Ακηδία είναι ο τρομερότερος εχθρός της
πνευματικής ζωής. Όλα τα πάθη απτονται έν μέρει της ανθρωπινής
υποστάσεως, αλλά αυτό το τρομερό κακό, η άκηδία η αμέλεια, απτεται του
ψυχικού και του σωματικού κόσμου του ανθρώπου. Σαλεύει το σύνολο της
ανθρωπινής υποστάσεως. Το γεγονός είναι ότι αυτή ξεκινά ενεργώντας μέσα
από το ψυχοσωματικό σύστημα του ανθρώπου. Άπτεται των ιδίων των μελών
και προκαλεί την παράλυση, την κατά φύσιν αδράνεια.
Υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος πού
συντελεί ώστε να γίνεται δυσκαταγώνιστο το πάθος, χάριν του ότι η ίδια
φύση άφ’ εαυτής, μετά την πτώση, δεν θέλει να κουραστή. Επικαλείται τους
φυσικούς νόμους της αυτοσυντηρήσεως πού επιτάσσουν να είναι ο άνθρωπος
σε ευτυχία, σε άνεση και όχι σε κόπωση. Δεν προύπήρξε το θέμα του πόνου,
του κόπου, της αγωνίας. Αυτά δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά
μεταπτωτικά συμπτώμα¬τα. Τότε γίνεται δυσκαταγώνιστο το πάθος, επειδή
κατά φύσιν αρπάζει όλο το νευροψυχικό σύστημα του ανθρώπου και το δένει.
Δεύτερον, η ίδια η φύση υποστηρίζει αυτό το πάθος, διότι θέλει την
άνεση, δεν θέλει την κόπωση. Η κόπωση εισήχθη ύπό το νόημα του σταυρού
με την παρουσία του Θεού Λόγου και είναι ο τρόπος με τον όποιο
κατεργάζεται ο άνθρωπος την σωτηρία του. Όμως η άκηδία απτεται των μελών
του ανθρώπου. Τα Ίδια τα μέλη υποστηρίζουν την άκηδία. Δεν θέλει η φύση
να πονέση· δεν περιέχεται μέσα της, όπως η πείνα, η δίψα, ο ύπνος. Το
μόνο πού δεν περιέχει μέσα της η ανθρώπινη φύση είναι ο κόπος και ο
πόνος, πού είναι μεταπτωτικά παράσιτα. Αυτή ακριβώς είναι η αιτία πού
γίνεται δυσκατανώνιστη η άκηδία.
Στον μοναχό η άκηδία πολεμά περισσότερο,
ιδίως τους αναχωρητές και τους ήσυχαστές πού είναι τελείως μόνοι τους.
Επειδή είναι η φύση των πραγμάτων έτσι και δεν έχουν μέριμνες και κατ’
ανάγκην αδρανούν, βρίσκει αφορμή και τους πολεμάει. Στους κοινοβιάτες,
οι όποιοι βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση χάριν της διακονίας και του
συστήματος της λειτουργίας της μονής, δύσκολα εισέρχεται η άκηδία. Έναν
ασκητή όμως, ο όποιος δεν έχει ανάγκη να κινήται, τον πολεμά πιο πολύ. Η
αιτία η οποία επιτρέπει στο πάθος να επιτίθεται, είναι η αμέλεια του
καθήκοντος. Όταν παράλειψη ο μοναχός το καθήκον του, τον κανόνα τού, όλο
τον κύκλο της λειτουργίας του (λειτουργία δεν εννοώ το μυστήριο, αλλά,
κατά τον Αββά Ησαΐα, τον όλο κύκλο των μοναχικών του καθηκόντων). Όταν ο
μοναχός παράλειψη κάτι από τα καθήκοντα του, τότε δίνει δικαίωμα στην
άκηδία να παρουσιάζεται. Μερικές φορές η άκηδία είναι φυσιολογική και
ξεκινάει από μια μορφή αδράνειας. Μόλις λίγο αντισταθεί ο άνθρωπος, την
διώχνει και αυτή, μη έχοντας παρρησία, φεύγει. Όταν όμως έξ υπαιτιότητας
του η παραλείψει το καθήκον του, η κατακρίνει συστηματικά άλλον, η
πέσει σε εγωισμό και παραδέχεται την κενοδοξία, τότε το πάθος επιτίθεται
με δύναμη και θέλει πολύν αγώνα να αποτιναχθή. Διαφορετικά θα επιφέρη
την αιχμαλωσία.
Τα μέσα εκείνα πού συμβάλλουν στην νίκη
αυτού του πάθους είναι οι έσχατολογικές έννοιες. Όταν δηλαδή σκεφτόμαστε
τον θάνατο, την κρίση, την αποκατάσταση, την μέλλουσα ζωή, την κόλαση,
την βασιλεία των ουρανών. Αυτές οι μεταφυσικές έννοιες πολύ βοηθούν στο
να μπόρεση να το αποτίναξη ο άνθρωπος, περισσότερο όμως η μνήμη του
θανάτου. Επί πλέον, τα μαρτύρια των μαρτύρων, οι κόποι των Αγίων, ο
σταυρός του Χριστού συγκινούν τον άνθρωπο, τον βοηθούν να ξεκινήση τον
αγώνα, πού με την συμπαράσταση της Χάριτος σιγά-σιγά αποδιώκει την
άκηδία, αποδεσμεύεται από την τυραννία της και ισορροπεί. Πάντως είναι
το τρομερότερο πάθος το όποιο πολεμάει τον άνθρωπο μέχρι έσχατης
αναπνοής. Όσο ζή ο άνθρωπος, ζή και αυτό μαζί του. Εκείνοι φυσικά πού
κατόθρωσαν με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος να την δρασκελίσουν, τους
άκολουθάει μέν, δεν έχει όμως δύναμη να τους ενόχληση. Διότι αυτοί
απέκτησαν σαν νόημα της ζωής τους την έννοια του σταυρού και έχει
φυτευθεί μέσα τους το θέμα της φιλοπονίας πού δεν ξεριζώνεται εύκολα,
όπως ακριβώς βλέπομε στους βίους των Πατέρων μας. Ένώ ήσαν θεοφόροι
πλέον και είχαν καταπαύσει στον σαββατισμό, έν τούτοις όμως, δεν
έβγαιναν από το νόημα της φιλοπονίας. Ένώ δεν τους χρειαζόταν ο αγώνας,
και πάλι βιάζονταν να μην φάνε, να μην κοιμηθούν, να φυλάξουν τον κανόνα
τους.
Το πάθος της άκηδίας περισσότερο ενοχλεί
τους νέους. Διότι οι νέοι δεν έχουν κατάσταση Χάριτος «ενδημούσης»·
αγωνίζονται φυσικά «πίπτοντες και έγειρόμενοι». Επειδή βρίσκονται σ’
αυτήν την κατάσταση και η φύση είναι τότε περισσότερο σαρκική, τους
πολεμάει έντονώτερα. Θέλουν περισσότερη προσοχή. Τους ωφελεί πολύ το
πρόγραμμα. Το πρόγραμμα γενικά για όλους τους ανθρώπους, είναι το μόνο
μέσο πού απαλλάττει από την εξουσία αυτής της πνευματικής χολέρας. Όταν
έχει πρόγραμμα, ξέρει ο άνθρωπος και συστηματοποιεί την ζωή του και
αποκτά τάξη και συνηθίζει να το φυλάη. Τότε κατέχει ένα όπλο κατά της
όκηδίας. Και αν η άκηδία επιχείρηση να τον πιάση, της σπάει τα δεσμά,
διότι ξέρει ότι αυτή την ώρα πρέπει νά κάνη αυτό το πράγμα, έν συνεχεία
πρέπει να κάνη το άλλο πράγμα και έτσι, έν ονόματι του προγράμματος,
σπάει την δυναστεία της. Το θέμα του προγραμματισμού είναι ένα πάρα πολύ
βοηθητικό μέσο, γι’ αυτό μην το περιφρονήτε. Αν το έρευνήσωμε βαθύτερα,
θα καταλή-ξωμε ότι είναι από την άρχή της δημιουργίας των όντων. Το
παρέδωσε ο Θεός σε όλα τα λογικά όντα. Βλέπετε, όλη η κτίση έχει μια
κίνηση, ανάλογα με τους φυσικούς της νόμους. Τί είναι η κίνηση παρά
προγραμματισμός; Βλέπετε ότι από την άρχή της δημιουργίας ετέθησαν ως
θεμελιώδεις νόμοι; Μόλις δημιουργήθηκε ο άνθρωπος ετέθη στον παράδεισο
του «έργάζεσθαι και φυλάσσειν».
Όσάκις τα λογικά όντα παραβούν τον
προγραμματισμό πού είναι η εντολή, αμέσως εκπίπτουν. Βλέπετε πόσο βασικό
στοιχείο είναι ο προγραμματισμός στην ανθρώπινη υπόσταση; Και ο γενικός
προγραμματισμός, και ο μερικός είναι πάρα πολύ βοηθητικοί στο να
μπόρεση ο άνθρωπος να κρατηθή στην θέση του. Ακόμη και στις κοινωνίες
υπάρχει προγραμματισμός σαν απαραίτητος όρος κανονικής των λειτουργίας.
Άρα, ο προγραμματισμός είναι στο να φυλάττη ο άνθρωπος εντολή και να
βρίσκεται σε πρόγραμμα. Είναι ένα στοιχείο της φύσεως του, πού τον
κρατάει σε ισορροπία καί, μέσω αυτού, ανακτά την προσωπικότητα του και
οποιαδήποτε ώρα το καταργήσει, πέφτει. Αυτό είναι το νόημα της άκηδίας
με λίγα λόγια.
“Αξίζει να σταματήσουμε για μια στιγμή για να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό το «χαρούμενο πνεύμα” στην ζωή του Οσίου. Ήταν
η χαρακτηριστική του ιδιότητα, ιδιαίτερα αργότερα. Αλλά ακόμη και αυτό
το δώρο της χάριτος δεν το επέτυχε δίχως αγώνα, παρόλο ότι ήταν τόσο
σωτήριο για τις βασανισμένες ψυχές όλων εκείνων που αργότερα συνέρρεαν
δίπλα του. Υπάρχει λόγος να σκεφθούμε ότι το πνεύμα της ακηδίας του έκανε επίθεση στην αρχή της μοναχικής του ζωής.
«Είναι δύσκολο», λέει, «να αποφύγει αυτήν την ασθένεια κάποιος που
μόλις έχει αρχίσει την μοναχική του ζωή, διότι είναι η πρώτη που του
επιτίθεται. Επομένως, πριν από όλα πρέπει κανείς να φυλάγεται από
αυτήν».
«Συμβαίνει μερικές φορές κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την
κατάσταση του πνεύματος να σκέφτεται ότι θα ήταν πιο εύκολο για αυτόν να
καταστραφεί ή να στερηθεί από κάθε αίσθημα και συνείδηση, παρά να
παραμείνει περισσότερο σε αυτήν την ανεξήγητα βασανιστική κατάσταση του
πνεύματος. Πρέπει να προσπαθήσει κανείς να βγει από αυτήν όσο το δυνατόν
συντομώτερα. Φυλάξου από το πνεύμα της ακηδίας , γιατί αυτό γεννά κάθε
κακό». «Χιλιάδες πειρασμοί πηγάζουν από αυτό: ταραχή, θυμός,
μομφή, γογγυσμός του ανθρώπου για την μοίρα του, ρυπαροί λογισμοί,
συνεχής αλλαγή τόπου»…
«Η ψυχή, γεμάτη από την λύπη και γινόμενη ως παράφρων και έξω από τα
λογικά της, είναι ανίκανη να δεχθεί με ηρεμία μία καλή συμβουλή ή να
απαντήσει ταπεινά σε ερωτήσεις που της γίνονται».
Ίσως σκεφθούμε ότι το κακό πνεύμα της μελαγχολίας (ακηδίας)
επιτέθηκε ακόμα και στον Όσιο. Αλλά αυτός αμέσως και αποφασιστικά βρήκε
τον τρόπο να διαφύγει από αυτό. Το πρώτο «φάρμακο» «με την
βοήθεια του οποίου σύντομα βρίσκει κανείς παρηγοριά στην ψυχή του» είναι
«η πραότητα της καρδιάς», όπως διδάσκει ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος. Άλλη
θεραπεία βρήκε στην εργασία και στους αγώνες. «Αυτή η αρρώστια
θεραπεύεται με προσευχή, αποχή από την αργολογία, με εργόχειρο, ανάλογα
με τη δύναμη του καθενός, με την ανάγνωση του Λόγου του Θεού και με την
υπομονή∙ γιατί γεννιέται από την δειλία, την ραθυμία και την αργολογία».
Και οι δύο αυτοί τρόποι οδηγούν πάνω απ’ όλα στην απλή, αγόγγυστη
εκπλήρωση της υπακοής. Εδώ υπάρχει και ταπείνωση και αγώνας. «Πάνω απ’
όλα», έλεγε ο Όσιος, «ο δόκιμος πρέπει να καταπολεμά την μελαγχολία
(ακηδία) με αυστηρή και άνευ αντιρρήσεων εκπλήρωση όλων των καθηκόντων
που του έχουν αναθέσει. «Όταν οι ασχολίες σου μπουν σε πραγματική σειρά, τότε η ανία δεν θα βρει πουθενά τόπο στην καρδιά σου. Οι
άνθρωποι που έχουν πλήξη είναι εκείνοι που η ζωή τους δεν είναι σε
τάξη. Και έτσι η υπακοή είναι το καλύτερο φάρμακο εναντίον αυτής της
επικίνδυνης αρρώστιας». Και όλα αυτά μαζί οδηγούν στην τελευταία
θεραπεία των πνευματικών ασθενειών – την απάθεια. «Όποιος έχει νικήσει τα πάθη του έχει κατανικήσει και την θλίψη»…
Καλησπέρα καθίστε, σκέφθηκα να σας μιλήσω για ένα θέμα πνευματικό πάλι βέβαια αλλά ανεξάρτητο από τον Άγιο Σιλουανό, είναι για ένα θέμα το οποίο απασχολεί πολύ τους ανθρώπους και αποτελεί ένα ψυχικό πάθος ένα πόλεμο πνευματικό ο οποίος άπτεται όλων μας γενικά όλων των ανθρώπων και των μοναχών και των εν τω κόσμω αγωνιζομένων.
Αυτό το πάθος αυτός ο πόλεμος ονομάζεται από τους πατέρες ακηδία. Ακηδία δηλαδή είναι από το α το στερητικό ετυμολογικά και από το κήδος που σημαίνει φροντίδα, δηλαδή έλλειψη φροντίδας, κήδος, κηδεμόνας που λέμε έτσι; κηδεία, ακηδία λοιπόν είναι η έλλειψη της φροντίδας. Ο πατήρ Σωφρόνιος γράφει σε ένα από τα βιβλία του γι αυτήν την ακηδία λέγοντας το εξής, ακηδία ετυμολογικά σημαίνει απουσία φροντίδας για την σωτηρία.
Αυτό είναι δηλαδή ο ορισμός του πάθους αυτού. Ή με απλά λόγια το να βαριόμαστε και επειδή τώρα είναι και καλοκαίρι και συντείνει και η φυσική κατάσταση της εποχής, το να ακηδιά ο άνθρωπος (όπως λέγεται), δηλαδή να τον πιάνει αυτή η βαριεστημάρα να μην θέλει τίποτα, να αδιαφορεί, να τεμπελιάζει, να μην έχει όρεξη για τίποτα. Αυτό σημαίνει ακηδία.
Λέει λοιπόν ο γέροντας ο πατήρ Σωφρόνιος ότι εκτός από σπάνιες περιπτώσεις όλη η ανθρωπότητα ζει σε κατάσταση ακηδίας όλος ο κόσμος ευρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, τού να μη φροντίζει για την σωτηρία του, να μην θέλει, να μην ενδιαφέρεται, να μην αισθάνεται μέσα στην ψυχή του δηλαδή αυτή την έννοια για την σωτηρία του.
Οι άνθρωποι έγιναν αδιάφοροι για την σωτηρία τους· δεν αναζητούν την θεία ζωή, περιορίζονται στα σχήματα της σαρκικής ζωής, στις καθημερινές ανάγκες, στα πάθη του κόσμου και στις συμβατικές πράξεις. Ωστόσο ο Θεός μας έπλασε από το μηδέν κατ’ εικόναν του απολύτου και καθ ομοίωσίν του. Αν η αποκάλυψη αυτή αληθεύει η απουσία της μέριμνας για την σωτηρία δεν είναι άλλο παρά ο θάνατος του προσώπου.
Οι πατέρες μέσα από την πείρα τους είδαν ότι αυτός ο πόλεμος της ακηδίας είναι ένας από τους πιο ισχυρούς πνευματικούς πολέμους, ο οποίος άπτεται της ψυχής του ανθρώπου και έχει και άμεσες ενέργειες και στο σώμα του ανθρώπου δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος πολεμάται από την ακηδία παραλύει και το σώμα του, δεν μπορεί να κάμει τίποτα, δηλαδή βαρύνεται ολόκληρος ο άνθρωπος.
Κυρίως λέμε ότι αυτό πολεμά τους ανθρώπους που ήδη μπήκαν σε έναν αγώνα, σε μια γνώση πνευματικής ζωής διότι ξέραμε ότι ο σατανάς τον άνθρωπο στην αρχή τον πολεμάει όπως λένε οι πατέρες εξ αριστερών, δηλαδή τον πολεμάει με τα πάθη με τις κατευθείαν αμαρτίες. Υποβάλλοντάς του τις σκέψεις, τους λογισμούς, τις επιθυμίες, να διαπράξει μία αμαρτίαν.
Και ο άνθρωπος ο μακράν του Θεού, ο οποίος δε γνωρίζει τον νόμον του Θεού, δε ζει κοντά στον Θεό, εύκολα πέφτει σε αυτές τις αμαρτίες διότι ενεργούν μέσα του τα πάθη, αγνοεί τον πνευματικό τρόπο του πολέμου κατά των παθών, δε γνωρίζει τον τρόπο της αντιστάσεως κατά των λογισμών και εύκολο είναι να υποδουλωθεί στα πάθη.
Και επειδή τα πάθη και η αμαρτία εμπεριέχουν μέσα τους ηδονή, ακόμα περισσότερον ο άνθρωπος ηδύναται στο να επιτελεί την αμαρτίαν, την εξόφθαλμη την εξ αριστερών αμαρτία. Όταν όμως κάποιος γνωρίσει το θέλημα του Θεού τότε δύσκολα επιδέχεται να κάνει μια αμαρτία. Όλοι μας κάναμε αμαρτίες όλοι ανεξαιρέτως· αν πούμε ότι δεν έχουμε αμαρτίαν είμαστε ψεύτες όλοι μας, εφ' όσον είμαστε άνθρωποι υποκείμεθα στην αμαρτίαν.
Όμως γνωρίζουμε για την αμαρτία μετανοούμε για την αμαρτίαν μας και τρόπον τινά δεν πέφτουμε από την πρώτη φορά στην αμαρτίαν. Λίγο αντιστεκόμαστε, άλλος λίγο, άλλος πολύ, γι’ αυτό και ο σατανάς έχει ένα άλλο όπλο, έναν άλλον τρόπον να πολεμεί τον άνθρωπον. Είναι οι εκ δεξιών λογισμοί δηλαδή αυτοί οι λογισμοί οι οποίοι δε φαίνονται ότι είναι πράγματι αμαρτία.
Φαίνεται ότι είναι κάτι το οποίον είναι αδιάφορον, το οποίον δεν είναι αμαρτία εκ πρώτης όψεως ή ακόμα καμιά φορά μπορεί να φαίνεται ότι είναι και αρετή. Μπορεί να φαίνεται ότι είναι καλό πράγμα αλλά πίσω από αυτό το προκάλυμμα να κρύβεται μία παγίδα, μία πτώσις. Και μπορώ να πω ότι είναι για εμάς ένας κίνδυνος αυτός και πολλοί άνθρωποι από εμάς όταν μπουν στην πνευματική ζωή πέφτουν μετά στην συνέχεια σε αυτήν την παγίδα.
Λέει ο Χριστός στο ευαγγέλιο ότι “προσεχετε μήποτε βαρεθώσιν ημών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικές” και αλλού λέει, “όταν επιστρέψει ο Κύριος ευρίσκει την πίστην επί της γης; “ Και κάπου αλλού λέει ότι “στις έσχατες ημέρες σιγήσεται η αγάπη των πολλών”, θα ψυχρανθεί η αγάπη των ανθρώπων.
Στην πρώτη λοιπόν παρατήρηση συμβουλή του Κυρίου βλέπουμε ότι μας είπε, -δε μας ανέφερε έτσι κατ’ ευθείαν αμαρτίες ας το πούμε, αλλά μέσα στην κραιπάλη στην ασωτία ας το πούμε έτσι μ’ έναν λόγο και στην μέθη- είπε και έναν άλλον λόγο και μερίμναις βιοτικές και με αποτέλεσμα αυτό, βαραίνεται η καρδία. “Προσεχετε μήποτε βαρεθώσιν ημών αι καρδίαι”. Να μην γίνουν βαριές οι καρδιές σας.
Δηλαδή πώς πρέπει να είναι οι καρδιές των ανθρώπων; Πρέπει να είναι σε εγρήγορση, σε ανάνηψη, να είναι σε συνεχή ετοιμότητα, δηλαδή όπως ένας σκοπός που είναι στο φυλάκιο και περιμένει ανά πάσα στιγμή να γίνει έφοδος. Και περιμένει στο φυλάκιο και μόλις ξεπροβάλλει ο εχθρός αμέσως ρίχνει τις σφαίρες εναντίον του, δεν αφήνει καν τον εχθρό να τον χτυπήσει.
Ενώ όταν βαρεθεί η καρδία του στρατιώτη τότε χασμουριέται, κοιμάται. Τότε δεν τον ενδιαφέρει και δεν κοιτάει τίποτα· ό,τι θέλει ας γίνει. Και βέβαια το αποτέλεσμα είναι να νικηθεί ο άνθρωπος αυτός από τον εχθρό του. Και εδώ στην πνευματική πάλη συμβαίνει το ίδιο. Ο διάβολος είναι παμπόνηρος είναι φοβερός στο να πολεμά τον άνθρωπο· έχει δε πείρα ο διάβολος πολεμιστού χιλιάδων χρόνων έτσι;
Έχει πολεμήσει με όλους αυτός· έχει πολεμήσει με τον Αδάμ και την Εύα, έχει πολεμήσει με τους προφήτες, με τους πατέρες, με τους πατριάρχες, με τον Χριστό, με τους Αποστόλους, με τους Αγίους της Εκκλησίας μας μέχρι σήμερα, χιλιάδων χρόνων πείρα. Ξέρει πώς να πολεμάει τον άνθρωπο και να ξέρετε ότι μέχρι την τελευταίαν ώρα ο διάβολος γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίον θα ρίξει τα βέλη εναντίον του ανθρώπου, γι’ αυτό ουδέποτε ο άνθρωπος πρέπει να ξεθαρρεύει.
Ουδέποτε, πρέπει δηλαδή ο άνθρωπος να έχει συνέχεια τον νου του. Να είναι σε εγρήγορση, να μην κοιμάται, να μην νυστάζει. Όταν λέω αυτό δε σημαίνει ότι θα μας πιάσει το άγχος που μας πιάνει συνήθως, άλλη παγίδα του σατανά αυτή, ότι όλα είναι αμαρτία και παντού βλέπουμε τον διάβολο να κρύβεται και δηλαδή χωρίς να το θέλει και αυτός εμείς τον βάλαμε παντού. Ό,τι δούμε είναι αμαρτία ό,τι κοιτάξουμε είναι ο διάβολος. Όποια πέτρα να σηκώσουμε νομίζουμε ότι είναι αυτός από κάτω. Αυτό είναι αρρωστημένο πράγμα· όχι και όλα να τα φορτώνουμε στον σατανά.
Δηλαδή να έχουμε μία υγεία να ξέρουμε τι είναι πόλεμος, τι είναι ενέργεια του σατανά, να ξέρουμε τι είναι φυσιολογική κατάστασις. Πρέπει να ξεχωρίζουμε αυτά τα πράγματα κι οπωσδήποτε να μην δίνουμε πολλή σημασία στον διάβολο, να μην του δίνουμε πολλή σημασία.
Ο αγώνας μας λοιπόν είναι να κρατηθούμε σε μία εγρήγορση, οι μέριμνες οι βιοτικές όπως λέει ο Χριστός είναι άρα ένας κίνδυνος, ένας κίνδυνος ο οποίος παραμονεύει να αρπάξει όλους μας, όλους μας ανεξαιρέτως. Θα μου πει κανείς: «Μα πάτερ δε θα μεριμνούμε; Έχουμε οικογένεια, είμαστε μέσα στον κόσμο, έχουμε παιδιά, έχουμε δουλειά, δε θα μεριμνούμε; Θα είμαστε αμέριμνοι αναίσθητοι είναι δυνατόν;»
Δεν είναι αυτή η σημασία του λόγου του Χριστού, δεν είναι να γίνουμε αδιάφοροι, αναίσθητοι, όχι. Θα μεριμνούμε· αλλά πώς θα μεριμνούμε; Θα μεριμνούμε όχι μόνο η ψυχή όπως λέει σε άλλο ευαγγέλιο, θα μεριμνούμε μέχρις ένα σημείο· από εκεί και κάτω θα αφήνουμε τον Θεό να μεριμνά και πολύ περισσότερο αυτή η μέριμνα, αυτή η φροντίδα μας δε θα αιχμαλωτίζει την ψυχή μας.
Θα έρχεται σε δεύτερη μοίρα η φροντίδα. Η πρώτη φροντίδα θα είναι η βασιλεία του Θεού: “ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού”. Η δεύτερη φροντίδα, η τρίτη φροντίδα, τα υπόλοιπα βιοτικά πράγματα τα οποία θα γίνονται μεν, αλλά πάντα σε αυτά θα μπαίνει και η προσευχή. Η οποία προσευχή θα τα εναποθέτει εις τον Θεόν.
Θα κοιτάξουμε όμως ειδικά αυτό το κεφάλαιο της ακηδίας πώς μάς το περιγράφει ένας από τους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας. Μελετήσαμε κι άλλες φορές ο άγιος Ιωάννης της κλίμακος ο οποίος έγραψε την κλίμακα. Στο δέκατο τρίτο λόγο λοιπόν ή στο δέκατο τρίτο σκαλοπάτι αυτής της κλίμακας της σκάλας αυτής, ομιλεί περί ακηδίας.
Και λέει λοιπόν εξετάζει την ακηδία και λέει ο Άγιος τι είναι η ακηδία; Κατ’ αρχάς (λέει), η ακηδία είναι ένα από τα κλαδιά της πολυλογίας. Κι όταν λέει πολυλογία εννοεί όχι μόνο το να μιλάμε πολύ, να μιλάμε για όλα τα θέματα, να ανακατευόμαστε παντού δηλαδή, αλλά σημαίνει το να φροντίζουμε και να ασχολούμαστε με όλα, ο νους μας δηλαδή να ασχολείται με όλα τα πράγματα, ό,τι ακούμε, ό,τι βλέπουμε, όποια υπόθεση έρθει μπροστά μας, αμέσως εμείς μέσα.
Αυτό είναι το πνεύμα της πολυλογίας της πολυασχολίας ένα από τα κλαδιά, ένα γέννημα αυτού του πάθους να ασχολούμαστε με όλα είναι η ακηδία. Και λέει λοιπόν εδώ, τι σημαίνει ακηδία; Ακηδία σημαίνει παράλυσις της ψυχής, παραλύει η ψυχή δηλαδή, ο ψυχικός μας κόσμος και δεν θέλει τίποτα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, δεν επιθυμεί τίποτα, δεν έχει καμία διάθεση για τίποτα πνευματικό.
Είναι παράλυτη είναι νεκρή είναι ανενέργητη η ψυχή και έκλυσις του νου, και ο νους παράλληλα με την παράλυση της ψυχής χάνεται τρέχει εδώ και εκεί, εκλύεται δε μαζεύεται με τίποτα ο νους όποια πόρτα ανοίξει μέσα. Δεν ελέγχεται δε μπορείς να τον ελέγξεις να τον γυρίσεις πίσω, πάει σε όλες τις υποθέσεις.
Ακόμα αδιαφορία και οκνηρία προς την άσκηση αυτό η παράλυση της ψυχής η έκλυση του νου έχει σαν αποτέλεσμα ότι γινόμαστε οκνηροί, τεμπέληδες και όχι μόνο τεμπέληδες, αλλά και αδιάφοροι ακόμα για την άσκηση. Ποια είναι η άσκηση αυτό που κάνουμε ο καθένας στα μικρά του μέτρα, η μικρή προσευχή που κάνουμε κάθε μέρα, η ανάγνωσις του λόγου του Θεού, η μελέτη των βίων των αγίων, η συμμετοχή μας εις την λατρείαν του Θεού, εις την ευχαριστίαν, εις την θείαν λειτουργίαν.
Η συμμετοχή μας εις τις αγαθές πράξεις, το να τρέξουμε να βοηθήσουμε έναν άνθρωπο, να τρέξουμε στην εκκλησία, να τρέξουμε εις τον λόγον του Θεού, αυτή η πρακτική συμμετοχή μας σε τέτοια έργα όπως και η καθημερινή προσευχή είναι ο κύκλος της μικράς μας ασκήσεως. Η ακηδία λοιπόν σημαίνει ότι φέρνει μίσος οκνηρία και αδιαφορία για την άσκηση.
Ακόμα λέει ότι η ακηδία μακαρίζει τους κοσμικούς εννοεί για τους μοναχούς και για μας τους ανθρώπους της εκκλησίας όταν μας πιάσει αυτή η ασθένεια τότε στα μάτια μας γυαλίζει όπως το λέμε η κοσμική ζωή. Βλέπαμε παραδείγματος χάριν τους ανθρώπους που τριγυρνούν έξω και διασκεδάζουν και λέμε τι ωραία αυτοί, αυτοί κάνουν ζωή όχι εμείς.
Όπως τις προάλλες ένα παιδί το οποίο δεν τα καταφέρνει να παντρευτεί και πήρε τηλέφωνο και άρχισε να μου λέει: φταίτε εσείς οι παπάδες, οι εκκλησιές δε μας αφήνετε να κάνουμε και εμείς ότι κάνουνε οι άλλοι και μας πιάνει η σεμνότητα επειδή δε κάνουμε εμείς αυτά που κάνουνε οι άλλοι και δε βρίσκουμε εκεί μια κοπέλα να παντρευτούμε και μείναμε είμαστε τόσο χρονών ξέρω εγώ και του λέω εγώ, ποιος σε εμποδίζει αν θες να κάνεις ότι κάνουνε οι άλλοι; σου είπε κανείς τίποτα; Εδώ ελευθερία παιδί μου, δημοκρατία.
Ενώ οι άλλοι πάνε και προκαλούν διάφορα πράγματα δε μπορώ να σας τα πω, βέβαια μέσα στην αγωνία του ότι δεν παντρεύεται, ε και η ακηδία μέσα στην πνευματική ζωή άρχισαν να του φαίνονται ότι όλα όσα είναι έξω από την εκκλησία είναι πολύ ωραία, αρχίζει να θαμπώνεται από την κοσμική ζωή γιατί παραλύει η ψυχή και η αμαρτία, ο κοσμικός τρόπος, η φιληδονία των ανθρώπων, ο τρόπος ντυσίματος, ο τρόπος ζωής φαίνεται πολύ ωραίος.
Και μας ελκύει, μας γοητεύει, διότι πλέον εις την ψυχή προηγήθηκε ένα άλλο πάθος, έφυγε η εγρήγορση, ήλθε ο νυσταγμός νυστάζουμε και η ακηδία εισχώρησε βαθιά. Ακόμα λέει ο άγιος Ιωάννης ότι εκτός που μακαρίζει τους κοσμικούς κατηγορεί και τον Θεόν, ότι δεν είναι σπλαχνικός και φιλάνθρωπος, έτσι στρέφεται και εναντίον του Θεού το πάθος της ακηδίας και λέει ο Θεός είναι τύραννος. που είναι για να μας βοηθήσει; δε βοηθά τον κόσμο δε μας αγαπά, θέλει να μας τυραννά να μας κάνει να υποφέρουμε.
Δεν φέρει ευχαρίστως ο άνθρωπος της δυσκολίες της ζωής του μόλις έλθει μια δυσκολία, μια αποτυχία, ένα πρόβλημα· αντί να το βαστάξει με υπομονή, ευχαριστία και δοξολογία του Θεού, το στρέφει εναντίον του Θεού και γογγύζει εναντίων του Θεού. Δεν το δέχεται διότι η ψυχή του δεν έχει δύναμιν· είναι υπό το βάρος της ακηδίας. Και ακόμα λέει αυτή φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας και αδυναμία την ώρα της προσευχής.
Όταν πάμε να προσευχηθούμε, τότε κόβονται τα πόδια μας, πονάει η μέση μας, πονάει το κεφάλι μας, νυστάζουμε όλη μέρα· είμαστε μια χαρά στην τηλεόραση πρόθυμοι, το να ακούσουμε κανένα νέο να συμμετέχουμε πρόθυμοι, όταν έρθει η ώρα της προσευχής αρχίζουμε και χασμουριόμαστε· από την ώρα που θα πούμε ευλογητός ο Θεός αρχίζει το στόμα μας και ανοίγει, χασμουρητά απέραντα ατελείωτα.
Λοιπόν λέει εδώ ακόμα ότι αυτή η ακηδία μας κάνει σιδερένιους στα διακονήματα, στις δουλειές να σφουγγαρίζουμε να μαγειρεύουμε να κάνουμε γλυκίσματα, τούρτες, κρέμες - βλέπεις οι γυναίκες όλη μέρα-, λες: μα δεν είσαι κουρασμένη; -Όχι δυο λεπτά να κάνω μια τούρτα, δυο λεπτά να σου κάνω μια κρέμα… -Μα δε θέλω κρέμα, αφού όλη μέρα παραπονιέσαι ότι κουράστηκες! –Κουράστηκα! και μόλις το λέει αρπάζει τον φλόκο να σφουγγαρίσει! Ε, κάτσε παιδί μου, αφού κουράστηκες! -Όχι δε μπορώ να τα βλέπω έτσι! (και δώστου σφουγγάρισμα).
Ε κάμε προσευχή! -Δε μπορώ! -Διάβασε το ευαγγέλιο! -Δε μπορώ, νυστάζω! Μόλις πιάσει το βιβλίο, αμέσως αποκοιμιέται μέσα. Μας κάνει λοιπόν η ακηδία, (λένε οι πατέρες), σιδερένιους στα διακονήματα, στις δουλειές αυτές. Άλλους στο εργόχειρο για τέτοια εργόχειρα που κάνουμε εμείς οι μοναχοί, αλλά και δουλειές πρακτικές· εκεί δε βαριόμαστε με τίποτα, και οτιδήποτε αφορά την ζωή που δεν είναι προσευχή και μελέτη και λόγος του Θεού γινόμαστε σπουδαίοι.
Αναφέρεται εις τον βίον του αγίου Αντωνίου (αν δεν απατώμαι), ότι κάποτε ήρθαν κάποιοι να τον συμβουλευτούν και ήταν κοσμικοί άνθρωποι. Λέει: Πάτερ πες μας κάτι για την πνευματική ζωή! Ε, άρχισε ο Άγιος ομιλούσε, σε λίγο άλλος κοιμόταν απ' εδώ, άλλος κοιμόταν απ' εκεί, βαριόντουσαν, στριφογύριζαν πάνω στο κάθισμα, άλλαξε την κουβέντα κι άρχισε να μιλά για τα εμπόρια, ότι στην Αίγυπτο υπάρχει αυτό το εμπόριο κι άκουσα ότι αυτή την περίοδο πουλιούνται αυτά τα υφάσματα τα λινά ξέρω ‘γω αυτά, κι αμέσως ζωντάνεψαν. -Βέβαια τ’ ακούσαμε κι εμείς, έτσι πάει, έτσι γίνεται. Κι αμέσως βλέπεις και λέει: -Άντε παιδιά, πάτε στην Αίγυπτο γιατί εδώ είναι έρημος και δεν υπάρχει τρόπος.
Θυμάμαι και εγώ καμιά φορά εκεί που ερχόντουσαν στον πατέρα Παϊσιο (τον ασκητή αυτόν), τού λέγανε (ξέρετε, άνθρωποι που είχαν ένα επίπλαστο ενδιαφέρον για την πνευματική ζωή), -Γέροντα πες μας κάτι! και αυτός βέβαια είχε χάρισμα έβλεπε την ψυχή. Τού έλεγαν: «Γέροντα πες μας κάτι για να ωφεληθούμε». Τους έλεγε: -Πόσα πάνε τώρα οι λίρες της Αγγλίας οι χρυσές; Πάνε ας πούμε είκοσι χιλιάδες η κάθε μια;
Αυτοί λένε: -Μα τι λέει αυτός τρελάθηκε; Ή έλεγε (ας πούμε) διάφορα πράγματα, ξέρω γω, «ένα αυτοκίνητο Μερσεντές πόσο στοιχίζει;» Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτός τους απαντούσε ανάλογα με την διάθεσίν τους. Τού έλεγαν: «Πες μας κάτι». Όμως ούτε διάθεση είχαν να τον ακούσουν ούτε να κάνουν εκείνα που θα έλεγε αλλά ούτε και ουσιαστικά επιθυμούσαν τον πνευματικό λόγο. Ήταν μια επιπόλαια αναζήτησις.
Θυμάστε και στο ευαγγέλιο που που σε μια περίπτωση αναζητούσαν οι άνθρωποι τον Χριστό να τον κάνουν βασιλιά. Ήθελαν να τον κάνουν βασιλιά, αλλά γιατί; Όχι γιατί τους ομίλησε για την βασιλεία του Θεού· όχι. Τους έλεγε τέτοια πράγματα κι ούτε πολυκαταλάβαιναν. Μόλις τους εμοίρασε ψωμιά και ψάρια και φάγαν και από τα πέντε ψωμιά και τα επτά ψάρια έφαγαν πέντε χιλιάδες κόσμος κι έφαγαν και χόρτασαν, τους άρεσε αυτό. «Είναι καλός αυτός κάνει για βασιλιάς λοιπόν φέρ' τον εδώ να μας δίνει να τρώμε». Οπότε, έψαχναν να τον βρούνε να τον κάνουν βασιλιά. Όταν τους έλεγε: «Μακάριοι οι πραείς και μακάριοι οι πτωχοί και μακάριοι αυτοί», αγρόν ηγόρασαν, ούτε βασιλιά θέλαν να τον κάνουν ούτε και πολύ πολύ έβαζαν αυτί. «Άστον να λέει!» διότι έτσι είναι η στάθμη των πραγμάτων.
Λέει λοιπόν ένα ωραίο εδώ ο Άγιος: το κοινόβιον είναι εχθρός της ακηδίας, ενώ σε ένα ησυχαστή η ακηδία γίνεται σύζυγος αιώνιος. (Μιλάει για τους μοναχούς). Δε θα αποχωριστεί ποτέ τον ησυχαστή πριν τον θάνατόν του και θα τον πολεμά καθημερινά. Αυτόν δηλαδή τον μοναχό ο οποίος ασχολείται με την προσευχή και την μελέτη, θα είναι πάντα δίπλα του. Και παρομοιάζει τώρα την ακηδία σαν πρόσωπο και λέει ότι αυτή τριγυρνούσε και μόλις αντίκρισε το κελί του ησυχαστού εχαμογέλασε και αφού τον πλησίασε είπε: «Εδώ θα καθίσω και δεν πρόκειται να φύγω ποτέ απ’ εδώ».
Δηλαδή όταν δει άνθρωπο ο οποίος έχει έφεσιν εις την ησυχαστική ζωή δηλαδή να μην ασχολείται με τους περισπασμούς αλλά με την πνευματική ζωή, με την προσευχή, με την μελέτη τότε αμέσως κάθεται δίπλα του αυτή η ακηδία, και λέει θα κάτσω εδώ και χαμογέλασε· βρήκε καλό πεδίο δράσεως δηλαδή και λέει εδώ είμαστε, εδώ θα καθίσω. Διότι είναι εύκολο στον άνθρωπο που δεν έχει πρακτική ζωή να πέσει στα δίχτυα της ακηδίας.
Ακόμα λέει, «η ακηδία προτρέπει στο έργο του ξενοδόχου και παρακαλεί να γίνονται εργόχειρα και να προσφέρονται ελεημοσύνες, παρακινεί να γίνονται με προθυμία επισκέψεις στους ασθενείς, παρακαλεί να πηγαίνουμε στους λυπημένους και λιγόψυχους. Ενώ ιστάμεθα στην προσευχή μας υπενθυμίζει διάφορα αναγκαία πράγματα και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα ώστε να μας τραβήξει από εκεί». Σαν ένα καπίστρι με κάποια αιτία εύλογη αυτή η παράλογη ακηδία.
Όταν έρχεται η ώρα που πρέπει να ασχοληθούμε με την προσευχή, με τον λόγο του Θεού, τότε θυμόμαστε να κάνουμε επισκέψεις σε ανθρώπους που έχουνε ανάγκη. Και μες το νου μας, μάς λέει: «Τι κάθεσαι τώρα εδώ; πήγαινε εκεί έχουν ανάγκη, τρέξε! εδώ είναι άρρωστοι, πήγαινε εκεί είναι απελπισμένοι, ή τώρα έχεις δουλειά κάνε το ένα κάνε το άλλο», δε μας αφήνει δηλαδή να ιεραρχήσουμε τα πράγματα.
Και πολλές φορές παρατηρείται στους ανθρώπους της εκκλησίας να τρέχουν συνέχεια δεξιά και αριστερά, και τελικά ξεχνούν το βασικότερο το οποίο είναι η προσευχή και το παθαίνουμε ξέρετε και εμείς οι ιερείς αυτό το πράγμα· δηλαδή μας πιάνει ο πειρασμός να χτίσουμε, να χτίσουμε εκκλησίες να χτίσουμε ιδρύματα, να χτίσουμε κάτι, οτιδήποτε, να κάνουμε έργα και δώστου τρέχουμε από δω, απ' εκεί όλη μέρα, περνάει η μέρα όλη, φτάνει η νύχτα, κατάκοποι! πού να κάνουμε προσευχή! «Δε μπορώ τώρα, όλη μέρα έτρεχα».
Πού να διαβάσω το ευαγγέλιο, δεν έχω χρόνο, τελείωσε ο χρόνος. Πέρασε η μέρα αυτή, την άλλη μέρα το ίδιο, την άλλη μέρα το ίδιο, και τι μένει; Μένει ότι όλη αυτή η εξωστρέφεια, όλο αυτό το κυνηγητό των πραγμάτων, μάς εξουθενώνει, μάς κουράζει και ενώ δίνουμε συνέχεια δεν αποθηκεύουμε τίποτα μέσα μας. Κι έρχεται μια ώρα που αισθανόμαστε άδειοι, κενοί, δεν έχουμε περιεχόμενο, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα γιατί αδειάσαμε. Κι αν είχαμε και κάτι τι, το χάσαμε.
Γι’ αυτό είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, πολύ σοβαρό πράγμα, να υπάρχει μία ισορροπία μέσα στον πνευματικό άνθρωπο. Ούτε να πει ο άνθρωπος ότι: «εγώ κλείνομαι σπίτι μου και δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα»· δεν έχει αυτή την δύναμη και να θέλει, αλλά ούτε πάλι να τρέχει όλη μέρα και να περισπάται όλη μέρα, έστω κι αν ο περισπασμός αυτός αφορά πνευματικά έργα και να μη μένει καθόλου χρόνος για προσευχή.
Διότι κάθε έργο, λένε οι πατέρες, που δεν έχει προσευχή, είναι σαν ένα σώμα άψυχο. Όπως ένα σώμα άμα δεν έχει ψυχή είναι νεκρό, έχει μεν όλα τα μέλη, έχει χέρια, έχει πόδια, έχει κεφάλι, έχει καρδιά έχει όλα τα όργανα, αλλά είναι νεκρό διότι δεν έχει ψυχή, η ψυχή το ζωοποιεί. Το ίδιο πράγμα κάθε έργο το οποίο μπορεί να είναι πνευματικό, μπορεί να φαίνεται ότι είναι έργο αγάπης, έργο βοηθείας αλληλεγγύης, αλλά δεν μετέχει προσευχής, δεν έχει προσευχή αυτό το έργο· αυτό το έργο είναι άψυχο.
Και τουλάχιστον εγώ το είδα πολλές φορές στον εαυτό μου, ότι όσες φορές γελάστηκα και έχασα αυτή την ισορροπία, τότε είδα ότι και τα λόγια και τα έργα δεν είχαν την ψυχήν αυτήν του Αγίου Πνεύματος. Ενώ όσες φορές υπάρχει η ισορροπία της προσευχής με την πρακτική εργασία, τότε πράγματι και το μικρόν έργον έχει μεγάλην δύναμιν. Και θυμάμαι τους λόγους των Αγίων, τους λόγους των Γερόντων. Ένας άνθρωπος πλανεμένος, ένας άνθρωπος αιρετικός, ένας άνθρωπος μακράν του Θεού, μπορεί να κουβεντιάζαμε μαζί ώρες ολόκληρες, να του έφερνα όλα τα επιχειρήματα, όλες τις λογικές και όλες τις αγιογραφικές αποδείξεις ότι δεν πάει καλά. Κι ενώ μιλούσα ώρες και έβγαζε η γλώσσα μου μαλλιά δε μπορούσα να βγάλω αποτέλεσμα, δε μπορούσα να βγάλω τίποτα αποτέλεσμα.
Έφευγε από εμάς πήγαινε στον πατέρα Παϊσιο σε έναν άγιο γέροντα κι εκείνος έλεγε τρεις λέξεις, τρεις κουβέντες· αυτές οι τρεις κουβέντες άλλαζαν όλη του την ζωή. Γιατί; Διότι ο λόγος των Αγίων ήταν λόγος που έβγαινε μέσα από καρδία μέσα από ύπαρξη προσευχής και μετείχε της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο δικός μας ο λόγος ήταν νεκρός· δεν είχε την δύναμη της προσευχής των Αγίων. Γι αυτό όλα τα έργα, όλα τα λόγια, όλες οι ενέργειες, (και οι καλές ακόμα), δεν ενεργούν αν είναι αμέτοχες προσευχής.
Αλλά όταν λέμε προσευχή σημαίνει ότι πρέπει να γίνεται μέσα σε αυτή την πολυκύμαντον ημέραν μας, την καταπιεστική ημέρα που τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε να βάλουμε ένα φρένο. Και να πούμε ότι αυτά τα δέκα λεπτά θα είναι λεπτά με τα οποία δε θα ασχοληθούμε με τίποτα άλλο. Θα σταθώ εκεί, θα γονατίσω εκεί, και θα κάνω μόνο προσευχή. Όλη μέρα προσευχόμαστε, όταν μαγειρεύουμε, όταν οδηγούμε, όταν ταξιδεύουμε, όταν σφουγγαρίζουμε, όταν σκουπίζουμε, προσευχόμαστε, πρέπει να προσευχόμαστε είναι πολύ καλό, σπουδαίο, μεγάλη ωφέλεια· αλλά δε φτάνει αυτό, πρέπει να αφιερωθεί και χρόνος ο οποίος χρόνος να μην είναι χρόνος για τίποτε άλλο.
Ακούω καμιά φορά και κάτι αστείο. Λένε: «πάτερ δε μπορώ να βλέπω τηλεόραση και να κάνω και κομποσχοίνι;» Λέω: «πώς δεν μπορείς; όλα μπορείς να τα κάνεις, φτάνει να θέλεις». Κωμικό πράγμα! εντάξει, δηλαδή για να μη μας πειράζει η συνείδησή μας ότι βλέπουμε τηλεόραση κρατάμε το κομποσχοίνι. Δηλαδή τον εαυτό μας τον κοροϊδεύουμε και εμπαίζουμε και κάπου και τον Θεό.
Εντάξει δες τηλεόραση. Την ώρα που βλέπεις τηλεόραση (και ασφαλώς δεν είναι κάτι το αμαρτωλό και μπορείς να το δεις), λέγε και την ευχή (και καλό είναι να λέμε την ευχή, έστω κι αν βλέπουμε τηλεόραση), αλλά μη θεωρείς την ώρα της τηλεόρασης ότι κάνεις την προσευχή σου. Ότι εκτελείς δηλαδή το καθήκον σου ας το πούμε έτσι.
Λοιπόν να σας διαβάσω να δείτε πώς λέει εδώ, (βέβαια μιλάει για τους μοναχούς αλλά είναι καλά για όλους μας): Ο δαίμονας της ακηδίας στον μοναχό τον οποίον έχει καταλάβει, δημιουργεί της τρεις πρώτες ώρες της ημέρας, (πρώτη τρίτη και έκτη, δηλαδή έξη, εννιά, δώδεκα το πρωί), μια κατάσταση φρίκης. Πονοκέφαλο και πυρετό κι ανακάτωμα του στομάχου.
Το πρωί ο μοναχός αντί να πάει εκκλησία αισθάνεται άρρωστος. Πονάει το στομάχι του, ζαλίζεται, δε μπορεί, είναι όλα άνω - κάτω μέσα του. Μόλις φτάσει ενάτη ώρα παρατηρείται κάποια μικρή βελτίωσις· μόλις περάσει το μεσημέρι και έλθει η ώρα της ενάτης, δηλαδή γύρω στις τρεις το μεσημέρι, πάνε τα πράγματα καλύτερα, γιατί λέει εδώ, μόλις στρωθεί η τράπεζα, αναπηδά μέσα από το στρώμα του, μόλις έρθει η ώρα του φαγητού αυτός γίνεται καλά κι είναι μια χαρά όλα.
Μόλις έλθει η ώρα της προσευχής πάλι αισθάνεται βαρυμένο το σώμα του και μόλις σταθεί να προσευχηθεί η ακηδία τον βυθίζει στον ύπνο και με άπειρα χασμουρητά του αρπάζει από το στόμα τον στοίχο της προσευχής. Βλέπετε, λέει, όταν είναι κάτι το φιλήδονο, όταν (ας πούμε), έχω μια πρόσκληση να βγω έξω να φάω το βράδυ, ε, λίγο πολύ γίνομαι καλά· βρίσκω τον εαυτό μου και πάω και μόλις μπω και στην κατάσταση εκεί, την ατμόσφαιρα, ξεχνάμε και τον πονοκέφαλο ξεχνάμε και την αδυναμία κι είμαστε καλά.
Αν είναι ξέρω γω να πάμε στην αγρυπνία, ου! πού να πάμε στην αγρυπνία! Μόλις πάμε κι αρχίσει η αγρυπνία, όλα αντίθετα. Αρχίζουν οι κόποι και οι μόχθοι. Η ακηδία είναι ένας ψυχικός θάνατος που περιέχει όλα τα κακά. Όμως η ανδρεία ψυχή κατόρθωσε να αναστήσει τον νου που ήταν νεκρός, διότι η ακηδία κατόρθωσε να σκορπίσει όλον τον πλούτο της ψυχής.
Τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιαστές άνθρωποι και τίποτε άλλο δε προξενεί στον μοναχό τόσους στεφάνους όσο η ακηδία. Πρόσεξε καλά και θα την αντιληφθείς να μην αφήνει τα πόδια σου σε όρθια στάση· μας σπρώχνει όταν καθόμαστε να γέρνομε στον τοίχο, μας προτρέπει να κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο, δημιουργεί φανταστικά χτυπήματα και οιδήματα ποδιών, δημιουργεί ένα σωρό φαντασίες.
Εδώ θα σταθώ, (λέει ο Άγιος) τίποτα δε προξενεί στεφάνους στον άνθρωπο όσο η ακηδία. Γιατί; Εδώ το μυστικό του αγώνα όταν ευρισκόμαστε σε κατάσταση χάριτος, δηλαδή ενεργεί μες την ψυχή μας η χάρις του Θεού, τότε εύκολα προσευχόμαστε, εύκολα πηγαίνουμε στην εκκλησία, μας ευχαριστεί η ανάγνωση του λόγου του Θεού, διότι η ψυχή μας έχει μια αίσθηση, μια γεύση της χάριτος του Θεού και τότε γίνονται όλα εύκολα, μας αρέσει η πνευματική ζωή.
Όταν μας πιάσει η ακηδία τότε όλα γίνονται δύσκολα, ξερά, δε βρίσκουμε κανένα νόημα σε τίποτα απολύτως, η προσευχή είναι βάρος ο νους τρέχει, δε μαζεύεται με τίποτα, όλα μας φέρνουν μια αηδία. Όμως ο άνθρωπος ο οποίος βιάζει τον εαυτό του αυτή την ώρα που του φαίνονται όλα ανάποδα, αυτή την ώρα να μη χαλάσει το πρόγραμμά του, αυτός ο άνθρωπος προξενεί στον εαυτό του πολλούς στεφάνους χάριτος.
Προσθήκη χάριτος διότι αυτή την ώρα είναι που φαίνεται ο αγώνας. Διότι την ώρα της χάριτος δεν είναι δύσκολο να αγωνισθείς· όλα είναι εύκολα εκείνη την ώρα. Σε θέλω να φανείς την ώρα που όλα είναι αντίθετα, και αυτή την ώρα πραγματικά φαίνεται η αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό. Γι’ αυτό αν είμαστε αγωνιστές πραγματικά θα χαιρόμαστε όταν έρχεται η ώρα της ακηδίας.
Όταν έρχεται αυτή η ώρα που τίποτα δε μας φαίνεται μπροστά μας καλό, εμείς θα πούμε πολύ ωραία τώρα εδώ σε θέλω, θα σε αρπάξω και θα σε στήσω μέσα εδώ να λιώσεις μες την ζέστη, να σκάσεις εδώ, να γεμίσεις ιδρώτες, να πεθάνεις στα χασμουρητά στον ύπνο ξέρω ‘γω στον νυσταγμό, αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις απ’ εδώ αν δεν εκτελέσεις το πρόγραμμά σου μέχρι την τελευταία του γραμμή.
Εάν ο άνθρωπος έχει αυτή την ανδρεία, τότε ανασταίνει τον νεκρό νου από τα βάρη της ακηδίας. Κι ακόμα περισσότερο αποδεικνύει στον Θεό ότι πραγματικά τον αγαπά χωρίς ανταπόδοση. Δεν μας ενδιαφέρει εμάς η ανταπόδοση του Θεού, δε μας απασχολεί δηλαδή αν ο Θεός μας δώσει δάκρυα στην προσευχή ή όχι, δε μας απασχολεί αν αισθανόμαστε παρηγοριά μέσα μας, αν αισθανόμαστε χαρά, αν αισθανόμαστε ξεκούραση, δεν μας ενδιαφέρει αυτό.
Μας απασχολεί ένα πράγμα: το να σταθούμε εμείς ακριβείς στο έργο της πνευματικής εργασίας. Να φανεί η ανδρεία· και η ανδρεία φαίνεται την ώρα της ακηδίας, δε φαίνεται την ώρα της χάριτος· την ώρα της χάριτος είναι όλα πολύ εύκολα.
Μερικοί πρακτικοί τρόποι που είναι έτσι σαν σπαθιά, σαν μάχαιρα που κόβει την ακηδία, είναι η φιλοπονία, το πρόγραμμα. Το πρόγραμμα είναι βασικότατο πράγμα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος έχει ένα πρόγραμμα, λαμβάνει από τον πνευματικό του ένα πρόγραμμα· ότι κάθε μέρα πρέπει να διαβάζεις τον λόγο του Θεού, κάθε μέρα πρέπει να προσεύχεσαι, την Κυριακή πρέπει να πας στην Εκκλησία, σήμερα είναι παρασκευή πρέπει να νηστεύσεις, πρέπει να κάνεις αυτή την αγρυπνία, πρέπει να κάνεις αυτό το πράγμα. Έχει έναν κανόνα, ένα πρόγραμμα· αυτό το πρόγραμμα είναι το ξίφος κατά της ακηδίας.
Και λέει ο άνθρωπος: Ό,τι κι αν γίνει. επ' ουδενί λόγω θα παραβώ το πρόγραμμά μου, επ' ουδενί λόγω ξέρω γω, πεινώ, διψώ, ή οτιδήποτε, σήμερα είναι νηστεία· δε πρόκειται να παραβώ εγώ την νηστεία. Μπορεί να επιθυμώ να φάω ένα παγωτό· αποκλείεται! οτιδήποτε να συμβεί δε παραβαίνω την νηστεία. Πηγαίνω το βράδυ στο δωμάτιό μου και σκάζω από την ζέστη. Δε μπορώ πώς να σταθώ να προσευχηθώ· είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, δε γίνεται θα κάτσω εδώ και θα προσευχηθώ. Πλημμυρίζουμε ολόκληροι από ιδρώτα· παραμένουμε εκεί. Θα τηρήσω το πρόγραμμα, δε θ' αφήσω το πρόγραμμα να φύγει.
Αυτή η βία, αυτός ο αγώνας είναι ο αγώνας ο οποίος με μία λέξη λέγεται από την εκκλησία φιλοπονία, άσκηση. Η άσκηση έχει αποτέλεσμα άμεσο την ενέργεια της χάριτος, ενεργεί η χάρις εις την ψυχή του ανθρώπου· κι όταν ενεργήσει η χάρις τότε αμέσως ένα - ένα τα πράγματα τακτοποιούνται. Αποδεσμεύεται ο άνθρωπος από την ύλη των παθών, αποδεσμεύεται και από την ενέργεια και του περιβάλλοντος ακόμα.
Ξέρετε ότι είδα ανθρώπους μοναχούς οι οποίοι κολυμπούν κυριολεκτικά στον ιδρώτα μες την εκκλησία ή την προσευχή ώρες ολόκληρες. Θυμάμαι έναν μοναχό στο Άγιο Όρος ο οποίος εκλείνετο στο κελί του έξη ώρες· κάθε βράδυ να λέει την ευχή έξη ώρες και το κελάκι του πάρα πολύ μικρό· ένα μικρό δωμάτιο, μα δηλαδή αν έπιανες εκείνο το ράσο να το κάνεις έτσι, έσταζε νερά. Μούσκεμα, λες και του έριχναν ένα κουβά νερό από πάνω. Και του 'λεγαν: «Άνοιξε τουλάχιστον λίγο την πόρτα να πάρεις λίγο αέρα!» Όχι, εκεί! αδύνατον πράγμα να τον πείσεις να υποχωρήσει.
Αδύνατον πράγμα, βιαστής, άκρως αγωνιστής άνθρωπος. Το αποτέλεσμα ποιό ήταν; Ότι σε λίγο καιρό έφτασε σε μέτρα, μέτρα προσευχής, μέτρα αγώνων. Διότι εσυνέδεσε την δύναμη της ψυχής του με την άρνηση αυτού που λέει ο Χριστός: “απαρνησάσθω εαυτόν και να μισήσει έτι και την εαυτού ψυχήν” να μισήσεις ακόμα και την ζωήν σου. Δηλαδή ο πόθος σου για τον αγώνα, ο πόθος σου για άσκηση, έχει τέτοια δύναμη, ώστε δεν υπολογίζεις ακόμα ούτε και την υγείαν σου. Την σωματικήν σου υγεία ούτε την ζωή σου ακόμα, φτάνει εσύ να αγωνισθείς.
Και στους βίους των Αγίων είδαμε πολλές φορές ακραίες καταστάσεις. Θυμάστε παραδείγματος χάριν, η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου όταν προσευχόταν, είχε σαν όρο στον εαυτό της να προσεύχεται από την δύση του ηλίου ως την ανατολή. Και μια φορά πήρε φωτιά το κελί της και καίγονταν τα ρούχα της, στεκόταν και καιγόντουσαν τα ρούχα της και δεν ετάραξε από την θέση της, δεν επέτρεψε στον εαυτό της να βγει από το κελί της· καιγόταν ολόκληρη και αυτή δεν κατέβασε τα χέρια από την προσευχή.
Ο όσιος Θεόδωρος ο ηγιασμένος, στην έρημο της Θηβαίδας στην Αίγυπτο, τον καιρό του μεγάλου Παχωμίου, την ώρα που προσευχόταν τυλίχθηκε στο πόδι του μια έχιδνα· τυλίχθηκε στο πόδι του και τον δάγκανε. Και ούτε καν κατέβασε τα μάτια του να δει την έχιδνα, απλώς με το πόδι του την κράτησε εκεί ακίνητη. Όλη την νύχτα μέχρι που τελείωσε την προσευχή και μετά να αρπάξει την έχιδνα να την πετάξει.
Ή πολλές φορές βλέπουμε στους βίους των Αγίων ότι ο διάβολος τους δημιουργούσε φαντασίες· φοβερές φαντασίες. Γέμιζε το δωμάτιό του σκορπιούς, φίδια, ποντικούς… Ορμούσαν πάνω τους να τους φάνε. Αυτοί ατάραχοι, ατράνταχτοι εκεί. Ό,τι κι αν εγίνετο δεν εδέχοντο επ' ουδενί λόγω να διακόψουν την προσευχή. Και αυτή η δύναμη της πίστεως ήταν αυτή που τους απέδειξε μάρτυρες, ομολογητές της αγάπης του Θεού. Διότι όταν ο άνθρωπος έχει τέτοιο γενναίο φρόνημα και δεν υποχωρεί στην τήρηση του προγράμματος, τότε υποχρεώνεται ο Θεός, τότε ο Θεός υποχρεούται να υπερασπίσει τον άνθρωπο και ουδέποτε άνθρωπος έπαθε ζημιά όταν αφιέρωσε τον εαυτό του εις την προσευχή και αφιέρωσε χρόνο εις τον Θεό.
Ξέρετε ότι αυτός ο μικρός χρόνος ανακαινίζει σα το προζύμι που ζυμώνει όλη τη ζύμη, όλο το είναι του ανθρώπου κι αυτό λοιπόν -για να τελειώνω να μη κουράζεστε και σεις να κάνετε αέρα τώρα που είναι καλοκαίρι και καλώς ή κακώς σταματούν αυτές οι συγκεντρώσεις και άλλος πάει στην θάλασσα, άλλος πάει στο βουνό, εξοχή εδώ, εκεί, και τρόπον τινά λέμε: Μα τώρα θα πάω εκεί. Θα μπορώ πάτερ να προσεύχομαι; θα μπορώ να κάνω την νηστεία μου; θα μπορώ να εκκλησιάζομαι;
Πέφτουμε τρόπον τινά σε μία αλλαγή περιβάλλοντος και προγράμματος. Να ξέρετε ότι λέει ένας λόγος των πατέρων, ότι η μέλισσα όπου υπάγει μέλι ποιεί. Και ο μοναχός, ο χριστιανός, όπου υπάγει το έργο του Θεού εργάζεται. Δεν έχει για εμάς ούτε βουνό, ούτε θάλασσα, ούτε καλοκαίρι, ούτε χειμώνα. Ο άνθρωπος του Θεού εργάζεται παντού· όπου και να πάμε μπορούμε να προσευχηθούμε.
Μπορούμε να προσευχηθούμε, μπορούμε να διαβάζουμε τον λόγο του Θεού, μπορούμε να μετέχουμε εις την ευχαριστία. Φτάνει να θέλουμε! Δοκιμάστε, θελήστε και θα δείτε ότι αυτός που θέλει πραγματικά, βρίσκει τρόπους. “Ο αγαπών την εαυτού σωτηρίαν, μηχανεύεται” λένε οι πατέρες. Αυτός που αγαπά την σωτηρίαν του, είναι πανούργος. Βρίσκει τρόπους παντού, μηχανεύεται τρόπους να αγωνισθεί όπου κι αν είναι. Δεν μπορεί να εμποδίσει τίποτα το έργο του Θεού.
Γι’ αυτό λοιπόν, ας απορρίψουμε από πάνω μας τις δικαιολογίες, τις προφάσεις εν αμαρτίαις. Να τις απορρίψουμε και να βρούμε σαν ευκαιρία αυτό το διάστημα των διακοπών, να ωφεληθούμε περισσότερον, να ωφελήσουμε περισσότερους αδελφούς μας όπου και να πάμε, ομολογώντας το όνομα του Θεού. Και να βρούμε ευκαιρία να προσευχηθούμε περισσότερο, να διαβάσουμε περισσότερο, να δώσουμε χρόνο περισσότερο εις την πνευματική μας ζωή. Και θα δείτε πόση ωφέλεια θα έχουμε και πώς ο Θεός θα είναι πάντοτε μαζί μας. Θα μας ευρίσκει τρόπο, φτάνει να θέλουμε.
1. Πολλές φορές ένας από τους
κλάδους της πολυλογίας, όπως το είπαμε καί προηγουμένως, είναι καί ο
παρών, ο οποίος μάλιστα αποτελεί καί το πρώτο τέκνο της. Εννοώ την
ακηδία. Γι΄αυτό καί της εδώσαμε την θέσι πού της αρμόζει μέσα στην αθλία
αλυσίδα των παθών.
Ακηδία σημαίνει παράλυσις της ψυχής καί έκλυσις του νου, οκνηρία και
αδιαφορία πρός την άσκησι, μίσος πρός τις μοναστικές υποσχέσεις. (Η ακηδία είναι ακόμη)
αυτή που μακαρίζει τούς κοσμικούς, πού κατηγορεί τον Θεόν ότι δεν είναι
ευσπλαγχνικός και φιλάνθρωπος, πού φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας
καί αδυναμία την ώρα της προσευχής. Αυτή πού μας κάνει σιδερένιους στα
διακονήματα, αόκνους στο εργόχειρο, σπουδαίους στην πρακτική ζωή της
υπακοής (εν αντιθέσει πρός την θεωρητική ζωή της ησυχίας). 2. Άνδρας που ασκεί την ζωή της υπακοής δέν γνωρίζει τί σημαίνει ακηδία, διότι φθάνει στα πνευματικά μέσω των αισθητών, (τα οποία αισθητά δέν φέρνουν ακηδία).
3. Το κοινόβιο είναι εχθρός της ακηδίας, ενώ σ΄ έναν ησυχαστή η
ακηδία γίνεται σύζυγος αιώνιος∙ δεν θα τον αποχωρισθή πρίν από τον
θάνατό του, καί πρίν έλθη το τέλος του θα τον πολεμά καθημερινά. Μόλις
αντίκρυσε το κελλί του ησυχαστού εμειδίασε και αφού τον επλησίασε έστησε
κοντά την σκηνή της. 4. Ο ιατρός επισκέπτεται τους ασθενείς το πρωί, ενώ η
ακηδία τους ασκητάς το μεσημέρι. Η ακηδία προτρέπει το έργο του
ξενοδόχου καί παρακαλεί να γίνωνται εργόχειρα για να προσφέρωνται
ελεημοσύνες. Παρακινεί να γίνωνται με προθυμία επισκέψεις στους
ασθενείς, υπενθυμίζουσα τον λόγο του Κυρίου: «Ησθένησα καί ήλθετε πρός
με» (Ματθ. κε΄ 36). Μας παρακαλεί να πηγαίνωμε στους λυπημένους καί στους ολιγοψύχους. «Παραμυθείσθε τούς ολιγοψύχους» (Α΄ Θεσ. ε΄ 14)
μας λέγει αυτή η ολιγόψυχη. Ενώ ιστάμεθα στην προσευχή, μας υπενθυμίζει
διάφορα αναγκαία πράγματα και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, ώστε να μας
αποτραβήξη από εκεί, σαν με ένα καπίστρι, με κάποια αιτία εύλογη, αυτή η
παράλογη. 5. Ο δαίμων της ακηδίας στον μοναχό, τον οποίο έχει
καταλάβει, δημιουργεί τις τρείς πρώτες ώρες -πρώτη, τρίτη καί έκτη- μία
κατάστασι φρίκης, πονοκέφαλο καί πυρετό και ανακάτωμα του στομάχου.
Μόλις φθάση η ενάτη ώρα παρατηρείται κάποια μικρή βελτίωσις. Μόλις
στρωθή η τράπεζα, αναπηδά ο μοναχός από το στρώμα του. Μόλις έλθη η
επομένη ώρα της προσευχής, αισθάνεται πάλι βεβαρημένο το σώμα του. Μόλις
σταθή να προσευχηθή, η ακηδία τον βυθίζει πάλι στον ύπνο καί με άκαιρα
χασμουρητά του αρπάζει από το στόμα τον στίχο της προσευχής. 6. Όλα τα άλλα πάθη καταπολεμούνται με μία αντίστοιχη
αρετή το καθένα. Η ακηδία όμως είναι για τον μοναχό ένας ψυχικός θάνατος
πού περιέχει όλα τα κακά. 7. Η ανδρεία ψυχή κατώρθωσε να αναστήση τον νου πού ήταν
νεκρός. Η ακηδία όμως και η οκνηρία κατώρθωσαν να σκορπίσουν όλον τον
πλούτο της ψυχής. 8. Εφ΄ όσον και η ακηδία είναι ένα από τα οκτώ πρωταρχικά
πάθη της ψυχής, και μάλιστα το βαρύτερο, ας το αντιμετωπίσωμε και αυτό
αναλόγως, όπως και τα άλλα. Πλήν ας προσθέσωμε και τούτο: Όταν δεν
γίνεται ψαλμωδία και ακολουθία, η ακηδία δεν παρουσιάζεται. Και όταν
τελείωσε ο κανών της προσευχής, τότε άνοιξαν οι οφθαλμοί. 9. Τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιασταί. Και τίποτε
άλλο δεν προξενεί στον μοναχό τόσους στεφάνους όσο η ακηδία. Πρόσεξε
καλά και θα την αντιληφθής να μην αφίνη τα πόδια σε ορθία στάσι, και να
μας σπρώχνη, όταν καθώμαστε, να γέρνουμε στον τοίχο. Μας προτρέπει
επίσης να κοιτάζωμε έξω από το παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικά
κτυπήματα και βήματα ποδιών. Εκείνος πού πενθεί τον εαυτό του δεν
γνωρίζει τι θα πή ακηδία. 10. Ας δένεται και αυτός ο τύραννος με την μνήμη των
πταισμάτων, και ας δέρνεται με το εργόχειρο. Και αφού συρθή με την σκέψι
των μελλόντων αγαθών και σταθή εμπρός μας, ας ερωτάται καταλλήλως:
«Λέγε μας λοιπόν και σύ, παράλυτε και έκλυτε, ποιος είναι ο κακός
γονεύς σου; Ποια είναι τα τέκνα σου; Ποιοι είναι αυτοί πού σε πολεμούν;
Και ποιος ο φονευτής σου»;
Αυτός δε αναγκαζόμενος θα μας αποκρινόταν:
«Εγώ σε αυτούς πού ασκούν πραγματικά την ζωή της υπακοής, «ούκ έχω
πού την κεφαλήν κλίναι». Σε όσους έχω τόπο, τους ευρίσκω στην ησυχία και
συζώ μαζί τους. Οι ιδικές μου μητέρες είναι πολλές και διάφορες: Άλλοτε
η ψυχική αναισθησία, άλλοτε η λησμοσύνη των άνω, και μερικές φορές η
υπερβολική κόπωσις (είτε ψυχική είτε σωματική). Τα ιδικά μου
τέκνα είναι: Οι μετακινήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο πού γίνονται
μαζί μου, η παρακοή στον πνευματικό πατέρα, η λησμοσύνη της Κρίσεως, και
μερικές φορές η εγκατάλειψις της μοναχικής ζωής. Ιδικοί μου αντίπαλοι,
από τους οποίους τώρα έχω δεθή, είναι η ψαλμωδία και το εργόχειρο.
Εχθρική σ΄ εμένα είναι και η σκέψις του θανάτου, αλλά εκείνη πού με
θανατώνει τελείως είναι η προσευχή, ενωμένη με την βεβαία ελπίδα των
μελλόντων αγαθών. Για το ποιος όμως εγέννησε την προσευχή ερωτήσατε την
ίδια». (Πρόκειται για) νίκη! Όποιος την κατέκτησε, είναι δόκιμος για κάθε καλό έργο.
«Ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι,
αποτελέσει αυτήν ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του
ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν».
Ω, Κύριέ μου! Είναι πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος σου και έχει μεγάλο
βάθος.
«Ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, αποτελέσει
αυτήν ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου,
ούτος σώσει αυτήν». Ω, Κύριέ μου! Είναι πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος σου και έχει μεγάλο βάθος.
Είναι πολύ σημαντικό για μας να καταλάβουμε το βάθος του λόγου αυτού!
Τα λόγια Σου σε πολλούς δημιουργούν σύγχυση και προκαλούν απορία. Τι
σημαίνει αυτό που λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ότι πρέπει να χάσουμε τη
ψυχή μας. Εμείς θέλουμε να την σώσουμε και Αυτός μας λέει να την
χάσουμε. Και μάλιστα να χάσουμε την ψυχή μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση
για να την σώσουμε, αυτό ακριβώς λέει ο λόγος Του. Και πως να το
καταλάβουμε; Αυτό πρέπει να σας εξηγήσω για να διαλύσω τις απορίες σας.
Τι είναι η ανθρώπινη ψυχή; Η ψυχή μας είναι το σύνολο των αισθήσεων,
των επιδιώξεων και των επιθυμιών μας, των αντιλήψεων και προσλήψεων από
τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο. Το περιεχόμενο της ψυχής του κάθε
ανθρώπου είναι διαφορετικό. Όλοι σας γνωρίζετε πόσο διαφορετικές είναι
οι σκέψεις, οι επιθυμίες και οι επιδιώξεις της κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Πολύ συχνά αυτές οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες είναι ακάθαρτες και ανώμαλες.
Η ψυχή ενός ανθρώπου που μπορεί να είναι γεμάτη από ψέμα,
υπερηφάνεια, εγωισμό, αυτοέπαινο, λαιμαργία, πορνεία ή ακόμα και να έχει
τάση να κλέβει και να φονεύει τον πλησίον. Μία τέτοια ψυχή είναι
βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. Αυτή μοιάζει με τον τόπο που πετάνε τις
ακαθαρσίες, ο οποίος είναι γεμάτος απαίσια σκουλήκια. Μια τέτοια ψυχή
είναι σαπρή και δεν είναι άξια του ελέους του Θεού.
Οι ψυχές των ανθρώπων είναι καθαρές και γεμάτες καλές επιθυμίες. Αλλά
και σε τέτοιες ψυχές, αν αυτές δεν έχουν την χάρη του Θεού, μπορεί να
υπάρχει βρωμιά. Γι’ αυτό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός λέει, ο,τι αυτός
που θέλει να τον ακολουθήσει πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του.
Τι σημαίνει να απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να
απαρνηθούμε τα δικά μας σχέδια και την δική μας κατανόηση των οδών της
ζωής, να παρατήσουμε τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις μας και να
απαρνηθούμε την βούλησή μας. Πρέπει την ψυχή μας αυτή, την ρυπαρή και
αμαρτωλή, να την χάσουμε και να την απαρνηθούμε ολοσχερώς. Αν δεν θα
χάσει ο άνθρωπος αυτή την ακάθαρτη ψυχή του, τότε είναι αδύνατον γι’
αυτόν να αποκτήσει την Βασιλεία των Ουρανών.
Αν θα την χάσει, αν θα απαρνηθεί μία τέτοια ψυχή, τότε θα την σώσει.
Διότι μόνο τότε, όταν η ψυχή θα ελευθερωθεί από τις αμαρτωλές επιθυμίες
και γίνει φωτεινή, μπορεί να κατοικήσει μέσα της το Άγιο Πνεύμα. Μόνο
τότε ο Χριστός θα σώσει αυτή την ψυχή.
Γιατί ο Χριστός δεν σώζει κανέναν δια της βίας. Περιμένει να μισήσει ο
άνθρωπος τον εαυτό του και με μετάνοια να στραφεί προς τον Θεό και να
τον ικετέψει για την σωτηρία του, να επιθυμεί το άγιο Πνεύμα να
κατοικήσει στην ψυχή του.
Άγιος Λουκάς ο ιατρός
Οι προτεστάντες αρνούνται ότι η δύναμη
του Θεού επιτελεί θαύματα διά των υλικών στοιχείων του κόσμου - Ιδού,
μια από τις χιλιάδες αποδείξεις πως ο Θεός ενεργεί διαμέσου των υλικών
στοιχείων
Οι προτεστάντες αρνούνται ότι η δύναμη του Θεού επιτελεί θαύματα διά των υλικών στοιχείων του κόσμου.
Νόμιζαν ότι έτσι θα έκαναν τη χριστιανική Πίστη «πιο πνευματική»·
απεναντίας, μ’ αυτόν τον τρόπο φτώχυναν και παραμόρφωσαν τον
χριστιανισμό. Απέρριψαν τη θεουργό δύναμη του Θεού, η οποία ενεργεί διά
των ιερών εικόνων, διά των λειψάνων των αγίων, διά του Τιμίου Σταυρού,
ακόμη και διά της δυνάμεως της Θείας Μεταλήψεως, όπως ορισμένοι εξ αυτών
διατείνονται.
Αν μάλιστα ακολουθούσαν μέχρι τέλους τη λανθασμένη αυτή ατραπό, θα
έπρεπε να απορρίψουν ακόμη και τα θαύματα που επιτελέστηκαν διά του
ζωηφόρου Σώματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, διότι το Σώμα Του ήταν επίσης
και υλικό· εξίσου θα έπρεπε να απορρίψουν και τα θαύματα διά του
αγγίγματος των χειρών των αποστόλων και των αγίων, διότι και τα χέρια
αυτά είναι επίσης υλικά – για να μην αναφέρουμε και τη ράβδο του Μωυσή ή
την εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου ή το μαντήλι του Αποστόλου Παύλου
κ.ο.κ.
Με την απόρριψή τους αυτή οι προτεστάντες στέκονται απέναντι σε όλη
την Εκκλησία από αρχαιοτάτων χρόνων. Ιδού, μια από τις χιλιάδες
αποδείξεις πως ο Θεός ενεργεί διαμέσου των υλικών στοιχείων, ιδίως όταν
θέλει να δοξάσει τους αγίους Του:
Υπήρχε στην Αλεξάνδρεια μια ψηλή κολόνα με το άγαλμα του αυτοκράτορα
Θεοδοσίου στην κορυφή, ενδεδυμένο το μοναχικό Σχήμα και κρατώντας τη
ράβδο του μοναχού ανά χείρας. Αύτη η κολόνα χρησίμευε ως μνημείο νίκης
του αυτοκράτορα επί των αντιπάλων του, έτσι όπως τον απεικόνιζε με τη
μοναχική περιβολή του αγίου Σεννουφίου, κρατώντας ράβδο. Όταν ο Θεός
βούλεται, ακόμη κι ένα ένδυμα από έναν άγιο μπορεί να νικήσει κραταιούς
στρατούς απίστων. Ποιός θα τολμούσε ποτέ να περιορίσει την ενέργεια ή
τις μεθόδους δράσης της δυνάμεως του Παντοδύναμου Θεού;
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Ιούνιος, εκδ. Άθως, σ. 268-269)
Όποιος
είναι αληθινά ταπεινός δεν έχει κανένα φόβο. Αυτός που αγαπά το Θεό και
το συνάνθρωπο και όταν είναι μόνος δεν είναι μόνος.
Ο ταπεινός έχει ασφάλεια, αφοβία, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, πραότητα, αγαθοσύνη, εγκράτεια, ελευθερία, χάρη.
Ένας γνήσιος χριστιανός που αγαπά, προσφέρεται, θυσιάζεται, ζει για τους άλλους, δεν μπορεί να μην είναι ταπεινός.
Ο
αληθινά ταπεινός χαίρεται περισσότερο να δίνει παρά να παίρνει. Δεν
έχει απαιτήσεις από τους άλλους. Τους υπομένει, τους αποδέχεται, τους
καλοδέχεται, προσεύχεται γι’ αυτούς.
Έτσι δεν στενοχωρείται. Στενοχωρούμεθα με τους άλλους γιατί έχουμε πολλές απαιτήσεις από αυτούς.
Είμαστε αρκετά αυστηροί μαζί τους, ενώ με τον εαυτό μας είμαστε αρκετά επιεικείς.
Θέλουμε μόνο να μας προσέχουν, να μας ακούν, να μας αγαπούν.
Είμαστε φειδωλοί στην προσοχή, στην ακοή, στην αγάπη απέναντι των άλλων.
Αποζητάμε την εκτίμηση, τον έπαινο, το πλήρες ενδιαφέρον των άλλων. Εμείς όμως είμαστε τσιγγούνηδες σε προσφορά.
Στεναχωριούνται
εύκολα οι άνθρωποι, αποθαρρύνονται, απογοητεύονται, θλίβονται και
μελαγχολούν, γιατί η πίστη τους δεν είναι θερμή, η εμπιστοσύνη τους στο
Θεό είναι χαλαρή κι η ελπίδα τους απομακρυσμένη.
Ο
πιστός έχει πληροφορία βεβαιότητος, ενισχύσεως, εμπιστοσύνης και
ελπίδος. Δεν σημαίνει ότι δεν έχει προβλήματα, αλλά τα προβλήματα τα
αντιμετωπίζει ελπιδοφόρα.
Η ελπίδα στον Παντοδύναμο και πανταχού παρόντα Θεό χαρίζει στον πιστό ειρήνη, γαλήνη, ηρεμία, παρηγορία, έλεος.
Γέροντες
και γερόντισσες παλαιότερων εποχών με μεγαλύτερα και περισσότερα
προβλήματα οπωσδήποτε, έκαναν με νόημα το σταυρό τους, καρτερούσαν
φιλότιμα, υπόμεναν επίμονα και το «πρώτα ο Θεός» ή «έχει ο Θεός» ή «δόξα
τω Θεώ» δεν ήταν διόλου σχήμα λόγου.
Οι
σημερινοί φουσκωμένοι από έπαρση άνθρωποι θεωρούν μεγάλη ντροπή να
σταυροκοπηθούν ή να επικαλεσθούν το Θεό και πιστεύουν πως η ευφυΐα τους,
η πολυγνωσία τους, η πολυπραγμοσύνη τους θα λύσει όλα τους τα
προβλήματα.
Να που όμως δεν τα λύνουν και είναι γεμάτες οι τσέπες τους αγχολυτικά, αναλγητικά, καταπραϋντικά, αντικαταθλιπτικά και υπνωτικά.
Όσοι
δε πίστεψαν στη θεοποιημένη λογική τους και στο υπερφίαλο εγώ τους
πλανέθηκαν από μία επικίνδυνη αυτάρκεια, ένα μοντέρνο χριστιανισμό μιας
φαρισαϊκής αγιότητος κι έγιναν παίγνια δαιμόνων. Η αγιότητα δεν είναι
ποτέ αταπείνωτη, υποκριτική, εγωκεντρική, αφιλάδελφη και απομονωμένη.
Οι
άγιοι δεν πιστεύουν στον εαυτό τους και στα έργα τους αλλά ελπίζουν και
επικαλούνται συνεχώς το άπειρο έλεος του Πανάγαθου Θεού.
Οι
άγιοι παρακινούν κι εμάς τους αμαρτωλούς να συγκινηθούμε και να
συνετισθούμε από τα παραδείγματα των μεγάλων αμαρτωλών που μετανόησαν
και έγιναν άγιοι.
Η Εκκλησία μας δυό χιλιάδες χρόνια μεταδίδει τη Χάρη των
μυστηρίων της με τον γνωστό τόσο ανθρώπινο και ταυτόχρονα ευλογημένο
τρόπο προς «ίασιν και θεραπείαν ψυχής και σώματος». Ποτέ δεν προβληματίστηκε με τη σύγχρονη λογική της ασεβούς
αμφισβήτησης, αλλά καθημερινά ζει με την εμπειρία της επιβεβαίωσης ενός
μεγάλου θαύματος. Είναι δυνατόν η κοινωνία του Θεού να γίνει αιτία ασθένειας ή παραμικρής βλάβης; Είναι δυνατόν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και Θεού μας να μολύνει το σώμα και το αίμα μας;
Είναι δυνατόν καθημερινή εμπειρία δυό χιλιάδων χρόνων να συντριβεί από τον ορθολογισμό και την ψυχρή ρηχότητα της εποχής μας;
Από αιώνες μεταλαμβάνουν οι πιστοί, υγιείς και ασθενείς, από το ίδιο
άγιο ποτήριο και από την ίδια αγία λαβίδα, που ποτέ δεν πλένουμε, που
ποτέ δεν απολυμαίνουμε, και ποτέ δεν παρατηρήθηκε κάτι.
Οι ιερείς των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ακόμη και των λοιμωδών,
μεταλαμβάνουν τους πιστούς και με ευλάβεια καταλύουν τη Θεία Κοινωνία
και μακροζωούν.
Η Θεία Κοινωνία είναι ό,τι ιερώτερο ως Εκκλησία και άνθρωποι έχουμε,
το μεγαλύτερο φάρμακο ψυχής και σώματος. Αυτό είναι και διδασκαλία και
εμπειρία της Εκκλησίας μας.
Όσοι δυσπιστούν στο θαύμα της Αναστάσεως του Κυρίου, όσοι
ειρωνεύονται την εκ παρθένου γέννησή Του, όσοι αρνούνται την ευωδία των
αγίων λειψάνων, όσοι περιφρονούν τα ιερά και όσια, όσοι βυσσοδομούν κατά
της Εκκλησίας μας, όσοι ζητούν να εξαφανίσουν και το ελάχιστο ίχνος
πίστης από τις ψυχές μας φυσικό είναι να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν
την ευκαιρία να προσβάλουν και το ιερώτατο μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας.
Το γεγονός ότι οι Αγγλικανοί και οι Καθολικοί αποφάσισαν, για
προληπτικούς λόγους, τη διακοπή της μετάδοσης της θείας κοινωνίας στην
Αγγλία και τη Νέα Ζηλανδία αντίστοιχα, αν αληθεύει, δεν φανερώνει, όπως
μερικοί υποστηρίζουν, σύνεση και ελευθερία, αλλά καταδεικνύει με τον
καλύτερο τρόπο την τεράστια απόσταση της Εκκλησίας μας, που είναι
Eυχαριστιακή στη θεολογία και ζωή της, που ζει, πιστεύει και κηρύττει το
Μυστήριο, από τις υπόλοιπες χριστιανικές ομάδες, που έμμεσα ομολογούν
την απουσία της χάριτος και των σημείων του Θεού από τα λεγόμενα
μυστήριά τους και την απώλεια της εκκλησιαστικής ταυτότητάς τους.
Ζωή χωρίς Μυστήριο μοιάζει με σοβαρή ασθένεια χωρίς φάρμακο.
Δυστυχώς, το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ο ιός της γρίπης -όπως
διατείνονται τα ΜΜΕ- ούτε ο ιός του παγκόσμιου πανικού -όπως
υποστηρίζουν οι ιατρικοί σύλλογοι- αλλά ο ιός της ασεβείας και το
μικρόβιο της ολιγοπιστίας.
Και το καλύτερο εμβόλιο είναι η «μετά καθαρού συνειδότος» και
«ακατάκριτος» συχνή συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
Η απάντησή μας στην ανίερη αυτή πρόκληση των ημερών είναι η δική μας ζωή.
Καλό θα είναι οι πνευματικοί μας, μετά διακρίσεως, όπου κρίνουν ότι
δεν υπάρχουν πνευματικά κωλύματα, να προτρέπουν τους πιστούς να
μεταλαμβάνουν συχνότερα τούτες τις δύσκολες μέρες, όσοι δε έχουμε την
ευλογία τους να προσερχόμαστε συχνά στο ποτήριο της ζωής, πάντοτε όμως
«μετά φόβου Θεού, πολλής πίστεως και ειλικρινούς αγάπης».
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως είναι π.χ. η Γερμανία, η
Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία και άλλες, παρά την άρση
των σχετικών με τη Θεία Λατρεία μέτρων που είχαν επιβάλει εξαιτίας της
πανδημίας του κορωνοϊού, απαγορεύουν στις ευρισκόμενες στην επικράτειά
τους κοινότητες Ορθοδόξων να μεταδίδουν τη Θεία Κοινωνία με τον
παραδοσιακά ορθόδοξο τρόπο. «Οχι Θεία Μετάληψη με την ίδια Λαβίδα»,
λένε. «Μόνο με ξεχωριστά κουταλάκια». Σαν αυτά, θα προσθέσουμε εμείς,
που είχε ο Κύριος τη νύχτα του Μυστικού Δείπνου και τα μοίρασε στους
Μαθητές Του, για να μην μολύνει ο ένας τον άλλον! Το άκρον άωτον της
αναισχυντίας από αυτούς που πρόδωσαν τον Χριστό: Τις «αλεπούδες» του
Αισώπου που κόψανε τις «ουρές» τους, για να είναι πιο ελεύθερες. Και δεν
προσπαθούν σήμερα, παρά να πείσουν τις άλλες «αλεπούδες» να τις
μιμηθούν κάνοντας και αυτές το ίδιο, για να είναι όλες ομοιόμορφες. Τις
αναγκάζουν να το πράξουν απειλώντας, αλλιώς να κλείσουν τις «φωλιές»
τους, διότι δεν ανέχονται να τις βλέπουν να «καμαρώνουν» με τις
φουντωτές «ουρές» τους, που εκείνες τις έκοψαν ως άχρηστες.
Oμιλούμε εδώ, όπως είναι προφανές, για τους λεγόμενους «Χριστιανούς»
της Δύσης. Τους Παπικούς, τους Προτεστάντες και τους άλλους, οι οποίοι
θέλουν να μετατρέψουν την ορθόδοξη Θεία Λειτουργία με το Μυστήριο της
Θείας Ευχαριστίας που δεσπόζει σε αυτήν έτσι ώστε να τελείται στις χώρες
τους από Ορθοδόξους πιστούς, όχι όπως μας δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος, αλλά
όπως αυτοί τελούν τις δικές τους Λειτουργίες. Μιλούν για τον Χριστό,
χωρίς τον Χριστό! Είναι όλοι εκείνοι, που επειδή δεν τους βόλευε το
αληθινό Πρόσωπο του Χριστού, έφτιαξαν ένα είδωλο του Ναζωραίου με τα
δικά τους πρότυπα και τις δικές τους αντιλήψεις, το βάφτισαν «Χριστό»
και το προσκυνούν έκτοτε ως Θεό! Εναν ψεύτικο «Χριστό» που μόνο Χριστός
δεν είναι. «Ποιηθέντα» από αυτούς, όχι γεννηθέντα -όπως φανερώθηκε στους
ανθρώπους- από τα άχυρα της Φάτνης στη Βηθλεέμ. «Ομοούσιον», όχι βέβαια
«τω Πατρί», αλλά της κοσμοαντίληψης των «κατασκευαστών» του ομοιώματός
Του. Εναν Χριστό πολεμοχαρή, αιμοβόρο, εξουσιομανή. Που συνθλίβει όσους
αντιστέκονται στην κυριαρχία του στον κόσμο. Ή στην καλύτερη για αυτούς
περίπτωση, τους αναγνωρίζει κάποια δικαιώματα, όταν καταφέρνει με την
ισχύ των όπλων να τους κάνει δούλους μέσα στα σπίτια τους, αρκεί να μην
πειράζουν τις αποικιοκρατικές δομές της χώρας τους, που συντηρούν την
κυριαρχία του εξουσιαστή τους.
Αυτός είναι ο Χριστός της Δύσης! Και όσοι αμφιβάλλουν για του λόγου
το ασφαλές, ας αναλογιστούν: Ποια χριστιανική ευρωπαϊκή χώρα από τις
λεγόμενες μεγάλες της ηπείρου μας, δεν έκανε πολέμους με τον Σταυρό ως
σημαία της; Και ποια έμεινε έξω από τη χριστιανοπρεπή αποικιοκρατική
μανία που ρήμαζε τους λαούς από όπου περνούσε, σαν τον λίβα που καίει τα
σπαρτά; Και ύστερα ψάχνουμε να βρούμε γιατί οι πρώην δούλοι, μόλις
αναδύονταν από τα σκοτάδια της αποικιοκρατίας και της εκμετάλλευσης,
απέστρεφαν το πρόσωπό τους από τον Χριστό, τον αληθινό Θεό της Ειρήνης
και της Αγάπης και προσχωρούσαν μαζικά στη θρησκεία του «Προφήτη», που
εκτρέφει κατ’ εντολήν αυτού τους «Τζιχαντιστές»: Σφάξτε, σκοτώστε τους
απίστους! Ποιος από όλους αυτούς τους «χριστιανικούς» λαούς της Ευρώπης –
και όχι μόνον – που παραποίησαν την Εικόνα του γλυκύτατου Ναζωραίου,
του Επαναστάτη της «αλλοτριώνουσας Αγάπης» που γίνεται αγκαλιά ακόμη και
στον εχθρό, από αυτούς που συκοφάντησαν στον κόσμο το Ονομά Του,
αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να ζητήσει εμπράκτως συγγνώμη για τις κατ’
εξακολούθηση προδοσίες τους σε βάρος Εκείνου που τον λατρεύουν ως Θεό;
Αλίμονο. Μπορεί να κρεμάστηκε ο Ιούδας συναισθανθείς το μέγεθος της
προδοσίας του προς τον Θεάνθρωπο Ιησού. Συνεχίζουν όμως -δυστυχώς- το
έργο του ακόμη και σήμερα οι διάφοροι ιδεολογικοί του απόγονοι.
Σκληροί και αμετανόητοι οι «Χριστιανοί» της ευρωπαϊκής Δύσης,
«ιμπεριαλιστές» ακόμη και σε θέματα λατρείας, θέλουν να επιβάλουν τις
απόψεις τους στους Ορθοδόξους, που χωρίς να είναι άτρωτοι από τον «ιό»
της αμαρτίας, κρατούν πάντως άσβεστη τη «φλόγα» της πίστης στον αληθινό
Χριστό. Εχω και με άλλη ευκαιρία σημειώσει, κατά την περίοδο των
«λουκέτων» στις Εκκλησίες, ότι όποιος φοβάται τη Θεία Κοινωνία, που
πρέπει να τη μεταλαμβάνουμε με το κοινό Ποτήριον, όπως ακριβώς μάς
υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος με το «πίετε εξ αυτού πάντες», φοβάται σε
τελευταία ανάλυση τον Χριστό. Και όποιος φοβάται τον Χριστό, δεν
πιστεύει σε Αυτόν. Απλά και ξεκάθαρα λόγια. Λόγια που καλούν εκ νέου
επιτακτικά όσους ενοχλήθηκαν από την κριτική που ασκήσαμε στη δήλωση του
Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, σύμφωνα με τον οποίο «σήμερα
δεν κινδυνεύει η πίστη» (εννοείται η ορθόδοξη), να απαντήσουν σε δύο
καυτά ερωτήματα που θέτει η επικαιρότητα: Τι ακριβώς πολεμάνε σήμερα οι
ευρωπαίοι «Χριστιανοί» στις ορθόδοξες Εκκλησίες της Δύσης; Και τι
σημαίνει τελικά «διωγμός» της θρησκευτικής πίστης στη σύγχρονη εποχή;
Κατά τρόπο μάλιστα αντίθετο προς όσα επιτάσσει στο άρ. 9 η Ευρωπαϊκή
Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τους κινδύνους για την πίστη μας
τους έχω επισημάνει σε πρόσφατο άρθρο μου και δεν θα επανέλθω σε αυτό.
Μας μένει όμως ακόμη μία απορία: Τι άλλο θα μπορούσε να προσδοκά
σήμερα κάποιος από τους «χριστιανικούς» λαούς της Ευρώπης, όταν έχει τα
«δείγματα της γραφής» τους, που σε θεσμικό επίπεδο τα έδωσαν κατά τη
σύνταξη της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, δηλ. του Ευρωπαϊκού Συντάγματος; Το
έγραψα και με άλλη ευκαιρία στο παρελθόν. Οσοι περίμεναν να δουν στο
προοίμιο του Καταστατικού Χάρτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης να καταγράφονται
πιστά οι παράγοντες που διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό,
απογοητεύθηκαν οικτρά, αφού από τους παράγοντες αυτούς έλειπε ο
σπουδαιότερος: ο Χριστιανισμός. Οι «Αρχιτέκτονες των Βρυξελλών»
εσκεμμένα παρέλειψαν να μνημονεύσουν τη συμβολή του «Καλού Σπορέα» στην
πολιτιστική εσοδεία της γηραιάς Αλβιόνος. Προφανώς για να μην
κακοκαρδίσουν τους μουσουλμάνους πολίτες ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών,
στις οποίες εισήλθαν ως μετανάστες – παράνομα οι περισσότεροι από αυτούς
– όχι βέβαια για να φροντίσουν το «δέντρο» που «φύτεψε» πριν από 2.000
περίπου χρόνια ο ειρηνοποιός λόγος του Ναζωραίου, αλλά για να το
«κόψουν» και στη θέση του να «φυτέψουν» το «δέντρο» του Προφήτη, που
παράγει «καρπούς» εκδίκησης. Τα κατά καιρούς αιματηρά γεγονότα με
πρωταγωνιστές μουσουλμάνους φονταμενταλιστές, ιδίως σε διάφορες πόλεις
της Γαλλίας και του Βελγίου, ήσαν απλώς προειδοποιητικές «τσεκουριές»
στο ενοχλητικό «δέντρο» του Χριστιανισμού.