Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Περί της ευθείας κίνησης του νου



(και κατά πόσο η ‘’επιστήμη’’ της Θεολογίας μπορεί να χαρακτηριστεί θετική)

επιτρέψτε μου, να εκφράσω δυο σκέψεις….

Η ευλογημένη ‘’ευθεία’’ κίνηση του νου, είναι διακριτική/διεισδυτική, καθώς οξύνοντας τον νου, κάνει την φύση διαπερατή για να ‘’δει’’ εκ του κτίσματος και δημιουργήματος, Τον Κτίστη και Δημιουργό. Εκ των λόγων της Φύσης και τον Γραπτό λόγο, Τον Λόγο.  

Μπορεί να είναι η ΜΑΡΘΑ που μεριμνά και τυρβάζει περί πολλών και όντως να παρατηρείται από Τον Κύριο ότι, ενός εστίν χρεία, (η ακρόαση και τήρηση των εντολών) αλλά η Αλήθεια ΔΕΝ είναι γυμνή. Ο Κύριος επί του Σταυρού είναι η γυμνή Αλήθεια,  αλλά μετά την Σάρκωση και Ανάσταση ήταν και είναι (ως θείο γεγονός άπαξ γενόμενο μεν, αλλά παρατεινόμενο στους αιώνες) ενδεδυμένος. Ενεδύθη σχήμα ταπεινό προ του Πάθους και σχήμα ένδοξο ως Βασιλεύς της Δόξης.   

«Ο ορανοί διηγονται δόξαν Θεο *, ποίησιν δέ χειρν ατο ναγ γέλλει τό
στερέωμα» καί «τε γενήθησαν στρα νεσάν με φων μεγάλ» αλλά και οι λίθοι κεκράξονται

Όλα αυτά, δεν είναι σχήματα λόγου, αλλά οχήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο λόγος, να προσεγγίσει και τελικά ‘’ακούσει’’ Τον Λόγο. Να ‘’δει’’ Τον Λόγο, εμμέσως δια των λόγων. Κι αυτή η κίνηση είναι η ευλογημένη ευ-θεία κίνηση. Ακινητούμε δια της κυκλικής και κλείνει ο κύκλος… Πάλι, κινούμαστε, ως χαρακτηριστικό του ζώντος όντος και σχηματίζουμε ένα εκτείνοντες τας χείρας προσευχητικά ένα Υ ένα ‘’χωνί’’ που θα μπορούσε να μεταγγισθεί κατά την χωρητικότητά μας ό,τι ο καλός Θεός θέλει (στο μέτρο της μη βατολογίας μας). Από θεογνωσία, αυτογνωσία, οντογνωσία, φυσιογνωσία… όλα γνώσεις υποσύνολο της Παντογνωσίας και Αληθείας Του. Γνώσεις (βιώματα) υπερφύσης και γνώσεις της φύσης.

Χαρίσματα δια της ευθείας κίνησης, που για χάριν της κυκλικής και του φιλομόναχου ζήλου και του απέριττου και γυμνού, καλό θα ήταν να μην υποτιμούνται ως ανάξια λόγου τα ‘’ενδύματα’’ αδιακρίτως υποβιβαζόμενα, όταν κι αυτά από μόνα τους, απτόμενα θαυματουργούν. Κι η σκιά του πρωτοκορυφαίου ανιστά.

Αν λοιπόν το ζητούμενο είναι η ανάτασις και ανάστασις, δια των σκιών και ιχνών, μπορεί ο νους, ανορθούμενος να καταφέρει (χάριτι) την ευλογημένη προσέγγιση Αυτού που ρίχνει τις σκιές και αφήνει ίχνη και οδοδείκτες, προς την δική μας ψηλάφηση.

Ιδού εγώ αποστέλλω άγγελον προ προσώπου σου, ίνα ετοιμάση την οδόν σου… κι ο άγγελος είναι ΚΑΙ σημάδι. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο άγιος Μάξιμος ομολογητής, (στα φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα) στον Μωυσή εμφανίστηκε Ο Κύριος αμυδρά 3 φορές, αλλά εμμέσως του έδινε οδηγίες δια των ρημάτων και λόγων Του να καθοδηγεί κατά το θέλημά Του, για 40 χρόνια στην έρημο, τον ισραηλιτικό λαό.

Ελληνικώς, φιλοσόφως, πριν έλθει η ευλογημένη κυκλική κίνηση του νου, ως άσκηση της προσευχής του Ιησού , με θεία εποπτεία ευλογήθηκε η ευ-θεία και η ευ-κλείδια γεωμετρία και το ‘’π’’ της ορθής ανακάλυψης πίστης, για να θεωρηθεί ως κατάκτηση πνεύματος η όλη θαυμαστή φυσιογνωσία, βάση στο σύνολο της αυτογνωσίας, για όποια ετερογνωσία και τέλος θεογνωσία, η οποία (κατά τάξη και ετοιμότητα του αιτούντος) αποκαλύπτεται.   

Βαδίζει ο άνθρωπος με καλή προαίρεση προς αναζήτηση και ανακάλυψη του κεκρυμμένου θείου και ο Θεός ανταπαντά αποκαλυπτόμενος ΚΑΙ δια των Γραφών ΚΑΙ δια της φύσης χαρακτηριζόμενοι (αυτοί οι δύο λόγοι) από τον άγιο Μάξιμο στην θεωρία της Μεταμορφώσεως, ισότιμοι και ταυτοδιδάσκαλοι, εν-τοπισμένοι ως παραστάτες της θείας Μεταμορφώσεως που φωτίζει και εμάς, στα πρόσωπα των δύο προφητών.

Είθε ο καλός Θεός που αγίασε ΚΑΙ την ΜΑΡΘΑ ΚΑΙ την ΜΑΡΙΑ, να μας αξιώνει στην ακρόαση ΚΑΙ τήρηση των ζωηφόρων εντολών Του. Άμεσα και έμμεσα κατά τάξη και ετοιμότητα και ωφέλεια. Ευθέως (στον τύπο της Μάρθας που ‘’υπηρετούσε’’ κινουμένη) και κυκλικώς (στον τύπο της Μαρίας, ακινητούσα) και στο σύνολό τους, σπειροειδώς προς τα άνω, όπως όλη η Δημιουργία, από τους γαλαξίες έως τα σαλιγκάρια, σπειροειδώς ‘’ομιλεί και δείχνει’’ την άνω πορεία, που στόχο έχει την καρδιά. Την εντός ημών Βασιλεία. (δίνοντας η όλη γνώσις, θετικώς, δύο διαστάσεις του ανθρώπου. Του εμπεριεχομένου και του περιέχοντος). Κι ΑΝ ‘’μπεί’’ μέσα ορθώς και ΚΑ(Λ)ΩΣ αυτή η γνώσις βοήθησε, αφού τον προσανατόλισε προς τα άνω (Λ) την ατελεύτητη τελειότητα και έσω, αν όμως όχι, ΚΑ(Κ)ΩΣ, καθώς προσανατόλισε τον ΑΔΑΜ (Ανατολή Δύση Άρκτος Μεσημβρία) αλλού, στο αδιέξοδο Κ ( | < ) … και έξω.  

Δι ευχών των αγίων που απλανώς φωτίζονται άμεσα, ας ανέβει δι αυτών των ολίγων παραπάνω τολμηρών παρατεθέντων στην αγάπη σας, σκέψεων, λογισμός σώφρων εν τη καρδία ημών, να μας συγχωρούν και φωτίζουν έμμεσα, όλους απλανώς και ορθοδόξως, προς δόξαν και εξύμνησιν του Τριαδικού Θεού δια λόγων αρρήτων και ρημάτων. ΑΜΗΝ.

--------


** Αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί,3, 1 4 1 5 9 το κύκλου μήκος ίνα ορίση διαμέτρω, 2 6 5 3 5 8 παρήγαγεν αριθμόν απέραντον,9 7 9 και ον, φεύ, ουδέποτε όλον θνητοί θα εύρωσι. 3 2 3 8 4 6 2 6…  


Η Σχέση μεταξύ Επιστήμης και Ορθόδοξης Θεολογίας [(π. Βασίλειος Γοντικάκης, πρώην Καθηγούμενος Ι.Μ. Ιβήρων Αγ. Όρους) - Συνέντευξη στο περιοδικό «ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ»] 


---

Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά


αγ.Μαξίμου ομολογητού παρατηρήσεις, που μας γνωρίζουν τι σκοτίζει το νου ώστε να δυσχεραίνεται η ευθεία (φυσική) κίνησίς του και ποιος ο σκοπός της... 

Του μακαριστού Γέροντος και κτήτορος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Essex Σωφρονίου Σαχάρωφ από το βιβλίο “ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΉΣ”, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου. Η ΑΣΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ



Εις το παρόν κεφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.

   Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού. Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται μετά της καρδίας δια της  ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας.

Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)». Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς  ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή· οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».

Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, ως κατέδειξεν η μακρά πείρα, έγκειται εις το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες αποδίδουν καθ’υπερβολήν μεγάλην σημασίαν εις την μέθοδον καθ’εαυτήν. Προς αποφυγήν της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων εις τους αρχαρίους ασκητάς  άλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής.

Όταν η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.

Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εις τους αρχαρίους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Εις το πρώτον μέρος της προσευχής ομολογούμεν τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Εις το δεύτερον μέρος εν μετανοία αναγνωρίζομεν την πτώσιν ημών, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσιν ημών. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας μετά της μετανοίας απεργάζεται την προσευχήν πληρεστέραν κατά το θετικόν αυτής περιεχόμενον. Είναι δυνατόν να καθορίσωμεν στάδια τινα εν τη αναπτύξει της προσευχής ταύτης:

Πρώτον, είναι η προφορική. Λέγομεν την προσευχήν δια των χειλέων, ενώ προσπαθούμεν να  συγκεκντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις το Όνομα και τας λέξεις.
Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμεν πλέον τα χείλη, αλλά προφέρομεν το όνομα του Ιησού Χριστού και το λοιπόν περιεχόμενον της προσευχής νοερώς.
Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργεια αυτών· η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.
Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.
Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως  τρυφερά φλοξ εντός ημών, ως έμπνευσις ’νωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του Θεού και αρπάζουσα τον νου εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.

Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευχή είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, έως ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.

Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, τουτέστι να φέρη χαρακτήρα ρυθμικής ή αρρύθμου προφοράς της ευχής δια του νοερού μέσου της εισπνοής κατά το πρώτον μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερον, καθώς περιεγράφη ανωτέρω. Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος, εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται εις τεχνητόν γύμνασμα και καταλήγει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).

Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.

Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών , οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν, αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν χρόνον. Ο Θεός  δεν βιάζεται την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ο,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνεύματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.

Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπεράθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή  σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αύτη είναι μακρά και ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίς του Θείου Φωτός διαπερά το πυκνόν σκότος και δημιουργεί ενώπιον ημών ρωγμήν, δια μέσου της οποίας βλέπομεν την Πηγήν του Φωτός τούτου. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικάς και υπερκοσμίους διαστάσεις.

«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν· η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσεβεία προς πάντα ωφέλιμος εστίν, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος· εις τούτο γαρ και κοπιώμεν... ότι ηλπίκαμεν επί Θεώ ζώντι, Ος εστί Σωτήρ πάντων ανθρώπων... Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρησις της διδαχής ταύτης του Αποστόλου αποτελεί την πιστοτέραν οδόν προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθώμεν ότι δια τεχνητών μέσων αποκτάται η θέωσις. Πιστεύομεν ότι ο Θεός ήλθεν εις την γην, απεκάλυψε το μυστήριον της αμαρτίας και έδωκεν εις ημάς την χάριν της μετανοίας, ημείς δε προσευχόμεθα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», επ’ ελπίδι της συγχωρήσεως και της καταλλαγής εν τω Ονόματι Αυτού. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπομεν καθ’ όλην την ζωήν ημών. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ενοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελειότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. Ο ’γιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε διαβεβαιοί ημάς ότι εν τω μέλλοντι αιώνι θα συντελεσθή η θέωσις ημών, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην... αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί... πας ο εν Αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει· πας ο αμαρτάνων ουχ  εώρακεν Αυτόν ουδέ έγνωκεν Αυτόν» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμον να διαποτισθώμεν υπό του περιεχομένου αυτής της Επιστολής, ίνα η επίκλησης του Ονόματος του Ιησού γένηται ενεργός, σωτήριος, ίνα «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβωμεν «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).

Εν εκ των πλέον θαυμασίων βιβλίων των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Αναγινώσκεται υπό των αρχαρίων μοναχών, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικόν κριτήριον δια τους τελείους. (Είναι ίσως περιττόν να είπωμεν ότι η τελειότης επί της γης ουδέποτε είναι πλήρης). Παρόμοιόν τι δυνάμεθα να διαπιστώσωμεν και εις ό,τι αφορά εις την προσευχήν του Ιησού.

Δι’ αυτής προσεύχονται κατά την διάρκειαν πάσης εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι· δι’ αυτής αντικαθίστανται αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι· αυτήν «νοερώς» προφέρουν οι μοναχοί , ευρισκόμενοι εν τω ναώ κατά τον χρόνον των ακολουθιών· αύτη συνιστά ωσαύτως το κατ’ εξοχήν έργον των μοναχών εν τοις κελλίοις και των ερημιτών-ησυχαστών.

Η εργασία της προσευχής ταύτης συνδέεται στενώτατα μετά της θεολογίας του Θείου Ονόματος. Έχει αύτη βαθείας δογματικάς ρίζας, ως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβολίζει αρμονικώς μετά της δογματικής συνειδήσεως. Η προσευχή εις τινας των μορφών αυτής γίνεται αληθώς πυρ καταναλίσκον τα πάθη (βλ. Εβρ. 12,29). Εν αυτή περικλείεται Θεία δύναμις, ήτις ανιστά τους νεκρωθέντας εκ της αμαρτίας. Είναι φως, όπερ λαμπρύνει τον νουν και μεταδίδει εις αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων αίτινες ενεργούν «εν τω κόσμω»· παρέχει ωσαύτως την δυνατότητα της θεωρίας των τελουμένων εντός του νου και της καρδίας ημών: «Διικνουμένη (αύτη) άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (πρβλ. Εβρ. 4,12).

Η ευλαβής άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν τη καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδηγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξαιρέτως τους ασκούντας αυτήν η νηπτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμένων.

Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα.

Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (ίνα μη είπω η άσκησις) εν τη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτόν να παραβάλω ταύτην προς την φυσικήν ζωήν του κόσμου ημών και να φέρω παραδείγματα  εκ των γνωστών εις ημάς γεγονότων της συγχρόνου επικαιρότητος. Οι αθληταί, προετοιμαζόμενοι δια τους προκειμένους εις αυτούς αγώνας, επαναλαμβάνουν επί μακρόν τας αυτάς ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά την στιγμήν της διεξαγωγής αυτών ταχέως και μετά βεβαιότητος, και τρόπον τινά μηχανικώς, πάσας τας κινήσεις, τας οποίας ήδη καλώς αφωμοίωσαν. Εκ του αριθμού των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότης της αποδόσεως. Ιδού, θα διηγηθώ εισέτι γεγονός, όπερ συνέβη εις κύκλον γνωστών εις εμέ προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω επί του προκειμένου εκείνα, άτινα ήκουσα εξ ενός εκ των πλησιεστέρων ανθρώπων προς τα πρόσωπα εις τα οποία αναφέρονται.

Εις ευρωπαικήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ανυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την πρότινος εμφανισθείσαν μέθοδον του «ανωδύνου τοκετού». Η πρώτη, η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τας γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της θεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνων και σχεδόν άνευ δυσκολίας.

Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις  εβδομάδας μετά τινός ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.

Είναι αναγκαίον να προσευχώμεθα επί έτη. Να αναγινώσκωμεν ολίγον, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον άπτεται της προσευχής και συνεργεί, κατά το περιεχόμενον αυτού, εις την ενίσχυσιν της έλξεως προς προσευχήν μετανοίας δια της εσωτερικής φυλακής του νοός. Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη πνευματική σφαίρα, είτε τούτο είναι φως, είτε σκότος, είτε εμφάνισις αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.

Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.

Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, ήτις αποκαλύπτει εις ημάς τα έσχατα βάθη του ανάρχου Όντος, είναι σύντομος, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξιν εις πλάτος. Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι ανέφικτος εν τοις ορίοις της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους διέρχεται ο ασκών την προσευχήν ταύτην, είναι απερίγραπτον. Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν, την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ.  6,12). Αύτη, ανυψούσα τον άνθρωπων εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηίνης σοφίας, εις τα υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».

Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καθαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. Εν τω Αγίω Όρει του ’θω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρει εκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσαρα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού.

 

Η Νηπτική Προσευχή





Η ΝΗΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Η Νηπτική Προσευχή, είναι το σημαντικότερο μέρος της εργασίας της Νήψης, δηλαδή είναι, μία εσωτερική διεργασία, εκείνη που γίνετε με συνείδηση απ’ τον ασκητή (εξ’ ου και η ονομασία του “ασκητή”) για να υπερβεί τον εαυτό.

Η ιστορία έχει καταγράψει αρκετούς πνευματικούς και μεγάλους ανθρώπους που διαβιούσαν στην άσκηση και την απομόνωση, αναζητώντας την αλήθεια της ζωής. Σ’ ένα πράγματι υπεράνθρωπο πολλές φορές αγώνα. Ηράκλειτος, Πυθαγόρας, Απολλώνιος Τυανέας, Κυνικός Διογένης, ο Σωκράτης και πολλοί άλλοι. Όλοι ετούτοι είχαν ένα κοινό, την εσωτερική διεργασία και την αναζήτηση της αλήθειας για την ύπαρξη της ζωής. Η φιλοσοφία που εργάζονται είναι, πρώτα απ’ όλα, η καλυτέρευση του εαυτού τους προς την αρετή, κατόπιν αποζητούν την αύξηση του πνεύματος μέσω της πνευματικής εργασίας και φυσικά του αποτελέσματος όπου είναι, η ένωση με την Θεία ουσία.

Σε όλες τις θρησκείες βέβαια θα συναντήσουμε ασκητικές μορφές που το είναι τους όλο είναι συνεπαρμένο απ’ την εσωτερική θεωρία, και που η καθημερινή αδιάλειπτη άσκηση τους οδηγεί στο ποθούμενο. Όμως εμείς θα σταθούμε στους Ασκητές Πατέρες της χριστιανοσύνης, στη διεργασία της Νήψης και στην θεολογία της Ανατολικής, Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τους διάφορους προσδιορισμούς, και τις εκδηλώσεις τους καθώς βαδίζοντας στη διαδρομή της Νήψης.

Ο Ιησούς λέγει: «Έτι ολίγον, και ο κόσμος πλέον δεν με βλέπει, σεις όμως με βλέπετε διότι εγώ ζω, και σεις θέλετε ζη.»… «Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με, ο δε αγαπών με θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν, και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν.»… «…Εάν τις με αγαπά, τον λόγο μου θέλει φυλάξει και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί, και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει.» (Ιωάννης: Κεφ. ιε΄ εδάφια 19, 21, 23.).


Σε αυτούς που δυσκολεύονται να παραδεχτούν την διάκριση των υποστάσεων της Νήψης, ως χριστιανικές ενέργειες και πνευματική εσωτερική διαδρομή, την απάντηση δίνει η Ανατολική θεολογία.

 Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να γνωρίσουμε τη διαδρομή.

Η ορθόδοξη θεολογία παρ’ όλου που διακρίνει στον Θεό τις τρεις υποστάσεις, τη μία φύση και τις δύο φυσικές ενέργειες, δεν αποδέχεται σε Αυτόν καμία σύνθεση, διότι όπως τα πρόσωπα έτσι και οι ενέργειες είναι στοιχεία του θείου Όντος που δεν μπορούν να θεωρηθούν χωριστά της Τριάδος, της οποίας αποτελούν την κοινή φανέρωση, την αιώνια ακτινοβολία. Δηλαδή δεν είναι «συμβεβηκότα» της φύσεως απ’ τις ιδιότητες τους ως πνευματικών ενεργειών, τα οποία συνεπάγονται σε
παθητική κατάσταση εν τω Θεό. Ίδια δεν μπορούμε να αποδώσουμε μια οποιαδήποτε ενέργεια αποκλειστικός εις την μίαν των θείων υποστάσεων, παρ’ όλου που λέμε «η Σοφία και η Δύναμις του Πατρός» ομιλούντες περί του Υιού. (Γρηγ. Παλαμά,«Κεφάλαια φυσικά κ.λ.π. PG 150, 1209, C-1212 A.)

Για την ορθόδοξη σκέψη οι ενέργειες δηλώνουν μια εξωτερική φανέρωση της Τριάδος, η οποία δεν δύναται να εσωτερικευθεί, δηλαδή να εισαχθεί, καθώς λέμε, στο εσωτερικό του Θείου Όντως ως φυσικός αυτού προσδιορισμός. Πράγματι ο Θεός δεν προσδιορίζεται υπό καμίας των ιδιοτήτων Του κι όλοι οι προσδιορισμοί είναι κατώτεροι Αυτού, λογικώς μεταγενέστερες Αυτού τούτου του Είναι Του, εν τη ουσία Του. Όταν λέγουμε πως ο Θεός είναι Σοφία, Ζωή, Αλήθεια, Αγάπη, εννοούμε τις ενέργειες, εκείνο το οποίο έρχεται μετά την ουσία, τις φυσικές, αλλά εκτός αυτού
είναι της Τριάδος εκδηλώσεις. Για τον λόγο αυτό αντιθέτως προς την Δυτική θεολογία η παράδοση της Εκκλησίας της Ανατολής, ποτέ δεν σημαίνει τις μεταξύ των προσώπων της Τριάδος σχέσεις, δια των ονομάτων των ιδιοτήτων. Ουδέποτε σαν παράδειγμα, θα πει ότι ο Υιός προέρχεται δια του τρόπου της διάνοιας, ή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται δια του τρόπου της θελήσεως. Το Πνεύμα ποτέ δεν θα παραβληθεί προς την αγάπη του Πατρός και του Υιού. Η Ορθόδοξη θεολογία έχει μία βασική τάξη της οικονομικής φανερώσεως της Τριάδος εν τω κόσμο, πάσα ενέργεια εκπορεύεται εκ του Πατρός δι’ Υιού, εν Αγίω Πνεύματι. Αυτό εκφράζεται κατά ένα πολύ ανάγλυφο τρόπο από τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας: «και της υπέρ κτίσιν εστίν ουσίας αποτέλεσμα –λέγει- κοινόν μεν ώσπερ τι, πλην και ιδικώς εκάστω προσώπω πρέπον, ως δια τριών υποστάσεων πρέποι αν και ιδικώς εκάστη παντελείως

εχούση καθ’ αυτήν. Ενεργεί τοιγαρούν ο Πατήρ, αλλά δι’ Υιού εν Πνεύματι. Ενεργεί και ο Υιός, αλλ’ ως δύναμις του Πατρός, εξ’ αυτού τε και εν αυτώ νοούμενος καθ’ ύπαρξιν ιδικήν. Ενεργεί και το Πνεύμα, Πνεύμα γαρ εστί του Πατρός και του Υιού, το παντουργικόν».(Κύριλλος Αλεξανδρείας. Περί Αγίας Τριάδος, διάλογος 6, P G 75,
1056 A.)

Ταυτίζεται η θεολογική σκέψη και συμπλέει με τους λόγους του Ιησού καθώς είδαμε παραπάνω. Έτσι οι Νηπτικοί Ασκητές με ζήλο ακολουθούν το μακάριο των μοναχών στάδιο και αναδείχνονται άξιοι διδάσκαλοι τούτου του είδους ζωής. Παρ’ όλου που ποτέ δεν θέλουν να προβάλουν και να κάνουν γνωστό τον αγώνα τους. Διότι, μια και άναψε η καρδιά τους από τη φλόγα της θείας και επουράνιας αγάπης, λογαριάζουν σαν μηδέν όλα όσα οι άνθρωποι θαρούν καλά και πολύτιμα. Ουσιαστικά περνούν την πνευματική ζωή τους κρυφά απ’ τον κόσμο. Τα περισσότερα από τα εσωτερικά κατορθώματά τους, με απέραντη ταπεινοφροσύνη, τα σκεπάζουν. Κι έτσι διαβένουν τον δρόμο της θείου θελήματος. Νηπτικές χαρισματικές μορφές στις ημέρες μας
ήταν: ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής στη Πάτμο, ο Γέροντας Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ Μικροαγιαννανίτης, ο Γέροντας Χερουβείμ Αγιαννανίτης, ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης και πολλοί άλλοι που συνέχιζουν την άσκηση της Νήψης. Ο Άγιος Νηπτικός Σεραφείμ του Sarov, έδωσε τον προσδιορισμό της Νήψης, ο προσδιορισμός αυτός, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φένεται απλούστατος, περιλαμβάνει ολόκληρη την πνευματική εσωτερική θεολογία της ορθοδόξου Εκκλησίας: «Η προσευχή, η νηστεία, αι αγρυπνίαι και όλαις αι χριστιανικές ασκήσεις –έλεγε- καίτοι είναι άρισται καθ’ αυτάς, ουδόλως αντιπροσωπεύουν μόναι τον σκοπό της χριστιανικής ζωής, είναι μόνον απαραίτητα μέσα δια την επιτυχίαν αυτού του σκοπού. Διότι ο αληθής σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. Αλλά καίτοι, η αληθινή προσευχή εάν δεν εγένετο εν ονόματι του Χριστού, δεν είναι δυνατόν να μας βοηθήσουν, ώστε να λάβωμεν αμοιβήν εν τη ζωή του Αγίου Πνεύματος.»(Entretien de S. Seraphin sun le dut de la vie chretienne, Μάρτιος – Απρίλιος 1927.)


Ξεκινώ τη γραφή με την επισήμανση ότι δεν θα σας δώσω την πνευματική διαδρομή (καθοδήγηση) των Ασκητών Πατέρων, διότι απλά δεν έχω την χάρη και την ιεροσύνη.

Όσοι επιθυμούν να βαδίσουν πνευματικά στη Νηπτική προσευχή το κάνουν μόνο δίπλα, σε άξιους στύλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Δηλαδή, σε εκείνους τους Γέροντες που ήταν και είναι οι πνευματικοί Πατέρες όπου κατέκτησαν με αγώνα την άσκηση, και γνωρίζουν ορθά την πνευματική και θεολογική εσωτερική θέαση για να κατευθύνουν όσους θα ήθελα να διεισδύσουν στο βάθος της Νήψης.

Όλα αυτά, βέβαια τα θέματα, υπάρχουν και στο σπουδαιότερο πατερικό βιβλίο : τη «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών». Μα νομίζω, ότι και πάλι θα χρειαστούν οι συμβουλές ενός πνευματικού Γέροντα για να προχωρήσει κάποιος εσωτερικά. Διότι θα πρέπει να ακολουθήσει και μια ιδιαίτερη μεταχείριση στο φυσικό σώμα, όπως είναι η διατροφή, η συγκεκριμένη στάση του σώματος κ.τ.λ.

Γι αυτό ο Άγιος Μάξιμος πάλι λέει: «Από τούτη τη φιλοσοφία που συνίσταται σε λόγο και θεωρία, κατά την οποία κατ’ ανάγκη εξευγενίζεται και η φύση του σώματος, πάνω από το υλικό πλάνο για τον του Θεού πόθο, “πληγωμένοι”* οι άγιοι (νηπτικοί), ώστε να αισθανθούν και να ενώσουν μέσω των φυσικών προς τα θεία αναλάμψεων που υπάρχουν μέσα τους, έφθασαν άξια στο Θεό, υπερπηδώντας σαν αθλητές το σώμα και τον κόσμο. Έβλεπαν πως το ένα περιέχει το άλλο, αυτός από τη φύση του κι εκείνο λόγω της αίσθησης, κι ότι υποτάσσεται το ένα στο άλλο με κάποια σχέση αμοιβαιότητας ανάμεσα τους και ότι κανένα από αυτά δεν είναι απαλλαγμένο απ’ τον περιορισμό που του επιβάλει ο λόγος…..

Επειδή οι Άγιοι εννόησαν ότι διαμέσου της σάρκας βαδίζοντας παρά φύση η ψυχή ντύνεται τη χοϊκή μορφή, σκέφτηκαν και αυτοί δια μέσου της ψυχής μάλλον που κατά φύση κατευθύνεται στο Θεό να προσοικειώσουν όπως πρέπει την σάρκα σ’ Αυτόν κοσμώντας την κατά τη δεκτικότητά της με τα θεϊκά σημάδια της άσκησης των αρετών.» (Μάξιμου Ομολογητού, “Περί διαφόρων αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου” C, D, 14).

Ο δρόμος της νηπτικής, ή νοεράς, ή καρδιακής προσευχής δηλώνεται ακόμα στους λόγους του Ιωάννη του Βαπτιστή σχετικά με το όνομα του Ιησού: «εκείνον μεν δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιωάν. Γ΄, 30). Μ’ αυτήν την έννοια, να προσευχόμαστε σημαίνει να σιωπούμε εξωτερικά. Γιατί η αληθινή νοερά προσευχή σημαίνει να σταματάμε να μιλάμε και να αφουγκραζόμαστε στην καρδιά μας τη χωρίς λόγια φωνή του Θεού. Σημαίνει ότι θα πρέπει να πάψουμε να ενεργούμε από μόνοι μας και να εισερχόμαστε στο χώρο της δράσης του Θεού. Αλλά πως θα μάθουμε να σιωπούμε για να αρχίζουμε να ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πως μπορούμε να πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε εμάς; Πως μπορούμε να περάσουμε απ’ την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την «εντατική» στην «αυτοενεργούμενη» προσευχή (για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Επισκόπου Θεοφάνη), απ’ την «δική μου» προσευχή στην προσευχή του Χριστού εντός μου;


Ένας τρόπος να αρχίσουμε αυτό το πνευματικό ταξίδι προς τα έσω μας είναι η επίκληση του Ονόματος του Ιησού.

Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησόν με



Βιβλιογραφία:

Επισκόπου Κάλλιστου Γουέαρ, «Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ» Εκδόσεις, ΑΚΡΙΤΑΣ.

Αγίου Μάξιμου Ομολογητού, «ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ»
Εκδόσεις, Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Ανωνύμου μοναχού: Περί της νοεράς, καρδιακής και νηπτικής προσευχής


Όταν αγαπητέ, θέλεις να προσευχηθείς νοερώς από το βάθος του εαυτού σου, μιμήσου στην καρδιακή ευχή την φωνή του τζίτζικα. Ο τζίτζικας όταν λαλεί, φωνάζει κατά δύο τρόπους. Διότι πρώτα φωνάζει πέντε -δέκα φορές με σιγανή και διακεκομμένη  φωνή και ύστερα, στο τέλος της φωνής, τελειώνει με δυνατότερο τόνο και με τραβηχτή και μουσικότερη φωνή. 

Το λοιπόν και εσύ, αγαπητέ, όταν προσεύχεσαι νοερώς μέσα στην καρδιά σου, έτσι να προσεύχεσαι· πρώτα να λέγεις το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με" καμμιά δεκαριά φορές δυνατά από την καρδιά σουκαι καθαρά με τον νου σου και από το βάθος του εαυτού σου, σε κάθε αναπνοή μία ευχή, και σε κάθε ευχή να κρατάς την αναπνοή σου· και αφού πεις καμμιά δεκαριά φορές ή και περισσότερες με αυτόν τον τρόπο την ευχή μέχρι που να ζεσταθεί μέσα σου εκεί που μελετήθηκε η ευχή, τότε λέγε αυτήν την ευχή με δυνατότερο τόνο του εαυτού σου και περισσότερη βία της καρδιάς σου, όπως τελειώνει και ο τζίτζικας την μελωδία του με δυνατότερο τόνο της φωνής του και με μουσικότερη φωνή. 
Αυτή η ευχή, που λέγεται κυρίως Νοερά προσευχή, λέγεται ακόμη και Καρδιακή προσευχή και Νηπτική προσευχή. Και όταν την λέγεις νοερώς και την μελετάς μυστικώς μέσα σου με εσωτερική φωνή και με ησυχία, τότε λέγεται αυτή η ευχή "Νοερά Προσευχή". 
Όταν λέγεις αυτήν την ευχή από την καρδιά σου, από το βάθος της καρδιάς σου, με δυνατό τόνο της καρδιάς σου, με εσωτερική βία του εαυτού σου, τοτε λέγεται αυτή η ευχή "Καρδιακή ευχή". "Νηπτική" λέγεται, όταν με την προσευχή σου αυτήν ή και από την άπειρη αγαθότητα του Θεού κατοικεί η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή σου και αγγίζει την καρδιά σου ή και σου δείχνει κάποια θεωρία, στην οποία νήφει και προσέχει ο οφθαλμός της διανοίας σου. 
Έτσι όταν καλλιεργείς αυτήν την νοερά προσευχή και την μελετάς με ευλάβεια και όπως ταιριάζει  σ' αυτήν, τότε φαίνεται το όνομα του Χριστού τόσο παρηγορητικό κια γλυκύ στην διάνοιά σου και στην ψυχή σου, ώστε δεν το χορταίνεις ποτέ μνημονεύοντάς το. 
Όταν καλλιεργείς την καρδιακή ευχή, δηλαδή όταν την επιτύχει η καρδιά και αγγίξει η Χάρη του Θεού την καρδιά σου, από την οποία Χάρη του Θεού συλλαμβάνει η καρδιά σου την κατάνυξη, όπως συνέλαβε η Κυρία Θεοτόκος τον Λόγο του Θεού από το Άγιο Πνεύμα, τότε φαίνεται στην καρδιά σου το όνομα του Ιησού και Θεού και όλη η Αγία Γραφή μία άρρητη γλυκύτητα, και κάθε πνευματικό νόημα της γίνεται ένας γλυκόρροος ποταμός της θεϊκής κατανύξεως, που την γλυκαίνει και την θερμαίνει θαυμασίως με τον έρωτα και την αγάπη του δημιουργού της Θεού. 
Μερικές φορές πάλι, όταν εργάζεσαι αυτήν την καρδιακή ευχή με πόνο της εξασθενημένης σου καρδιάς και με λύπη της ταπεινωμένης σου ψυχής, τότε καταλαβαίνει η ψυχή σου την παρηγορία και την επίσκεψη του Κυρίου σ'  αυτήν. Αυτό είναι εκείνο που λέγει ο προφήτης· "Εγγύς Κύριος τοθς συντετριμμένοις την καρδίαν (Ψαλμ. λγ΄19), διότι εγγίζει αοράτως ο Κύριος σ' εσένα για να σου δείξει κάποιο μυστικό πράγμα, δηλαδή σου δείχνει κάποια οπτασία για να σε κάνει θερμότερο στην πνευματική εργασία της καρδιάς σου. 
Και λοιπόν, αγαπητέ, όταν με τη Χάρη του Χριστού θεωρεί η ψυχή σου κάποια οπτασία και κατανύσσεσαι από αυτήν την προσευχή, τότε καταλαβαίνεις ότι η νηπτική ευχή δεν είναι άλλο πράγμα παρά αυτή η θεϊκή Χάρη, δηλαδή η νοερά θεωρία, η θεϊκή οπτασία την οποία κοιτάζει η διάνοιά σου και αντικρύζει σταθερά  ο νους σου και νήφει η ψυχή σου. Και ότι η θεϊκή Χάρη του Αγίου Πνεύματος κατοίκησε στην ψυχή σου και άγγιξε ανεπαισθήτως την καρδιά σου και γλύκανε ανεκφράστως την διάνοιά σου, το γνωρίζεις και το καταλαβαίνεις μόνον εσύ με τον εαυτόν σου, διότι αναβλύζει ασταμάτητα σαν από κάποια ασταμάτητη πηγή από την καρδιά σου η κατάνυξη, μαζί με άρρητη γλυκύτητα της διάνοιάς σου και μαζί με πολλή παρηγορία της ψυχής σου. Οπότε, λαμβάνοντας η ψυχή σου αυτήν την ώρα κάποιο πνευματικό θάρρος, παρακαλεί μυστικώς τον πλάστη και δημιουργό της Θεό και λέγει· 'Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου"(Λουκ. κγ΄42), ή κάποιο άλλο παρόμοιο ρητό της Αγίας Γραφής. 
Εκείνη η αγία και καθαρή δέηση, που γίνεται έτσι μέσα από την ψυχή, τόσο ισχυρή είναι, ώστε διαπερνώντας την ουρανό φθάνει και προχωράει μέχρι τον θρόνο της Αγίας Τριάδος, μπροστά στην Οποία στέκεται σαν το μυρωμένο και ευωδιαστό θυμίαμα. 
Γι' αυτήν την προσευχή έλεγε και ο προφήτης· "Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν Σου"(Ψλμ. ρμ΄ 2). Και λοιπόν, εκείνη η αγία δέηση δέχεται τότε ανεκφράστως από τον εν Τριάδι Θεόν τον καρπόν του Αγίου Πνεύματος, τον οποίο, αφού λάβει μαζί της ευλαβώς και με σεμνότητα, τον προσφέρει στην ψυχή σαν ένα ατίμητο και ουράνιο δώρο που στέλνεται σ' αυτήν από τον Θεό των όλων για αρραβώνα της μελλούσης βασιλείας και υιοθεσίας. Αυτόν τον ουράνιο και θεϊκό καρπό του Αγίου Πνεύματος, αφού τον δεχτεί η ψυχή από την δέηση, δηλαδή από την καθαρή προσευχή, αποκτάει η ίδια την θεία αγάπη, την πνευματική χαρά, την καρδιακή ειρήνη, την μεγάλη υπομονή στις θλίψεις και στους πειρασμούς αυτού του αιώνος, την αρετή σε όλα και την αγαθωσύνη, την αδίστακτη πίστη, την πραότητα του Χριστού και την παθοκτόνο εγκράτεια. Όλα αυτά λέγονται "καρπός του Αγίου Πνεύματος"(Γαλ. ε΄9). Στον Θεό μας ανήκει η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.       

Άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου: Ο Μεγάλος Καππαδόκης πατέρας


Agios Amfiloxios
Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου - Θεολόγου Καθηγητού | Romfea.gr

Ο 4ος μ. Χ. αιώνας θεωρείται ως ο χρυσός αιώνας της Θεολογίας της Εκκλησίας μας. Πρωταγωνιστές οι Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι όχι μόνο σφράγισαν με τις προσωπικότητές του και το έργο τους την ταραγμένη εποχή τους, αλλά σημάδεψαν με το έργο τους την κατοπινή πορεία της ανθρωπότητας.
Σε μια εποχή έντονων θεολογικών ζυμώσεων, απέτρεψαν τη νόθευση της γνήσιας εκκλησιαστικής παράδοσης και αποκρυστάλλωσαν τη σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας μας.
Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου, εφάμιλλος του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Γεννήθηκε στην Καισάρεια το 344. Οι γονείς του ονομαζόταν Αμφιλόχιος και Λιβύη. Ήταν επίσης αδελφός της Θεοδοσίας, μητέρας της περίφημης διακόνισσας αγίας Ολυμπιάδας και εξάδελφος του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.
Σπούδασε στις ονομαστές σχολές της Καισάρειας και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κωνσταντινούπολη από το 364 έως το 370. 
Αλλά η βαθιά πίστη του στο Χριστό τον οδήγησε νωρίς στην απόφαση να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Άφησε το επικερδές του επάγγελμα, ντύθηκε το μοναχικό ένδυμα και αποσύρθηκε στην έρημο Οζίζαλα της Καππαδοκίας για να ασκηθεί και να καθαρθεί με νηστεία, προσευχή αγρυπνία και δάκρυα. Εκεί έζησε τρία χρόνια, από το 370 έως το 373.
Το 373 κοιμήθηκε ο επίσκοπος Ικονίου Ιωάννης. Ο Αμφιλόχιος είδε ένα όραμα, με το οποίο καλούνταν από το Θεό να ποιμάνει την χηρεύουσα επισκοπή.
Ο ταπεινός ασκητής όμως δεν αποδέχτηκε αρχικά την θεϊκή πρόσκληση, φοβούμενος ότι ήταν δαιμονική παγίδα. Ακολούθησε και δεύτερη οπτασία, όπου ένας άγγελος του διαμήνυσε τη θεία βουλή και για να τον πείσει, τον οδήγησε στο ναό να συμπροσευχηθούν.
Εκεί συνάντησε επτά επισκόπους, των γύρω επισκοπών, οι οποίοι είχαν δει και αυτοί το ίδιο όραμα. Με την ψήφο όλων εκλέχτηκε και χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου το 373.
Η επισκοπική του διακονία υπήρξε θαυμαστή. Ποίμανε την τοπική Εκκλησία θεάρεστα. Με την ρητορική του δεινότητα κήρυττε συνεχώς και έτρεφε πνευματικά τα λογικά του πρόβατα που του εμπιστεύτηκε ο Θεός.
Απέκτησε κύρος και φήμη ώστε του επέτρεπε να διευθετεί προβλήματα που ανέκυπταν και σε όμορες επισκοπές. Παρενέβαινε με πνεύμα διάκρισης και σοφίας διασφαλίζοντας την ειρήνη και ορθοτομώντας το λόγο της αληθείας.
Ο φίλος του Μ. Βασίλειος σε επιστολή του φανερώνει τη λαμπρή ηθική και πνευματική φυσιογνωμία του Αμφιλοχίου. Τον παρακαλεί να παραστεί στην τιμητική γιορτή υπέρ των μαρτύρων της Καισαρείας, για να αποβεί αυτή σεμνότερη, διότι ο λαός της Καισαρείας τον αγαπά, όσο κανένα άλλο επίσκοπο.
Συντάσσει σπουδαία θεολογικά έργα, μέσω των οποίων εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας και στηλιτεύει τις κακόδοξες διδασκαλίες, οι οποίες ήταν σε φοβερή έξαρση την εποχή εκείνη και ταλάνιζαν την Εκκλησία.
Ιδιαιτέρως σε έξαρση ήταν η αίρεση του Αρείου, της οποία οι ψευδεπίσκοποι είχαν καταλάβει τις περισσότερες επισκοπές της Ανατολής, με την ανοχή και τη βοήθεια των αρειανόφρονων αυτοκρατόρων.
Ο ίδιος ο Αμφιλόχιος υπέφερε τα πάνδεινα από τους διωγμούς των αρειανών της περιοχής του.
Την ίδια εποχή δύο εξίσου επικίνδυνοι αιρεσιάρχες ο Μακεδόνιος και ο Ευνόμιος έκαναν την εμφάνισή τους και απειλούσαν την αλήθεια της Εκκλησίας, με τις κατά του Αγίου Πνεύματος κακοδοξίες τους.
Μετέβη ο Αμφιλόχιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου έπεισε τον Μ. Θεοδόσιο να στηρίξει την Εκκλησία.
Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 381, στην οποία έλαβε μέρος και ο άγιος Αμφιλόχιος, μαζί με άλλους 149 θεοφόρους Πατέρες, στην οποία αποκρυσταλλώθηκε το ορθόδοξο δόγμα και συμπληρώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως.
Η συμβολή του αγίου Αμφιλοχίου υπήρξε καθοριστική στις εργασίες της Συνόδου, όπου ο θεοφόρος και μορφωμένος επίσκοπος κατόρθωσε να αποδείξει τις πλάνες των αιρεσιαρχών. Ως ευγνωμοσύνη προς αυτόν ο Θεοδόσιος αποφάσισε να κτίσει δύο περίλαμπρους ναούς στο Ικόνιο, το ναό της Αγίας Σοφίας και του Βαπτιστού Ιωάννου.
Ο Αμφιλόχιος επέστρεψε στην επισκοπή του όπου εργάστηκε δραστήρια, ξεριζώνοντας τις κακοδοξίες. Έζησε μια αγία ζωή και κοιμήθηκε ειρηνικά το 394.
Η κηδεία του υπήρξε πάνδημη και η αγιότητά του δεν άργησε να φανεί με θαύματα που γινόταν στον χαριτόβρυτο τάφο του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Νοεμβρίου.
Ο άγιος Αμφιλόχιος έχει τη δική του συμβολή στην ανάπτυξη της Θεολογίας της Εκκλησίας μας, σε μια εποχή που ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες πάσχιζαν να νοθεύσουν τη γνήσια εκκλησιαστική παράδοση.
Μαζί με τους φίλους του Μ. Βασίλειο και Γρηγόριο Νύσσης, καθώς και τον εξάδελφό του άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, αποτελούν τις τέσσερις μεγάλες και μοναδικές χαρισματικές προσωπικότητες, οι οποίοι κλήθηκαν από το Θεό να θεμελιώσουν το ορθόδοξο δόγμα σε μια δύσκολη ιστορική περίοδο, διότι η αλήθεια της Εκκλησίας μας είναι συνώνυμη με τη σωτηρία.
Εξέφρασαν με ακρίβεια την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, γι’ αυτό χαρακτηρίζονται ως θεοφόροι και χαρακτηρίζονται ως οι αυθεντίες της Θεολογίας μας.
Εκτός αυτού η συμβολή, τόσο του αγίου Αμφιλοχίου, όσο και των άλλων τριών Καππαδοκών Πατέρων, υπήρξε καθοριστική για την ομαλή μετάβαση της ανθρωπότητας από τον καταρρέοντα και ημιθανή αρχαίο κόσμο στη νέα εύρωστη χριστιανική εποχή.
Μόνο αυτοί μπόρεσαν να διακρίνουν τις όποιες αξίες του παρελθόντος, τις εναρμόνισαν, τις ενέταξαν και τις διέσωσαν στο νέο πνευματικό μέγεθος, τον Χριστιανισμό και θεμελίωσαν έτσι τον απαράμιλλο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, τη βάση του συγχρόνου παγκόσμιου πολιτισμού.
Αντίθετα μ’ αυτούς, άλλοι σύγχρονοί τους, όπως ο ανεδαφικός παγανιστής Ιουλιανός, προσκολλημένοι δουλικά στο νεκρό προχριστιανικό παρελθόν, δε μπόρεσαν να δουν τη ροή της ιστορίας, προβάλλοντας στείρα αντίσταση, με αποτέλεσμα την οικτρή αποτυχία τους και τον διαχρονικό στιγματισμό της ουτοπικής τους προσπάθειας!