Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Ἡ «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» καί ἡ «καθ’ ἡμᾶς Δύση» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Οἱ ἔννοιες ἀνατολή καί δύση εἶναι πρωτίστως γεωγραφικές, πού δηλώνουν σέ ποιό γεωγραφικό τόπο εἶναι μιά Χώρα, ἕνα Κράτος. Αὐτό προσδιορίζεται μέ τήν ἀνατολή καί τήν δύση τοῦ ἡλίου. Καθώς ἡ γῆ περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἄξονά της, φαίνεται ὅτι ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, πού στέλλει τό φῶς σέ ὅλο τό πλανητικό μας σύστημα, καί δύει ὁ ἥλιος, καί ἐπέρχεται τό σκοτάδι. Οἱ Χῶρες πού εἶναι πρός τήν πλευρά τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου λέγονται ἀνατολικές καί οἱ Χῶρες πού βρίσκονται πρός τήν δύση τοῦ ἡλίου λέγονται δυτικές.
Βεβαίως, αὐτή ἡ γεωγραφική διάκριση ὑφίσταται καί σέ κάθε Χώρα ἤ Κράτος, ὁπότε γίνεται λόγος γιά ἀνατολικές καί δυτικές περιοχές τοῦ Κράτους, ὅπως ἐπίσης τό ἴδιο γίνεται γιά κάθε χῶρο. Μέ αὐτήν τήν προοπτική καί ὁ ναός στόν ὁποῖο προσευχόμαστε καί τελοῦμε τά ἅγια Μυστήρια ἔχει ἀνατολικό προσανατολισμό, γιατί ἀπό ἐκεῖ ἀναμένουμε τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ πραγματική Ἀνατολή Ἀνατολῶν, καί ἀπό τήν δυτική πύλη τοῦ Ναοῦ ὁδεύουμε πρός ἀνατολάς, στό ἱερό θυσιαστήριο, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα εἶναι τό κεντρικό σημεῖο τοῦ Ναοῦ.
Ὅμως, οἱ ὅροι ἀνατολή καί δύση ἔχουν προσλάβει καί πολιτιστικό περιεχόμενο, ἀνάλογα μέ τούς πολιτισμούς πού ἐπικράτησαν στίς διάφορες περιοχές. Ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ἀπό τήν Χαλδαία, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στήν Παλαιστίνη, σέ αὐτόν ἀποκαλύφθηκε ὁ ζωντανός Θεός, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὅπως ἔγινε καί στούς ἀπογόνους του. Οἱ Ἰσραηλίτες γνώρισαν τόν ἀληθινό Θεό, Τόν διέκριναν ἀπό ψευδεῖς Θεούς καί ἡ κατάληξη ἦταν ὁ Χριστός νά ἐνανθρωπήση ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, νά γεννηθῆ στήν Παλαιστίνη καί ἐκεῖ νά διδάξη, νά θαυματουργήση, νά πάθη, νά σταυρωθῆ, νά ἀποστείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά δημιουργηθῆ ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα Του, πού ἐπεκτάθηκε σέ ὅλο τόν κόσμο, στήν ἀνατολή, τήν δύση, τόν βορρᾶ καί τόν νότο.
Ἐπί πλέον στήν ἀνατολή δημιουργήθηκε ἕνας πολιτισμός, ἀναπτύχθηκε ἡ γνώση, σέ πολλά ἐπιστημονικά θέματα τῆς ἐποχῆς, ὅπως στήν ἀστρονομία, τήν γεωμετρία, τά μαθηματικά κλπ. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦλθαν σέ ἐπικοινωνία μέ αὐτούς τούς ἀνατολικούς λαούς, προσέλαβαν μερικές γνώσεις, τίς ὁποῖες ὅμως ἐπεξεργάσθηκαν διανοητικά καί ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἡ φιλοσοφία. Σέ αὐτό συνετέλεσε τό εὔκρατο κλίμα πού ὑπῆρχε στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἡ διαμόρφωση τοῦ ἐδάφους καί τά ἰδιαίτερα χαρίσματα τῶν Ἑλλήνων. Μέ τήν φιλοσοφία δόθηκε ἄνθηση καί στήν θρησκεία, ὁπότε ἀναπτύχθηκαν διάφορες θρησκευτικές ἀντιλήψεις ἀπό τήν φιλοσοφία μέχρι τόν νεοπλατωνισμό.
Μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο θρησκευτικῶν φαινομένων, ἀναπτύχθηκε ἡ προσωκρατική φιλοσοφία, ἡ κλασσική μεταφυσική καί ὁ νεοπλατωνισμός. Ὅλοι ἀναζητοῦσαν τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά τελικά οἱ Πατριάρχες τῶν Ἑβραίων καί οἱ Προφῆτες πού εἶχαν αὐθεντική ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν πίστη, τήν ἁπλότητα, τήν ἀρετή, προετοίμασαν καλύτερα τό Ἰσραηλιτικό ἔθνος, ὥστε αὐτό νά συντελέση στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ θεολογία ὡς ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία προσπαθεῖ μέ τήν λογική νά κατανοήση τόν Θεό, καί μέ τήν θεολογία ἀποκτᾶ κανείς γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι εἴμαστε διφυής λαός, δηλαδή ἔχουμε μέσα μας ὑπόγεια ἀνατολικά ρεύματα, ἀλλά καί ἐπιφανειακά δυτικά ρεύματα. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἰσχύει ἀπόλυτα τό σύνθημα «ἀνήκουμε στήν Δύση», οὔτε τό σύνθημα «ἀνήκουμε στήν Ἀνατολή», ἀλλά εἴμαστε οἰκουμενικοί καί συνδεόμαστε μέ διαφόρους ζωντανούς πυρῆνες θεολογίας καί πολιτισμοῦ πού ὑπάρχουν στήν Ἀνατολή καί τήν Δύση.
Ἐπίσης, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἀνατολή ἀπό γεωγραφικῆς, πολιτιστικῆς καί θρησκευτικῆς πλευρᾶς συμπεριλαμβάνουμε καί ἄλλες θρησκευτικές ἀντιλήψεις ὅπως εἶναι ὁ Ἰνδουϊσμός, ὁ Ζωροαστρισμός, ὁ Κομφουκιανισμός, ὁ Βραχμανισμός, ὁ Βουδισμός κλπ., οἱ ὁποῖες ἀντιλήψεις ἔχουν μιά διαφορετική ἑρμηνεία περί τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, πολύ διαφορετική ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό, τόν Μουσουλμανισμό, καί τόν Χριστιανισμό. Μπορεῖ νά δῆ κανείς μερικά κοινά σημεῖα, ἀφοῦ κοινή εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ δημιουργία του, ἀλλά ὑφίστανται μεγάλες διαφορές.
Ὑπάρχει μιά θεωρία περί πολιτισμοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γένεση καί ἡ μετάδοση τοῦ πολιτισμοῦ ἀκολουθεῖ τήν φαινομενική κίνηση τοῦ ἡλίου. Ὅπως ὁ ἥλιος φαίνεται νά κινῆται ἀπό ἀνατολάς πρός τήν δύση ἔτσι κινοῦνται καί τά πολιτιστικά καί θρησκευτικά ρεύματα. Ὁπότε, ἀπό τήν ἀνατολή μεταφέρθηκαν πρός τήν δύση, διά τῶν ἀνθρώπων, ὅλα τά πολιτιστικά ρεύματα καί οἱ πολιτιστικές καί θρησκευτικές ἀντιλήψεις, πού σημαίνει ὅτι ἡ δύση ὀφείλει πολλά στήν ἀνατολή. Ὅλα τά σύγχρονα πολιτιστικά καί θρησκευτικά ρεύματα πού κυριαρχοῦν στήν δύση ἔχουν σχέση μέ τά ρεύματα καί τίς ἀντιλήψεις τῆς ἀνατολῆς.
Αὐτό πού λέγεται ἀνατολή καί αὐτό πού λέγεται ἀνατολικός κόσμος δέν εἶναι ἑνιαῖα. Συνήθως, κάνουμε διάκριση μεταξύ «Ἄπω Ἀνατολῆς» καί «Ἐγγύς Ἀνατολῆς». Σήμερα, στήν «Ἄπω Ἀνατολή» κυριαρχεῖ ὁ Ἰνδουϊσμός, Βεδισμός, Βραχμανισμός, Βουδισμός μέ τήν ἰδιαίτερη φιλοσοφία καί θεολογία τους, πού προϋποθέτουν μιά ἄλλη ἀνθρωπολογία, καί στήν «Ἐγγύς (σέ μᾶς) Ἀνατολή» ἐπικρατεῖ κυρίως ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Ἰσλαμισμός-Μουσουλμανισμός. Ὅμως, σέ αὐτόν τόν χῶρο τῆς Ἄπω καί τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς ὑπῆρχε πολύ περισσότερο παλαιότερα, ἀλλά καί σήμερα, ἔστω σέ μειωμένα ποσοστά, καί ὁ Χριστιανισμός.
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός σέ αὐτούς τούς χώρους συνδέθηκε μέ τόν Ἑλληνισμό, ὁ ὁποῖος Ἑλληνισμός διαδόθηκε ἐκεῖ πρίν τόν Χριστιανισμό, ἀπό τίς ἀποικίες, τόν Μέγα Ἀλέξανδρο καί τούς Ἑλληνιστές, ἀλλά καί ἀπό τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία πού εἶχε ἐξελληνισθῆ. Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, χρησιμοποίησαν τήν ἑλληνική ὁρολογία γιά νά διατυπώσουν τήν ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, καί βεβαίως γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς ἀρχαίους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐξελληνίσει τόν Χριστιανισμό. Αὐτή ἡ ἑνότητα μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ, πού ἐκφράσθηκε στούς χώρους πού ἐπικράτησε ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ὀνομάστηκε Ρωμηοσύνη, καί ὅσοι τήν ἐξέφραζαν ὀνομάστηκαν Ρωμαῖοι-Ρωμηοί.
Ἑπομένως, στόν ὅρο «Ἄπω Ἀνατολή» κυριαρχοῦν εἰδωλολατρικές ἀντιλήψεις, καί στόν ὅρο «Ἐγγύς Ἀνατολή» (Μικρά Ἀσία, Παλαιστίνη) κυριαρχεῖ ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Ἰσλαμισμός, καί μέ τόν ὅρο «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» ἀποδίδεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός, πού βιώθηκε στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, τῆς ὁποίας ἀπόγονοι εἴμαστε ἐμεῖς. Ἔτσι, ὅταν ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί χαρακτηριζόμαστε ὡς ἀνατολικοί ἐννοοῦμε τήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή», ὄχι τήν «Ἄπω Ἀνατολή», οὔτε τήν «Ἐγγύς Ἀνατολή», ἀλλά τήν Ἀνατολή, ὅπως τήν προσδιορίζουμε ἐμεῖς, καί τήν διαφοροποιοῦμε ἀπό τήν Ἀνατολή ὅπως τήν γνωρίζουν οἱ δυτικοί.
Προηγουμένως ἀναφέρθηκε ὅτι σύμφωνα μέ τήν θεωρία τῶν πολιτισμῶν, ὁ πολιτισμός κινεῖται ἀπό ἀνατολάς πρός δυσμάς, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὅλα αὐτά τά πολιτιστικά καί θρησκευτικά ρεύματα μεταφέρθηκαν καί στό δυτικό μέρος τῆς γῆς, ὅπως καί στήν συνέχεια καί δυτικά πολιτιστικά ρεύματα κινοῦνται καί πρός ἀνατολάς μέ τά σημερινά δεδομένα.
Ἔτσι, στήν δύση μεταφέρθηκε ἡ ὀρθόδοξη ρωμαίϊκη παράδοση, ἀφοῦ ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἄρχιζε ἀπό τήν σημερινή Πορτογαλία καί ἔφθανε μέχρι τήν Μέση ἤ Ἐγγύς Ἀνατολή. Ὁ Χριστιανισμός διαδόθηκε σέ ὅλους τούς δυτικούς λαούς. Ὅμως, ἀργότερα διάφορα βαρβαρικά φῦλα, κυρίως γερμανικά, τά ὁποῖα δέχθηκαν ἐπιδράσεις Χριστιανικές, ἄλλοτε ἀρειανικές καί ἄλλοτε ὀρθόδοξες, κατέβηκαν ἀπό Βορρᾶ πρός τόν Νότο καί τελικά κυρίευσαν τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί ἐπέβαλαν τήν δική τους παράδοση καί ἐν πολλοῖς κατέστρεψαν μέ τήν βία Ναούς καί μνημεῖα πολιτιστικά καί θρησκευτικά.
Ὅπως ἐξελίχθηκαν τά γεωπολιτικά συμφέροντα καί οἱ πολιτικές πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτά, πρέπει νά συνεργαζόμαστε μέ τούς δυτικούς λαούς, συμμετέχοντας στούς ὀργανισμούς τῶν δυτικῶν Κρατῶν, ἀλλά τελικά ἀπό πλευρᾶς πολιτιστικῆς καί θεολογικῆς ἡ ταυτότητά μας προσδιορίζεται καί ἐκφράζεται ἀπό τήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» καί τήν «καθ’ ἡμᾶς Δύση». Αὐτό τό «καθ’ ἡμᾶς» εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὑπάρξεώς μας.
Ἔτσι, ὅπως χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο «ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή», μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε καί τόν ὅρο «ἡ καθ’ ἡμᾶς Δύση», δηλαδή νά δηλώνουμε τό πολιτιστικό ἐκεῖνο μέρος πού δέν ἐπηρεάσθηκε ἀπό τά θρησκευτικά ρεύματα τῆς «Ἄπω Ἀνατολῆς» καί ἀπό τήν νοοτροπία τῶν Φράγκων κατακτητῶν τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς παλαιᾶς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Πολλοί, καίτοι δέν ἀγνοοῦν τά γεγονότα πού ἔχουν σχέση μέ τήν κάθοδο τῶν γερμανικῶν φύλων, κυρίως τῶν Φράγκων, πού κατέκτησαν τήν δυτική Εὐρώπη, ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγο σήμερα γιά Ρωμαίους καί Φράγκους στήν Δύση. Καί ὅμως, ὅταν μελετήση κανείς προσεκτικά τήν διαφορά μεταξύ τῶν Βορείων καί Νοτίων λαῶν τῆς Εὐρώπης, καθώς ἐπίσης καί τήν νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων πού κατοικοῦν σέ ὅλα τά Κράτη τῆς σύγχρονης Εὐρώπης, ὅπως ὅταν μελετήση κανείς ἐπισταμένως καί τά ἰδεολογικά κινήματα πού ἀναπτύχθηκαν στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο, θά διαπιστώση ὅτι ὑπάρχει ἡ διαφορά μεταξύ ὀρθοδόξων Ρωμαίων καί αἱρετικῶν Φράγκων. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀντικείμενο τοῦ παρόντος ἄρθρου, πράγμα τό ὁποῖο ἔκανα σέ ἄλλα κείμενά μου.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὑφίστανται οἱ ὅροι «ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» καί ἡ «ἡ καθ’ ἡμᾶς Δύση». Ἐμεῖς, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι εἴμαστε διφυής λαός, δηλαδή ἔχουμε μέσα μας ὑπόγεια ἀνατολικά ρεύματα, ἀλλά καί ἐπιφανειακά δυτικά ρεύματα. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἰσχύει ἀπόλυτα τό σύνθημα «ἀνήκουμε στήν Δύση», οὔτε τό σύνθημα «ἀνήκουμε στήν Ἀνατολή», ἀλλά εἴμαστε οἰκουμενικοί καί συνδεόμαστε μέ διαφόρους ζωντανούς πυρῆνες θεολογίας καί πολιτισμοῦ πού ὑπάρχουν στήν Ἀνατολή καί τήν Δύση. Γι’ αὐτό δέν μποροῦν νά μᾶς καταλάβουν οἱ ἡγέτες τῶν δυτικῶν Κρατῶν, ἀλλά οὔτε καί ἐμεῖς μποροῦμε νά τούς καταλάβουμε.
Στό ἐρώτημα, λοιπόν, τί εἴμαστε: ἀνατολίτες ἤ δυτικοί, μποροῦμε νά δώσουμε τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ ἅγιος Σάββας, πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σέρβων, τόν 12ο -13ο αἰώνα.
«Στήν ἀρχή εἴχαμε σαστίσει. Ἡ Ἀνατολή μᾶς θεωροῦσε ὅτι ἀνήκουμε στήν Δύση, ἐνῶ ἡ Δύση μᾶς κατέτασσε στήν Ἀνατολή. Μέσα στήν σύγχυση αὐτή τῶν ἰδεῶν μερικοί ἀπό ἐμᾶς ἐκτίμησαν λανθασμένα τήν θέση μας καί ἰσχυρίζονταν μεγαλοφώνως ὅτι δέν ἀνήκουμε σέ καμμία πλευρά. Ἐνῶ ἀπό τούς ὑπόλοιπους μερικοί ἔλεγαν ὅτι ἀνήκουμε ἀποκλειστικά στήν μία πλευρά καί οἱ ἄλλοι στήν ἀντίθετη. Ἐγώ ὡστόσο λέγω ὅτι ἡ Μοίρα μᾶς ἔταξε νά εἴμαστε γιά τήν Δύση ἡ Ἀνατολή καί γιά τήν Ἀνατολή ἡ Δύση καί νά ἀναγνωρίζουμε πάνω ἀπό τίς κεφαλές μας μόνον τήν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ καί ἐδῶ στήν γῆ κανέναν».
Ἡ δύσκολη κατάσταση πού διερχόμαστε σήμερα ὡς λαός καί ὡς Κράτος, ὅπου γίνεται συζήτηση γιά τό ποῦ ἀνήκουμε, ἄν εἴμαστε Εὐρωπαῖοι ἤ Ἀνατολίτες, ἄν ἀνήκουμε στήν Ἀνατολή ἤ στήν Δύση, δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό. Πάνω στό θέμα αὐτό πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὅπως ἐξελίχθηκαν τά γεωπολιτικά συμφέροντα καί οἱ πολιτικές πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτά, πρέπει νά συνεργαζόμαστε μέ τούς δυτικούς λαούς, συμμετέχοντας στούς ὀργα-νισμούς τῶν δυτικῶν Κρατῶν, ἀλλά τελικά ἀπό πλευρᾶς πολιτιστικῆς καί θεολογικῆς ἡ ταυτότητά μας προσδιορίζεται καί ἐκφράζεται ἀπό τήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» καί τήν «καθ’ ἡμᾶς Δύση». Αὐτό τό «καθ’ ἡμᾶς» εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὑπάρξεώς μας. Καί πάνω ἀπό τίς κεφαλές μας δεχόμαστε «μόνον τήν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ καί ἐδῶ στήν γῆ κανέναν».
Αὔγουστος 2015

«Μέση Ἀνατολή: Τό θεολογικό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα».


Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου
Ἐπίκ. Καθηγητή ΑΕΑ Βελλᾶς Ἰωαννίνων

Δέν ἔχουν περάσει 6 μῆνες ἀπό τήν ἐκδήλωση γιά τούς χειμαζόμενους ἀδελφούς μας Χριστιανούς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, πού διοργανώθηκε στήν Πάτρα τόν περασμένο Ὀκτώβριο μέ κύριο ὁμιλητή τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, καί ἰδού σήμερα, γεγονός ἔκτακτο μᾶς συνάγει «ἐπί τό αὐτό» στρέφοντας ξανά τήν προσοχή μας στά δεινά παθήματα τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς πολύπαθης Ἀνατολῆς. Πρόκειται γιά τήν ἔκδοση τοῦ νέου βιβλίου τοῦ Σεβασμιωτάτου, «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μέση Ἀνατολή», πού ἔρχεται νά προστεθεῖ στόν μακρύ καί ἐντυπωσιακό ἐργογραφικό κατάλογό του, ἀλλά καί νά καταλάβει σέ αὐτόν μιά ἐξάπαντος ξεχωριστή, καί θά τολμοῦσα νά πῶ, μοναδική θέση: Ἀνάμεσα στά πάνω ἀπό 80 βιβλία τοῦ Ναυπάκτου Ἱεροθέου μέ τό ἐμβριθές θεολογικό, ποιμαντικό, φιλοκαλικό-ἀσκητικό, βιοηθικό-βιοϊατρικό, ἀλλά καί κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο, καταλαμβάνει τώρα τή θέση του ἕνα βιβλίο – μαρτυρία: Πρόκειται γιά τό προσωπικό ἡμερολόγιο πού ὁ Σεβασμιώτατος κράτησε στό χρονικό διάστημα κατά τό ὁποῖο βρέθηκε στόν Λίβανο καί τή Συρία προκειμένου νά διδάξει στό Ὀρθόδοξο Πανεπιστήμιο τοῦ Μπάλαμαντ Ἀρχαία καί Νέα Ἑλληνικά, Ὀρθόδοξη Ἠθική καί Βιοηθική.

Τό σκηνικό τῆς διακονίας του; Σκηνικό πολέμου μακροῦ καί ἀδελφοκτόνου, χῶρος καθημερινοῦ εὐτελισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπου ἀκόμα καί οἱ πλέον ἀτρόμητες ψυχές λυγίζουν καί οἱ νηφαλιότεροι ἀναθεωροῦν τίς ὑπαρξιακές βεβαιότητές τους. Ὁ κόσμος πού τόν περιέβαλε; Ἡ χειμαζόμενη φτωχολογιά τῶν μεσανατολικῶν κρατῶν, μέ τίς νησίδες εὐημερίας πού ἀπολάμβανε καί ἀπολαμβάνει μιά μειονότητα ἐπιτηδείων ἢ τυχερῶν, κυρίως ὅμως οἱ γεμάτοι δίψα γιά μάθηση ὀρθόδοξοι φοιτητές του στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπάλαμαντ τοῦ βορείου Λιβάνου, ἢ οἱ πιστοί τῶν διάφορων περιοχῶν πού ἐπισκεπτόταν, μέ τό βαθύ, ὅπως γράφει ὁ Σεβ., ὑπαρξιακό βλέμμα, πού προδίδει τήν ἐναγώνια ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀλήθειάς Του. Καί ὁ τόνος τοῦ βιβλίου; Κείμενο δωρικῆς λιτότητας καί ἐσωτερικῆς ἔντασης: ρέουσα ἀφήγηση, ἀλλά καί σύντομες ἢ κοφτές ἀποστροφές στίς ὁποῖες συμπυκνώνονται ἐμπειρίες ὁριακές γιά κοινούς καί ἀνάσκητους θνητούς. Τό αἰσχύλειο «χρὴ λέγειν τὰ καίρια», εἶναι ἀλήθεια, κυρώνεται σέ κάθε σύγγραμμα τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου΄ στήν περίπτωση ὅμως τοῦ σήμερα παρουσιαζόμενου βιβλίου θά μποροῦσε νά λειτουργήσει καί ὡς μότο: Ἐδῶ ὁ Ναυπάκτου φθογγίζει τά καίρια γιά τή ζωή καί τόν θάνατο, τό φῶς καί τό σκοτάδι, τήν αἰσιοδοξία καί τήν ἀπόγνωση στό κέντρο ἑνός κόσμου πού θά ἦταν ἀτελεύτητη κόλαση ἂν δέν τήν φώτιζε ἡ ἐλπίδα τοῦ Ἀναστάντος.
...
Εἶναι μεγάλη τιμή γιά μένα νά παρουσιάζω σήμερα ἐδῶ στήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου αὐτό τό μοναδικό πόνημα, μοναδικό ὄχι μόνον στήν προσωπική βιβλιοπαραγωγή τοῦ σεπτοῦ ποιμενάρχη μας, ἀλλά καί στήν εὐρύτερη ἑλληνική βιβλιογραφία. ... 
Ὅ,τι ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ μιά, κατ’ ἀνάγκη ἁδρομερῆ, ἀπόπειρα σκιαγράφησης τοῦ εὐρύτερου θρησκειολογικοῦ χάρτη τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὅπου ἡ, δυστυχῶς, μή ἀνασχέσιμη δράση ποικίλων φονταμενταλιστικῶν ἰσλαμικῶν ὀργανώσεων, μέ πρώτη ἀνάμεσά τους τόν διαβόητο ΙΣΙΣ ἀπειλεῖ, χάρη στήν ἔνοχη συνέργεια ἢ ἀδράνεια δυτικῶν, κατ’ ὄνομα μόνον χριστιανικῶν, δυνάμεων, νά ξεριζώσει ἀπό τό λίκνο τους τίς ἀρχέγονες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς.

Θρησκευτικός χάρτης Μέσης Ἀνατολῆς

Ι) Ἰσλάμ: Ἡ πρωταρχική διαίρεση τῆς θρησκείας αὐτῆς εἶναι αὐτή μεταξύ Σουνιτῶν καί Σιϊτῶν. Οἱ σουνίτες (Σ. Ἀραβία, Τουρκία, Αἴγυπτος κ.ἀ.) ἀποτελοῦν τό 85% τῶν μουσουλμάνων παγκοσμίως. Οἱ σιΐτες (Ἰράν, Νότιο Ἰράκ). Ἀποτελοῦν τό 15% τῶν μουσουλμάνων. Ἡ βασική (ἀλλά ὄχι μοναδική) διαφορά τους ἔγκειται στόν τρόπο διαδοχῆς τοῦ ἐπικεφαλῆς τῆς μουσουλμανικῆς κοινότητας: Σέ ἀντίθεση μέ τούς σουνίτες, οἱ σιΐτες ἐπιμένουν ὅτι ὁ νόμιμος ἀρχηγός τῆς οὔμμα (δηλ. τῆς παγκόσμιας κοινότητας τῶν πιστῶν τοῦ Ἰσλάμ) πρέπει νά εἶναι ἀπόγονος τοῦ Μωάμεθ ἀπό τήν γραμμή τοῦ γαμβροῦ του Ἀλί, δηλ. τοῦ συζύγου τῆς κόρης τοῦ «προφήτη» Φατίμας.
Ὅμως εἰδικά στήν περίπτωση τῆς Συρίας καί τῆς Τουρκίας παρουσιάζεται μιά ἰδιαιτερότητα, ἀφοῦ σέ αὐτές ἀπαντοῦν δυό ἀξιοσημείωτες σέκτες τοῦ εὐρύτερου ἑτερόδοξου, ὅπως λέγεται, Ἰσλάμ.
Πιό συγκεκριμένα, στή Συρία ἀπαντοῦν ὡς θρησκευτική μειονότητα οἱ Ἀλαουίτες, ἐνῶ στήν Τουρκία οἱ Ἀλεβῆδες: Μολονότι κάποιοι ἐρευνητές ἀρνοῦνται νά θεωρήσουν τούς ἀλεβῆδες ὡς κλάδο τοῦ Ἰσλάμ, ἐντούτοις ἕνας εὐρύτερα ἀποδεκτός ὁρισμός ἀμφοτέρων τῶν ὁμάδων τίς ἐντάσσει στόν ἑτερόδοξο μουσουλμανικό χῶρο ἢ ἀφήνει ἀνοικτό τόν πιό ἐξειδικευμένο ἐντοπισμό τῆς θρησκειακῆς τους ταυτότητας: Τίθεται, μέ ἄλλα λόγια, τό ἐρώτημα ἐάν πρόκειται γιά σιϊτικές ἀποφύσεις ἢ sui generis θρησκευτικό ἀμάλγαμα μέ ἀρχέγονα στοιχεῖα.
Τό αἰσχύλειο «χρὴ λέγειν τὰ καίρια», εἶναι ἀλήθεια, κυρώνεται σέ κάθε σύγγραμμα τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου΄ στήν περίπτωση ὅμως τοῦ σήμερα παρουσιαζόμενου βιβλίου θά μποροῦσε νά λειτουργήσει καί ὡς μότο: Ἐδῶ ὁ Ναυπάκτου φθογγίζει τά καίρια γιά τή ζωή καί τόν θάνατο, τό φῶς καί τό σκοτάδι, τήν αἰσιοδοξία καί τήν ἀπόγνωση στό κέντρο ἑνός κόσμου πού θά ἦταν ἀτελεύτητη κόλαση ἂν δέν τήν φώτιζε ἡ ἐλπίδα τοῦ Ἀναστάντος.
Σέ κάθε περίπτωση πρόκειται γιά μεγέθη πού ἐπηρεάζουν ἀποφασιστικά τήν πολιτική τῶν χωρῶν στίς ὁποῖες διαβιοῦν: Οἱ ἀλαουίτες τῆς Συρίας (15% τοῦ πληθυσμοῦ) ὁμοιάζουν, ἀλλά δέν ταυτίζονται μέ τούς ἀλεβῆδες τῆς Τουρκίας (15% - 30% τοῦ τουρκικοῦ πληθυσμοῦ). Καί ἐνῶ στή Συρία οἱ ἀλαουίτες, ἂν καί μειονότητα, ἐν τούτοις κατέχουν ἐξέχουσα θέση στήν κοινωνία καί τόν κρατικό μηχανισμό (μήν λησμονοῦμε ὅτι ἡ οἰκογένεια Ἄσαντ, πού ἀσκεῖ γιά δεκαετίες δικτατορικά τήν ἐξουσία προέρχεται ἀπό τή μειονότητα αὐτή), στήν Τουρκία οἱ ἀλεβῆδες ἔχουν ἀναπτύξει αὐτοσυνειδησία ἐθνοθρησκευτικῆς μειονότητας καί ἀντιμετωπίζονται ὡς ὡρολογιακή βόμβα στά θεμέλια τοῦ τουρκικοῦ κράτους, ἐνῶ οὐκ ὀλίγες φορές μέσα στόν αἰώνα πού πέρασε ἔχουν πέσει θύμα ἀπηνῶν διώξεων ἀπό μέρους τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ καθηγητής Δ. Κιτσίκης ἔχει ἀναπτύξει στά βιβλία του μιά ἐνδιαφέρουσα θεωρία γιά τήν θρησκειολογική καταγωγή τῶν ἀλεβηδῶν καί τό ρόλο πού ἔπαιξαν μαζί μέ τούς Μπεκτασῆδες (μέ τούς ὁποίους ταυτίζει ἐσφαλμένα τούς ἀλεβῆδες) στή διάσωση τοῦ ἑλληνορωμαίϊκου στοιχείου στούς αἰῶνες τῆς ὀθωμανοκρατίας. Τό ὅτι ἐκτιμήσεις σχετικά μέ τόν ἀριθμό τῶν ἀλεβηδῶν τούς ἀνεβάζουν ἕως καί στό 30% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Τουρκίας, δίνει τό μέτρο τοῦ προβλήματος γιά τίς ἄρχουσες τουρκικές ἐλίτ΄ ἐξηγεῖ δέ ἐπιπροσθέτως τήν καχυποψία ἢ ἀκόμα καί τήν ἐχθρότητα μέ τήν ὁποία ἡ τουρκική ἡγεσία ἀντιμετωπίζει διαχρονικά τούς ἀλαουίτες Ἄσαντ τῆς Συρίας.
Μιά ἄλλη, ἄγνωστη μέχρι πρότινος στούς πολλούς σέκτα ἀποτελοῦν οἱ Γιεζίντι, Κοῦρδοι μή μουσουλμάνοι, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν αἴφνης ἐσχάτως στήν πρώτη γραμμή τῆς δημοσιότητας, λόγω τῆς φρικαλέας μεταχείρισης πού ἐπεφύλαξε ὁ διαβόητος ΙΣΙΣ σέ μέλη τῆς μειονότητας αὐτῆς πού κατοικοῦν στό Β. Ἰράκ. Οἱ Γεζίντι ἢ Γιαζιντίτες (ἀπό τό ized = ἀγγελικό ὄν, Θεός) διαβιοῦν κυρίως στήν Ν.Α. Τουρκία (ἐλάχιστοι στό Τούρ Ἀμπντίν) καί στό Β. Ἰράκ (σημαντική μειονότητα στήν ἐπαρχία Νινευή). Οἱ πεποιθήσεις τους θά χαρακτηρίζονταν ὡς ἕνα κράμα ἐντόπιων προϊσλαμικῶν, ζωροαστρικῶν καί ἰσλαμικῶν πεποιθήσεων, ἐνῶ οἱ ἱστορικές τους ἀπαρχές τοποθετοῦνται περί τόν 12ο αἰ. μ.Χ. Καί πάλι κατά τόν Δ. Κιτσίκη, οἱ Γιεζίντι ἐντάσσονται στό εὐρύτερο πλαίσιο τῶν ἀρχαίων ἀγγελολατρικῶν θρησκειῶν, ἴχνη τῶν ὁποίων ἀνευρίσκονται στήν Πρός Κολ. Ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου.
ΙΙ) Χριστιανισμός. Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς προβαίνω στή μεθοδολογική παρατήρηση ὅτι ὁ Χριστιανισμός μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ ὡς θρησκεία κυρίως σέ θρησκειολογικό πλαίσιο γιά λόγους ἑρμηνευτικούς. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός ἐντούτοις δέν κατανοεῖται, οὔτε βιώνεται ὡς θρησκεία, ἀλλά ὡς Ἐκκλησία, κάτι πού ἀσφαλῶς συνειδητοποιοῦν ὅσοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τό θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Σέ κάθε περίπτωση ὁ Χριστιανισμός προϋπάρχει ἐπί αἰῶνες τοῦ Ἰσλάμ στήν περιοχή πού μας ἀπασχολεῖ΄ ἡ Παλαιστίνη καί ἡ Συρία εἰδικότερα ἀποτελοῦν τό ἱστορικό του λίκνο. Πιό συγκεκριμένα, μετά τόν διασκορπισμό τῆς πρώτης κοινότητας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐξαπλώνεται στίς περιοχές πού ἀνήκουν σήμερα στήν Ν.Α. Τουρκία, Β. Συρία καί Β. Ἰράκ μεταξύ μέσων 1ου – ἀρχές 2ου αἰώνα μ.Χ. μέ ἀφετηρία τρία κυρίως κέντρα: α) τήν Ἀντιόχεια τοῦ Ὀρόντη (Ἀντάκ), β) τήν Ἔδεσσα Μεσοποταμίας (Οὔρφα), γ) τήν Ἀδιαβηνή (κατά μία ἐκδοχή, τό σημερινό Ἀρμπίλ τοῦ ἰρακινοῦ Κουρδιστάν), στήν ὁποία ἡ τοπική δυναστεία εἶχε ἀσπασθεῖ τόν Ἰουδαϊσμό, ὁπότε φυσικῷ τῷ τρόπῳ, προσέλκυσε καί Χριστιανούς. Ἂς δοῦμε ἐγγύτερα τά πράγματα:
α) Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας («Ρούμ Ὀρτοντόξ»). Πρόκειται γιά ἕνα ἀπό τά πέντε «πρεσβυγενῆ» Πατριαρχεῖα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἐν ἐνεργείᾳ Πατριάρχης: Ἰωάννης Ι΄ (Γιαζεζί). Ἕδρα του εἶναι ἡ Δαμασκός Συρίας (ἀπό τά μέσα τοῦ 14ου αἰώνα, ἐνῶ ἡ ἱστορική πόλη τῆς Ἀντιόχειας ἔχει ἐκπέσει στήν κατηγορία μιᾶς μικρῆς πολίχνης στήν Ν.Α. Τουρκία μέ τό ὄνομα Ἀντάκ). Ὁ ἀριθμός τῶν ἑλληνορθοδόξων πιστῶν τοῦ Πατριαρχείου ἀνέρχεται στά 4 ἑκατομμύρια σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἀπό τίς 26 ἐκκλησιαστικές ἐπαρχίες του οἱ περισσότερες βρίσκονται σέ Συρία καί Λίβανο, λιγότερες στό Ἰράκ καί κάποιες στή Δύση. Πολλοί πιστοί του, ἂν καί ἀραβόφωνοι, ἔχουν αὐτοσυνειδησία «ρωμηῶν Ὀρθοδόξων», δηλ. συνεχιστῶν τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης τῆς πάλαι ποτέ βυζαντινορωμαϊκῆς οἰκουμένης μέ ἕδρα τήν Νέα Ρώμη (πρβλ. τήν Ἀπόκριση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς [1725] γιά τόν ὁρισμό τοῦ «Ρωμαῖος» - «Ρωμηός»).
β) Ἀσσυριακή Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς (Νεστοριανοί). Ἕλκει τήν καταγωγή της ἀπό τήν περσική Ἐκκλησία τοῦ 4ου-6ου αἰώνα (ἀρχαῖο Πατριαρχεῖο Σελεύκειας-Κτησιφῶντος). Ἀποδέχεται μόνον τίς 2 πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἔχει σήμερα τήν ἕδρα της στό Σικάγο τῶν ΗΠΑ. Ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν της σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀνέρχεται στούς 400.000 ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 115.000 ζοῦν (ἢ ὀρθότερα, ζοῦσαν μέχρι τό ξέσπασμα τῶν προσφάτων διωγμῶν) στό Ἰράκ. Νά σημειώσουμε ὅτι μέλη τῆς Ἀσσυριακῆς Ἐκκλησίας κατοικοῦσαν παλαιότερα τήν περιοχή Χακκάρι τῆς Ν.Α. Τουρκίας, ἀπό ὅπου ἐκδιώχθηκαν ἢ σφαγιάσθηκαν κατά τήν γενοκτονία τῶν Συροχαλδαίων ἀπό τούς ἐθνικιστές Τούρκους κατά τόν Α΄ Π.Π.
Τή στιγμή πού ἀκούγονται αὐτές οἱ γραμμές ὅλα δείχνουν πώς στήν Μ. Ἀνατολή, ἱστορικό χῶρο τῆς πρώτης εὐχαριστιακῆς σύναξης-πραγμάτωσης τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, παίζεται ἡ τελευταία καί πιό τραγική φάση τοῦ δράματος τῶν ἐκεῖ Χριστιανῶν.
γ) Ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς (Νεστοριανοί – «Παλαιοημερολογίτες»). Ἔχουν ὅμως καί οἱ νεστοριανοί τούς… παλαιοημερολογίτες τους! Πρόκειται γιά τήν Ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν προηγούμενη τό 1964 λόγω κυρίως τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου. Ἕδρα της εἶναι ἡ Βαγδάτη καί ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν της, πού διαβιοῦν στό Ἰράκ, συμποσοῦται στούς 43.000.
δ) Συροϊακωβιτική Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά τούς Μονοφυσίτες ἢ ἀλλιῶς Ἀντιχαλκηδονίους (ἢ προχαλκηδονίους). Συγκροτεῖ τό μονοφυσιτικό «Πατριαρχεῖο» Ἀντιοχείας καί ἕλκει τήν καταγωγή της ἀπό τήν κοινότητα τῶν ἀντιχαλκηδονίων πού προέκυψαν μετά τήν 4η Οἰκουμενική Σύνοδο (451). Ἕδρα τῆς Συροϊακωβιτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπό τό 1959 ἡ Δαμασκός, ἐνῶ λειτουργική γλώσσα της εἶναι τά ἀραμαϊκά (ἀρχαῖα συριακά), τά ὁποῖα ὑπῆρξαν ὡς γνωστόν ἡ μητρική γλώσσα τοῦ Κυρίου, τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἀποστόλων. Οἱ πιστοί τοῦ συροϊακωβιτικοῦ Πατριαρχείου διαβιοῦν ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ Συρία, Ἰνδία, καί Ν.Α. Τουρκία (περιοχή Τούρ Ἀμπντίν). Ἀπό αὐτή τήν τελευταία περιοχή ἐκδιώχθηκαν κατά τίς σφαγές του Α΄ ΠΠ ἀπό τούς Τούρκους ἐθνικιστές, ὅμοια ὅπως καί οἱ Ἀσσύριοι.
ε) Οὐνίτες. Μιά ἰδιαίτερη οἰκογένεια χριστιανικῶν κοινοτήτων συγκροτοῦν οἱ εὑρισκόμενες σέ κοινωνία μέ τή Ρώμη:
αα) Πρῶτοι ἀνάμεσά τους οἱ Μαρωνίτες (Μονοθελῆτες), οἱ ὁποῖοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στήν πολιτική ζωή τοῦ Λιβάνου. Τό ὄνομά τους προέρχεται, πιθανόν, ἀπό τή Μονή Μπέθ Μαρόν (μεταξύ Χαλεπίου καί Ἀντιοχείας). Ἀποσχίσθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τόν 7ο αἰώνα λόγω τῆς μονοθελητικῆς ἔριδας καί τά μέλη της εἶναι κατ’ οὐσίαν μονοθελῆτες (χριστολογική αἵρεση). Ἀπό τό 1182 ἡ Ἐκκλησία αὐτή εἶναι ἑνωμένη μέ τή Ρώμη, ἐνῶ ἡ λειτουργική γλώσσα της εἶναι ἡ ἀραβική. Ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν της ἀγγίζει τό 3,1 ἑκατομμύρια, ἐκ τῶν ὁποίων τό 1/3 περίπου ἐγκαταβιοῖ στόν Λίβανο καί ἀρκετοί στή Ν. Ἀμερική.
ββ) Χαλδαϊκή ἐκκλησία: Πρόκειται γιά ἀνατολικούς Σύριους πού ἦλθαν σέ ἐπαφή μέ τήν ΡΚ Ἐκκλησία ἀπό τόν 13ο αἰώνα. Ἀπό τό 1445 καί ἐντεῦθεν ἡ Ἐκκλησία αὐτή εἶναι ἑνωμένη μέ τή Ρώμη. Μάλιστα σήμερα ὁ ὅρος «Χαλδαῖος» δηλώνει τούς εὑρισκομένους σέ κοινωνία μέ τή Ρώμη ἀνατολικούς Σύριους (νεστοριανούς) Χριστιανούς. Ἕδρα της εἶναι ἡ Βαγδάτη τοῦ Ἰράκ΄ μάλιστα κάποια ἐκ τῶν μελῶν της καλλιέργησαν στενές σχέσεις μέ τό καθεστώς τοῦ Σ. Χουσεΐν. Ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν τῆς χριστιανικῆς αὐτῆς κοινότητας ὑπολογίζεται στούς 400.000 (ἐξ αὐτῶν 200.000 ζοῦν στό Ἰράκ καί περίπου 100.000 στίς ΗΠΑ).
Καθίσταται ὡς ἐκ τούτου πλήρως κατανοητό τό ἐνδιαφέρον τοῦ Βατικανοῦ γιά τά τεκταινόμενα ἐσχάτως στήν περιοχή, ἐφ’ ὅσον, ὡς γνωστόν, ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς συριακῆς κρίσης ζητᾶ κατ’ ἐπανάληψη τόν τερματισμό τῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι ἐπίσης δικαιολογημένη ἡ ἔμμεση στήριξη πού παρέσχε ὁ πάπας στήν θρησκευτικά ἀνεκτική κυβέρνηση τοῦ προέδρου Ἄσαντ, ἀφοῦ τό μπααθικό καθεστώς τῆς Συρίας, μολονότι δικτατορικό, λειτουργεῖ λόγω τοῦ ἀνεξίθρησκου χαρακτήρα του ὡς προστατευτικό πέτασμα γιά τίς πολυάριθμες θρησκευτικές κοινότητες τῆς περιοχῆς καί ἑπομένως καί γιά τούς Χριστιανούς. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἀντιφατική, κατ’ ἐμέ, ὑπῆρξε ἡ στάση τῆς προηγούμενης Ἑλληνικῆς κυβέρνησης, ἀφοῦ σέ διαφορετικές συγκυρίες ὁ μέν τέως πρωθυπουργός ζήτησε ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση νά δείξει τή μέριμνά της γιά τούς διωκόμενους Χριστιανούς τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὁ δέ ἀντιπρόεδρός του ζήτησε παραδειγματική τιμωρία ἐναντίον τῆς Συρίας ἀπό τή διεθνῆ κοινότητα λόγω της, ὑποτιθέμενης, ἐμπλοκῆς της σέ ἐπιθέσεις κατά ἀμάχων μέ χημικά ὅπλα. Τέλος δέν διαθέτω πληροφόρηση σχετικά μέ τή στάση τῆς νέας Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως.
Δέν θά σᾶς κουράσω ἄλλο.
Τή στιγμή πού ἀκούγονται αὐτές οἱ γραμμές ὅλα δείχνουν πώς στήν Μ. Ἀνατολή, ἱστορικό χῶρο τῆς πρώτης εὐχαριστιακῆς σύναξης-πραγμάτωσης τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, παίζεται ἡ τελευταία καί πιό τραγική φάση τοῦ δράματος τῶν ἐκεῖ Χριστιανῶν. Ἀπηνεῖς διωγμοί φανατικῶν ἰσλαμιστῶν ἀπορφανίζουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στή Συρία καί τό Ἰράκ. Οἱ προσευχές ὅλων μας, ἰδιαιτέρως κατά τίς ἅγιες μέρες τοῦ κυριακοῦ Πάθους, θά πρέπει νά ἀγκαλιάζουν τούς ἀνθρώπους αὐτούς πού δίνουν τώρα τήν καλή μαρτυρία κατά μίμηση τοῦ πρώτου Μάρτυρα. Ἡ σκέψη μας καί οἱ θερμές δεήσεις μας πρός τόν μόνον Κύριο τῆς ζωῆς καί τῆς ἱστορίας πρέπει νά μᾶς ταξιδεύουν ἐκεῖ πού τόσες χιλιάδες Ρωμηοί καλοῦνται νά χύσουν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό ἢ νά ξεριζωθοῦν ἀπό τά πατρογονικά τους ἐδάφη ἀναζητώντας τήν τύχη τους στήν πικρή ὁδό τῆς προσφυγιᾶς, στούς ἀδελφούς μας πού ἐκ τοῦ σύνεγγυς διακόνησε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος προσφέροντας μερικά ἀπό τά καλύτερα χρόνια τῆς διακονίας του, ὄχι μόνον ὡς ἀκαδημαϊκός καθηγητής, ἀλλά καί δάσκαλος τῆς ἀσκητικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας μας καί ποιμένας θυσιαστικῆς αὐταπάρνησης. Δέν μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς, ἐπειδή ὁ Ναυπάκτου δέν θεωρητικολογεῖ, ἀλλά πράττει ἔλλογα΄ δέν σχεδιάζει ἀσκήσεις ἐπί χάρτου, ἀλλά ἀποφασίζει καί δρᾶ΄ δέν ἀναλίσκεται σέ τραπεζορητορεῖες γιά ἕνα καλύτερο μέλλον, ἀλλά στρατεύεται γι’ αὐτό μεταμορφώνοντας τό παρόν, γιατί γνωρίζει τή διδαχή τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου: ««πρᾶξις ἔλλογος, ταμεῖον ἐλπίδος, ἄπρακτος δὲ σοφία, ταμεῖον αἰσχύνης». Σέ αὐτούς αὐτοπροσφέρθηκε, ἀλλά καί προσφέρει τό σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο ὁ σεπτός ποιμενάρχης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ναυπάκτου ὡς «ταμεῖον ἐλπίδος», καρπό ἀγάπης, γνώσης κατά Θεόν, ποιμαντικῆς πείρας καί προσευχῆς: Στούς Ρωμηούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, πρόσφυγες, ὁμολογητές ἢ μάρτυρες εἶναι ἀφιερωμένη αὐτή ἡ συγκλονιστική ἡμερολογιακή μαρτυρία, τήν ὁποία εἶχα τήν τιμή νά παρουσιάσω ἀπόψε ἐδῶ μέ τίς εὐλογίες τοῦ συγγραφέα, καί γι’ αὐτούς ὅλοι μας μέ πρῶτο τόν Μητροπολίτη μας ἂς προσευχηθοῦμε διαπύρως πρός Κύριον.
Εἰς πολλά ἔτη δέσποτα! Καλή Ἀνάσταση!

π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ: Ἡ Ὀρθόδοξη Νηπτικὴ Παράδοση ὡς θεμέλιο τῆς Ρωμηοσύνης




Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμ. Καθηγητοῦ Ἐ.Κ. Πανεπιστημίου
Εἰσήγηση στό Θεολογικό Συνέδριο «Θεολογία καί Ποιμαντική». (Παρουσίαση τοῦ Συνεδρίου ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε. Π στὸ youtube)
Στό πλαίσιο τῆς ἐμψυχούμενης ἀπό τίς ἡσυχαστικές πρακτικές παράδοσης εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνευθεῖ ἒγκυρα ἡ ἐθνική, κοινωνική, πολιτιστική, ἀλλά καί πολιτική ἱστορία τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἡ «Βυζαντινή» καί «Μεταβυζαντινή» διάρκεια δέν μπορεῖ νά ἀποτιμηθεῖ σωστά χωρίς γνώση τῆς πατερικῆς Θεολογίας, πού δέν εἶναι ἂσαρκη, στοχαστική-διανοητική θεολόγηση, ἀλλά καρπός εὒχυμος τῆς ἡσυχαστικῆς πράξης, ὡς ἂσκησης.
1. Ὁ Ἡσυχασμός συνιστᾶ τήν πεμπτουσία τῆς ρωμαίικης (ὀρθοδόξου) παραδόσεως, ταυτιζόμενος μέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὃρος Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Ἡ Ἡσυχαστική, ἐξ ἂλλου, πράξη εἶναι ἡ «λυδία λίθος» γιά τήν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητος.
Δέν ὑπάρχει Ἃγιος ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική πράξη, ὃπως περίτρανα ἀποδεικνύει ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει δέ νά ἀποσαφηνισθεῖ, ὃτι ὁ Ἡσυχασμός νοεῖται κυρίως ὡς πορεία πρός τήν θέωση καί ἐμπειρία θεώσεως καί δευτερευόντως ὡς (θεολογική) καταγραφή αὐτῆς τῆς μεθόδου καί ἐμπειρίας. Τά κείμενα, ἐξ ἂλλου, στήν Ὀρθοδοξία, τήν αὐθεντική χριστιανικότητα, ἀκολουθοῦν τήν πράξη καί τήν περιγράφουν, ἀλλά ποτέ δέν τήν ὑποκαθιστοῦν. Οἱ «διάδοχοι» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ δέν βρίσκονται στήν ἀκαδημαϊκή θεολόγηση, ἀλλά στήν ἀσκητική συνέχειά του.
Μετά τή λατινική (1204) καί τήν ὀθωμανική (1453) ἃλωση, αὐτό πού ἐθίγη ἦταν, κυρίως, τό πολιτικό μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, ὂχι ὃμως καί τό πνευματικό. Ἀπόλυτο κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης παρέμεινε ὁ θεούμενος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά φθάσει στήν θέωση «εἰς ὁποιανδήποτε ἐποχήν ἢ κατάστασιν, κρατικήν ἢ πολιτικήν».
«Ὁ Ἡσυχασμός, ὡς ἀσκητική θεραπευτική ἀγωγή, ἦτο ἡ καρδία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν ἐποχήν τῶν Ἀποστόλων καί ἐκυριάρχει εἰς ὃλην τήν Ρωμαϊκήν βασιλείαν, Ἀνατολήν καί Δύσιν». Αὐτή εἶναι ἡ ὑπεύθυνη διαπίστωση ἑνός ἐκ τῶν ἐγκυροτέρων ἐρευνητῶν τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη. Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πλαίσιο, μπορεῖ νά ἀποτιμηθεῖ ὀρθά καί ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀποτελῶν συνέχειαν τῶν ἀρχαίων Πατέρων, τῆς ἑνιαίας καί ἀδιάτμητης πατερικῆς παραδόσεως, «ἐξέφρασε –κατά τόν σεβαστόν Γέροντα π. Θεόκλητον Διονυσιάτην- τό αἰώνιον πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνανεώνων τάς ἑμπειρίας της, τά βιώματά της, τήν διδασκαλίαν της καί τάς ἐπαγγελίας της». Συνέβαλε, ἒτσι, ἀποφασιστικά στή διάσωση τῆς καθόλου ταυτότητός της.
2. Εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὃτι οἱ συνέπειες τῶν ἰδεολογικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰῶνος, πνευματικῶν καί κοινωνικῶν, ἀποδυνάμωσαν αἰσθητά τήν συρρικνωμένη ἢδη ἀπό τόν 130 αἰ. αὐτοκρατορία, ἀφήνοντάς την ἀθωράκιστη στίς ἐπεκτατικές διαθέσεις τῶν γειτόνων της καί κυρίως τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ αὐτοκρατορία βάδιζε νομοτελειακά πρός τήν δύση της, καταντώντας βαθμιαῖα ἓνα θλιβερό λείψανο τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της.
Ἐνῶ ὃμως οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί, τά κοινωνικά ρήγματα καί οἱ ἐχθρικές προσβολές ἐξασθένιζαν προοδευτικά τήν αὐτοκρατορία, οἱ πνευματικές δυνάμεις τοῦ Γένους, ἀναβαπτιζόμενες διαρκῶς στήν ἡσυχαστική πατερική παράδοση, ἀπέτρεψαν τόν κίνδυνο νά μεταβληθεῖ ἡ Ρωμανία (Βυζάντιο) σέ φραγκικό προτεκτοράτο, ἐνῶ παράλληλα διέσωσαν τήν ἀνεξάντλητη πηγή τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, τῆς ρωμαλαιότητας καί τοῦ ψυχικοῦ δυναμισμοῦ της μέσα στήν μακρόσυρτη δουλεία. Μετά τή λατινική (1204) καί τήν ὀθωμανική (1453) ἃλωση, αὐτό πού ἐθίγη ἦταν, κυρίως, τό πολιτικό μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, ὂχι ὃμως καί τό πνευματικό. Ἀπόλυτο κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης παρέμεινε ὁ θεούμενος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά φθάσει στήν θέωση «εἰς ὁποιανδήποτε ἐποχήν ἢ κατάστασιν, κρατικήν ἢ πολιτικήν». Οἱ Ἃγιοι τῆς περιόδου τῆς δουλείας καί τά ἱερά λείψανα, ὃπως τῶν ἁγίων Γερασίμου καί Διονυσίου, στίς ἑνετοκρατούμενες μάλιστα περιοχές, εἶναι ἡ ἰσχυροτέρα –καί κατά τόν Εὐγένιο τόν Βούλγαρη – διαβεβαίωση, ὃτι ἡ πνευματική ἀκμή τοῦ Γένους δέν ἒσβησε κατά τήν δουλεία, οὒτε ἐπιτεύχθηκε ἡ ἀλλοτρίωσή του, καί μάλιστα σέ περιοχές πολύ εὐνοϊκές πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, ὃπως οἱ λατινοκρατούμενες. Ἡ ἡσυχαστική πνευματικότητα μέ κέντρο τό Ἃγιον Ὂρος διαπότιζε τή συλλογική συνείδηση τοῦ Γένους, ἀφήνοντας ἐδῶ καί ἐκεῖ τούς εὐχύμους καρπούς τῆς παρουσίας, λειτουργικότητας καί δυνάμεώς της. «Ἡ ἡσυχαστική πατερική παράδοσις παρέμεινεν [...] ἡ μεγαλυτέρα πνευματική δύναμις τοῦ Γένους».
Ἒτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός, ὃτι ἓνας ἀκαδημαϊκός -μέ τά σημερινά κριτήρια-θεολόγος, ὁ Ληξουριώτης Βικέντιος Δαμοδός (1700-1754) ζώντας στήν παράδοση, πού εἰσήγαγε στήν Κεφαλονιά (1560) ὁ ἃγιος Γεράσιμος, στήν ὀγκώδη ἐπιστημονική δογματική του ὑποστηρίζει, ἒναντι δυτικῶν καί ἡμετέρων δυτικοφρόνων, τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θεωρώντας την αὐθεντική Ὀρθοδοξία. Ὁ Δαμοδός ὁδήγησε ἒτσι, στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τούς ὁμόφρονές του καί ὂχι στίς σχολαστικές «αὐθεντίες» τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν μας.
Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί ἡ στροφή στή μεταφυσική θεολόγηση ἀλλοτρίωσε προοδευτικά τήν ταυτότητα τοῦ Γένους, τό ὁποῖο μετά τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελευθερώθηκε μέν ἀπό τή δουλεία τῆς «Τουρκίας», ἀλλά ὂχι καί ἀπό ἐκείνη τῆς «Φραγκίας».
Συμφωνῶ πλήρως μέ τόν Ἃγιον Ναυπάκτου, ὃταν ὑποστηρίζει ὃτι, «ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς κράτησε τό Γένος μέ τήν ἐθνική καί ὀρθόδοξη συνείδηση καί ἀνέδειξε τούς μάρτυρας καί ὁμολογητάς τῆς πίστεως’ αὐτός δημιούργησε τίς ὀργανωμένες Κοινότητες καί τούς Συνεταιρισμούς, αὐτός διεφύλαξε τήν ἐσωτερική ψυχική ἐλευθερία καί αὐτός δημιούργησε τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εἶναι γνωστόν, ὃπως ὑποστηρίχθηκε ἀπό μελετητές, ὃτι ὃλοι οἱ ἣρωες τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν διαμορφωμένοι βάσει τῆς Ρωμαίικης παραδόσεως καί δέν διαπνέονταν ἀπό τόν δυτικό διαφωτισμό. Στήν παράδοση τοῦ Γένους εἲχαμε δικό μας φωτισμό,τόν φωτισμό τοῦ νοός, ὃπως τόν εἶπε καί ἐξέφρασε ὁ ἃγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ὁ Μακρυγιάννης κ.ἂ.». Ὁ Ἡσυχασμός, ὡς ὑπαρκτή Ὀρθοδοξία, διαμόρφωσε τή συνείδηση τοῦ Γένους, τό φρόνημά του, πραγματούμενο δημιουργικά σ’ ὂλη τήν ἰστορική διάρκειά του. Τό Γένος ἐπέζησε μέ τή διάσωση τῆς πατερικῆς θεραπευτικῆς, πού σωζόμενη στήν πληρότητά της στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων, ἂρδευε ἀκατάπαυστα τή συλλογική συνείδηση στήν πλατειά λαϊκή βάση, μέσω τῶν συλλογικά ἀποδεκτῶν, ἒστω καί πλημμελῶς, πρακτικῶν της.
Ὁ Ἡσυχασμός εἶναι ἡ ὑπαρκτή Ὀρθοδοξία ὡς τρόπος ὑπάρξεως καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀξία ἢ ἀπαξία κάποιων ἐκπροσώπων τῆς Ἡγεσίας, Ἐκκλησιαστικῆς καί Πολιτικῆς. Μέσα ὃμως ἀπό ἀλλοτριωμένους «Ἡγέτες» περνὰ συνεχῶς ἡ (ἀλλοτριωμένη) Δύση στήν «καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολή» καί καθημερινά διευρύνεται τό χάσμα μεταξύ πατερικότητας καί ἀντιπατερικότητας ἢ οἰκουμενιστικῆς «μεταπατερικότητας».
3. Ἡ ἐμμονή ὃμως στήν ἡσυχαστική παράδοση καθόρισε, περαιτέρω, τίς στάσεις ἀπέναντι στή χριστιανική, ἀλλ’ ὂχι πλέον ὀρθόδοξη, Δύση, ἀλλά καί στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἢ μᾶλλον στά ἀνησυχητικά φαινόμενα στροφῆς σ’ αὐτήν, ὡς ἀρχαιολατρίας. Μέσω τῆς ἀντιπαραβολῆς τῆς ἀνατολικῆς παραδόσεως μέ τήν δυτική ἒγινε κατανοητό ὃτι ἡ Δύση ὂχι μόνο δέν ἦταν πλέον ὁμόψυχη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ἀπειλοῦσε καί αὐτή τήν ἱστορική ὓπαρξή της. Τόν 14ο αἰώνα ἒλαβε χώρα ἡ πρώτη σέ βάθος ἀντιπαράθεση Ἀνατολῆς-Δύσεως στό χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς-θεολογικῆς παραδόσεως. Γιά πρώτη φορά δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τεκμηριωθεῖ ἡ ριζική διαφοροποίησή τους καί τό ἀσύμπωτο μεταξύ τους. Ἀπεδείχθη, ὃτι εἶχε διαμορφωθεῖ στή Δύση μιά ἀλλοτριωμένη χριστιανοσύνη, ὑποστασιοποιούμενη σέ ἓνα πολιτισμό στούς ἀντίποδες τῆς ρωμαίικης Ἀνατολῆς. Ἡ νοοτροπία, πού ἐνσάρκωνε ὁ Βαρλαάμ, κορυφώθηκε στόν ἂγγλο ἱστορικό Γίββωνα (1737-1794), πού ἐξέφρασε μέ κλασικό τρόπο τή συνείδηση τῆς Δύσεως γιά τή Ρωμαίικη Ἀνατολή καί προετοίμασε, μαζί μέ τόν ρατσιοναλιστή παπικό ἐκκλησιαστικό ἱστορικό Mosheim (18ος αἰ.), τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ ὡς πατριάρχη τῶν ἡμετέρων δυτικιζόντων. Τό ἐσωτερικό φῶς τῶν Ἡσυχαστῶν ἦταν γιά τόν Γίββωνα «προϊόν μιᾶς κακόγουστης ἰδιοτροπίας΄ δημιουργία ἑνός κενοῦ στομάχου καί ἑνός κούφιου μυαλοῦ». Ὁ Ἡσυχασμός εἶναι γι’ αὐτόν ἡ κορύφωση «τῶν θρησκευτικῶν ἀνοησιῶν τῶν Γραικῶν». Αὐτές οἱ προκαταλήψεις , παγιωμένες στήν εὐρωπαϊκή συλλογική συνείδηση μέσω τῆς παιδείας διαμορφώνουν ἒκτοτε τή δυτική στάση ἒναντι τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καί ἰδιαίτερα ἒναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὣς σήμερα.
Ἀπό τήν ἂλλη πλευρά, ἡ ἑλληνικότητα, πού ἐνσάρκωναν οἱ σχολαστικοί τοῦ Βυζαντίου, ὃπως ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς (διεκήρυττε ἀπροκάλυπτα ὃτι εἶναι «Ἓλλην»), διαφοροποιόταν διαμετρικά ἀπό τήν ἑλληνικότητα, ὃπως αὐτή ἀφομοιώθηκε μέσα στήν πατερικότητα καί συνιστᾶ τήν φυσική συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, μέσα ὃμως ἀπό τήν πατερική σύνθεση ἑλληνικότητας καί χριστιανικότητας, πού ὁδήγησε στήν πολιτιστική πραγματικότητα τῆς Ρωμηοσύνης.
4. Ὁ Ἡσυχασμός θά διαδραματίσει, ἐξ ἂλλου, σημαντικό ἑνωτικό ρόλο στά ταραγμένα πολιτιστικά καί διασπασμένα λόγω τῶν περιπετειῶν τους Βαλκάνια. Οἱ Ἡσυχαστές θά μετακινοῦνται ἐλεύθερα σ’ ὃλη τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τόπο σέ τόπο, ὑπερβαίνοντας τίς ἐθνικές διαφορές, πού μετά τό 1204 ἂρχισαν νά τονίζονται εἰς βάρος τῆς ἑνότητας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἁπό τόν μεγάλο ρωμαιοκαθολικό ἁγιολόγο Fr. Halkin ἒγινε λόγος γιά μία «Διεθνῆ τοῦ Ἡσυχασμοῦ».
Ὁ σύγχρονος ἂνθρωπος ἀναζητεῖ θεραπεία ἀπό τά ψυχολογικά καί ὑπαρξιακά προβλήματά του. Ἡ προσφορά, συνεπῶς, μιᾶς ἰδεολογικοποιημένης ἢ θρησκειοποιημένης «Ὀρθοδοξίας» περιπλέκει μᾶλλον τά προβλήματα, ἀντί νά τά ἐπιλύει, καθιστώντας τήν Ὀρθοδοξία ἀποκρουστική καί ἂχρηστη.
Ἡ ἑνότητα τοῦ Γένους, στή βαλκανική διάθλασή της, ἀπειλήθηκε, ἀλλά καί περιστασιακά καταλύθηκε, ἀπό τήν παράταξη τῶν ἀντιησυχαστῶν, «λατινελλήνων» (κατά τόν ἃγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ) καί «γραικολατίνων» (κατά τόν ἃγιο Μάρκο Εὐγενικό), οἱ ὁποῖοι ταυτίσθηκαν μέ τήν φραγκολατινική μεταφυσική, συνεχίζοντας τόν πνευματικό δυϊσμό τῆς «βυζαντινῆς» λογιοσύνης, πού ἐνσάρκωσαν προγραμματικά ὁ Ψελλός καί ὁ Ἰταλός. Οἱ δυτικίζοντες ἀντιησυχαστές θεωροῦσαν παρακμή τό γεγονός, ὃτι ἡ Ἀνατολή δέν εἶχε σχολαστική θεολογία καί ἐμερίμνησαν γιά τήν εἰσαγωγή της στή ζωή καί τήν παιδεία τοῦ Γένους.
Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί ἡ στροφή στή μεταφυσική θεολόγηση ἀλλοτρίωσε προοδευτικά τήν ταυτότητα τοῦ Γένους, τό ὁποῖο μετά τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελευθερώθηκε μέν ἀπό τή δουλεία τῆς «Τουρκίας», ἀλλά ὂχι καί ἀπό ἐκείνη τῆς «Φραγκίας». Κατά τόν π. Ρωμανίδη «μέ τήν ἐκδίωξιν τῶν ἡσυχαστῶν ἀπό τήν ἰδεολογίαν τοῦ Νεοελληνισμοῦ καί τήν ἐπικράτησιν τοῦ Κοραϊσμοῦ, ἡ κάθαρσις ἀντικατεστάθη μέ τήν ἠθικήν καί ὁ φωτισμός μέ τήν κατήχησιν». Ἒτσι, «οἱ ἡσυχασταί πνευματικοί Πατέρες ἀντικατεστάθησαν ἀπό ἠθικολογοῦντες ὀργανωτές κατηχητικῶν σχολείων, πού ἐφόρτωσαν τήν νεολαίαν μέ ἠθικόν σύστημα, πού μόνον ὑποκριτής ἠμπορεῖ νά δώση τήν ἐντύπωσιν ὃτι ἐφαρμόζεται. Ἒτσι καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων κατήντησαν ἐν πολλοῖς εἶδος μυθολογίας». Ὁ Ἡσυχασμός ἐκτοπίσθηκε ἀπό τόν μεταφυσικό στοχασμό καί τόν δογματισμό στό χῶρο τ[ς θεολογήσεως, ἀλλά καί ἀπό τόν εὐσεβισμό στό χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητος. Τά μοναστήρια ἒχασαν, ἒτσι, τό ἀληθινό θεραπευτικό νόημά τους, ὑποκαθιστάμενα ἀπό κοσμικά ἱεραποστολικά σχήματα, μέ τό αἲτημα νά μεταβληθοῦν καί αὐτά σέ κέντρα δράσεως διά κοινωφελεῖς σκοπούς.
Ἡ ἒκδοση τῶν ἒργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Παν. Χρήστου, καί ἡ ἐπιστημονική, ἀλλά καί βαθύτατα παραδοσιακή προσέγγιση τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἀπό ἁγιορεῖτες, ὃπως ὁ μακαριστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης καί Θεολόγους, μέ πρωτοπόρους τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, συνέβαλαν στήν ἐπανανακάλυψη τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῶν πατερικῶν δηλαδή θεμελίων μας. «Σήμερα περισσότεερο ἀπό κάθε ἂλλη φορά, συνειδητοποιοῦμε τή μεγάλη ἀξία τῆς Ρωμαίικης-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως». Ὁ σύγχρονος ἂνθρωπος ἀναζητεῖ θεραπεία ἀπό τά ψυχολογικά καί ὑπαρξιακά προβλήματά του. Ἡ προσφορά, συνεπῶς, μιᾶς ἰδεολογικοποιημένης ἢ θρησκειοποιημένης «Ὀρθοδοξίας» περιπλέκει μᾶλλον τά προβλήματα, ἀντί νά τά ἐπιλύει, καθιστώντας τήν Ὀρθοδοξία ἀποκρουστική καί ἂχρηστη. «Ἡ ἡσυχαστική μας παράδοση θεραπεύει, ἀντίθετα, τόν πυρήνα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου». Καταλήγω, συνεπῶς, ταυτιζόμενος καί στό σημεῖο αὐτό μέ τόν Ἃγιο Ναυπάκτου: «Ὁ Ἡσυχασμός, ὃπως τόν ἐξέφρασε ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί τόν διεφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ζωή τοῦ σύγχρονου κόσμου».
Συγχαρητήρια γιά τήν συμπλήρωση εἰκοσαετίας θεοφιλοῦς ποιμαντορίας, Ἃγιε Ναυπάκτου. Εἰς πολλά ἒτη, Δέσποτα!

Ὁ Νόμος ἠσθένησεν - Ἀνεξίτηλο τό ἴχνος τοῦ λόγου




Ὁ Νόμος ἠσθένησεν
Δέν «ἠσθένησε» μόνον ὁ πολιτικός νόμος, ἀλλά καί ὁ πνευματικός. Στήν ἐποχή μας ἰσχύει κατ’ ἐξοχήν, χωρίς νά ὑπάρχη χρεία ἀποδείξεων, αὐτό πού διαπίστωνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης συνθέτοντας τόν Μεγάλο Κανόνα, κυριαρχούμενος ἀπό πνεῦμα μετανοίας μέ αὐτοκατάκριση, ὅτι «ὁ Νόμος ἠσθένησεν, ἀργεῖ τό Εὐαγγέλιον». Ὁ εὐαγγελικός λόγος δέν ἐπιδρᾶ ἀνακαινιστικά ἐπάνω μας. Στήν κυριολεξία συνωθεῖται μέσα στίς ἀκοές μας μαζί μέ πολλούς ἄλλους ἄκαρπους, ἀντιφατικούς, ψευδεῖς, ὑποκριτικούς, δόλιους, ἄπιστους λόγους, στούς ὁποίους ὅμως δίνουμε προσοχή καί κάποτε ἐμπιστοσύνη. Γι’ αὐτό στήν καθημερινή μας πράξη καί στίς κινήσεις τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν διανοημάτων μας ἡ «Γραφὴ πᾶσα παρημέληται». Δέν τήν ἔχουμε ὡς «Λύχνο τοῖς ποσίν» καί ὡς «φῶς ταῖς τρίβοις» τῆς ζωῆς μας, ὁπότε μέσα στά ἐνδιαφέροντά μας ὁ προφητικός λόγος «ἠτόνησε», ὅπως «καὶ πᾶς δικαίου λόγος».
Αὐτό ὅμως εἶναι καταστροφικό γιά τήν δική μας ζωή, ἀλλά καί γιά τήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τοῦ τόπου μας. Ἡ ἐπιλογή τοῦ λόγου πού ἀκοῦμε, πού ἐπεξεργαζόμαστε μέ τήν διάνοιά μας καί τόν προσλαμβάνει κατόπιν καί ἡ καρδιά μας ἔχει πολύ μεγάλη δύναμη. Κτίζει καί γκρεμίζει. Μπορεῖ νά ἀναστήση νεκρό, ἀλλά καί νά θανατώση τόν ἀπρόσεκτο.
Ἀνεξίτηλο τό ἴχνος τοῦ λόγου
Ὁ ἅγιος Λουκᾶς, Ἐπίσκοπος Συμφερουπόλεως, σέ κήρυγμά του στίς 15 Ἀπριλίου 1945, λέει μερικά πολύ ἐνδιαφέροντα πράγματα γιά τήν δύναμη τοῦ λόγου. Ξεκινᾶ ἀπό τό χωρίο τῶν Παροιμιῶν: «ἐν ἀγαθοῖς δικαίων κατώρθωσε πόλις, στόμασι δέ ἀσεβῶν κατεσκάφη» (11,10-11).
Ἀναρωτιέται, πῶς μπορεῖ, «μέ τά στόματα τῶν ἀσεβῶν νά κατεδαφιστῆ ὁλόκληρη πόλη; Μήπως εἶναι ὑπερβολή τοῦ σοφοῦ Σολομώντα ἤ μήπως εἶναι ἡ πραγματική βαθειά ἀλήθεια;». Καί λέει ἐμφαντικά στό ποίμνιο του: «Εἶναι ἀλήθεια πού πρέπει ἐσεῖς νά γνωρίζετε. Πρέπει νά ξέρετε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπινου λόγου εἶναι τεράστια. Οὔτε ἔνας λόγος πού βγαίνει ἀπό τά ἀνθρώπινα στόματα δέν χάνεται στό χῶρο χωρίς ἴχνη. Πάντα ἀφήνει βαθύ ἀνεξίτηλο ἴχνος, ζεῖ ἀνάμεσά μας, ἐνεργεῖ στήν καρδιά μας, γιατί βρίσκεται μεγάλη πνευματική ἐνέργεια πού εἶναι ἤ ἡ ἐνέργεια τῆς ἀγάπης καί τοῦ καλοῦ ἤ, ἀπεναντίας, ἡ ἀσεβής ἐνέργεια τοῦ κακοῦ. Καί ἡ ἐνέργεια ποτέ δέν χάνεται. Αὐτό τό ξέρουν ὅλοι οἱ φυσικοί, ὅσον ἀφορᾶ τήν ὑλική ἐνέργεια πού σέ ὅλες τίς μορφές της ποτέ δέν χάνεται» (Ρήματα Ζωῆς, τ. Α΄, ἐκδόσεις: Ἐπιστροφή).
Σέ ἀνθρώπους πού ζοῦν μαζί, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι καί ἕνας μόνον ἀρνητικός λογισμός πού μένει κρυφός, ἀδημοσίευτος, διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς οἰκογένειας ἤ τῆς συνοδείας. Πολύ περισσότερο ὅταν ὁ λογισμός αὐτός γίνη λόγος καί ἀνακοινωθῆ, τότε μπαίνει στήν ἀκοή, στό νοῦ καί στήν καρδιά αὐτῶν πού ἀκοῦνε, διατηρεῖται στήν μνήμη τους, διαδίδεται καί σέ ἄλλους καί δημιουργεῖ καταστάσεις πού δέν ἐλέγχονται.
Γι’ αὐτό εἶναι φοβερό ἁμάρτημα ὁ συκοφαντικός λόγος. Προσβάλλει συνειδήσεις καί διασύρει ἀθώους.
Καί ὁ ἅγιος Λουκᾶς συνεχίζει τόν λόγο του και ἐπισημαίνει στό ποίμνιό του: «Βλέπετε πόσο φοβερή, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη μας γιά κάθε σαπρό, κακό καί ἀκάθαρτο λόγο, γιατί μέ αὐτούς τούς ἀκάθαρτους λόγους δηλητηριάζουμε τήν καρδιά καί τό μυαλό τῶν οἰκείων μας».
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς βάζει σέ κάθε Ἑσπερινό νά λέμε τόν ψαλμικό στίχο: «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου» (140,3).
π.Θ.Α.Β.

Η Πατερική διαγενεαλογική θεολογία –ηθική- και η μετα-πατερική επινόηση



Σταμάτης Πορτελάνος
Λέκτορας Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Η Πατερική διαγενεαλογική θεολογία – ηθική -
και η μετα-πατερική επινόηση1

« ... η μετα-πατερική «θεολογία» μπορεί να είναι προϊόν κρίσης της θεολογικής σκέψης από το συσχηματισμό της με τον κόσμο, εφόσον διασπά το καθολικό μυστήριο της θεώσεως, που είναι θεμελιωμένο στη διαγενεαλογία του λείμματος και την Πεντηκοστή. Συνιστά τεμαχισμό στην ενότητα της θεολογίας ο διαχωρισμός του επιστημονικού τρόπου ανάγνωσης από τον εμπειρικό τρόπο θέωσης.» 

«Είναι προβληματική η θεμελίωση μιας νέας θεολογίας, ακαδημαϊκού τύπου, που διαμορφώνει ένα δικό της πλαίσιο αναφοράς διαφορετικό και αποδομιστικό της διαχρονικής και αλληλοδιάδοχης εμπειρικής χριστοήθειας που καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αγίων.» 

«Η ερμηνεία των Πατέρων χωρίς τους ίδιους τους Πατέρες και τη χάρη τους, η οποία είναι στοιχείο ενότητας και καθολικότητας, είναι διανοητικός μονοθελητισμός.»
Προοιμιακός κριτηρίων
Στους καιρούς της μετανεωτερικότητας ο χώρος της θεολογίας, άρρητος και ρητός, προσεγγίζεται και αναλύεται συστημικά, συστηματικά, μεθοδολογικά και ερμηνευτικά με ποικιλία κριτηρίων επιστημονικών, υποκειμενικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών, κοινωνικών κ.ά… Η διαγενεαλογική, ιστορική και σωτηριολογική ισχύς του όρου θεολογία οφείλεται στην παρουσία του άσαρκου Λόγου στην πορεία του κόσμου (Π.Δ., σπερματικός λόγος…) και στην αποκάλυψή Του ως σαρκωμένου Λόγου που μεταμορφώνει, καθολικά, την ανθρώπινη ύπαρξη. Μνημειώδεις αναφορές για τη σχέση του ανθρώπου με τον προδρομικό-άσαρκο ή σαρκωμένο Λόγο βρίσκονται στα πρόσωπα που βιογραφήθηκαν και κόσμησαν τις δέλτους της ιστορίας και της συμβολικής θεολογίας από την προδρομική μεταφυσική (βλ. νάρθηκες ναών: Σωκράτης, Αριστοτέλης, Πλάτωνας) μέχρι την αποκαλυπτική, πρωσοποκεντρική-εκκλησιοκεντρική θεολογία (άγιοι-Πατέρες της Εκκλησίας, τέχνη, αγιογραφική διάταξη εορτολογίου στους Ναούς).
Η σύγχρονη συγγραφή περί τον όρο θεολογία με τις προσεγγίσεις της μπορεί να χρησιμοποιεί, ολοποιητικά ή επιμεριστικά το τριμερές της ψυχής (λογιστικό, επιθυμητικό ή θυμικό) ή να αξιοποιεί διάφορες πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες του ανθρώπου. Ωστόσο, η πατερική γραμμή της θεολογικής θεογνωσίας με την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέα της δόξας του Θεού αποτελεί, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, την ασφαλή θεολογική μέθοδο γνώσης του Θεού2. «Γι’ αυτό οι Πατέρες δεν είναι ούτε φιλελεύθεροι ούτε συντηρητικοί. Απλώς υπάρχουν Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν φθάσει μόνο στον φωτισμό και είναι άγιοι της Εκκλησίας ή έχουν φθάσει και στη θέωση και είναι επίσης άγιοι της Εκκλησίας ενδοξότεροι από τους προηγούμενους…». Και ερωτά ο π. Ι. Ρωμανίδης: « Άρα μέσα στα πλαίσια της κάθαρσης, του φωτισμού, της θέωσης υπάρχει κανένας φιλελεύθερος φωτισμένος ή συντηρητικός φωτισμένος;…»3.
Η θεολογία ανάγει το περιεχόμενό της σε σχέση με κριτήρια τα οποία θέτει η Εκκλησία και λειτουργούν στη ζωή της Αλήθειας και της Ενότητας. Η ερμηνεία του θεϊκού, των θεόπνευστων Γραφών δεν λειτουργεί με «αυτόνομες» ή μεμονωμένες ενέργειες και εκκοσμικευμένες επιλογές που κολοβώνουν το αίτημα της καθολικής προσέγγισης του θείου και του δοξασμού του. Για παράδειγμα, ο αποφασιστικός παράγοντας στην αντιπαράθεση Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση ήταν το αίτημα των Μεταρρυθμιστών για μια ερμηνεία της Βίβλου που να μην βασίζεται στην πατερική ή στη σχολαστική παράδοση, αλλά να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ίδια τη Γραφή4. Επομένως, η παραγωγή θεολογικού βιοέργου είναι: α) προϊόν θεανθρώπινης συνέργειας και συνέχειας μέσα στην Εκκλησία, διαδοχή και σχέση προσώπων-προτύπων με τον αποκαλυμμένο θείο Λόγο, που διαμορφώνει τόσο την εκκλησιαστική συνείδηση, όσο και τα κριτήρια θεραπευτικής αγωγής του ανθρώπινου προσώπου, β) είναι αποτέλεσμα θεανθρώπινης συνέργειας και συνείδησης που λειτουργεί από γενεά σε γενεά μέσα στην Εκκλησία και συνιστά τη διαγενεαλογική ηθική και θεολογία. Πρόκειται για καθολική, συλλογικά, εμπειρική και ορθόδοξη βίωση του θεϊκού στην ανθρώπινη ύπαρξη με πολιτιστικές φανερώσεις στην ιστορία.
Η Χριστολογία και η θεοφάνεια που αναπτύχθηκε από τους Πατέρες επιβεβαιώνει και διαδέχεται την αποστολική ομολογία για πληρότητα ζωής: «ζω ουκέτι εγώ ζει δε εν εμοί Χριστός». Ο Χριστός είναι το Όλον, η Ζωή και το Φως που «φαίνει πάσι», δεν είναι κάτι, μια ηλιαχτίδα ή ένα μέρος της ζωής, γι’ αυτό γνωρίζεται και σώζει, καθολικά, όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και τα μεταστοιχειώνει. Η Χριστολογία καθολικεύει και περιχωρεί γνωσιολογία, οντολογία και άλλα λογικά ή μεταφυσικά σχήματα Ο Χριστός ήταν αδιαίρετο πρόσωπο: ποιμένας, δάσκαλος, λυτρωτής της ανθρώπινης ύπαρξης. Χριστολογία και θεολογία ενώνονται στη φωνή των Πατέρων και αποκαλύπτεται ότι στο πρόσωπο του Χριστού δεν διαχωρίζονται ή κατατέμνονται οι θείες ενέργειες, οι συνεργούσες με τις ανθρώπινες, σύμφωνα με τις κατηγορίες και απο-στάσεις που δημιουργεί η κοσμοαντίληψη. Το δένδρο της γνώσης, το δένδρο της ζωής που εμφυτεύτηκε στη δημιουργία αναστοιχειώνεται με τη σάρκωση του Λόγου, αφού συνιστά οργανικό μέρος της θεανθρώπινης φύσης του Χριστού. Οι γνωσιολογικές εξειδικεύσεις στην επιστήμη της Θεολογίας με μονιστικές και αντικειμενικές προσεγγίσεις, αφαιρούν την καθολικότητα της σωτηριολογίας που δωρίζει το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου.
Η θεοφανειακή θεώρηση της σάρκωσης του Χριστού δίνει πρωτίστως εκστασιακά τη ζωή του Θεού στον άνθρωπο περισσότερο από μια διαπερατότητα του νου.5 Πρόκειται για μια φιλοσοφία φαινομενολογίας του αθέατου, ωστόσο ερμηνευμένου με την πίστη στο σαρκωμένο Λόγο. Όμως, η διαμορφούμενη ή διαμορφωμένη θεολογική συνείδηση που ανακαινίζει ολόκληρο το Είναι και βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση ακόμη και με το μοντέρνο ή μεταμοντέρνο αθεϊσμό, αγαπά, κατανοεί, αποφεύγει την οξύτητα, τη συκοφαντία, το φανατισμό, την απόρριψη του διαφορετικού, αλλά ακόμη περισσότερο του συμβαπτισθέντος στο «θάνατο και την ανάσταση» αδελφού. Η αντικειμενοποίηση ή η στείρα επιστημονικοποίηση αγίων γραφών, προσώπων και θεολογικών όρων, χριστοείδειας και χριστοήθειας προκαλεί έριδες και σχίσματα, με τη μονομερή διανοητική άδεια και χωρίς πνευματική ενοειδή εμπειρική ομοήθεια. Ο ιδεολογικός ή ενδεχόμενος ανταγωνισμός για «θεολογική» ηγεμονία και μάλιστα εντός του ιδίου εκκλησιαστικού σώματος μπορεί να προκαλέσει σχάση ακόμη και άτυπη, όταν αδιάπτωτα ο Λόγος της αγάπης σαρκώνεται, σταυρώνεται και ανίσταται «ίνα πάντες εν ώσι». Η γνώση μιας γηγενούς συμβολικής γλώσσας δεν επαρκεί για να αποκαταστήσει την εμπειρία της πνευματικής ενότητας που διασφάλιζε η προβαβελική κοινή γλώσσα του Πνεύματος και η «γλώσσα» της Πεντηκοστής.
Η λειτουργία της ανάμνησης του εμπειρικού θείου Λόγου που διεμβολίζει την ιστορία τελείται με όλα τα συνθετικά στοιχεία του κόσμου που Εκείνος δημιούργησε και πλαστούργησε από το μηδέν. Ο άνθρωπος, όμως, με τη ναρκισσιστική ροπή του διαφαίνεται ότι παίρνει τη θέση Εκείνου για να αυτοαποκληθεί «αυτοδημιούργητος» με αφετηρία το μηδέν, μηδενίζοντας το πριν, κομματιάζοντας, αυθαίρετα, το χρόνο και διακόπτοντας τη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Σλάιερμάχερ «ο Χριστιανισμός προέβαλε για πρώτη φορά ως ουσιώδη την απαίτηση να είναι η θρησκευτικότητα στον άνθρωπο ένα συνεχές, και απαξιοί να είναι κανείς ικανοποιημένος ακόμη και με τις ισχυρότερες εκδηλώσεις της, εάν πρόκειται να αναφέρεται και να επικρατεί σε ορισμένες μόνο πλευρές της ζωής»6. Ο άνθρωπος με την αυθαιρεσία του, καταστρέφει ολόκληρο το οικοδόμημα –κληροδότημα- όπου γεννήθηκε και διαδέχθηκε, και χωρίς διάκριση αφαιρεί τα πάντα, ακόμη και τα χειροποίητα έργα, επωνύμων ή ταπεινών ανωνύμων, αποκαλούμενα «κλασικά» για τη διαχρονία τους.
Ο θεολογικός διάλογος έχει διαφορετικές αφετηρίες και ενίοτε κινείται μεταξύ στρουκτουραλισμού και αναγωγικής ετερότητας, μεταξύ αντιπαράθεσης και διαφιλονικούμενης ερμηνευτικής για το πώς και ποιος εκφράζει την αλήθεια. Η αναγωγή στην Αλήθεια, ιστορικά, διαπιστευμένη και εκφρασμένη από τη συνείδηση της εκκλησιαστικής κοινότητας, συνιστά προϋπόθεση και αντίβαρο στο αποδομηστικό πλαίσιο που απωθεί αναγωγές, εμπειρικές της σαρκωμένης αλήθειας και της σταυρώσιμης διακονίας. Η αποδόμηση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής και «θεολογικής» συνύφανσης σημαίνει αποσύνδεση –ξερίζωμα- της καθολικότητας από τις αναγωγές σε εμπειρίες και πρόσωπα που συμβίωναν, συνέπασχαν, συνέχαιραν, δοξολογούσαν, γιόρταζαν και συνεορτάζουν με την Τριαδική ενότητα. Οι προϋποθέσεις παραγωγής «θεολογίας» εκκινούν είτε από την αξιοποίηση δομικών στοιχείων της ανθρώπινης φύσης, καθολικά ή μεμονωμένα και επιμεριστικά, είτε στη σύνθεσή τους με την ιστορική εμπειρία της Εκκλησίας. Ωστόσο, ο θεολογικός στρουκτουραλισμός σε συνδυασμό με τα ιστορικά γεγονότα της Εκκλησίας και τα δρώντα πρόσωπα μπορεί να αποδώσει στην ερμηνεία όρων και εννοιών που αφορούν στη θέαση του θεολογικού «οικοδομήματος».
Οι Πατέρες και η θεολογία της Εκκλησίας

Οι λέξεις και έννοιες θεολογία, Εκκλησία, Χριστιανισμός, Ορθοδοξία είναι αναγωγικές και καταγωγικές ως προς τη χρήση και διαχείριση στοιχείων της ανθρώπινης φύσης. Παραπέμπουν σε ένα νόημα το οποίο διαμορφώνεται από προϋποθέσεις σύστασης και λειτουργίας τους στην ιστορία και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Όταν ερευνούμε λέξεις, έννοιες για το βάθος και το νόημά τους επικαλούμαστε την ιστορία, τα πρόσωπα και τον τρόπο που τις διαμόρφωσαν. Όταν μιλάμε για αναγωγή και αναφορά στη γλώσσα το κριτήριο και το σταθερό σημείο είναι το πρόσωπο. Ο χρόνος είναι παρελθόν σε σχέση με ποιόν, για ποιο πρόσωπο μιλάμε κ.ο.κ.7. Επομένως, εκείνο που καθορίζει την Πατερική θεολογία είναι η αναγωγή της στα πρόσωπα και τον τρόπο που τη συνθέτουν. Δηλαδή, μας παραπέμπει στις καταγωγικές της ρίζες (θεία ιδιοσυστασία και Πρόσωπα) με τα οποία διαμορφώνεται μια διαγενεαλογική θεολογία, ηθική και εμπειρία, που λόγω της σύστασής της από τα συγκεκριμένα πρόσωπα χαρακτηρίζεται διαχρονική.
Είναι χρήσιμο να εξεταστεί με ποια μεθοδολογία, επιστημονική, μεταφυσική ή υπερφυσική, προέκυψε ο όρος μετα-πατερική θεολογία ελκόμενος, πιθανά και μετα-νεωτερικά, από άλλους τομείς που δημιούργησαν τους όρους: μεταηθική, μεταβιοηθική, μετανθρωπισμός κ.ά.. Για παράδειγμα, η μεταηθική είναι ένας καινούργιος τομέας που αναλύει το νόημα των όρων και των προτάσεων της ηθικής. Δημιουργήθηκε από την αμφισβήτηση της ισχύος των ηθικών θεωριών που διατυπώθηκαν κατά καιρούς.8 Πολλές φορές η μεταηθική ερμηνεύει έννοιες της ηθικής που πελαγοδρομούν στον ηθικό πλουραλισμό. Η μεταβιοηθική διατυπώνει τη σχέση επιστημονικών θεωριών και φιλοσοφίας της επιστήμης. Ωστόσο, για τον Τζων Ρολς η πρόοδος στην μεταηθική προέρχεται από την πρόοδο στην ουσιαστική ηθική.9 Ο μετανθρωπισμός μεταξύ άλλων πρεσβεύει ότι ο θάνατος αποτελεί απλά την μετάβαση σε επόμενο στάδιο αδιερεύνητης πολυπλοκότητας σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος εξελίσσεται σε μετάνθρωπο. Μία καλή αντιστοίχηση αυτής της αντίληψης είναι το φαινόμενο της μεταμόρφωσης που υφίστανται τα έντομα.
Η Γενεαλογία της ηθικής του Νίτσε αποβλέπει στην αποκατάσταση του ομηρικού-αριστοκρατικού ήθους, που είχε ανατραπεί, προβάλλοντας τον Υπεράνθρωπο.10 Ωστόσο, σημειώνει ότι η δημοκρατική προκατάληψη «εμποδίζει κάθε έρευνα, σχετικά με το πρόβλημα της καταγωγής των ηθικών εννοιών».11 Η Γενεαλογική ηθική του αναγγέλλει τη «μεταξίωση όλων των αξιών». «Οι κανόνες εξακολουθούν να έχουν κάποια αξία στο βαθμό μόνο που χρησιμεύουν ως αντικείμενα “παράβασης” ή “αυθυπέρβασης”». Επίσης, η προσέγγιση της ηθικής με γραμματολογικές προθέσεις (από, μετά) με τις τάσεις απο-δομισμού ή μετα-δομισμού έχει αρκετή εκπροσώπηση. Για παράδειγμα, «όπως ο Χάιντεγκερ, εγκατέλειψε την «ηθική» και στράφηκε προς τη «Θεμελιώδη Οντολογία», έτσι και ο μεταδομισμός αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά του να αρθρώσει μια ηθική αντίληψη».12
Ωστόσο, οι μεταδομιστές κληρονόμησαν ένα πνεύμα δυσπιστίας προς τον ορθό λόγο και τη δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Wolin η μεταδομιστική κριτική, θεωρείται θεωρητική και αφηρημένη, ενώ η μεταπολιτική αναφέρεται στις δυνάμεις χειραφέτησης του κόσμου και στη σχέση υποκειμένου και εξουσίας-γνώσης. «Οι μεταμοντέρνοι προτιμούν να παραμένουν στο σχετικά ασφαλές πεδίο της “μεταπολιτικής”, δηλαδή στην απόκοσμη χώρα της “θεωρίας”, όπου οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι είναι “εννοιολογικοί” και η πρακτική πολιτική έχει εξαϋλωθεί».13
Η πατερική θεολογία είναι ουσιοκρατική και εμπειρική, είναι αυθεντική επειδή έχει αιώνια ισχύ, είναι χρηστοηθής και εσχατολογική, διάδοχος, οδοδείκτης και προοδευτική για το περιβάλλον των εσχάτων. Στην Πατερική θεολογία η σχέση θεωρητικής και πρακτικής θεολογίας και ηθικής με την αποκάλυψη και σάρκωση του Λόγου ενοποιούνται και ενοποιούν την ανθρώπινη φύση. Στο πρόσωπό Του θεολογία και ηθική αποκαλύπτονται στον κόσμο και ιστορούν διαγενεαλογία σε θεωρητική και εφαρμοσμένη μορφή. Η μεθοδολογική σκέψη των Πατέρων με αξιοποίηση της φιλοσοφίας, επάλληλος της εκπαίδευσης, ήταν συνδυαστική με την παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Με τον ευρύτερο γνωσιοβιωματικό τρόπο προσέγγισης της αιώνιας προσωποποιημένης Αλήθειας, το χριστολογικό δόγμα μπορεί να είναι και σήμερα πηγή διαχρονικών οικουμενικών αξιών που έχουν στενή σχέση με τις επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις και στην αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου. Η διανοητική προσέγγιση της θεολογίας αποδομεί τα ουσιαστικά στοιχεία της κοινωνίας, της σχέσης. Η θεολογία της κοινωνίας και της ηθικής αποδομείται όταν κατισχύσουν επιχειρήματα θετικιστικού ή ακαδημαϊκού τύπου. Ο Habermas σημειώνει τη διάσπαση της ηθικής της επικοινωνίας και της καθολικότητας από τη μονομέρεια λειτουργίας του νου στις ανθρώπινες σχέσεις. Σημειώνει ότι, όταν κάποιος εννοεί αυτά που λέει «μπορεί να το επιβεβαιώσει μόνο μέσω της συνέπειας των πράξεών του, όχι μέσω της προβολής επιχειρημάτων».14
Η διανοητική θεολογία ακρωτηριάζει την καθολικότητα και τη σχέση της με την έννοια του προσώπου. Η ευρύτερη και βαθύτερη πνευματικότητα στο πλαίσιο της ευαγγελικής ετερότητας συνεπάγεται ετερότητα και καθολική σύλληψη του Λόγου από την ανθρώπινη υπόσταση. Η πλήρης αποδοχή της ετερότητας του άλλου αντανακλάται στη διαδοχή της σχέσης του Λόγου με τους αποστόλους του Ευαγγελίου και τους Πατέρες. Οι Πατέρες πρώτα μάθαιναν την υιοθεσία τους από το Λόγο και την Εκκλησία και μετά υιοθετούσαν και παιδαγωγούσαν τα μέλη της.
Η Εκκλησία απέδωσε τον όρο Πατέρες σ’ εκείνους που διαδέχθηκαν το καλό άγγελμα της σωτηρίας με τη ζωή τους και έγιναν, ταυτόχρονα, διάδοχοι αυτής της δωρεάς. Οι Απόστολοι με την Πεντηκοστή ευαγγελίζονται την Αλήθεια, τον Χριστό, και οι Πατέρες διαδέχονται την χάρη με τη μέθεξη στο μυστήριο της λύτρωσης, με τη διακονία τους στην Εκκλησία και τη χρηστοήθειά τους. Η ορθόδοξη θεολογία ταυτίζεται με την Πατερική θεολογία, αφού δεν ξεχωρίζει αλλά συμπαράγεται με τη χάρη και την Εκκλησία. Επομένως, η Πατερική θεολογία είναι ενταγμένη σε μια διαγενεαλογική θεολογία που αδιάκοπα διδάσκει ορθόδοξα την εμπειρία της θέωσης και των εσχάτων. Η συγχρονία της θεολογίας στο παρόν οφείλεται στην αέναη πηγή θείων ενεργειών που δρουν καθολικά στον κόσμο χωρίς να τεμαχίζουν το χρόνο.
Η θεολογία δεν εξαρτάται από τον εκσυγχρονισμό του κόσμου, εφόσον ο Θεός ως αιώνιος είναι πάντα παρών και τον «αφήνουμε» να είναι σύγχρονος και συνεργός στην ιστορία. Δεν εμποδίζουμε να συνεργεί και να συνδημιουργεί στον πολιτισμό μας. Η ανθρώπινη θέληση συγχρονίζεται στη θεία, συνάφεια που δεν ετεροχρονίζει ούτε απομονώνει τη βασιλεία του Θεού από το Όλον του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Πατέρες χρησιμοποίησαν με αφθονία στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως Λόγος, Σοφία, υπόσταση, ουσία, φύση. Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο μεταμόρφωσαν τις ιδέες. Δεν λαμβάνουν ούτε εκκοσμικεύουν τη χριστιανική διδασκαλία με αξιοποίηση διαφόρων φιλοσοφικών εννοιών και ιδεών. Όμως αυτές οι έννοιες και ιδέες συλ-λαμβάνονται με τη χάρη και μεταμορφώνονται. «Οι Πατέρες μεταβάλλουν αυτές σε έννοιες του Θεού και τελικά τις παρουσιάζουν ως δυνάμεις ή ιδιότητες ή στοιχεία της βουλής του…Τα φιλοσοφήματα δεν κηρύσσουν τον Θεόν, αλλά τον ερευνούν, η χριστιανική θεολογία δεν ερευνά τον Θεόν, αλλά τον κηρύσσει και τον βιώνει, ακόμη και όταν δανείζεται μεθόδους από τα πρώτα»15. Για παράδειγμα, ο Μ. Βασίλειος δεν αναφέρεται στην τραγωδία ή στην κωμωδία, αλλά στην επική ποίηση κυρίως, η οποία υπήρξε η παιδαγωγός των Ελλήνων μέσω του Ομήρου και του Ησιόδου. Αναφέρονται επίσης οι εκπρόσωποι του πεζού λόγου, οι ιστορικοί και οι ρήτορες, αν και οι τελευταίοι εκπροσωπούν κατ’ αυτόν την «περί το ψεύδεσαθαι τέχνην».
Οι έννοιες «συντήρηση» και «εκσυγχρονισμός» δέχονται πολλές ερμηνείες με διαφορετικές αφετηρίες πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές. Ωστόσο, ο όρος «συν-τήρηση» (τήρηση + μαζί) που χρησιμοποιείται με απλουστευτικές διαδικασίες για να αποδοθεί η ιδεολογική ταυτότητα στο χώρο της πολιτικής ή τη θεολογίας θέτει πολλές φορές σε δοκιμασία και κίνδυνο τη βαθειά ανάλυση του. Η Πατερική θεολογία δεν είναι ταυτισμένη με κατηγορίες χρονοτοπικής ψύξεως βιολογικού είδους, εμμένειας σε ιδεολογίες ή προακταλήψεις, αλλά αναφέρεται σε πρότυπα «τήρησης» της ανθρώπινης θέλησης «μαζί» με τη θεία σε μια προοπτική αθανασίας και μετοχής στο άκτιστο –ανέσπερο- φως, που «ενδύει» και μεταμορφώνει την κτιστότητα. Τα πρόσωπα των Πατέρων τηρούν το θέλημα του Θεού, το (συν-τηρούν) μαζί με τον Θεό. Αυτά τα πρόσωπα «συν-τήρησης» του Φωτός συνθέτουν, αποδίδουν το Όλον με θεανθρώπινη συνέργεια, και με την αδιάλειπτη σάρκωση του Λόγου, μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, συγχρονίζουν τον θεοειδή προσανατολισμό τους, δειγματίζουν ήθος και δογματίζουν την πίστη.
Ο Λόγος σαρκώθηκε και αναθεώρησε με το θεωρητικό και πρακτικό βίο τη σκέψη για το σκοπό του ανθρώπου. Η θεωρητικοποίηση και αντικειμενοποίηση του Σταυρού Του παραμένει ακόμη σκάνδαλο για τη λογική, όπως επίσης η νηπτική –πατερική- θεολογία και ο ησυχασμός για ένα μέρος του δυτικού ορθολογισμού. Η συλλογική συνείδηση διαμορφώνεται και τηρεί μαζί με το θεϊκό στάση εγρήγορσης στην πνευματική συνέχεια και ενότητα. Διατηρεί (συν-τηρεί) ριζικά στοιχεία καινότητας ζωής από τη σχέση Εκκλησίας και θεολογίας στη βάση της θεανθρώπινης συνέργειας. Αυτό συνιστά μια παράδοση με δυναμική και όχι απολιθωμένη. Επειδή ανασύρει ιστορικές εμπειρίες, αντλεί στοιχεία που επιτρέπουν την ανασύνθεση, δημιουργεί τρόπους και ρυθμίσεις της συλλογικής ζωής με νοηματική πληρότητα και αποτελεσματικότητα.16
Η χριστιανική ανθρωπολογία, όπως διατυπώνεται στα ευαγγελικά κείμενα και αναπτύσσεται στη θεολογία των Πατέρων, ιδίως της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, αναγορεύει το ανθρώπινο πρόσωπο σε απώτατη κοινωνική αξία ως αυθεντική εικόνα του ίδιου του Θεού. Η χριστιανική ανθρωπολογία με τη σάρκωση του Λόγου αναπτύχθηκε σε αλήθεια με το βίωμα της ένωσης του ανθρώπου με το Θεό και απεκατέστησε την έννοια του προσώπου. Η θεογνωσία και η διδασκαλία της με διανοητικούς όρους, χωρίς το βίωμα θα μείωνε τα λυτρωτικά αγαθά για ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη που απέρρευσαν από τη σάρκωση του Λόγου. Το δόγμα, ως πίστη και δόξα λύτρωσης, εξέφρασε την αλήθεια του προσώπου. Η βίωση και μυστική σάρκωση της αλήθειας σε ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση αποδυναμώνει το μονισμό της διανοητικής γνώσης ως κυρίαρχο όργανο θεολογικής και παιδαγωγικής εκφοράς ή καθοδήγησης.
Η έννοια του όρου «Πατέρας» για την Εκκλησία αποκαλύπτει τη σχεσιοδυναμική του όρου της θεολογίας με τη διαχρονία του στην ιστορία, της πατρότητας με την υιοθεσία και την παιδαγωγία της ψυχής. Η άσκηση στην ταπείνωση και στην αγάπη, η αγιότητα του βίου των Πατέρων της Εκκλησίας, η έμπνευση από τη συνείδηση της χάριτος και της θείας πατρότητας, οδήγησε τη γραφίδα τους για να διδάξουν, να δογματίσουν και να θεολογήσουν το αιώνια παρόν. Η θεολογία τους ήταν συνέπεια θεωρίας και πράξης, χαριτόβρυτης ζωής. Η θεολογία ήταν ταυτόσημη με την θεοπτία. Δεν υπήρχε διαχωρισμός της διανοητικής από τη βιωματική ερμηνεία της έννοιας «θεολογία». Επομένως, όταν λέμε Πατερική θεολογία πρέπει να εννοούμε και τους όρους που την καθιέρωσαν και τα πρόσωπα που την παρήγαγαν και την εκφράζουν. Ωστόσο, «τα πρότυπα “πατρότητας” που έμμεσα είχαν την έμπνευσή τους στην έννοια της πατρότητας του Θεού, στην εξελικτική πορεία των κοινωνιών από τη θρησκευτική προς τη βιομηχανική αντικαθίστανται από τα πρότυπα της δικαιωματικής και λογικά αυταπόδεικτης από τα πράγματα ριζοσπαστικής “υιότητας” ως νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης».17
Χρειάζεται να κατανοήσουμε τους όρους που προσδιόριζαν την πνευματική ζωή και το περιεχόμενό της. Στους λόγους των Πατέρων ενσωματώνεται η επαγγελία του Λόγου. Η επιτέλεση του ενεργήματος μιας υπόσχεσης έχει σχέση με την υποχρέωση του γράφοντος ή του ομιλητή να καταγράψει την πνευματική ανάληψη, εκ μέρους του, μιας πνευματικής δέσμευσης.18 Οι Πατέρες με τη ζωή τους δεσμεύθηκαν από την κλήση τους και την επαγγελία της καινούργιας διαθήκης στη σχέση του Λόγου με τους ανθρώπους. Δεσμεύθηκαν στην επαγγελία (υπόσχεση) μιας θεόσδοτης αποστολής, γιατί ελευθερώθηκαν από τη ματαιότητα, για να σαρκώσουν το Λόγο που μεταμορφώνει και ανακαινίζει. Η αποστολή τους δεν ήταν ατομικό βιοποριστικό επάγγελμα αλλά «λειτουργία», απόκριση στην επαγγελία, στην υπόσχεση για «κουλτούρα ψυχής» και προσδοκία των μελλόντων αγαθών. Οι προπάτορες ευλογήθηκαν από τον Θεό, προήγαγαν την επαγγελία της λύτρωσης με την υπακοή τους στο θείο θέλημα και οι Πατέρες ευαγγελίστηκαν την καινούργια επαγγελία με συνείδηση της χάριτος.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποιες είναι οι προθέσεις και προϋποθέσεις που άλλαξαν για την Εκκλησία ώστε να χρησιμοποιηθούν γραμματικές –γλωσσολογικές- προθέσεις και να χαρακτηρίσουν μια θεολογία «μετά-πατερική»; Οι γραμματικολογικές προθέσεις, ενίοτε, που χρησιμοποιούμε, εκπορεύονται από επιδράσεις ή προθέσεις, μετα-τροπές ή ανα-τροπές που συμβαίνουν στον ατομικό και κοινωνικοπολιτικό βίο. Η προσαρμογή της Εκκλησίας στο κοσμικό φρόνημα (εκκοσμίκευση) σημαίνει αλλοίωση και των προϋποθέσεων που καθιέρωσαν την Πατερική θεολογία και την πνευματική υιοθεσία στο Εκκλησιαστικό Σώμα. Η άσκηση και τα έργα της αρετής, η κοινότητα βίου, η κάθαρση της ψυχής, η μετάνοια, ο φωτισμός, η συνείδηση της χάριτος, ο ενοπτρισμός για αυτογνωσία, η διδασκαλία και μετάδοση του θείου Λόγου, ο ευαγγελισμός της Αλήθειας, η μυσταγωγία και λατρεία συνιστούσαν προϋποθέσεις θεώσεως, ήταν θεολογία σαρκωμένης και βιωμένης αλήθειας, ήταν τα κριτήρια σύστασης της Πατερικής θεολογίας. Οι Πατέρες συγ-γράφουν μαζί με το θησαυρό του Αγίου Πνεύματος για αιώνιες αλήθειες (ομοείδεια του ανθρωπίνου γένους, καθολικότητα, θεία πρόνοια κ.ά.). Δεν απαντούν με ατομικά κριτήρια στην προσκαιρότητα, στο εφήμερο, δεν συμβιβάζονται με το παρόν αλλά το ερμηνεύουν με το θείο και το υπερβαίνουν. Γι’ αυτό τα έργα τους αποτελούν τροφή αδαπάνητη στο χρόνο και για κάθε άνθρωπο. Ο λόγος τους δεν είναι παρωχημένος και δεν παρέρχεται, όπως ο μονοθεληματικά ανθρώπινος, αλλά παραμένει διαχρονικός επειδή είναι ποίημα και ενέργημα της ανάμνησης και βίωσης του Λόγου, είναι «μνημόνιο» θεοπτίας και μνημόσυνο αιώνιο.
Η Πατερική θεολογία χαρακτηρίζει ένα τρόπο ζωής που διαμορφωνόταν και παράλληλα διαμόρφωνε πρόσωπα αγίων. Για παράδειγμα, η μετάνοια ως προς τον τρόπο και το χρόνο πραγματώνεται με αναγωγή σε μια διαγενεαλογική ηθική που για τον αριστοτελισμό αφορούσε μια αναζητούμενη δοξολογική καταγωγική αρχή, ενώ για τον Χριστιανισμό μια διαγενεαλογία προσώπων αγιοπνευματικής εμπειρίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δικαιολογούσαν την πνευματική τους ταυτότητα με τον βίο τους. Ο βίος τους είχε ως βάση την δικαιολογητική αρχή των ενεργειών τους, που ήταν ο Τριαδικός Θεός. Το μέτρο του βίου και της αρετής δεν ήταν η απρόσωπη μεσότητα αλλά το πρόσωπο του Χριστού στο οποίο αποκαλύφθηκε η Αλήθεια. Όταν λέμε μεταχριστιανική ή μεταπατερική εποχή σαν να ακούγεται ότι τα διαγενεαλογικά πρότυπα απομακρύνονται όσο και η διαχρονικότητά τους από την αδιάλειπτη σχέση τους με τον Θεό και το εορτολόγιο της Εκκλησίας.
Με την παγκοσμιοποίηση, την υποκρισία, τη λεηλασία της σκέψης και του συναισθήματος, με τον αγνωστικισμό και την αθεΐα εφευρέθηκε ως όρος συμβατικός με το αυτονομημένο πνεύμα του κόσμου και τη στατιστική μέθοδο η «μεταχριστιανική» εποχή»19. Η οντολογία της θεολογίας, οι “κλητοί” και οι “εκλεκτοί” χαρακτηρίζουν τα πλαίσια της καθολικότητας του χριστιανισμού κάθε εποχής. Το “λείμμα” και το “λήμμα”, ως έννοιες δομικής και θεολογικής ανάλυσης, προνοιακές για την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου, του ενδεχόμενου και της Εκκλησίας ποτέ δεν ήταν έννοιες για διαχείριση στατιστικών αποτίμησης της θεολογίας της χάριτος και της ευλευθερίας σε πλειοψηφικούς αριθμούς. Σήμερα, δεν είναι ουτοπία ότι η διαρκής κοινωνία των Πατέρων με τον Θεό και τους πιστούς μαρτυρείται στα κείμενα της θεολογίας της Εκκλησίας και στις ευχαριστιακές συνάξεις, όπου συνεχίζουν να συμμετέχουν και να πρεσβεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Η ενότητα της διαγενεαλογικής θεολογίας και η συμβολή των Πατέρων
Η θεολογία στην πρώιμη Εκκλησία και η σχέση της με την Πατερική Παράδοση στηρίζονται σε μια τριπλή ενότητα: τη Σύναξη, την Ευχαριστία και την Εκκλησία. Η Πατερική Παράδοση με τη δυτικίζουσα θεολογία αποσχίστηκε όσο και οι άλλες θεόσδοτες πραγματικότητες, που ήταν ενωμένες και συνιστούσαν την Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία, από την κοινωνία μεταξύ τους. Ο σχολαστικισμός διάσπασε την τριπλή ενότητα (Σύναξη, Ευχαριστία, Εκκλησία) που συνιστούσε την φυτουργία της πίστης και της ζωής. Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν θεολόγος, Ρώσος της διασποράς, σημειώνει σχετικά για τη διαρραγείσα τριπλή ενότητα με τη θεολογία και την Πατερική Παράδοση: «Η αυτονόητη τριπλή ενότητα για την πρώιμη Εκκλησία έπαψε να είναι αυτονόητη για τη σύγχρονη εκκλησιαστική συνείδηση. Σ’ αυτή τη θεολογία, που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται “ακαδημαϊκή“ και η οποία, μετά τη διακοπή της Πατερικής Παράδοσης, γεννήθηκε κυρίως από τη δυτική κατανόηση τόσο της μεθόδου, όσο και της ίδιας της φύσης της θεολογίας, δεν γίνεται καθόλου λόγος για τη σχέση Σύναξης, Ευχαριστίας και Εκκλησίας»20. Η παλιά αλληλοεξάρτηση Ευχαριστίας και Εκκλησίας φάνηκε σαν κομματιασμένη προέκταση της νέας κατανόησης των μυστηρίων που εισήλθε στην Εκκλησία μετά τη διακοπή της πατερικής παράδοσης.21
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η μετα-πατερική «θεολογία» μπορεί να είναι προϊόν κρίσης της θεολογικής σκέψης από το συσχηματισμό της με τον κόσμο, εφόσον διασπά το καθολικό μυστήριο της θεώσεως, που είναι θεμελιωμένο στη διαγενεαλογία του λείμματος και την Πεντηκοστή. Συνιστά τεμαχισμό στην ενότητα της θεολογίας ο διαχωρισμός του επιστημονικού τρόπου ανάγνωσης από τον εμπειρικό τρόπο θέωσης. Ωστόσο, η σύνδεση του νου με την ψυχή –το θησαυρό της ανθρώπινης υπόστασης-, της λογικής με τη χάρη προσομοιάζει με το μυστήριο της θεανθρώπινης σχέσης, όπου τελετουργείται η συνάντηση της αιωνιότητας με την πραγματικότητα, της σάρκωσης του «αεί», ως Λόγου, με το τώρα της ανθρώπινης ενέργειας. Είναι προβληματική η θεμελίωση μιας νέας θεολογίας, ακαδημαϊκού τύπου, που διαμορφώνει ένα δικό της πλαίσιο αναφοράς διαφορετικό και αποδομιστικό της διαχρονικής και αλληλοδιάδοχης εμπειρικής χριστοήθειας που καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αγίων. Ο ίδιος θεολόγος, π. Σμέμαν, φανερώνει την προσφορά της Πατερικής Θεολογίας, ως ερμηνευτικής της Ευχαριστίας, στη διακονία της Εκκλησίας και της καθολικότητας, γράφοντας ότι: «Οι Πατέρες ερμήνευαν την Ευχαριστία και σαν αποκάλυψη και σαν εκπλήρωση αυτού του καθολικού μυστηρίου του “αγνώστου τοις αγγέλοις”, αλλά σε μας, το νέο λαό του Θεού, φανερωμένο σ’ όλο το πλήρωμα της Χάριτος»22.
Ακόμη και σύγχρονοι φιλόσοφοι της Δύσης μαρτυρούν για τη διαφύλαξη του ευαγγελικού ιδεώδους και του προσανατολισμού από ασκητές, ανθρώπους αγραμμάτους στην πρώτη κοινότητα αναχωρητών της Εκκλησίας. Ο Lenoir, σύγχρονος φιλόσοφος, σημειώνει τα κριτήρια της θεολογίας επικαλούμενος μαρτυρία του ιερού Αυγουστίνου. Ο ιερός Αυγουστίνος, σχολιάζοντας την εμπειρία του Μεγάλου Αντωνίου σημειώνει: «Άνθρωποι αγράμματοι ορθώνουν ανάστημα και κατακτούν τη βασιλεία των ουρανών κι εμείς με όλη την άψυχη επιστημοσύνη μας κυλιόμαστε ακόμη σ’ αυτό το βούρκο από σάρκα και αίμα»23.
Οι προθέσεις μετά, πριν, νέα δηλώνουν χρονικά όρια και τοποθετούν, τροπικά και χρονικά, γεγονότα και καταστάσεις της ιστορίας που ο άνθρωπος είναι συνδιαμορφωτής και ερμηνευτής προηγούμενων εννοιών. Η θεολογία με Θεό δεν υποκύπτει στις κατηγορίες του χωροχρόνου ούτε τεμαχίζεται απ’ αυτές, αλλά η Τριαδολογία την ενοποιεί. Η διάκριση της ιστορίας σε εποχή προ Χριστού και μετά Χριστόν ορίστηκε από το «προαιώνιο» πρόσωπό Του που εισήλθε στον κόσμο, δειγμάτισε τρόπο αυθεντικής ζωής που τον διαδέχθηκαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο χαρακτηρισμός Πατερική θεολογία αποδίδει την ετερότητα της ακτίστου χάριτος με τα πρόσωπα τα οποία αγιάζει, χαριτώνει και τους δίνει τη δωρεά να θεολογούν. Χρειάζεται η υπενθύμιση ότι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν εξ ονόματος του Θεού προς τον Ισραηλιτικό λαό με τη φράση «τάδε λέγει Κύριος». Και οι Πατέρες της Εκκλησίας με ταπείνωση και αγάπη στο θέλημα του Θεού δεν κατέγραφαν με αυτονομία σκέψης τα μυστήριά Του, αλλά με την εμπειρία της χάριτος και την ταπείνωση. Αισθάνονται τον εαυτό τους «γη» και «σποδό» και αυτοκατακρίνονται από ταπείνωση για να θεολογήσουν, αποφεύγοντας την α-θεολογία του ναρκισσιστικού και αυτοδημιουργικού «πνεύματος». Μια αυτόνομη «θεολογική» σκέψη μέσα στη δίνη ακόμη και στη σύγχυση των ανθρωποκεντρικών εννοιών της νεωτερικότητας ή της μετανεωτερικότητας θα ανέτρεπε τα κριτήρια της κλήσης και κλίσης των Πατέρων. Τα ερείσματα της Παιδαγωγικής Θεολογίας προέρχονται από την ερμηνεία και την ποιότητα της σχέσης «πατρότητας» και «υιοθεσίας». Το «μυστήριο» της υπακοής αξίωσε τους Πατέρες με το δώρημα της θεουργικής πατρότητας για να κατευθύνουν με χάρη τις ψυχές.
Η Πατερική θεολογία εφόσον παράχθηκε με θεανθρώπινη συνέργεια, σύμπραξη ακτίστων και κτιστών ενεργειών, είναι εσχατολογική. Στη θεολογία της Εκκλησίας ο ιστορικός ρεαλισμός λαμβάνεται υπόψη στην παραγωγή θεολογίας, αλλά δεν την καθορίζει, αφού ο Χριστός υπέρκειται του χρόνου, ως πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός μίλησε με παραβολές, μετείχε στο ρεαλισμό της εποχής για να φανερώσει την αλήθεια και να τον μετασχηματίσει. Η θεολογία δεν αλλοιώνεται από τον ιστορικό ρεαλισμό αλλά ο ρεαλισμός φωτίζεται, κρίνεται από τη σχέση του με τα έσχατα, από τη συνάντηση κτιστού και ακτίστου. Αν τα κριτήρια, που εμφανίζουν την μετα-πατερική θεολογία, αμφισβητούν την καθολικότητα και τη διαχρονική συνάφεια πατερικότητας και θεολογίας, νου και χάρης, τότε μπορεί να προκύψει ένα επάλληλο είδος της μετα-πατερικής θεολογίας: η μετα-θεολογία.
Ο Ν. Μπερντιάγεφ κάνει μια διάκριση των όρων εξέλιξη και πρόοδος για να διακρίνει τη νατουραλιστική από τη χριστιανική προοπτική και ελπίδα. Δηλαδή, οι έννοιες αυτές μπορούν να αντιπαρατεθούν με την κυκλική ή την ευθύγραμμη πορεία της ιστορίας. Η εξέλιξη είναι όρος νατουραλιστικός, ενώ η πρόοδος ανήκει στην πνευματική κατηγορία. Η εξέλιξη ανήκει στο σύστημα της αντικειμενοποίησης και είναι αιτιοκρατικά προσδιορισμένη. Η πρόοδος κινείται υψηλότερα από τη φυσική διαδικασία της αλλαγής ή τις «φυσικές» επιλογές. «Η ιδέα της προόδου είναι χριστιανικής καταγωγής και γεννήθηκε από τη χριστιανική μεσσιανική ελπίδα, κατά την προσδοκία της βασιλείας του Θεού ως η αποκορύφωση της ιστορίας, και υπάρχει σ’ αυτήν ένα εσχατολογικό κίνητρο».24
Οι Πατέρες - τα διαγενεαλογικά «έσοπτρα»
Η μετα-πατερική θεολογία είναι συνθετικός νεολογισμός, που εξαρτάται από διάφορες αφορμές και αίτια που προκάλεσαν την εμφάνιση και σύνταξή του. Η μυσταγωγός και τροφός Εκκλησία που αποδίδει τους όρους θεολόγος και Πατέρας στο θεανθρώπινο σώμα Της αναγνωρίζει με τη θεία χάρη εκείνα τα πρόσωπα που αυθεντικά μαρτύρησαν για την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια και την ερμήνευσαν. Η Πατερική θεολογία μαρτυρεί την Αλήθεια με το διαπίστευμα της ζωής της χάριτος. Ο συσχετισμός των όρων Εκκλησία, Αλήθεια, χάρη, αγιότητα, Πατέρες είναι καθοριστικός για την προσέγγιση του όρου μετα-πατερική θεολογία. Αναβίωση, ανάμνηση, αναστοχασμός για τη θεολογία είναι όροι που δηλώνουν αναγωγή του Όλου της ύπαρξης στον «ακρογωνιαίο λίθο» της. Η Βιβλική θεολογία είναι ορφανή χωρίς την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι μέρος ελλειπτικό του όλου, της καθολικότητας, που το Άγιο Πνεύμα συνθέτει στην ιστορία της Εκκλησίας. Η θεολογία των Πατέρων δομεί τη θεολογία του προσώπου στο οικοδόμημα της Εκκλησίας. Πρόκειται για κλασική γραμμή ανάγνωσης της ουσίας της θεολογίας, όπως συμβαίνει και με την κλασική μουσική. Η κλασική μουσική, με τους εκπροσώπους της, διαθέτει απαράλλακτα κριτήρια δομής που την κάνουν διαχρονική, όπως είναι: οι λιτές γραμμές, η συμμετρία, η σταθερή φόρμα, η αρμονία. Αυτά δεν ανατράπηκαν από κάποια καινούργια για να διαμορφώσουν μια «μετα-κλασική μουσική» και να αλλοιώσουν τη διαχρονία και τη δυναμική της.
Η Εκκλησία πάντα καλείται από το Άγιο Πνεύμα για να τιμήσει με αυτόν τον τίτλο (Πατέρες) τα θεοφόρα και αγιασμένα πρόσωπα στη συνείδηση των πιστών της. Η Εκκλησία στην ιστορική διαδρομή της είναι φειδωλή στην απόδοση των όρων «Πατέρας» και «θεολόγος». Συγκεκριμένα σ’ ένα μόνο πρόσωπο έχει αποδώσει τον χαρακτηρισμό «νέος θεολόγος», δηλαδή στον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, απαντώντας ταυτόχρονα και στην ουσία και τις προϋποθέσεις ή αναγωγικές καταβολές του όρου θεολογία, ταυτισμένου με τη «θεοπτία», την κάθαρση και την προσευχή. Ο μοντερνισμός αποτελούσε ρεύμα κάθε εποχής, αφού ο άνθρωπος είναι ο ίδιος στα δομικά του συστατικά και τις ροπές της φύσης του. Ο Υιός και Λόγος του Θεού, όμως, με το λειτουργικό ενεστώτα «σαρκούται», επαναστατικοποιεί τον έσω άνθρωπο και ορίζει με τη θεανθρωπότητά του τα κριτήρια αυτογνωσίας και τα χαρακτηριστικά της προόδου κάθε ανθρώπινου βίου, εφόσον ο Ίδιος «προέκοπτε ηλικία και χάριτι». Ο Άγιος Συμεών, ριζοσπάστης για την εποχή του, συνιστά διαγενεαλογικό και θεολογικοπατερικό πρόσωπο συνάμα προφητικό που κρίνει το διαχρονικό αθεϊσμό με κριτήρια το Χριστό και τη χάρη διαβλέποντας νεοπαγανισμό, αθεΐα, ημιπιστία ή απιστία ακόμη και στον τρόπο ζωής των ίδιων των χριστιανών.25
Η μετα-πατερική «θεολογία» κρίνεται στην ταυτότητά της όταν αγωνίζεται με «αυτοαναφορικότητες» να συλλάβει και να αποδώσει το θείο θεωρητικά και ιδεολογικά. Η χρήση του όρου συμφύρεται και διαπλέκεται με την κριτική που γίνεται στη νεωτερικότητα, τη μετανεωτερικότητα και την εκκοσμικευμένη αντίληψη περί θεολογίας και Εκκλησίας. Η αποδόμηση βασικών αρχών φανέρωσης του θείου, της αγιοπνευματικής Πατερικής θεολογίας γεννά τα διάφορα υποκατάστατά τους που συγχέουν το θείο με το ανθρώπινο. Στην ιστορία τα πρόσωπα εδραιώνουν πεποιθήσεις και ιδέες και όχι η πρόταξη ανεμπειρικών και απνευμάτιστων ή αποπνευματικοποιημένων ιδεολογιών, ερήμην του φωταγωγικού Πνεύματος της Εκκλησίας. Η ερμηνεία των Πατέρων χωρίς τους ίδιους τους Πατέρες και τη χάρη τους, η οποία είναι στοιχείο ενότητας και καθολικότητας, είναι διανοητικός μονοθελητισμός.
Η βιωματικότητα και η εμπειρία από την ορθόδοξη πνευματικότητα που συνίσταται στη γνώση των Γραφών, την κάθαρση της ψυχής, τη μετάνοια, την προσευχή, το φωτισμό και τη μέθεξη στα μυστήρια της χάριτος δίνει πιστότητα, ποιότητα, και διαχρονία στους λόγους και στα κείμενα των Πατέρων. Γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκαν Πατέρες και εορτάζονται από την Εκκλησία ως «ακαθαίρετοι πύργοι», «πάγχρυσα στόματα του Λόγου», «μυρίπνοα άνθη του παραδείσου», «καυχήματα» τοπικών παραδόσεων που δογμάτισαν όρους πίστης, δειγμάτισαν ήθος και τρόπο ζωής, χριστομίμητης παιδείας, διασπώντας τις ετικέτες φυσιοκρατικής ή ιδεοκρατικής εκτίμησης του θείου με ημερομηνία λήξης. Είναι τα διαγενεαλογικά έσοπτρα αυτογνωσίας και ήθους. Σήμερα, τα έσοπτρα αυθεντικού βίου έσπασαν από επιλεκτική μνήμη ή «ιδιωτική οδό» που η συνθετική σκέψη του Ελύτη θα ονόμαζε ιδιωτική οδό θεολογίας. Χρήζει ιδιαίτερης έρευνας η αυτόβουλη ενέργεια της αποκαθήλωσης «συμβόλων» και «εικόνων» της Παράδοσης, που είναι αντανακλάσεις θείων ενεργειών, συνθετικές προσωπικής και κοινωνικής βιωματικής θεολογίας. Η Πατερική θεολογία δεν «σταυλίζεται» γιατί οι Πατέρες αυλίστηκαν και θεολόγησαν «έν αυλαίς οίκου Κυρίου ημών». Πάντα προβάλλει διαχρονικά κριτήρια και προϋποθέσεις για το «θεολογείν».
Ο αποχωρισμός του βιώματος από τη θεωρία δημιουργεί αποσυντονισμό στη σχέση ήθους με το συναξάρι της Εκκλησίας, που είναι αγωγή διαγενεαλογικής ηθικής και θεολογίας για τους πιστούς της. Η διαγενεαλογική θεολογία υπερβαίνει την επιστημονική ερμηνεία για τη διάκριση πνευματικού και υλικού κόσμου, γνώσης και θεολογίας του ήθους.26 Στη βιωμένη θεολογία οι προσευχές μας ενώνονται με τις προσευχές των Πατέρων. Η «θριαμβεύουσα» θεολογία και Εκκλησία κοινωνεί με τη στρατευομένη, ως σύναψη και σύναξη. Ο π. Σμέμαν σημειώνει: «Το βασικό ελάττωμα της ακαδημαϊκής θεολογίας βρίσκεται στο ότι στην ερμηνεία της, των μυστηρίων, δεν ξεκινά από το ζωντανό βίωμα της Εκκλησίας, ούτε από τη συγκεκριμένη λειτουργική παράδοση, όπως διατηρείται στην Εκκλησία, αλλά από υποκειμενικές a priori και αφηρημένες κατατάξεις και ορισμούς που δεν συμφωνούν εντελώς με την πραγματικότητα της εκκλησιαστικής ζωής»27.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας παρέδωσαν τα κριτήρια της πνευματικής ζωής, ουσιαστικά, με την εσχατολογική της διάσταση. Είναι σύγχρονοι και διαχρονικοί στην ουσία τής θεολογίας τους γιατί είναι εσχατολογικοί. Απαντούσαν στα προβλήματα της εποχής τους με κριτήριο τη βιούμενη θεανθρώπινη σχέση, με τον διαγενεαλογικά και μυστηριακά σαρκούμενο Λόγο στον άνθρωπο και στην κοινότητα. Η «σύγχρονη» θεολογία, ως απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα, με όποιους νεολογισμούς και αν χαρακτηριστεί, χωρίς τις καταγωγικές της ρίζες είναι διχαστική στον τρόπο, στο εκκλησιαστικό βίωμα και στο χρόνο. Δημιουργεί πρόβλημα η παραγωγή «θεολογικού» υλικού με τη διάσπαση θεολογίας και Εκκλησίας ή του «σχίσματος» της θεωρητικής –διανοητικής- θεολογίας από τη σχέση της με την εμπειρία της χάριτος. Η ενότητα όλων των μερών της θεολογίας τα οποία διασπάστηκαν ακολουθώντας τις επιστημονικές επιδόσεις της νεωτερικότητας αναζητείται εκ των κάτω και από τον εκκοσμικευμένο τρόπο ερμηνείας της θεολογίας. Τα μέρη της θεολογίας που απαρτίζουν ενότητα με την Εκκλησία της χάριτος αναλύονται ακαδημαϊκά, ενώ οι Πατέρες την αναζητούσαν εκ των άνω. Σύμφωνα με τον π. Σμέμαν ο κυριότερος και τρομερότερος πειρασμός που δηλητηριάζει τη σύγχρονη εκκλησιαστική συνείδηση, είναι «η υποκατάσταση της ενότητας εκ των άνω από την ενότητα εκ των κάτω»28.
Ο εκκοσμικευμένος τρόπος ερμηνείας της Βίβλου και της Παράδοσης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Οι αιρέσεις ερμήνευσαν με ατομική βούληση και με τη λογική του κόσμου την Αλήθεια της πίστης και της θεοφάνειας. Η Πατερική ερμηνεία της Βίβλου ήταν καρπός πνευματικής ζωής με την άνωθεν σοφία και φώτιση. Σήμερα, η αμφισβήτηση της Πατερικής σοφίας συνεπάγεται αμφισβήτηση και του τρόπου θεώσεως δια της χάριτος, γεγονός που διχάζει στην προσέγγιση του όρου θεολογία και χριστιανισμός. Ο Paul Evdokimof, ορθόδοξος θεολόγος που πρόβαλε στη Δύση το πνεύμα της Ορθοδοξίας γράφει: «Στην αντίθεση μεταξύ των διαφόρων ομολογιών προστίθεται σήμερα η εσωτερική διαίρεση με κέντρο τον εκκοσμικευμένο χριστιανισμό, το Χριστό μέσα σ’ ένα κόσμο χωρίς Θεό, το Χριστό χωρίς Θεό, τέλος την εκλογή υπέρ ή κατά του Θεού. Αυτό που μειώνει τους αρχηγούς της τάξεως αυτής της “μοντέρνας θεολογίας” είναι η απουσία της τριαδικής θεολογίας και της αναφοράς στους Πατέρες: ακολουθώντας τον κόσμο, καταλήγομε στην εκκοσμίκευση της Βίβλου και της Παραδόσεως»29.
Ο Eliade θεωρεί ότι ο μυστικισμός σε κάθε θρησκεία εκφράζει τη γνησιότητα και την καθαρότητά της. Ο π. Γεώργιος Μεταληνός σημειώνει ότι «η ησυχαστική πράξη είναι η λυδία λίθος για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητος… Τα κείμενα, ως γνωστόν, στην Ορθοδοξία, την αυθεντική χριστιανικότητα, ακολουθούν την πράξη και την περιγράφουν, αλλά ποτέ δεν την υποκαθιστούν. Οι “διάδοχοι“ του αγίου Γρηγορίου Παλαμά δεν βρίσκονται στην ακαδημαϊκή θεολογία, αλλά στην ασκητική συνέχειά του».30 Η πνευματική ζωή είναι διαδεκτή και ενιαιοποιεί το χρόνο και τους ανθρώπους γιατί οι αρμοί της, η άσκηση στις αρετές και στην προσευχή, στη θεωρητική και πρακτική ζωή συναρμόζονται από την αδιαίρετη και ενωτική θεία χάρη. Ο π. Ιωάννης Meyendorff καταγράφει για τη συνέχεια της Πατερικής θεολογίας, ως κληρονομιάς, τα εξής: «Η μεταγενέστερη βυζαντινή πνευματική ζωή δέχτηκε από τους πατέρες μια κληρονομιά όπου θεολογία και προσευχή δεν αποτελούνε δύο ανεξάρτητες περιοχές, αλλά ενοποιούνται στην πράξη ως μια θεωρητική ζωή προσιτή για κάθε χριστιανό, σ’ οποιοδήποτε πολιτιστικό ή διανοητικό επίπεδο κι αν ανήκει»31.

1 Δημοσίευση στο Συλλογικό Τόμο: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ, Θεολογική επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, τόμος ΙΖ΄, Λάρνακα 2011, σσ. 116-140..
2 Παπαδόπουλος Αντώνιος, Θεολογική Γνωσιολογία κατά τους Νηπτικούς Πατέρας, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 15.
3 Πρωτ. Ρωμανίδης Ιωάννης, Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 114.
4 Dilthey Wilbelm, Η γένεση της ερμηνευτικής, εισαγωγή-μετάφραση Δημήτρης Υφαντής, εκδ. Ροές, Αθήνα 2010, σσ. 12-13.
5 Sou la direction de Natalie Depraz et Jean-Francois Marquet, La gnose, une question philosophique, Serf, Paris 2000, p. 76-77.
6 Friedrich Schleiermacher, Για τη Θρησκεία, μτφρ. Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997, σ. 191.
7 Νανόπουλος Δημήτρης – Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία, 20102, σ. 111.
8 Πελεγρίνης Θεοδόσης, Ιατρική Ηθική, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, σ. 37.
9 Ρολς Τζων, Στόχοι και μέθοδοι (του Λέιφ Βέναρ), www.solon.org.gr/indexphp, 2/12/2010.
10 Wolin Richard, Η γοητεία του ανορθολογισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 95.
11 Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα , σ. 26.
12 Ό.π., Wolin R., σ. 274.
13 Ό.π., Wolin, R., σ. 45.
14 Habermas Jurgen, Η ηθική της Επικοινωνίας: Ηθική του διαλόγου – Σημειώσεις για ένα πρόγραμμα θεμελίωσης, μτφρ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Αθήνα 1997, σ. 71.
15 Χρήστου Κ. Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τομ. Α΄ εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 111.
16 Αντωνοπούλου Μαρία, «Ιστορική συνείδηση και εθνική ταυτότητα, Έθνος και πολιτισμός», Παράδοση και εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα του 21ου Αιώνα, Εταιρεία Παιδείας και πολιτισμού εντελέχεια-Εκπαιδευτήρια Γείτονα, Ταξιδευτής, σ. 80.
17 Νησιώτης Ν., Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2004, σ. 146.
18 Austin J., Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, μτφρ. Αλέξανδρος Μπίστης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σ. 29,
19 Gascoigne Bamper, Συνοπτική ιστορία του Χριστιανισμού, μετάφραση Μαρίας Τσάτσου, εδκ. Ενάλιος, Αθήνα 2008, σ. 310.
20 Σμέμαν Αλέξανδρος, Ευχαριστία, Ακρίτας, Αθήνα 1987,13-14.
21 Ό.π., Σμέμαν Α., σ. 227.
22 Ό.π., Σμέμαν Α., σ. 229. Για τη διάσπαση αυτή ο π. Σμέμαν σημειώνει τα εξής: «…μέχρι τη δυτική γοητεία της, η Ορθόδοξη Ανατολή δεν ξεχώριζε το μυστήριο σε ιδιαίτερο “αντικείμενο” μελέτης και καθορισμού, ούτε το απομόνωνε σε κάποια θεολογική πραγματεία…».
23 Frederic Lenoir, Ο Χριστός φιλόσοφος, μτφρ. Αιμίλιος Βαλασιάδης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2010, σ. 157.
24 Μπερντιάγεφ Νικόλαος, Δοκίμιο Εσχατολογικής Μεταφυσικής, μτφρ. Χρήστος Μαλεβίτσης, IMAGO, Αθήνα 1984, σσ. 274-275.
25 Sources Chretiennes, Ύμνος 28, 24-34, τ. 174, Paris 1971, σ. 296. Πρβλ. Πορτελάνος Σταμάτης, Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου-Στάδια πνευματικών μεθηλικιώσεων κατά τον Άγιος Συμεών το Νέο Θεολόγο, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 233-234.
26 Πορτελάνος Σταμάτης, Διαπολιτισμική και διαθεματική Διδακτική στο μάθημα των Θρησκευτικών – Διαγενεαλογική θεολογία και διακουλτουραλισμός, Έννοια, Αθήνα 2010, σ. 290.
27 Ό.π., Σμέμαν σ. 15.
28 Ό.π., Σμέμαν, σ. 161.
29 Evdokimof Paul, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 18.
30 Πρωτ. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Φώτα και Φως, εκδ. Άθως, Αθήνα 2001, σ. 63.
31 Meyendorff Jean, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκδ. Ακρίτας, μτφρ. Ελ. Μάϊνας, Αθήνα 19892, σ. 61.