρικανικής Ηπείρου, ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Αγιαννανίτης (1895-1955), μεγάλη Αγιορείτικη μορφή και άλλοι πολλοί.

Οι σπουδαιότεροι από τους μαθητές του ήταν επίσης: Ο Γεώργιος Αναγιαρέας (διάδοχος του στην ηγεσία της Μονής κατά την περίοδο 1918-1920), ο Γεώργιος Πουπουλάτης (έπειτα Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας με το όνομα Χρυσόστομος), ο Πέτρος Καλοκύρης (μοναχός Συμεών), ο Ανδρέας Κωτσόπουλος (Μοναχός Αντώνιος), ο Φώτιος Μπούστος, ο Μοναχός Παναγιώτης και ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (έπειτα Αρχιμανδρίτης Θεόδουλος, ιδρυτής της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Κορώνης).
Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που τον γνώρισε και έγινε μαθητής του ο Φώτιος Γιαννακόπουλος, ο κατοπινός π. Ιωήλ. Αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά:

«…Μια μέρα του 1913, όταν ο Φώτης ήταν κοντά στα 12, ενώ έπαιζε ξυπόλητος στο δρόμο, μια γιαγιά, φτωχή και τυφλή, του ζήτησε να την οδηγήσει στην άγνωστη μέχρι τότε σπηλιά του ασκητή. Ο καλοσυνάτος Φώτης άφησε το παιχνίδι του με τα άλλα παιδιά και συνοδεύοντας την τυφλή άκουσε το κήρυγμα του Παναγουλάκη. Η γαλήνια όψη του και ο δυναμικός του λόγος τον γοήτεψαν και έτσι αφέθηκε στο Άγιο Πνεύμα να τον οδηγήσει, ό,που το στόμα της τυφλής γιαγιάς έλεγε!!!!
Από τότε ο Φώτης απέκτησε Δάσκαλο…. Από τότε και σε όλη του τη ζωή έλεγε «τι παράξενα, τι μυστήρια που ενεργεί ο Θεός; Εμένα στο φώς με οδήγησε μια γριά τυφλή. Τι σοφά που ενεργεί ο Θεός! Είχα την εντύπωση ότι την οδηγούσα εγώ. Και ο Θεός μου έδειξε, ότι μου την είχε στείλει για να οδηγήσει Εκείνος, με αυτήν την «τυφλή», στο φώς της επιγνώσεώς του εμένα που ‘έβλεπα’».

Μία άλλη φορά βρέθηκε μπροστά σε ένα θαυμαστό σημείο, που όχι μόνο τον σαγήνευσε, αλλά για το φιλοσοφικό του μυαλό, τον σιγούρεψε για την αλήθεια και τη δύναμη της Ορθόδοξης Πίστης.
Ο Ηλίας Παναγουλάκης μιλούσε σε μία ομάδα νεαρών και αρκετούς μεγάλους για αυτή την Πίστη. Τότε ένας χρυσοκάνθαρος πετούσε συνεχώς πάνω από τα κεφάλια τους και όλοι στράφηκαν σε αυτόν, χωρίς να προσέχουν τον ασκητή. Τότε ο Ηλίας, με το σημείο του σταυρού, επιτίμησε τον διάβολο, οπότε το ζωύφιο έπεσε κάτω νεκρό….Ο σοφός Φώτης τότε κατάλαβε!!!

Αλήθεια, έχουμε σκεφθεί πόσο δαιμονικό είναι το κάθε τι, που μας αποσπάει από το λόγο του Θεού και διώχνει από την ψυχή μας την κατάνυξη; Δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα σαράντα πέντε του χρόνια ο Παναγουλάκης, όταν προσβλήθηκε από βαρείας μορφής φυματίωση .
Την 17η Ιανουαρίου 1918 (ημέρα εορτής του Αγίου Αντωνίου, του οποίου την ζωή ήθελε να μιμηθεί!), σε ηλικία μόλις 45 ετών, μετά από 16ετή άσκηση γεμάτη κακοπάθεια αλλά και πλούσιους πνευματικούς καρπούς, ο νεοασκητής π. Ηλίας Παναγουλάκης κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου.

Άφησε τη φήμη οσίου και πνευματικού ανδρός και τιμάται ιδιαίτερα από το λαό της περιοχής. Ο τάφος που βρίσκεται στη βάση του δεξιού κωδωνοστασίου του (παλαιού) Ναού της Ευαγγελίστριας στην ιερά του Μονή, και η τίμια κάρα του σε μικρό ξύλινο κιβώτιο- προθήκη, στο παρεκκλήσιο της Υπαπαντής, δίπλα στην Κάρα του μαθητή του και έπειτα επισκόπου Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας αειμνήστου κυρού Χρυσοστόμου.

Πηγή: «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ Γ.Ο.Χ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ» (Αντ. Μάρκου). Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας, 1981.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανέκδοτα Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Γιαννακόπουλου, έκδοσις Δ΄ εν Αθήναις, 1973, σελ. 44-46, επιμέλεια Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου

Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές, ΙΩΑΚΕΙΜ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ, τόμος 1, έκδοσις Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Ατικκής, 1955

Μητροπολίτου Νικοπόλεως ΜΕΛΕΤΙΟΥ, Ο πατήρ Ιωήλ, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως

Ολόκληρη η ζωή μας μία Λειτουργία Π. Ευδοκίμοφ



  Φεύγοντας από το Ναό ο άνθρωπος συνεχίζει τη δική του λειτουργία «έξω των τειχών». Την ώρα του δείπνου, καθώς κόβει το ψωμί, προσφέρει την προσευχή προ του φαγητού. Η πράξις του φαγητού είναι πάντα μία ανάμνηση του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Και πραγματικά ο άνθρωπος είναι ό, τι αφομοιώνει: Eίτε τον «απαγορευμένο καρπό», είτε «την ευχαριστιακή υπόσταση του Βασιλέα του» και τα δώρα του. 
  Ξαναγυρίζοντας στον καθημερινό του μόχθο κάτω από το βλέμμα του Θεού, το μόνο που μπορεί να πει ο άνθρωπος σε κάθε στιγμή της ημέρας είναι αυτή η ευχή: «Όλα είναι δικά σου, Κύριε, και εγώ είμαι δικός σου, δέξαι με». 
  Η ύλη γίνεται μαλακή και εύπλαστη, όταν την αγγίζει το πνεύμα. Από την βαρειά και αδρανή μάζα της ξεπηδάει μια ομορφιά σμιλεμένη με ιεροφανικά σημεία και παλλόμενη από ζωή. Ο άνθρωπος έχει κληθεί να αντλήσει από τα πράγματα την ωραιότερη προσευχή: Να κάνει τον κόσμο ναό.

Γέροντας Σοφιανός Μπογκίου-Ο ''Απόστολος'' του Βουκουρεστίου


Αναμφίβολα ο π. Σόφιαν ήταν ένας κρίκος των σταρετς της Ρουμανικής Εκκλησίας  οι οποίοι, όμοια με τους πατέρες του Γεροντικού, φρόντιζε να μεταδώσει τη διδασκαλία  και τον τρόπο που οδηγούν στη θέωση. Όταν επικαλούμαστε το πρόσωπο κάποιου γέροντα , μια κάποια περιέργεια (όχι χρήσιμη άλλα χαρακτηριστική των καιρών μας ) μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν ο συγκεκριμένος έχει αποκτήσει τη καρδιακή προσευχή Στη περίπτωση του π. Σόφιαν η απάντηση βρισκόταν αποτυπωμένη στη μορφή του.
      Γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1912 στη σημερινή Μολδαβία (Βεσσαραβία) στο χωριό Κοκονέστι Βέκι. Στη βάπτιση πήρε το όνομα Σέργιος. Στα 14 μπήκε σα δόκιμος στη σκήτη Ρούγκι.  Μετά από δύο χρόνια-έχοντας και πολύ ωραία φωνή- γράφτηκε στη  σχολή ψαλτικής της μονής Ντομπρούσα, ενώ το 1932 φοίτησε στο Θεολογικό σεμινάριο της μονής Τσέρνικα όπου είχε συμμαθητή τον μετέπειτα πατριάρχη Ρουμανίας Θεόκτιστο. Το 1937 έγινε μοναχός στη Μονή Νταμπρούσα παίρνοντας το όνομα Σοφιάν ενώ το 1939 χειροτονήθηκε διάκονος. Όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Βεσαραβία οι μοναχοί της μονής Ντομπρούσα διώχθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Μονή Καλντορουσάνι της Ρουμανίας..Εκάρη μοναχός στις 25 Δεκεμβρίου 1937.Μεταξύ 1942-1946 φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου,έχοντας ως θέμα στη διπλωματική του εργασία  «Η μορφή του Σωτήρος στην εικονογραφία»
      Το 1945 απεφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Βουκουρεστίου  Στις  15 Νοεμβρίου 1945 χειροτονήθηκε ιερέας στη Μονή  Αντίμ. Το 1958 τον σύνελλαβαν οι κομμουνιστές  μαζί με άλλους 16 διανοούμενους μέλη της πνευματικής κινήσεως «Η καιόμενη βάτος»
      Ο πατέρας Σοφιάν ήταν  άριστος γνώστης της Φιλοκαλίας αλλά και των βαθύτερων ερμηνειών τους από τις γραφές των μεγάλων Ρώσων πνευματικών  Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου και του Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, τα οποία μοίραζε δακτυλογραφημένα ,στους πιστούς που ερχόταν  στη Μονή Αντίμ στα  πρώτα χρόνια κατά  τα οποία ήταν ηγούμενος (1950-1960) Καταδικάστηκε σε 16ετη φυλάκιση για ''μηχανορραφία ενάντια στην ασφάλεια του κράτους, μέσω επικίνδυνης μυστικιστικής δραστηριότητας''. Μετά  από 6 χρόνια ελευθερώθηκε. Το όνομά του θα μείνει αιώνια  δεμένο με τη Μονή Αντίμ.
Σε πολλά όμως μοναστήρια άφησε τα ίχνη των χειρών του(ως αγιογράφος) και  τα στόλισε με το ταπεινό κόπο του όπως  στη Σκήτη Νταρβάρι (1964) Μονή Αγαπία (1970), Μονή  Deir-el-harf-Λίβανος(1971), Μονή Ράντου-Βόντα(1973), τον καθεδρικό ναό του  Homs – Συρία(1978) και την εκκλησιά της Hama –Συρίας(1979) κ.α
Μέχρι το 1998 όπου έπεσε στο κρεβάτι του πόνου,από το πετραχείλι του γέροντα Σοφιανού πέρασαν χιλιάδες ψυχές.Τον είχαν ονομάσει «Απόστολο Του Βουκουρεστίου»Εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου 2002 και κατόπιν επιθυμίας του ετάφη στην Μονή Καλνταρουσάνι.
 Ας δούμε τι έλεγε γι τον γέροντα Σοφιανό μία άλλη μεγάλη μορφή του ρουμανικού μοναχισμού ο γέροντας Ιωαννίκιος Μπαλάν;«Μια ξεχωριστή πνευματική προσωπικότητα,ομόφωνα αναγνωρισμένη ο οποίος τιμάει τον μοναχισμό και την εκκλησία του Χριστού.Ο γέροντας Σοφιανός είναι γνωστός για τρία χαρίσματα με τα οποία τον προίκισε ο Θεός.Καταξιωμένος αγιογράφος,έμπειρος πνευματικός και καθοδηγητής ψυχών και μοναδικός ψάλτης.Είχε εκ γενετής διαλεχθεί για να ομολογήσει την ευαγγελική αλήθεια μέσω του λόγου και του χρώματος,των πνευματικών του τέκνων και των εικόνων.Στόλιζε τις εκκλησίες με πανέμορφες εικόνες και έκανε τις ψυχές των ανθρώπων ζωντανους ναούς,πνευματικές εικόνες των καλών πράξεων,της αγάπης και τη ταπεινοφροσύνης,όπου αποτυπωνόνταν η ταπεινή μορφή του Σωτήρα Χριστού.Να ανακαινίζει παλιές όμορφες εικόνες και ψυχές ανθρώπων,αυτή ήταν η κλίση και ο σκοπός του γέροντα Σοφιανού.Σε όλα αυτά να προσθέσουμε
στο πνευματικό του πορτραίτο την σπάνια ταπεινοφροσύνη του,την ηρεμία του,την μετριοφροσύνη του,την μακροθυμία του και τις θεολογικές του γνώσεις»
Κάθε συνάντηση μαζί του ήταν μία ευκαιρία για ψυχική ανάταση,μία γιορτή.
Ας αφήσουμε όμως τον γέροντα Σοφιανό να μιλήσει:
      -Μια φωνή μέσα από τη καρδιά  μου με παροτρύνει  να ψάξω να βρω  το Πρόσωπο του Κυρίου. Το ψάχνω και ως ταπεινός αγιογράφος , αλλά και επειδή το ζητάει η ψυχή μου ως χριστιανός μοναχός
**
      -Το μίσος ζητάει μίσος . Η αγάπη ζητάει αγάπη. Και όταν βάζεις την αγάπη πάνω από το μίσος είναι  μία  έκπληξη , είναι σαν τη φωτιά με την οποία καις κάποιον.
**
       -Υπάρχουν άνθρωποι που όσα και να τους πεις σχετικά με το Θεό δεν τα δέχονται. Δεν δέχονται τίποτα άλλο από αυτά που γνωρίζουν. Όταν τους μιλάς για το Θεό αρχίζουν να χασμουριούνται και ετοιμάζονται να φύγουν. Εάν κάτι κακό τους συμβεί όμως τότε ίσως να λειώσει αυτή η σκληρή αδιαφορία. Για αυτό υπάρχουν στο κόσμο πόλεμοι ασθένειες και πόνος. Ο πόνος παίζει το ρόλο της φωτιάς που λειώνει και το σίδερο το κοκκινίζει και ύστερα το λυγίζει.
**
-Έρχονται κάποιοι και μου λένε ''Πάτερ,εγώ δεν έχω αμαρτίες''!Αυτό είναι μεγάλο λάθος.Είναι αδύνατο.Ο Άγ.Ιωάννης ο Θεολόγος μας λεει ότι δεν υπάρχει στη γη άνθρωπος χωρίς αμαρτία.Όσο και να προσπαθείς όλο και κάτι σου ξεφεύγει.Για παράδειγμα ο διασκορπισμός του νου μας κατά την ώρα της προσευχής.Διάβαζεις για μισή ώρα αλλά δεν ξέρεις τι διαβάζεις.Είναι μία προσβολή προς τον Θεό αυτό.Μιλάς μαζί Του αλλά το μυαλό σου είναι αλλού.Αν πας για μία ακρόαση σε κάποιον σημαντικό άνθρωπο και αρχίζεις να απαντάς άλλα αντί άλλων,τότε θα σε διώξουν
**
-Λέει  στην Φιλοκαλία ότι ένας άγιος προσευχόνταν από το πρωί μέχρι το βράδυ.Όταν κουραζόνταν διάβαζε την Αγία Γραφή.Ήταν σε μόνιμη επικοινωνία με το Θεό.Πως προευχόνταν,όρθιος,γονατιστός ή με τα χέρια ψηλά δεν ξέρουμε.Κάθε άνθρωπος κάνει διαφορετικές κινήσεις.Ήταν όμως μία προσευχή,που τον υποχρέωνε να κάθεται στατικός σε μία γωνία.
Αυτό βέβαια στην σημερινή εποχή,η οποία είναι αγχωδης και οι ρυθμοί είναι γρήγοροι αυτό είναι δύσκολο να γίνει.Αλλά όσο και να βιαζόμαστε.όπου και να βρισκόμαστε,καλό είναι να λέμε το ''Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε Θεού ελέησον με''Ή τουλάχιστον ''Ιησού ελέησον με''Τουλαχιστον αυτές τις δύο λέξεις να λέμε σε όλη μας την ζωή!Δύο λέξεις!
Ήξερα έναν γέροντα ο οποίος γνωρίζω ότι προσευχόνταν αδιαλείπτως.Μια φορά μας μιλούσε για κάποια γεγονότα που συνέβησαν μετά την ρωσική επανάσταση.Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του και τον ρώτησα«π.Ιωάννη,τώρα προσεύχεστε»;Η διήγησή του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα,όμως η καρδιά του προσευχόνταν.Η προσευχή είχε κατεβεί στην καρδιά του και όταν γίνει αυτό τότε η καδιά προσεύχεται,όπως εμείς αναπνέουμε.Γι'αυτό και εμείς σήμερα μπορούμε να τραφούμε απ'αυτήν την προσευχή
μετάφραση-επιμέλεια www.proskynitis.blogspot.com




Χαίρε λουτήρ εκπλύνων συνείδηση,χαίρε κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν


 Η συνείδηση στον άνθρωπο αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δώρα του Θεού. Η συνείδηση μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε ποιοι είμαστε. Πώς μπορούμε να υπάρξουμε στον κόσμο, με βάση ποιες αξίες μπορούμε να κινηθούμε. Η συνείδηση μάς λέει ότι είμαστε διαφορετικοί, έτεροι σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Αναλόγως του αξιακού υποβάθρου με βάση το οποίο κινούμαστε, η συνείδησή μας μάς ελέγχει για ό,τι πράττουμε ή μας επιδοκιμάζει, μάς κάνει να πορευόμαστε ήσυχοι εντός μας. 
 Η συνείδησή μας όμως νεκρώνεται σταδιακά, όταν εθιζόμαστε σε μία στάση ζωής στην οποία ενώ άλλα μάς υπαγορεύει, άλλα και μάλιστα αντίθετα πράττουμε, με αποτέλεσμα να μην ακούμε τη φωνή της. Η συνείδηση τότε χρειάζεται λουτρό, το οποίο θα την ανακαινίσει και θα της δώσει ουσιαστικά την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί. Στις ανθρώπινες κοινωνίες η συνείδηση συνδέεται με την έννοια του καθήκοντος, με την έννοια της τιμής. Ο νόμος ορίζει τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος και τι όχι. Ενίοτε την συνείδηση την νεκρώνει και την φιμώνει η επιθυμία για ηδονή, για εξουσία, για άνεση. Αν όμως ο άνθρωπος καταφέρνει να διαφεύγει από την δύναμη του νόμου ή να τηρεί κάποια νομιμοφάνεια, τότε ξεγελά την συνείδηση, της δίνει το άλλοθι του καλού σκοπού και του αποτελέσματος της προσωπικής άνεσης.


 Στη ζωή της Εκκλησίας δεσπόζει ένα πρόσωπο, το οποίο, χάρις στην παρουσία του, γίνεται εκείνος ο «λουτήρ» που «εκπλύνει την συνείδηση». Αυτή είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. 
 Γίνεται «λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν», τόσο δια της παρουσίας και της ζωής της εν τω κόσμω, η οποία γίνεται πρότυπο συνείδησης καθαρής από απιστία και νεκρά έργα, όσο και από το γεγονός ότι γέννησε Εκείνον, ο οποίος επάνω στο Σταυρό νέκρωσε κάθε πάθος και κάθε αμαρτία, έδωσε την ευκαιρία στην ανθρώπινη συνείδηση να απαλλαγεί συνολικά, αλλά και ειδικότερα από ό,τι την νεκρώνει και της χάρισε τόσο το Βάπτισμα ως απαλλαγή από κάθε έργο και στάση ζωής που την χωρίζει από την κοινωνία με το Θεό, όσο και την δυνατότητα της Μετάνοιας, η οποία επαναβεβαιώνει το Βάπτισμα.

  Η Υπεραγία Θεοτόκος μάς ενισχύει στον αγώνα μας να δούμε τι νεκρώνει την συνείδησή μας, καθώς καθρεφτιζόμαστε στην τελειότητα και την χάρη την οποία η ίδια έλαβε. Παράλληλα, μας βοηθά να διατηρήσουμε την επίγνωση της ετερότητάς μας, ότι απέναντι στο Θεό και τον πλησίον ο καθένας μας φέρει την προσωπική του ευθύνη και για ό,τι πράττει και για το ότι θα έπρεπε να πράξει.Διαγράφει τα άλλοθι τα οποία εύκολα επικαλούμαστε. Αν μία δεκαπεντάχρονη κοπέλα μπόρεσε να ετοιμάσει τον εαυτό της για το μεγαλύτερο γεγονός στην Ιστορία του κόσμου, τότε «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί» και ο καθένας μπορεί να παλέψει. 

 Όμως για την Εκκλησία η Παναγία δεν είναι μόνο αυτή που μας βοηθά να δούμε τι μας χωρίζει από το Θεό και τον συνάνθρωπο. Γίνεται και «ο κρατήρ ο κιρνών αγαλλίασιν». 
Μάς δίδει δηλαδή την δυνατότητα να κοινωνούμε αγαλλιώμενοι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και να επαναβεβαιώνουμε την επιθυμία μας για κοινωνία και ένταξη στην Εκκλησία.Όπως στα ανθρώπινα συμπόσια ο «κρατήρας» ήταν το σκεύος εκείνο στο οποίο ο οίνος και το ύδωρ γίνονταν κράμα ώστε οι συνδαιτυμόνες να μπορούν να χαρούν χωρίς να χάσουν την νηφαλιότητά τους, έτσι και η Παναγία γίνεται ο νέος κρατήρας, στον οποίο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού συναντούν το δικό μας ύδωρ, δηλαδή τα χαρίσματά μας ή την μετάνοιά μας ή την επιθυμία μας για κοινωνία ή και όλα αυτά μαζί και μάς δίνουν την δυνατότητα να κοινωνούμε αιωνιότητα, χωρίς να χάνουμε τον νου μας, αλλά βιώνοντας τον φωτισμό και την χαρά που μας κάνουν να αγαλλιούμε. 
 Η ίδια δεν στερήθηκε την προσωπικότητά της στην κύηση του Χριστού και στην μετέπειτα πορεία της. Είχε όμως πάντοτε στην ύπαρξή της νηφάλιο μέθη της αιωνιότητας, της χαράς και της αγάπης, που η κοινωνία με τον Υιό του Θεού της προσέφερε.
  Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία οι άνθρωποι υποφέρουμε από την σταδιακή νέκρωση της συνείδησής μας, από την πώρωσή της, από την ανάγκη να βρίσκουμε δικαιολογίες γιατί δεν την ακούμε. 
 Από την άλλη, έχουμε ταυτίσει την αγαλλίαση με ό,τι νεκρώνει την συνείδηση, την φιληδονία, την φιλοδοξία, την φιλαυτία, την άνεση και αρνούμαστε την αγαλλίαση της κοινωνίας με τον Χριστό στη ζωή της Εκκλησίας. Η Υπεραγία Θεοτόκος δεν μας βάζει σε μία διαδικασία να δούμε τι είναι καλύτερο για μας. Πώς μπορεί να συγκριθεί η τελειότητα της ζωής κατά Χριστόν, η πληροφορία της συνείδησης ότι ο Χριστός είναι το παν, με τα ανθρώπινα; Είμαστε άνθρωποι που φέρουμε σάρκα και οικούμε στον κόσμο και τα ανθρώπινα δεν μπορούμε να τα απεκδυθούμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να βρούμε το νόημα του απολύτου στα έργα αυτά. Και γι’ αυτό η συνείδησή μας μάς υποδεικνύει ότι έχουμε άλλο προορισμό, μια άλλη συνάντηση μάς καλεί να διαμορφώσουμε την πορεία μας.
 Αυτή η συνάντηση γίνεται στην Εκκλησία, η οποία δια των μυστηρίων του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, της Μετανοίας και της Ευχαριστίας μας «κερνά αγαλλίαση» και μας ξαναδίνει την ευκαιρία να απελευθερώσουμε την συνείδησή μας από ό,τι την νεκρώνει. 
Και η Υπεραγία Θεοτόκος γίνεται η πρωτοπόρος και βοηθός στην οδό αυτή. Και τότε είναι άνευ νοήματος τόσο οι ανθρώπινοι νόμοι, που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τι λέει ο Θεός στη συνείδησή μας, αλλά και ο εντοπισμός της χαράς και της αγαλλίασης στην ανεπάρκεια των ανθρώπινων να νικήσουν τον κόπο και την οδύνη που συνοδεύουν κάθε επιλογή μας.

Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος Παρούσνικωφ(+1938)



Ἡ ἄγνοια καὶ ἡ λήθη εἶναι οἱ χειρότεροι κίνδυνοι γιὰ τὸν ἄνθρωπο, οἱ πιὸ θανάσιμες παγίδες. Αὐτὲς ἐπιτυχῶς στήνονται ἀπὸ τὴν μεθοδευμένη παραπληροφόρηση, τὴν προπαγάνδα ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὰ Μέσα Γενικῆς Ἐνημερώσεως. Ὑπερβολή, διόγκωση, συσκίαση, σκόπιμη ἀπόκρυψη. Νὰ μερικὰ δοκιμασμένα ἐργαλεῖα. Μέσα στὴν ζάλη καὶ τὸν θόρυβο τῆς τρεχούσης ἐπικαιρότητος, ἂς στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ ἱστορίες ἀλήθειας καὶ γνώσεως. 

Ἰδοὺ λοιπὸν μία τέτοια, ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες, βγαλμένη ἀπὸ τὴν μαύρη ἐποχὴ τῆς Λενινιστικῆς Σοβιετικῆς Ρωσίας, στὸ στόχαστρο τῆς ὁποίας βρέθηκαν τὰ «θλιβερὰ ἔντομα»: παπάδες, καλόγεροι, μητροπολίτες. Καὶ ὁ καθένας ἂς μετρηθεῖ μὲ τὸν ἑαυτό του. Συγκλονιστικὴ καὶ ἀβάστακτη γιὰ τὰ μέτρα μας εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ πολύτεκνου ἱερομάρτυρος Ἀλεξάνδρου Παρούσνικωφ.
Νυμφεύθηκε τὴν Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα καὶ ἔκαμαν 10 παιδιά. Μὲ τὰ παιδιὰ του ὁ ἱερέας ἦταν ἐπιεικής. Ποτὲ δὲν τὰ τιμωροῦσε μόνο τοὺς ἔλεγε: «Μὴ μαλώνετε, μὴ μαλώνετε». Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοὶ τῆς σοβιετικῆς ἐξουσίας κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ οἰκογένειά τους ἄρχισε νὰ ζῆ πολὺ δύσκολα κι ἂν δὲν τοὺς βοηθοῦσαν οἱ γείτονες δύσκολα θὰ ἐπιζοῦσαν. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας του ἦσαν στερημένα πολιτικῶν δικαιωμάτων καὶ δὲν τοὺς ἔδιναν δελτίο τροφίμων. Τὰ κρατικὰ καταστήματα ἦσαν κλειστὰ γι’ αὐτούς. 

Κάποτε παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων στὸ σπίτι τους δὲν ὑπῆρχε οὔτε ψωμί. Ἡ πρεσβυτέρα καθόταν στὸ ἄδειο τραπέζι θλιμμένη. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἑτοιμάζεται νὰ πάει στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων. Ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ φωνάζει: «Παπαδιά, παπαδιά, πήγαινε ἐκεῖ!» Ἐκείνη βγαίνει καὶ βλέπει δυὸ σακκιὰ μὲ ψωμί, πατάτες καὶ σιμιγδάλι. «Νὰ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτή», τῆς λέει ὁ π. Ἀλέξανδρος.

Στὰ 1920 ἔκαναν κατάσχεση στὸ μισό τους σπίτι καὶ ἐγκατέστησαν ἐκεῖ τὸν ἀρχηγὸ τῆς τοπικῆς ἀστυνομίας Μιχαλένκο. Ὁ γιὸς του ἐργαζόταν στὴ NKBΔ, στὴ Λουμπιάνκα. Ὁ Μιχαλένκο ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ πέθανε. Συνήθιζε λοιπὸν νὰ πηγαίνει σὲ ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τοῦ σπιτιοῦ ὅπου ζοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέως καὶ νὰ φτύνει. Ἡ παπαδιὰ ἔπεσε μπροστά του στὰ γόνατα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει αὐτό.

– Ἐμεῖς εἴμαστε φταῖχτες, ἀλλὰ λυπηθεῖτε τὰ παιδιά.

– Ἡ παπαδικὴ λέρα πρέπει νὰ σβήσει, ἀπαντοῦσε.

Σύντομα ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση ἕνας γιός του, μετὰ ἄλλος γιός, μετὰ ἡ κόρη κι ὕστερα ἄλλη κόρη. Δὲν περνοῦσε χρόνος ποὺ νὰ μὴ κηδεύει κι ἕνα παιδί της ἡ Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα.

Κάποτε ὁ π. Ἀλέξανδρος πήγαινε στὸ δρόμο κρατώντας τὴν κόρη του ἀπὸ τὸ χέρι. Οἱ περαστικοὶ γύριζαν πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἔφτυναν. Τὸ κοριτσάκι σφίγγει δυνατὰ τὸ χέρι του καὶ σκέπτεται: «Κύριε, κι ὅμως εἶναι ὁ πιὸ καλός!». Ὁ πατέρας αἰσθανόμενος τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ του, τῆς λέει ἥσυχα: «Τάνια μου, δὲν εἶναι τίποτα! Ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ τὸν κουμπαρά μας».

Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέα εἶχε μία ἀγελάδα, ἡ ὁποία, ὅπως σὲ ὅλες τὶς οἰκογένειες τότε, ἦταν ὁ τροφοδότης τους. Κάποτε οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐξουσίας τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν αὐλή. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἦταν ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ ναό. Ἐπιστρέφοντας τοὺς βλέπει ὅλους συγχυσμένους καὶ ἐρωτᾶ τί συμβαίνει.

-Τὴ γελάδα μας τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν αὐλή.

-Πῆραν τὴν γελάδα. Ἐλᾶτε, γρήγορα ὅλα τὰ παιδιά, γονατίστε νὰ ψάλλουμε εὐχαριστήρια δοξολογία στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὸν θαυματουργό.

Ἡ παπαδιὰ τὸν κοίταξε μὲ ἀμηχανία.

– Παπά μου…

– Σάσενκα, ὁ Θεὸς ἔδωσε, ὁ Θεὸς πῆρε.Ἂς τὸν δοξολογήσουμε.

Ἀπὸ τότε ποὺ δὲν ὑπῆρχε πιὰ γελάδα, κάθε μέρα στὴν ἐξώπορτα βρισκόταν ἕνα καλάθι μὲ μιὰ μποτίλια γάλα καὶ δυὸ καρβέλια ψωμί. Τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ γιὰ πολλὴ ὥρα κοιτοῦσαν στὸ παράθυρο, ἔβγαιναν στὴν ἐξώπορτα γιὰ νὰ μάθουν ποιὸς τοὺς φέρνει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ γάλα. Κάποιες φορὲς παρακολουθοῦσαν μέχρι τὴ βαθειὰ νύχτα, ἀλλὰ δὲν κατάφεραν νὰ δοῦν τὸν εὐεργέτη τους. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ συνεχίστηκε γιὰ ἀρκετὰ μεγάλο χρόνο.

Τὶς νύχτες συχνὰ καλοῦσαν τὸν π. Ἀλέξανδρο στὴ NKBΔ, καὶ τοῦ ἔλεγαν:

– Φύγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἔχεις δέκα παιδιά, ἀλλὰ δὲν τὰ λυπᾶσαι.
– Ἐγὼ ὅλους τοὺς λυπᾶμαι, ἀλλὰ ἐγὼ ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ θὰ παραμείνω μέχρι τέλους στὴν ἐκκλησία, ἀπαντοῦσε ὁ ἱερεύς.

Συνέβη πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα νὰ βρίσκεται στὴ NKBΔ, ἀλλὰ τὸ πρωὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ λειτουργήσει.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες ὁ π. Ἀλέξανδρος Παρούσνικωφ καταδικάστηκε σὲ τυφεκισμὸ καὶ τυφεκίστηκε στὶς 27 Ἰουνίου 1938. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του ἔγραψε στὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του:

«Παιδιά μου σᾶς φιλῶ ὅλους καὶ δυνατά σᾶς σφίγγω μέσα στὴν καρδιά μου. Νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ σέβεστε τοὺς μεγαλυτέρους, νὰ φροντίζετε τοὺς μικροτέρους. Μὲ ὅλες σας τὶς δυνάμεις νὰ προστατεύετε τὴ μητέρα σας. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογεῖ…»
«Ἀγαπημένη μου Σάσα! Σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν εὐτυχία πού μοῦ ἔδωσες. Γιὰ μένα μὴν κλαῖς. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Ο Συμεών ο Θεοδόχος και η διπλή προφητεία του κατά την Υπαπαντή του Κυρίου


Tου Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ: Ο Θεοδόχος Συμεών ήταν: «Άνθρωπος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ και Πνεύμα ην Άγιον επ' αυτόν» (Λουκ. β’25). Ένας «πρωταγωνιστής» της Υπαπαντής είναι και ο άγιος Συμεών. Ο Μέγας Φώτιος λέει ότι ο δίκαιος Συμεών, χρόνια πριν από την γέννηση τού Χριστού, επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα με νομοδιδασκάλους από κάποια αποστολή, έκανε μαζί τους συζήτηση πάνω σε κάποια προφητικά κείμενα. Μεταξύ αυτών συζητήθηκε και η προφητεία του Ησαΐα: "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ" (στ’ 14). Ο Συμεών, αν και ευλαβής, δυσπίστησε προβάλλοντας αντιρρήσεις για το αδύνατο της γεννήσεως από παρθένο. Ο Συμεών λίγο αργότερα, γινόμενος μάρτυς κάποιου θαύματος, δοξολόγησε το Θεό γι' αυτό που του φανέρωσε, και, πεπεισμένος πια, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα με την απόφαση της παραμονής, για το υπόλοιπο της ζωής του, στον ιερό χώρο του Ναού αναμένοντας να δει «ιδίοις όμμασιν» την εκπλήρωση της προφητείας. Κατά το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου (κεφ. 24), ήταν ιερέας, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από τα συμφραζόμενα του κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Σε υπερεκατονταετή ηλικία αξιώθηκε να κρατήσει στην αγκαλιά του το Βρέφος Ιησού ζητώντας μετά απ' αυτό την "απόλυσή" του από την ζωή.

Η ΔΙΠΛΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ: Ο ευαγγελιστής διασώζει μια διπλή προφητική αποστροφή του Αγίου προς τη Θεοτόκο: "ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον, και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία" (Λουκ. β’ 32-35), προφητεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο και την αντιμετώπιση του Κυρίου από τους Ιουδαίους, αλλά και τη Σταυρική Θυσία Του. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι πτώση των μη πιστευόντων σε Αυτόν, και ανάσταση αυτών που πιστεύουν σε Αυτόν. Ο ένας ληστής στο Γολγοθά πιστεύει και σώζεται, ο άλλος αμφισβητεί και καταδικάζεται.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ»: Η λέξη «σημείον» μπορεί να εννοηθή με πολλούς τρόπους και πολλές έννοιες. Κατ' αρχάς σημείο είναι η σάρκωση

Του, η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Κατά την ενανθρώπηση έγιναν πολλά παράδοξα. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, η Παρθένος μητέρα. Ακριβώς δε αυτό το σημείο αντιλέγεται και αμφισβητείται από πολλούς. «Άλλοι θεωρούν ότι ο Χριστός ως Θεός έχει προαιώνια ύπαρξη και άλλοι νομίζουν ότι έλαβε αρχή της υπάρξεως του από την παρθένο και άχραντη Μαρία» (Κύριλλος Αλεξ.). Ό Νικόδημος Αγιορείτης, λέγει, εξηγώντας τα προηγούμενα, ότι ο αιρετικός που βλέπει την επίγεια ζωή του Χριστού, ο οποίος άλλοτε ως άνθρωπος πεινά, διψά, δέχεται το μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει (τα λεγόμενα «αδιάβλητα πάθη»), και άλλοτε ως Θεός κάνει θαύματα, εκδιώκει δαίμονες, ανίσταται κλπ., αμφιταλαντεύεται αν ο Χριστός είναι Θεός ή άνθρωπος. Ομως ό Χριστιανός δεν έχει τέτοιες αμφιβολίες, γιατί γνωρίζει ότι καίτοι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, εν τούτοις είναι ένας κατά την υπόσταση (υποστατική ένωση των δύο φύσεων), και έτσι ο ένας και Αυτός Χριστός ενεργεί άλλοτε τα θεοπρεπή και άλλοτε τα ανθρωποπρεπή. Έπειτα, σημείο αντιλεγόμενο είναι και ο Σταυρός του Χριστού. Άλλοι δέχονται τον Σταυρό και την σταύρωση του Χριστού θεωρούντες αυτήν ως σωτηρία, ότι στον Σταυρό νίκησε τις αρχές και εξουσίες του σκότους, και άλλοι αρνούνται τον Σταυρό. Δεν μπορούν να αντιληφθούν πως ο Χριστός σταυρώθηκε. «Ο Σταυρός είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία. Για μας όμως τους πιστούς ό Σταυρός είναι Θεού δύναμις και θεού σοφία» (Α' Κορ. α', 23-24). Η δεύτερη προφητεία του αγίου Συμεών, που αναφερόταν στην Παναγία, είναι η εξής: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β', 35). Προφανώς η προφητεία αυτή αναφέρεται στον πόνο και την θλίψη της Θεοτόκου πάνω στον Σταυρό, όταν θα έβλεπε τον Υιό της, που είναι ταυτόχρονα Υιός του Θεού, να πάσχει και να υποφέρει. Η Παναγία δεν υπέφερε ούτε πόνεσε κατά την γέννηση του Χριστού, ακριβώς γιατί τον συνέλαβε ασπόρως και τον γέννησε αφθόρως (ανήδονος σύλληψη – ανώδυνος γέννεση). Θα πόνεσει, όμως, πολύ από τη ρομφαία, που θα διαπεράσει την ψυχή της Θεοτόκου κατά τον σταυρικό θάνατο του Χριστού και η οποία θα αποκάλυψει τους διαλογισμούς πολλών ανθρώπων, που βρίσκονταν κρυμμένοι στην καρδιά τους. Αυτοί αμφιβάλλουν αν είναι γνήσια και αληθινή μητέρα. Αλλά από τον πόνο που αισθάνθηκε καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για την φυσική του μητέρα. Έτσι ο πόνος της Παναγίας στον Σταυρό έδειξε ότι αυτή είναι η πραγματική μητέρα, ότι από αυτήν ο Κύριος παρέλαβε την σάρκα. Γιατί, αφού η Παναγία είναι πραγματική μητέρα, σημαίνει ότι και ο Χριστός έχει πραγματικό σώμα και δεν είναι άνθρωπος κατά φαντασία. Ο Μ. Αθανάσιος λέγει ότι η φράση «όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» σημαίνει ότι ό Σταυρός και το Πάθος του Χριστού, θα αποκαλύψει όλες τις εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων, αφού ο Πέτρος από θερμός και ζηλωτής, θα τον αρνηθεί, οι Μαθητές θα τον εγκαταλείψουν, ο Πιλάτος θα μεταμεληθεί νίβοντας τα χέρια, η γυναίκα του θα πιστεύσει με το νυκτερινό όνειρο, ο εκ των σταυρωτών, εκατόνταρχος θα ομολογήσει, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, δύο εκ των Φαρισαίων, θα φροντίσουν το νεκρό Του σώμα, ο Ιούδας θα αυτοκτονήσει, οι Ιουδαίοι θα δώσουν αργύρια στους φρουρούς για να αποκρύψουν την Ανάσταση. Συμπερασματικά, ο Χριστός θα είναι «εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών» και στην άλλη ζωή, αφού όλοι θα δουν τον Χριστό, αλλά για άλλους θα είναι Παράδεισος και για άλλους Κόλαση.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΦΩΣ: Με δυο ονόματα ονόμασε ο Συμεών τον Κύριο: Σ ω τ η ρ ί α και Φ ω ς. Ότι ο Χριστός είναι αληθινά ο Σωτήρας μας, μαρτυρεί και το όνομα Ιησούς, το οποίο Άγγελος Κυρίου ανακοίνωσε στον Ιωσήφ: «Καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών». Και ότι ο Κύριος είναι το αληθινό Φως, το βεβαιώνει ο Ίδιος λέγοντας: «Εγώ ειμί το Φώς του κόσμου. Εκείνος που με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το Φώς της ζωής». Πραγματικά, ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, το πραγματικό, πού διώχνει το σκότος της άγνοιας του νου, αλλά είναι και η δόξα ολόκληρης της ανθρωπινής φύσεως. «Χωρίς το Χριστό ή ανθρώπινη φύση είναι άδοξη, ανείδεη, αόριστη και ανώνυμη. Με τον Χριστό αποκτά είδος και όρο.» (Νικόλαος Καβάσιλας). Τα λόγια του Αγίου Συμεών σημειώνουν το τέλος μιας μακράς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς το Θεό.

www.scribd.com/oikonomoukon konstantinosa.oikonomou@gmail.com