Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Η Νηπτική Προσευχή





Η ΝΗΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Η Νηπτική Προσευχή, είναι το σημαντικότερο μέρος της εργασίας της Νήψης, δηλαδή είναι, μία εσωτερική διεργασία, εκείνη που γίνετε με συνείδηση απ’ τον ασκητή (εξ’ ου και η ονομασία του “ασκητή”) για να υπερβεί τον εαυτό.

Η ιστορία έχει καταγράψει αρκετούς πνευματικούς και μεγάλους ανθρώπους που διαβιούσαν στην άσκηση και την απομόνωση, αναζητώντας την αλήθεια της ζωής. Σ’ ένα πράγματι υπεράνθρωπο πολλές φορές αγώνα. Ηράκλειτος, Πυθαγόρας, Απολλώνιος Τυανέας, Κυνικός Διογένης, ο Σωκράτης και πολλοί άλλοι. Όλοι ετούτοι είχαν ένα κοινό, την εσωτερική διεργασία και την αναζήτηση της αλήθειας για την ύπαρξη της ζωής. Η φιλοσοφία που εργάζονται είναι, πρώτα απ’ όλα, η καλυτέρευση του εαυτού τους προς την αρετή, κατόπιν αποζητούν την αύξηση του πνεύματος μέσω της πνευματικής εργασίας και φυσικά του αποτελέσματος όπου είναι, η ένωση με την Θεία ουσία.

Σε όλες τις θρησκείες βέβαια θα συναντήσουμε ασκητικές μορφές που το είναι τους όλο είναι συνεπαρμένο απ’ την εσωτερική θεωρία, και που η καθημερινή αδιάλειπτη άσκηση τους οδηγεί στο ποθούμενο. Όμως εμείς θα σταθούμε στους Ασκητές Πατέρες της χριστιανοσύνης, στη διεργασία της Νήψης και στην θεολογία της Ανατολικής, Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τους διάφορους προσδιορισμούς, και τις εκδηλώσεις τους καθώς βαδίζοντας στη διαδρομή της Νήψης.

Ο Ιησούς λέγει: «Έτι ολίγον, και ο κόσμος πλέον δεν με βλέπει, σεις όμως με βλέπετε διότι εγώ ζω, και σεις θέλετε ζη.»… «Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με, ο δε αγαπών με θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν, και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν.»… «…Εάν τις με αγαπά, τον λόγο μου θέλει φυλάξει και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί, και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει.» (Ιωάννης: Κεφ. ιε΄ εδάφια 19, 21, 23.).


Σε αυτούς που δυσκολεύονται να παραδεχτούν την διάκριση των υποστάσεων της Νήψης, ως χριστιανικές ενέργειες και πνευματική εσωτερική διαδρομή, την απάντηση δίνει η Ανατολική θεολογία.

 Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να γνωρίσουμε τη διαδρομή.

Η ορθόδοξη θεολογία παρ’ όλου που διακρίνει στον Θεό τις τρεις υποστάσεις, τη μία φύση και τις δύο φυσικές ενέργειες, δεν αποδέχεται σε Αυτόν καμία σύνθεση, διότι όπως τα πρόσωπα έτσι και οι ενέργειες είναι στοιχεία του θείου Όντος που δεν μπορούν να θεωρηθούν χωριστά της Τριάδος, της οποίας αποτελούν την κοινή φανέρωση, την αιώνια ακτινοβολία. Δηλαδή δεν είναι «συμβεβηκότα» της φύσεως απ’ τις ιδιότητες τους ως πνευματικών ενεργειών, τα οποία συνεπάγονται σε
παθητική κατάσταση εν τω Θεό. Ίδια δεν μπορούμε να αποδώσουμε μια οποιαδήποτε ενέργεια αποκλειστικός εις την μίαν των θείων υποστάσεων, παρ’ όλου που λέμε «η Σοφία και η Δύναμις του Πατρός» ομιλούντες περί του Υιού. (Γρηγ. Παλαμά,«Κεφάλαια φυσικά κ.λ.π. PG 150, 1209, C-1212 A.)

Για την ορθόδοξη σκέψη οι ενέργειες δηλώνουν μια εξωτερική φανέρωση της Τριάδος, η οποία δεν δύναται να εσωτερικευθεί, δηλαδή να εισαχθεί, καθώς λέμε, στο εσωτερικό του Θείου Όντως ως φυσικός αυτού προσδιορισμός. Πράγματι ο Θεός δεν προσδιορίζεται υπό καμίας των ιδιοτήτων Του κι όλοι οι προσδιορισμοί είναι κατώτεροι Αυτού, λογικώς μεταγενέστερες Αυτού τούτου του Είναι Του, εν τη ουσία Του. Όταν λέγουμε πως ο Θεός είναι Σοφία, Ζωή, Αλήθεια, Αγάπη, εννοούμε τις ενέργειες, εκείνο το οποίο έρχεται μετά την ουσία, τις φυσικές, αλλά εκτός αυτού
είναι της Τριάδος εκδηλώσεις. Για τον λόγο αυτό αντιθέτως προς την Δυτική θεολογία η παράδοση της Εκκλησίας της Ανατολής, ποτέ δεν σημαίνει τις μεταξύ των προσώπων της Τριάδος σχέσεις, δια των ονομάτων των ιδιοτήτων. Ουδέποτε σαν παράδειγμα, θα πει ότι ο Υιός προέρχεται δια του τρόπου της διάνοιας, ή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται δια του τρόπου της θελήσεως. Το Πνεύμα ποτέ δεν θα παραβληθεί προς την αγάπη του Πατρός και του Υιού. Η Ορθόδοξη θεολογία έχει μία βασική τάξη της οικονομικής φανερώσεως της Τριάδος εν τω κόσμο, πάσα ενέργεια εκπορεύεται εκ του Πατρός δι’ Υιού, εν Αγίω Πνεύματι. Αυτό εκφράζεται κατά ένα πολύ ανάγλυφο τρόπο από τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας: «και της υπέρ κτίσιν εστίν ουσίας αποτέλεσμα –λέγει- κοινόν μεν ώσπερ τι, πλην και ιδικώς εκάστω προσώπω πρέπον, ως δια τριών υποστάσεων πρέποι αν και ιδικώς εκάστη παντελείως

εχούση καθ’ αυτήν. Ενεργεί τοιγαρούν ο Πατήρ, αλλά δι’ Υιού εν Πνεύματι. Ενεργεί και ο Υιός, αλλ’ ως δύναμις του Πατρός, εξ’ αυτού τε και εν αυτώ νοούμενος καθ’ ύπαρξιν ιδικήν. Ενεργεί και το Πνεύμα, Πνεύμα γαρ εστί του Πατρός και του Υιού, το παντουργικόν».(Κύριλλος Αλεξανδρείας. Περί Αγίας Τριάδος, διάλογος 6, P G 75,
1056 A.)

Ταυτίζεται η θεολογική σκέψη και συμπλέει με τους λόγους του Ιησού καθώς είδαμε παραπάνω. Έτσι οι Νηπτικοί Ασκητές με ζήλο ακολουθούν το μακάριο των μοναχών στάδιο και αναδείχνονται άξιοι διδάσκαλοι τούτου του είδους ζωής. Παρ’ όλου που ποτέ δεν θέλουν να προβάλουν και να κάνουν γνωστό τον αγώνα τους. Διότι, μια και άναψε η καρδιά τους από τη φλόγα της θείας και επουράνιας αγάπης, λογαριάζουν σαν μηδέν όλα όσα οι άνθρωποι θαρούν καλά και πολύτιμα. Ουσιαστικά περνούν την πνευματική ζωή τους κρυφά απ’ τον κόσμο. Τα περισσότερα από τα εσωτερικά κατορθώματά τους, με απέραντη ταπεινοφροσύνη, τα σκεπάζουν. Κι έτσι διαβένουν τον δρόμο της θείου θελήματος. Νηπτικές χαρισματικές μορφές στις ημέρες μας
ήταν: ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής στη Πάτμο, ο Γέροντας Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ Μικροαγιαννανίτης, ο Γέροντας Χερουβείμ Αγιαννανίτης, ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης και πολλοί άλλοι που συνέχιζουν την άσκηση της Νήψης. Ο Άγιος Νηπτικός Σεραφείμ του Sarov, έδωσε τον προσδιορισμό της Νήψης, ο προσδιορισμός αυτός, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φένεται απλούστατος, περιλαμβάνει ολόκληρη την πνευματική εσωτερική θεολογία της ορθοδόξου Εκκλησίας: «Η προσευχή, η νηστεία, αι αγρυπνίαι και όλαις αι χριστιανικές ασκήσεις –έλεγε- καίτοι είναι άρισται καθ’ αυτάς, ουδόλως αντιπροσωπεύουν μόναι τον σκοπό της χριστιανικής ζωής, είναι μόνον απαραίτητα μέσα δια την επιτυχίαν αυτού του σκοπού. Διότι ο αληθής σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. Αλλά καίτοι, η αληθινή προσευχή εάν δεν εγένετο εν ονόματι του Χριστού, δεν είναι δυνατόν να μας βοηθήσουν, ώστε να λάβωμεν αμοιβήν εν τη ζωή του Αγίου Πνεύματος.»(Entretien de S. Seraphin sun le dut de la vie chretienne, Μάρτιος – Απρίλιος 1927.)


Ξεκινώ τη γραφή με την επισήμανση ότι δεν θα σας δώσω την πνευματική διαδρομή (καθοδήγηση) των Ασκητών Πατέρων, διότι απλά δεν έχω την χάρη και την ιεροσύνη.

Όσοι επιθυμούν να βαδίσουν πνευματικά στη Νηπτική προσευχή το κάνουν μόνο δίπλα, σε άξιους στύλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Δηλαδή, σε εκείνους τους Γέροντες που ήταν και είναι οι πνευματικοί Πατέρες όπου κατέκτησαν με αγώνα την άσκηση, και γνωρίζουν ορθά την πνευματική και θεολογική εσωτερική θέαση για να κατευθύνουν όσους θα ήθελα να διεισδύσουν στο βάθος της Νήψης.

Όλα αυτά, βέβαια τα θέματα, υπάρχουν και στο σπουδαιότερο πατερικό βιβλίο : τη «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών». Μα νομίζω, ότι και πάλι θα χρειαστούν οι συμβουλές ενός πνευματικού Γέροντα για να προχωρήσει κάποιος εσωτερικά. Διότι θα πρέπει να ακολουθήσει και μια ιδιαίτερη μεταχείριση στο φυσικό σώμα, όπως είναι η διατροφή, η συγκεκριμένη στάση του σώματος κ.τ.λ.

Γι αυτό ο Άγιος Μάξιμος πάλι λέει: «Από τούτη τη φιλοσοφία που συνίσταται σε λόγο και θεωρία, κατά την οποία κατ’ ανάγκη εξευγενίζεται και η φύση του σώματος, πάνω από το υλικό πλάνο για τον του Θεού πόθο, “πληγωμένοι”* οι άγιοι (νηπτικοί), ώστε να αισθανθούν και να ενώσουν μέσω των φυσικών προς τα θεία αναλάμψεων που υπάρχουν μέσα τους, έφθασαν άξια στο Θεό, υπερπηδώντας σαν αθλητές το σώμα και τον κόσμο. Έβλεπαν πως το ένα περιέχει το άλλο, αυτός από τη φύση του κι εκείνο λόγω της αίσθησης, κι ότι υποτάσσεται το ένα στο άλλο με κάποια σχέση αμοιβαιότητας ανάμεσα τους και ότι κανένα από αυτά δεν είναι απαλλαγμένο απ’ τον περιορισμό που του επιβάλει ο λόγος…..

Επειδή οι Άγιοι εννόησαν ότι διαμέσου της σάρκας βαδίζοντας παρά φύση η ψυχή ντύνεται τη χοϊκή μορφή, σκέφτηκαν και αυτοί δια μέσου της ψυχής μάλλον που κατά φύση κατευθύνεται στο Θεό να προσοικειώσουν όπως πρέπει την σάρκα σ’ Αυτόν κοσμώντας την κατά τη δεκτικότητά της με τα θεϊκά σημάδια της άσκησης των αρετών.» (Μάξιμου Ομολογητού, “Περί διαφόρων αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου” C, D, 14).

Ο δρόμος της νηπτικής, ή νοεράς, ή καρδιακής προσευχής δηλώνεται ακόμα στους λόγους του Ιωάννη του Βαπτιστή σχετικά με το όνομα του Ιησού: «εκείνον μεν δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιωάν. Γ΄, 30). Μ’ αυτήν την έννοια, να προσευχόμαστε σημαίνει να σιωπούμε εξωτερικά. Γιατί η αληθινή νοερά προσευχή σημαίνει να σταματάμε να μιλάμε και να αφουγκραζόμαστε στην καρδιά μας τη χωρίς λόγια φωνή του Θεού. Σημαίνει ότι θα πρέπει να πάψουμε να ενεργούμε από μόνοι μας και να εισερχόμαστε στο χώρο της δράσης του Θεού. Αλλά πως θα μάθουμε να σιωπούμε για να αρχίζουμε να ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πως μπορούμε να πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε εμάς; Πως μπορούμε να περάσουμε απ’ την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την «εντατική» στην «αυτοενεργούμενη» προσευχή (για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Επισκόπου Θεοφάνη), απ’ την «δική μου» προσευχή στην προσευχή του Χριστού εντός μου;


Ένας τρόπος να αρχίσουμε αυτό το πνευματικό ταξίδι προς τα έσω μας είναι η επίκληση του Ονόματος του Ιησού.

Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησόν με



Βιβλιογραφία:

Επισκόπου Κάλλιστου Γουέαρ, «Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ» Εκδόσεις, ΑΚΡΙΤΑΣ.

Αγίου Μάξιμου Ομολογητού, «ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ»
Εκδόσεις, Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου