Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Τόσο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅσο καί ὁ διάκονος του, εἶχαν διά τῆς χάριτος μεταμορφωθεῖ σε δύο δέντρα…


Έφτασε λοιπόν στους άρχοντες αυτό το φοβερό και αντίθετο διάταγμα, με τον ερχομό σ’ όλα τα σημεία του κράτους των απεσταλμένων του σκληρού τυράννου. Στην περιοχή κυβερνούσε κάποιος που δεν είχε ανάγκη της ανώτερης εξουσίας για να επιδοθεί στο κακό έχοντας από μόνος του την ωμότητα και τη σκληρότητα από τη φύση του και όντας εχθρικός σ’ εκείνους πού είχαν προσέλθει στην πίστη. Δημοσιεύεται από αυτόν το φοβερό δημόσιο διάταγμα ότι πρέπει να αρνηθούν την πίστη τους ή να υποστούν κάθε είδος τιμωρίας και θανάτου. Και όσοι τότε διαχειρίζονταν τα κοινά δεν έκαναν και δεν επεδίωκαν τίποτε άλλο, παρά να φυλακίζουν και να βασανίζουν εκείνους πού έμειναν σταθεροί στην πίστη τους.
 
 
Οι φοβέρες και οι απειλές δεν περιορίζονταν μόνο στα λόγια, αλλά μαζί μ’ αυτές τα ποικίλα όργανα βασανισμού προκαλούσαν μεγάλο τρόμο, φοβίζοντας τους ανθρώπους προτού τα δοκιμάσουν. Ξίφη, φωτιά, θηρία, λάκκοι και όργανα για στρεβλώσεις των μελών, σιδερένια καθίσματα πάνω στη φωτιά και ξύλα όρθια, όπου τέντωναν τα σώματα όσων αντιστέκονταν και τα ξέσχιζαν με φοβερά σιδερένια νύχια, και μύρια άλλα μέσα επινοούσαν που είχαν βρει για κάθε είδος βασανισμού των σωμάτων. Για ένα μονάχα ενδιαφέρονταν όποιοι είχαν λάβει αυτή την εξουσία, να μη φανεί κανένας τους ηπιότερος από τον άλλο στην υπερβολή της κακίας. Άλλοι κατήγγελλαν, άλλοι φανέρωναν, άλλοι ερευνούσαν για κρυμμένους, άλλοι κυνηγούσαν όσους έφευγαν άλλοι έποφθαλμιώντας τα κτήματα των πιστών, πως να τα ιδιοποιηθούν, καταδίωκαν με το πρόσχημα της ευσέβειας όσους κρατούσαν την πίστη τους. Επικρατούσε μεγάλη σύγχυση σ’ όλη την περιοχή και πολλή αμηχανία· όλοι υποψιάζονταν όλους· δεν έβρισκε θέση μέσα σ’ αυτά τα φοβερά η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς ούτε η φύση εγγυόταν τη σταθερότητα της πατρικής κηδεμονίας. Οι οικογένειες χωρίζονταν ανάλογα με τις θρησκείες και διασπώνταν. Ο γιός που ακολουθούσε την εθνική θρησκεία γινόταν προδότης πιστών γονέων και ο πατέρας που έμενε στην απιστία του γινόταν κατήγορος του παιδιού του που είχε πιστέψει. Και ο αδελφός για την ίδια αίτια πολεμούσε κατά της φύσης, θεωρώντας ιερό καθήκον να εκδικηθεί τον αδελφό του, αν έμενε πιστός στο Χριστιανισμό. 

Έτσι γέμισαν οι ερημιές από καταδιωκόμενους και τα σπίτια έμεναν άδεια απο τους ένοικους τους. Πολλά από τα δημόσια κτήρια είχαν οριστεί για τις ανάγκες όσων φυλακίζονταν. Οι φυλακές δε χωρούσαν το πλήθος εκείνων που τιμωρούνταν για την πίστη. Οι αγορές όλες και οι συναθροίσεις, δημόσιες και ιδιωτικές αντί τη συνηθισμένη φαιδρότητά τους μοιράζονταν τις συμφορές αυτές, καθώς οι μισοί καταδίωκαν και οι άλλοι μισοί καταδιώκονταν, κι άλλοι για όσα γίνονταν γελούσαν ή έκλαιγαν. Δεν υπήρχε έλεος για τα νήπια, τιμή για τούς γέροντες, σεβασμός της αρετής από τούς εχθρούς. Άλλα όπως σέ άλωση πόλης, κάθε ηλικία ήταν στη διάθεση των εχθρών της πίστης. Ούτε τις γυναίκες δεν εξαιρούσε η φυσική ασθένεια του φύλου τους από τις ανάγκες αυτές. Αλλά μόνο ο νόμος της σκληρότητας ίσχυε για όλους, υποβάλλοντας στο ίδιο μέτρο της τιμωρίας όποιον αποδοκίμαζε τα είδωλα, χωρίς να διακρίνει φύλο. 
Παρατηρώντας τότε εκείνος ο μεγάλος την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, ότι δεν μπορούσαν οι πολλοί να υπερασπιστούν την πίστη μέχρι θανάτου, συμβουλεύει την εκκλησία να υποχωρήσει λίγο στη φοβερή έφοδο, κρίνοντας προτιμότερο να σώσουν με τη φυγή τις ψυχές τους παρά να σταθούν στις γραμμές του αγώνα και να γίνουν λιποτάκτες της πίστης. Καί για να πειστούν όσο γινόταν οι άνθρωποι ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο η ψυχή διατηρώντας την πίστη της με τη φυγή, γίνεται σύμβουλος της αναχώρησης με το ίδιο του το παράδειγμα αναχωρεί ο ίδιος πριν από τους άλλους μπροστά στο σφοδρό κίνδυνο. Γιατί και αυτό το επιδίωκαν με όλη τους τη δύναμη οι στρατιώτες, κάνοντας υποχείριο τους εκείνον, όπως έναν στρατηγό, να διαλύσουν όλη την παράταξη της πίστης, και γι’ αυτό προσπάθησαν οι εχθροί να τον συλλάβουν.
Αυτός αποσύρθηκε σ’ ένα έρημο λοφάκι κι είχε μαζί του το νεωκόρο που είχε γίνει χριστιανός τότε στην αρχή και τώρα υπηρετούσε ως διάκονος. Οι διώκτες του πλήθος πολύ τον ακολουθούσαν καταπόδας, γιατί κάποιος τους είχε αποκαλύψει το μέρος πού κρυβόταν. Άλλοι περικύκλωσαν τις υπώρειες του λόφου και φύλαγαν, ώστε να μην μπορέσει αν το επιχειρούσε να διαφύγει από πουθενά, κι άλλοι ανέβηκαν στο βουναλάκι, ερευνώντας σε κάθε σημείο, και ήδη ο μεγάλος άγιος τους έβλεπε ολοφάνερα ότι έτρεχαν έτσι κατ’ επάνω του. Εκείνος πρότρεψε το σύντροφο του να σταθεί μπροστά στο Θεό με σταθερή και αταλάντευτη πίστη και να εμπιστευθεί σ’ αυτόν τη σωτηρία του, υψώνοντας τα χέρια του σε προσευχή και να μην αρνηθεί την πίστη του από φόβο ακόμα κι αν έρθουν μπροστά του οι διώκτες του. Υπόδειγμα της σύστασης του έκανε τον εαυτό του στο διάκονο, ατενίζοντας στον ουρανό με ακίνητο βλέμμα, όρθιος με υψωμένα τα χέρια. Αυτοί λοιπόν έτσι προετοιμάζονταν. Οι άλλοι όμως που είχαν εξορμήσει εναντίον τους, αφού έψαξαν σ’ όλο τον τόπο και ερεύνησαν με κάθε προσοχή κάθε θάμνο και κάθε πέτρα που προεξείχε και κάθε χαράδρα και κάθε βαθούλωμα, κατεβαίνουν πάλι στις υπώρειες, μήπως από το φόβο αυτών πού έψαχναν τραπούν σε φυγή και πέσουν στα χέρια εκείνων που τους είχαν περικυκλώσει στα χαμηλά. Όπως όμως δεν τους βρήκαν αυτοί, έτσι δεν έπεσαν και στα χέρια εκείνων. Αυτός που είχε κατασκοπεύσει το μέρος όπου κρυβόταν ο μεγάλος τον προσδιόριζε με σημεία· εκεί όμως βεβαίωναν εκείνοι που έψαξαν ότι δεν είδαν κανένα, παρά δύο δέντρα μόνο σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο.
Όταν έφυγαν εκείνοι που τον ζητούσαν, έμεινε πίσω αυτός που τον κατήγγειλε. Βρίσκοντας τους τότε να προσεύχονται και ο μεγάλος και ο σύντροφός του και κατανοώντας τη θεία φρούρηση που έκανε να τους νομίσουν οι διώκτες τους ως δέντρα, πέφτει στα πόδια του και πιστεύει στο κήρυγμα του. Κι αυτός που πριν από λίγο ήταν διώκτης, έγινε ένας από τούς διωκόμενους. Έμειναν στην έρημο πολύ διάστημα και όλοι είχαν τραπεί στη φυγή (γιατί ο πόλεμος κατά της πίστης συνεχιζόταν, αφού είχε πιάσει φοβερή λύσσα τον αρχηγό εναντίον εκείνων πού προσχωρούσαν στο κήρυγμα της ευσέβειας). Επειδή είχαν απελπιστεί σχετικά με τον μεγάλο, ότι ποτέ δεν θα τον έπιαναν οι διώκτες του, έστρεψαν τη λύσσα τους κατά των υπολοίπων, ερευνούσαν σε κάθε μέρος της χώρας για όλους, άνδρες γυναίκες και παιδιά, όσοι σέβονταν το όνομα του Χριστού. Τους έσερναν στην πόλη και γέμιζαν τις φυλακές κι αντί για άλλο αδίκημα, θεωρούσαν ως έγκλημα τους την ευσέβεια. Τότε τα δικαστήρια δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο· οι κρατούντες ένα μόνο επιδίωκαν, να σκεφτούν και να εφαρμόσουν όλες τις τιμωρίες και όλα τα βασανιστήρια εναντίον εκείνων που έμεναν σταθεροί στην πίστη.
Τότε ακριβώς γίνεται φανερό σ’ όλους ότι δεν σκεφτόταν τίποτε χωρίς θεία έμπνευση ο μέγας εκείνος άγιος. Αφού με τη φυγή του εξασφάλισε τον εαυτό του για χάρη του λαού, ήταν κοινός σύμμαχος όλων όσοι αγωνίζονταν για την πίστη. Όπως ακούμε για το Μωυσή ότι, αν και ήταν μακριά από τη παράταξη των Αμαληκιτών, έβαζε με την προσευχή του δύναμη στην ψυχή των ομοφύλων του κατά των εχθρών, με τον ίδιο τρόπο κι αυτός, σα να έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του όσα γίνονταν, καλούσε τη θεία συμμαχία για χάρη εκείνων που αθλούσαν ομολογώντας την πίστη τους.
ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ 
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ 
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 9 
ΕΠΕ σελ.457-465
https://wra9.blogspot.com/2020/12/blog-post.html

Gρηγορίου Νύσσης "Περί κατασκευῆς του ἀνθρώπου"


Παρουσίαση και σχόλια στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης "Περί κατασκευῆς του ἀνθρώπου"

υπό Δημητρίου Βογιατζή, Διδάκτορος Θεολογίας

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το έργο του ἐν ἁγίοις Π10ατρός ημών Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης γράφτηκε λίγο πριν το Πάσχα του 379 μ.Χ. και στάλθηκε στο νεώτερο αδελφό του Πέτρο, ως δώρο, υστέρα από το αίτημα του να συμπλήρωση ο Γρηγόριος τις "Εἰς την Ἑξαήμερον" ομιλίες του Μ. Βασιλείου. Ό Μ. Βασίλειος είχε υποσχεθεί να αναφερθεί στην πλάση του ανθρώπου, αλλά ο θάνατος εμπόδισε τη συγγραφή του έργου αυτού.

Το έργο είναι μια προσπάθεια για τη διατύπωση χριστιανικής ανθρωπολογίας βασισμένης στις ιατρικές ψυχολογικές κοσμολογικές και φιλοσοφικές γνώσεις της εποχής, σε μια εντυπωσιακή σύνθεση. Είναι χωρισμένο σε 30 κεφάλαια, πιθανότατα ομιλίες, που εκφωνήθηκαν σε ακροατήριο και αργότερα συνενώθηκαν σε ένα σύνολο.

Θα παρουσιάσουμε το περιεχόμενό τους σε τρεις θεματικές ενότητες:

Α) Η κατασκευή και η φυσιολογία του κόσμου και του άνθρωπου.

Β) Περί του νοός και της ψυχής.

Γ) Περί Παραδείσου και Αναστάσεως.

Θα κλείσουμε την παρουσίαση του έργου με γενικά σχόλια και συμπεράσματα.

 

ΜΕΡΟΣ Α’

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΚΕΦ. 1. Η κατασκευή του κόσμου και του άνθρωπου.

Ο λόγος περί του ανθρώπου πρέπει αναγκαίως να περιλάβει, κατά τον Αγ.Γρηγορίο, όλα τα σχετικά με αυτόν, δηλαδή τα πριν τη δημιουργία του, τα τωρινά και τα μέλλοντα να συμβούν. Έτσι η πραγματεία αρχίζει από τη δημιουργία του κόσμου και τελειώνει στη Βασιλεία του Θεού. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή από χριστιανική άποψη η ανθρώπινη ύπαρξη ως φυσική και ιστορική οντότητα.

Στην περιγραφή της δημιουργίας του κόσμου, όπως και σε όλο το έργο, Άγ. Γρηγόριος, χρησιμοποιεί τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του. Η γη βρίσκεται στο κέντρο τού σύμπαντος σύμφωνα με το πτολεμαϊκό σύστημα: «Σύνδεσμός δέ τις καί βεβαιότης τῶν γεγενημένων ἡ θεία τέχνη καί δύναμις τῇ φύσει τών ὄντων ἐναπετέθη, διπλαῖς ἐνεργείαις ἡνιοχοῦσα τά πάντα»[1]. Οι ενέργειες που η θεία τέχνη ενέβαλε στην φύση είναι η κίνηση και η στάση που εναλλάσσονται συνεχώς, έτσι ώστε κάθε σταθερό να είναι συγχρόνως και δυνάμει τρεπτό και αντίστροφα. Αυτό γίνεται για να μη νομισθεί ότι κάτι είναι μονίμως άτρεπτο, άρα Θεός. Τέλος και κορύφωση της δημιουργίας είναι ό άνθρωπος. Σκοπός της δημιουργίας του άνθρωπου και μάλιστα τελευταίου από τα κτίσματα είναι «τῶν ἐν τῷ κόσμῳ θαυμάτων, τῶν μέν θεατήν ἐσόμενον, τῶν δέ κύριον, ὡς διά μέν τῆς ἀπολαύσεως την σύνεσιν τοῦ χορηγοῦντος ἔχειν, διά δέ τοῦ κάλλους τε καί μεγέθους τῶν δρωμένων την ἄρρητόν τε καί ὑπέρ λόγον τοῦ πεποικότος τήν δύναμιν ἀνιχνεύειν»[2]. Είναι, λοιπόν, πλασμένος ο άνθρωπος με διπλή θεία και ανθρώπινη καταβολή, ώστε με το θείο στοιχείο να απολαμβάνει τα θεία και με το γήινο τα γήινα αγαθά.

Στο 1ο κεφ. της Γενέσεως η δημιουργία του ανθρώπου περιγράφεται με τη φράση: «Καί εἶπεν ὁ Θεός. Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». Ερμηνεύοντας τη φράση αυτή παρουσιάζει ο Αγ. Γρηγόριος την ιδιόμορφη θεωρία του για τον τρόπο της δημιουργίας, ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι ανιχνεύει τα ζητήματα «καθ' ὅσον χωρεῖ στοχασμοῖς τισι καί ὑπονοίαις» και όχι αποφαντικώς[3]. Ο άνθρωπος δεν είναι μικρόκοσμος, δηλαδή μικρογραφία του υλικού κόσμου, γιατί το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στην ομοιότητα προς τον κτιστό κόσμο «ἀλλ’ἐν τῷ κατ’εἰκόνα γενέσθαι τῆς τοῦ κτίσαντος φύσεως»[4]. Ο Θεός είναι κατ' ουσία διάφορος τού κόσμου. Πώς λοιπόν να δεχθούμε ότι ο σαρκικός άνθρωπος είναι εικόνα του μακαρίου Θεού; Το πρόβλημα αυτό ξεπερνά ο Γρηγόριος με την παραδοχή διπλής δημιουργίας. Η πρώτη δημιουργία επισημαίνεται με τη φράση «ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν», η δεύτερη το «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς». Ο Θεός, ο οποίος βρίσκεται επέκεινα κάθε αγαθού πού είναι κτιστό, δημιούργησε τον άνθρωπο από αγαθότητα και του δώρισε το πλήρωμα της αρετής, της σοφίας και του καλού. Είναι εικόνα του Θεού, αλλά δεν έχει σχέση με την ουσία του Θεού. Αντίθετα, η ριζική διαφορά του άκτιστου και άτρεπτου Θεού και του κτιστού άνθρωπου μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αυτεξούσιο και η ελεύθερη βούληση του άνθρωπου μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και προς το κακό. Ο Θεός, λοιπόν, με την προγνωστική του δύναμη προέβλεψε την κλίση του αυτεξουσίου ανθρώπου προς την αμαρτία και γι' αυτό «ἐπιτεχνᾶται τῇ εἰκόνι τήν περί το ἄρρεν καί θῆλυ διαφοράν, ἥτις οὐκέτι πρός τό θεῖον ἀρχέτυπον βλέπει ἀλλἀ τῇ ἀλογωτέρᾳ προσῳκείωται φύσει»[5]. Η δεύτερη, δηλαδή, δημιουργία συνίσταται στη διαφοροποίηση των φύλων και του τρόπου αναπαραγωγής. Ο άνθρωπος της πρώτης δημιουργίας είναι ο καθολικός άνθρωπος. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνεται το σύνολο της ανθρωπότητας σε ένα σώμα.

Η αντίληψη αυτή για τον καθολικό άνθρωπο είναι συνεπής με τη διδασκαλία του Αγ.Γρηγορίου για τη δημιουργία του κόσμου που εκθέτει στο έργο του «Ἀπολογητικός περί τῆς Ἑξαημέρου». Λέγει εκεί ότι ο Θεός στην αρχή της κοσμογονίας δημιούργησε διά μιας «ἐν κεφαλαίῳ» όλα τα όντα: «Οὐκοῡν τοῦτο νοεῖν ἡ ἀρχή τῆς δημιουργίας ὑποτίθεται, ὅτι διά πάντων τῶν ὄντων τάς ἀφορμάς καί τάς αἰτίας συλλήβδην ὁ θεός ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλλετο κάι ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ ἡ ἑκάστου τῶν ὄντων οὐσία συνέδραμε»[6]. Συγκρότησε, δηλαδή, ακαριαία ο Θεός την ουσία κάθε όντος και καθόρισε τους λόγους, δηλαδή τις δομές και τις σχέσεις των όντων και του σύμπαντος. Έτσι, η εξελικτική δημιουργία τού σύμπαντος των φυτών, των ζώων, του άνθρωπου κ.λπ. δεν είναι παρά η μετάσταση κάθε όντος από την "δυνάμει" στην "ενεργεία" κατάσταση, στον συγκεκριμένο χρόνο πού καθόρισε εξαρχής η αναγκαία φυσική τάξη. Ο κόσμος, δηλαδή, εξελίσσεται από μόνος του σταδιακά, όχι όμως μέ «ἄτακτον και τυχαίαν φοράν», αλλά σύμφωνα με την τάξη πού έθεσε ο Θεός «καθ’ εἱρμόν και σοφίαν»[7].

Κατά τον ίδιο τρόπο, στην πρώτη δημιουργία του άνθρωπου, η εικών τού Θεού περιλαμβάνει όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις έως τη συντέλεια των αιώνων, δημιουργημένες δυνάμει και αναμένουσες την ενεργεία ύπαρξη. Η χρησιμοποίηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας εδώ από το Γρηγόριο γίνεται για να τονιστεί η υπερβατικότητα του Θεού αλλά και των ακτίστων ενεργειών του, οι οποίες δεν μπορούν να γνωσθούν και να νοηθούν, αλλά αλλοιώνουν και δημιουργούν το κτιστό παραμένουσες άγνωστες. «∆ιὰ τοῦτο εἷς ἄνθρωπος κατωνοµάσθη τὸ πᾶν, ὅτι τῇ δυνάµει τοῦ Θεοῦ οὔτε τι παρῴχηκεν, οὔτε µέλλει, ἀλλὰ καὶ τὸ προσδοκώµενον ἐπίσης τῷ παρόντι τῇ περιεκτικῇ τοῦ παντὸς ἐνεργείᾳ περικρατεῖται»[8]. Στη θεία διάσταση, δηλαδή, δεν υπάρχει παρόν και μέλλον ως χρόνος ανθρώπινος, αλλά και το αναμενόμενο συνυπάρχει με το παρόν.

Η παραδοχή, λοιπόν, ότι κατά την πρώτη δημιουργία δεν υπήρχε η διάκριση των φύλων στους ανθρώπους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι αποτέλεσμα της παραβάσεως. Θέτει όμως η παραδοχή αυτή το πρόβλημα του πολλαπλασιασμού του ανθρωπίνου γένους στον Παράδεισο. Για τη λύση του προβλήματος ο Γρηγόριος θυμίζει την ευαγγελική διδασκαλία ότι ο βίος του Παραδείσου είναι ίδιος μ’ αυτόν της Βασιλείας του Θεού. Στην Ανάσταση ούτε νυμφεύονται, ούτε παντρεύονται αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό (Μρκ, 12: 25). Οι άγγελοι όμως πολλαπλασιάζονται με άρρητο και πνευματικό τρόπο και κατά συνέπεια ο ίδιος τρόπος πολλαπλασιασμού θα ίσχυε και για τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος χωρίς γάμο θα ζούσε όπως οι άγγελοι χωρίς γάμο, γιατί πριν την παράβαση ήταν όμοιος μ’ αυτούς. Η τροπή του ανθρώπου προς την ύλη μετά την παράβαση, έφερε την δια του σαρκικού γάμου διαδοχή και διαιώνιση του γένους.

 

ΚΕΦ. 2. Η φυσιολογία τού άνθρωπου

Στα κεφάλαια 7-9 εξετάζεται η σωματική κατασκευή τού ανθρώπου. Στην παρουσίαση αυτή ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία από τον Αριστοτέλη, τον Αναξαγόρα και άλλους φυσιολόγους και φιλοσόφους. Ο άνθρωπος κατασκευάστηκε αδύνατος σωματικά και χωρίς αμυντικά όπλα όπως τα ζώα, δηλαδή δύναμη, ταχύτητα, κέρατα, φτερά, κεντρί κλπ. Η στέρηση όμως όλων αυτών είναι η αιτία της κυριαρχίας του ανθρώπου γιατί τον ανάγκασε να αναπτύξει τις διανοητικές του ικανότητες και να ανακαλύψει τρόπους να ξεπεράσει την αδυναμία του. Έτσι εξημέρωσε τα ζώα και τα έθεσε στην υπηρεσία του, επινόησε το σίδηρο και κατοχύρωσε την κυριαρχία του με την εφευρετικότητα του. Η ταχύτητα του ίππου, το μαλλί του προβάτου, τα αχθοφόρα ζώα, ο σκύλος, ακόμα και τα πτηνά τίθενται στην υπηρεσία του ανθρώπου.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η όρθια στάση και η ύπαρξη των χεριών. Ακολουθώντας τον Αναξαγόρα ο Αγ.Γρηγόριος συνδέει τα δύο αυτά χαρακτηριστικά με την ομιλία και τη νόηση. Πράγματι, αν ο άνθρωπος δεν είχε χέρια, το πρόσωπο του θα ήταν φτιαγμένο έτσι ώστε να μπορεί συλλέγει την τροφή, δηλαδή προμήκες με χοντρά χείλη, μεγάλα δόντια και σαρκώδη σκληρή γλώσσα. Αυτό το πρόσωπο δεν θα ήταν κατάλληλο για την εκφορά του λόγου, αλλά μόνο για μυκηθμούς και υλακές. «Νυνὶ δὲ τῆς χειρὸς ἐντεθείσης τῷ σώµατι, εὔσχολόν ἐστι τὸ στόµα τῇ ὑπηρεσίᾳ τοῦ λόγου. Οὐκοῦν ἴδιον τῆς λογικῆς φύσεως αἱ χεῖρες ἀναπεφήνασιν, οὕτω τοῦ πλάστου διὰ τούτων ἐπινοήσαντος τῷ λόγῳ τὴν εὐκολίαν»[9].

 

ΜΕΡΟΣ Β΄ 

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΝΟΟΣ

Ο Άγιος Γρηγόριος αναπτύσσει σε διάφορα κεφάλαια τη θεωρία του για την ψυχή και το νου. Ο νους, βέβαια, είναι το κύριο μέρος της ψυχής, αλλά και το ιδιαίτερο γνώρισμα τού άνθρωπου. Θα ασχοληθούμε πρώτα γενικότερα με την ψυχή και στη συνέχεια ειδικότερα με το νου.

 

ΚΕΦ. 1. Η ψυχή

Στη διαίρεση της ψυχής, όπως και σε πολλά άλλα σημεία της διδασκαλίας του γι' αυτήν, ο Γρηγόριος ακολουθεί τον Αριστοτέλη και διακρίνει σ’ αυτή τρία μέρη, το θρεπτικό, το αισθητικό και το λογικό. Η θρεπτική δύναμη παρατηρείται στα φυτά. Η θρεπτική μαζί με την αισθητική, δηλαδή τη λειτουργία των πέντε αισθήσεων, υπάρχει στα ζώα και η ολοκληρωμένη ζωή υπάρχει στην ανθρώπινη φύση, η οποία φαίνεται «τρεφοµένη τε καὶ αἰσθανοµένη, καὶ λόγου µετέχουσα, καὶ νῷ διοικουµένη»[10]. Η εμφάνιση τον τριών αυτών ειδών ζωής έγινε σταδιακά με πρόοδο από το ατελέστερο στο τελειότερο. Γι' αυτό «τελευταῖος µετὰ τὰ βλαστήµατα καὶ τὰ βοτὰ κατεσκευάσθη ὁ ἄνθρωπος, ὁδῷ τινι πρὸς τὸ τέλειον ἀκολούθως προϊούσης τῆς φύσεως»[11]. Διδάσκοντας και εδώ την εξελικτική πορεία της δημιουργίας, όπως την περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, γράφει: «Οὐκοῦν εἰκότως, καθάπερ διὰ βαθµῶν ἡ φύσις, τῶν τῆς ζωῆς λέγω ἰδιωµάτων, ἀπὸ τῶν µικροτέρων ἐπὶ τὸ τέλειον ποιεῖται τὴν ἄνοδον»[12].

Ένα από τα πιο βασικά προβλήματα της διδασκαλίας περί ψυχής, είναι το θέμα της προΰπαρξής της και της σχέσης της με το σώμα. Πριν διατυπώσει τη δική του άποψη ό Άγ. Γρηγόριος αναιρεί δύο άλλες απόψεις σχετικές με το θέμα. Η πρώτη θεωρία, η πλατωνική καί ωριγενική, δίδασκε ότι οι ψυχές προϋπάρχουν και ξεπέφτουν στην ένωση με το σώμα, όπου χάνουν τη σχέση τους με το καλό. Η αντίληψη αυτή οδηγεί στην ιδέα για τη μετενσάρκωση, γιατί η ψυχή είναι υποχρεωμένη να αλλάζει σώματα μέχρις ότου φθάσει στο κατώτερο είδος ζωής και ξαναρχίσει την αντίστροφη πορεία για επάνοδό της στον ουρανό. Αυτή η πορεία πάσχει λογικά γιατί «ἐκ θάµνου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν ἐπανάγουσιν. Οὐκοῦν προτιµοτέραν τὴν ἐν θάµνῳ ζωὴν τῆς ἀσωµάτου διαγωγῆς ἐκ τούτων ἀποδεικνύουσιν»[13]. Η δεύτερη θεωρία διδάσκει ότι η ψυχή κατά την τάξη της μωσαϊκής διηγήσεως δημιουργήθηκε μετά το σώμα. Και αυτή η θεωρία θεωρείται άτοπη, γιατί αν η πήλινη φύση δημιουργήθηκε πρώτη μπορεί να θεωρηθεί ανώτερη από τη νοερή.

Η διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου για το θέμα είναι ότι ψυχές και σώματα δημιουργούνται συγχρόνως τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά τη δεύτερη δημιουργία. «Ἐν δὲ τῇ καθ' ἕκαστον δημιουργίᾳ μὴ προτιθέναι τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον, μήτε πρὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν, μήτε τὸ ἔμπαλιν ὡς ἂν μὴ στασιάζοι πρὸς ἑαυτὸν ὁ ἄνθρωπος τῇ κατὰ τὸν χρόνον διαφορᾷ μεριζόμενος»[14]. Όπως, λοιπόν, ο σπόρος του σταχυού περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους, π.χ. το χόρτο, το καλάμι, τη ρίζα, τον καρπό κ.λπ., «κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ τὴν ἀνθρωπίνην σπορὰν ὑπειλήφαμεν ἔχειν ἐν τῇ πρώτῃ τῆς συστάσεως ἀφορμῇ συνεσπαρμένην τὴν τῆς φύσεως δύναμιν. Ἐξαπλοῦσθαι δὲ καὶ φανεροῦσθαι διά τινος φυσικῆς ἀκολουθίας πρὸς τὸ τέλειον προϊοῦσαν, οὐ προσλαμβάνουσάν τι τῶν ἔξωθεν εἰς ἀφορμὴν τελειώσεως· ἀλλ' ἑαυτὴν εἰς τὸ τέλειον δι' ἀκολουθίας προάγουσαν. Ὡς μήτε ψυχὴν πρὸ τοῦ σώματος, μήτε χωρίς ψυχῆς τὸ σῶμα ἀληθὲς εἶναι λέγειν, ἀλλὰ μίαν ἀμφοτέρων ἀρχὴν, κατὰ μὲν τὸν ὑψηλότερον λόγον, ἐν τῷ πρώτῳ τοῦ Θεοῦ βουλήματι καταβληθεῖσαν, κατὰ δὲ τὸν ἕτερον, ἐν ταῖς τῆς γενέσεως ἀφορμαῖς συνισταμένην»[15]. Δηλαδή και το ανθρώπινο σπέρμα έχει μέσα του τυπωμένη την εξελικτική του πορεία η οποία θα οδηγήσει με τρόπο φυσικό, χωρίς εξωτερική παρέμβαση στην τελείωση, σωματική και ψυχική. Υπάρχει, λοιπόν, τοποθετημένη από το Θεό στο ανθρώπινο σπέρμα η ψυχοσωματική μορφή του ανθρώπου, που μορφοποιείται με φυσική εξέλιξη. Σημαντική είναι επίσης η παρατήρηση ότι οι ενέργειες και οι εκδηλώσεις της ψυχής εμφανίζονται και συναυξάνονται συγχρόνως με τα σωματικά χαρακτηριστικά: «ἀναλόγως δὲ τῆς τοῦ σώματος κατασκευῆς τε καὶ τελειώσεως, καὶ τὰς τῆς ψυχῆς ἐνεργείας τῷ ὑποκειμένῳ συναύξεσθαι»[16]. Οι δυνάμεις της ψυχής υπάρχουν στο σώμα από τη στιγμή της συλλήψεως και αναπτύσσονται σταδιακά ως την ωρίμανση του άνθρωπου με την σειρά της δημιουργίας, δηλαδή πρώτα η θρεπτική, μετά η αισθητική και τέλος η λογική.

 

ΚΕΦ. 2. Ο Νους

Όπως είδαμε στο κεφάλαιο για την φυσιολογία τού άνθρωπου η ύπαρξη του νου συνδέεται με την κατασκευή τού στόματος και την ομιλία, πού γίνεται δυνατή χάρις στην ύπαρξη των χεριών. Η λειτουργία του νου ξεκινά με την πρόσληψη των ερεθισμάτων των αισθητηρίων οργάνων. Τα ερεθίσματα αυτά προσλαμβάνονται από το νου και μετά από επεξεργασία καταχωρούνται στους κατάλληλους τόπους της γνώσεως. Μία δηλαδή είναι η αντιληπτική δύναμη ενιαία και απλή. Ο νους δεν ταυτίζεται με τις αισθήσεις, αλλά βρίσκεται σ' όλες τις ενέργειες των αισθήσεων. Εδώ ο Αγ. Γρηγόριος παρομοιάζει το νου, ως εικόνα του Θεού με τον ίδιο το Θεό. Όπως δηλαδή ο Θεός είναι απλούς και ακατάληπτος κατά την ουσία του, έτσι και ο νους είναι απλούς και ακατάληπτος, οι ενέργειες του όμως είναι πολλαπλές. Απορρίπτει επίσης κάθε θεωρία που εντοπίζει τη νοητική ενέργεια σε συγκεκριμένο όργανο τού σώματος όπως η πλατωνική στον εγκέφαλο, η αριστοτελική στην καρδιά ή η κοινή αρχαία παράδοση στο ήπαρ. Οι διάφορες ασθένειες ή πληγές ειδικά στον εγκέφαλο επηρεάζουν την λειτουργία του νου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός είναι εγκαταστημένος σε κάποιο συγκεκριμένο όργανο. Απόδειξη γι' αυτό είναι το ότι οι διάφορες συναισθηματικές και διανοητικές καταστάσεις έχουν επίδραση σε όλον τον οργανισμό, π.χ. όταν κάποιος στενοχωρείται αυξάνει η έκκριση χολής και γίνεται κίτρινος. Επομένως, «τὸν δὲ νοῦν ὁμοτίμως ἑκάστῳ τῶν μορίων, κατὰ τὸν ἄφραστον τῆς ἀνακράσεως λόγον ἐφάπτεσθαι νομιστέον»[17]. Μοιάζει λοιπόν ο νους με κάποιο μουσικό, ο οποίος για να δείξει την τέχνη του χρειάζεται ένα καλό και εύηχο όργανο. Αν το όργανο είναι φθαρμένο η άχρηστο η τέχνη του μένει άπρακτη. Έτσι, αν κάποιο όργανο ασθενεί η δύναμη του νου δεν ενεργοποιείται. Η σωματική φύση όταν σχετίζεται με το νου γίνεται κάτοπτρο του κατόπτρου της θείας φύσεως. Αν όμως διασπασθεί η σχέση ύλης και νου, τότε η ύλη περιπίπτει στην αμορφία, καταστρέφεται το κάλλος της και γεννάται το κακό «διά τῆς ὑπεξαιρέσεως τοῦ καλοῦ»[18]. Όσο, λοιπόν, η υλική φύση συνέχεται από το νου βρίσκεται στην φυσική της κατάσταση και είναι εικών της εικόνος του Θεού.

Για τη σύνδεση του νου με τις σωματικές λειτουργίες ο Αγ. Γρηγόριος προσάγει μερικά επιπρόσθετα επιχειρήματα αναλύοντας την λειτουργία του ύπνου, του ονείρου και του χασμουρητού. Ο ύπνος προκαλείται από την ανάγκη, που είναι κοινή στη φύση, της εναλλαγής των καταστάσεων. Κένωση-πληρότητα, ένταση και χαλάρωση εναλλάσσονται για τη συντήρηση του σώματος, ως ανάγκες της φύσεως. Ο ύπνος προκαλείται από τις αναθυμιάσεις των ατμών των τροφών που ανέρχονται στον εγκέφαλο. Αν ο άνθρωπος δεν κοιμηθεί οι ατμοί αυτοί πού ζητούν διέξοδο προκαλούν το χασμουρητό. Κατά τον ύπνο αδρανεί η νοητική και αισθητική δύναμη και ενεργεί το κατώτερο μέρος της ψυχής. Τα όνειρα, συνεπώς, είναι ενεργήματα του θρεπτικού μέρους, φαντάσματα της νοητικής ενέργειας. Υπάρχει, δηλαδή, στο θρεπτικό μέρος της ψυχής κάποιο απήχημα τού μνημονικού, το οποίο εντυπώνει σ' αυτό διάφορα είδωλα των γεγονότων πού συμβαίνουν όταν είναι κάποιος σε εγρήγορση. Όταν ο άνθρωπος κοιμάται τα είδωλα αυτά εμφανίζονται στο όνειρο. Η μνήμη, συνεπώς, δεν ανήκει εξολοκλήρου στη νόηση, αλλά υπάρχει και στο μέρος της ψυχής που εμφανίζεται να ενεργεί κατά το όνειρο αυτόνομα. Δεν απουσιάζουν, όμως, τελείως οι άλλες δύο ενέργειες της ψυχής, αλλά παραμένει η δύναμη τους πολύ μειωμένη: «καὶ κρατοῦντος τοῦ ἀλογωτέρου, παύεται μὲν ἡ τῶν ἑτέρων ἐνέργεια, οὐ μὴν παντελῶς ἀποσβέννυται»[19]. Πολλές φορές, τα είδωλα της καθημερινότητας στα όνειρα εκλαμβάνονται ως προγνώσεις του μέλλοντος. Όμως, η εξήγηση αυτών των ονείρων είναι καθόλα λογική. Οι λίγες Θεοφάνειες, π.χ. του Δανιήλ ή του Ιωσήφ του Μνήστορος, δεν έχουν σχέση με τη δύναμη των ονείρων, αλλά είναι ενεργήματα θείας δυνάμεως.

Συνοψίζοντας ό Άγ. Γρηγόριος, χωρίζει τα όνειρα σε τρείς κατηγορίες:

α) Στα όνειρα πού εμφανίζονται είδωλα των καθημερινών εμπειριών που τυπώθηκαν στο μνημονικό της ψυχής.

β) Σε όνειρα που αποτυπώνουν διαθέσεις και καταστάσεις του σώματος σήμερα θα λέγαμε ενέργειες ενστίκτων και ορμών. «Οὕτω γὰρ ὁ διψώδης ἐν πηγαῖς εἶναι δοκεῖ, καὶ ἐν εὐωχίαις ὁ τροφῆς προσδεόμενος, καὶ ὁ νέος, σφριγώσης αὐτῷ τῆς ἡλικίας, καταλλήλῳ τῷ πάθει φαντασιοῦται» (δηλ. εκδηλώνεται στο όνειρο η libido)[20]. Επίσης όταν κάποιος ασθενεί βλέπει ανάλογα με την ασθένεια όνειρα.

γ) 'Υπάρχουν όνειρα πού προσαρμόζονται στην ηθική κατάσταση του ανθρώπου. Άλλα όνειρα βλέπει ο σώφρων και άλλα ο ακόλαστος, ο γενναιόδωρος ή ο φιλάργυρος. Εκφράζει λοιπόν η αλογώτερη διάθεση της ψυχής ανάλογες με το ήθος επιθυμίες.

Είδαμε λοιπόν ότι ο νους βρίσκεται εξίσου σ' όλα τα μέρη του οργανισμού.

Ο τρόπος σύνδεσης νου και σώματος είναι αδύνατον να γνωρισθεί. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ο νους αναπτύσσεται μαζί με το σώμα και ότι πιθανή βλάβη του σώματος επηρεάζει το νου. Η ψυχή, λοιπόν, είναι μία και ενιαία κατά τη φύση της που ενεργοποιείται διά των αισθήσεων και ενώνεται με την υλική φύση δι' αυτών. Η σύνδεση του νου με την άλογη φύση έφερε στον άνθρωπο τα πάθη της φύσεως αυτής. Έτσι, η ομοίωση του άνθρωπου προς το Θεό δεν βρίσκεται ούτε στο θρεπτικό, ούτε στο συναισθηματικό μέρος της ψυχής, που κυριαρχούνται από πάθη και ηδονές. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης π.χ. είναι αίτιο πολλών παθών. Γιατί με το θυμό συντηρούνται τα θηρία, με τη φιληδονία τα πολύγονα, με τη δειλία τα αδύνατα, με τη λαιμαργία τα πολύσαρκα κ.λπ. Ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει διπλή τη φύση «τῷ μὲν θεοειδεῖ τῆς διανοίας πρὸς τὸ θεῖον κάλλος μεμορφωμένος, ταῖς δὲ κατὰ πάθος ἐγγινομέναις ὁρμαῖς πρὸς τὸ κτηνῶδες φέρων τὴν οἰκειότητα»[21].

Έτσι ο ανθρώπινος λόγος πολλές φορές υποδουλώνεται στα πάθη και παραλαμβάνοντας τις αρχές των παθών από το άλογο μέρος της ψυχής, τις αυξάνει και τις πολλαπλασιάζει. Αν π.χ. ο θυμός είναι συγγενής με την ορμή των ζώων, η μήνις, ο φθόνος, η υποκρισία είναι η ανάπτυξη της ορμής από το λογικό. Χωρίς τη συνέργεια του νου, τα πάθη ατονούν και ξεθυμαίνουν εύκολα. Αντίθετα η κυριαρχία τού νου στα πάθη τα μεταβάλλει σε αρετές, π.χ. το θυμό σε ανδρεία, τη δειλία σε ασφάλεια, το φόβο σε ευπείθεια, το μίσος σε αποστροφή της κακίας και την ερωτική ορμή σε αγάπη προς το καλό. Συνήθως όμως ο νους υποδουλώνεται στα πάθη και αυτά επιθέτονται «οἷον προσωπεῖον εἰδεχθὲς τῷ κατὰ τὴν εἰκόνα κάλλει» και συνεπώς η θεία εικόνα φαίνεται εναργέστερα στους «ὑψηλούς τήν ἀρετήν καί καθαρεύοντας ἐκ μολυσμάτων»[22]. Σ' αυτούς διαφυλάσσεται καθαρή η μορφή της εικόνας και εφαρμόζεται ο λόγος ότι ο άνθρωπος ομοιάζει στο Θεό.

 

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Στο τελευταίο μέρος του έργου του, ο Άγ. Γρηγόριος ομιλεί για τον παράδεισο και την Ανάσταση. Κάθε λόγος για τη δημιουργία είναι ελλιπής χωρίς αναφορά στο τέλος του κόσμου. Γιατί στο Χριστιανισμό η δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου είναι άρρηκτα δεμένη με την εσχατολογική προοπτική της Βασιλείας του Θεού.

 

ΚΕΦ. 1. Περί Παραδείσου

Τα αγαθά του Παραδείσου κατά τον Ἀγ. Γρηγόριο ήταν πνευματικά, όπως και η τροφή. Το μεν δένδρο του καλού, το «ολικό δένδρο», το «πᾶν ξύλο», λέει χαρακτηριστικά, είναι το όντως αγαθό. Στο ξύλο της γνώσεως καλού και κακού υπάρχει ανάμεικτη η γνώση των δύο στοιχείων. Η φύση λοιπόν του κακού είναι πάντοτε σύμμικτη. Εμφανίζεται, δηλαδή, με την όψη του καλού και ελκύει με την ηδονή στον όλεθρο. Αντίθετα, «τὸ ὄντως ἀγαθὸν ἁπλοῦν καὶ μονοειδές ἐστι τῇ φύσει, πάσης διπλόης καὶ τῆς πρὸς τὸ ἐναντίον συζυγίας ἀλλότριον»[23]. Γι' αυτό και ο όφις παρουσίασε το δένδρο «ὡς καλόν εἰς βρῶσιν και ἀρεστόν τοῦ κατανοῆσαι» (Γεν, 3:6). Έτσι λοιπόν εισήλθε στους ανθρώπους ο θάνατος σαν δηλητήριο ανακατεμένο με μέλι και αυτοί ομοιώθησαν «τῇ ματαιότητι» και σκοτίσθηκε η εικόνα του Θεού.

 

ΚΕΦ. 2. Περί Αναστάσεως

Αναφερόμενος στα επόμενα κεφάλαια στο θέμα της Αναστάσεως ξεκινά με την απόδειξη της αναγκαιότητας της με φιλοσοφικά και λογικά επιχειρήματα. Εφόσον η θεία φύσις είναι άτρεπτη και αμετάβλητη και το κακό, τρεπτό και περιορισμένο, δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινό. Το διάστημα της κακίας στην πορεία του κόσμου έχει ένα τέλος και τότε θα επικρατήσει για πάντα το αγαθό. Εδώ έχουμε τη θεολογική βάση της θεωρίας για την αποκατάσταση που αναπτύσσει σε άλλα έργα του ο Γρηγόριος. Το τέλος των αιώνων θα έρθει όταν τελειώσει ο προκαθορισμένος στην πρώτη ανθρώπινη δημιουργία αριθμός ψυχών. Τότε θα γίνει η αναστοιχείωσις των πάντων και η μεταβολή του ανθρωπίνου από φθαρτό σε απαθές. Η αφθαρτισμένη σάρκα του ανθρώπου θα μπορεί να κινείται στον αέρα και θα αρπαγεί «ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν Κυρίου εἰς ἀέρα» (Α’Θεσσ, 4:16). Δεν πρέπει οι Χριστιανοί να ασχολούνται με το αν καθυστερεί ή με το πότε θα έλθει η Ανάσταση, αλλά πρέπει όλοι να προετοιμαζόμαστε με την αγαθή πολιτεία μας για να αποκτήσουμε τη μέλλουσα χάρη.

Μία από τις προϋποθέσεις της πίστεως στην Ανάσταση είναι η αντίληψη ότι ο κόσμος έχει αρχή και τέλος. Αν δεχθούμε την αιωνιότητα της ύλης τότε αυτόματα αποκλείουμε την Ανάσταση. Το επιχείρημα αυτών που δέχονται την αϊδιότητα της ύλης είναι, ότι αφού ο Θεός είναι απλούς και άυλος, ενώ η ύλη πεπερασμένη, με τις ιδιότητες της έκτασης, του όγκου, του σχήματος, του χρώματος κλπ., δεν μπορεί να προέρχεται από το Θεό. Ή πρέπει, λοιπόν, να δεχθούμε ότι ο Θεός περιέχει το υλικό στοιχείο, άρα είναι σύνθετος και ποσοτικός, ή ότι η ύλη είναι έξω από το Θεό και συνυπάρχει με αυτόν αιωνίως, όπως δέχεται ο Μανιχαϊσμός. Η χριστιανική αντίληψη είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τα πάντα ελεύθερα, με το θείο του θέλημα. Η ύλη δεν είναι στοιχείο της ουσίας τού Θεού, αλλά κτίσμα της ακτίστου ενεργείας του. Η ίδια η ύλη δεν είναι κάτι ξένο από τη λογική, γιατί αποτελείται από ποιότητες, που αν τις αφαιρέσουμε δεν υπάρχει. Οι ποιότητες αυτές ονομάζονται "λόγοι" και τέτοιοι είναι το βάρος, το χρώμα, η έκταση, η ποσότητα. Χωρίς αυτούς τούς λόγους τα όντα διαλύονται. Έτσι η δημιουργία της ύλης συντελείται με τη δημιουργία των λόγων από το Θεό και τη γένεση κατόπιν από αυτούς της υλικής φύσεως. Εδώ, ο Γρηγόριος, χρησιμοποιεί τη νεοπλατωνική μέθοδο για να ερμηνεύσει τη γένεση της υλικής φύσεως.

Για τη διδασκαλία περί Αναστάσεως όμως μπορούμε να βρούμε αδιάψευστες αποδείξεις και στην Αγία Γραφή. Ό Χριστός, με μια σειρά θαυμάτων, μας οδηγεί σταδιακά στην αποκάλυψη τού μυστηρίου της Αναστάσεως. Άρχισε τη θαυματοποιία του από τα κατώτερα και σιγά-σιγά μας εισήγαγε στα μεγαλύτερα για να κάνει, όπως η μητέρα στο νήπιο, την τροφή πιο εύπεπτη. Προηγούνται στη σειρά των θαυμάτων οι ιάσεις, όπως της πεθεράς του Σίμωνος και της κόρης του αξιωματούχου, προχωρεί σε αναστάσεις ανθρώπων που μόλις είχαν πεθάνει, όπως η κόρη του Ιαείρου και ο υιός της χήρας της Ναΐν. Με την ανάσταση του Λαζάρου, έχουμε ανάσταση άνθρωπου που παρέμεινε στον τάφο, και τέλος ολοκλήρωσε το έργο του με τη δική του ανάσταση.

Παρόλα αυτά «εἰσί τινες, οἳ διὰ τὴν τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν ἀτονίαν, πρὸς τὰ ἡμέτερα μέτρα τὴν θείαν δύναμιν κρίνοντες, τὸ ἡμῖν ἀχώρητον οὐδὲ Θεῷ δυνατὸν εἶναι κατασκευάζουσι»[24]. Ισχυρίζονται λοιπόν μερικοί ότι η ανάσταση είναι αδύνατη, γιατί δεν είναι δυνατό να αναστηθεί κάποιο σώμα καμένο η φαγωμένο από ζώο; Η απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι ότι το σώμα, όταν χωριστεί από την ψυχή διαλύεται στα συστατικά του, αλλά αυτά δεν παύουν να βρίσκονται στον κόσμο. Η σχέση της ψυχής με τα στοιχεία του σώματος δεν καταργείται, αλλά αντίθετα διατηρείται και αυτά κατά την ανάσταση έλκονται και επανασυντίθενται με την ψυχή με άρρητο τρόπο. Άλλωστε κάποιο σωματικό γνώρισμα παραμένει στις ψυχές και στον Άδη, όπως φαίνεται στην παραβολή τού πλουσίου και του Λαζάρου. Η αναστοιχείωση αυτή του σώματος γίνεται σύμφωνα με τον ιδανικό τύπο του κάθε άνθρωπου, όπως ταιριάζει στην ζωή της αφθαρσίας.

Στο τελευταίο κεφάλαιο τού έργου του, ο Άγ. Γρηγόριος παρουσιάζει μια ανατομική και φυσιολογική περιγραφή του ανθρώπινου σώματος και των λειτουργιών του σύμφωνα με τις επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής του.

 

ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κλείνοντας την παρουσίαση του έργου τού "Αγίου Γρηγορίου, θα τολμήσουμε να διατυπώσουμε ορισμένα σχόλια και συμπεράσματα για το περιεχόμενο του:

1. Κύριο γνώρισμα της προσωπικότητας του Αγ. Γρηγορίου, εκτός από τη βαθειά θεολογική και θεοτική του εμπειρία, είναι η φιλοσοφική και επιστημονική του κατάρτιση, που φαίνεται από τη χρησιμοποίηση με άνεση ιατρικών κοσμολογικών και ψυχολογικών γνώσεων της εποχής του. Πιθανότατα δε είχε σπουδάσει και εξασκούσε την ιατρική. Με την ίδια άνεση κινείται και στο χώρο των ποικίλων φιλοσοφικών σχολών και αντιλήψεων, τις οποίες χρησιμοποιεί επιλεκτικά, περισσότερο τον Αριστοτέλη αλλά και τον Αναξαγόρα, τον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνικούς. Όταν λοιπόν θεολογεί για τον άνθρωπο και τον κόσμο, δεν αερολογεί ούτε πολυλογεί ανούσια, αλλά πλησιάζει την πραγματικότητα, όπως έχει ερμηνευτεί από την επιστήμη της εποχής του για να τη συνδέσει με τις αλήθειες της θείας Αποκαλύψεως. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου, η Εκκλησία πρέπει η ίδια να είναι διδάσκαλος της ανατομίας και της φυσιολογίας και να μη προσφεύγει στη θύραθεν σοφία. Ο Άγ. Γρηγόριος δεν ζητά να προσαρμόσει την επιστήμη στην Άγ. Γραφη, όπως πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, αλλά αντίθετα σέβεται απόλυτα τα επιστημονικά πορίσματα και, όπου χρειάζεται, αναιρεί παρωχημένες κοσμολογικές απόψεις ή ανθρωπομορφικές εκφράσεις με τη λεγόμενη αναγωγική και τροπολογική μέθοδο αναδεικνύοντας τις αιώνιες θεολογικές αλήθειες. Για παράδειγμα δεν μένει προσηλωμένος στην μωσαϊκή σειρά της δημιουργίας σώματος και ψυχής και αφαιρεί από τη δημιουργία τού κόσμου κάθε ανθρωπομορφισμό λέγοντας ότι αυτή έγινε στιγμιαία και εξελίσσεται δυναμικά κατά την προκαθορισμένη τάξη.

2. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ιδιόμορφη αντίληψη του Άγ.Γρηγορίου για τη δημιουργία του άνθρωπου. Ο άνθρωπος του Παραδείσου βρίσκεται εκτός του γνωστού ιστορικού χρόνου, σε κατάσταση παρόμοια με αυτή της βασιλείας του Θεού. Το σώμα του, δηλαδή, είναι απαθές και άφθαρτο, δεν έχει τη γενετησία λειτουργία και πολλαπλασιάζεται με τον τρόπο των αγγέλων. Η πτώση, λοιπόν, συνοδεύεται από μια δεύτερη δημιουργική επέμβαση τού Θεού. Στην πρώτη δημιουργία έχουμε την τέλεια εικόνα του Θεού. Στη δεύτερη προστίθεται ένας άλλος τρόπος γέννησης και διαιώνισης του άνθρωπου, που ταιριάζει με την κατάσταση της πτώσης και με τη σχέση του ανθρώπου προς την υλική και άλογη φύση. Η έξοδος, δηλαδή, από τον Παράδεισο σημαίνει την αρχή της ιστορικής ύπαρξης του ανθρώπου, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. «Τους πατέρες», παρατηρεί ο Κων/νος Παπαπέτρου, «δεν ενδιαφέρει για την ερμηνεία της βιβλικής διηγήσεως, το γεωγραφικό "πού" η το χρονολογικό "πότε" αλλά η πραγματικότητα άνθρωπος. Η πίστη της εκκλησίας δεν εξαντλείται σε μια "fídeshistorica" αλλά τελειούται σε μια "fidesexistentialis"»[25].

Ο κόσμος της πτώσεως χαρακτηρίζεται από την παρουσία της ερωτικής ορμής που ζητά ικανοποίηση. Oκόσμος του Παραδείσου και της Βασιλείας του Θεού από την ανιδιοτελή αγάπη «ἥτις οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». Στο χώρο της Βασιλείας, σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς, η φύση δεν γίνεται πια υπόσταση (συγκεκριμένη ζωντανή ύπαρξη) χάρις στις δικές της λειτουργίες και ενέργειες, αλλά χάρις στην κλήση της αγάπης του Θεού.

3. Ο Θεός, τονίζει ο Άγ.Γρηγόριος, σε πολλά σημεία του έργου του, είναι άγνωστος κατ' ουσίαν και απρόσιτος. Γίνεται όμως γνωστός από τα αποτελέσματα των ακτίστων ενεργειών του. Όλη η δημιουργία είναι αποτέλεσμα της θεί­ας ενεργείας και βουλήσεως. Όπως παρατηρεί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Ο Θεός μερίζεται αμερίστως έν μεριστοίς και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως στις άκτιστες δυνάμεις και ενέργειες του και υπάρχει όχι κατ' ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν ολόκληρος σε κάθε μονοειδή και κατά πάντα απλή ενέργεια»[26]. Έτσι ο Θεός δεν γνωρίζει τα όντα, γράφει ό Άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής, με το νου ή την αίσθηση, όπως θα έλεγαν οι φιλόσοφοι. «Οὐ γάρ εἶναι δυνατόν τον ὑπέρ τά ὄντα κατά τά ὄντα τῶν ὄντων ἀντιλαμβάνεσθαι, ἀλλ’ ὡς ἴδια θελήματα γινώσκειν αὐτόν τά ὄντα φαμέν»[27].

Όλες οι μορφές της ύπαρξης, νόηση, ύλη κ.λπ. είναι κτιστές και τρεπτές.

Αίτιο της δημιουργίας είναι η αγαθότης του Θεού: «Ἔννοιαν, οὐ τῆς οὐσίας ἀλλά τῆς σοφίας, τοῦ σοφῶς πεποιηκότως ἀνατυπούμεθα τῆς ἀγαθότητος, οὐ τῆς οὐσίας ἐν περινοία γενόμενοι». Ὁ γάρ τῇ φύσει ἀόρατος, ὁρατός ταῖς ἐνεργείαις γίνεται ἔν τισι τοῖς περί αὐτῶν καθορώμενος»[28]. Η φυσική τάξη, λοιπόν, η αρμονία του σύμπαντος, οι λειτουργίες της ψυχής και του σώματος δεν είναι αιώνιες αυτόνομες πραγματικότητες, αλλά αποτελέσματα της θείας ενέργειας. Η αντίληψη αυτή είναι αντίθετη με την πλατωνική-ωριγενική, καθώς και με τη νεοπλατωνική και σχολαστική αντίληψη περί απορροής ή δημιουργίας των όντων βάσει ιδεατών αρχετύπων πού βρίσκονται στη θεία ουσία και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Οι λόγοι των όντων, για τον Άγ. Γρηγόριο, είναι κτιστοί και καταβάλλονται με την αρχή της δημιουργίας. Είναι οι ποιοτικές αρχές των όντων που συναρθρώνουν την υλική πραγματικότητα σε μορφη. Σαφώς, δηλαδή, απορρίπτεται η ωριγενική διδασκαλία για προΰπαρξη των ψυχών και των πνευματικών όντων στο Θεό. Δύο σχεδόν αιώνες αργότερα ό Διονύσιος Αρεοπαγίτης και μετά ο Μάξιμος ο Ομολογητής μίλησαν, ολοκληρώνοντας τη διδασκαλία αυτή, για τους άκτιστους λόγους των όντων, πού προϋπάρχουν κοντά στο Θεό και ενεργοποιούν τούς φυσικούς λόγους κατευθύνοντας τα όντα. Λέγει ο Άγ. Διονύσιος: «Παραδείγματα δέ φαμέν εἶναι τους ἐν Θεῷ τῶν ὄντων οὐσιοποιούς και ἑνιαίως προϋφεστῶτας λόγους, οὕς ἡ Θεολογία προορισμούς καλεῖ καί θεῖα ἀγαθά θελήματα τῶν ὄντων ἀφοριστικά καί ποιητικά, καθ’οὕς ὁ ὑπερούσιος, τά ὄντα πάντα καί προώρισεν και παρήγαγεν»[29].

4. Ό νους είναι το κύριο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης και η εικόνα του Θεού. Η φυσιολογία του νοός του Αγ. Γρηγορίου είναι και αυτή φαινομενικά ιδιόμορφη. Δύο αντιλήψεις υπάρχουν για τη σχέση νου-σώματος. Η πρώτη που τοποθετεί το νου στον εγκέφαλο, κατά την πλατωνική θεώρηση, υπάρχει στον Μ. Αθανάσιο, ενώ η δεύτερη τον τοποθετεί, όπως ό Αριστοτέλης, στην καρδιά και τη συναντούμε στο Μακάριο και άλλους πατέρες. Ο Γρηγόριος δεν θεωρεί ότι η ενέργεια του νου πηγάζει από συγκεκριμένο όργανο, αλλά είναι απλή και μονοειδής, όπως η ουσία του Θεού και παρευρίσκεται σε κάθε σωματική ενέργεια. Ο νους διακρίνεται από το συναισθηματικό και επιθυμητικό μέρος της ψυχής, ενεργοποιείται όμως όταν συνδεθεί με τα αισθήματα και τα αισθητήρια όργανα. «Οὔτε οὖν αἴσθησις χωρὶς ὑλικῆς οὐσίας, οὔτε τῆς νοερᾶς δυνάμεως χωρὶς, αἰσθήσεως ἐνέργεια γίνεται»[30]. Ο καθαγιασμός και η κάθαρση του νου βρίσκεται φυσικά, όπως και σε όλη την πατερική παράδοση, στο κέντρο της διδασκαλίας του Αγ. Γρηγορίου. Η σωτηρία συνίσταται στην καταπολέμηση των παθών και την εγκαθίδρυση του κεκαθαρμένου νοός ως ηγεμόνος της ψυχής. Ο νους καθαρός από τα πάθη, κινείται απλανώς και ενεργεί τις αρετές. «Ἡ δέ τοῦ Θεοῦ θεωρία, οὔτε κατά τό φαινόμενον, οὔτε κατά το ἀκουόμενον ἐνεργεῖται, χρή τόν μέλλοντα προσβαίνειν τῇ τῶν ὑψηλῶν κατανοήσει πάσης αἰσθητικῆς τε καί ἀλόγου κινήσεως προκαθάραι τόν τρόπον»[31].

5. Τέλος, η δημιουργία του ανθρώπου βρίσκει το νόημα της στην εσχατολογική της προοπτική. Η βεβαιότης της Αναστάσεως που θα αναίρεση κάθε συνέπεια της πτώσεως και θα επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρότερα «παραδείσια» κατάσταση είναι η ουσία της διδασκαλίας του Χριστού. Η αναστοιχείωση των πάντων θα σημάνει την αποκατάσταση του άνθρωπου στη θέση της εικόνος τού θεού και την ανάδειξη του σε μέτοχο της Βασιλείας Του. Για το Χριστιανισμό, η δημιουργία είναι θετική και κάθε μέρος της βρίσκει την πηγή και το σκοπό της ύπαρξης του στο Θεό. Αυτή την αλήθεια διδάσκει με τα υπέροχα ελληνικά του ο Επίσκοπος της Νύσσης στο Μέγα Κατηχητικό του λόγο: «Προμηθείᾳ δέ κρείττονι πρός τήν αἰσθητήν φύσιν, γίνεταί τις τοῦ νοητοῦ συνανάκρασις, ὥς ἄν μηδέν ἀπόβλητον εἴη τῆς κτίσεως, μηδέ τῆς θείας κοινωνίας ἀπόκληρον. Τούτου χάριν, ἐκ νοητοῦ τε καί αἰσθητοῦ, τό κατά τόν ἄνθρωπον μῖγμα παρά τῆς θείας ἀναδείκνυται φύσεως καθώς διδάσκει τῆς κοσμογενείας ὁ λόγος. «Λαβών γάρ», φησίν, «ὁ Θεός χοῦν ἀπό τῆς γῆς τον ἄνθρωπον ἔπλασε καί διά τῆς ἰδίας ἐμπνεύσεως τῷ πλάσματι την ζωήν ἐνεφύσησεν, ὡς ἄν συνεπαρθείῃ τῷ θείῳ το γήινον καί μία τις κατά τό ὁμότιμον διά πάσης τῆς κτίσεως ἡ χάρις διήκοι, τῆς κάτω φύσεως προς την ὑπερκόσμιον συγκιρναμένης»[32].

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρχιεπ. Θυατείρων Αθηναγόρου (Κοκκινάκη), Γενική εισαγωγή εις το έργο του Γρηγορίου Νύσσης, ΕΠΕ Γρηγ. Νύσσης έργα, τ. 1, 1979.

Χρήστου Π., Εισαγωγή στο ΕΠΕ Γρηγ. Νύσσης έργα, τ. 5, 1987.

Μαξίμου Όμολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, Εισαγωγή – Σχόλια, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Αθήνα 1978.

Παπαπέτρου Κων., Προσβάσεις, Αθήνα 1979.

Γιανναρά Χρ., Αλφαβητάρι της πίστης, Δόμος, 1983.

Ρωμανίδου Ι., Το προπατορικόν αμάρτημα, Δόμος 1989.

Δογματική καί Συμβολική θεολογία της 'Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1973.

Εισαγωγή στην έκδοση του έργου του Γρ. Παλαμά Ὑπέρ τῶν ἱερὼς ἡσυχαζόντων, Θεσσαλονίκη 1984.

Παπαδόπουλου Στ., Γρηγόριος Νύσσης, Κατερίνη 1987.

Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων (μτφ. Ιγν. Σακαλής), Αθήνα 1978.

 


[1] Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, στο Γρηγ. Νύσσης Έργα, ΕΠΕ τ.5, Θεσσαλονίκη 1987, 24.

[2] ό.π, 32.

[3] ό.π., 114.

[4] ό.π., 114.

[5] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 122.

[6] Γρηγ. Νύσσης. Ἀπολογητικός περί τῆς Ἑξαημέρου, στο Γρηγ.Νύσσης Έργα, ΕΠΕ τ.5, Θεσσαλονίκη 1987, 264.

[7] ό.π., 266.

[8] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 126.

[9] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 60.

[10] ό.π., 54.

[11] ό.π., 56.

[12] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 58.

[13] ό.π., 204.

[14] ό.π., 208.

[15] ό.π., 208-09.

[16] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 212.

[17] ό.π., 80.

[18] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 84.

[19] ό.π., 96.

[20] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 100.

[21] ό.π., 136.

[22] ό.π., 138.

[23] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 148.

[24] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 188.

[25] Κων. Παπαπέτρου, Προσβάσεις, Αθήνα 1979, 89.

[26] Ι. Ρωμανίδου, Εισαγωγή στην έκδοση του έργου του Γρ.Παλαμά, Ὑπέρ τῶν ἱερὼς ἡσυχαζόντων, Θεσσαλονίκη 1984, 132.

[27] Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, Εισαγωγή- Σχόλια, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Αθήνα 1978, 180.

[28] Γρηγ.Νύσσης, Λόγοι εἰς Μακαρισμούς, PG44, 1268D-1269A.

[29] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων (μτφ. Ιγν.Σακαλής), Αθήνα 1978, 102.

[30] Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευῆς, 106.

[31] Γρηγ. Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, PG44, 373BD.

[32] Γρηγ. Νύσσης, Μέγας Κατηχητικός Λόγος, στο Γρηγ.Νύσσης, Έργα, ΕΠΕ τ. 1, Θεσσαλονίκη 1979, 412.

 

Πηγή:http://agogi59.blogspot.gr/2013/01/blog-post_16.html

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης για τους τοκίζοντες

 

«Ει  μη  πλήθος ην  τοκιστών ουκ αν ην το πλήθος των πενοομένων.Λύσον σου την φατρίαν , και πάντες έξομεν την αυτάρκειαν »
Δρεπάνι του τοκιστή είναι η  δικαστική απαίτηση του χρέους, αλώνι το σπίτι του, όπου λιανίζει τις περιουσίες των αναγκεμένων ανθρώπων. Ολονών τ’ αγαθά τα βλέπει δικά του. Εύχεται στους ανθρώπους ανάγκες και συμφορές, για να τρέξουν υποχρεωτικά να δανειστούν απ΄αυτόν. Μισεί τους αυτάρκεις και όσους δεν έχουν δανειστεί απ’ αυτόν τους θεωρεί εχθρούς του. Συχνάζει στα δικαστήρια για ν’ ανακαλύψει κάποιον που τον πιέζουν οι δανειστές και ακολουθεί τους φοροεισπράκτορες, όπως τα κοράκια τους στρατούς που διεξάγουν πόλεμο( για να τρώνε τους σκοτωμένους). Κουβαλάει παντού το κομπόδεμα, και σαν δόλωμα το δείχνει σ’ εκείνους που τους πνίγει η  ανάγκη, ώστε, ανοίγοντας γι’ αυτό το στόμα, να καταπιούν μαζί μ’ αυτό και το αγκίστρι του τόκου. Καθημερινά μετράει τα κέρδη, μα η  δίψα του για χρήμα δε σβήνει. Στεναχωριέται για το χρυσάφι που έχει φυλαγμένο στο σπίτι, επειδή μένει αχρησιμοποίητο κι’ ανεκμετάλλευτο.
Πώς θα προσευχηθείς, λοιπόν, τοκογλύφε; Με τι συνείδηση θα ζητήσεις από τον Θεό κάποια ευεργεσία, συ που έμαθες όλο να παίρνεις και ποτέ να μην δίνεις; Ή μήπως σου διαφεύγει, ότι η προσευχή σου αποτελεί υπόμνηση της δικής σου απανθρωπιάς; Ποια συγχώρηση έδωσες και ζητάς συγγνώμη; Ποιον ελέησες κι’ επικαλείσαι τον Ελεήμονα; Αλλά κι’ αν ακόμη προσφέρεις ελεημοσύνη, ως προϊόν απάνθρωπης εκμετάλλευσης δεν θα είναι καρπός των συμφορών των άλλων, γεμάτη δάκρυα και στεναγμούς;
Αν γνώριζε ο φτωχός από πού προσφέρεις την ελεημοσύνη, δεν θα την δεχόταν, γιατί θα αισθανόταν σα να έμελλε να γευτεί σάρκες αδελφικές και αίμα συγγενών του. Θα σου πετούσε δε κατάμουτρα τούτα τα λόγια τα γεμάτα θάρρος και φρονιμάδα: μη με θρέψεις, άνθρωπε, από τα δάκρυα των αδελφών μου. Μη δώσεις στο φτωχό ψωμί βγαλμένο από τους στεναγμούς των άλλων φτωχών. Μοίρασε στους συνανθρώπους σου όσα με αδικίες μάζεψες και τότε θα παραδεχθώ την ευεργεσία σου. Ποιό το όφελος, αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς (με την εκμετάλλευση) κι ανακουφίζεις ένα (με την ελεημοσύνη); Αν δεν υπήρχε το πλήθος των τοκογλύφων ( των εκμεταλλευτών γενικά), δεν θα υπήρχε ούτε η στρατιά των πεινασμένων. Ας διαλυθούν τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και όλοι θ’ αποκτήσουμε την οικονομική μας αυτάρκεια.
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ( 4ος αι.) “Κατά τοκιζόντων”
misha.pblogs.gr


«Ο ΠΑΤΗΡ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ. («Ἡ ἀληθινὴ Βηθλεέμ, καὶ ὁ ἀληθινὸς Γολγοθάς, καὶ τὸ ἀληθινὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, καὶ ἡ ἀληθινὴ Ἀνάσταση, ὅλα βρίσκονται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει τὸν Θεό») Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ (ΕΡΓΑ 7) «ΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΑΙΩΝΑ»



(Μετάφραση ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΠΑΛΛΗ)
Ἐκδ.  Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1991,
σελ. 221-231
Η ΖΩΗ TOY
.         Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἦταν νεώτερος ἀδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 335 καὶ τίποτε σχεδὸν δὲν εἶναι γνωστὸ γιὰ τὴ νεότητά του. Πιθανὸν σπούδασε στὴν πατρίδα του τὴν Καισαρεία.  Ὁ Γρηγόριος εἶπε ἀργότερα ὅτι ὁ ἀδελφός του Βασίλειος ἦταν δάσκαλός του, καὶ μιλοῦσε γι’ αὐτὸν πάντα μὲ σεβασμό, καὶ τὸν χαρακτήριζε ὡς «ἴσον μὲ τοὺς ἀποστόλους ποὺ ἦλθε ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς μόνο κατὰ τὸν χρόνο». Παραδεχόταν ὅτι «ἔζησα μὲ τὸν ἀδελφό μου γιὰ ἕνα σύντομο μόνο χρονικὸ διάστημα, καὶ ὅτι διδάχτηκα τόσο μόνο ἀπὸ τὴν θεία γλώσσα του ὅσο ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ μένα νὰ καταλάβω τὴν ἄγνοια ἐκείνων τῶν ἀμυήτων στὰ μυστικὰ τῆς εὐγλωττίας». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Βασίλειος τοῦ δίδαξε μόνο ρητορική.  Ὁ Γρηγόριος κατονομάζει τὴν ἀδελφή του Μακρίνα ὡς ἄλλον σπουδαῖον δάσκαλο τῆς νεότητάς του, καὶ οἱ ἀναμνήσεις του γι᾽ αὐτὴν εἶναι γεμάτες εὐγνωμοσύνη.  Ὁ Γρηγόριος μεγάλωσε σὲ μία ἀτμόσφαιρα πολιτισμοῦ καὶ ἀσκητισμοῦ, ἀλλὰ πολὺ λίγα εἶναι γνωστὰ γιὰ τὶς λεπτομέρειες τῆς μορφώσεώς του.
.         Στὴ νεότητά του ὁ Γρηγόριος ἀσχολήθηκε πολὺ μὲ τὴν μελέτη τῆς φιλοσοφίας. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἔγινε κληρικὸς ὡς ἀναγνώστης δίδασκε ρητορικὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴ μελέτη τῆς «θύραθεν» φιλολογίας. Αὐτὸ δυσαρέστησε τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς φίλους του.  Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τοῦ ἔγραψε ἐλέγχοντάς τον φιλικά: «Τί σοῦ συνέβη, σοφώτατε; Ἄλλοι δὲν σὲ ἐπαινοῦν γι’ αὐτὴν τὴν “ἄδοξον εὐδοξίαν” σου ἢ γιὰ τὴν βαθμιαία “ἐπὶ τὰ χείρω ροπήν” σου, ἢ γιὰ τὴν φιλοδοξία («φιλοτιμίαν») σου, ἡ ὁποία, ὅπως λέγει ὁ Εὐριπίδης, εἶναι ἡ “κακίστη δαιμόνων”… Γιατί θύμωσες μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἀπέρριψες τὰ ἱερὰ βιβλία ποὺ ἦταν γεμάτα μὲ πόσιμο ὕδωρ; Γιατί προτιμᾶς νὰ καλεῖσαι ρήτορας παρὰ Χριστιανός;». Ὁ Γρηγόριος τὸν συμβουλεύει νὰ συνέλθει καὶ νὰ ἀπολογηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πιστῶν, καὶ τῶν θυσιαστηρίων καὶ τῶν μυστηρίων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνθηκε.
.         Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀποσπάσεώς του ἀπὸ τὴν θύραθεν φιλοσοφία ὁ Γρηγόριος διάβασε ἐπίσης τὸν Ὠριγένη, ποὺ ἄσκησε πολὺ μεγάλη ἐπίδραση ἐπάνω του. Διάβασε ἀκόμα τὸν Φίλωνα καὶ τὸν Θεόγνωστο. Ὁ Ὠριγενισμὸς τοῦ Γρηγορίου τροποποιήθηκε ἀργότερα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐσκεμμένα ἀπηύθυνε τὴν ἐπιστολή του γιὰ τὴν τριαδολογικὴ ὁρολογία πρὸς τὸν Γρηγόριο, φοβούμενος ὅτι ὁ Γρηγόριος παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Γρηγορίου γιὰ τὴν θύραθεν γνώση ἦταν μόνο πρόσκαιρος, καὶ ἀργότερα ὁ ἴδιος καταδίκασε τὶς κοσμικὲς ἐπιστῆμες ὡς μάταιες: «Αὐτὲς συνεχῶς καταβάλλουν κόπους ποὺ ποτὲ δὲν καταλήγουν σὲ καινούργια ζωή». Ἐν τούτοις, παρέμεινε πάντα ἕνας Ἕλληνας μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ὠριγένη.
.         Ὁ Γρηγόριος ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς οἰκογενείας του ἐπέστρεψε στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Παντρεύτηκε ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ ἁγνὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Φαίνεται ὅτι ἀποσύρθηκε προσωρινὰ στὸ μοναστήρι τοῦ ἀδελφοῦ του Βασιλείου στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἴριδος στὸν Πόντο. Ὁ Γρηγόριος δὲν εἶχε ἰσχυρὸ χαρακτήρα καὶ ἡ ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀπὸ τὴν ζωὴ ἦταν περιορισμένη. Κατὰ τὴν φιλονικία ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἐκλογὴ τοῦ Βασιλείου στὸν θρόνο τῆς Καισαρείας, ὁ Γρηγόριος προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νὰ συμφιλιώσει τὸν Βασίλειο μὲ τὸν θεῖο τους γράφοντας πλαστὲς ἐπιστολές. Ὁ Βασίλειος τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἔπρεπε ν᾽ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ γιὰ τέτοιες πράξεις, ἀλλὰ ἀργότερα δέχτηκε τὴν μετάνοια τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ συμφιλιώθηκε πλήρως μαζί του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο εὔκολα καταλαβαίνουμε γιατί ὁ Βασίλειος θεωροῦσε τὸν Γρηγόριο ἀκατάλληλο γιὰ ἀνάληψη σοβαρῶν εὐθυνῶν καὶ ἐναντιώθηκε, ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁρίστηκε ὡς ἀπεσταλμένος στὴν Ρώμη: «Αὐτὸς δὲν ἔχει πείρα στὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις». Ἐν τούτοις, τὸ 371 χειροτόνησε τὸν Γρηγόριο ἐπίσκοπο Νύσσης.
.         Ὁ Γρηγόριος βοήθησε τὸν ἀδελφό του στὸν ἀγώνα του κατὰ τῆς αἱρέσεως ὄχι μὲ τὴν δραστηριότητά του στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ὡς συγγραφέας καὶ θεολόγος. Καταδιώχτηκε γιὰ τὴν ὀρθοδοξία του καὶ δικάστηκε στὴν Γαλατία. Τὸ 375 ὁ Δημοσθένης, ὁ κυβερνήτης τῆς Καππαδοκίας, τὸν ὁποῖο ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζει ὡς «φίλον τῶν αἱρετικῶν», διέταξε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ φυλακιστεῖ. Τὸ 376 καταδικάστηκε ἐρήμην καὶ ἐκθρονίστηκε γιὰ κατάχρηση κεφαλαίων (σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: !!!) καὶ γιὰ τὴν «παράνομη» χειροτονία του. Ὁ Γρηγόριος πέρασε τρία χρόνια στὴν ἐξορία καὶ γύρισε στὴν ἕδρα του μόνο τὸ 379 μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Οὐάλεντος. Ὁ λαὸς τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαρά. Λίγο μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Νύσσα ἀκολούθησαν οἱ θάνατοι τοῦ Βασιλείου καὶ ὕστερα τῆς Μακρίνας. Αὐτὸ ἦταν βαρὺ χτύπημα γιὰ τὸν Γρηγόριο. Μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του στὸ μοναχὸ Ὀλύμπιο περιέχει συγκινητικὴ ἀφήγηση τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς ἀδελφῆς του, ποὺ ἦταν μία ἐπιφανὴς Χριστιανὴ καὶ ἀσκήτρια.
.         Ὁ Γρηγόριος θεώρησε τὸν ἑαυτό του κληρονόμο τῶν κόπων τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ ἐργάζεται πάνω στὰ ἔργα ἐκεῖνα ποὺ ὁ Βασίλειος ἄφησε ἀτέλειωτα, μεταξὺ αὐτῶν δὲ εἶναι ἡ Ἑξαήμερος καὶ ἡ πολεμικὴ κατὰ τοῦ Εὐνομίου. Οἱ φίλοι τὸν ἀναγνώρισαν ὡς ἄξιο διάδοχό του ἀδελφοῦ του. Στὴν Ἀντιοχειανὴ σύνοδο τῶν 146 πατέρων τὸ 379 ἐστάλη σὲ ἀποστολή, γιὰ νὰ ἀναφέρει γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀραβία, τὴν ὁποία οἱ φῆμες παρουσίαζαν ὡς διεφθαρμένη καὶ αἱρετική. Αὐτὸν τὸν καιρὸ ἴσως ἐπισκέφτηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀλλὰ μερικοὶ συγγραφεῖς θεωροῦν ὅτι αὐτὸ τὸ ταξίδι ἔγινε ἀργότερα. Ἡ Παλαιστινιακή Ἐκκλησία ἦταν χωρὶς πνευματικὴ ἡγεσία γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ (ὁ Ἅγ. Κύριλλος πέρασε συνολικὰ δεκατρία χρόνια στὴν ἐξορία), καὶ ἡ διαφθορὰ ἐξαπλώθηκε. Ὁ Γρηγόριος ἔγινε δεκτὸς μὲ καχυποψία καὶ ἀμέσως ἐνεπλάκη σὲ λογομαχία μὲ τοὺς Ἀπολλιναριστές.
.         Οἱ καταχρήσεις στοὺς  Ἁγίους Τόπους ἔκαναν ὀδυνηρὴ ἐντύπωση στὸν Γρηγόριο, καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν ἐνέκρινε τὸ ἔθιμο τῶν ἱερῶν ἀποδημιῶν. Θὰ ἦταν ἰδιαίτερα ἐπιζήμιες γιὰ τὶς γυναῖκες, τῶν ὁποίων ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁγνότητα συχνὰ κινδύνευαν κατὰ τὴν διαδρομὴ τέτοιων ταξιδιῶν.  Ἡ Παλαιστίνη ἦταν γεμάτη ἀπὸ κακία καὶ κάθε εἴδους ἀσέβεια.  Ἀκόμα, ὁ Γρηγόριος ἔγραψε: «Γιατί νὰ προσπαθεῖτε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ εἶναι κοντὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;». Ὁ Κύριος δὲν μᾶς διέταξε νὰ πᾶμε στὰ  Ἱεροσόλυμα ὡς ἀγαθοεργία. «Τί πλεονέκτημα κερδίζουν αὐτοὶ ποὺ ἐπισκέπτονται αὐτοὺς τοὺς τόπους; Αὐτὸ δὲν εἶναι σὰν νὰ ζεῖ ὁ Κύριος ἐκεῖ ἐν σώματι μέχρι σήμερα, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἐκείνους ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σὲ ἄλλες χῶρες; ἢ σὰν νὰ εἶναι παρὸν τὸ Πνεῦμα στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ᾽ρθεῖ ἐδῶ σὲ μᾶς;… Μία ἀλλαγὴ τόπου δὲν φέρνει τὸν Θεὸ κοντύτερα σὲ σᾶς. Ἄσχετα ἀπὸ τὸ ποῦ μπορεῖ νὰ εἶστε, ὁ Κύριος θὰ ρθεῖ σὲ σᾶς ἂν ἡ ψυχή σας εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ κατοικήσει καὶ νὰ βαδίσει μέσα σας. Ἀλλὰ ἂν ὁ ἔσω ἄνθρωπος μέσα σας εἶναι γεμάτος ἀπάτη, τότε, ἀκόμα κι ἂν στέκεστε στὸν Γολγοθὰ ἢ στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἢ κάτω ἀπὸ τὸ μνημεῖο τῆς Ἀναστάσεως, εἶστε τόσο μακριὰ ἀπὸ τοῦ νὰ λάβετε τὸν Χριστὸ μέσα σας ὅσο ἕνας ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα ἀρχίσει νὰ ὁμολογεῖ πίστη σ᾽ Αὐτόν». Ἀντίθετα, «ἡ ἀληθινὴ Βηθλεέμ, καὶ ὁ ἀληθινὸς Γολγοθάς, καὶ τὸ ἀληθινὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, καὶ ἡ ἀληθινὴ  Ἀνάσταση, ὅλα βρίσκονται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει τὸν Θεό». Τί θὰ βροῦμε στὰ  Ἱεροσόλυμα ποὺ εἶναι νέο; «θὰ βροῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ φανερώθηκε ἐκεῖ ἦταν ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦμε πρὶν ἔλθουμε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετὰ τὸ ταξίδι μας ἡ πίστη μας οὔτε μειώθηκε οὔτε αὐξήθηκε. Γνωρίζαμε ἐπίσης ὅτι Αὐτὸς ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Παρθένου πρὶν πᾶμε στὴ Βηθλεέμ. Πιστεύαμε στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πρὶν δοῦμε τὸν τάφο Του. Ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναλήψεως πρὶν δοῦμε τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶναι πιὸ σπουδαῖο νὰ «μεταβοῦμε ἀπὸ τὸ σῶμα πρὸς τὸν Κύριό μας παρὰ νὰ ταξιδέψουμε ἀπὸ τὴν Καππαδοκία στὴν Παλαιστίνη».
.         Τὸ 381 ὁ Γρηγόριος ἔλαβε μέρος στὴν Δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ἦταν ἤδη πολὺ γνωστὴ καὶ σημαντικὴ μορφή. Μὲ ἕνα διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορος στὶς 30 Ἰουλίου 381, ὁ Γρηγόριος συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὡς οἱ σπουδαιότερες αὐθεντίες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητος. Οἱ Ἱεράρχες προτάθηκαν ἀπὸ κάθε ἐπαρχία, καὶ ὁ Γρηγόριος προτάθηκε ἀπὸ τὸν Πόντο μαζὶ μὲ τὸν Ἑλλάδιο Καισαρείας καὶ τὸν Otreius (σ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Ὀτρήϊος) Μελιτηνῆς. Οἱ μεταγενέστερες σχέσεις του μὲ τὸν Ἑλλάδιο τοῦ προξένησαν πολλὲς δυσκολίες.
.         Τὸ 382 καὶ 383 ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ πάλιν παρὼν στὶς συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνέχισε τὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Γνωρίστηκε μὲ τὴν μοναχὴ Ὀλυμπιάδα, τὴν ὁποία τιμοῦσε πολὺ ὁ  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν εὐσέβειά της. Τὸ 394, ὁ Γρηγόριος ἔλαβε μέρος σὲ μία σύνοδο γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀραβία. Αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς του, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀκριβῆ γνώση. Πέθανε πιθανὸν τὸ 394.  Ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε ὁ  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Γρηγόριος σταμάτησε νὰ ἀναφέρεται δημοσίως. Λίγες πληροφορίες διασώθηκαν γιὰ τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του ποὺ φαίνονται νὰ ὑποδηλώνουν ὅτι ἡ αὐθεντία του ἦταν εὐρύτατα σεβαστὴ καὶ ὅτι συνέχιζε νὰ ἐπηρεάζει τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἂν καὶ ἔμενε πιθανὸν λίγο χρόνο στὴν Νύσσα.
.         Οἱ σύγχρονοι τοῦ Γρηγορίου τὸν θεωροῦσαν μεγάλο ὑπερασπιστὴ τῆς ὀρθοδοξίας κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Ἀπολλιναριστῶν, «στύλον τῆς ὀρθοδοξίας» καὶ «πατέρα τῶν πατέρων». Αὐτὴ ἡ φήμη ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Ὠριγενιστικῆς λογομαχίας. Σχεδὸν τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου δὲν περιλαμβανόταν σὲ κατάλογο τῶν «ἐπίλεκτων πατέρων», καὶ ἡ ἄμεση ἐπιρροή του μειώθηκε. Ἀργότερα, ὅμως, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο χαρακτηρίστηκε πάλι «ὁ πατὴρ τῶν πατέρων».
.         Κριτικὴ συζήτηση γιὰ τὴν θεολογία τοῦ Γρηγορίου ἄρχισε πολὺ νωρίς, τὸν τέταρτο αἰώνα, καὶ ὁ Βαρσανούφιος μᾶς ἔδωσε τὸ λόγο γι᾽ αὐτὴν τὴν ἐπανεκτίμηση. «Πολλοὶ ἅγιοι, ποὺ ἔγιναν διδάσκαλοι, ξεπέρασαν τοὺς δικούς τους δασκάλους λαμβάνοντας τὴν ἄνωθεν ἔγκριση γιὰ τὴν διατύπωση μιᾶς νέας διδασκαλίας. Συγχρόνως, ὅμως, διατήρησαν ὅ,τι εἶχαν πάρει ἀπὸ τοὺς προηγουμένους δασκάλους τους. Ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἦταν ἐσφαλμένη. Ἀφοῦ αὐτοὶ οἱ ἄνδρες ἔγιναν πνευματικοὶ διδάσκαλοι, δὲν παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ἂν αὐτὸ ποὺ οἱ δάσκαλοί τους τοὺς δίδαξαν εἶχε πράγματι ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ σέβονταν τὴν σοφία τῶν δασκάλων τους, δὲν ἐξέταζαν τοὺς λόγους τους. Δὲν ρωτοῦσαν τὸν Θεὸ ἂν αὐτοὶ οἱ λόγοι τους ἦταν ἀληθινοί». Ἡ θεολογία τοῦ Γρηγορίου διαμορφώθηκε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ὠριγένη, καὶ ἔτσι περιλαμβάνει στοιχεῖα τῆς σχολικῆς παραδόσεως μαζὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ σύστημα τοῦ Γρηγορίου δὲν καταδικάστηκε ποτὲ στὸ σύνολό του, ἀλλὰ ἀργότερα ἀποκαθάρθηκε ἀπὸ τὸν Ὠριγενισμό του.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
 .         Ὁ Γρηγόριος δὲν ἐπεξεργάστηκε ἕνα πλῆρες θεολογικὸ σύστημα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ἴσως τὸν πιὸ αὐστηρὰ συστηματικὸ νοῦ ἀπὸ ὅλους τοὺς Πατέρες. Ἡ θεολογία του ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν Ὠριγένη καὶ ἀπὸ τὴν σκέψη τῶν Νεοπλατωνικῶν.  Ὁ Γρηγόριος ἔγραψε γιὰ ὅλα τὰ θεολογικὰ θέματα. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι πολεμικὰ καὶ δογματικά, καὶ ἄλλα δείχνουν τὰ προσωπικά του ἐνδιαφέροντα.
Ἐξηγητικὰ Ἔργα
.         Ὁ Γρηγόριος ὡς ἐξηγητὴς συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου, ἀλλὰ μερικὰ ἀπὸ τὰ κείμενά του ἀκολουθοῦν τὴν Ὠριγενιστικὴ παράδοση τῶν ὑπομνημάτων. Ἡ πρώτη ὁμάδα περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικὲς πραγματεῖες στὴν Ἑξαήμερον: «Περὶ κατασκευῆς τοῦ Ἀνθρώπου»· καὶ «Ἀπολογητικὸς εἰς τὴν Ἑξαήμερον», ποὺ γράφτηκαν ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου. Ἐδῶ, ὅπως σὲ ἄλλα ἔργα, ὁ Γρηγόριος ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ Βασιλείου, καὶ ἡ ἐξήγησή του δείχνει τὴν ἐπίδραση τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας, ἰδιαίτερα τῶν ὑπομνημάτων τοῦ Ποσειδωνίου καὶ ἄλλων στὸν Τίμαιο τοῦ Πλάτωνος. Τὰ ἄλλα ἐξηγητικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου γράφτηκαν ἀργότερα στὴν ζωή του, καὶ σ’ αὐτὰ ἡ μέθοδος τῆς ἑρμηνείας του εἶναι αὐστηρῶς ἀλληγορική. Συνδέονται ἀπὸ τὸ κοινὸ θέμα τους γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς ἠθικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς ὡς ὁδοῦ γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τὸ «Περὶ τοῦ βίου τοῦ Μωϋσέως», τὸ ὁποῖο δείχνει καθαρὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Φίλωνος, καὶ ἕνα ὑπόμνημα τῶν «Δεκαπέντε Ὁμιλιῶν εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων», τὸ ὁποῖο ἐξηγεῖ ὁ Γρηγόριος σύμφωνα μὲ τὴν Ὠριγενιστικὴ παράδοση.
.         Ὁ Γρηγόριος ὑπερασπίζεται τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο στὴν εἰσαγωγή του σ’ αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα, ποὺ ἀφιερώνεται στὴν Ὀλυμπιάδα. Κατὰ τὴν γνώμη του, τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων προϋποδηλώνει τὸν πνευματικὸ γάμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὸν ἄκρως ἐπιθυμητὸ οὐράνιο Νυμφίο. Στὴν «Ἀκριβῆ Ἔκθεση τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ» ὁ Γρηγόριος ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀναγκαιότητα ἐλευθερώσεως τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη, ὥστε αὐτὴ νὰ μπορέσει νὰ ἀνυψωθεῖ σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὑπεράνω τῶν αἰσθήσεων. Περιγράφει τὰ στάδια ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἠθικὴ τελείωση σὲ μία ὁμιλία, «Εἰς τὰς Ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν», δίνοντας ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸν ἕκτο Ψαλμό. Προφανῶς ἔγραψε ἐπίσης μία ἐξήγηση στὶς «Παροιμίες». Τὰ περισσότερα ἐξηγητικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐνῶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει γράψει μόνο γιὰ τοὺς Μακαρισμοὺς καὶ τὴν Κυριακὴ Προσευχή. Στὰ ἐξηγητικά του ἔργα περιλαμβάνεται ἐπίσης μία ὁμιλία «Περὶ τῆς ἐγγαστριμύθου», ἕνα θέμα ποὺ εἶχε τραβήξει τὴν προσοχὴ τοῦ Ὠριγένη. Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Ὠριγένη ὁ Γρηγόριος ὑποστηρίζει τὴν θέση τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου καὶ τοῦ Εὐσταθίου  Ἀντιοχείας λέγοντας ὅτι ἦταν ἕνας δαίμονας καὶ ὄχι τὸ πνεῦμα τοῦ Σαμουὴλ ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν Σαούλ. Τὰ δογματικὰ καὶ πολεμικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου περιλαμβάνουν ἐπίσης ἐρμηνευτικὰ σχόλια.
Πολεμικὰ Ἔργα
.         Τὰ πολεμικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου περιλαμβάνουν δώδεκα φυλλάδια (ἢ κατὰ μερικοὺς τέσσερα ἕως δεκατρία – ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί ὀνομάζει κανεὶς μὲ αὐτὸ τὸν ὄρο, κατὰ τοῦ Εὐνομίου, ποὺ ἐξετάζουν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ αἱρετικοῦ κατὰ τῆς θεολογίας τοῦ Βασιλείου. Αὐτοὶ οἱ «Ἀντιρρητικοὶ Λόγοι» γράφτηκαν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους τὸ 380 καὶ 381, καὶ συμπληρώθηκαν ἀργότερα ἀπὸ ἕνα ὑπόμνημα στὸ σύμβολο πίστεως ποὺ ὁ Εὐνόμιος παρουσίασε στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸ 383.  Ὁ Γρηγόριος πολεμᾶ τὸ δόγμα τῶν Ἀνομοίων καὶ ἐκθέτει τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Βασιλείου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀβλάβιο «Ἐναντίον ἐκείνων ποὺ μᾶς κατηγοροῦν ὅτι λέμε πὼς ὑπάρχουν Τρεῖς Θεοὶ» («Περὶ τοῦ μὴ εἶναι τρεῖς Θεοὺς») εἶναι ἐπίσης ἀφιερωμένη στὴν ὑπεράσπιση τῆς διδασκαλίας τοῦ Βασιλείου. Στὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του ὁ Γρηγόριος ἔγραψε δύο πραγματεῖες κατὰ τοῦ Ἀπολλιναρίου, οἱ ὁποῖες περιέχουν λεπτομερῆ ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ  Ἀπολλιναρίου γιὰ τὴν οὐράνια σάρκα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀπουσία ἀνθρώπινου νοῦ στὸν Χριστό. Ὁ Γρηγόριος ἐπιτίθεται ὄχι μόνο προσωπικὰ κατὰ τοῦ Ἀπολλιναρίου ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν διδασκαλιῶν του, ὅπως αὐτὲς διερμηνεύτηκαν καὶ ὑποτιμήθηκαν ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Ἀσχολεῖται σύντομα μὲ τὸ ἴδιο θέμα καὶ στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας («Κατὰ Ἀπολλιναρίου πρὸς Θεόφιλον Ἀλεξανδρείας»). Ὁ Γρηγόριος, ἀκόμα, ἔγραψε μία ὁμιλία Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐναντίον τῶν Μακεδονιανῶν Πνευματομάχων («Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τῶν Πνευματομάχων Μακεδονιανῶν»). Μία ὁμιλία κατὰ τοῦ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου, ποὺ ἀποδόθηκε στὸν Γρηγόριο, δὲν γράφτηκε ἀπὸ αὐτὸν (ἴσως εἶναι ἔργον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου).
Δογματικὰ Ἔργα
.         Τὰ βασικὰ δόγματα τοῦ Γρηγορίου περιλαμβάνονται στὸ ἔργο τοῦ «Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας», ποὺ γράφτηκε ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 385. Αὐτὸ τὸ ἔργο περιλαμβάνει ἐπιχειρήματα κατὰ ὁρισμένων αἱρέσεων, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐστηρῶς πολεμικό. Γράφτηκε κυρίως γιὰ διδασκαλία πρὸς τοὺς κατηχουμένους. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς  Ἁγίας Γραφῆς καὶ δικῶν τοῦ λογικῶν συλλογισμῶν ἐκθέτει τὶς ὀρθόδοξες διδασκαλίες περὶ Πίστεως, Ἁγίας Τριάδος, Ἐνσαρκώσεως, Ἀπολυτρώσεως, Μυστηρίου, Βαπτίσματος, Εὐχαριστίας, καὶ Τελικῆς Κρίσεως. Τὰ ἄλλα δογματικά του ἔργα περιλαμβάνουν τὴν μικρὴ πραγματεία του Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ γράφτηκε πρὸς τὸν Εὐστάθιο Σεβαστείας («Περὶ Τριάδος πρὸς Εὐστάθιον»), μία ἐπιστολὴ πρὸς Σιμπλίκιο περὶ πίστεως («Περὶ πίστεως πρὸς Σιμπλίκιον»), ἡ ὁποία ἐξηγεῖ τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος-«Πρὸς Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν». Ἕνας διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως («Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ἢ λόγος ὁ λεγόμενος τὰ Μακρίνεια»), ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ὅτι γίνεται ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Γρηγορίου Μακρίνα, γράφτηκε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Πλατωνικοῦ «Φαίδωνος». Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ προσωπικά του ἔργα. Ὁ Γρηγόριος ἀσχολεῖται μὲ παρόμοια προβλήματα στὴν πραγματεία του «Περὶ τῶν νηπίων πρὸ ὥρας ἀφαρπαζομένων». Ἕνας διάλογος «Κατὰ Εἱμαρμένης» ἀνάμεσα σ᾽ ἕναν ἐπίσκοπο καὶ ἕναν ἐθνικὸ φιλόσοφο ἀποτελεῖ ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως ἐναντίον τῆς ἀστρολογίας καὶ τῆς μοιρολατρείας.
Ἀσκητικὰ καὶ Ἠθικὰ Ἔργα
.         Μεταξὺ τῶν ἀσκητικῶν καὶ ἠθικῶν ἔργων τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἕνα ἐκτενὲς φυλλάδιο «Περὶ παρθενίας», ποὺ ἔγραψε στὴ νεότητά του, καὶ μερικὲς συντομώτερες πραγματεῖες: «Περὶ τοῦ τί τὸ Χριστιανῶν ὄνομα ἢ ἐπάγγελμα;», «Περὶ τελειότητος καὶ ὁποῖον χρὴ εἶναι τὸν Χριστιανόν», «Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, πρὸς τὸν μοναχὸν Ὀλύμπιον». Τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες τοῦ Γρηγορίου διατυπώνεται μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια στὴν ἐπιστολή του «Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρινῆς», ἡ ὁποία γράφτηκε ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό της.
Λόγοι
.        Ἀπὸ τοὺς Λόγους τοῦ Γρηγορίου λίγοι ἐπέζησαν. Οἱ σπουδαιότεροι εἶναι οἱ λόγοι ἐπὶ τῶν μεγάλων Ἑορτῶν: Χριστουγέννων, Ἐπιφανείων, Πάσχα, καὶ Πεντηκοστῆς. Ἔγραψε ἐπίσης ὁμιλίες γιά: τὸν Ἄγ. Στέφανο, τὸν Μάρτυρα Θεόδωρο, τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας τῆς Σεβάστειας, τον  Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν θαυματουργό. Οἱ ἐπιτάφιοι λόγοι τοῦ ἀφιερώνονται, μεταξὺ ἄλλων, στὸν Βασίλειο καὶ τὸν Μελέτιο Ἀντιοχείας. Τὰ ὁμιλητικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου ὑστεροῦν ἔναντι παρόμοιων ἔργων ἄλλων μεγάλων Πατέρων, καὶ τὸ ὕφος τοῦ εἶναι βαρὺ καὶ τεχνητό. Αὐτὸ εἶναι λαμπρὸ στὰ ἀσκητικὰ τοῦ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶχαν μεγάλο προσωπικὸ ἐνδιαφέρον γι’ αὐτόν.
Ἐπιστολὲς
.         Ὁ Γρηγόριος ἄφησε 26 μὲ 30 ἐπιστολές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ περισσότερες παρέχουν πληροφορίες σχετικὲς μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ζωή του. Ἡ Ἐπιστολή του γιὰ τὶς Ἱερὲς (προσκυνηματικὲς) ὁδοιπορίες στὰ  Ἱεροσόλυμα εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική. Ἡ «κανονικὴ» ἐπιστολὴ πρὸς Λητόϊον περιλαμβάνει ὀκτὼ κανόνες καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ «Νομοκάνονα» καὶ ἄλλες συλλογὲς κανόνων. Οἱ κανόνες του γιὰ τὴν ζωὴ τῆς μετανοίας διατυπώθηκαν σύμφωνα μὲ τὴν γνώση τῆς Ψυχολογίας ποὺ εἶχε, καὶ διαμορφώθηκαν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς ἐμπειρίας του ὡς κληρικοῦ.  Ὁ Γρηγόριος ἔγραψε ἐπίσης μία Ἐπιστολὴ γιὰ τὸ Πάσχα, τὴν «κοινὴ νηστεία τῆς δημιουργίας», ἡ ὁποία γιορτάζει τὴν ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Ἐπιστολή του 25 πρὸς Ἀμφιλόχιο εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς τέχνης καὶ ἀρχιτεκτονικῆς, γιατί περιγράφει λεπτομερῶς ἕνα «μαρτύριον» ὑπὸ κατασκευήν.

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης


Ο άγιος Γρηγόριος, τον οποίο σήμερα τιμά η Εκκλησία μας, ήταν πραγματικά ένα μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Όταν διαβάζη κανείς τα έργα του, χαίρεται την ευρύτητα της σκέψεώς του, την γονιμότητα της διδασκαλίας του, αλλά, κυρίως και προ παντός, την μεγάλη του ευαισθησία. Ασχολείται με θέματα πολύ δύσκολα, και όμως δεν αφίσταται της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης συναντούμε την διδασκαλία ότι το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι η θεραπεία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθαρση, και ότι σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση. Βέβαια, και άλλοι Πατέρες αναλύουν αυτήν την πραγματικότητα, αλλά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επιχειρεί λεπτομερή ανάλυση. Στο έργο του “εις τον βίον Μωϋσέως”, το οποίο είναι υπόδειγμα θεολογικού λόγου, κάνει θαυμάσιες προεκτάσεις και παρατηρήσεις.

Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου, ασχολήθηκε με θέματα τα οποία ήταν δυσεπίλυτα για το ανθρώπινο πνεύμα. Η μεγάλη του ευαισθησία, που φαίνεται στις συνομιλίες που είχε με την αδελφή του Μακρίνα, πριν εκείνη κοιμηθή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον θάνατό της, όπως και η στάση του απέναντι στον χωρισμό από την αδελφή του, κάνει τρομερή εντύπωση. Ήταν πραγματικά μεγάλος θεολόγος, αλλά και αρκετά ευαίσθητος πνευματικός πατέρας.

Η αξία της μεγάλης του προσωπικότητος αναγνωρίστηκε από όλη την Εκκλησία. Μετά τον θάνατο του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που έγινε το 379, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως έναντι των Χριστολογικών αιρέσεων της εποχής του. Δυναμική ήταν η παρουσία του στην Σύνοδο της Αντιοχείας το 379 μ.Χ. καθώς επίσης και η αποστολή του στον Πόντο και την Αραβία για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος απέκτησε μεγάλο κύρος, και γι’ αυτό ενδιαφερόταν για την ρύθμιση διαφόρων εκκλησιαστικών υποθέσεων, κυρίως σε δογματικά ζητήματα.

Σημαντική ήταν η παρουσία του στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο, στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή επικράτησε η θεολογία του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που είχε κοιμηθή δύο χρόνια πριν από την σύγκληση της Συνόδου, αλλά ο άγιος Γρηγόριος αποδείχθηκε ο θεολογικός εκφραστής της Συνόδου.

Κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, ο άγιος Γρηγόριος ανέγνωσε μπροστά στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο μελέτη του, που αντέκρουε τις απόψεις του Ευνομίου, ο οποίος (Ευνόμιος) είχε καταφερθή εναντίον του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος έγραψε εναντίον των αιρετικών θέσεων του Ευνομίου. Η επιχειρηματολογία του Μ. Βασιλείου τόσο πολύ εξέπληξε τον Ευνόμιο, ώστε απήντησε μετά δεκατέσσερα χρόνια με το έργο του “απολογία υπέρ απολογίας”. Τότε, όμως, δεν ήταν δυνατόν να απαντήση ο Μ. Βασίλειος, γιατί βρισκόταν προς το τέλος της ζωής του. Την αποστολή αυτή εξεπλήρωσε με επιτυχία ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Με τρία βιβλία του κονιορτοποίησε στην κυριολεξία τις απόψεις του Ευνομίου, υπερασπιζόμενος τόσο την ορθόδοξη πίστη, όσο και την μνήμη του αδελφού του. Τα συγγράμματα αυτά συγκαταλέγονται στα άριστα αντιαιρετικά κείμενα.

Στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε από όλους ως ο κατ’ εξοχήν θεολόγος. Αυτός διάβασε την εισηγητική ομιλία στην Σύνοδο, εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο στον Μελέτιο Αντιοχείας, που ήταν Πρόεδρος της Συνόδου, εξεφώνησε την ομιλία κατά την ενθρόνιση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπως πιστεύεται, αυτός έδωσε την τελική μορφή στο Σύμβολο της Πίστεως, αυτός συνέταξε το άρθρο περί του Αγίου Πνεύματος: “Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον το λαλήσαν δια των Προφητών”. Μάλιστα, λέγεται ότι στην εικονογράφηση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζεται ως ο πρακτικογράφος της Συνόδου.

Πριν από την λήξη των εργασιών της Συνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου ο άγιος Γρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστεως για τους επισκόπους του Πόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί.

Μετά την Σύνοδο ανέλαβε περιοδείες στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αραβία για την λύση διαφόρων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καθώς επίσης συμμετέσχε σε συνόδους για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως. Όλα αυτά δείχνουν ότι είχε μεγάλο κύρος στον ορθόδοξο χώρο. Μάλιστα, σε αυτόν ανατέθηκε να εκφωνήση τους επικηδείους λόγους στην βασιλόπαιδα Πουλχερία και την Βασίλισσα Πλακίλλα.

Πέρα από αυτά τα γεγονότα, που είναι γνωστά στην εκκλησιαστική ιστορία από τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, υπάρχουν και συνοδικά κείμενα που τον θεωρούν μεγάλο οικουμενικό πατέρα της Εκκλησίας. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, αναγνωρίζοντας την αξία της προσωπικότητος και της θεολογίας του, τον ονόμασε “άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον έν τε λόγοις και εν τρόποις”. Η φράση αυτή εννοεί ότι ήταν δεύτερος μετά τον αδελφό του τον Μ. Βασίλειο. Αλλά και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του έδωσε τον μοναδικό τίτλο που δόθηκε σε θεολόγους της Εκκλησίας τον ονόμασε “πατέρα πατέρων”. Μάλιστα, είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε ο Μ. Βασίλειος, όταν εκφράσθηκαν απορίες, γιατί έναν τέτοιον μεγάλης αξίας άνθρωπο τον έκανε επίσκοπο της ασήμου πόλεως Νύσσης, που φαίνεται ότι αναφέρεται στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και όχι στον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, επειδή υπάρχει η λέξη “αδελφός”: “Έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού”*.

Μια τέτοια μεγάλη πατερική φυσιογνωμία, που η ίδια η Εκκλησία δια των Οικουμενικών της Συνόδων ονομάζει “πατέρα πατέρων” και άνδρα δεύτερον μετά τον Μ. Βασίλειο στους λόγους και τους τρόπους, και ένας τέτοιος άγιος, για τον οποίον γινόταν λόγος να συμπεριληφθή στην τριάδα των Τριών Ιεραρχών, δεν είναι δυνατόν να πέση σε τέτοιες σοβαρές πλάνες, όπως είναι η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων. Επομένως, σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία κατεδίκασε. Πώς είναι δυνατόν να καταδικάζεται συνοδικώς η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όμως να επαινήται υπερβαλλόντως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης;


Πηγή: Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η ζωή μετά τον θάνατο
, Ιερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Ακραίφνιο Θηβών 2005.

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Ο μεγάλος Καππαδόκης Πατέρας Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος


Οι Καππαδόκες Πατέρες είναι οι θεμελιωτές της Θεολογίας της Εκκλησίας μας, διότι κατόρθωσαν να διατυπώσουν με ακρίβεια το ορθόδοξο δόγμα, το οποίο είναι συνώνυμο με τη σωτηρία μας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης, μια πραγματικά μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία του 4ου μ. Χ. αιώνος, ο οποίος έβαλε τη δική του σφραγίδα στη διατύπωση των σωστικών αληθειών της χριστιανικής μας πίστεως.

Γεννήθηκε το 332 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν αδελφός του Μ. Βασιλείου. Από την ευσεβή οικογένειά του είχε πάρει τις πνευματικές του καταβολές και την ισχυρή πίστη του στο Θεό. Στο ευλογημένο σπίτι, της αγίας αυτής οικογένειας, κυοφορήθηκε μια σειρά μεγάλων αγίων της Εκκλησίας μας (Μ. Βασίλειος, άγιος Γρηγόριος, αγία Μακρίνα (γιαγιά), αγία Μακρίνα (αδελφή), αγία Εμμέλεια (μητέρα), άγιος Ναυκράτιος (αδελφός), κλπ). Για τα νεανικά του χρόνια δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Φαίνεται ότι σπούδασε στην Καισάρεια και ένας από τους δασκάλους του υπήρξε ο αδελφός του Βασίλειος. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία, η οποία τον έθελγε από μικρό. Διακρίνονταν για την ευφυΐα του και την φιλομάθειά του. Ως δασκάλα του θεωρούσε ο ίδιος και την αδελφή του Μακρίνα, η οποία τον δίδαξε αρετή και άσκηση.

Μελετούσε με πάθος την ελληνική φιλοσοφία και τα συγγράμματα του μεγάλου εκκλησιαστικού διδασκάλου Ωριγένη. Μελετούσε επίσης τους φιλοσόφους: Φίλωνα τον Ιουδαίο και τον Θεόγνωστο, οι οποίοι άσκησαν μεγάλη επίδραση σ’ αυτόν. Μελετούσε τη θύραθεν φιλοσοφία ακόμα και μετά την είσοδό του στον ιερό κλήρο.

Κατ’ αρχάς ασκούσε το επικερδές επάγγελμα του ρήτορα, αποκτώντας τη φήμη ενός από τους σπουδαιότερους ρήτορες της εποχής του. Νυμφεύτηκε την Θεοσέβεια, μια σπουδαία και αγία γυναίκα, η οποία όμως πέθανε λίγο καιρό αργότερα. Ο Γρηγόριος αντιμετώπισε με στωικισμό την απώλειά της. Ο ισχυρός χαρακτήρας του και η βαθειά πίστη τους στο Θεό τον βοήθησαν να ξεπεράσει το χαμό της.

Ύστερα από αυτό αφιερώθηκε στην Εκκλησία. Για λίγο καιρό αποσύρθηκε στο περίφημο ασκητήριο του αδελφού του Βασιλείου στον Πόντο, στα όχθες του Ίρη ποταμού, όπου προετοιμάστηκε πνευματικά, με άσκηση, κάθαρση παθών και προσευχή. Όσον αφορά τη γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων φαίνεται ότι δεν την κατείχε όσο έπρεπε και γι’ αυτό ο αδελφός του Βασίλειος δεν τον προόριζε αρχικά για κληρικό. Όμως στα 371 χήρεψε η επισκοπή Νύσσης, στην οποία χειροτονήθηκε επίσκοπος, σε ηλικία σαράντα χρονών, υποσχόμενος πλήρη αφοσίωση στη διακονία της Εκκλησίας.

Σύντομα όμως έγινε στόχος των αιρετικών αρειανών, οι οποίοι άρχισαν τις ενοχλήσεις, διότι διείδαν  ότι ένας ακόμη αντιαρειανός επίσκοπος προστέθηκε στους επικριτές τους. Και τούτο διότι ο Γρηγόριος είχε το σθένος, την ικανότητα και τη δύναμη να τους απογυμνώνει θεολογικά. Σχεδίασαν να τον εξοντώσουν. Χάλκευσαν ψεύτικες κατηγορίες ότι δήθεν είχε σφετεριστεί τα χρήματα της Εκκλησίας και το χειρότερο: τον κατηγόρησαν ότι είχε εκλεγεί αντικανονικά Επίσκοπος. Τις κατηγορίες ανέλαβε να προωθήσει κάποιος φανατικός αρειανός, ονόματι  Φιλόχαρης, προς τον διοικητή του Πόντου Δημοσθένη, ο οποίος ανάλαβε τη δίωξη του Γρηγορίου. Προς αυτόν απέστειλε επιστολές ο Μ. Βασίλειος, με τις οποίες τον παρακαλούσε να διενεργήσει διαχειριστικό έλεγχο στην επισκοπή για να αποδειχτεί η αθωότητα του Γρηγορίου. Όμως δεν κατέστη δυνατό να πειστεί ο Δημοσθένης. Επίσης ο φανατικός αρεινόφρων αυτοκράτορας Ουάλης είχε κάθε λόγο να καταδικαστεί ο ορθόδοξος Γρηγόριος. Έτσι, με σκοτεινά διαβούλια το 376 σύνοδος αρειανών επισκόπων του Πόντου και της Γαλατίας τον καθαίρεσαν ερήμην.

Ο Γρηγόριος έφυγε καταδιωκόμενος από την Επισκοπή του, διότι κινδύνευε πλέον και η ζωή του από τους φανατικούς αιρετικούς αρειανούς. Περιπλανήθηκε για δύο χρόνια στα δάση του Πόντου. Η περιπέτειά του έλαβε τέλος το 378, μετά το θάνατο του Ουάλη. Επέστρεψε στη Νύσσα, όπου του έγινε θερμή και θριαμβευτική υποδοχή από τους ορθοδόξους πιστούς. Ο Γρηγόριος άρχισε αμέσως την ποιμαντική του διακονία και την κάθαρση της Εκκλησίας από τους αρειανούς. Την επόμενη χρονιά πέθαναν τα αδέλφια του Βασίλειος και Μακρίνα, γεγονός, που τον γέμισε με πίκρα και οδύνη.

Το 379 έλαβε μέρος στην  Τοπική Σύνοδο της Αντιόχειας, η οποία συγκλήθηκε να καταδικάσει την αίρεση του Απολλιναρίου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός, κατά την σάρκωσή Του, έλαβε μόνον σάρκα από την ανθρώπινη φύση και όχι και ψυχή, που σημαίνει ότι δεν  έγινε αληθής άνθρωπος και άρα δεν είναι πραγματικός σωτήρας του κόσμου. Ο Γρηγόριος, με την ευγλωττία του και την θεολογική του κατάρτιση, ανασκεύασε τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και στερέωσε το ορθόδοξο δόγμα. Μετά το πέρας της Συνόδου στάλθηκε από του Πατέρες στην Εκκλησία της Βαβυλώνας και Αραβίας, για να κομίσει και να εφαρμόσει τις αποφάσεις της Συνόδου, στις οποίες κυριαρχούσαν αιρετίζουσες τάσεις. Μετά από αυτό επισκέφτηκε και τους Αγίου Τόπους και προσκύνησε τα Ιερά Προσκυνήματα. Αλλά εκεί έγινε στόχος των αιρετικών Απολλιναριστών.

Το 381μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει μέρος στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Εκεί με σθένος και καθαρό θεολογικό λόγο κατατρόπωσε τους πνευματομάχους του αιρετικού Μακεδονίου, αποδεικνυόμενος ως αυθεντία. Μάλιστα οι Πατέρες της Συνόδου τον χαρακτήρισαν ως «Πατήρ Πατέρων και Νυσσαέων Φωστήρας». Ο αυτοκράτορας Μ. Θεοδόσιος (379-395) τον αποκάλεσε «Στύλο της Ορθοδοξίας» και τον τίμησε δεόντως. Επίσης το 382 και 383 ήταν επίσης παρών στην Βασιλεύουσα στον αγώνα κατά των αρειανών.

Επανήρθε στην Επισκοπή του, όπου εργάστηκε με ζήλο, χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερες πληροφορίες για τα τέλη της ζωής του. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 394. Έγραψε σπουδαία συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, πολεμικά, ερμηνευτικά, λόγους, επιστολές κλπ. Σε αυτά είναι διάχυτη η θύραθεν παιδεία του και κυρίως η ελληνική φιλοσοφία. Κάποιοι προσπάθησαν να τον σπιλώσουν ως δήθεν κακόδοξο, «ωριγενιστή», κατά τις λεγόμενες «ωριγενιστικές έριδες» του 6ου αιώνα. Όμως η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποφάνθηκε για την Ορθοδοξία του.  Η μνήμη του τιμάται στις 10 Ιανουαρίου.

Γιώργος Βαλσάμης Η Ενδέκατη Ομιλία του αγ. Γρηγορίου Νύσσης στο ΄Ασμα Ασμάτων





Ο ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ λόγος τῆς ἑνδέκατης ὁμιλίας γιὰ τὴ σημασία τῆς ἐγρηγόρσεως προβάλλει τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ τρεπτοῦ σχήματος τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ τῆς μακάριας ζωῆς κοντὰ στὸν Θεό, ὡς ἀντίθεση μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, ὄντος καὶ φαντασίας τοῦ μὴ ὄντος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν καλεῖται νὰ νικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς ψυχῆς ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐπιθυμία τῆς νίκης, δὲν καλεῖται νὰ περάσει σὲ κατάσταση ἀπόλυτης νηφαλιότητας ἀλλὰ μονίμως ἀποβλέποντας σ᾽ αὐτὴν νὰ ἀποδειχθεῖ ἀνώτερος τοῦ νυσταγμοῦ.(1) Καὶ στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸ Ἆσμα(2) ὁ Γρηγόριος τονίζει τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία περὶ εὐθύνης καὶ ἐξουσίας τοῦ νοῦ. Τὴν ἀρετὴ ὡς κατόρθωμα τῆς προαιρέσεως, ἀπόδειξη ἐλευθερίας καὶ φόβητρο ἐναντίον τῶν τυραννικῶν φύσεων, ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων, ὑμνεῖ ὁ Γρηγόριος στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ὑπομνήματος Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως.

῾Η σχέση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο συγκροτεῖ δύο τρόπους ἐκφράσεως ἑνιαίας πραγματικότητας, τὴν ὁποία διαμορφώνει καὶ ἐπιθέτει στὰ πράγματα ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ἡ ψυχὴ δημιουργεῖ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ πρὸς αὐτὲς συσχηματίζεται μεταμορφώνοντας ἀναλόγως τὸν κόσμο.(3)῾Η διδασκαλία αὐτὴ δὲν συνεπάγεται παράδοση σὲ ὑποκειμενισμό, δὲν δημιουργεῖ ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἐκτός του, ἀλλὰ συναρτᾶται μὲ τὴν γραφικὴ μαρτυρία περὶ τῆς κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναγνωρίζοντας στὴν ψυχὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ὁ Γρηγόριος δὲν ἀναγνωρίζει παρὰ μόνον ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὴ δυνατότητα εἴτε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ ἀναπτύσσοντας κοντά Του καὶ πρὸς αὐτὸν τὰ χαρίσματα τῆς δημιουργίας, εἴτε νὰ ἀπομακρυνθεῖ σὲ διαδοχικὲς ὀπτασίες τοῦ μὴ ὄντος, κίνητρο τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ κατὰ τὸν ἴδιο ἡ ἀγάπη τῆς ἡδονῆς, τῆς δύναμης καὶ τῆς δόξας.(4)

Θὰ ἦταν σωστὸ νὰ βλέπαμε τὴν ἀντίθεση ὄντος καὶ μὴ ὄντος ὄχι ἀνάμεσα στὴν ἡδονὴ καὶ τὸν πόνο, ὄχι ἀνάμεσα στὴ δύναμη καὶ τὴν ἀσθένεια οὔτε ἀνάμεσα στὴ δόξα καὶ τὴν ἀσημαντότητα, ἀλλὰ ἀνάμεσα σὲ ὁτιδήποτε εἶναι πραγματικὸ καὶ στὴν διαστρέβλωσή του, ἀφοῦ καὶ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη ἔχει τὴ δική της δύναμη, δόξα καὶ ἡδονή. Δὲν θὰ συναντήσουμε στὸν Γρηγόριο λόγους κατὰ τῆς ἡδονῆς ὡς τέτοιας, οὔτε κατὰ τῆς δύναμης ὡς τέτοιας, οὔτε κατὰ τῆς δόξας: καταδικάζει τὴ διαστρέβλωσή τους. Τὸ κριτήριο ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ συλλάβει καὶ νὰ δείξει τὴν διάκριση ὄντος καὶ μὴ ὄντος, κριτήριο σύνηθες ἐντὸς τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, εἶναι ἡ διάρκεια, ὥστε ἂν μπορεῖ νὰ δωθεῖ κάποια μάχη, θὰ εἶναι μάχη ἐναντίον ἑνὸς καὶ μόνον ἀντιπάλου, τῆς ματαιότητας.(5) Ὕπνος λοιπὸν κυρίως εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη στὴ ματαιότητα ἐκφραζόμενη ὡς ἐγκατάλειψη σὲ ποικίλες παραμορφώσεις τοῦ ὄντος καὶ δι᾽ αὐτῶν στὴ λήθη τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴ βύθιση στὸν λήθαργο τοῦ μὴ ὄντος ἐμποδίζει ἡ αἴσθηση τοῦ πόνου. Βάσει αὐτῆς τῆς ἐπιγνώσεως ὁ Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει τὴν εὐαγγελικὴ προτροπὴ «ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι»,(6) προτροπὴ ποὺ ἀπετέλεσε ἕνα ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ ἀσκητικοῦ βίου.(7) Πῶς ὅμως ἡ αἴσθηση τοῦ πόνου θεραπεύει τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ ἡ ἴδια ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ Ἐκεῖνον; Πρόκειται γιὰ παράδοξο τῆς ἐκπτωτικῆς ἐποχῆς, πρὸς ἐπίλυσιν τοῦ ὁποίου ὁ Γρηγόριος ἐπιστρατεύει τὴ συνέχεια τοῦ προηγουμένου χωρίου ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο, τὸν λόγο περὶ τῆς ἐγρηγόρσεως τῶν ἀγγέλων ὡς ὑποδείγματος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους - κείμενο ἐξόχως σημαντικό, ἀφοῦ περιγράφει τὴ νήψη πέρα ἀπὸ κάθε ἄρνηση (πῶς θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ ἐγκράτεια στοὺς ἀγγέλους;(8)), τονίζοντας τὸ θετικὸ καὶ μάλιστα ἐρωτικὸ περιεχόμενο τῆς νήψης: ἄγρυπνος εἶναι ὁ ἐρωτευμένος.῾Υπ᾽ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ὄχι μόνο γίνεται ἐφικτὴ ἡ παρομοίωση ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων,(9) ἀλλὰ παρουσιάζεται ἐπιβεβλημένη, ἐνισχύοντας μάλιστα τὴν περὶ βαθμίδων προσεγγίσεως τοῦ Λόγου διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου: ὅ,τι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀποτελεῖ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ ἐνανθρώπηση δηλαδὴ τοῦ Λόγου, γιὰ τοὺς ἀγγέλους, στὴ συγκεκριμένη ὁμιλία, ἀποτελεῖ περισσότερο ἐγκατάλειψη τῆς θείας δόξας - οἱ ἄγγελοι νοιώθουν βαθύτερα τὸ γεγονὸς τῆς κενώσεως παρὰ τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειές του, ἔτσι ὥστεἀγρυπνοῦν ἀνυπόμονοι γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν ὑπερουράνιο μακαριότητα.(10)῾Η στάση τῶν ἀγγέλων, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Γρηγόριος, δὲν ὑποτιμᾶ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, διότι δὲν συνιστᾶ ὑποτίμηση ἡ ἔμφαση σὲ ὅ,τι θεμελιώνει καί τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. ἡ στάση τους ὑποδηλώνει τὴν προσδοκία κάθε ἐρωτευμένου νὰ βλέπει ὅ,τι ἀγαπᾶ μέσα στὸ ἰσχυρότερο δυνατὸ φῶς. Αὐτὴ ἡ προσδοκία κατευθύνει τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἀγρυπνία τῶν ἀγγέλων - ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἔρωτας τῶν ἀγγέλων γιὰ τὸν Χριστό.

Ἔχει συχνὰ τονισθεῖ ὁρισμένη συγγένεια τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μὲ τὸν ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη. Πιθανῶς ἡ ἔμφαση ποὺ δίνεται στὴ συγγένεια αὐτὴ νὰ εἶναι ὑπερβολικὴ καὶ πάντως στὴν συγκεκριμένη ὁμιλίαβλέπουμε μιὰ πολὺ σημαντικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο θεολόγων. Ὁ Διονύσιος ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἀγγέλους κυρίως ὡς πνεύματα καλύπτοντα ἱεραρχικῶς καὶ παιδαγωγικῶς τὴν μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀπόσταση. Ὁ Γρηγόριος ἐδῶ τοὺς παρουσιάζει ἐρωτευμένους τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἀδημονοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δὲν παρακαλοῦν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία τους, δὲν δοξάζουν τὸν Κύριο γιὰ τὴ μεγάλη Του εὐεργεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν παιδαγωγική τους χρησιμότητα συνιστᾶ ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσή τους στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι νὰ μιμηθοῦν.(11) Καὶ ἡ ἀναφορὰ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ διήγηση τοῦ Ἄσματος φανερώνουν τὸν ἔρωτα πέραν τῶν ἠθικιστικῶν περὶ γενικῆς ἀγαθοεργίας προτροπῶν, ὡς δύναμη ποὺ ἀναπτύσσεται πάντοτε μεταξὺ δύο, καὶ στὴν τελειότερη μορφή του, ὡς στάση ἀποκλειστικῆς ἀφοσίωσης τοῦ ἑνὸς συγκεκριμένου ὄντος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ προσέξουμε ἐπίσης, ὅτι ἡ παρθενία συνδέεται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο μὲ τὴν ἀφθαρσία καὶ δὲν ἀποτελεῖ τόσο προϊὸν ἐγκρατείας, ὅσο δῶρο τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς ἀγάπης τῆς ἐνανθρωπήσεως,(12) ἔτσι ὥστε φυσικὴ κατάσταση δὲν εἶναι ἡ ἐγκράτεια ἀλλὰ ἡ παρθενία.῾Η περὶ παρθενικῆς ἀφθαρσίας ἔκφραση τοῦ Γρηγορίου βοηθεῖ νὰ ἀποφύγουμε νὰ ταυτίζουμε αὐτὸ ποὺ ἡ πορνεία εἶναι μὲ τὶς συνέπειές της: πορνεία δὲν εἶναι ἡ πρόσδεση στὴν ὕλη εἴτε στὴν σεξουαλικότητα, μολονότι καὶ δι᾽ αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται, ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Χριστό. Πορνεία εἶναι ἡ λήθη τοῦ Χριστοῦ.῾Η διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ἂν καὶ μοιάζει νὰ ὁδηγεῖ σὲ νοησιαρχικὲς ἀποκλίσεις, στὴν πραγματικότητα, ὅπως θὰ διαπιστώσουμε καὶ στὴ συνέχεια, δὲν προϋποθέτει τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸν θετικὸ χαρακτήρα τῆς παρθενίας -κύριο δηλαδὴ χαρακτηριστικὸ τῆς παρθενίας προβάλλεται ὄχι ἡ ὁποιαδήποτε ἀποχὴ καὶ ἐγκράτεια ἀλλὰ ἡ ἀθανασία καὶ ἡ πίστη στὸν Χριστό.῾Η ἐγκράτεια εἶναι προσωρινή, ἡ παρθενία ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ τὴν χαρακτηρίζει ἀγγελική.(13) Μποροῦμε, ἔτσι, νὰ κατανοήσουμε περισσότερο καὶ φράσεις ὅπως τοῦ Αὐγουστίνου, κατὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς ἐφόσον ἀγαπάει νὰ κάνει ὅ,τι θέλει.῾Η ἠθικὴ εἶναι παράγωγο τῆς παρθενίας, ὄχι αἰτία της. προβάλλοντας τὴ συνείδηση ὣς ἕδρα καί τῆς ἐλευθερίας καί τῆς συναντήσεως μὲ τὸν Θεό, ὁ Γρηγόριος ἀναιρεῖ κάθε τάση νομικιστικοῦ τύπου εὐσέβειας.(14)

Τὸ νὰ ἰσχυριζόμαστε πὼς ἡ ἑρμηνεία τοῦ Γρηγορίου στὸ Ἆσμα δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν προσωπικὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ἐπίσης στὸν γάμο Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, διασπᾶ τὸ ἑνιαῖο μυστήριο τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ γάμος Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας δὲν συντελεῖται παρὰ μόνο μέσα στὴν προσωπικὴ ἕνωση κάθε ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό.(15) ῾Η Ἐκκλησία δὲν συνιστᾶ ἀθροιστικὸ σύνολο, ὑπάρχει μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ὑπάρχει καὶ ζεῖ ὁλόκληρος μέσα σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη της.(16)

῾Η διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀναδεικνύεται συνεχῶς καὶ ἀπολύτως χριστοκεντρική.῾Η φυσικὴ κατάσταση ὅλων τῶν προικισμένων μὲ νοημοσύνη ὄντων εἶναι νὰ στρέφονται ἐρωτικὰ πρὸς τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε σωτήρας ὅλων εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλο κείμενό του δὲν θὰ διστάσει νὰ ἀποκαλέσει τὸν ἄγγελο ἀδελφὸ τρόπον τινὰ τοῦ ἀνθρώπου.(17) Ἑνοποιό τους ἰδίωμα ἀποτελεῖ ἡ ἀγρυπνία μέσα στὴν ἀναμονὴ τοῦ Χριστοῦ. Μακάριος ὅποιος ἀνοίγει σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ κρούει τὴν θύρα.(18) Ὁλόκληρη ἡ νοήμων καὶ ἀγαθὴ κτίση στὴ μακαριότητα αὐτοῦ τοῦ καιροῦ ἐλπίζει. Στὴν ἐλπίδα αὐτὴ ἔχει βυθίσει τὴν ψυχή της τελείως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος.

Ἔχοντας προβάλλει τὸν ὁρίζοντα τῆς καθολικῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Γρηγόριος ἐπιστρέφει στὸ κείμενο τοῦ Ἄσματος ἀναλαμβάνοντας τὴ νύμφη στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ἐκεῖνο, ὅπου ἡ μακαριότητά της πρόκειται νὰ ἐκπληρωθεῖ, ὅπου ὁ κρούων τὴν καλεῖ νὰ Τὸν ὑποδεχθεῖ. Ἔχει πολεμήσει καὶ νικήσει τὴν σκληρότητα, ἔχει ἐργασθεῖ παραδείσους καὶ ἔχει ἐνδυθεῖ τὸ φῶς, ἔχει προσφέρει κάθε δῶρο θεοπρεπές, γι᾽ αὐτὴν ὁ Λόγος μαρτυρεῖ πὼς εἶναι τέλεια, καὶ ψόγος σ᾽ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει.(19)῾Η τελειότητα, ὅμως, ἀναφερόμενη σὲ ἀνθρώπους, ἔχει σχετικὴ σημασία καὶ σημαίνει τὴν ἐξάντληση τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γιὰ τὸ ἀγαθό.(20) τὰ ὅρια ὅμως πάντοτε ὑπάρχουν, συνεχῶς μετατίθενται, σὲ πορεία παράδοξη, ὅσο παράδοξη εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἄπειρου καὶ τοῦ πεπερασμένου, παρὰ τὴν ἀχανῆ μεταξύ τους ἀπόσταση καὶ ἐντὸς αὐτῆς, σὲ πορεία ἀδιάκοπη, ποὺ θὰ θύμιζε τὸ μαρτύριο τοῦ Σισσύφου ἂν δὲν γεννιόταν καὶ δὲν μεγάλωνε ὑπὸ τὴν θαλπωρὴ τῆς θείας ἀγάπης, ἔργο τῆς ὁποίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ μεταμόρφωση τῆς ἀπόστασης σὲ προϋπόθεση τῆς κοινωνίας. Μόνο χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ ἀπόσταση θὰ ἀποτελοῦσε καταδίκη, ἐνῶ τώρα ἡ ἴδια αὐτὴ ἀπόσταση παρέχει τὸν χῶρο τῆς μυστικῆς συναντήσεως.(21) Δὲν ὑπάρχει θαυμασμὸς γνήσιος χωρὶς ἀπολύτων διαστάσεων ἀπόσταση, καὶ μόνο μέσα στὸν θαυμασμὸ ἡ τέτοια ἀπόσταση δὲν τρομάζει. Ὥστε ἡ συνεχὴς ἐρωτικὴ μύηση ὄχι μόνο βασανιστικὴ ἐπανάληψη δὲν καταντᾶ, ἀλλά, ἀντιθέτως, γίνεται περιπέτεια, τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὅσοι τὴν συμμερίζονται οὐδέποτε ἐπιθυμοῦν. Ἀκόμη, ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περὶ τῶν ὁρίων ὡς μεταβλητῆς πραγματικότητας καὶ συνεπῶς περὶ ἀέναης προσχωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀγαθό, ἔχει πολὺ σημαντικὲς ἀνθρωπολογικὲς συνέπειες, ἀφοῦ προϋποθέτει ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς νὰ εἶναι ἄπειρη, μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει δυναμικὸ καὶ μάλιστα ἀνεξάντλητα δυναμικὸ χαρακτῆρα.῾Η φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως, δὲν κατανοεῖται οὐσιολογικά, δὲν ἀποτελεῖ περιουσία, ὡς τὴν προσέλαβε ἐνίοτε ἀκόμη καὶ ἡ χριστιανικὴ θεολογία, κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἐπιρροῆς της ἀπὸ ὁρισμένες ὄψεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης. Δὲν ἀποτελεῖ δεδομένη, σαφῶς περιγεγραμμένη,πραγματικότητα, μολονότι μπορεῖ νὰ καταντήσει καὶ αὐτό, ἀλλὰ στὴ συνάντησή της μὲ τὸν Θεό,διὰ τῆς μυστικῆς ἀναγεννήσεως, ἀενάως διευρύνει τὰ ὅριά της, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται ὡς μυστήριο καὶ εἶναι οὐσιωδῶς ἀκατάληπτος.

{5.2}[ Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ.]

Φωνὴ τοῦ ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπὶ τὴν θύραν Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός. {5.3} Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς; {5.4} Ἀδελφιδός μου ἀπέστειλε χεῖρα αὑτοῦ διὰ τῆς ὀπῆς καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν.

Τὶς ἑνότητες 2, 3, καὶ 4 τοῦ πέμπτου κεφαλαίου τοῦ Ἄσματος σχολιάζει ὁ Γρηγόριος στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία. Τὴ φράση "Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ" κατατάσσει στὴν προηγούμενη ἑνότητα τοῦ ἴδιου κεφαλαίου τοῦ Ἄσματος καὶ ἀκολούθως τὴ σχολιάζει στὴν δέκατη ὁμιλία. Πιθανῶς τὸ χειρόγραφό του παρεῖχε αὐτὴ τὴ διαίρεση, ἐκτὸς ἐὰν προτίμησε νὰ ἀναφέρει τὸν συγκεκριμένο στίχο στὰ προηγούμενα θεωρώντας ὅτι νοηματικῶς ἐκεῖ ἀνήκει.῾Η τελευταία περίπτωση πρέπει πιστεύω νὰ ἀποκλεισθεῖ.῾Η ἑρμηνεία ποὺ ἔδωσε στὸν στίχο αὐτὸ στὴν προηγούμενη ὁμιλία θὰ ταίριαζε καὶ μὲ τὸν περὶ ἐγρηγόρσεως λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ ἑνδέκατη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἐγκώμιο στὴν τελειότητα τῆς νύμφης, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει τὸ κύριο τμῆμα τῆς ἑνδέκατης. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ συνάρτηση θὰ λέγαμε, πὼς ὁ συγκεκριμένος στίχος παραμένει οὐσιαστικὰ μετέωρος, τονίζοντας καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὡς μεγάλο ὁρόσημο τῶν δύο ὁμιλιῶν, τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀγρυπνία γιὰ τὸν Χριστό.

῾Η νύμφη λοιπὸν εἶναι ὅλη καλή, χωρὶς κανένα ψεγάδι, καὶ ὅμως ὑποδέχεται τὸν Χριστὸ σὰν νὰ μὴ τὸν εἶχε ποτὲ δεῖ.῾Η λαχτάρα καὶ ὁ θαυμασμὸς τῆς νύμφης ἐπιτρέπουν στὸν Γρηγόριο νὰ μιλήσει γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ. Ἔντονη εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ ἀκοῆς καὶ ὅρασης σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Μὲ τὴν ἀνώτερη γνώση συνδέεται ἡ ὅραση, ὄχι ἡ ἀκοή, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκόμη ἕνα στοιχεῖο, ποὺ βοηθάει νὰ μὴν ἀποδώσουμε νοησιαρχικὲς ἀποκλίσεις στὴ σκέψη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου.(22) Στὴν πρώτη ὁμιλία τοῦ Ἄσματος(23) ὁ Χριστὸς ὡς πηγὴ συνδέεται μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε ἐδῶ λανθάνει νοησιαρχία καθὼς τὰ ρήματα τῆς πηγῆς αὐτῆς ἀντικατοπτρίζουν ἄρρητα μυστήρια τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυρίου.(24) Πέραν τῆς διακρίσεως μεταξὺ τῶν δύο αἰσθήσεων ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς ἀπὸ τὸν ἕκτο στίχο τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως:(25) «πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζεν πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς».(26)

῾Η πηγὴ αὐτὴ κατὰ τὸν Γρηγόριο εἶναι κυρίως ὁ Χριστός, ὥστε καὶ οἱ πρῶτοι πεπτωκότες ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀπεμακρύνθησαν.῾Η ἰσχὺς τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, δὲν εἶναι ἐπιβλητική, δὲν θαυμάζει ἡ νύμφη ἐπειδὴ βρίσκεται ἐνώπιον τῆς πηγῆς, εἶναι ὁ δικός της διαρκὴς πόθος ὑπεύθυνος τοῦ θαυμασμοῦ της.῾Η ἔμφαση στὸν θαυμασμὸ ὡς τῆς ὑψηλώτερης ἀπαντήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ ἀπόλυτη καταδίκη τῆς νοησιαρχίας καὶ μάλιστα ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ στὴ δογματικὴ θεολογία. Εἶναι μέσα στὸν θαυμασμὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἡ νύμφη ἔχει γίνει ἡ ἴδια μία πηγή, ὅπως ἤδη στὴν ἔνατη ὁμιλία ἔγραψε ὁ Γρηγόριος.(27)῾Η νύμφη θεοῦται.

Γιὰ νὰ βοηθήσει νὰ νοιώσουμε τὸ θαῦμα ὁ Γρηγόριος ἐπιστρατεύει τὸ ἀγαπημένο του παράδειγμα τοῦ Μωϋσέως καὶ τῶν τριῶν εἰσόδων στὴν ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ: διὰ φωτός, διὰ νεφέλης, ἐν γνόφῳ.(28) Χρησιμοποιώντας ὅσα εἰπώθηκαν πιὸ πάνω περὶ ταυτίσεως παρθενίας καὶ ὀρθοδοξίας, θὰ μπορούσαμε ἀκολούθως νὰ ποῦμε, πὼς ἡ πρώτη, ἡ διὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως εἴσοδος, εἶναι ἡ βαθμίδα τῆς παρθενίας. Στὸ στάδιο αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα στὴν παρθενικὴ καθαρότητα τῆς πίστεως θαυμάζει τὸν κόσμο ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀκόμα δοκιμασθεῖ στὴν ἀναζήτησή της γιὰ τὸν Θεό - δὲν ἔχει ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὰ φαινόμενα.῾Η ἀπόσπαση συντελεῖται στὸ δεύτερο στάδιο, ὁπότε ὅλα τὰ ὄντα καλύπτονται ἀπὸ τὴ νεφέλη τοῦ θείου μυστηρίου.῾Η εἴσοδος ἐπιτείνεται.῾Η ψυχὴ ἀποσπᾶται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ φαινόμενα καὶ ὑψώνεται στὸν γνόφο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ.(29) Ὁ Γρηγόριος ἀνατρέχει σὲ προηγούμενες ὁμιλίες, δείχνοντας πῶς διάφορες διηγήσεις γιὰ τὶς πράξεις τῆς νύμφης ἀντιστοιχοῦν στὰ τρία στάδια τῆς μυστικῆς ἐπίγνωσης τοῦ Θεοῦ.῾Η ἀναδρομὴ αὐτὴ παρέχει στοιχεῖα ποὺ βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε καλύτερα πῶς ἐννοεῖ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἀναβάσεως. Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς προηγούμενης ἐκπτωτικῆς καταστάσεως τῆς νύμφης προκύπτει, πὼς γιὰ τὸν Γρηγόριο ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ ἡ ἁπλὴ ἀποδοχὴ ὁρισμένων δογμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἡ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ, ὁ ὁποῖος παρομοιάζεται μὲ ἀμπελῶνα. Φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι ἡ διαμονὴ στὸ φῶς καὶ ἡ ἑτοιμασία γιὰ τὴν καρποφορία. Τὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ προϋποθέτει κυρίως πόθο γιὰ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός.῾Η καθαρότητα, ἡ γνησιότητα δηλαδὴ τοῦ πόθου γιὰ τὸν Χριστό, ὠθεῖ τὴ νύμφη νὰ συνεχίζει γρήγορα σὰν τὸ περιστέρι καὶ σταθερὰ σὰν τὴν ἵππο τὴν ἀναζήτηση τῆς τέλειας ἕνωσης. Στὸ στάδιο αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐμφανίζεται κυρίως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ τὴν εἰκόνα τῆς μηλιᾶς, τὴν ὁποία ὁ Γρηγόριος εἶχε ἐξηγήσει στὴν τέταρτη ὁμιλία.

῾Η ψυχὴ στὸν ἴσκιο τῆς μηλιᾶς ἀναπαύεται.῾Η πολὺ σημαντικὴ σύνδεση ποὺ κάνει ὁ Γρηγόριος μεταξὺ τῆς μηλιᾶς, τῆς νεφέλης καὶ τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς χρειασθεῖ καὶ στὴ συνέχεια, ὅταν θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν θεῖο γνόφο.῾Η στοχαστικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς συμβολίζεται στὸ Ἆσμα μὲ τὴ θύρα τὴν ὁποία, ἂν καὶ ἀνεπαρκῆ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς θείας πραγματικότητας, ὅμως ὁ Χριστὸς τὴν κρούει. Καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ λίγο παραπάνω, ὅτι διὰ τῆς νεφέλης ἡ ψυχὴ χειραγωγεῖται πρὸς τὴν ὅραση τῶν κρυπτῶν τοῦ Θεοῦ,(30) μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, πὼς ἡ ἀδυναμία τῆς διάνοιας δὲν διαπιστώνεται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο μὲ σκοπὸ νὰ καταδικασθεῖ ἡ ἐπιθυμία γιὰ γνώση. Ἀντιθέτως, ὁ νοῦς ὀφείλει νὰ διερευνᾶ τὰ ὅριά του, προϋπόθεση, ὅμως, τῆς διερευνήσεως αὐτῆς ἀπαραίτητη, ἂν πρόκειται νὰ ὑπάρξει πράγματι ἀποτέλεσμα, διέξοδος δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ὁ ἀγώνας νὰ δίνεται πέραν τῆς γνωσιολογίας: μόνο ἐπιθυμώντας τὴν κατανόηση τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς ἔρχεται σὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τῶν ὁρίων του, ἔτσι ὥστε τέλος τοῦ στοχασμοῦ δὲν εἶναι ὁ ἀγνωστικισμὸς ἀλλὰ ἡ μύηση.῾Η σκέψη δὲν συντελεῖται ἐν κενῷ, δὲν μάχεται ὁ Γρηγόριος γιὰ πιθανὴ κατάκτηση ἐπιστημολογικῆς ἀντικειμενικότητας.῾Η συναίσθηση τῆς ἀγνοίας προϋποθέτει ὁρισμένη γνώση, εἶναι, θὰ λέγαμε, ἀναγκαία συνέπεια τῆς ἀναζητήσεως ἑνὸς συγκεκριμένου Θεοῦ. Συνέπεια, ἀλλὰ ὄχι παρενέργεια: ἡ συναίσθηση τῆς ἀγνοίας εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ μάλιστα προβεβλημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κρούοντα τὴν ἀνθρώπινη διάνοια, ἀφοῦ δι᾽ αὐτῆς ἀπομένει καθαρὸ καὶ διαρκῶς ξανακερδίζεται, ὅ,τι πράγματι μπορεῖ νὰ γίνεικαὶ ὑπῆρξε γνωστό. Τὴν κάθαρση πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ ἁγιάσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ Λόγος κρούει τὴν θύρα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀποκαλύπτοντας τὶς μορφές, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Κλειδιὰ τὰ ὀνομάζει ὁ Γρηγόριος, καὶ "καλὰ ὀνόματα":(31) "ἀδελφή", "πλησίον", "περιστερά" καὶ "τέλεια", ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τὴ χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.(32) Γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ὡς ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον ὡς ἀδελφὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ψυχὴ ὑποδέχεται τὴν δρόσο τῆς προφητικῆς, τῆς εὐαγγελικῆς καὶ τῆς ἀποστολικῆς ὁμιλίας, ἔτσι ὥστε δὲν εἶναι ἡ κατήχηση ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, ἀλλὰ προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόηση καὶ τῆς γραφικῆς μαρτυρίας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση. Τὸ κήρυγμα ἑπομένως ἀπευθύνεται σὲ ὅσους ἤδη μετέχουν τοῦ Χριστοῦ, χριστιανικὸς προσηλυτισμὸς δὲν νοεῖται, παρὰ μόνον ὡς ἐνίσχυση τῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἔτσι καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἐξηγεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς μίλησε μὲ παραβολές, ἔτσι ὥστε οἱ ἀκροατές του νὰ μὴ καταλάβουν τὰ θεῖα μυστήρια, ἐπειδὴ ἤξερε πὼς εἶχαν τυφλωθεῖ καὶ καταστεῖ ἀναίσθητοι γιὰ τὴν ἀλήθεια.(33) Ἑπομένως, τὸ κήρυγμα, ὡς καθαρὰ ἐννοιολογικὴ γνώση, ἀκόμη καὶ ἄν δεχθοῦμε πὼς δὲν εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο, πάντως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀνεπαρκές. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἐξηγήσει τὰ θεῖα μυστήρια καὶ παρέχει τὴν προσωπική του μαρτυρίαὡς μέτρο τῆς θεολογίας. Συγκρινόμενα μὲ τὸ βάθος τῶν μυστηρίων τῆς θείας πηγῆς, ἀκόμη καὶ ὅσα μοιάζουν κάποτε μὲ ποταμὸ γνώσεων, ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀποδεικνύονται λεπτὲς καὶ ἀμυδρὲς ἔννοιες.(34)

Ὁ θαυμασμὸς τῆς νύμφης δὲν συνεπάγεται φυσικὴ ἀλλοίωση, κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τοῦ σώματος δὲν ἀποτελεῖ ἡ κατάργησή τους.῾Η νύμφη ἀποκρίνεται, ὁμολογεῖ, καὶ εἶναι ἡ ὁμολογία της ἐκείνη ποὺ σφραγίζει ὅλη τὴν ἑτοιμασία ποὺ ἔχει προηγηθεῖ. Ἀπεκδύθηκε τὸν γεώδη ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ὁ Γρηγόριος ὀνομάζει σάρκα καὶ τὸν θεωρεῖ ἐμπόδιο στὴν ἄνθιση τῆς καρδιᾶς, ἀπέβαλε τὸν δερμάτινο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ Λόγου στὴν ψυχή της ἡ νύμφη ἐνδύεται τὸν καινὸ ἄνθρωπο, γίνεται ψυχὴ καὶ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.(35) Ὁ Γρηγόριος θὰ ἐπιμείνει περισσότερο στὸ σημεῖο αὐτό.

Οἱ δύο χιτῶνες εἶναι ἀσύμβατοι μεταξύ τους. Ἀναφερόμενος στὸ χωρίο 2.21 τοῦ κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου διδάσκει, ὅτι κάθε προσπάθεια νὰ συνδυασθοῦν οἱ δύο ζωὲς δὲν βοηθᾶ ἀλλὰ καταρρακώνει τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη περισσότερο, καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ προσέξουμε, ὅτι κατὰ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἐκεῖνο ποὺ καταρρακώνεται εἶναι τὸ σκότος ὄχι ἡ ἁγιότητα, τὸ παλαιὸ ἔνδυμα σκίζεται ὄχι τὸ νέο, ἡ δὲ βλάβη τοῦ ἀνθρώπου δὲν προκύπτει, ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὴν ἐκμηδένιση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑκούσια ταύτισή του μὲ ὅ,τι ἐκμηδενίζεται, ἔτσι ὥστε ὁ Γρηγόριος, ἀκολουθώντας τὸν Εὐαγγελιστή, ἐπαναλαμβάνει τὴν περὶ ματαιότητας προειδοποίηση ποὺ χρησιμοποίησε καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας. Τὸ ἐνδεχόμενο ἐπιστροφῆς στὴν ἁμαρτία εἶναι ἁπλῶς παράλογο, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀδύνατο ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ. Περαιτέρω, ἡ διδασκαλία αὐτὴ μεταφέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία τέλεια, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσπάθησε νὰ συμβιβάσει τοὺς δύο χιτῶνες μπορεῖ νὰ γυμνώθηκε μὲ τὸ σκίσιμο τοῦ παλαιοῦ, ἀλλὰ πάντως καὶ τὸ νέο ἔνδυμα ὑπῆρξε στὴ διάθεσή του καὶ ἀναγνωρίζοντάς το ἔχει ἀκόμη τὴν δυνατότητα νὰ σωθεῖ. Μὲ νέα ἀναφορὰ στὸν Μωϋσῆ ὁ Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει τὴ διδασκαλία περὶ ἀπολύτου διαστάσεως μεταξὺ τοῦ νέου χιτῶνος, ποὺ τώρα εἶναι ὁ Χριστὸς ὡς ἱερεύς, καὶ τοῦ δερμάτινου χιτῶνος, τὸν ὁποῖο συμβολίζουν τὰ ὑποδήματα, ποὺ ὁ Μωϋσῆς διετάχθη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βγάλει εἰσερχόμενος στὴν ἅγια καὶ φωτεινὴ γῆ. Τὰ ὑποδήματα, οἱ πράξεις δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας, δὲν χρησιμεύουν παρὰ μόνο γιὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπιστίας. Ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος, βαδίζει στὴν ἀληθινὴ ὁδό, βαδίζει ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ ἀποβολὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου λογίζεται, ὑπὸ τὴν ἱερατικὴ ἰδιότητα ποὺ προβάλλει τὸ παράδειγμα τοῦ Μωϋσέως, ὡς θυσία, ὥστε καὶ ἀπὸ ἐδῶ συνάγεται ἡ ἰσχὺς τῆς προαιρέσεως, ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ἀπουσία ὁποιουδήποτε εὐσεβισμοῦ ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου. Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀναφέρεται τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὡς αἰτίας τῆς καθαρότητος τῆς νύμφης καὶ συνδέεται μὲ τὴ νίψη τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε τὸν ἁγιασμὸ ὡς θυσία καὶ μυστήριο ἔχει ἐπιβεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Χρησιμοποιεῖται ἀκόμη τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ὁμολογοῦσε, ὅτι τὰ βήματά του εἶναι σταθερὰ ἐπειδὴ βαδίζει ἐπάνω στὴν πέτρα τοῦ Χριστοῦ, στὴν πνευματικὴ ὁδὸ ποὺ εἶναι στρωμένη μὲ πλάκες φωτός, ἀλήθειας, ἀφθαρσίας καὶ δικαιοσύνης.῾Η ἀντίθεση ποὺ κυριαρχεῖ ἐδῶ εἶναι μεταξὺ τῆς ρευστότητας τῆς ὁδοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῆς σταθερότητας τῆς ὁδοῦ τῶν πιστῶν καὶ ἀπηχεῖ τὸ προοίμιο τῆς ὁμιλίας καὶ τὴ διάκριση μεταξὺ τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ τοῦ μέλλοντος, ὡς ἀρχὴ τοῦ κατὰ τῆς ματαιότητος ἀγῶνος. Ὁ ἀγώνας εἶναι διαρκής: ἀλλὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς κρούει, ἡ ὁμολογία τῆς νύμφης, ὅτι δὲν θὰ ἀπεκδυθεῖ τὴν καθαρότητα γιὰ νὰ ἐνδυθεῖ τὸν γεώδη ἄνθρωπο, ἡ καίρια αὐτὴ ὁμολογία ἀποτελεῖ τώρα καὶ παρὰ τὴν ὣς τώρα τελειότητα τῆς νύμφης, εἴσοδο τοῦ ἁγιασμοῦ στὴν ψυχή της.(36)

Ὅτι ὁ Γρηγόριος τονίζει τόσο πολὺ τὴ σημασία τῆς ὁμολογίας ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ὄχι μόνο φανερώνει ὅτι ἡ τελειότητα τῆς νύμφης συνεχῶς ὣς τότε κινδύνευε, δηλαδὴ ὅτι ὁ κίνδυνος ἐκπτώσεως ἀποτελεῖ διαρκῆ παράμετρο τοῦ παρόντος βίου, ἀλλὰ προτυπώνει καὶ βεβαιώνει τὴ σημασία τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας, ὁπότε ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ θὰ εἶναι ἀπολύτως καθοριστική. Ἔτσι κατανοοῦμε καλύτερα καὶ ὅσα ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καταγράφουν προσευχὲς στὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀναλάβει τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ πίστη τους θὰ εἶναι ἰσχυρή. Ἀκόμη, ἡ ἔμφαση στὴ σωτήρια σημασία τῆς ὁμολογίας τῆς νύμφης, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ἐπιβεβαιώνει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ δυνατότητος σωτηρίας κατὰ τὸν παρόντα βίο ἀποκλειστικῶς, ἀποτρέποντας κάθε πιθανότητα ἐπινοήσεως μεταθανάτιων καθαρτηρίων.

Ὁ Γρηγόριος συνεχίζει τὴν ὁμιλία του δηλώνοντας ὁ ἴδιος, ὅτι ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι ἀκόμη ὑψηλώτερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα.῾Η ψυχὴ ἔχει ἀκούσει τὴν φωνὴ τοῦ ἀγαπημένου της, ἔχει παραδοθεῖ στὸν Λόγο, ἔχει καταστεῖ ἀδελφή Του, πλησίον, περιστερὰ καὶ τέλεια, ἔχει γίνει ὁρατὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχει ἀνοίξει ὁλόκληρη νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν βασιλέα τῆς δόξης καὶ παρὰ τὴν τόση προετοιμασία, τὴν ὁμο-λογία της, τὸ ὕψος τῆς καθαρότητας, «ἡ χεὶρ αὐτοῦ μόγις ἐχώρησεν». Δὲν τὸν εἶδε, ἀναγνώρισε μόνο τὸ χέρι του - τὸ εἶδε καὶ εἶδε πὼς εἶναι δικό του.(37)῾Η ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἔρχεται σχεδὸν ἀπροσδόκητη καὶ ἔχει πολὺ σημαντικὲς ἀνθρωπολογικὲς καὶ κοσμολογικὲς διαστάσεις.

Σὲ προηγούμενη παράγραφο εἴχαμε ἐπισημάνει πὼς ὁ Γρηγόριος συνδέει τὸν Χριστὸ μὲ τὴ νεφέλη καὶ τὴν μηλιά, καὶ εἴχαμε πεῖ, ὅτι ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θὰ χρησίμευε καὶ στὴ συνέχεια. Θυμίζω, πὼς ἡ μηλιὰ συμβολίζει κατὰ τὸν Γρηγόριο τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ξύλινο κορμό, σύμβολο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ τὸν καρπό, σύμβολο τῆς ἀναμαρτησίας, δηλαδὴ τῆς θεουμένης ἀνθρώπινης φύσεως.῾Η νεφέλη συμβολίζει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸ ὅτι καλύπτει τὰ φαινόμενα ἐπιτρέποντας τὴν ἀναγωγὴ τῆς ψυχῆς στὴν θεωρία τῶν κρυπτῶν τοῦ Θεοῦ.῾Η νεφέλη εἶναι σύμβολο κυρίως ἀποφατικό: καλύπτει καὶ ὑπαινίσσεται, στρέφει πέραν τοῦ ἑαυτοῦ της. Καὶ ἡ μηλιὰ καλύπτει τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καλύπτει διὰ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ ἴδιος σύμβολο τοῦ ἑαυτοῦ του, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ μηλιὰ-Χριστὸς χαρίζει ἀνάπαυση, κάτι ποὺ ἡ νεφέλη δὲν μπορεῖ νὰ κάνει, ἐνῶ ἡ ἀνάβαση τῆς ψυχῆς πραγματοποιεῖται μὲ καταφατικοὺς ὅρους, ὡς ἀπόλαυση τοῦ ἅγιου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ Γρηγόριος ἔχει ἤδη προτυπώσει ὅσα ἔρχεται τώρα νὰ ἐξηγήσει. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως ἀκόμη μία παρέκβαση.῾Η συγκριτικὴ μελέτη συναφῶν ἑρμηνειῶν του, ὑποδεικνύει, πιστεύω, ὅτι ὁ Γρηγόριος δὲν ἔχει ὑποβάλει τὸ ἔργο του σὲ συστηματικὴ ἐπεξεργασία, ἔτσι ὥστε ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ γραφὴ ἔχει ἀποτελέσει γι᾽ αὐτόν, στὸ συγκεκριμένο τουλάχιστον ἔργο, πνευματικὴ περιπέτεια.῾Η συνοχὴ τοῦ λόγου του δὲν ἐρείδεται σὲ πιθανὲς ἀναθεωρήσεις, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν προσπάθειά του νὰ εἶναι τὴν κάθε στιγμὴ ἀληθινός, προσπάθεια τὴν ὁποία συμπληρώνει ἡ ἐπέμβαση ἰσχυρῆς μνήμης. Ὁ ἀναγνώστης τῶν ὁμιλιῶν του βλέπει πόσο συχνὰ ἀνατρέχει σὲ προηγούμενα σημεῖα τοῦ Ἄσματος γιὰ νὰ φανερώνει τὶς μύχιες συνάψεις ἐκείνων μὲ ὅσα ἕπονται. Ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου, ὡς γραφή, εἰκονίζει τὴ μυστικὴ ἀνάβαση τῆς ψυχῆς μὲ διαδοχικὲς κινήσεις καὶ στάσεις, εἰσόδους στὸ ἀδιανόητο καὶ ἐπιστροφὲς στὸ γνωστό. «Πρέπει κάθε λόγος νὰ ἔχει συγκροτηθεῖ ἀκριβῶς σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, νὰ ἔχει κάποιο σῶμα δικό του», διαβάζουμε σὲ ἄλλο σπουδαῖο ἐρωτικὸ κείμενο, στὸν πλατωνικὸ Φαῖδρο.(38)῾Η ἀναφορὰ στὸν χαρακτῆρα τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει τὸ τελευταῖο τμῆμα τῆς ἑνδέκατης ὁμιλίας τοῦ Γρηγορίου θυμίζει τὸν Πλάτωνα. Μεθόριος δύο κόσμων ἡ ψυχὴ ποθεῖ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ νοερὸ συγγενές. Κάθε προσπάθειά της νὰ κατανοήσει στοχαστικῶς τὸ ὑπερκείμενο τὴν ὁδηγεῖ σὲ συνεχῶς ἐντονώτερη ἐπίγνωση τοῦ ὁρίου της, «θαυμάζει καὶ σέβεται ἐκεῖνον, ποὺ διὰ τῶν ἐνεργειῶν του αὐτὸ μόνο προσφέρει στὴ γνώση, τὸ ὅτι ὑπάρχει».῾Η ψυχὴ μυεῖται στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ παιδαγωγούμενη ἀπὸ τὰ θαύματα τῶν θείων ἐνεργειῶν. Περίεργη κατάληξη: τὸ θαῦμα εἶναι ὁ κόσμος. Ὁ Θεὸς φανερώνεται μέσα στὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ κόσμου.῾Η νύμφη συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν παρουσία Του:

«῾Η κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν».(39)

Ὁλόκληρη ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς χειρὸς τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε πὼς ἕδρα τοῦ νοῦ συνήθως ἔχει θεωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἡ καρδιὰ ἢ τὸ κεφάλι, ἄλλοτε βέβαια τὰ σπλάγχνα ἢ καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἐπίσης γνωρίζουμε, πὼς ἡ κοιλία συνήθως θεωρεῖται εἴτε ὡς ἀμέτοχη στὴν ἠθικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸ γνωστὸ λόγιο 'πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα' κλπ., εἴτε ὡς ἕδρα κατωτέρων λειτουργιῶν ἢ καὶ παθῶν, ὅπως τῆς γαστριμαργίας. Ὁ ὅσιος Νεῖλος, γιὰ παράδειγμα, παρατηρεῖ, ὅτι «αἰτία ὅλων σχεδὸν τῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ κοιλιά [. . .] Ὁ φιλήδονος λοιπὸν περπατάει μὲ τὴν κοιλιὰ ἀφοῦ ὁλόκληρος γέρνει στὴν ἀπόλαυση καὶ τὶς ἡδονές [. . .] Καὶ πιὸ κοντὰ στὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας εἶναι τὸ σεξουαλικό. Ἔτσι καὶ ἡ φύση γιὰ νὰ δείξει τὴν ὁμοιότητά τους τοποθέτησε τὰ γενετήσια ὄργανα κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά, δείχνοντας μὲ τὴν ἐγγύτητα τὴ συγγένεια».(40) Τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἑρμηνευόμενο ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, συνδέει τὸν νοῦ μὲ τὴν κοιλία, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἑνοποιεῖται. Ὁ θεώμενος τὸν κόσμο ὡς ἀπερινόητη ἐκδήλωση τῆς θείας ἐνέργειας γίνεται καὶ πάλι ἀκέραιος, ὁλόκληρος ἀγαθός.

Ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου, ζωντανὸς ὀργανισμός, μέσα ἀπὸ τοὺς δαιδάλους τῶν ἑρμηνειῶν ἔφθασε σὲ πραγματικότητα ποὺ δὲν περίμενε, καὶ νοιώθει τὴν ἔκπληξη. Σὰν τὴ νύμφη τοῦ Ἄσματος ὁ ἴδιος, ἀφήνεται στὸν θαυμασμό. Θαυμάζει, πῶς γίνεται καὶ ὅ,τι ὑπῆρξε ταξίδι πρὸς τὸν Θεό, καταλήγει ὕμνος στὴ μυστικὴ ὡραιότητα τοῦ κόσμου. Πιθανῶς στὸν μέλλοντα αἰῶνα ἡ ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἀκόμη πληρέστερη, τώρα ὅμωςἡ ἀναγνώριση τοῦ κόσμου ὡς θείου καὶ ἱεροῦ θαύματος, ἡ θέαση τῆς ποικιλίας, τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ὡραιότητας τῶν ὄντων ἀποτελεῖ ἀπαράβατη προϋπόθεση τῆς μετοχῆς τοῦ Θεοῦ.(41) Τὴν ἐποχὴ τῆς συγγραφῆς τοῦ κειμένου ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ θὰ στρεφόταν ἀσφαλῶς καὶ ἐναντίον ὅσων ἰσχυρίζοντο, πὼς γνώριζαν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀδικούσαμε, ὅμως, τὸ κείμενο ἂν τοῦ ἀποδίδαμε περιστασιακὴ μόνο ἀντιρρητικὴ σημασία. Μετὰ τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὴ νύμφη τοῦ μυστικοῦ νοήματος τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου ὡς χώρου ἐνσαρκώσεως τῶν θείων ἐνεργειῶν, οἱ ἀναβαθμοὶ τῆς μυστικῆς θεωρίας ἀποκτοῦν νέο νόημα. Δὲν πρόκειται γιὰ κοινὴ κλίμακα: καμιὰ βαθμίδα δὲν ἐγκαταλείπεται ὁριστικά. Κάθε ἀνάβαση ἀντιστοιχεῖ καὶ ὁδηγεῖ σὲ μία ἐπιστροφή. Θὰ ἦταν λάθος νὰ ταυτίσουμε τὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ μὲ ἐπανάληψη. Ὅ,τι προηγήθηκε ἔχει μεταμορφωθεῖ, καθὼς ἐκεῖνος ποὺ ἐπιστρέφει εἶναι πιὰ διαφορετικός.῾Η κλίμακα εἶναι μία ἀλλὰ ἄπειρη, συνεχῶς μεταμορφούμενη παραμένει ἡ ἴδια.῾Η ψυχή, διερχόμενη τὶς βαθμίδες, ἐξαντλεῖ συνεχῶς τὰ ὅριά της καὶ θεούμενη βλέπει διαρκῶς φωτεινότερο ὅ,τι εἶχε προσπεράσει, ἔτσι ὥστε μὲ τὴν ἀπομάκρυνση κάθε κακίας καὶ τὴ μετοχὴ ὅλων τῶν ὄντων διὰ τῆς φωτεινῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς νὰ γίνει τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα.(42) Ὁ ὕμνος στὸ θεῖο θαῦμα τοῦ κόσμου στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία θὰ πρέπει νὰ ξένισε τὸν συγγραφέα του τόσο πολύ, ὥστε νὰ προσπαθήσει νὰ δώσει ἐναλλακτικὴ ἑρμηνεία, τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Νυμφίου ὡς προτύπωση τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἐμφάνεια τῆς θείας χειρὸς ὡς προτύπωση τῶν θαυματουργικῶν πράξεων τοῦ θεανθρώπινου βίου Του. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἐναλλακτικὴ ἑρμηνεία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἴδια ἀκριβῶς διατυπωμένη μὲ ἄλλους ὅρους.῾Η θαυμασιότητα, καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση, συνίσταται στὸ μυστήριο τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ κόσμου, στὸ μυστήριο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ παιδαγωγικὲς συνέπειες ἀλλάζουν ἀναλόγως τῆς πλευρᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ δεῖ κάποιος τὸ μυστήριο αὐτό. Οἱ θεώμενοι τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου ἔχουν ἐξαντλήσει τὸ ὅριο τῆς δύναμης τῆς ψυχῆς, ἀποφεύγουν τὴ μάταιη καὶ ἄγονη προσπάθεια κατανοήσεως τῆς θείας οὐσίας, τὴν ταύτιση δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὁτιδήποτε. Οἱ ἀναγνωρίζοντες στὴν περικοπὴ αὐτὴ προτύπωση τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐνισχύονται στὴν πίστη τους στὸ Εὐαγγέλιο. Εἶναι φανερό, πὼς ἡ ὁπτικὴ γωνία πρὸς τὴν ὁποία κλίνει ὁ Γρηγόριος εἶναι ἡ πρώτη, διότι συνδέεται ὀργανικότερα μὲ ὅ,τι ἔχει προηγηθεῖ καί διότι ὑπερέχει, κατὰ τὸν βαθμὸ ποὺ ὑπερέχει τῆς πίστεως ἡ ἀγάπη.

« Ἔτσι, γελώντας, ὁ Παῦλος τὸν ἄφησε νὰ περάσει, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε ἡ πόρτα, ρίχθηκαν ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, καὶ χαιρέτησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὰ ὀνόματά τους, καὶ εὐχαρίστησαν μαζὶ τὸν Κύριο. Καὶ μετὰ τὸ ἱερὸ φιλὶ ὁ Παῦλος κάθησε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει στὸν Ἀντώνιο ἔτσι: '…Βλέπεις μπροστά σου ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λίγο θὰ γίνει σκόνη. Πραγματικὰ ὅμως ἡ ἀγάπη ὑπομένει τὰ πάντα, γι᾽ αὐτὸ πές μου, σὲ ἱκετεύω, τί γίνεται ἡ ἀνθρώπινη φυλή [quomodo se habeat humanum genus]; Σηκώνονται νέα σπίτια στὶς ἀρχαῖες πόλεις; Ποιά κυβέρνηση ἐξουσιάζει τὸν κόσμο;῾Υπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι παραδομένοι στὴν ἀπάτη τῶν δαιμόνων;'». Ἐνῶ μιλοῦσαν ἕνα κοράκι ἄφησε μπροστά τους ἕνα ὁλόκληρο κομμάτι ψωμί. «'Δές', εἶπε ὁ Παῦλος, 'ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἀγαθὸς καὶ πραγματικὰ ἐλεήμων μᾶς ἔστειλε φαγητό. Ἐδῶ καὶ ἑξήντα χρόνια πάντοτε ἔπαιρνα μισὸ κομμάτι ψωμί, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐρχομό σου ὁ Χριστὸς διπλασίασε τὸ συσίτιο τῶν στρατιωτῶν του [militibus suis christus duplicavit annonam]'».(43) Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀντώνιος τοῦ ἀποσπάσματος εἶναι οἱ γνωστοὶ ἀσκητὲς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, τὴ συνάντηση τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται ὁ Ἱερώνυμος στὸν Βίο τοῦ ἱεροῦ Παύλου. Ὁ Ἀντώνιος, ὅπως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος, διῆλθε μέσῳ τῆς ἐρήμου τῶν πειρασμῶν ἀπὸ λαχτάρα γιὰ τὴν ἁγιότητα. Καὶ ὁ Ἀντώνιος βρέθηκε ἐν τέλει ἐνώπιον τῆς θύρας τοῦ ἁγίου. Καὶ ὁ Ἀντώνιος ἄκουσε ἀρχικῶς μόνο τὴ φωνὴ τοῦ πόθου του. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ Ἱερωνύμου ἔχουμε μπροστά μας ἕνα κείμενο ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ ἀποκτήσει ζωή, δὲν εἶναι ἐρωτικό, δὲν εἶναι συνεπῶς ἀληθινό. Ὁ Παῦλος ὑποδέχεται ἐκεῖνον ποὺ διῆλθε τὴν ἔρημο μὲ ἀστεϊσμούς, καὶ ἀμέσως μετὰ προλέγει τὸν θάνατό του: τὸν θάνατο, ὄχι τὴν ἀναχώρηση γιὰ τὸν Θεό - τὴν μετατροπή του σὲ σκόνη ὄχι τὴν Ἀνάσταση. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἀκόμη τὸ ἀντιμετωπίζει βιαστικὰ μόνο, ὡς ἐὰν τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε σημασία παρὰ μόνον οἱ ἐξουσίες ποὺ κυβερνοῦν τὸν κόσμο, τὰ σπίτια ποὺ κτίζονται ἢ δὲν κτίζονται καὶ ἡ δράση τῶν δαιμόνων. Τέλος ἕνα κοράκι φέρνει φαγητό: ὁ Θεὸς ὑπολόγισε σωστά, δύο ἄνθρωποι χρειάζονται δύο μερίδες φαγητοῦ. Δὲν ξέρουμε τί ὑπερισχύει· ὅταν διαπιστώνουμε ἀφέλεια ἐμφανίζεται τὸ ἐπίπλαστο τῆς σκηνοθεσίας, καὶ ἀμέσως μετὰ παγανιστικοῦ τύπου εὐσεβισμὸς καὶ ρηχότητα. Δὲν προλαβαίνουμε νὰ διευκρινίσουμε καὶ ὅλα ἐκπίπτουν περαιτέρω, καθὼς μὲ τὴν ἑπόμενη φράση ὁ Ἱερώνυμος μετατρέπει τὸν Παῦλο τῆς Θηβαΐδος σὲ ἀφελῆ κατηχητή, λίγο πιὸ ἐπηρμένο ἴσως. Ὁ πρῶτος ἀσκητής, ὁ ταπεινωμένος στὴ μοναξιὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἑτοιμοθάνατος ἤδη, ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ. Ἂν καθυστεροῦσε τὸ κοράκι νὰ φέρει φαγητὸ θὰ ἔκανε πιθανῶς παράπονα στὸν Θεό, ποὺ ἀφήνει τοὺς στρατιῶτες του χωρὶς συσίτιο! Ἀλλὰ αὐτὸ βέβαια δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συμβεῖ. Ἐφόσον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ διακρίνει μεταξὺ τῆς μίας καὶ τῶν δύο μερίδων φαγητοῦ, θὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει καὶ πότε πρέπει νὰ τὶς μοιράσει!

Τεχνουργήματα, διδακτικὰ δῆθεν, ὅπως τὸ συγκεκριμένο τοῦ Ἱερώνυμου, βοηθοῦν, πιστεύω, νὰ ἐκτιμήσουμε ἀκόμη περισσότερο τὰ ἔργα ἐκεῖνα, ποὺ διασώζουν πράγματι λόγο ἀληθινό. Τὸ κείμενο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, καὶ στὶς διδακτικώτερες ἀκόμη σελίδες του, δὲν παύει νὰ ὑπαινίσσεται. Ὅσες ὄψεις καὶ ἂν ἀντιληφθοῦμε, ἡ σημασία του εἶναι πάντοτε περισσότερη. ῾Η ψυχὴ τοῦ Ἄσματος εἶναι ὑψωμένη στὸν θαυμασμό. Ὁ λόγος της ἁρμόζει μὲ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ ὑποδέχεται καὶ ἁρμοὶ εἶναι ἡ ἀγρυπνία καὶ ὁ ἐρωτικὸς πόθος.῾Η συνάντησή τους εἶναι κρίσιμη, ἔχει καρπούς, ἀποκαλύπτει τὸν κόσμο βαθύτερο καὶ φωτεινότερο.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Οἱ ἀναφορὲς στὸ κείμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἀκολουθοῦν τὴν ἔκδοση H. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, vol. 6, Leiden 1960. Μὲ ἑλληνικὰ στοιχεῖα ἀναφέρεται ὁ ἀριθμὸς τῆς ὁμιλίας καὶ μὲ ἀραβικὰ ὁ ἀριθμὸς σελίδας κατὰ τὴν ἀνωτέρω ἔκδοση, π.χ. ἡ σύντμηση α΄ 15 παραπέμπει στὴν πρώτη ὁμιλία καὶ στὴν 15η σελίδα τῆς ἐκδόσεως Langerbeck.

[1] Βλ. ια΄ 315.

[2] Ἰδιαιτέρως ἐντυπωσιακὰ εἶναι ὅσα λέγονται στὴν πρώτη ὁμιλία περὶ πρωτοβουλίας τῆς νύμφης καὶ περὶ ἐπιθυμητικῆς πρὸς τὸ κάλλος κινήσεως τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, βλ. α΄ 22 κ.ἑ.

[3] Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 2.3: «καὶ ἐσμὲν ἑαυτῶν τρόπον τινὰ πατέρες ἑαυτοὺς οἵους ἂν ἐθέλωμεν τίκτοντες καὶ ἀπὸ τῆς ἰδίας προαιρέσεως εἰς ὅπερ ἂν ἐθέλωμεν εἶδος, ἢ ἄρρεν ἢ θῆλυ, τῷ τῆς ἀρετῆς ἢ κακίας λόγῳ διαπλασσόμενοι».

[4] Βλ. ια΄316. Πρβλ. Ρωμ. 1.28,29.

[5] Βλ. χαρακτηριστικὰ ια΄316-7.

[6] Βλ. Λουκ. 12.35

[7] Βλ. ἐπὶ παραδείγματι Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος κγ΄ καὶ Ἰωάννη Κασσιανοῦ, De institutis I.1.

[8] Βλ. θ΄ 287: «τὴν ἄυπνον τῶν ἀγγέλων φύσιν, οὓς οὐδεμία φαντασίας ἀνάγκη τῆς ἀληθείας ἐξίστησι».

[9] Διότι μόνο τὸ στοιχεῖο τῆς νοημοσύνης δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ τὴν παρομοίωση: νοημοσύνη ἔχουν καὶ οἱ δαίμονες, παρατηρεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως.

[10] Βλ. ια΄ 318.

[11] Βλ. ια΄ 318: «πρὸς ὑποδοχήν εἰσιν εὐτρεπεῖς τῆς δεσποτικῆς παρουσίας». Πρβλ. δ΄ 134.

[12] Βλ. ια΄ 318.

[13] Βλ. ια΄ 318: «εἰς ἀφθαρσίαν παρθενικὴν ἀναστοιχειώσας τὴν φύσιν».

[14] Βλ. ια΄ 318.

[15] Βλ. ιγ΄ 386: «πᾶσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐν σῶμα τοῦ νυμφίου ποιήσασα [ἡ νύμφη] ἴδιόν τι νόημα δι᾽ ἑκάστου τῶν μελῶν ἐν τῇ ὑπογραφῇ τοῦ κάλλους ἐνδείκνυται, δι᾽ ὧν ὅλον ἐκ τῶν κατὰ μέρος θεωρουμένων τὸ τοῦ σώματος κάλλος συναπαρτίζεται».

[16] Βλ. ια΄318: "ἡρμόσατο ἑαυτῷ τὴν παρθένον" - "ἡμᾶς" - "εἰς ἀφθαρσίαν παρθενικὴν ἀναστοιχειώσας τὴν φύσιν" - "νυμφευθείσης ὑπὸ τοῦ λόγου τῆς ἐκκλησίας".

[17] Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 2.47: «ἀδελφὸς γὰρ τρόπον τινὰ κατὰ τὸ λογικόν τε καὶ νοερὸν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἄγγελος. . .».

[18] Βλ. ια΄ 319.

[19] Βλ. ια΄ 319-20.

[20] Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 1.10: «ὡς ἀεὶ ἐθέλειν ἐν τῷ καλῷ τὸ πλέον ἔχειν, ἡ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τελειότης ἐστί».

[21] Βλ. ια΄320-1.

[22] Πρβλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον ἐπίλυσις τῶν προτεταγμένων ἀποριῶν Θεοδώρου διακόνου καὶ ρήτορος, PG 91, 224b, ὅπου ἡ ἀκοὴ παρομοιάζεται μὲ τὴν διανοητικὴ δύναμη: «τὴν ἀκουστικὴν τῆς ψυχῆς ( . . . ) δύναμιν». Ἀπόλυτη συνάρτηση ἀκοῆς καὶ μαθήσεως βλ. εἰς Ἀριστοτέλους, Τῶν μετὰ τὰ φυσικὰ Α΄, 980b: «φρόνιμα μὲν ἄνευ τοῦ μανθάνειν ὅσα μὴ δυνατὰ τῶν ψόφων ἀκούειν ( . . . ) μανθάνει δ΄ ὅσα πρὸς τῇ μνήμῃ καὶ ταύτην ἔχει τὴν αἴσθησιν».

[23] Βλ. α΄ 32.

[24] Βλ. α΄ 41.

[25] Τὴν πηγὴ τῆς Γενέσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπομακρύνθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία, ἔχει ἤδη ἀναφέρει στὴν πέμπτη ὁμιλία (βλ. ε΄ 152).

[26] Πηγὴ συνήθως ὀνομάζει ὁ Γρηγόριος τὸν Θεὸ (βλ. α΄ 16 καὶ 32, β΄ 62, Ϛ΄ 188, η΄ 248 καὶ 255, θ΄ 293, ια΄ 323 ὅπου ὁ Θεὸς ὡς πηγὴ φωτός, ια΄ 327 καὶ 334, ιγ΄ 386 καὶ 397), ἢ τὴν θεία διδασκαλία (ιε΄ 437), ἀλλὰ κάποτε χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁπότε πρόκειται γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (γ΄ 94), ἢ τὴ διανοητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς (θ΄ 275) ποὺ πρέπει νὰ γεννᾶ θεοπρεπεῖς λογισμοὺς συντηρούμενη καθαρὴ χάριν τοῦ Κυρίου, καὶ μάλιστα ὡς τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν ἄνθρωπο ἀφοῦ ἡμέτερα εἶναι τὰ τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι ἡ παχυμέρεια τοῦ σώματος καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα (θ΄ 276-7)· πηγὴ μέλιτος ὀνομάζει τὸ στόμα ποὺ λαλεῖ τὰ τῆς καθαρῆς ψυχῆς· πηγὴ τέλος ἔγινε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἴδια ἡ νύμφη (θ΄ 281, 292 καὶ 293, ι΄ 302), ἐνῶ κάθε ἀρετὴ ξεχωριστὰ εἶναι μία πηγή (ιγ΄ 395).

[27] «μεμίμηται γὰρ δι᾽ ἀκριβείας τῇ μὲν πηγῇ τὴν πηγήν, τῇ δὲ ζωῇ τὴν ζωήν, τὸ δὲ ὕδωρ τῷ ὕδατι» (βλ. θ΄ 293).

[28] Θυμίζω πὼς ὁ Μωϋσῆς ὑπῆρξε κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος ποὺ γνώριζε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο. βλ. Ἔξ. 33.12.

[29] Βλ. ια΄ 322-3.

[30] Βλ. ια΄ 323.

[31] Βλ. ια΄ 324.

[32] Βλ. ια΄ 325.

[33] Βλ. Περὶ κρίματος Θεοῦ, ἔκδ. Κ. Καρακόλη, εἰς: Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. 8, Θεσ/νίκη 1973, σ. 26.

[34] Βλ. ια΄ 326-7.

[35] Βλ. ια΄ 327 κ.ἑ.

[36] Βλ. ια΄ 331-2.

[37] Βλ. ια΄ 332-3.

[38] Βλ. Πλάτωνος, Φαῖδρος 264c: «δεῖν πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον συνεστάναι σῶμά τι ἔχοντα αὐτὸν αὑτοῦ ( . . . )»

[39] Βλ. ια΄ 337.

[40] Βλ. Ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ, Λόγος ἀσκητικός, εἰς: Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, Ἀθῆναι 1982, σσ. 222-3.Πρβλ. Γεν. 3.14.

[41] Βλ. ια΄ 336.

[42] Βλ. ιε΄ 469.

[43] Βλ. Ἱερωνύμου, Vita sancti Pauli 9-10.