Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης


Ο άγιος Γρηγόριος, τον οποίο σήμερα τιμά η Εκκλησία μας, ήταν πραγματικά ένα μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Όταν διαβάζη κανείς τα έργα του, χαίρεται την ευρύτητα της σκέψεώς του, την γονιμότητα της διδασκαλίας του, αλλά, κυρίως και προ παντός, την μεγάλη του ευαισθησία. Ασχολείται με θέματα πολύ δύσκολα, και όμως δεν αφίσταται της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης συναντούμε την διδασκαλία ότι το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι η θεραπεία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθαρση, και ότι σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση. Βέβαια, και άλλοι Πατέρες αναλύουν αυτήν την πραγματικότητα, αλλά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επιχειρεί λεπτομερή ανάλυση. Στο έργο του “εις τον βίον Μωϋσέως”, το οποίο είναι υπόδειγμα θεολογικού λόγου, κάνει θαυμάσιες προεκτάσεις και παρατηρήσεις.

Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου, ασχολήθηκε με θέματα τα οποία ήταν δυσεπίλυτα για το ανθρώπινο πνεύμα. Η μεγάλη του ευαισθησία, που φαίνεται στις συνομιλίες που είχε με την αδελφή του Μακρίνα, πριν εκείνη κοιμηθή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον θάνατό της, όπως και η στάση του απέναντι στον χωρισμό από την αδελφή του, κάνει τρομερή εντύπωση. Ήταν πραγματικά μεγάλος θεολόγος, αλλά και αρκετά ευαίσθητος πνευματικός πατέρας.

Η αξία της μεγάλης του προσωπικότητος αναγνωρίστηκε από όλη την Εκκλησία. Μετά τον θάνατο του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που έγινε το 379, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως έναντι των Χριστολογικών αιρέσεων της εποχής του. Δυναμική ήταν η παρουσία του στην Σύνοδο της Αντιοχείας το 379 μ.Χ. καθώς επίσης και η αποστολή του στον Πόντο και την Αραβία για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος απέκτησε μεγάλο κύρος, και γι’ αυτό ενδιαφερόταν για την ρύθμιση διαφόρων εκκλησιαστικών υποθέσεων, κυρίως σε δογματικά ζητήματα.

Σημαντική ήταν η παρουσία του στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο, στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή επικράτησε η θεολογία του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που είχε κοιμηθή δύο χρόνια πριν από την σύγκληση της Συνόδου, αλλά ο άγιος Γρηγόριος αποδείχθηκε ο θεολογικός εκφραστής της Συνόδου.

Κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, ο άγιος Γρηγόριος ανέγνωσε μπροστά στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο μελέτη του, που αντέκρουε τις απόψεις του Ευνομίου, ο οποίος (Ευνόμιος) είχε καταφερθή εναντίον του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος έγραψε εναντίον των αιρετικών θέσεων του Ευνομίου. Η επιχειρηματολογία του Μ. Βασιλείου τόσο πολύ εξέπληξε τον Ευνόμιο, ώστε απήντησε μετά δεκατέσσερα χρόνια με το έργο του “απολογία υπέρ απολογίας”. Τότε, όμως, δεν ήταν δυνατόν να απαντήση ο Μ. Βασίλειος, γιατί βρισκόταν προς το τέλος της ζωής του. Την αποστολή αυτή εξεπλήρωσε με επιτυχία ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Με τρία βιβλία του κονιορτοποίησε στην κυριολεξία τις απόψεις του Ευνομίου, υπερασπιζόμενος τόσο την ορθόδοξη πίστη, όσο και την μνήμη του αδελφού του. Τα συγγράμματα αυτά συγκαταλέγονται στα άριστα αντιαιρετικά κείμενα.

Στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε από όλους ως ο κατ’ εξοχήν θεολόγος. Αυτός διάβασε την εισηγητική ομιλία στην Σύνοδο, εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο στον Μελέτιο Αντιοχείας, που ήταν Πρόεδρος της Συνόδου, εξεφώνησε την ομιλία κατά την ενθρόνιση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπως πιστεύεται, αυτός έδωσε την τελική μορφή στο Σύμβολο της Πίστεως, αυτός συνέταξε το άρθρο περί του Αγίου Πνεύματος: “Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον το λαλήσαν δια των Προφητών”. Μάλιστα, λέγεται ότι στην εικονογράφηση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζεται ως ο πρακτικογράφος της Συνόδου.

Πριν από την λήξη των εργασιών της Συνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου ο άγιος Γρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστεως για τους επισκόπους του Πόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί.

Μετά την Σύνοδο ανέλαβε περιοδείες στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αραβία για την λύση διαφόρων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καθώς επίσης συμμετέσχε σε συνόδους για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως. Όλα αυτά δείχνουν ότι είχε μεγάλο κύρος στον ορθόδοξο χώρο. Μάλιστα, σε αυτόν ανατέθηκε να εκφωνήση τους επικηδείους λόγους στην βασιλόπαιδα Πουλχερία και την Βασίλισσα Πλακίλλα.

Πέρα από αυτά τα γεγονότα, που είναι γνωστά στην εκκλησιαστική ιστορία από τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, υπάρχουν και συνοδικά κείμενα που τον θεωρούν μεγάλο οικουμενικό πατέρα της Εκκλησίας. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, αναγνωρίζοντας την αξία της προσωπικότητος και της θεολογίας του, τον ονόμασε “άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον έν τε λόγοις και εν τρόποις”. Η φράση αυτή εννοεί ότι ήταν δεύτερος μετά τον αδελφό του τον Μ. Βασίλειο. Αλλά και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του έδωσε τον μοναδικό τίτλο που δόθηκε σε θεολόγους της Εκκλησίας τον ονόμασε “πατέρα πατέρων”. Μάλιστα, είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε ο Μ. Βασίλειος, όταν εκφράσθηκαν απορίες, γιατί έναν τέτοιον μεγάλης αξίας άνθρωπο τον έκανε επίσκοπο της ασήμου πόλεως Νύσσης, που φαίνεται ότι αναφέρεται στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και όχι στον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, επειδή υπάρχει η λέξη “αδελφός”: “Έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού”*.

Μια τέτοια μεγάλη πατερική φυσιογνωμία, που η ίδια η Εκκλησία δια των Οικουμενικών της Συνόδων ονομάζει “πατέρα πατέρων” και άνδρα δεύτερον μετά τον Μ. Βασίλειο στους λόγους και τους τρόπους, και ένας τέτοιος άγιος, για τον οποίον γινόταν λόγος να συμπεριληφθή στην τριάδα των Τριών Ιεραρχών, δεν είναι δυνατόν να πέση σε τέτοιες σοβαρές πλάνες, όπως είναι η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων. Επομένως, σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία κατεδίκασε. Πώς είναι δυνατόν να καταδικάζεται συνοδικώς η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όμως να επαινήται υπερβαλλόντως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης;


Πηγή: Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η ζωή μετά τον θάνατο
, Ιερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Ακραίφνιο Θηβών 2005.

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Ο μεγάλος Καππαδόκης Πατέρας Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος


Οι Καππαδόκες Πατέρες είναι οι θεμελιωτές της Θεολογίας της Εκκλησίας μας, διότι κατόρθωσαν να διατυπώσουν με ακρίβεια το ορθόδοξο δόγμα, το οποίο είναι συνώνυμο με τη σωτηρία μας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης, μια πραγματικά μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία του 4ου μ. Χ. αιώνος, ο οποίος έβαλε τη δική του σφραγίδα στη διατύπωση των σωστικών αληθειών της χριστιανικής μας πίστεως.

Γεννήθηκε το 332 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν αδελφός του Μ. Βασιλείου. Από την ευσεβή οικογένειά του είχε πάρει τις πνευματικές του καταβολές και την ισχυρή πίστη του στο Θεό. Στο ευλογημένο σπίτι, της αγίας αυτής οικογένειας, κυοφορήθηκε μια σειρά μεγάλων αγίων της Εκκλησίας μας (Μ. Βασίλειος, άγιος Γρηγόριος, αγία Μακρίνα (γιαγιά), αγία Μακρίνα (αδελφή), αγία Εμμέλεια (μητέρα), άγιος Ναυκράτιος (αδελφός), κλπ). Για τα νεανικά του χρόνια δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Φαίνεται ότι σπούδασε στην Καισάρεια και ένας από τους δασκάλους του υπήρξε ο αδελφός του Βασίλειος. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία, η οποία τον έθελγε από μικρό. Διακρίνονταν για την ευφυΐα του και την φιλομάθειά του. Ως δασκάλα του θεωρούσε ο ίδιος και την αδελφή του Μακρίνα, η οποία τον δίδαξε αρετή και άσκηση.

Μελετούσε με πάθος την ελληνική φιλοσοφία και τα συγγράμματα του μεγάλου εκκλησιαστικού διδασκάλου Ωριγένη. Μελετούσε επίσης τους φιλοσόφους: Φίλωνα τον Ιουδαίο και τον Θεόγνωστο, οι οποίοι άσκησαν μεγάλη επίδραση σ’ αυτόν. Μελετούσε τη θύραθεν φιλοσοφία ακόμα και μετά την είσοδό του στον ιερό κλήρο.

Κατ’ αρχάς ασκούσε το επικερδές επάγγελμα του ρήτορα, αποκτώντας τη φήμη ενός από τους σπουδαιότερους ρήτορες της εποχής του. Νυμφεύτηκε την Θεοσέβεια, μια σπουδαία και αγία γυναίκα, η οποία όμως πέθανε λίγο καιρό αργότερα. Ο Γρηγόριος αντιμετώπισε με στωικισμό την απώλειά της. Ο ισχυρός χαρακτήρας του και η βαθειά πίστη τους στο Θεό τον βοήθησαν να ξεπεράσει το χαμό της.

Ύστερα από αυτό αφιερώθηκε στην Εκκλησία. Για λίγο καιρό αποσύρθηκε στο περίφημο ασκητήριο του αδελφού του Βασιλείου στον Πόντο, στα όχθες του Ίρη ποταμού, όπου προετοιμάστηκε πνευματικά, με άσκηση, κάθαρση παθών και προσευχή. Όσον αφορά τη γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων φαίνεται ότι δεν την κατείχε όσο έπρεπε και γι’ αυτό ο αδελφός του Βασίλειος δεν τον προόριζε αρχικά για κληρικό. Όμως στα 371 χήρεψε η επισκοπή Νύσσης, στην οποία χειροτονήθηκε επίσκοπος, σε ηλικία σαράντα χρονών, υποσχόμενος πλήρη αφοσίωση στη διακονία της Εκκλησίας.

Σύντομα όμως έγινε στόχος των αιρετικών αρειανών, οι οποίοι άρχισαν τις ενοχλήσεις, διότι διείδαν  ότι ένας ακόμη αντιαρειανός επίσκοπος προστέθηκε στους επικριτές τους. Και τούτο διότι ο Γρηγόριος είχε το σθένος, την ικανότητα και τη δύναμη να τους απογυμνώνει θεολογικά. Σχεδίασαν να τον εξοντώσουν. Χάλκευσαν ψεύτικες κατηγορίες ότι δήθεν είχε σφετεριστεί τα χρήματα της Εκκλησίας και το χειρότερο: τον κατηγόρησαν ότι είχε εκλεγεί αντικανονικά Επίσκοπος. Τις κατηγορίες ανέλαβε να προωθήσει κάποιος φανατικός αρειανός, ονόματι  Φιλόχαρης, προς τον διοικητή του Πόντου Δημοσθένη, ο οποίος ανάλαβε τη δίωξη του Γρηγορίου. Προς αυτόν απέστειλε επιστολές ο Μ. Βασίλειος, με τις οποίες τον παρακαλούσε να διενεργήσει διαχειριστικό έλεγχο στην επισκοπή για να αποδειχτεί η αθωότητα του Γρηγορίου. Όμως δεν κατέστη δυνατό να πειστεί ο Δημοσθένης. Επίσης ο φανατικός αρεινόφρων αυτοκράτορας Ουάλης είχε κάθε λόγο να καταδικαστεί ο ορθόδοξος Γρηγόριος. Έτσι, με σκοτεινά διαβούλια το 376 σύνοδος αρειανών επισκόπων του Πόντου και της Γαλατίας τον καθαίρεσαν ερήμην.

Ο Γρηγόριος έφυγε καταδιωκόμενος από την Επισκοπή του, διότι κινδύνευε πλέον και η ζωή του από τους φανατικούς αιρετικούς αρειανούς. Περιπλανήθηκε για δύο χρόνια στα δάση του Πόντου. Η περιπέτειά του έλαβε τέλος το 378, μετά το θάνατο του Ουάλη. Επέστρεψε στη Νύσσα, όπου του έγινε θερμή και θριαμβευτική υποδοχή από τους ορθοδόξους πιστούς. Ο Γρηγόριος άρχισε αμέσως την ποιμαντική του διακονία και την κάθαρση της Εκκλησίας από τους αρειανούς. Την επόμενη χρονιά πέθαναν τα αδέλφια του Βασίλειος και Μακρίνα, γεγονός, που τον γέμισε με πίκρα και οδύνη.

Το 379 έλαβε μέρος στην  Τοπική Σύνοδο της Αντιόχειας, η οποία συγκλήθηκε να καταδικάσει την αίρεση του Απολλιναρίου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός, κατά την σάρκωσή Του, έλαβε μόνον σάρκα από την ανθρώπινη φύση και όχι και ψυχή, που σημαίνει ότι δεν  έγινε αληθής άνθρωπος και άρα δεν είναι πραγματικός σωτήρας του κόσμου. Ο Γρηγόριος, με την ευγλωττία του και την θεολογική του κατάρτιση, ανασκεύασε τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και στερέωσε το ορθόδοξο δόγμα. Μετά το πέρας της Συνόδου στάλθηκε από του Πατέρες στην Εκκλησία της Βαβυλώνας και Αραβίας, για να κομίσει και να εφαρμόσει τις αποφάσεις της Συνόδου, στις οποίες κυριαρχούσαν αιρετίζουσες τάσεις. Μετά από αυτό επισκέφτηκε και τους Αγίου Τόπους και προσκύνησε τα Ιερά Προσκυνήματα. Αλλά εκεί έγινε στόχος των αιρετικών Απολλιναριστών.

Το 381μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει μέρος στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Εκεί με σθένος και καθαρό θεολογικό λόγο κατατρόπωσε τους πνευματομάχους του αιρετικού Μακεδονίου, αποδεικνυόμενος ως αυθεντία. Μάλιστα οι Πατέρες της Συνόδου τον χαρακτήρισαν ως «Πατήρ Πατέρων και Νυσσαέων Φωστήρας». Ο αυτοκράτορας Μ. Θεοδόσιος (379-395) τον αποκάλεσε «Στύλο της Ορθοδοξίας» και τον τίμησε δεόντως. Επίσης το 382 και 383 ήταν επίσης παρών στην Βασιλεύουσα στον αγώνα κατά των αρειανών.

Επανήρθε στην Επισκοπή του, όπου εργάστηκε με ζήλο, χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερες πληροφορίες για τα τέλη της ζωής του. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 394. Έγραψε σπουδαία συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, πολεμικά, ερμηνευτικά, λόγους, επιστολές κλπ. Σε αυτά είναι διάχυτη η θύραθεν παιδεία του και κυρίως η ελληνική φιλοσοφία. Κάποιοι προσπάθησαν να τον σπιλώσουν ως δήθεν κακόδοξο, «ωριγενιστή», κατά τις λεγόμενες «ωριγενιστικές έριδες» του 6ου αιώνα. Όμως η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποφάνθηκε για την Ορθοδοξία του.  Η μνήμη του τιμάται στις 10 Ιανουαρίου.

Γιώργος Βαλσάμης Η Ενδέκατη Ομιλία του αγ. Γρηγορίου Νύσσης στο ΄Ασμα Ασμάτων





Ο ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ λόγος τῆς ἑνδέκατης ὁμιλίας γιὰ τὴ σημασία τῆς ἐγρηγόρσεως προβάλλει τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ τρεπτοῦ σχήματος τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ τῆς μακάριας ζωῆς κοντὰ στὸν Θεό, ὡς ἀντίθεση μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, ὄντος καὶ φαντασίας τοῦ μὴ ὄντος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν καλεῖται νὰ νικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς ψυχῆς ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐπιθυμία τῆς νίκης, δὲν καλεῖται νὰ περάσει σὲ κατάσταση ἀπόλυτης νηφαλιότητας ἀλλὰ μονίμως ἀποβλέποντας σ᾽ αὐτὴν νὰ ἀποδειχθεῖ ἀνώτερος τοῦ νυσταγμοῦ.(1) Καὶ στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸ Ἆσμα(2) ὁ Γρηγόριος τονίζει τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία περὶ εὐθύνης καὶ ἐξουσίας τοῦ νοῦ. Τὴν ἀρετὴ ὡς κατόρθωμα τῆς προαιρέσεως, ἀπόδειξη ἐλευθερίας καὶ φόβητρο ἐναντίον τῶν τυραννικῶν φύσεων, ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων, ὑμνεῖ ὁ Γρηγόριος στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ὑπομνήματος Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως.

῾Η σχέση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο συγκροτεῖ δύο τρόπους ἐκφράσεως ἑνιαίας πραγματικότητας, τὴν ὁποία διαμορφώνει καὶ ἐπιθέτει στὰ πράγματα ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ἡ ψυχὴ δημιουργεῖ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ πρὸς αὐτὲς συσχηματίζεται μεταμορφώνοντας ἀναλόγως τὸν κόσμο.(3)῾Η διδασκαλία αὐτὴ δὲν συνεπάγεται παράδοση σὲ ὑποκειμενισμό, δὲν δημιουργεῖ ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἐκτός του, ἀλλὰ συναρτᾶται μὲ τὴν γραφικὴ μαρτυρία περὶ τῆς κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναγνωρίζοντας στὴν ψυχὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ὁ Γρηγόριος δὲν ἀναγνωρίζει παρὰ μόνον ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὴ δυνατότητα εἴτε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ ἀναπτύσσοντας κοντά Του καὶ πρὸς αὐτὸν τὰ χαρίσματα τῆς δημιουργίας, εἴτε νὰ ἀπομακρυνθεῖ σὲ διαδοχικὲς ὀπτασίες τοῦ μὴ ὄντος, κίνητρο τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ κατὰ τὸν ἴδιο ἡ ἀγάπη τῆς ἡδονῆς, τῆς δύναμης καὶ τῆς δόξας.(4)

Θὰ ἦταν σωστὸ νὰ βλέπαμε τὴν ἀντίθεση ὄντος καὶ μὴ ὄντος ὄχι ἀνάμεσα στὴν ἡδονὴ καὶ τὸν πόνο, ὄχι ἀνάμεσα στὴ δύναμη καὶ τὴν ἀσθένεια οὔτε ἀνάμεσα στὴ δόξα καὶ τὴν ἀσημαντότητα, ἀλλὰ ἀνάμεσα σὲ ὁτιδήποτε εἶναι πραγματικὸ καὶ στὴν διαστρέβλωσή του, ἀφοῦ καὶ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη ἔχει τὴ δική της δύναμη, δόξα καὶ ἡδονή. Δὲν θὰ συναντήσουμε στὸν Γρηγόριο λόγους κατὰ τῆς ἡδονῆς ὡς τέτοιας, οὔτε κατὰ τῆς δύναμης ὡς τέτοιας, οὔτε κατὰ τῆς δόξας: καταδικάζει τὴ διαστρέβλωσή τους. Τὸ κριτήριο ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ συλλάβει καὶ νὰ δείξει τὴν διάκριση ὄντος καὶ μὴ ὄντος, κριτήριο σύνηθες ἐντὸς τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, εἶναι ἡ διάρκεια, ὥστε ἂν μπορεῖ νὰ δωθεῖ κάποια μάχη, θὰ εἶναι μάχη ἐναντίον ἑνὸς καὶ μόνον ἀντιπάλου, τῆς ματαιότητας.(5) Ὕπνος λοιπὸν κυρίως εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη στὴ ματαιότητα ἐκφραζόμενη ὡς ἐγκατάλειψη σὲ ποικίλες παραμορφώσεις τοῦ ὄντος καὶ δι᾽ αὐτῶν στὴ λήθη τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴ βύθιση στὸν λήθαργο τοῦ μὴ ὄντος ἐμποδίζει ἡ αἴσθηση τοῦ πόνου. Βάσει αὐτῆς τῆς ἐπιγνώσεως ὁ Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει τὴν εὐαγγελικὴ προτροπὴ «ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι»,(6) προτροπὴ ποὺ ἀπετέλεσε ἕνα ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ ἀσκητικοῦ βίου.(7) Πῶς ὅμως ἡ αἴσθηση τοῦ πόνου θεραπεύει τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ ἡ ἴδια ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ Ἐκεῖνον; Πρόκειται γιὰ παράδοξο τῆς ἐκπτωτικῆς ἐποχῆς, πρὸς ἐπίλυσιν τοῦ ὁποίου ὁ Γρηγόριος ἐπιστρατεύει τὴ συνέχεια τοῦ προηγουμένου χωρίου ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο, τὸν λόγο περὶ τῆς ἐγρηγόρσεως τῶν ἀγγέλων ὡς ὑποδείγματος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους - κείμενο ἐξόχως σημαντικό, ἀφοῦ περιγράφει τὴ νήψη πέρα ἀπὸ κάθε ἄρνηση (πῶς θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ ἐγκράτεια στοὺς ἀγγέλους;(8)), τονίζοντας τὸ θετικὸ καὶ μάλιστα ἐρωτικὸ περιεχόμενο τῆς νήψης: ἄγρυπνος εἶναι ὁ ἐρωτευμένος.῾Υπ᾽ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ὄχι μόνο γίνεται ἐφικτὴ ἡ παρομοίωση ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων,(9) ἀλλὰ παρουσιάζεται ἐπιβεβλημένη, ἐνισχύοντας μάλιστα τὴν περὶ βαθμίδων προσεγγίσεως τοῦ Λόγου διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου: ὅ,τι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀποτελεῖ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ ἐνανθρώπηση δηλαδὴ τοῦ Λόγου, γιὰ τοὺς ἀγγέλους, στὴ συγκεκριμένη ὁμιλία, ἀποτελεῖ περισσότερο ἐγκατάλειψη τῆς θείας δόξας - οἱ ἄγγελοι νοιώθουν βαθύτερα τὸ γεγονὸς τῆς κενώσεως παρὰ τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειές του, ἔτσι ὥστεἀγρυπνοῦν ἀνυπόμονοι γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν ὑπερουράνιο μακαριότητα.(10)῾Η στάση τῶν ἀγγέλων, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Γρηγόριος, δὲν ὑποτιμᾶ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, διότι δὲν συνιστᾶ ὑποτίμηση ἡ ἔμφαση σὲ ὅ,τι θεμελιώνει καί τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. ἡ στάση τους ὑποδηλώνει τὴν προσδοκία κάθε ἐρωτευμένου νὰ βλέπει ὅ,τι ἀγαπᾶ μέσα στὸ ἰσχυρότερο δυνατὸ φῶς. Αὐτὴ ἡ προσδοκία κατευθύνει τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἀγρυπνία τῶν ἀγγέλων - ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἔρωτας τῶν ἀγγέλων γιὰ τὸν Χριστό.

Ἔχει συχνὰ τονισθεῖ ὁρισμένη συγγένεια τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μὲ τὸν ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη. Πιθανῶς ἡ ἔμφαση ποὺ δίνεται στὴ συγγένεια αὐτὴ νὰ εἶναι ὑπερβολικὴ καὶ πάντως στὴν συγκεκριμένη ὁμιλίαβλέπουμε μιὰ πολὺ σημαντικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο θεολόγων. Ὁ Διονύσιος ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἀγγέλους κυρίως ὡς πνεύματα καλύπτοντα ἱεραρχικῶς καὶ παιδαγωγικῶς τὴν μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀπόσταση. Ὁ Γρηγόριος ἐδῶ τοὺς παρουσιάζει ἐρωτευμένους τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἀδημονοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δὲν παρακαλοῦν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία τους, δὲν δοξάζουν τὸν Κύριο γιὰ τὴ μεγάλη Του εὐεργεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν παιδαγωγική τους χρησιμότητα συνιστᾶ ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσή τους στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι νὰ μιμηθοῦν.(11) Καὶ ἡ ἀναφορὰ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ διήγηση τοῦ Ἄσματος φανερώνουν τὸν ἔρωτα πέραν τῶν ἠθικιστικῶν περὶ γενικῆς ἀγαθοεργίας προτροπῶν, ὡς δύναμη ποὺ ἀναπτύσσεται πάντοτε μεταξὺ δύο, καὶ στὴν τελειότερη μορφή του, ὡς στάση ἀποκλειστικῆς ἀφοσίωσης τοῦ ἑνὸς συγκεκριμένου ὄντος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ προσέξουμε ἐπίσης, ὅτι ἡ παρθενία συνδέεται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο μὲ τὴν ἀφθαρσία καὶ δὲν ἀποτελεῖ τόσο προϊὸν ἐγκρατείας, ὅσο δῶρο τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς ἀγάπης τῆς ἐνανθρωπήσεως,(12) ἔτσι ὥστε φυσικὴ κατάσταση δὲν εἶναι ἡ ἐγκράτεια ἀλλὰ ἡ παρθενία.῾Η περὶ παρθενικῆς ἀφθαρσίας ἔκφραση τοῦ Γρηγορίου βοηθεῖ νὰ ἀποφύγουμε νὰ ταυτίζουμε αὐτὸ ποὺ ἡ πορνεία εἶναι μὲ τὶς συνέπειές της: πορνεία δὲν εἶναι ἡ πρόσδεση στὴν ὕλη εἴτε στὴν σεξουαλικότητα, μολονότι καὶ δι᾽ αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται, ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Χριστό. Πορνεία εἶναι ἡ λήθη τοῦ Χριστοῦ.῾Η διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ἂν καὶ μοιάζει νὰ ὁδηγεῖ σὲ νοησιαρχικὲς ἀποκλίσεις, στὴν πραγματικότητα, ὅπως θὰ διαπιστώσουμε καὶ στὴ συνέχεια, δὲν προϋποθέτει τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸν θετικὸ χαρακτήρα τῆς παρθενίας -κύριο δηλαδὴ χαρακτηριστικὸ τῆς παρθενίας προβάλλεται ὄχι ἡ ὁποιαδήποτε ἀποχὴ καὶ ἐγκράτεια ἀλλὰ ἡ ἀθανασία καὶ ἡ πίστη στὸν Χριστό.῾Η ἐγκράτεια εἶναι προσωρινή, ἡ παρθενία ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ τὴν χαρακτηρίζει ἀγγελική.(13) Μποροῦμε, ἔτσι, νὰ κατανοήσουμε περισσότερο καὶ φράσεις ὅπως τοῦ Αὐγουστίνου, κατὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς ἐφόσον ἀγαπάει νὰ κάνει ὅ,τι θέλει.῾Η ἠθικὴ εἶναι παράγωγο τῆς παρθενίας, ὄχι αἰτία της. προβάλλοντας τὴ συνείδηση ὣς ἕδρα καί τῆς ἐλευθερίας καί τῆς συναντήσεως μὲ τὸν Θεό, ὁ Γρηγόριος ἀναιρεῖ κάθε τάση νομικιστικοῦ τύπου εὐσέβειας.(14)

Τὸ νὰ ἰσχυριζόμαστε πὼς ἡ ἑρμηνεία τοῦ Γρηγορίου στὸ Ἆσμα δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν προσωπικὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ἐπίσης στὸν γάμο Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, διασπᾶ τὸ ἑνιαῖο μυστήριο τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ γάμος Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας δὲν συντελεῖται παρὰ μόνο μέσα στὴν προσωπικὴ ἕνωση κάθε ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό.(15) ῾Η Ἐκκλησία δὲν συνιστᾶ ἀθροιστικὸ σύνολο, ὑπάρχει μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ὑπάρχει καὶ ζεῖ ὁλόκληρος μέσα σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη της.(16)

῾Η διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀναδεικνύεται συνεχῶς καὶ ἀπολύτως χριστοκεντρική.῾Η φυσικὴ κατάσταση ὅλων τῶν προικισμένων μὲ νοημοσύνη ὄντων εἶναι νὰ στρέφονται ἐρωτικὰ πρὸς τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε σωτήρας ὅλων εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλο κείμενό του δὲν θὰ διστάσει νὰ ἀποκαλέσει τὸν ἄγγελο ἀδελφὸ τρόπον τινὰ τοῦ ἀνθρώπου.(17) Ἑνοποιό τους ἰδίωμα ἀποτελεῖ ἡ ἀγρυπνία μέσα στὴν ἀναμονὴ τοῦ Χριστοῦ. Μακάριος ὅποιος ἀνοίγει σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ κρούει τὴν θύρα.(18) Ὁλόκληρη ἡ νοήμων καὶ ἀγαθὴ κτίση στὴ μακαριότητα αὐτοῦ τοῦ καιροῦ ἐλπίζει. Στὴν ἐλπίδα αὐτὴ ἔχει βυθίσει τὴν ψυχή της τελείως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος.

Ἔχοντας προβάλλει τὸν ὁρίζοντα τῆς καθολικῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Γρηγόριος ἐπιστρέφει στὸ κείμενο τοῦ Ἄσματος ἀναλαμβάνοντας τὴ νύμφη στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ἐκεῖνο, ὅπου ἡ μακαριότητά της πρόκειται νὰ ἐκπληρωθεῖ, ὅπου ὁ κρούων τὴν καλεῖ νὰ Τὸν ὑποδεχθεῖ. Ἔχει πολεμήσει καὶ νικήσει τὴν σκληρότητα, ἔχει ἐργασθεῖ παραδείσους καὶ ἔχει ἐνδυθεῖ τὸ φῶς, ἔχει προσφέρει κάθε δῶρο θεοπρεπές, γι᾽ αὐτὴν ὁ Λόγος μαρτυρεῖ πὼς εἶναι τέλεια, καὶ ψόγος σ᾽ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει.(19)῾Η τελειότητα, ὅμως, ἀναφερόμενη σὲ ἀνθρώπους, ἔχει σχετικὴ σημασία καὶ σημαίνει τὴν ἐξάντληση τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γιὰ τὸ ἀγαθό.(20) τὰ ὅρια ὅμως πάντοτε ὑπάρχουν, συνεχῶς μετατίθενται, σὲ πορεία παράδοξη, ὅσο παράδοξη εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἄπειρου καὶ τοῦ πεπερασμένου, παρὰ τὴν ἀχανῆ μεταξύ τους ἀπόσταση καὶ ἐντὸς αὐτῆς, σὲ πορεία ἀδιάκοπη, ποὺ θὰ θύμιζε τὸ μαρτύριο τοῦ Σισσύφου ἂν δὲν γεννιόταν καὶ δὲν μεγάλωνε ὑπὸ τὴν θαλπωρὴ τῆς θείας ἀγάπης, ἔργο τῆς ὁποίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ μεταμόρφωση τῆς ἀπόστασης σὲ προϋπόθεση τῆς κοινωνίας. Μόνο χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ ἀπόσταση θὰ ἀποτελοῦσε καταδίκη, ἐνῶ τώρα ἡ ἴδια αὐτὴ ἀπόσταση παρέχει τὸν χῶρο τῆς μυστικῆς συναντήσεως.(21) Δὲν ὑπάρχει θαυμασμὸς γνήσιος χωρὶς ἀπολύτων διαστάσεων ἀπόσταση, καὶ μόνο μέσα στὸν θαυμασμὸ ἡ τέτοια ἀπόσταση δὲν τρομάζει. Ὥστε ἡ συνεχὴς ἐρωτικὴ μύηση ὄχι μόνο βασανιστικὴ ἐπανάληψη δὲν καταντᾶ, ἀλλά, ἀντιθέτως, γίνεται περιπέτεια, τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὅσοι τὴν συμμερίζονται οὐδέποτε ἐπιθυμοῦν. Ἀκόμη, ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περὶ τῶν ὁρίων ὡς μεταβλητῆς πραγματικότητας καὶ συνεπῶς περὶ ἀέναης προσχωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀγαθό, ἔχει πολὺ σημαντικὲς ἀνθρωπολογικὲς συνέπειες, ἀφοῦ προϋποθέτει ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς νὰ εἶναι ἄπειρη, μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει δυναμικὸ καὶ μάλιστα ἀνεξάντλητα δυναμικὸ χαρακτῆρα.῾Η φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως, δὲν κατανοεῖται οὐσιολογικά, δὲν ἀποτελεῖ περιουσία, ὡς τὴν προσέλαβε ἐνίοτε ἀκόμη καὶ ἡ χριστιανικὴ θεολογία, κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἐπιρροῆς της ἀπὸ ὁρισμένες ὄψεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης. Δὲν ἀποτελεῖ δεδομένη, σαφῶς περιγεγραμμένη,πραγματικότητα, μολονότι μπορεῖ νὰ καταντήσει καὶ αὐτό, ἀλλὰ στὴ συνάντησή της μὲ τὸν Θεό,διὰ τῆς μυστικῆς ἀναγεννήσεως, ἀενάως διευρύνει τὰ ὅριά της, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται ὡς μυστήριο καὶ εἶναι οὐσιωδῶς ἀκατάληπτος.

{5.2}[ Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ.]

Φωνὴ τοῦ ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπὶ τὴν θύραν Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός. {5.3} Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς; {5.4} Ἀδελφιδός μου ἀπέστειλε χεῖρα αὑτοῦ διὰ τῆς ὀπῆς καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν.

Τὶς ἑνότητες 2, 3, καὶ 4 τοῦ πέμπτου κεφαλαίου τοῦ Ἄσματος σχολιάζει ὁ Γρηγόριος στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία. Τὴ φράση "Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ" κατατάσσει στὴν προηγούμενη ἑνότητα τοῦ ἴδιου κεφαλαίου τοῦ Ἄσματος καὶ ἀκολούθως τὴ σχολιάζει στὴν δέκατη ὁμιλία. Πιθανῶς τὸ χειρόγραφό του παρεῖχε αὐτὴ τὴ διαίρεση, ἐκτὸς ἐὰν προτίμησε νὰ ἀναφέρει τὸν συγκεκριμένο στίχο στὰ προηγούμενα θεωρώντας ὅτι νοηματικῶς ἐκεῖ ἀνήκει.῾Η τελευταία περίπτωση πρέπει πιστεύω νὰ ἀποκλεισθεῖ.῾Η ἑρμηνεία ποὺ ἔδωσε στὸν στίχο αὐτὸ στὴν προηγούμενη ὁμιλία θὰ ταίριαζε καὶ μὲ τὸν περὶ ἐγρηγόρσεως λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ ἑνδέκατη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἐγκώμιο στὴν τελειότητα τῆς νύμφης, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει τὸ κύριο τμῆμα τῆς ἑνδέκατης. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ συνάρτηση θὰ λέγαμε, πὼς ὁ συγκεκριμένος στίχος παραμένει οὐσιαστικὰ μετέωρος, τονίζοντας καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὡς μεγάλο ὁρόσημο τῶν δύο ὁμιλιῶν, τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀγρυπνία γιὰ τὸν Χριστό.

῾Η νύμφη λοιπὸν εἶναι ὅλη καλή, χωρὶς κανένα ψεγάδι, καὶ ὅμως ὑποδέχεται τὸν Χριστὸ σὰν νὰ μὴ τὸν εἶχε ποτὲ δεῖ.῾Η λαχτάρα καὶ ὁ θαυμασμὸς τῆς νύμφης ἐπιτρέπουν στὸν Γρηγόριο νὰ μιλήσει γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ. Ἔντονη εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ ἀκοῆς καὶ ὅρασης σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Μὲ τὴν ἀνώτερη γνώση συνδέεται ἡ ὅραση, ὄχι ἡ ἀκοή, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκόμη ἕνα στοιχεῖο, ποὺ βοηθάει νὰ μὴν ἀποδώσουμε νοησιαρχικὲς ἀποκλίσεις στὴ σκέψη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου.(22) Στὴν πρώτη ὁμιλία τοῦ Ἄσματος(23) ὁ Χριστὸς ὡς πηγὴ συνδέεται μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε ἐδῶ λανθάνει νοησιαρχία καθὼς τὰ ρήματα τῆς πηγῆς αὐτῆς ἀντικατοπτρίζουν ἄρρητα μυστήρια τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυρίου.(24) Πέραν τῆς διακρίσεως μεταξὺ τῶν δύο αἰσθήσεων ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς ἀπὸ τὸν ἕκτο στίχο τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως:(25) «πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζεν πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς».(26)

῾Η πηγὴ αὐτὴ κατὰ τὸν Γρηγόριο εἶναι κυρίως ὁ Χριστός, ὥστε καὶ οἱ πρῶτοι πεπτωκότες ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀπεμακρύνθησαν.῾Η ἰσχὺς τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, δὲν εἶναι ἐπιβλητική, δὲν θαυμάζει ἡ νύμφη ἐπειδὴ βρίσκεται ἐνώπιον τῆς πηγῆς, εἶναι ὁ δικός της διαρκὴς πόθος ὑπεύθυνος τοῦ θαυμασμοῦ της.῾Η ἔμφαση στὸν θαυμασμὸ ὡς τῆς ὑψηλώτερης ἀπαντήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ ἀπόλυτη καταδίκη τῆς νοησιαρχίας καὶ μάλιστα ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ στὴ δογματικὴ θεολογία. Εἶναι μέσα στὸν θαυμασμὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἡ νύμφη ἔχει γίνει ἡ ἴδια μία πηγή, ὅπως ἤδη στὴν ἔνατη ὁμιλία ἔγραψε ὁ Γρηγόριος.(27)῾Η νύμφη θεοῦται.

Γιὰ νὰ βοηθήσει νὰ νοιώσουμε τὸ θαῦμα ὁ Γρηγόριος ἐπιστρατεύει τὸ ἀγαπημένο του παράδειγμα τοῦ Μωϋσέως καὶ τῶν τριῶν εἰσόδων στὴν ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ: διὰ φωτός, διὰ νεφέλης, ἐν γνόφῳ.(28) Χρησιμοποιώντας ὅσα εἰπώθηκαν πιὸ πάνω περὶ ταυτίσεως παρθενίας καὶ ὀρθοδοξίας, θὰ μπορούσαμε ἀκολούθως νὰ ποῦμε, πὼς ἡ πρώτη, ἡ διὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως εἴσοδος, εἶναι ἡ βαθμίδα τῆς παρθενίας. Στὸ στάδιο αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα στὴν παρθενικὴ καθαρότητα τῆς πίστεως θαυμάζει τὸν κόσμο ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀκόμα δοκιμασθεῖ στὴν ἀναζήτησή της γιὰ τὸν Θεό - δὲν ἔχει ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὰ φαινόμενα.῾Η ἀπόσπαση συντελεῖται στὸ δεύτερο στάδιο, ὁπότε ὅλα τὰ ὄντα καλύπτονται ἀπὸ τὴ νεφέλη τοῦ θείου μυστηρίου.῾Η εἴσοδος ἐπιτείνεται.῾Η ψυχὴ ἀποσπᾶται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ φαινόμενα καὶ ὑψώνεται στὸν γνόφο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ.(29) Ὁ Γρηγόριος ἀνατρέχει σὲ προηγούμενες ὁμιλίες, δείχνοντας πῶς διάφορες διηγήσεις γιὰ τὶς πράξεις τῆς νύμφης ἀντιστοιχοῦν στὰ τρία στάδια τῆς μυστικῆς ἐπίγνωσης τοῦ Θεοῦ.῾Η ἀναδρομὴ αὐτὴ παρέχει στοιχεῖα ποὺ βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε καλύτερα πῶς ἐννοεῖ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἀναβάσεως. Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς προηγούμενης ἐκπτωτικῆς καταστάσεως τῆς νύμφης προκύπτει, πὼς γιὰ τὸν Γρηγόριο ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ ἡ ἁπλὴ ἀποδοχὴ ὁρισμένων δογμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἡ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ, ὁ ὁποῖος παρομοιάζεται μὲ ἀμπελῶνα. Φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι ἡ διαμονὴ στὸ φῶς καὶ ἡ ἑτοιμασία γιὰ τὴν καρποφορία. Τὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ προϋποθέτει κυρίως πόθο γιὰ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός.῾Η καθαρότητα, ἡ γνησιότητα δηλαδὴ τοῦ πόθου γιὰ τὸν Χριστό, ὠθεῖ τὴ νύμφη νὰ συνεχίζει γρήγορα σὰν τὸ περιστέρι καὶ σταθερὰ σὰν τὴν ἵππο τὴν ἀναζήτηση τῆς τέλειας ἕνωσης. Στὸ στάδιο αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐμφανίζεται κυρίως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ τὴν εἰκόνα τῆς μηλιᾶς, τὴν ὁποία ὁ Γρηγόριος εἶχε ἐξηγήσει στὴν τέταρτη ὁμιλία.

῾Η ψυχὴ στὸν ἴσκιο τῆς μηλιᾶς ἀναπαύεται.῾Η πολὺ σημαντικὴ σύνδεση ποὺ κάνει ὁ Γρηγόριος μεταξὺ τῆς μηλιᾶς, τῆς νεφέλης καὶ τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς χρειασθεῖ καὶ στὴ συνέχεια, ὅταν θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν θεῖο γνόφο.῾Η στοχαστικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς συμβολίζεται στὸ Ἆσμα μὲ τὴ θύρα τὴν ὁποία, ἂν καὶ ἀνεπαρκῆ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς θείας πραγματικότητας, ὅμως ὁ Χριστὸς τὴν κρούει. Καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ λίγο παραπάνω, ὅτι διὰ τῆς νεφέλης ἡ ψυχὴ χειραγωγεῖται πρὸς τὴν ὅραση τῶν κρυπτῶν τοῦ Θεοῦ,(30) μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, πὼς ἡ ἀδυναμία τῆς διάνοιας δὲν διαπιστώνεται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο μὲ σκοπὸ νὰ καταδικασθεῖ ἡ ἐπιθυμία γιὰ γνώση. Ἀντιθέτως, ὁ νοῦς ὀφείλει νὰ διερευνᾶ τὰ ὅριά του, προϋπόθεση, ὅμως, τῆς διερευνήσεως αὐτῆς ἀπαραίτητη, ἂν πρόκειται νὰ ὑπάρξει πράγματι ἀποτέλεσμα, διέξοδος δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ὁ ἀγώνας νὰ δίνεται πέραν τῆς γνωσιολογίας: μόνο ἐπιθυμώντας τὴν κατανόηση τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς ἔρχεται σὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τῶν ὁρίων του, ἔτσι ὥστε τέλος τοῦ στοχασμοῦ δὲν εἶναι ὁ ἀγνωστικισμὸς ἀλλὰ ἡ μύηση.῾Η σκέψη δὲν συντελεῖται ἐν κενῷ, δὲν μάχεται ὁ Γρηγόριος γιὰ πιθανὴ κατάκτηση ἐπιστημολογικῆς ἀντικειμενικότητας.῾Η συναίσθηση τῆς ἀγνοίας προϋποθέτει ὁρισμένη γνώση, εἶναι, θὰ λέγαμε, ἀναγκαία συνέπεια τῆς ἀναζητήσεως ἑνὸς συγκεκριμένου Θεοῦ. Συνέπεια, ἀλλὰ ὄχι παρενέργεια: ἡ συναίσθηση τῆς ἀγνοίας εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ μάλιστα προβεβλημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κρούοντα τὴν ἀνθρώπινη διάνοια, ἀφοῦ δι᾽ αὐτῆς ἀπομένει καθαρὸ καὶ διαρκῶς ξανακερδίζεται, ὅ,τι πράγματι μπορεῖ νὰ γίνεικαὶ ὑπῆρξε γνωστό. Τὴν κάθαρση πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ ἁγιάσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ Λόγος κρούει τὴν θύρα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀποκαλύπτοντας τὶς μορφές, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Κλειδιὰ τὰ ὀνομάζει ὁ Γρηγόριος, καὶ "καλὰ ὀνόματα":(31) "ἀδελφή", "πλησίον", "περιστερά" καὶ "τέλεια", ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τὴ χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.(32) Γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ὡς ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον ὡς ἀδελφὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ψυχὴ ὑποδέχεται τὴν δρόσο τῆς προφητικῆς, τῆς εὐαγγελικῆς καὶ τῆς ἀποστολικῆς ὁμιλίας, ἔτσι ὥστε δὲν εἶναι ἡ κατήχηση ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, ἀλλὰ προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόηση καὶ τῆς γραφικῆς μαρτυρίας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση. Τὸ κήρυγμα ἑπομένως ἀπευθύνεται σὲ ὅσους ἤδη μετέχουν τοῦ Χριστοῦ, χριστιανικὸς προσηλυτισμὸς δὲν νοεῖται, παρὰ μόνον ὡς ἐνίσχυση τῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἔτσι καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἐξηγεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς μίλησε μὲ παραβολές, ἔτσι ὥστε οἱ ἀκροατές του νὰ μὴ καταλάβουν τὰ θεῖα μυστήρια, ἐπειδὴ ἤξερε πὼς εἶχαν τυφλωθεῖ καὶ καταστεῖ ἀναίσθητοι γιὰ τὴν ἀλήθεια.(33) Ἑπομένως, τὸ κήρυγμα, ὡς καθαρὰ ἐννοιολογικὴ γνώση, ἀκόμη καὶ ἄν δεχθοῦμε πὼς δὲν εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο, πάντως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀνεπαρκές. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἐξηγήσει τὰ θεῖα μυστήρια καὶ παρέχει τὴν προσωπική του μαρτυρίαὡς μέτρο τῆς θεολογίας. Συγκρινόμενα μὲ τὸ βάθος τῶν μυστηρίων τῆς θείας πηγῆς, ἀκόμη καὶ ὅσα μοιάζουν κάποτε μὲ ποταμὸ γνώσεων, ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀποδεικνύονται λεπτὲς καὶ ἀμυδρὲς ἔννοιες.(34)

Ὁ θαυμασμὸς τῆς νύμφης δὲν συνεπάγεται φυσικὴ ἀλλοίωση, κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τοῦ σώματος δὲν ἀποτελεῖ ἡ κατάργησή τους.῾Η νύμφη ἀποκρίνεται, ὁμολογεῖ, καὶ εἶναι ἡ ὁμολογία της ἐκείνη ποὺ σφραγίζει ὅλη τὴν ἑτοιμασία ποὺ ἔχει προηγηθεῖ. Ἀπεκδύθηκε τὸν γεώδη ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ὁ Γρηγόριος ὀνομάζει σάρκα καὶ τὸν θεωρεῖ ἐμπόδιο στὴν ἄνθιση τῆς καρδιᾶς, ἀπέβαλε τὸν δερμάτινο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ Λόγου στὴν ψυχή της ἡ νύμφη ἐνδύεται τὸν καινὸ ἄνθρωπο, γίνεται ψυχὴ καὶ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.(35) Ὁ Γρηγόριος θὰ ἐπιμείνει περισσότερο στὸ σημεῖο αὐτό.

Οἱ δύο χιτῶνες εἶναι ἀσύμβατοι μεταξύ τους. Ἀναφερόμενος στὸ χωρίο 2.21 τοῦ κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου διδάσκει, ὅτι κάθε προσπάθεια νὰ συνδυασθοῦν οἱ δύο ζωὲς δὲν βοηθᾶ ἀλλὰ καταρρακώνει τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη περισσότερο, καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ προσέξουμε, ὅτι κατὰ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἐκεῖνο ποὺ καταρρακώνεται εἶναι τὸ σκότος ὄχι ἡ ἁγιότητα, τὸ παλαιὸ ἔνδυμα σκίζεται ὄχι τὸ νέο, ἡ δὲ βλάβη τοῦ ἀνθρώπου δὲν προκύπτει, ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὴν ἐκμηδένιση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑκούσια ταύτισή του μὲ ὅ,τι ἐκμηδενίζεται, ἔτσι ὥστε ὁ Γρηγόριος, ἀκολουθώντας τὸν Εὐαγγελιστή, ἐπαναλαμβάνει τὴν περὶ ματαιότητας προειδοποίηση ποὺ χρησιμοποίησε καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας. Τὸ ἐνδεχόμενο ἐπιστροφῆς στὴν ἁμαρτία εἶναι ἁπλῶς παράλογο, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀδύνατο ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ. Περαιτέρω, ἡ διδασκαλία αὐτὴ μεταφέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία τέλεια, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσπάθησε νὰ συμβιβάσει τοὺς δύο χιτῶνες μπορεῖ νὰ γυμνώθηκε μὲ τὸ σκίσιμο τοῦ παλαιοῦ, ἀλλὰ πάντως καὶ τὸ νέο ἔνδυμα ὑπῆρξε στὴ διάθεσή του καὶ ἀναγνωρίζοντάς το ἔχει ἀκόμη τὴν δυνατότητα νὰ σωθεῖ. Μὲ νέα ἀναφορὰ στὸν Μωϋσῆ ὁ Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει τὴ διδασκαλία περὶ ἀπολύτου διαστάσεως μεταξὺ τοῦ νέου χιτῶνος, ποὺ τώρα εἶναι ὁ Χριστὸς ὡς ἱερεύς, καὶ τοῦ δερμάτινου χιτῶνος, τὸν ὁποῖο συμβολίζουν τὰ ὑποδήματα, ποὺ ὁ Μωϋσῆς διετάχθη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βγάλει εἰσερχόμενος στὴν ἅγια καὶ φωτεινὴ γῆ. Τὰ ὑποδήματα, οἱ πράξεις δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας, δὲν χρησιμεύουν παρὰ μόνο γιὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπιστίας. Ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος, βαδίζει στὴν ἀληθινὴ ὁδό, βαδίζει ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ ἀποβολὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου λογίζεται, ὑπὸ τὴν ἱερατικὴ ἰδιότητα ποὺ προβάλλει τὸ παράδειγμα τοῦ Μωϋσέως, ὡς θυσία, ὥστε καὶ ἀπὸ ἐδῶ συνάγεται ἡ ἰσχὺς τῆς προαιρέσεως, ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ἀπουσία ὁποιουδήποτε εὐσεβισμοῦ ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου. Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀναφέρεται τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὡς αἰτίας τῆς καθαρότητος τῆς νύμφης καὶ συνδέεται μὲ τὴ νίψη τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε τὸν ἁγιασμὸ ὡς θυσία καὶ μυστήριο ἔχει ἐπιβεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Χρησιμοποιεῖται ἀκόμη τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ὁμολογοῦσε, ὅτι τὰ βήματά του εἶναι σταθερὰ ἐπειδὴ βαδίζει ἐπάνω στὴν πέτρα τοῦ Χριστοῦ, στὴν πνευματικὴ ὁδὸ ποὺ εἶναι στρωμένη μὲ πλάκες φωτός, ἀλήθειας, ἀφθαρσίας καὶ δικαιοσύνης.῾Η ἀντίθεση ποὺ κυριαρχεῖ ἐδῶ εἶναι μεταξὺ τῆς ρευστότητας τῆς ὁδοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῆς σταθερότητας τῆς ὁδοῦ τῶν πιστῶν καὶ ἀπηχεῖ τὸ προοίμιο τῆς ὁμιλίας καὶ τὴ διάκριση μεταξὺ τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ τοῦ μέλλοντος, ὡς ἀρχὴ τοῦ κατὰ τῆς ματαιότητος ἀγῶνος. Ὁ ἀγώνας εἶναι διαρκής: ἀλλὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς κρούει, ἡ ὁμολογία τῆς νύμφης, ὅτι δὲν θὰ ἀπεκδυθεῖ τὴν καθαρότητα γιὰ νὰ ἐνδυθεῖ τὸν γεώδη ἄνθρωπο, ἡ καίρια αὐτὴ ὁμολογία ἀποτελεῖ τώρα καὶ παρὰ τὴν ὣς τώρα τελειότητα τῆς νύμφης, εἴσοδο τοῦ ἁγιασμοῦ στὴν ψυχή της.(36)

Ὅτι ὁ Γρηγόριος τονίζει τόσο πολὺ τὴ σημασία τῆς ὁμολογίας ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ὄχι μόνο φανερώνει ὅτι ἡ τελειότητα τῆς νύμφης συνεχῶς ὣς τότε κινδύνευε, δηλαδὴ ὅτι ὁ κίνδυνος ἐκπτώσεως ἀποτελεῖ διαρκῆ παράμετρο τοῦ παρόντος βίου, ἀλλὰ προτυπώνει καὶ βεβαιώνει τὴ σημασία τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας, ὁπότε ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ θὰ εἶναι ἀπολύτως καθοριστική. Ἔτσι κατανοοῦμε καλύτερα καὶ ὅσα ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καταγράφουν προσευχὲς στὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀναλάβει τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ πίστη τους θὰ εἶναι ἰσχυρή. Ἀκόμη, ἡ ἔμφαση στὴ σωτήρια σημασία τῆς ὁμολογίας τῆς νύμφης, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ἐπιβεβαιώνει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ δυνατότητος σωτηρίας κατὰ τὸν παρόντα βίο ἀποκλειστικῶς, ἀποτρέποντας κάθε πιθανότητα ἐπινοήσεως μεταθανάτιων καθαρτηρίων.

Ὁ Γρηγόριος συνεχίζει τὴν ὁμιλία του δηλώνοντας ὁ ἴδιος, ὅτι ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι ἀκόμη ὑψηλώτερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα.῾Η ψυχὴ ἔχει ἀκούσει τὴν φωνὴ τοῦ ἀγαπημένου της, ἔχει παραδοθεῖ στὸν Λόγο, ἔχει καταστεῖ ἀδελφή Του, πλησίον, περιστερὰ καὶ τέλεια, ἔχει γίνει ὁρατὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει ἀνοίξει ὁλόκληρη νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν βασιλέα τῆς δόξης καὶ παρὰ τὴν τόση προετοιμασία, τὴν ὁμο-λογία της, τὸ ὕψος τῆς καθαρότητας, «ἡ χεὶρ αὐτοῦ μόγις ἐχώρησεν». Δὲν τὸν εἶδε, ἀναγνώρισε μόνο τὸ χέρι του - τὸ εἶδε καὶ εἶδε πὼς εἶναι δικό του.(37)῾Η ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἔρχεται σχεδὸν ἀπροσδόκητη καὶ ἔχει πολὺ σημαντικὲς ἀνθρωπολογικὲς καὶ κοσμολογικὲς διαστάσεις.

Σὲ προηγούμενη παράγραφο εἴχαμε ἐπισημάνει πὼς ὁ Γρηγόριος συνδέει τὸν Χριστὸ μὲ τὴ νεφέλη καὶ τὴν μηλιά, καὶ εἴχαμε πεῖ, ὅτι ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θὰ χρησίμευε καὶ στὴ συνέχεια. Θυμίζω, πὼς ἡ μηλιὰ συμβολίζει κατὰ τὸν Γρηγόριο τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ξύλινο κορμό, σύμβολο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ τὸν καρπό, σύμβολο τῆς ἀναμαρτησίας, δηλαδὴ τῆς θεουμένης ἀνθρώπινης φύσεως.῾Η νεφέλη συμβολίζει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸ ὅτι καλύπτει τὰ φαινόμενα ἐπιτρέποντας τὴν ἀναγωγὴ τῆς ψυχῆς στὴν θεωρία τῶν κρυπτῶν τοῦ Θεοῦ.῾Η νεφέλη εἶναι σύμβολο κυρίως ἀποφατικό: καλύπτει καὶ ὑπαινίσσεται, στρέφει πέραν τοῦ ἑαυτοῦ της. Καὶ ἡ μηλιὰ καλύπτει τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καλύπτει διὰ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ ἴδιος σύμβολο τοῦ ἑαυτοῦ του, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ μηλιὰ-Χριστὸς χαρίζει ἀνάπαυση, κάτι ποὺ ἡ νεφέλη δὲν μπορεῖ νὰ κάνει, ἐνῶ ἡ ἀνάβαση τῆς ψυχῆς πραγματοποιεῖται μὲ καταφατικοὺς ὅρους, ὡς ἀπόλαυση τοῦ ἅγιου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ Γρηγόριος ἔχει ἤδη προτυπώσει ὅσα ἔρχεται τώρα νὰ ἐξηγήσει. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως ἀκόμη μία παρέκβαση.῾Η συγκριτικὴ μελέτη συναφῶν ἑρμηνειῶν του, ὑποδεικνύει, πιστεύω, ὅτι ὁ Γρηγόριος δὲν ἔχει ὑποβάλει τὸ ἔργο του σὲ συστηματικὴ ἐπεξεργασία, ἔτσι ὥστε ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ γραφὴ ἔχει ἀποτελέσει γι᾽ αὐτόν, στὸ συγκεκριμένο τουλάχιστον ἔργο, πνευματικὴ περιπέτεια.῾Η συνοχὴ τοῦ λόγου του δὲν ἐρείδεται σὲ πιθανὲς ἀναθεωρήσεις, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν προσπάθειά του νὰ εἶναι τὴν κάθε στιγμὴ ἀληθινός, προσπάθεια τὴν ὁποία συμπληρώνει ἡ ἐπέμβαση ἰσχυρῆς μνήμης. Ὁ ἀναγνώστης τῶν ὁμιλιῶν του βλέπει πόσο συχνὰ ἀνατρέχει σὲ προηγούμενα σημεῖα τοῦ Ἄσματος γιὰ νὰ φανερώνει τὶς μύχιες συνάψεις ἐκείνων μὲ ὅσα ἕπονται. Ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου, ὡς γραφή, εἰκονίζει τὴ μυστικὴ ἀνάβαση τῆς ψυχῆς μὲ διαδοχικὲς κινήσεις καὶ στάσεις, εἰσόδους στὸ ἀδιανόητο καὶ ἐπιστροφὲς στὸ γνωστό. «Πρέπει κάθε λόγος νὰ ἔχει συγκροτηθεῖ ἀκριβῶς σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, νὰ ἔχει κάποιο σῶμα δικό του», διαβάζουμε σὲ ἄλλο σπουδαῖο ἐρωτικὸ κείμενο, στὸν πλατωνικὸ Φαῖδρο.(38)῾Η ἀναφορὰ στὸν χαρακτῆρα τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει τὸ τελευταῖο τμῆμα τῆς ἑνδέκατης ὁμιλίας τοῦ Γρηγορίου θυμίζει τὸν Πλάτωνα. Μεθόριος δύο κόσμων ἡ ψυχὴ ποθεῖ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ νοερὸ συγγενές. Κάθε προσπάθειά της νὰ κατανοήσει στοχαστικῶς τὸ ὑπερκείμενο τὴν ὁδηγεῖ σὲ συνεχῶς ἐντονώτερη ἐπίγνωση τοῦ ὁρίου της, «θαυμάζει καὶ σέβεται ἐκεῖνον, ποὺ διὰ τῶν ἐνεργειῶν του αὐτὸ μόνο προσφέρει στὴ γνώση, τὸ ὅτι ὑπάρχει».῾Η ψυχὴ μυεῖται στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ παιδαγωγούμενη ἀπὸ τὰ θαύματα τῶν θείων ἐνεργειῶν. Περίεργη κατάληξη: τὸ θαῦμα εἶναι ὁ κόσμος. Ὁ Θεὸς φανερώνεται μέσα στὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ κόσμου.῾Η νύμφη συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν παρουσία Του:

«῾Η κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν».(39)

Ὁλόκληρη ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς χειρὸς τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε πὼς ἕδρα τοῦ νοῦ συνήθως ἔχει θεωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἡ καρδιὰ ἢ τὸ κεφάλι, ἄλλοτε βέβαια τὰ σπλάγχνα ἢ καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἐπίσης γνωρίζουμε, πὼς ἡ κοιλία συνήθως θεωρεῖται εἴτε ὡς ἀμέτοχη στὴν ἠθικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸ γνωστὸ λόγιο 'πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα' κλπ., εἴτε ὡς ἕδρα κατωτέρων λειτουργιῶν ἢ καὶ παθῶν, ὅπως τῆς γαστριμαργίας. Ὁ ὅσιος Νεῖλος, γιὰ παράδειγμα, παρατηρεῖ, ὅτι «αἰτία ὅλων σχεδὸν τῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ κοιλιά [. . .] Ὁ φιλήδονος λοιπὸν περπατάει μὲ τὴν κοιλιὰ ἀφοῦ ὁλόκληρος γέρνει στὴν ἀπόλαυση καὶ τὶς ἡδονές [. . .] Καὶ πιὸ κοντὰ στὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας εἶναι τὸ σεξουαλικό. Ἔτσι καὶ ἡ φύση γιὰ νὰ δείξει τὴν ὁμοιότητά τους τοποθέτησε τὰ γενετήσια ὄργανα κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά, δείχνοντας μὲ τὴν ἐγγύτητα τὴ συγγένεια».(40) Τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἑρμηνευόμενο ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, συνδέει τὸν νοῦ μὲ τὴν κοιλία, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἑνοποιεῖται. Ὁ θεώμενος τὸν κόσμο ὡς ἀπερινόητη ἐκδήλωση τῆς θείας ἐνέργειας γίνεται καὶ πάλι ἀκέραιος, ὁλόκληρος ἀγαθός.

Ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου, ζωντανὸς ὀργανισμός, μέσα ἀπὸ τοὺς δαιδάλους τῶν ἑρμηνειῶν ἔφθασε σὲ πραγματικότητα ποὺ δὲν περίμενε, καὶ νοιώθει τὴν ἔκπληξη. Σὰν τὴ νύμφη τοῦ Ἄσματος ὁ ἴδιος, ἀφήνεται στὸν θαυμασμό. Θαυμάζει, πῶς γίνεται καὶ ὅ,τι ὑπῆρξε ταξίδι πρὸς τὸν Θεό, καταλήγει ὕμνος στὴ μυστικὴ ὡραιότητα τοῦ κόσμου. Πιθανῶς στὸν μέλλοντα αἰῶνα ἡ ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἀκόμη πληρέστερη, τώρα ὅμωςἡ ἀναγνώριση τοῦ κόσμου ὡς θείου καὶ ἱεροῦ θαύματος, ἡ θέαση τῆς ποικιλίας, τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ὡραιότητας τῶν ὄντων ἀποτελεῖ ἀπαράβατη προϋπόθεση τῆς μετοχῆς τοῦ Θεοῦ.(41) Τὴν ἐποχὴ τῆς συγγραφῆς τοῦ κειμένου ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ θὰ στρεφόταν ἀσφαλῶς καὶ ἐναντίον ὅσων ἰσχυρίζοντο, πὼς γνώριζαν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀδικούσαμε, ὅμως, τὸ κείμενο ἂν τοῦ ἀποδίδαμε περιστασιακὴ μόνο ἀντιρρητικὴ σημασία. Μετὰ τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὴ νύμφη τοῦ μυστικοῦ νοήματος τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου ὡς χώρου ἐνσαρκώσεως τῶν θείων ἐνεργειῶν, οἱ ἀναβαθμοὶ τῆς μυστικῆς θεωρίας ἀποκτοῦν νέο νόημα. Δὲν πρόκειται γιὰ κοινὴ κλίμακα: καμιὰ βαθμίδα δὲν ἐγκαταλείπεται ὁριστικά. Κάθε ἀνάβαση ἀντιστοιχεῖ καὶ ὁδηγεῖ σὲ μία ἐπιστροφή. Θὰ ἦταν λάθος νὰ ταυτίσουμε τὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ μὲ ἐπανάληψη. Ὅ,τι προηγήθηκε ἔχει μεταμορφωθεῖ, καθὼς ἐκεῖνος ποὺ ἐπιστρέφει εἶναι πιὰ διαφορετικός.῾Η κλίμακα εἶναι μία ἀλλὰ ἄπειρη, συνεχῶς μεταμορφούμενη παραμένει ἡ ἴδια.῾Η ψυχή, διερχόμενη τὶς βαθμίδες, ἐξαντλεῖ συνεχῶς τὰ ὅριά της καὶ θεούμενη βλέπει διαρκῶς φωτεινότερο ὅ,τι εἶχε προσπεράσει, ἔτσι ὥστε μὲ τὴν ἀπομάκρυνση κάθε κακίας καὶ τὴ μετοχὴ ὅλων τῶν ὄντων διὰ τῆς φωτεινῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς νὰ γίνει τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα.(42) Ὁ ὕμνος στὸ θεῖο θαῦμα τοῦ κόσμου στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία θὰ πρέπει νὰ ξένισε τὸν συγγραφέα του τόσο πολύ, ὥστε νὰ προσπαθήσει νὰ δώσει ἐναλλακτικὴ ἑρμηνεία, τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Νυμφίου ὡς προτύπωση τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἐμφάνεια τῆς θείας χειρὸς ὡς προτύπωση τῶν θαυματουργικῶν πράξεων τοῦ θεανθρώπινου βίου Του. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἐναλλακτικὴ ἑρμηνεία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἴδια ἀκριβῶς διατυπωμένη μὲ ἄλλους ὅρους.῾Η θαυμασιότητα, καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση, συνίσταται στὸ μυστήριο τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ κόσμου, στὸ μυστήριο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ παιδαγωγικὲς συνέπειες ἀλλάζουν ἀναλόγως τῆς πλευρᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ δεῖ κάποιος τὸ μυστήριο αὐτό. Οἱ θεώμενοι τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου ἔχουν ἐξαντλήσει τὸ ὅριο τῆς δύναμης τῆς ψυχῆς, ἀποφεύγουν τὴ μάταιη καὶ ἄγονη προσπάθεια κατανοήσεως τῆς θείας οὐσίας, τὴν ταύτιση δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὁτιδήποτε. Οἱ ἀναγνωρίζοντες στὴν περικοπὴ αὐτὴ προτύπωση τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐνισχύονται στὴν πίστη τους στὸ Εὐαγγέλιο. Εἶναι φανερό, πὼς ἡ ὁπτικὴ γωνία πρὸς τὴν ὁποία κλίνει ὁ Γρηγόριος εἶναι ἡ πρώτη, διότι συνδέεται ὀργανικότερα μὲ ὅ,τι ἔχει προηγηθεῖ καί διότι ὑπερέχει, κατὰ τὸν βαθμὸ ποὺ ὑπερέχει τῆς πίστεως ἡ ἀγάπη.

« Ἔτσι, γελώντας, ὁ Παῦλος τὸν ἄφησε νὰ περάσει, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε ἡ πόρτα, ρίχθηκαν ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, καὶ χαιρέτησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὰ ὀνόματά τους, καὶ εὐχαρίστησαν μαζὶ τὸν Κύριο. Καὶ μετὰ τὸ ἱερὸ φιλὶ ὁ Παῦλος κάθησε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει στὸν Ἀντώνιο ἔτσι: '…Βλέπεις μπροστά σου ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λίγο θὰ γίνει σκόνη. Πραγματικὰ ὅμως ἡ ἀγάπη ὑπομένει τὰ πάντα, γι᾽ αὐτὸ πές μου, σὲ ἱκετεύω, τί γίνεται ἡ ἀνθρώπινη φυλή [quomodo se habeat humanum genus]; Σηκώνονται νέα σπίτια στὶς ἀρχαῖες πόλεις; Ποιά κυβέρνηση ἐξουσιάζει τὸν κόσμο;῾Υπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι παραδομένοι στὴν ἀπάτη τῶν δαιμόνων;'». Ἐνῶ μιλοῦσαν ἕνα κοράκι ἄφησε μπροστά τους ἕνα ὁλόκληρο κομμάτι ψωμί. «'Δές', εἶπε ὁ Παῦλος, 'ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἀγαθὸς καὶ πραγματικὰ ἐλεήμων μᾶς ἔστειλε φαγητό. Ἐδῶ καὶ ἑξήντα χρόνια πάντοτε ἔπαιρνα μισὸ κομμάτι ψωμί, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐρχομό σου ὁ Χριστὸς διπλασίασε τὸ συσίτιο τῶν στρατιωτῶν του [militibus suis christus duplicavit annonam]'».(43) Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀντώνιος τοῦ ἀποσπάσματος εἶναι οἱ γνωστοὶ ἀσκητὲς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, τὴ συνάντηση τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται ὁ Ἱερώνυμος στὸν Βίο τοῦ ἱεροῦ Παύλου. Ὁ Ἀντώνιος, ὅπως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος, διῆλθε μέσῳ τῆς ἐρήμου τῶν πειρασμῶν ἀπὸ λαχτάρα γιὰ τὴν ἁγιότητα. Καὶ ὁ Ἀντώνιος βρέθηκε ἐν τέλει ἐνώπιον τῆς θύρας τοῦ ἁγίου. Καὶ ὁ Ἀντώνιος ἄκουσε ἀρχικῶς μόνο τὴ φωνὴ τοῦ πόθου του. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ Ἱερωνύμου ἔχουμε μπροστά μας ἕνα κείμενο ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ ἀποκτήσει ζωή, δὲν εἶναι ἐρωτικό, δὲν εἶναι συνεπῶς ἀληθινό. Ὁ Παῦλος ὑποδέχεται ἐκεῖνον ποὺ διῆλθε τὴν ἔρημο μὲ ἀστεϊσμούς, καὶ ἀμέσως μετὰ προλέγει τὸν θάνατό του: τὸν θάνατο, ὄχι τὴν ἀναχώρηση γιὰ τὸν Θεό - τὴν μετατροπή του σὲ σκόνη ὄχι τὴν Ἀνάσταση. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἀκόμη τὸ ἀντιμετωπίζει βιαστικὰ μόνο, ὡς ἐὰν τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε σημασία παρὰ μόνον οἱ ἐξουσίες ποὺ κυβερνοῦν τὸν κόσμο, τὰ σπίτια ποὺ κτίζονται ἢ δὲν κτίζονται καὶ ἡ δράση τῶν δαιμόνων. Τέλος ἕνα κοράκι φέρνει φαγητό: ὁ Θεὸς ὑπολόγισε σωστά, δύο ἄνθρωποι χρειάζονται δύο μερίδες φαγητοῦ. Δὲν ξέρουμε τί ὑπερισχύει· ὅταν διαπιστώνουμε ἀφέλεια ἐμφανίζεται τὸ ἐπίπλαστο τῆς σκηνοθεσίας, καὶ ἀμέσως μετὰ παγανιστικοῦ τύπου εὐσεβισμὸς καὶ ρηχότητα. Δὲν προλαβαίνουμε νὰ διευκρινίσουμε καὶ ὅλα ἐκπίπτουν περαιτέρω, καθὼς μὲ τὴν ἑπόμενη φράση ὁ Ἱερώνυμος μετατρέπει τὸν Παῦλο τῆς Θηβαΐδος σὲ ἀφελῆ κατηχητή, λίγο πιὸ ἐπηρμένο ἴσως. Ὁ πρῶτος ἀσκητής, ὁ ταπεινωμένος στὴ μοναξιὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἑτοιμοθάνατος ἤδη, ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ. Ἂν καθυστεροῦσε τὸ κοράκι νὰ φέρει φαγητὸ θὰ ἔκανε πιθανῶς παράπονα στὸν Θεό, ποὺ ἀφήνει τοὺς στρατιῶτες του χωρὶς συσίτιο! Ἀλλὰ αὐτὸ βέβαια δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συμβεῖ. Ἐφόσον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ διακρίνει μεταξὺ τῆς μίας καὶ τῶν δύο μερίδων φαγητοῦ, θὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει καὶ πότε πρέπει νὰ τὶς μοιράσει!

Τεχνουργήματα, διδακτικὰ δῆθεν, ὅπως τὸ συγκεκριμένο τοῦ Ἱερώνυμου, βοηθοῦν, πιστεύω, νὰ ἐκτιμήσουμε ἀκόμη περισσότερο τὰ ἔργα ἐκεῖνα, ποὺ διασώζουν πράγματι λόγο ἀληθινό. Τὸ κείμενο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, καὶ στὶς διδακτικώτερες ἀκόμη σελίδες του, δὲν παύει νὰ ὑπαινίσσεται. Ὅσες ὄψεις καὶ ἂν ἀντιληφθοῦμε, ἡ σημασία του εἶναι πάντοτε περισσότερη. ῾Η ψυχὴ τοῦ Ἄσματος εἶναι ὑψωμένη στὸν θαυμασμό. Ὁ λόγος της ἁρμόζει μὲ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ ὑποδέχεται καὶ ἁρμοὶ εἶναι ἡ ἀγρυπνία καὶ ὁ ἐρωτικὸς πόθος.῾Η συνάντησή τους εἶναι κρίσιμη, ἔχει καρπούς, ἀποκαλύπτει τὸν κόσμο βαθύτερο καὶ φωτεινότερο.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Οἱ ἀναφορὲς στὸ κείμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἀκολουθοῦν τὴν ἔκδοση H. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, vol. 6, Leiden 1960. Μὲ ἑλληνικὰ στοιχεῖα ἀναφέρεται ὁ ἀριθμὸς τῆς ὁμιλίας καὶ μὲ ἀραβικὰ ὁ ἀριθμὸς σελίδας κατὰ τὴν ἀνωτέρω ἔκδοση, π.χ. ἡ σύντμηση α΄ 15 παραπέμπει στὴν πρώτη ὁμιλία καὶ στὴν 15η σελίδα τῆς ἐκδόσεως Langerbeck.

[1] Βλ. ια΄ 315.

[2] Ἰδιαιτέρως ἐντυπωσιακὰ εἶναι ὅσα λέγονται στὴν πρώτη ὁμιλία περὶ πρωτοβουλίας τῆς νύμφης καὶ περὶ ἐπιθυμητικῆς πρὸς τὸ κάλλος κινήσεως τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, βλ. α΄ 22 κ.ἑ.

[3] Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 2.3: «καὶ ἐσμὲν ἑαυτῶν τρόπον τινὰ πατέρες ἑαυτοὺς οἵους ἂν ἐθέλωμεν τίκτοντες καὶ ἀπὸ τῆς ἰδίας προαιρέσεως εἰς ὅπερ ἂν ἐθέλωμεν εἶδος, ἢ ἄρρεν ἢ θῆλυ, τῷ τῆς ἀρετῆς ἢ κακίας λόγῳ διαπλασσόμενοι».

[4] Βλ. ια΄316. Πρβλ. Ρωμ. 1.28,29.

[5] Βλ. χαρακτηριστικὰ ια΄316-7.

[6] Βλ. Λουκ. 12.35

[7] Βλ. ἐπὶ παραδείγματι Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος κγ΄ καὶ Ἰωάννη Κασσιανοῦ, De institutis I.1.

[8] Βλ. θ΄ 287: «τὴν ἄυπνον τῶν ἀγγέλων φύσιν, οὓς οὐδεμία φαντασίας ἀνάγκη τῆς ἀληθείας ἐξίστησι».

[9] Διότι μόνο τὸ στοιχεῖο τῆς νοημοσύνης δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ τὴν παρομοίωση: νοημοσύνη ἔχουν καὶ οἱ δαίμονες, παρατηρεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως.

[10] Βλ. ια΄ 318.

[11] Βλ. ια΄ 318: «πρὸς ὑποδοχήν εἰσιν εὐτρεπεῖς τῆς δεσποτικῆς παρουσίας». Πρβλ. δ΄ 134.

[12] Βλ. ια΄ 318.

[13] Βλ. ια΄ 318: «εἰς ἀφθαρσίαν παρθενικὴν ἀναστοιχειώσας τὴν φύσιν».

[14] Βλ. ια΄ 318.

[15] Βλ. ιγ΄ 386: «πᾶσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐν σῶμα τοῦ νυμφίου ποιήσασα [ἡ νύμφη] ἴδιόν τι νόημα δι᾽ ἑκάστου τῶν μελῶν ἐν τῇ ὑπογραφῇ τοῦ κάλλους ἐνδείκνυται, δι᾽ ὧν ὅλον ἐκ τῶν κατὰ μέρος θεωρουμένων τὸ τοῦ σώματος κάλλος συναπαρτίζεται».

[16] Βλ. ια΄318: "ἡρμόσατο ἑαυτῷ τὴν παρθένον" - "ἡμᾶς" - "εἰς ἀφθαρσίαν παρθενικὴν ἀναστοιχειώσας τὴν φύσιν" - "νυμφευθείσης ὑπὸ τοῦ λόγου τῆς ἐκκλησίας".

[17] Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 2.47: «ἀδελφὸς γὰρ τρόπον τινὰ κατὰ τὸ λογικόν τε καὶ νοερὸν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἄγγελος. . .».

[18] Βλ. ια΄ 319.

[19] Βλ. ια΄ 319-20.

[20] Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 1.10: «ὡς ἀεὶ ἐθέλειν ἐν τῷ καλῷ τὸ πλέον ἔχειν, ἡ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τελειότης ἐστί».

[21] Βλ. ια΄320-1.

[22] Πρβλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον ἐπίλυσις τῶν προτεταγμένων ἀποριῶν Θεοδώρου διακόνου καὶ ρήτορος, PG 91, 224b, ὅπου ἡ ἀκοὴ παρομοιάζεται μὲ τὴν διανοητικὴ δύναμη: «τὴν ἀκουστικὴν τῆς ψυχῆς ( . . . ) δύναμιν». Ἀπόλυτη συνάρτηση ἀκοῆς καὶ μαθήσεως βλ. εἰς Ἀριστοτέλους, Τῶν μετὰ τὰ φυσικὰ Α΄, 980b: «φρόνιμα μὲν ἄνευ τοῦ μανθάνειν ὅσα μὴ δυνατὰ τῶν ψόφων ἀκούειν ( . . . ) μανθάνει δ΄ ὅσα πρὸς τῇ μνήμῃ καὶ ταύτην ἔχει τὴν αἴσθησιν».

[23] Βλ. α΄ 32.

[24] Βλ. α΄ 41.

[25] Τὴν πηγὴ τῆς Γενέσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπομακρύνθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία, ἔχει ἤδη ἀναφέρει στὴν πέμπτη ὁμιλία (βλ. ε΄ 152).

[26] Πηγὴ συνήθως ὀνομάζει ὁ Γρηγόριος τὸν Θεὸ (βλ. α΄ 16 καὶ 32, β΄ 62, Ϛ΄ 188, η΄ 248 καὶ 255, θ΄ 293, ια΄ 323 ὅπου ὁ Θεὸς ὡς πηγὴ φωτός, ια΄ 327 καὶ 334, ιγ΄ 386 καὶ 397), ἢ τὴν θεία διδασκαλία (ιε΄ 437), ἀλλὰ κάποτε χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁπότε πρόκειται γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (γ΄ 94), ἢ τὴ διανοητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς (θ΄ 275) ποὺ πρέπει νὰ γεννᾶ θεοπρεπεῖς λογισμοὺς συντηρούμενη καθαρὴ χάριν τοῦ Κυρίου, καὶ μάλιστα ὡς τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν ἄνθρωπο ἀφοῦ ἡμέτερα εἶναι τὰ τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι ἡ παχυμέρεια τοῦ σώματος καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα (θ΄ 276-7)· πηγὴ μέλιτος ὀνομάζει τὸ στόμα ποὺ λαλεῖ τὰ τῆς καθαρῆς ψυχῆς· πηγὴ τέλος ἔγινε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἴδια ἡ νύμφη (θ΄ 281, 292 καὶ 293, ι΄ 302), ἐνῶ κάθε ἀρετὴ ξεχωριστὰ εἶναι μία πηγή (ιγ΄ 395).

[27] «μεμίμηται γὰρ δι᾽ ἀκριβείας τῇ μὲν πηγῇ τὴν πηγήν, τῇ δὲ ζωῇ τὴν ζωήν, τὸ δὲ ὕδωρ τῷ ὕδατι» (βλ. θ΄ 293).

[28] Θυμίζω πὼς ὁ Μωϋσῆς ὑπῆρξε κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος ποὺ γνώριζε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο. βλ. Ἔξ. 33.12.

[29] Βλ. ια΄ 322-3.

[30] Βλ. ια΄ 323.

[31] Βλ. ια΄ 324.

[32] Βλ. ια΄ 325.

[33] Βλ. Περὶ κρίματος Θεοῦ, ἔκδ. Κ. Καρακόλη, εἰς: Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. 8, Θεσ/νίκη 1973, σ. 26.

[34] Βλ. ια΄ 326-7.

[35] Βλ. ια΄ 327 κ.ἑ.

[36] Βλ. ια΄ 331-2.

[37] Βλ. ια΄ 332-3.

[38] Βλ. Πλάτωνος, Φαῖδρος 264c: «δεῖν πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον συνεστάναι σῶμά τι ἔχοντα αὐτὸν αὑτοῦ ( . . . )»

[39] Βλ. ια΄ 337.

[40] Βλ. Ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ, Λόγος ἀσκητικός, εἰς: Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, Ἀθῆναι 1982, σσ. 222-3.Πρβλ. Γεν. 3.14.

[41] Βλ. ια΄ 336.

[42] Βλ. ιε΄ 469.

[43] Βλ. Ἱερωνύμου, Vita sancti Pauli 9-10.

Γρηγόριος Νύσσης: Ένας “ξεχασμένος” και “παρεξηγημένος” άγιος



Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει ένας Πατέρας της εκκλησίας, ένας εραστής του Χριστού, ο οποίος δείχνει στις μέρες μας να είναι «ξεχασμένος» αλλά και «παρεξηγημένος».
Πρόκειται για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον οποίο η εκκλησία μας τιμά στις 10 Ιανουαρίου. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση, που δεν θα ήθελα να έχω ούτε την υποψία της αίσθησης αυτής, ότι ένα μέρος του ιερού κλήρου, έχει άγνοια περί του προσώπου που, του έργου του, κι αυτό φαίνεται και σε λειτουργικό επίπεδο.
Τον αγαπώ τον Νύσσης, τον έχω μέσα στην καρδιά μου∙ τόσο για την προσωπικότητα του, όσο και για τους λόγους του. Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (335 – 395 μ.Χ.), γιος της αγίας Εμμέλειας, αδελφός του Μ. Βασιλείου και της αγίας Μακρίνας είναι ένας από τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης), οι οποίοι με τη θεολογική τους σκέψη άφησαν τη σφραγίδα τους στα θεολογικά γράμματα. Υπήρξε έγγαμος αλλά έχασε νωρίς τη σύζυγο του. Αν και ακολούθησε τον έγγαμο βίο (έως τον 6ο αι. μ. Χ. επιτρεπόταν στους έγγαμους κληρικούς να εκλεγούν Επίσκοποι) αγαπούσε την μοναχική ζωή.
Ο Νύσσης ήταν περισσότερο ένας φιλόσοφος παρά ένας θεολόγος ή καλύτερα ένας φιλοσοφημένος θεολόγος που χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία στη διακονία της ευαγγελικής αλήθειας.
Εξάλλου αυτό δείχνουν οι επιρροές του από την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Ο Νύσσης έχει γράψει αξιόλογα έργα (δογματικά, λόγοι, επιστολές, ερμηνευτικά, ασκητικά, πολεμικά) κάποια από τα οποία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πατερική γραμματεία και την οποία κοσμούν λαμπρώς.
Μερικά από τα σημαντικότερα του έργα είναι: Λόγος Κατηχητικός Μέγας, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, Εις τον βίον του Μωυσέως, Εις το Άσμα Ασμάτων, Περί Παρθενίας, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας κ.τ.λ. Στα έργα του, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με τη θεολογία, καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να ντύσει τη μοναδική αλήθεια του ευαγγελίου με φιλοσοφικούς όρους, σχήματα και θεωρήσεις. Αυτό εξάλλου, κάνει τον ίδιο να διατείνεται ότι «την αρετή της ευσέβειας αποτελεί συγχρόνως η ορθή γνώση της αλήθειας η καθαρότητα του ήθους».

Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει αλλά για να μυήσει τον άνθρωπο στην οντολογία του ορθόδοξου ήθους και στην αλήθεια του Χριστού που σώζει τον άνθρωπο. Δεν μιλάει για έναν τιμωρό Θεό που τιμωρεί το ανθρώπινο γένος για την αμαρτία (όπως κάτι τέτοιο εντοπίζεται στους προτεστάντες, στους ρωμαιοκαθολικούς και στα κείμενα των οργανώσεων), αλλά για έναν Θεό φιλεύσπλαχνο. Στη σκέψη του Νύσσης δεν συνυπάρχουν η κόλαση και η άπειρη αγάπη και το έλεος του Θεού, αφού κατά τον ίδιο «ἀγάπη πάλιν ὁ Θεός, καί ἀγάπης πηγή». Γράφει, σχετικά, ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας στο βιβλίο του «Η ανθρωπολογία του κακού»: «Ο Γρηγόριος Νύσσης θα κινηθεί στη λογική της άρνησης της πραγματικότητας και της αναγκαιότητας της κόλασης. Κυρίως, δε, αρνείται να δει την κόλαση με νομικό πνεύμα, ως τιμωρία, δηλαδή, η οποία τρομοκρατεί τον άνθρωπο με σκοπό να τον οδηγήσει, μέσα από το μονοπάτι του φόβου, στον Θεό».
Είναι αισιόδοξος ο Νύσσης για το ανθρώπινο γένος και αναδεικνύει στα έργα του την φιλανθρωπία του Θεού. Δεν απογοητεύει τον άνθρωπο, αλλά του δείχνει τη Βασιλεία του Θεού.
Ο Γρηγόριος Νύσσης έχει ένα λόγο ιδιαίτερο, συχνά δύσκολο, πολύ φιλοσοφημένο, αφού ο ίδιος φιλοσοφεί θεολογώντας. Ο λόγος του διακρίνεται για το φιλοσοφικό του βάθος και την ωραιότητα των μυσταγωγικών του λόγων. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα, γνωρίζει άριστα τη σκέψη των φιλοσοφικών Σχολών και σε όλα του τα έργα δείχνει επηρεασμένος από αυτήν. Θέλω να σταθώ σε μερικά σημεία.
Το γεγονός ότι μίλησε για την αποκατάσταση των πάντων, αυτό οδήγησε στον παραγκωνισμό του, καθώς εκείνος που είχε κάνει λόγο για τη θεωρία αυτή ήταν ο Ωριγένης (τον οποίο η εκκλησία καταδίκασε με πρωτοβουλία του Ιουστινιανού).
Έτσι, υπήρχε διάχυτη η άποψη πως ο Νύσσης επηρεάστηκε από τον Ωριγένη. Μόνο όμως που ο Νύσσης δεν ταυτίζεται με τον Ωριγένη στο θέμα αυτό. Αυτό λοιπόν, στοίχισε στον Νύσσης, ο οποίος από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Κι ενώ η διεθνής θεολογική πραγματικότητα τον αναγνωρίζει ως έναν εκ των Τριών Ιεραρχών, η Ελληνική Εκκλησία προσέθεσε στη θέση του τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όπως αναφέρει ο Στεφανίδης Βασίλειος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία. Εν κατεκλείδι, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεος, αναφέρει για τη σχέση του με τον Ωριγένη, πως «σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία καταδίκασε».
Από την άλλη, έρχεται η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) τίμησε τον Νύσσης, αποδίδοντας του τον τίτλο «Πατέρα Πατέρων», έναν πράγματι μεγάλο τίτλο που επιβεβαιώνει το θεολογικό ύψος του ιδίου.
Όλα τα παραπάνω δεν αρκούν για να γνωρίσει κάποιος τον Νύσση. Είναι ελάχιστα και αδυνατούν να ψηλαφήσουν την αγιοσύνη του. Δεν χωράει ο Νύσσης σε δύο σελίδες. Όμως τολμώ να πω, πως οι λόγοι των έργων του, και ιδίως των πιο σπουδαίων, έχουν την δυνατότητα να ελκύσουν τις αναζητήσεις και τα ενδιαφέροντα ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με την εκκλησία, αρνούνται τον Χριστό, δεν πιστεύουν. Γρηγόριος Νύσσης. Ένας καλλιτέχνης που βουτάει το πινέλο της φιλοσοφίας σε ουράνια χρώματα που ανεξίτηλα χαράσσουν θεολογικά χρώματα στον καμβά της ζωής του ανθρώπου, κάνοντας την ελκυστική, ερωτική, ενδιαφέρουσα. Ας κλείσει ο ίδιος…
«Εἰ ἁπλοῦς ὁ Θεός τῇ φύσει, καί ἄϋλος, ἀποιός τε καί ἀμεγέθης, καί ἀσύνθετος, καί τῆς κατά τό σχῆμα περιγραφῆς ἀλλοτρίως ἔχων πᾶσα δέ ὕλη ἐν διαστηματικῇ παρατάσει καταλαμβάνεται, καί τάς διά τῶν αἰσθητηρίων καταλήψεις οὐ δια πέφευγεν, ἐν χρώματι, καί σχήματι, καί ὄγκῳ, καί πηλικότητι, καί ἀντιτυπίᾳ, καί τοῖς λοιποῖς τοῖς περί αὐτήν θεωρουμένοις γινωσκομένη, ὧν οὐδέν ἐν τῇ θεία 212 φύσει δυνατόν ἐστι κατανοῆσαι· τίς μηχανή ἐκ τοῦ ἀῦλον τὴν ὕλην ἀποτεχθῆναι; ἐκ τοῦ ἀδιαστάτου τήν διαστηματικήν φύσιν;… Ἀλλά μήν καί ἐκ τοῦ Θεοῦ τά πάντα, τῆς Γραφῆς λεγούσης ἀκούοντες, πεπιστεύκαμεν· καί τό ὅπως ἦν ἐν τῷ Θεῷ, τό ὑπέρ τήν ἡμέτερον λόγον, οὐκ ἀξιοῦμεν περιεργάζεσθαι, πάντα τῇ θείᾳ δυνάμει χωρητά πεπιστευκότες· καί τό μὴ ὂν ὑποστήσασθαι, καί τῷ ὄντι πρός τό δοκοῦν ἐπιβαλεῖν τάς ποιότητας. Οὐκοῦν ἀκολούθως, ὡς ἀρκεῖν ἡγούμεθα τοῖς οὖσι πρός τήν ἐκ τοῦ μή ὄντος ὑπόστασιν, τήν τοῦ θείου θελήματος δύναμιν· οὕτω καί τήν ἀναστοιχείωσιν τῶν συνεστώτων εἰς τήν αὐτήν ἀνάγοντες δύναμιν, εἰς οὐδέν ἔξω τοῦ εἰκότος τήν πίστιν παραληψόμεθα. Καίτοι γε δυνατόν ἴσως ἦν, εὑρεσιλογίᾳ τινί τούς περί τῆς ὕλης ἐρεσχελοῦντας πεῖσαι, μή δοκεῖν ἐρήμην κατατρέχειν τοῦ λόγου» (Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, κεφ. ΚΓ’).

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1150

© SanSimera.gr

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1150

© SanSimera.gr

H θέαση του Μυστηρίου ως πράξη αποκαλυπτική στο Γρηγόριο Νύσσης


Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Επτάκυκλος 2,
(Φεβρουάριος 1996), σελ. 15-20
(Συνέδριο καθ Στυλιανού Παπαδόπουλου "Πατερικές Σπουδές: Γρηγόριος Νύσσης" Αθήνα, Σεπτέμβριος '94).

 

Eίναι γνωστό και κοινά σχεδόν παραδεκτό πως η χριστιανική φιλοσοφία κληρονόμησε από την αρχαία ελληνική, το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού. Το φως, άλλωστε, του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού χαμήλωσε, αλλά δεν έσβησε ποτέ. Οι προσωκρατικοί, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι σχολές τους και ιδιαιτέρως ο Νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου επηρέασαν βαθύτατα τη μεσαιωνική, βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή, δηλαδή την πατερική και σχολαστική φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές έθεσαν και συζήτησαν όλα τα μεγάλα οντολογικά, γνωσιολογικά και αξιολογικά προβλήματα· υπήρξαν οι πρωτοπόροι και αθλοφόροι του Λόγου. Στις πνευματικές φλέβες όλων των μεταγενέστερων -είναι αναντίλεκτο- τρέχει το δικό τους φιλοσοφικό αίμα, αφού μάλιστα κάθε πνευματικό γεγονός αποτελεί κρίκο μιας αλληλένδετης σειράς, μιας συνοδόντωσης και δεν υπάρχει τομή η αίμα σ' αυτή την αδιάκοπη εσωτερική σχέση(1).

Έτσι ο χριστιανισμός αναφορικά με το πρόβλημα της υπέρβασης του δυϊσμού, θέτει ως αρχή εκείνη την ιδέα, που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο παγανιστικός στοχασμός: την άρση του "επέκεινα" του Θεού, την ουσιαστική ενότητα θείου και ανθρωπίνου. Η θεμελιώδης αυτή ιδέα είναι ότι ο Θεός, άνθρωπος εγένετο Από εδώ πηγάζει ο Ενισμός, γνώρισμα όχι μόνον της πατερικής και σχολαστικής, αλλά και όλης της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας.

Η πατερική φιλοσοφία, τώρα, είτε ως πρώιμη πατερική, δηλαδή ως ιερατικός γνωστικισμός, απολογητισμός και ορθόδοξη κατεύθυνση που έβλεπε ως αποστολή την υπεράσπιση της Αποκάλυψης από εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις και διαμφισβητήσεις· είτε ως ύψιστη πατερική ή φιλοσοφία της Ακμής, ο οποία ύστερα από την καθιέρωση ανεξιθρησκίας -το 313- και την ιερά σύνοδο της Νίκαιας -το 325- ανέπτυξε ελεύθερα τη χριστιανική της αντίληψη· είτε ως όψιμη πατερική που συνέλεγε τη φιλοσοφική κληρονομιά και την παρέδιδε στους επόμενους διανοητές, αγωνίσθηκε να ερμηνεύσει έλλογα το χριστιανισμό και να δώσει αντικειμενικό περιεχόμενο στην πίστη. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη νέων αληθειών αλλά για λογική τεκμηρίωση, περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση του γνωστού πνευματικού αγαθού των Ελλήνων. Απολογητές και Αντιγνωστικοί, οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αντιοχείας -μεταξύ των οποίων και ο διαπρύσιος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών Ιωάννης ο Χρυσόστομος- και οι εκπρόσωποι της Σχολής της Αλεξανδρείας -μεταξύ των οποίων οι Καισαρείας Ευσέβιος και Μέγας Αθανάσιος-ήταν βαθείς μελετητές και γνώστες εγκρατείς όλης της προηγούμενης φιλοσοφικής και γενικότερα πνευματικής παράδοσης.

Το κύρος της Σχολής της Αλεξανδρείας, όμως, κορυφώνουν οι τρεις μεγάλοι φωστήρες της Καππαδοκίας: ο Μ. Βασίλειος, ο περί ου το παρόν Συνέδριο και ο λόγος, ο αδελφός του Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος (2), οι συνδεόμενοι με κοινή φιλία προς τον Ωριγένη και τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των κειμένων.

Ο Γρηγόριος Νύσσης υπερακόντισε τους δύο άλλους Καππαδόκες σε θεωρητική δύναμη, η οποία δείχνεται και στη διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων Γνώσης-Πίστης, ενός προβλήματος που κυριαρχεί σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης και στη φιλοσοφική ανθρωπολογία, που αποτελεί τη μεγάλη δόξα και το μέγα κατόρθωμα του Γρηγορίου.

Σχετικά με το πρόβλημα της γνώσης-πίστης, ενώ οι προηγούμενοι ταύτιζαν ή χώριζαν τη γνώση από την πίστη, ο Γρηγόριος επισημαίνει δυο διαφορές μεταξύ των απόψεων: Η πίστη προέρχεται από το Θεό, η γνώση από το λογικό· εκείνη απαντά σε θρησκευτικά ερωτήματα, η δεύτερη σε προβλήματα αφορώντα στον κόσμο. Αν, ωστόσο, η πίστη πηγάζει από την Αποκάλυψη και η γνώση από το λόγο, τη λογική και αν Αποκάλυψη και Λόγος κατάγονται από το Θεό, εξυπακούεται ότι δεν υφίσταται καμμία αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και τη γνώση, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της γνώσης είναι μια πρόταση που κατανοούμε, της πίστης όμως μια πρόταση, την οποία δεν κατανοούμε. Γι' αυτό η ίδια πρόταση δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, δηλαδή να γνωσθεί και συγχρόνως να γίνει πιστευτή (3).

Τη σημασία της φιλοσοφίας εντός της θεολογίας ο Γρηγόριος βλέπει συνοπτικά ως εξής: Πρώτον, η φιλοσοφία με το λογικό αποδεικτικό της χαρακτήρα, αποτελεί προϋπόθεση της θεολογίας· δεύτερον, της δίνει τη μέθοδο· τρίτον, εξάγει τα πορίσματα· και τέταρτον, ερμηνεύει την Αποκάλυψη με εικόνες. Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή η γνώση ως βασική λειτουργία του πνεύματος είναι ( i ) είτε εποπτική που πηγάζει από τη νόηση ( intellectus ) είτε ( ii ) έλλογη που εκπηδά από το λόγο ( ratio ).

Στην ψυχή του Γρηγορίου ενοικεί μια ευσεβής πείνα για λογικές αποδείξεις. Αλλά χαρακτηριστικό είναι και για τη φιλοσοφική του Ανθρωπολογία και για τη Φιλοσοφία της Αποκάλυψης το ότι δέχεται στον περίφημο "Κατηχητικό Λόγο" του πως ο "ο λόγος είναι απαγής ": ο άνθρωπος, επειδή αποτελείται από σάρκα και ψυχή ανήκει τόσο στο βασίλειο του πνεύματος όσο και στο βασίλειο του σώματος και τα συνδέει

και τα δυο σε κόσμο. Όλη η εξέλιξη του ανθρώπου κατευθύνεται από την ψυχή, διανεμημένη απ' αρχής σε όλο το σώμα. Η ενέργεια, όμως, της ψυχής εκδιπλώνεται με την ανάπτυξη του ανθρώπου: " Ἐπειδή γάρ φθαρτή καί ἀσθενής ἡμῶν ἡ φύσις, διά τοῦτο ὠκύμορος ἡ ζωή, ἀνυπόσπαστος ἡ δύναμις, ἀπαγής ὁ λόγος..." (4), όπως λέγει στον "Κατηχητικό" του, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κατά κόσμο και " ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντα ἄνθρωπο καί στόν ἰδεώδη ". Ο εδώ είναι ατελής και παροδικός· ο ιδεώδης άνθρωπος είναι αιώνιος, ενιαίος και αδιάκριτος, μη χωρισμένος δηλαδή σε άρρεν και θήλυ· ο εγκόσμιος, αντίθετα, είναι "μεμειγμένος καί κεχυμένος εἰς αἴσθησιν ", κατά την πλατωνική και πλωτινική έκφραση. Η επιστροφή στο Θεό καθίσταται δυνατή μόνον, αν ο άνθρωπος αρνηθεί την αίσθηση και βυθισθεί στους χώρους εκείνης της εσωτερικότητας, όπου μπορεί να " ἰδεῖ " και να " θεασθεῖ ' τον ασύλληπτο και αόρατο.

Στη φιλοσοφία της Αποκάλυψης ο Γρηγόριος πιστεύει ότι η γνώση του Θεού ως του Απολύτου, του Απείρου, του Υπερβατικού φθάνει στα όρια εκείνα που δε δύναται να δρασκελίσει ο ανθρώπινος λόγος. Προς το Επέκεινα οδηγούν βέβαια δύο δρόμοι: ο φιλοσοφικός και ο θρησκευτικός. Η φιλοσοφική γνώση οδηγεί λογικά και διαλεκτικά στην αλήθεια των χριστιανικών δοξασιών. Η θρησκευτική πίστη ανοίγει τους ορίζοντες να θεασθεί, να ιδεί άμεσα ο άνθρωπος το ανεννόητο Μυστήριο του Όντος και με αυτό τον τρόπο θέτει σε δεινή δοκιμασία την αντοχή της φιλοσοφικής γνώσης.

Αυτή η θέα ή θέαση, αυτή η θεωρία (5), είναι κοίταγμα χωρίς να βλέπουμε, σκέψη χωρίς να στοχαζόμαστε, σύλληψη χωρίς να νοούμε, διότι η Αποκάλυψη και ο Θεός είναι επέκεινα της γνώσης· δε συλλαμβάνονται με το νου και δεν εκφράζονται με τους ανθρώπινους λόγους. Στον περιώνυμο ύμνο του, πτήση μεγαλειώδους πνοής και σπάνιας φιλοσοφικής δύναμης, ο Γρηγόριος επιχειρεί να βιώσει το ’γνωστο καινά αναδεχθεί μέσα του το ασύλληπτο βάθος του Μυστηρίου. Έτσι ο Γρηγόριος οικοδομεί ένα χριστιανικό Μυστικισμό που επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία και θεολογία - απορητική ή διαλεκτική- και μη, έως το μέγιστο φιλόσοφο-ποιητή H ö derling στον κύκλο των "Τιτάνων" του (6): "Ο βαθύνους Θεός αποστέργει το παράκαιρο φανέρωμα"! Η θέαση αυτή πηγάζει από την πενία του νου και την ένδεια του λόγου, που λειτουργούν ως κοφτερή επίγνωση ότι το Ουσιώδες, απουσιάζει, δε συλλαμβάνεται:

«Ὦ πάντων ἐπέκεινα ! Τί γάρ θέμις ἄλλο σέ μέλπειν ;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; Σύ γάρ λόγῳ οὐδενί ρητός.
Πῶς νοός ἀρθρήσει σε; Σύ γάρ νόῳ οὐδεν ί ληπτός
Μοῦνος ἐών ἄφραστος · ἐπεί τέκες ὅσα λαλεῖται
Μοῦνος ἐών ἄγνωστος · ἐπεί τέκες ὅσα νοεῖται
Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει..» (7)

Ο Γρηγόριος εδώ μεταγράφει τη λογική χείρωση του Απόλυτου, που είναι αδύνατη, σε μυστική ανάγκη για το Θείο, σε μια άμεση εμ -βίωση του Θείου. Η μυστική τούτη ανάγκη ρήγνυται ως ακαταπάλαιστη νοσταλγία εκ του ανθρώπου, που είναι η μοναδική παρ-ουσία του Ουσιώδους, γίνεται θέα του Ουσιώδους και ως θέα, θεωρία ή θέαση μεταβάλλεται σε μια πράξη αποκαλυπτική του Μυστηρίου, συν-δετική με το Μυστήριο, τόσο πιο καρποφόρα όσο πιο οξεία είναι η απλήρωτη γνωστική δίψα και βαθιά αντίληψη πως ό,τι γνωρίζουμε είναι λίγο, ενώ ό,τι αγνοούμε είναι πολύ: ότι ενώπιον μας απλώνεται το μέρος, ότι το Όλον.

Η θέαση του Μυστηρίου μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα στην ερώσα και ορώσα το απόλυτο ψυχή και το ερωμένο, που είναι το ίδιο το άπειρο, το ίδιο το επέκεινα. Θεώμεθα το υπέρ λόγον, την αρχέγονη αιτία πάντων, την αιώνια πηγή της ζωής. Η θέαση ως ο ευδαίμων οφθαλμός της αιωνιότητος, η μυστική θέα γίνεται "μείζων τοῦ λόγον " και πράξη αποκαλυπτική, αφού τελεσουργεί την κοινωνία της ψυχής και με το Υπέρτατο, την οικειώνει με το Μ ysterium Magnum του όντως Όντος και την εισάγει στο άδυτο, το άβατο, το αψηλάφητο φέγγος, είδος και κάλλος. Ο εξωτερικός οφθαλμός κλείνει και ανοίγει το έσω όμμα, το μόνο ικανό να ιδεί το αόρατο· το έσω ους, το μόνο ικανό να ακροασθεί " τόν σιγώμενον ὕμνον ", κατά τη φράση του Γρηγορίου· τον έσω νουν, το μόνο ικανό να διακρίνει πίσω από τα όντα το αιώνιο πρόσωπο του Θεού που είναι " σκιρτημός καί ἥπιον δάκρυ" και « πῦρ καταναλίσκον » ! Έτσι η θέαση του Όντος, η θεωρία του Θεού δεν είναι κατάσταση παθητική, αλλά ενέργεια, πράξη συνεγγισμού, δράση ποντισμού στην αλήθεια του Θεού, οδοιπορία προς τον ’γνωστο, γνωριμία με την αμετασάλευτη Αρχή, λυτρωτικός τρόπος υπέρβασης της χοϊκής μας παρουσίας και ανύψωσης προς το Απρόσιτο, πηγή του μυστικιστικού βιώματος και βυθισμός σε μια σιωπηλή και ενδόμυχη προσευχή, άρρητη δόνηση από τον ασίγητο πόθο του Αιωνίου, εκβολή σε μια αίδια μακαριότητα, όπου ο έρως του θείου, η νοσταλγία του Υπερβατικού, ο Πόνος για το "πάντων ἐπέκεινα " πληρούται.

Αλλά η θέαση του Μυστηρίου είναι και υπό άλλη έννοια πράξη αποκαλυπτική. Εγείρει τη συνείδηση, τη μνει και την καθαιρεί και την μεταποιεί σε "δύναμιν εἰς ἐνέργειαν ἐλθοῦσαν " και " εἰς ὄψιν ὁρῶσαν " την αρμονία του κόσμου και τον εσωτερικό ρυθμό και το κάλλος του: όλα διηγούνται τη δόξα του Θεού και υμνούν ή αγγέλλουν την " ποίησιν τῶν χειρῶν " Του και "μεγαλύνουν τά ἔργα " Του: "Πάντα σε καί λαλέοντα καί οὐ λαλέοντα λιγαίνει ", γράφει ο Γρηγόριος, "πάντα σε καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει". Έτσι η ύπαρξη γαληνεύει μέσα σε μια σιωπηλή και καρποφόρα επίγνωση, ενωτιζόμενη το " σιγώμενον ὕμνον ", τους ιλαρούς τόνους και τις δοξαστικές της σοφίας του Θεού μελωδίες της φύσης, τη γλυκιά αρμονία των ουράνιων σφαιρών, τις μαρμαρυγές μιας αιώνιας ζωής, λουσμένης από τους θελκτικούς ήχους ποιας -αλήθεια- μουσικής συμφωνίας, θνητής φλυαρίας, μπροστά στη θέαση του Ψυχικού Σύμπαντος ; Με τη θέαση ευρύνονται οι διαστάσεις αυτού του εσωτερικού Σύμπαντος· θαυμασμός και δέος και γοητεία είναι τα συναισθήματα που μας καταφλέγουν Μέσα μας με τα χέρια της ευλαβικής πίστης, που προετοίμασε η θέαση, χτίζουμε τις ψηλές εκκλησιές και χωρίς πόδια ερχόμαστε κοντά Του. Μέσα μας: " Niergens, Gelibte, wird Weltsein als innen : πουθενά, ποθεινή μου, δεν εκτείνεται ο κόσμος εκτός από μέσα μας" τραγουδάει ο θεοφόρος μύστης και αποδημητής, ο ποιητής RΜ. Rilke (8). Μέσα μας "κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος» ! (9) Σωστά ψάλλει ο Δ. Σολωμός τον "έσω" άνθρωπο και επιχειρεί να αναγνωρίσει το σύμπαντα κόσμο και τα όντα μέσα μας, μέσα στην αιθρία του εαυτού μας, μέσα στο διάφωτο και στη διακριτική του λάμψη.

Η θέαση ως πράξη αποκαλυπτική μπορεί να ερμηνευθεί, προς τούτοις, ως μία Συνάντηση (10), βαθιά και αιφνίδια γνωριμία με το "μέγιστο μάθημα". Πρόκειται για τη θεία και ευλογημένη στιγμή του εξαίφνης φωτισμού, οπότε " οἷον ἀπό πυρός πηδήσαντος ἐξαφθέν φῶς ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτό ἑαυτό ἤδη τρέφει" κατά τον Πλάτων α. Τούτο βέβαια το λαμπρό φως καθορά μόνο ο ηλιοειδής οφθαλμός της καρδιάς. Έτσι η θέαση του Μυστηρίου γίνεται φως εν τη σκοτία, λαμπηδόνα που καταυγάζει τις υπάρξεις, αστροπελέκι που μέσα στη μακρινή χειμέρια νύχτα του λογικού μετουσιώνει τη μωρία της σοφίας σε σοφία της μωρίας και μεταποιεί την αβέβαιη γνώση σε ακράδαντη πίστη: Σε πλήρωση, όπως την επιποθεί ο Νίτσε, το κεραυνωμένο και τραγικά ραγισμένο αυτό πνεύμα των χαλεπών καιρών, και την εκφράζει στα ποιήματα του: "Φώναξες: Κύριε, έρχομαι", " Γεσθημανή καί Γολγοθάς" και κυρίως "Στον Αγνωστο θεό": "Θέλω να σε γνωρίσω, ’γνωστε εσένα που μέσα βαθιά στην ψυχή μου βυθίζεσαι... Ασύλληπτε που σε κρατώ μέσα μου. Θέλω να σε γνωρίσω και πιο πολύ ακόμη να σε υπηρετήσω "! (11) Ατυχώς ο Νίτσε προτίμησε να ανεβεί στο λογικό ικρίωμα και να αφεθεί επάνω σ' αυτό, αγωνιζόμενος να συλλάβει το Απρόσιτο, θέλοντας να φθάσει στη γνώση της πηγής παρά να δροσιστεί στην πηγή της Γνώσης και αγνοώντας την ειδοποίηση του Γρηγορίου Νύσσης : " Ὑπερνεφείας δε καλύπτρας, τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται ;" (12)

Η εποχή μας, καλόν είναι να λάβει σοβαρά υπόψη της αυτή την ειδοποίηση και να αποφύγει την " ὕβ ριν " της πίστης στην παντοδυναμία της λογικής που εκδιώκει την πίστη προς το Απρόσιτο, αφού και η φιλοσοφική γνώση και η θρησκευτική πίστη δεν είναι αντίδικες αλλά συλλειτουργοί της αλήθειας. Διότι ενισχύουν μία ζώσα πνευματική πρόοδο και γίνονται τρόποι μετασχηματισμού της συνείδησης του ανθρώπου, έστω κι αν φαίνονται εχθρικές μεταξύ τους και ασυμφιλίωτες, έστω και αν ίστανται σε διαφορετικά επίπεδα, κι αν συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις και τάσεις του ερευνώντος πνεύματος: Η γνώση περισφίγγει με λογικούς όρους, πολιορκεί με έλλογες κατηγορίες το κάστρο του Όντος και αγωνίζεται να το εκπορθήσει" η πίστη ειρηνεύει μέσω θρησκευτικού βιώματος την ανώλεθρη μεταφυσική μας χρεία. Σε μια υψηλή και λυτρωτική συνάντηση γνώσης-πίστης πρέπει να αναζητηθεί η σωτηρία ως ζεύξη του παροδικού με το αιώνιο και ως συνείδηση της μηδαμινότητας του κόσμου και της πληρότητας της πρώτης Αρχής, του "πάντων επέκεινα". Η κατά τον τρόπον του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: "Διά πλοῦτον ἄπειρον ὑπάρχω πένης, καί μηδέν ἔχειν δοκῶ πολύ κατέχω, καί λέγω διψῶ διά πλῆθο ς ὑδάτων " (13).

"Κλαίγοντας και γελώντας σαν μικρό παιδί" κατά το Δάντη, έρχεται στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου. Και, για να μείνει σαν τα ροδαλά μάγουλα της παιδούλας που έκλαιγε και γελούσε, χρειάζεται όλες τις αρετές αλά κυρίως την αγάπη - και ως amor hominis και ως amor dei · την αγάπη που ανοίγει το δρόμο του Μυστηρίου, άγιο Μυστήριο η ίδια και -όπως λέγει ο Ο Wilde πρέπει να τη δέχεται κανείς γονατιστός και η φράση (14): " Domine, non sum dignus : Κύριε, οὐκ εἰμί ἄξιος " να βρίσκεται στα χείλη και τις καρδιές εκείνων που τη δέχονται· "ή κατά το λόγο του Αγρίππα Ντ ' Ωμπινιέ (15): "Κύριε, δος στ' αδύνατα πρόβατα το σωτήριο σέβας'! Έτσι η αποσυνάγωγος εποχή μας θα ελπίζει να ακούσει τη μακάρια φωνή: " ἀφέονται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ" (16).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) K Krubacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ V, σ. 250 , ο. η άποψη του Geljew

(2). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Φιλοσοφική Προπαίδεια· εισαγωγική θεώρηση, μεθολογική προσέγγιση, ιστορική επισκόπηση , Αθήνα 1994" (τέταρτη έκδοση), σ.σ. 295 κ. εξ.

(3). J M Bochenski : Wege zum philosophischen Denken, Einf ü hrung in die Grundbegriffe, Freibourg 1961 3, (Δρόμοι Φιλοσοφικού στοχασμού, εισαγωγή στίς θεμελιώδεις: Εισ Μτφρ Σημ. Γρηγ Φιλ Κωσταρά, Αθήαν 1986 2, σ. 18)

(4). Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός , Ρ G 46, 524ΑΒ.

(5). Πλωτίνου Εννεάδες : VI 9· [9] 10, 8-10· VI 9 [9] 10,9· VI 7[38]7,1· III 8 [30], 8,17-19.

(6). Ηö derling, ’παντα Ι V 218 (από τον "Κύκλο των Τιτάνων").

(7). Γρηγορίου Νύσσης, PG 37, 507.

(8). Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το βιβλίο των ωρών , σ. 56.

(9). Δ. Σολωμού, Εις Φραγκίσκαν Φραίζερ (επίγραμμα) .

(10). Γρηγ Φιλ Κωσταρά : Ομίχλη δακρύων πόνου και αγάπης, Αθήνα 1993, σ. 222.

(11). Φρ. Νίτσε, Ο μυστικισμός τον Νίτσε (μεφρ Ε. Ανδρουλαδάκη, Αθήνα 1962, σσ 15η εξ.).

(12). Γρηγορίου Νύσσης, ενθα. ι

(13). Αγίου Συμεώνος του Νέου θεολόγου...

(14). Ιωάννου 1,27 · Wilde Oscar, De Profundis, σ. 132· Πρβ. Λουκά 15,19 .

(15). Π. Κανελλοπούλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τομ IV, σ. 303.

(16). Λουκά, 7,47.

 

Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος περί πασών των αρετών και των παθών Ιωάννου του Δαμασκηνού, Μικρή Φιλοκαλία Τόμος Β',



μτφρ. Ευάγγελου Γ. Καρακοβούνη,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 81-94

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός (διφυής), αποτελείται δηλαδή από ψυχή και σώμα, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Και έχει πέντε αισθήσεις η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι αισθήσεις της ψυχής, τις όποιες οι σοφοί ονομάζουν και δυνάμεις, είναι οι εξής: νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση· και οι αισθήσεις του σώματος είναι οι εξής: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Για τούτο και είναι διπλές και οι αρετές τους και οι κακίες τους (τα πάθη τους). Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές· και πάλι, πόσα είναι τα ψυχικά πάθη και πόσα τα σωματικά.

1. Οι ψυχικές αρετές

Ψυχικές αρετές ονομάζουμε κατά κύριο λόγο, τις τέσσερις γενικότατες αρετές, που είναι οι εξής: ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές προέρχονται όλες οι άλλες ψυχικές αρετές, όπως: πίστη, ελπίδα, αγάπη (πρβλ. Α' Κορ. ιγ' 13), προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευθυμία (ευφροσύνη), απλότητα, αταραξία, ανυποκρισία (δηλ. ειλικρίνεια), μετριοφροσύνη, αφθονία (απαλλαγή από φθόνο), τιμιότητα, αφιλαργυρία, συμπάθεια, ελεημοσύνη, γενναιοδωρία, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια· ακόμη η επιθυμία και ο πόθος των μελλόντων αγαθών και της Βασιλείας του Θεού και η κατά χάρη υιοθεσία.

2. Οι σωματικές αρετές

Οι σωματικές αρετές, μάλλον τα εργαλεία των αρετών, όταν γίνονται με επίγνωση και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, έξω από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, οδηγούν τον άνθρωπο στην προκοπή της ταπείνωσης και της απάθειας · είναι δε οι εξής*: εγκράτεια, νηστεία, ολιγοφαγία, ολιγοποσία, αγρυπνία, προσευχή, γονυκλισία, αλουσία, χρήση των αναγκαίων και απλών ενδυμάτων, ξηροφαγία, βραδυφαγία, πόση μόνο νερού, χαμαικοιτία, φτώχεια, ακτημοσύνη, μη υπερβολική περιποίηση και καλλωπισμός, αφιλαυτία, μόνωση και ησυχία, στέρηση (ένδεια), αυτάρκεια, σιωπή, εργόχειρο και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία βέβαια όταν το σώμα είναι εύρωστο και για τούτο ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη, είναι αναγκαιότατα και ωφελιμότατα (για να το κατευνάσουν). Όταν όμως το σώμα είναι αδύναμο και εξασθενημένο και έχει, με τη βοήθεια του Θεού, κατευνάσει τα πάθη, τότε δεν είναι τόσο αναγκαία και αρκούν η ταπείνωση και η προς τον Θεό ευχαριστία για να τα αναπληρώσουν όλα.

3. Τα ψυχικά πάθη (κακίες )

Πρέπει να ομιλήσουμε τώρα και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη. Ψυχικά πάθη είναι κυρίως η λήθη (λησμοσύνη), η ραθυμία και η άγνοια (της ψυχής για το Θεό και τα πνευματικά), απ' τα οποία σκοτίζεται ο οφθαλμός της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα υπόλοιπα πάθη, τα οποία είναι τα εξής: ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή κάθε αιρετική διδασκαλία, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη η μη κατά Θεόν, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλεια, φθόνος, κενοδοξία (ματαιοδοξία), υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, προσκόλληση σε εμπαθή πράγματα, εξάρτηση από κοσμικά πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, έπαρση, οίηση, σοβαροφάνεια, αλαζονεία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνία, διψυχία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής και η συνεχής μελέτη αυτών· ακόμη, η προσβολή και η πλάνη των λογισμών, η φιλαυτία, που γεννάει τα πάθη, καθώς και η φιλαργυρία (Α' Τιμ. ς' 10), με την οποία ριζώνουν στην ψυχή τα πάθη, η κακοήθεια και η πονηρία.

4. Τα σωματικά πάθη

Τα σωματικά πάθη είναι τα εξής: γαστριμαργία, λαιμαργία, περιττή τρυφή (απόλαυση), μέθη, λαθροφαγία (κεκρυμμένη γαστριμαργία), ποικίλη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, ακαθαρσία, αιμομειξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και πάντα τα παρά φύση αισχρά πάθη· ακόμη, κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η περιττή σωματική άνεση και απόλαυση που οδηγεί στην υποδούλωση των εμπαθών θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν το σώμα έχει ευρωστία· ακόμη, μαντείες, μαγείες, οιωνισμοί, κληδονισμοί, η επιθυμία για τα κοσμικά πράγματα, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, στολίδια για το πρόσωπο, η αξιοκατάκριτη τεμπελιά, διάφορες φαντασιώσεις, τα τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής υπέρμετρη απόλαυση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή (φιλοτομαρισμός) που εγκλωβίζει το νου στην ύλη και τον κάνει γήϊνο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να ανυψωθεί προς το Θεό και την εργασία των αρετών.

Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες, όπως θα μπορούσε να τις ονομάσει κανείς, είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία, απ' τις οποίες και προέρχεται κάθε κακό. Δεν πέφτει ο άνθρωπος σε καμιά αμαρτία, αν (προηγουμένως) οι κραταιοί γίγαντες των παθών, όπως τους αναφέρει ο σοφώτατος ασκητής Μάρκος, δεν τον νικήσουν και δεν τον κατακυριεύσουν· δηλαδή η λήθη (λησμοσύνη), η ραθυμία και η άγνοια. Αυτές τις γεννά η ηδονή, η άνεση της ζωής (καλοπέραση), η ανθρωπαρέσκεια και ο περισπασμός των βιοτικών πραγμάτων. Πρωταίτια όλων αυτών και γεννήτρια είναι, όπως ελέχθη, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη προς το σώμα και η εμπαθής προσκόλληση σ' αυτό. Η διάχυση και η έκλυση του νου (στροφή και ασχολία) με αστειότητες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πτώσεις, καθώς και η αθυροστομία και το γέλιο.

5. Η φιληδονία

Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι ποικίλη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που απατούν την ψυχή, όταν δε στρέφεται με νήψη και θείο φόβο στο Θεό και δε φροντίζει με αγάπη προς το Χριστό για την εργασία των αρετών. Διότι είναι πολλές οι ηδονές που έλκουν προς τον εαυτό τους τους οφθαλμούς της ψυχής· όπως οι ηδονές του σώματος, του χρήματος, της απόλαυσης, της δόξας, της ραθυμίας, της οργής, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας. Και εξαπατούν, διότι παρουσιάζονται σαν να έχουν λαμπερά πρόσωπα και εύκολα ποθούνται, και προσελκύουν εκείνους που ασχολούνται γύρω από αυτά και δεν έχουν σφοδρή επιθυμία για την αρετή, για να υπομείνουν τη «σκληρότητά» της. Κάθε σχέση με τα γήινα και κοσμικά, και κάθε εμπαθής προσκόλληση στην ύλη προξενεί την ηδονή και την απόλαυση σ' αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν στρέφεται στα παραπάνω με εμπάθεια· διότι εξαιτίας του, όταν κάποιος στερείται κάτι που ποθεί, νικιέται και υποδουλώνεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στη μνησικακία. Στην περίπτωση που η εμπαθής προσκόλληση τείνει να γίνει συνήθεια, χωρίς να γίνει αντιληπτή, τότε αλίμονο! Εκείνον που κυριεύτηκε απ' αυτήν (τη συνήθεια), τον κάνει να ρέπει συνέχεια στην παράλογη εμπαθή προσκόλληση, με την ηδονή που είναι κρυμμένη σ' αυτή, χωρίς ελπίδα θεραπείας.

Είναι πολύμορφη η ηδονή της επιθυμίας, όπως ελέχθη, και δεν ικανοποιείται μόνο με την πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά και με τα υπόλοιπα πάθη. Αφού σωφροσύνη δεν είναι μόνον η αποχή από την ηδονή της πορνείας και αυτών της γαστέρας (κοιλιοδουλείας - γαστριμαργίας), αλλά το να απέχει κανείς και από τις υπόλοιπες ηδονές. Γι' αυτό ο φιλοχρήματος, ο φιλάργυρος και ο πλεονέκτης είναι ακόλαστος. Διότι όπως ο ακόλαστος επιθυμεί την ηδονή της σάρκας (πορνεία), έτσι και ο φιλάργυρος επιθυμεί τα χρήματα. Και μάλλον ο φιλάργυρος είναι περισσότερο ακόλαστος, αφού δεν υπάρχει εκ φύσεως αυτή η σφοδρή επιθυμία που να τον σπρώχνει στα χρήματα. Και διότι αμαθής ηνίοχος θα μπορούσε στην πραγματικότητα να ονομαστεί, όχι εκείνος που δεν μπορεί να ελέγξει και να συγκροτήσει το άγριο και ατίθασο άλογο, αλλά εκείνος που ούτε το εξημερωμένο και ήσυχο άλογο δεν δύναται να κουμαντάρει. Και γίνεται φανερό από παντού, ότι είναι περιττή και έξω από τη φύση μας η επιθυμία των χρημάτων, στην ικανοποίηση της οποίας δεν οδηγεί, όπως είπαμε η βία της φύσεως, αλλά η εμπαθής προαίρεση· γι' αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα όποιος νικιέται εκούσια απ' αυτήν (τη φιλαργυρία).

Ώστε, λοιπόν, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε καλώς ότι η φιληδονία δεν περιορίζεται μόνο στην τρυφή και την απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που αγαπιέται με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής.

6. Τριμερής διαίρεση της ψυχής και πάθη

Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Του λογιστικού αμαρτήματα είναι τα εξής: η απιστία, η αίρεση, η αφροσύνη, η βλασφημία, η αχαριστία και οι συγκαταθέσεις στα αμαρτήματα που γίνονται από το παθητικό μέρος. Η ίαση και η θεραπεία των κακών αυτών συνίσταται στην αναμφίβολη πίστη προς το Θεό και προς τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας· η συνεχής μελέτη των λόγων του Αγίου Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η θερμή ευχαριστία προς το Θεό. Του θυμικού αμαρτήματα είναι τα εξής: η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος, και η συνεχής ασχολία μ' αυτά. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών συνίσταται στη φιλανθρωπία, την αγάπη, την πραότητα, τη φιλαδελφία, τη συμπάθεια, την ανεξικακία και την καλοσύνη. Του επιθυμητικού αμαρτήματα είναι τα εξής: η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασέλγεια, η φιλοχρηματία, δηλαδή η κενόδοξη επιθυμία του χρυσού και του πλούτου, και οι σαρκικές ηδονές. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών συνίσταται στη νηστεία, την εγκράτεια, την κακοπάθεια, την ακτημοσύνη, το μοίρασμα (ελεημοσύνη) των χρημάτων στους φτωχούς· στην επιθυμία των μελλόντων εκείνων αθανάτων αγαθών, τον πόθο της Βασιλείας του Θεού και την επιθυμία της κατά χάρη υιοθεσίας.

7. Οι εμπαθείς λογισμοί και η θεραπεία τους

Πρέπει, όμως, να προχωρήσουμε και στη διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους πραγματοποιείται κάθε αμαρτία. Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας· (ο λογισμός) της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής (θυμού), της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Το να μας παρενοχλούν ή να μη μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, δεν εξαρτάται από τη δική μας δύναμη· το να συγκατατιθέμεθα όμως σ' αυτούς ή να μη συγκατατιθέμεθα, και το να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε, εξαρτάται από τη δική μας δύναμη και θέληση.

Στους λογισμούς, άλλο πράγμα είναι η προσβολή και άλλο ο συνδυασμός, και άλλο η πάλη, άλλο και το πάθος και άλλο η συγκατάθεση, η οποία μοιάζει με την πράξη· άλλο η ενέργεια και άλλο η αιχμαλωσία. Ας τα δούμε όμως ένα ένα ξεχωριστά. Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση (παρακίνηση) που μας κάνει ο εχθρός (ο διάβολος), όπως και στην περίπτωση που προσπάθησε να πειράξει τον Χριστό, τον Κύριο και Θεό μας: «κάνε τούτο ή εκείνο» του είπε· και πάλι: «πες μ' ένα σου λόγο να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» (Ματθ. δ' 3). Η προσβολή δεν είναι στην εξουσία μας. Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλεται από τον εχθρό και κατά κάποιον τρόπο η ασχολία και η ενήδονη συνομιλία με το λογισμό που γίνεται από την προαίρεσή μας. Πάθος είναι η έξη (διαρκής κατάσταση η συνήθεια) που δημιουργείται από το συνδυασμό του λογισμού που μας υποβάλλεται από τον εχθρό και η κατά κάποιον τρόπο συνεχής ασχολία και καλλιέργεια του λογισμού μέσω της φαντασίας. Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό, που γίνεται είτε για να απομακρυνθεί το πάθος που περιέχεται σ' αυτόν, δηλαδή ο εμπαθής λογισμός, είτε για να συγκατατεθεί ο νους σ' αυτόν, καθώς λέγει και ο απόστολος Παύλος: «η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σάρκας, και είναι και τα δύο αντίθετα μεταξύ τους» (Γαλ. ε' 17). Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και ακούσια αρπαγή της καρδιάς, που τυραννείται από την έξη του πάθους και τη μακρά συνήθεια. Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στον εμπαθή λογισμό. Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού που ακολουθεί τη συγκατάνευση σ' αυτόν. Εκείνος, λοιπόν, που στέκεται με απάθεια στο πρώτο, την προσβολή, ή την αποδιώχνει απ' την πρώτη κιόλας στιγμή με αντίρρηση και σταθερότητα, απέκοψε με μία και όλα τα άλλα.

Η θεραπεία των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο. Η γαστριμαργία θεραπεύεται με την εγκράτεια· η πορνεία, με τον θείο πόθο και την έφεση των μελλόντων αγαθών· η φιλαργυρία, με τη συμπάθεια και την ελεημοσύνη στους φτωχούς· η οργή (ο θυμός), με την προς όλους τους ανθρώπους ανιδιοτελή και αδιάκριτη αγάπη, και με την αγαθότητα (καλωσύνη)· η λύπη (αθυμία), με την πνευματική χαρά· η ακηδία, με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς το Θεό· η κενοδοξία, με την κρυφή εργασία των αρετών, τη συντριβή της καρδιάς και την αδιάλειπτη προσευχή· τέλος, η υπερηφάνεια θεραπεύεται με το να μην κρίνει κανείς το συνάνθρωπό του, ή να μην τον εξουθενώνει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος (Λουκ. ιη' 11-12), αλλά να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο απ' όλους. Έτσι λοιπόν, αφού ελευθερωθεί ο νους από την καταδυνάστευση των προαναφερθέντων παθών και ανυψωθεί προς το Θεό, ζει ήδη απ' αυτή τη ζωή τη μέλλουσα μακαριότητα, δεχόμενος τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Β' Κορ. α' 22)· και όταν απέλθει απ' την εδώ ζωή με απάθεια και γνώση αληθινή, παρίσταται ενώπιον της Αγίας Τριάδος, από το υπέρλαμπρο φως της Οποίας φωτίζεται μαζί με τους θείους Αγγέλους στους αιώνες των αιώνων.

Η ψυχή, όπως προαναφέρθηκε, είναι τριμερής· διαιρείται δηλαδή σε τρία μέρη, στο λογιστικό (λογισμός), στο θυμικό (θυμός) και στο επιθυμητικό (επιθυμία). Εάν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στο επιθυμητικό καθαρότητα και σωφροσύνη, ο λογισμός (το λογιστικό μέρος) είναι καθαρό και φωτεινό. Εάν όμως στο θυμικό υπάρχει φθόνος και μίσος, και στο επιθυμητικό ακολασία, τότε ο λογισμός είναι ακάθαρτος και σκοτισμένος. Ο λογισμός, λοιπόν, τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει υποτάξει τα πάθη και θεωρεί (θεάται) πνευματικά τον Ποιητή των κτισμάτων και ανυψώνεται έτσι προς τη μακαρία και Αγία Τριάδα. Ο θυμός τότε πάλι κινείται κατά φύση, όταν αγαπά (αδιάκριτα) όλους τους ανθρώπους και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία. Η επιθυμία (τότε κι αυτή κινείται κατά φύση), όταν με την ταπεινοφροσύνη και την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την εμπαθή ηδονή που προέρχεται από την επιθυμία της σάρκας, του χρήματος και της εφήμερης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα. Διότι η επιθυμία στρέφεται προς την ικανοποίηση τριών πραγμάτων· η προς την ηδονή της σάρκας, η προς τη μάταιη δόξα, η προς την απόκτηση χρημάτων. Και εξαιτίας της παράλογης αυτής επιθυμίας του ο άνθρωπος καταφρονεί το Θεό και τις εντολές του, λησμονεί τη θεία ευγένεια, γίνεται θηρίο ανήμερο εναντίον του πλησίον του και σκοτίζει το λογισμό του και δεν τον αφήνει να αναβλέψει προς την αλήθεια. Εκείνος όμως που απέκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προελέχθη, απολαμβάνει ήδη από τώρα τη Βασιλεία των Ουρανών και ζει με την προσδοκία της μελλούσης μακαριότητας που θα δωρηθεί σε όσους αγαπούν το Θεό. Αυτής (της μακαριότητας) είθε να γίνουμε κι εμείς άξιοι μέτοχοί της με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν.

8. Η απόκτηση των αρετών

Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε και το εξής· ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο της οποιασδήποτε αρετής, παρά μόνο με κοπιαστική φιλοπονία με στόχο την απόκτησή της, αφού προσπαθήσουμε με όλη τη δύναμή μας και για όλη μας τη ζωή να το επιτύχουμε με την πράξη· όπως λόγου χάρη συμβαίνει με την ελεημοσύνη, την εγκράτεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές. Διότι απ' αυτές μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή· ασκεί, παραδείγματος χάρη, κανείς πότε πότε την αρετή της ελεημοσύνης, αλλά επειδή την ασκεί μερικώς (πρόσκαιρα), δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, και πολύ περισσότερο όταν η αρετή αυτή δεν ασκείται με τρόπο καλό και θεάρεστο. Διότι το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνεται με τρόπο συνετό και θεάρεστο αλλά είναι όντως καλό, όταν δεν περιμένει ανταπόδοση γι' αυτό, ούτε αποσκοπεί στην ανθρωπαρέσκεια από τη φήμη του πραγματοποιηθέντος καλού, ή στην επιδίωξη εφήμερης δόξας, ούτε προέρχεται από πλεονεξία και αδικία· αφού ο Θεός δε ζητεί εκείνα που γίνονται και θεωρούνται από τους ανθρώπους καλά, αλλά το σκοπό για τον όποιο γίνονται αυτά. Και λένε οι θεοφόροι Πατέρες, πως όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε το έργο που φαίνεται ενάρετο, καταντά ανώφελο. Διότι όσα γίνονται χωρίς διάκριση και χωρίς τον πραγματικό σκοπό, που είναι η ευσέβεια, όχι μόνο δεν ωφελούν, κι αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν. Όπως αντίθετα συμβαίνει και μ' εκείνα που θεωρούνται κακά μεν από τους ανθρώπους, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό και σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, όπως λόγου χάρη εκείνος που εισήλθε σ' ένα πορνείο για ν' αποσπάσει από την απώλειά της την πόρνη. Απ' όσα είπαμε γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που ασκεί κάπου κάπου την ελεημοσύνη, ούτε πάλι εγκρατής εκείνος που κάποιες στιγμές εγκρατεύεται, αλλά εκείνος που συνέχεια και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του άσκησε την αρετή με ασφαλή διάκριση. Διότι η διάκριση είναι η μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές, γι' αυτό και θεωρείται βασίλισσά τους και καλείται αρετή των αρετών. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα αντίθετα των αρετών, τα πάθη· διότι δεν αποκαλούμε κάποιον πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη, επειδή έπεσε κάποια στιγμή σ' ένα από αυτά, αλλά εκείνον που συνεχώς στη ζωή του ζει μέσα σ' αυτά τα πάθη και παραμένει αδιόρθωτος και αμετανόητος.

Μαζί με όσα είπαμε, πρέπει να γνωρίζουμε και τούτο, που είναι αναγκαιότατο σ' όλους όσοι αγωνίζονται με πνεύμα πρόθυμο να επιτύχουν την αρετή και να αποκόψουν την κακία. Ότι, δηλαδή, όπως η ψυχή έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη αξία από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα θέματα θεωρείται σπουδαιότερη και πολυτιμότερη, έτσι και οι ψυχικές αρετές, και μάλιστα οι θεομίμητες και θεώνυμες, είναι ανώτερες από τις σωματικές αρετές. Το ίδιο, αλλά με αντίθετη φορά ισχύει και για τα ψυχικά (που είναι χειρότερα) και τα σωματικά πάθη, διαφέρουν δηλαδή και ως προς τις ενέργειές τους και ως προς την έκτιση των ποινών που τους επιβάλλονται, αν και στους περισσότερους ανθρώπους, δεν γνωρίζω γιατί, τους διαφεύγει. Λόγου χάρη τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή κι όλα τα σχετικά με αυτά, τα αποφεύγουν ή τα τιμωρούν, διότι φαίνονται στους πολλούς μισητά. Όσον αφορά όμως τα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα απ' αυτά, και που οδηγούν στη δαιμονική κατάσταση και στην αιώνια κόλαση σαν αμοιβή για κείνους που τ' ακολουθούν χωρίς διόρθωση και μετάνοια, οι πολλοί μένουν αναίσθητοι και ασυγκίνητοι. Κι όταν λέω ψυχικά πάθη, εννοώ το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησία, και κείνη που ο απόστολος Παύλος ονομάζει ρίζα όλων των κακών, τη φιλαργυρία (Α' Τιμ. ς' 10), και τα όμοιά τους.

Τα εκθέσαμε όλα αυτά, με όλη την αμάθεια και την αφέλειά μας, ομιλώντας με τάξη και σαφήνεια για τις αρετές και τα πάθη, για να έχει κανείς την ευχέρεια να διακρίνει και να ξεχωρίζει με ακρίβεια τη διαφορά και τη διαίρεσή τους μέσα απ' αυτή τη λεπτομερή έκθεση. Γι' αυτό και εκθέσαμε το καθένα με διαφόρους τρόπους και μέσα από πολλές πτυχές, για να μην αγνοείται, αν είναι δυνατόν, καμιά αρετή ή κακία· και ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές, και περισσότερο τις ψυχικές, με τις όποιες προσεγγίζουμε το Θεό, και για να απαρνιόμαστε την κακία αποφεύγοντας με όλη τη δύναμή μας τα πάθη. Διότι είναι πραγματικά μακάριος εκείνος που επιδιώκει την αρετή και τη μετέρχεται, και ερευνά με επιμέλεια τον τρόπο να την επιτύχει, επειδή με αυτήν πλησιάζει στο Θεό και νοερά ενώνεται μαζί Του. Και διότι η έννοια της φρόνησης, της ανδρείας, της σοφίας, της αληθινής γνώσης και του αναφαίρετου (πνευματικού) πλούτου είναι αυτή, το να ανυψώνεται κανείς με την πρακτική αρετή στη θεωρία του Δημιουργού. Να σημειώσουμε εδώ ότι η λέξη «αρετή» προέρχεται από το ρήμα «αιρούμαι» (προτιμώ, προαιρούμαι - προαίρεση) διότι είναι αιρετή και θελητή, επιδιώκουμε δηλαδή αυτοπροαίρετα και με τη θέλησή μας το αγαθό, κι όχι αντίθετα, δηλαδή αναγκαστικά και χωρίς τη θέλησή μας.

9. Η σημασία του «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν »

Αν θέλεις, ας προσθέσουμε σ' αυτόν τον μικρό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα και λίγα λόγια για τη σημασία του «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν», με το όποιο πλάστηκε το τιμιότερο απ' όλα τα κτίσματα του Θεού, ο άνθρωπος. Και πράγματι, το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, είναι το μόνο από όλα τα κτίσματα που φέρει το «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού (Γεν. α' 26) γνώρισμα. Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ' εικόνα» (εικόνα του Θεού), διότι φέρει το αξίωμα του νού και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη το αξίωμα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί. «Καθ' ομοίωσιν» λέγεται ο άνθρωπος, διότι με την άσκηση της αρετής και τις θεώνυμες και θεομίμητες πράξεις του ομοιάζει προς τον αγαθό Θεό. Δηλαδή, με το να συμπεριφέρεται φιλάνθρωπος προς τους συνανθρώπους του, να οικτείρει, να ελεεί και να αγαπά τους «συνδούλους» του με κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. Διότι, όπως λέγει ο Χριστός, ο Θεός μας ο αληθινός, πρέπει να είμαστε οικτίρμονες, αφού Οικτίρμων (σπλαχνικός) είναι και προς εμάς ο ουράνιος Πατέρας μας (Λουκ. ς' 36). Και το μεν «κατ' εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, διότι τα χαρίσματα του Θεού δεν ανακαλούνται (Ρωμ. ια' 29). Το «καθ' ομοίωσιν» όμως είναι σπάνιο απόκτημα και το έχουν μόνον οι ενάρετοι και οι άγιοι, οι όποιοι μιμούνται, με ανθρώπινα μέτρα, την αγαθότητα του Θεού.

Εύχομαι κι εμείς να αξιωθούμε της υπεράγαθης φιλανθρωπίας του Θεού, αφού τον ευαρεστήσουμε με την αγαθοεργία μας και γίνουμε μιμητές όλων εκείνων που ευαρέστησαν απ' αιώνος το Χριστό· «ότι Αυτώ (στο Χριστό) εστί το έλεος και Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

* Πρέπει να σημειωθεί ότι τα Φιλοκαλικά κείμενα των ιερών Νηπτικών γράφτηκαν από μοναχούς και απευθύνονται σε μοναχούς· ας μην παραξενευτεί λοιπόν ο αναγνώστης διαβάζοντας μέσα σ' αυτά κάποιες μοναχικές ασκήσεις και αρετές (αλουσία, χαμαικοιτία, ακτημοσύνη κ.α.). Η Φιλοκαλία είναι ωφελιμότατη ασφαλώς και για τους λαϊκούς, αφού παρέχει πλούσια πνευματικά στοιχεία για βίωση και μέσα στον κόσμο της νηπτικής - ασκητικής εμπειρίας της Ορθόδοξης πνευματικότητας, την οποία κατεξοχήν εφαρμόζουν οι μοναχοί. Για τούτο και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προτρέπει στο «Προοίμιο» της Φιλοκαλίας, όλους όσοι έχουν την Ορθόδοξη Πίστη, μοναχούς και λαϊκούς, να ωφεληθούν πνευματικώς από τη μελέτη αυτού του βιβλίου. Ας υπογραμμισθεί ακόμη στο σημείο αυτό, ότι είναι πραγματικά άπειρη η επίδραση των μοναχών στην εκκλησιαστική ζωή, και ότι ο μοναχός είναι ο τύπος κάθε χριστιανού, αφού, σύμφωνα με τον «κανόνα» της πνευματικής ζωής, «φώς μεν μοναχοίς ’γγελοι φώς δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία», δηλαδή φώς των μοναχών είναι οι ’γγελοι και φώς όλων των ανθρώπων η ζωή των μοναχών (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).