Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

«Ἡ θεραπεία τῆς ὑπερηφάνειας»τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου»


 
 «Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου»
Πῶς λοιπόν μπορεῖ νά γιατρευτεῖ ἡ φοβερή ἀρρώστια τῆς ὑπερηφάνειας; Αὐτή μπῆκε μέσα στήν καρδιά μας καί μᾶς ἔκανε πνευματικά φτωχούς καί δυστυχισμένους. Μᾶς φούσκωσε σάν τ᾿ ἀσκιά καί μᾶς ἀπογύμνωσε ἀπό κάθε ἀρετή. Ἔτσι ἐφαρμόζεται σέ μᾶς τό ρητό τοῦ σοφοῦ Σειράχ:
«Τρία εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου καί προσώχθισα σφόδρα τῇ ζωῇ αὐτῶν· πτωχόν ὑπερήφανον, καί πλούσιον ψεύστην, γέροντα μοιχόν ἐλαττούμενον συνέσει»1.
Καί ἐπειδή ἡ μεγαλύτερη ὑπερηφάνεια εἶναι τό νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦμε νά γιατρέψουμε τήν ψυχική αὐτή ἀσθένεια μέ τίς δικές μας δυνάμεις, γι᾿ αὐτό ἡ μόνο θεραπεία εἶναι νά προστρέξουμε στό Θεό καί νά Τόν παρακαλέσουμε μαζί μέ τόν Προφήτη Δαβίδ, λέγοντας:
«Μή ἐλθέτω μοι πούς ὑπερηφανίας»2. Δηλαδή: Μήν παραχωρήσεις, Κύριε, νά βάλει τό πόδι της ἡ καταραμένη ὑπερηφάνεια στήν ψυχή μου.Πρῶτα πρέπει νά θεραπευτοῦν ὁ νοῦς καί ἡ θέληση τῶν ὑπερηφάνων.
Ὁ νοῦς θεραπεύεται μέ τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος πώς εἶναι ἕνα τίποτα μπροστά στό Θεό καί στούς ἁγίους, καί πώς ἡ δόξα τοῦ κόσμου εἶναι ἕνας καρπός πού δέν τόν τρέφει ἀλλά τόν φαρμακώνει. Ὁ Θεός, ἀφοῦ ἔκανε ὅλο τόν κόσμο, μέ ἄπειρη ἀγαθότητα τόν πρόσφερε στούς ἀνθρώπους γιά νά τόν ἀπολαμβάνουν καί νά δοξάζουν Ἐκεῖνον. Γιά τόν ἑαυτό Του κράτησε μόνο τή δόξα, πού «φύσει» Τοῦ ἀνήκει. Θυμηθεῖτε τί ἔλεγαν οἱ ἄγγελοι:
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»3.
Μέ τό νά θέλουν οἱ ὑπερήφανοι νά κλέψουν αὐτή τή δόξα, φανερώνουν θρασύτητα καί ἀναίδεια μπροστά στή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ.
Οὐαί κι ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον πού πηγαίνει γυρεύοντας νά τόν τιμάει ὁ κόσμος. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα ματαιότερο ἀπό τήν τιμή. Καί νά γιά ποιούς λόγους:
Πρῶτα-πρῶτα ἡ τίμή αὐτή καθεαυτή εἶναι μάταιη, γιατί δέν μπορεῖ οὔτε νά μᾶς προσθέσει οὔτε νά μᾶς ἀφαιρέσει τίποτα. «Ἐάν ἐγώ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν», ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς στούς Ἰουδαίους4, πού σημαίνει, πώς ἄν ἐγώ ἀποδίδω, γιά τίς ἱκανότητές μου, δόξα στόν ἑαυτό μου, ἀντί νά τήν ἀποδίδω ὅλη στό Θεό, ἡ δόξα μου εἶναι μηδέν. Κρίνε τώρα ἐσύ πόσο περισσότερο μηδέν εἶναι ὁ ἔπαινος καί ἡ τιμή πού ζητᾶμε ἀπό τόν κόσμο.
Εἶναι μάταιη ἐπιπλέον ἡ δόξα καί ἀπό τήν πλευρά ἐκείνων, πού τή δίνουν. Γιατί αὐτοί, μέ τό νά μή γνωρίζουν τί ταλαίπωρος καί ἁμαρτωλός εἶσαι ἐσωτερικά, καί ὑπολογίζοντας μόνο στήν ἐξωτερική σου ἐμφάνιση, ποιά ἄλλη δόξα μποροῦν νά σοῦ δώσουν, παρά ἐκείνη πού θά ᾿ διναν σ᾿ ἕνα στολισμένο τάφο, ἀπ᾿ ἔξω λαμπρό κι ἀπό μέσα γεμάτο βρώμα καί σαπίλα; Θυμήσου τό λόγο τοῦ Κυρίου:

Προσευχή, άγιος Νικόδημος Αγιορείτης


11561

Δεν υπάρχει άλλη αρετή υψηλότερη και αναγκαιότε­ρη από την ιερή Προσευχή. Και είναι υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές, διότι ενώ εκείνες, π.χ. το να νηστεύουμε, ν’ αγρυπνούμε, να κοιμόμαστε χάμω, να δινόμαστε στην άσκητική ζωή, να παρθενεύουμε, να κάνουμε ελεημοσύ­νες, και όλα τ’ άλλα καλά έργα που αποτελούν τη χρυσή γενιά, τον έναρμόνιο χορό και την ούρανόπλεχτη σειρά των θεοειδών αρετών, παρόλον οτι είναι θεϊκά γνωρί­σματα, αναφαίρετο κτήμα και αθάνατο στόλισμα της κάθε ψυχής, ωστόσο δεν ενώνουν τον άνθρωπο με το Θεό. Όλ’ αυτά τον προετοιμάζουν και τον προωθούν γι’ αυτή την ένωση, μα δεν τον ενώνουν με το Θεό. Αυτό το κατορθώνει μονάχα η ιερή Προσευχή μόνο αυτή ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό, και το Θεό με τον άνθρωπο, κά­νοντας τους δύο ένα πνεύμα· γιατί με την προσευχή γί­νεται μια ένωση άμεση κ’ ένα σφιχτό δέσιμο του Κτί­στου με τα λογικά κτίσματα. Αυτό βροντοφωνάζει και ο μέγας εκείνος διδάσκαλος και πολύπειρος εργάτης της ιεράς προσευχής, ο μεγάλος ποιμήν και ιεράρχης της Θεσσαλονίκης και όλης της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η επικοινωνία που αποκτούμε διά των αρετών, κάνει τους ενάρετους ικανούς, λόγω της ομοιότητος, και τους προετοιμάζει να υποδε­χτούν το Θεό, άλλα δεν τους ενώνει μαζί Του· η δύναμη της προσευχής όμως είν’ εκείνη που ίερουργεί και τελεσιουργεί την ανάταση του άνθρωπου προς τον Θεό και την ένωση μ’ Εκείνον, γιατί είναι ο σύνδεσμος των λο­γικών κτισμάτων με τον Κτίστη τους» (Λόγος περί Προσευχής, κεφ. α’).
Και από τούτη την ένωση του άνθρωπου με τον Θεό, την οποία κατορθώνει η ιερή Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ή μάλλον πόσες πηγές χαρισμάτων δεν πλημμυρίζουν τον άνθρωπο που είναι ενωμένος με τον Θεό; Από αυτή την ένωση αποκτούμε τη δύναμη να διακρίνουμε την αλήθεια απ’ το ψέμα· να βλέπουμε στο βάθος τα κρυμμένα μυστήρια της φύσεως· να προβλέ­πουμε και να προγινώσκουμε τα οσα θα συμβούν στο μέλλον ν’ αποχτούμε τη θεία ελλαμψη, δηλαδή εκείνο που ονομάζουν ένυπόστατο φωτισμό στην καρδιά. Έρ­χεται ο εξαίσιος έρως προς τον Θεό, που οδηγεί σ’ έκ­σταση όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας στην αρπαγή μας άνω, προς τον Κύριο· εκεί όπου υπάρχει η αποκάλυ­ψη των αλαλήτων μυστηρίων του Θεού. Μ’ ένα λόγο, «από την ένωση αυτή γεννιέται η πολυθρύλητη θέωση του ανθρώπου, που όλοι την ζητούν και την ποθούν, άλ­λα ελάχιστοι και πολύ σπάνια την απολαμβάνουν -«μό­λις ένας από κάθε γενιά», κατά τον άγιο Ισαάκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «είναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο και δυσκολοαπόκτητο», κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεσ­σαλονίκης (Λόγος εις τον άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην). Αυτή η θέωση είναι το εσχατον τέλος και ο σκοπός για τον οποίο ζουμε, ο πρώτος και πιο υψηλός απ’ όλους τους σκοπούς που έβαλε ο Θεός, γιά τον όποιο υπάρχει από την αρχή των αιώνων έως τη συντέλεια, ο προαιώνιος Προορισμός και η Πρόγνωση, η έγχρονη δημιουργία της Κτίσεως, η δόσις του φυσικού και του γραπτού Νόμου, η χάρη της Προφητείας, η ένσαρκος οικονομία του Λόγου του Θεου, η έπιδημία του αγίου Πνεύματος.
Η θεία Προσευχή είναι αναγκαιότερη απ’ όλες τις άλλες αρετές, διότι:

Νικόδημος ο Αγιορείτης ο όσιος Ο χαλκέντερος κολυβάς





(Χώρα Νάξου Κυκλάδων 1749 - Άγιο Όρος 14 Ιουλίου 1809)

Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Ιουλίου
   



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ (ήχος α΄)

«Τον του Άθω φωστήρα και της Νάξου το βλάστημα,

και της Εκκλησίας απάσης τον θεόπτουν διδάσκαλον,

Νικόδημον τιμήσωμεν πιστοί,

ως έμπλεων σοφίας θεϊκής.

Διδαχάς γάρ ουρανίους και δαψιλείς,

βλυστάνει τοις κραυγάζουσι.

Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ,

δόξα τω σε στεφανώσαντι,

δόξα τω σε χορηγούντι διά σου ημίν τα πρόσφορα».



ΕΤΕΡΟΝ (ήχος γ΄)

«Σοφίας χάριτι,

Πάτερ κοσμούμενος,

σάλπιγξ θεόφθογγος,

ώφθης του Πνεύματος,

και αρετών υφηγητής,

Νικόδημε θεηγόρε.

 Πάσι γαρ παρέθηκας,

σωτηρίας διδάγματα,

βίου καθαρότητος,

διεκφαίνων την έλαμψιν,

τω πλούτω των ενθέων σου λόγων,

δι’ ών ως φως τω κόσμω έλαμψας».



ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Α΄. Γέννηση - ανατροφή

Το 1749 γεννήθηκε στη χώρα της Νάξου Κυκλάδων ο Νικόλαος Καλιβούρτζης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία.  Είχε και ένα μικρότερο αδελφό, τον Πιέρο, που αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς συνδρομητές του πολυγραφότατου Αγίου μας. Από μικρό παιδί πήρε την εκκλησιαστική ευσέβεια από την μητέρα του και έκανε παρέα με τον εξάδελφό του, μετέπειτα επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο.

Δίπλα στο σπίτι του ήταν ο  ενοριακός Ι. Ναός της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο σύχναζε σε όλες τις ακολουθίες, όπου και έμαθε πολλούς ύμνους. Ο ιερέας τον έχει μαζί του σ’ όλες τις ιεροπραξίες. Σε ηλικία 12 ετών, εισάγεται στην ονομαστή σχολή της Νάξου, πραγματική Ακαδημία. Λειτουργούσε στην Ι. Μ. του Αγίου Γεωργίου Γρώττας, με Διευθυντή τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τον Αρχ. Χρύσανθο τον Εξωχωρίτη.



Β΄.  Ανώτερες Σπουδές στη Σμύρνη

Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νησί του κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.  Όχι μόνον οι γονείς του, αλλά και ο δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με πατρική μέριμνα του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο ξακουστός Ιερόθεος Βουλισμάς. Εκεί είχε σαν συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτον τον Ζ΄ και Γρηγόριον τον Ε΄.

Ο Νικόλαος έγινε γνωστός για την πολυμάθειά του και την δυνατή μνήμη του. Αρκούσε να διαβάσει μία φορά ένα βιβλίο και να το θυμάται πάντα! Η ευφυΐα του, η ταπεινότητά του και ο πληθωρισμός των γνώσεων, εκκλησιαστικών και κοσμικών, τον ανέδειχναν σε δάσκαλο ακόμα και των συμμαθητών του. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και  των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα. Μετά από την πενταετή οικότροφη φοίτησή του, σε ηλικία 21 ετών, παρά τις προσπάθειες να μείνει ως δάσκαλος στη Σχολή, αυτός τον νου του τον είχε αλλού…



Γ΄. Στην Νάξο με τους κολλυβάδες

 Το 1770 (ήταν 21 ετών) ο Ρωσικός στόλος κατέκαψε τον Τουρκικό στα Δωδεκάνησα. Οι Τούρκοι για αντίποινα σήκωσαν στην Σμύρνη αντίποινα, όπου έσφαξαν πολλούς Χριστιανούς. Μεγάλο προσφυγικό κύμα φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο, ο δε Νικόλαος στη Νάξο. Τότε, για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας με την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Του πρότεινε μάλιστα να γίνει κληρικός και με τις γνώσεις του να αντιμετωπίσει την θεολογία των Φράγκων, που υπήρχαν στο νησί.

Την εποχή αυτή (1774) βρέθηκαν στην Νάξο εξόριστοι από το Άγιο Όρος, οι υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας αγιορείτες πατέρες, Ιερομόναχοι Γρηγόριος και Νήφων και ο Γερο-Αρσένιος. Γνωρίστηκαν και μίλησαν για το «κολυβαδικό» κίνημα, με το οποίο οι μοναχοί υπερασπίζονταν την Κυριακή, ημέρα της Ανάστασης, ημέρα χαράς και όχι… μνημοσύνων και γονυκλισιών! Του μίλησαν για τις μορφές του Γέροντα Σιλβέστρου και του Αγίου Μακαρίου (Νοταρά), πρώην επισκόπου Κορίνθου, που βρίσκονταν στην Ύδρα. Εκεί τους συνάντησε ο Νικόλαος, και πήρε την ευλογία να μονάσει στο Άγιο Όρος και να γνωρίσει την Φιλοκαλική παράδοση, στοιχεία της οποίας είναι η γιορτή της Ανάστασης, η άσκηση, η νήψη (εσωτερική εγρήγορση)  και η καρδιακή προσευχή.

Ζήτησε την ευλογία του επισκόπου και της μητέρας του (ο πατέρας του είχε κοιμηθεί). Παρ’ ότι ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του, δεν τον εμπόδισε. Με την μητέρα του συμφώνησαν την ημέρα της αναχώρησής του να την ανεβάσει στην Ι. Μ. Χρυσοστόμου του νησιού. Όταν αυτό έγινε και κατέβηκε στην παραλία για να πάρει το πλοιάριο, αυτό αναχώρησε χωρίς να προλάβει ν’ ανέβει. Ο αποφασισμένος Νικόλαος κολυμπώντας ανάγκασε μετά από ώρα να γυρίσουν να τον πάρουν…Η μητέρα του αργότερα κάρηκε μοναχή με το όνομα Αγάθη!

Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης: Προφητείες Αγίου, για την Εποχή μας και τα Έσχατα


Όχι τυχαία το τελευταίο διάστημμα έρχονται στην επιφάνεια διδαχές φωτινών προσώπων της Πίστεως σχετικά με τις σκοτεινές εποχές που βιώνουμε. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Ι. Μονή Iβήρων.
Αρχές των ωδίνων Κάποιος πιστός, στο όνομα Επιφάνιος, συναντήθηκε κάποτε με τον όσιο και τον πήρε σπίτι του, με σκοπό να ξεκουραστεί για μια τουλάχιστον εβδομάδα απ’ τους πολλούς κόπους. Κάθισαν κάπου μόνοι τους και ο νέος άρχισε να τον ερωτά: – Πως θα γίνει το τέλος του κόσμου; Τι είναι «αι αρχαί των ωδίνων» και πότε θα γίνουν; Από που θα καταλάβουν οι άνθρωποι ότι πλησιάζει η συντέλεια, και ποια θα είναι τα σημάδια που θα τη φανερώνουν; Ποιο τέλος θα έχει η Πόλις μας (Κωνσταντινούπολη), αυτή η νέα Ιερουσαλήμ; Τι θα γίνουν οι σεβάσμιοι ναοί; Τι θα γίνουν οι θείοι σταυροί, οι άγιες εικόνες και τα ιερά βιβλία; Που θα ασφαλισθούν τα λείψανα των αγίων; Εξήγησέ μου, σε παρακαλώ! Ξέρω ότι για σένα και τους αγίους, που είναι όμοιοι μ’ εσένα, είπε ο Θεός: «Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών». Πόσο μάλιστα τα μυστήρια του κόσμου! – Η Πόλης αυτή, αποκρίθηκε ο μακάριος, που κατέχει τα πρωτεία ανάμεσα σε πολλές άλλες πόλεις και έθνη, θα μείνει απόρθητη και ελεύθερη. Τη φυλάει η Θεοτόκος «εν τη σκέπη των πτερύγων της», και με τις πρεσβείες της θα παραμείνει άτρωτη. Πολλά έθνη θα πολιορκήσουν τα τείχη της, αλλά η δύναμίς τους θα συντριβή, και θ’ αναχωρήσουν ντροπιασμένα. Απ’ αυτή θα πλουτίσουν πολλοί και θα απολαύσουν τα αγαθά της. Ωστόσο κάποια προφητεία λέει ότι θα την αλώσουν οι Αγαρηνοί και θα σφάξουν με το μαχαίρι τους πλήθους λαού. Εγώ όμως πιστεύω ότι θα εισορμήσει και το ξανθό γένος, του οποίου η ονομασία αρχίζει από το δέκατο έβδομο γράμμα της αλφαβήτου (Ρ). Θα μπει λοιπόν και θα κατακόψει, και θα στρώσει τους αμαρτωλούς στο έδαφος. Αλλοίμονό του όμως από τα δύο ομογενή έθνη. Τα όπλα τους θα είναι γρήγορα σαν τον άνεμο, και καταστροφικά σαν κοφτερό δρεπάνι, που κόβει το θέρος τα γεννήματα. Τα όπλα αυτά δεν θα αναχαιτίζονται, αλλ’ όμως μετά θα διαλύονται.

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

ΟΡΚΟΣ: ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΖΩΗ;


Ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα ὁμιλιῶν τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, πού ἔγιναν στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τό Σάββατο στίς 19-2-2005 καί τό Σάββατο στίς 5-3-2005
[...]
Κανόνας ϞΔ´ λέει κάτι πού εἶναι γνωστό καί μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Κανόνας φαίνεται περιοριστικός. Εἶναι μόνο μία-μιάμιση γραμμή πού λέει (εἴμαστε στήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν Πενθέκτη δηλαδή): «Τούς ὀμνύοντας ὅρκους Ἑλληνικούς, ὁ κανών ἐπιτιμίοις καθυποβάλλει καί ἡμεῖς τούτοις ἀφορισμόν ὁρίζομεν». Ὅποιος χρησιμοποιήσει ὅρκους Ἑλληνικούς (τό στύλ τῶν ὅρκων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος πού ἔκαναν στίς διάφορες θεότητες κ.λπ., «ἐπιτιμίοις καθυποβάλλεται καί ἡμεῖς τούτοις ἀφορισμόν ὁρίζομεν». Καί βέβαια κάτω ἡ Συμφωνία τῶν Κανόνων λέει ἀκριβῶς μέσα ἀπό αὐτή τή Συμφωνία ὅτι γιά κάθε ὅρκο ἐμεῖς θά λέμε τό «ναί, ναί» καί τό «οὔ, οὔ», καί μάλιστα λέει [ὅτι] ἐννοεῖ γιά ὅλους τούς ὅρκους. Δέν εἶναι μονάχα μία περίπτωση οἱ ὅρκοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων κ.λπ.
Ξέρετε πολύ καλά λοιπόν πού ἡ δική μας ἐμπιστοσύνη εἶναι στόν Χριστό. Ἐμεῖς δέν χρειαζόμαστε μιά ἄλλη ἐπιβεβαίωση ὅτι γιά νά ποῦμε κάτι θέλουμε μιά ἄλλη μαρτυρία. Αὐτό λοιπόν τό θέμα τοῦ ὅρκου πού δέν ἔχει καμμιά μαρτυρία, δέν στηρίζεται πουθενά, ἔχει ἄμεση σχέση μέ αὐτό πού σᾶς εἶπα. Γι᾽ αὐτό ξεκίνησα ὅτι «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείαις τελειοῦται». Ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά ἐπικαλεστοῦμε τίποτε, καμμία ἄλλη ἐκφραστική συγκυρία τοῦ κόσμου. Καί, βλέπετε, ἐπειδή ὁ κόσμος εἶναι πονηρός, γιά νά δώσει μεγαλύτερο κάλλος καί νά πλανήσει τούς Χριστιανούς, ἔβαλε τόν ὅρκο νά τόν κάνουν πάνω στό Εὐαγγέλιο. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη πλάνη. Ἐμεῖς δέν χρειάζεται οὔτε νά ὁρκιστοῦμε στό ὄνομα τοῦ Δία, τῆς Ἀθηνᾶς κ.λπ., οὔτε σέ κάποια ἄλλη ἐξουσία ἐν ὀνόματι τῆς συνταγματικῆς δημοκρατίας, ἐν ὀνόματι τοῦ Προέδρου κ.λπ. (θά ἦταν πολύ πιό γελοία φυσικά). Βάζει τό πονηρό τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου, νά ὁρκίζεσαι πάνω στό Εὐαγγέλιο, ὅπου θά ντραπεῖς, ὅπου ἄν δέν τό κάνεις θά σέ ποῦν ἄπιστο, ὅπου ἐπικαλεῖσαι αὐτό πού λέει νά μήν τό κάνεις.
Ἐδῶ τό Πηδάλιο δέν ἔχει μπροστά του τόν Κανόνα ὅπως τόν ζοῦμε τώρα. Δέν ὑπῆρχε τότε ὁ ἐπιβαλλόμενος ὅρκος σέ ἕνα κρατικό δικαστήριο πάνω στό Εὐαγγέλιο, στόν 5ο-6ο αἰώνα, ἀλλά κάνουμε μιά κατ᾽ ἀνάγκη διασταλτική ἑρμηνεία, ἀφοῦ καί ἡ Συμφωνία αὐτό ὁρίζει ἀκριβῶς: Ὅτι τότε ἀπαγορεύει νά ὁρκιστεῖς πάνω σέ ὁποιαδήποτε θεότητα καί δύναμη τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί κοινωνικῆς δομῆς (αὐτό ἐννοεῖ, ἀνυπαρξίᾳ τέτοιου ὅρκου ὅπως δίνουμε σήμερα), ἀλλά ἐφόσον τό Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Καινή Διαθήκη διττῶς τό ἀπαγορεύει, ὄχι ἁπλῶς γιά λόγους ἠθικῆς τάξεως· γιά λόγους ὅτι ἐμεῖς ἐδῶ ἐμπιστευόμαστε αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας καί εἴμαστε τόσο πεντακάθαροι πού δέν χρειάζεται οὔτε νά ὑποκριθοῦμε οὔτε νά ποῦμε κάτι. Εἶναι τό ναί, ναί καί τό ὄχι, ὄχι. Ἡ ἐπίκληση ὁποιασδήποτε ἄλλης δυνάμεως, ἀκόμη καί ἡ παιγνιώδης τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἀντίθεη ἐπίκληση. Ἀναιρεῖται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας μου, γιατί ἄν εἶμαι ψεύτης, εἶμαι· ἄν εἶμαι ἀληθινός, εἶμαι. Δέν χρειάζεται νά ἐπικαλεστῶ τίποτε παρά μόνο τή συνείδησή μου ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπετε λοιπόν, μέσα ἀπό τή διαδρομή τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί μέσα ἀπό τό Δίκαιο τό ὁποῖο πέρασε στόν χῶρο τόν Ἑλλαδικό ὡς ἀντιγραφή ‒ πολλές φορές, ὄχι πάντοτε ‒ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Δικαίου, ἦρθε αὐτή ἡ πονηρά ἐπίκληση τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου εἶναι κατανοητό γιά τό Εὐρωπαϊκό Δίκαιο πού ἐκεῖ οἱ δομές τῆς ἐκκλησιαστικῆς (ἄς τό πῶ «ἐκκλησιαστικῆς») παρουσίας εἶναι καθαρά ὑποταγμένες σέ ἕνα κρατικό μέγεθος καί εἶναι καθαρά στό περιθώριο. Δηλαδή ὅταν λέμε ὅτι σέ μιά Εὐρωπαϊκή χώρα ὑπάρχει χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, μήν τό φανταστεῖτε μέ τά δικά μας δεδομένα. Εἶναι ὑποταγμένες καί εἶναι στό περιθώριο. Τούς εἶπαν, σταθεῖτε ἐκεῖ καί κάντε ὅ,τι θέλετε, ἀλλά στό περιθώριο. Ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια ὅλα περιθωριοποιοῦν τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ δομές κοσμικές.
Ἐδῶ εἶναι μιά κοσμική δομή καί ὁ Κανόνας λοιπόν διευρύνεται καί θέλει νά δείξει ὅτι ἡ δύναμίς μας εἶναι ἡ ἀδυναμία μας. Δέν ἔχουμε τίποτε νά ὑποστηρίξουμε γιά νά δείξουμε ὅτι αὐτό πού λέμε εἶναι ἀλήθεια. Αὐτό εἶναι κάτι ξεκρέμαστο καί αὐτό ἐκφράζει αὐτό μέ τό ὁποῖο ξεκίνησα, ὅτι ἐγώ θέλω ἡ Ἐκκλησία μου νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό ὅλα αὐτά τά σχήματα, τελείως ἐλεύθερη, νά μήν ἐξαρτᾶται ἀπό τίποτε. Καί οἱ ἄλλοι ἄς ποῦν πού εἴμαστε ἀδύνατοι γιά νά ἐκφράσουμε κάτι. Δέν χρειαζόμαστε λοιπόν κανένα νόμο γιά νά παρουσιάσουμε τήν ἀλήθεια· οὔτε φυσικά χρειαζόμαστε κάποιο νόμο γιά νά καλύψει ὁποιαδήποτε ἔκφραση διοικητική τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. νά ὁρκιστεῖ, νά ἐμφανιστεῖ ἐνώπιον τοῦ Προέδρου ὁ ἐπίσκοπος πού θά γίνει ἐπίσκοπος ἤ νά ἐμφανιστεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο γιά νά δώσει καταξίωση στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτό πού εἶναι.
Αὐτό ὅλο τό συμπίλημα τῶν πραγμάτων ἔφερε αὐτή τήν τραγωδία σήμερα, γιατί εἴμαστε ἐξαρτώμενοι, ἐπωφελούμενοι δῆθεν ἀπό κάτι ‒ ἀκόμα δέν τό κατάλαβα ἀπό τί ἐπωφελούμαστε ‒ καί ταυτόχρονα ὑποδουλώνουμε τήν ἀλήθεια σέ ἕνα κοσμικό μέγεθος. Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἀπεξάρτηση ἀπό αὐτά τά μεγέθη, πού εἶναι τό πρῶτο οὐσιαστικό κάλλος, αὐτό εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ἀπορῶ ἀκόμη πῶς μιλᾶνε ἄν πρέπει νά χωριστεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν Πολιτεία. Ἀπορῶ ἀκόμη ἄν γίνεται κουβέντα θεολογικῷ τῷ ἤθει. Τά ἄλλα εἶναι μιά κοσμική ἀνάλυση, τί χάνουμε τί κερδίζουμε. Μά ἐμεῖς κοσμικά εἴμαστε πάντα χαμένοι καί ἐμεῖς δέν θέλουμε νά κερδίσουμε τίποτε, ἀπό κανέναν τίποτε. Εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια καί τή ζοῦμε μή κερδίζοντας τίποτε ἀπό τήν ἀλήθεια, οὔτε τό παραμικρό ὄφελος. Μετά, ἄν ἀρχίσει αὐτή ἡ συνδιαλλαγή (τί μοῦ δίνεις, τί σοῦ δίνω) χάνει ἡ Ἐκκλησία τήν ἀλήθεια της, εἶναι ἐξαρτώμενη· καί ὑποβαθμίζει τήν ἀλήθεια της, δέν μπορεῖ νά τήν πεῖ ὅπως εἶναι, ἀφοῦ ἔχει ἐξαρτώμενα ὀφέλη.
Ὁ Κανόνας λοιπόν ἐδῶ ὡς εἰσαγωγική δομή, ἐδῶ στόν 5ο-6ο αἰώνα, ἀνοίγει μιά ὁλόκληρη κουβέντα γι᾽ αὐτό τό θέμα τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπό αὐτή τή σχέση κράτους καί Πολιτείας. Φυσικά, θεολογικά ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τά πάντα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό τίποτε. Δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ. Τί θά κάνει ἡ Ἐκκλησία χωρίς τά μεγέθη τοῦ λαοῦ αὐτοῦ; Τί θά πεῖ «Ἐκκλησία»; Ἀφοῦ ὁ λαός εἶναι ἡ Ἐκκλησία μαζί μέ ὅλο τό ἐκφραστικό μέσο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τί θά πεῖ «χωρίζω»; Καί σάν λέξη εἶναι ἀνόητη. Παρόλο πού νομικά μπορεῖ νά χωριστεῖ καί νά χάσουμε τά δῆθεν ψευτο-οφέλη μας τά ὁποῖα μᾶς κατέστρεψαν, ταυτόχρονα ἡ Ἐκκλησία θά εἶναι μέσα στήν καρδιά τοῦ λαοῦ της ἄν θέλει νά εἶναι μέσα στήν καρδιά τοῦ λαοῦ της καί ἄν λειτουργεῖ ὡς Ἐκκλησία. Γιατί ὁ λαός θέλει κάτι νά ἐκφράζει αὐτό πού θέλει μέσα του, ὄχι νά ἐκφράζει κάτι τό ὁποῖο δέν ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Ὑπάρχει καί ἕνας μυστικός κώδικας στόν λαό, πού μπορεῖ νά κάνει καί πολλά λάθη ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει κι ἕναν μυστικό κώδικα. Γι᾽ αὐτό, βλέπετε, εὐκαίρως-ἀκαίρως ἐπαναφέρουν, λόγῳ αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ κώδικα, τή λέξη «ὁ λαός» καί «ὁ λαός». Ναί, ὁ λαός, ἀλλά πῶς θά γίνει αὐτή ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ σέ αὐτά τά μεγέθη;
Αὐτός εἶναι ὁ Κανόνας ϞΔ´, ὁ ὁποῖος διευρύνεται κάτω ἀπό αὐτά τά μέτρα καί γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀναιρεῖ ὁπωσδήποτε τήν προσκύνηση ἤ τήν ὁρκωμοσία γιά κάποια ἀρχαία Ἑλληνική θεότητα, ἀλλά διευρυνόμενος ὁ Κανόνας ἀποκτᾶ αὐτό τό κάλλος. Νά θυμίσω αὐτό πού λέει ἡ Συμφωνία τῶν Κανόνων: «Οὐ μόνον δέ οἱ κατά τήν συνήθειαν τῶν Ἑλλήνων γινόμενοι ὅρκοι εἶναι ἐμποδισμένοι ἀπό τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί κάθε ὅρκος ἁπλῶς. Λέγει γάρ ὁ Κύριος νά μή ὀμνύωμεν παντελῶς καί μέ τήν ὁλότητα, οὔτε εἰς τόν οὐρανόν, οὔτε εἰς τήν γῆν, οὔτε εἰς τά Ἱεροσόλυμα, οὔτε εἰς τήν ἰδίαν μας κεφαλήν» (οὔτε δηλαδή νά ὁρκιστοῦμε πάνω στή δική μας ἔκφραση) «ἀλλ᾽ ἀντί διά κάθε ὅρκον νά λέγομεν μόνον τό ναί, ναί καί τό οὔ, οὔ. Ὅ,τι δέ ἄλλο εἰποῦμεν παραπάνω ἀπό αὐτά, εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου. Αὐτό τοῦτο προσβεβαιοῖ καί ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος» (στήν καθολική ἐπιστολή του πού εἶναι μέσα στήν Καινή Διαθήκη), «ἀλλά καί αὐτός ὁ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ὠσηέ» (ὁ Προφήτης Ὠσηέ), «πού ἐμποδίζει τούς ὅρκους λέγων: “Μή ὀμνύετε ζῶντα Κύριον”. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Μέγας Βασίλειος, μέσα στόν ΚΘ´ Κανόνα του...» (οἱ Κανόνες οἱ ὁποῖοι μετά ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους· καί ἐδῶ μιά ἄλλη ἐπικύρωσις εἶναι), «...[λέγει] ὅτι ὁ ὅρκος εἶναι καθάπαξ ἐμποδισμένος καί πολλῷ μᾶλλον ἐκεῖνος ὁποῦ γένῃ διά νά κακοποιήσῃ κάποιον ἄλλον» (δηλαδή νά πάρω μιά δύναμη, μιά ἐξουσία).
Ἐδῶ εἶναι σαφέστατα τά γεγονότα, ἀλλά ὅλη αὐτή ἡ ἔννοια ἐδῶ τῶν Κανόνων γιά τόν ὅρκο δέν κρύβει μόνο αὐτό τό ἠθικοπλαστικό μέρος («μήν ὁρκιστεῖς»). Εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπό ὅλα αὐτά τά μεγέθη καί ἐδῶ αὐτή ἡ ἀποδέσμευση μπορεῖ νά γίνει πολυποίκιλα ἀπό αὐτά τά κοσμικά μεγέθη. Θά δώσει τό κάλλος πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας καί ἐμεῖς δέν τό βιώνουμε, γιά ἀνθρώπινα λάθη πολυποίκιλα. Αὐτό τό κάλλος δέν χάνεται, ἀλλά λόγῳ θολωμένων ματιῶν δέν τό παρουσιάζουμε ὅπως εἶναι μπροστά μας. Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά κρύψει τό φῶς ὑπό τόν μόδιον;[1]
[...]
Νά δοῦμε ἕναν ἀκόμη Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἶναι ὁ ΚΘ´ Κανόνας. «Διορίζει ὁ παρών Κανών ὅτι ἄν κάποιος ἄρχοντας», δυνατός τῆς γῆς, «ὀμόσῃ», ὁρκιστεῖ, «διά νά κακοποιήσῃ κάποιον», [γιά] νά τοῦ κάνει κακό... Τό κακό [ἐδῶ] μπορεῖ νά εἶναι γιά [κάποιον φαινομενικά] καλό [λόγο], δηλαδή νά πεῖ: «Ἐγώ θά κάνω δικαιοσύνη ἐδῶ. Θά βρῶ τόν ἐγκληματία καί θά τόν τιμωρήσω» γιατί ὑπάρχει κατακραυγή κοινωνική καί λένε «κάνε κάτι, κάνε κάτι» καί λέει: «Ἐγώ! [Τό] παίρνω πάνω μου ἐγώ. Στήν τιμή μου ἐγώ ὁ ὑπουργός, ὁ πρωθυπουργός, ὁ βασιλιάς, ἐγώ στήν τιμή μου ὁρκίζομαι καί λέγω ὅτι ἐγώ θά ἀποκαταστήσω τή δικαιοσύνη».
Ἀκοῦστε τώρα κάτι πού φαίνεται κρατική λεβεντιά πῶς τό κρίνει ὁ Μέγας Βασίλειος. «Ἄν κάποιος ἄρχοντας ὀμόσῃ, διά νά κακοποιήσῃ κάποιον, πρῶτον μέν πρέπει νά διδαχθεῖ ὅτι δέν πρέπει νά ὁρκίζεται ποτέ καί νά μή δίνει ποτέ λόγο». Πρῶτο βασικό στοιχεῖο. Νά θυμηθεῖτε ἁπλῶς σάν παράδειγμα τόν ῾Ηρώδη πού ὁρκίστηκε ὅτι: «Πές μου ὅ,τι θέλεις [γιά] νά τό κάνεις καί ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἥμισυ τῆς βασιλείας μου». Εἶναι παράδειγμα αὐτό πολύ χονδροειδές τοῦ Ἡρώδου, γιατί καί σήμερα ἔχουμε μιά τέτοια κρατική λεβεντιά καί λέμε: «Ἐγώ ἀναλαμβάνω. Ἐγώ εἶμαι ἐδῶ πέρα. Ἐγώ ἐξασφαλίζω τήν κάθαρση», λένε σήμερα. «Ἐγώ, μή φοβάστε». Τί θά πεῖ «ἐγώ»; Ἐγώ; Ποιός εἶσαι ἐσύ δηλαδή; Καί μόνο αὐτό τό προβαλλόμενο «ἐγώ» εἶναι καταστροφικό. Μήν ὁρκιστεῖς τίποτε, μήν πεῖς τίποτε, λέει.
«Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθεῖ νά μήν ὁρκίζεται καθόλου καί πρός τοῦτο ἀκόμη νά μετανοῇ διά τόν προπετῆ λόγο», τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἶπε αὐτό πού εἶπε. Ἄν πεῖ: «Ἐγώ! Ἐγώ ἐξασφαλίζω τήν ἰσορροπία τῆς δικαιοσύνης», νά μετανιώσει γι᾽ αὐτό, λέει, γιατί εἶναι πολύ προπετής ὁ τρόπος, πολύ ἐγωιστικός. Καλύτερα νά πεῖς «ἐμεῖς». Τί θά πεῖ «ἐγώ» δηλαδή; Πρῶτα σπάζει τόν ἐγωισμό τοῦ δικτάτορα, πού αὐτός θέλει νά τό κάνει, νά διασώσει τήν ἀξιοπρέπεια. Εἶναι ὁ ἀξιοπρεπής, εἶναι ὁ καθαρός καί πρέπει νά ἐξασφαλίσει ἰσορροπία. Πόσες φορές δέν λέει: «Ἐγώ ὡς ὑπουργός δίνω λόγο πού αὐτό θά τό κάνω». Σταμάτα, παιδάκι μου. Κάνε ὅ,τι κάνεις σιωπηλά χωρίς νά κάνεις διαφημιστικές κινήσεις, γιατί πρῶτο πρέπει νά μήν ὑπόσχεσαι πολλά-πολλά καί μάλιστα νά ὁρκιστεῖς μέ διάφορο τρόπο καί δεύτερο νά μετανοήσεις γιά τόν ἐγωισμό μέ τόν ὁποῖο μίλησες. Σπάζει τόν ἐγωισμό τοῦ ἄρχοντα, πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό καί θά καθαρίσει τούς ἄλλους.
Ἔχει πολύ ἐπίκαιρη ἐφαρμογή αὐτός ὁ Κανόνας στήν ἐποχή μας, γιατί ὑπάρχουν τά σκάνδαλα, ἀλλά πολλές φορές οἱ καθαριστές τῶν σκανδάλων φέρονται μέ αὐτό τόν τρόπο. Ἀναλαμβάνουν πάνω τους τήν εὐθύνη («μή φοβάστε, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ»). Ποιός εἶσαι ἐσύ δηλαδή; Τί θά πεῖ αὐτό τό πράγμα; Κι ἀκόμη δέν μπορεῖς νά τό πεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τούς Κανόνες της. Νά ποῦμε: θά ἐφαρμόσουμε αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅ,τι μποροῦμε νά κάνουμε, καί μέσα ἀπό αὐτά τά μέτρα βλέποντας τούς Κανόνες θά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Δέν μποροῦμε νά πάρουμε πάνω μας τήν εὐθύνη («ἐγώ παίρνω τήν εὐθύνη»). Ποιός παίρνει τήν εὐθύνη; Εἶναι καθαρά ἕνα δικτατορικό μέγεθος. Βέβαια ἕνας δικτάτορας τό λέει: ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρχων, ἐγώ εἶμαι ἡ ἐξουσία, ἐγώ εἶμαι ὁ νόμος. Τά κάνω ἐγώ ὅλα. Ὅποιος ἔχει τέτοιο ἐγωισμό καί νομίζει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος τά πάντα... δέν κάνουμε καί τίποτε.
Λοιπόν, πρῶτον νά μετανιώσει γιά τόν ἐγωισμό του καί δεύτερον πρέπει νά μήν ὁρκίζεται. «Καί δεύτερον δέ, νά μή μείνῃ εἰς τήν κακήν αὐτήν ἀπόφασιν ὁποῦ ἔκαμε νά ἐκδικηθῇ αὐτούς πού ἔκαναν τό κακό». Νά μετανιώσει γιατί ὑποσχέθηκε πού θά ἐξασφαλίσει αὐτό τό πράγμα. «Ἐγώ θά τιμωρήσω τούς κακούς». Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ κακοί δηλαδή; Τά ἀδέλφια σου. Γιά τό κράτος ὑπάρχουν κακοί. Μπορεῖ νά εἶναι οἱ πολιτικοί μας ἀντίπαλοι, αὐτοί πού μᾶς ἐπιβουλεύονται ἤ αὐτοί πού βρωμίζουν, ὅπως εἶπα πρίν ἀπό λίγο, τήν κρατική μηχανή. Αὐτοί εἶναι οἱ «κακοί». Τό κράτος ἔτσι κάνει. Εἶναι οἱ «καλοί» καί οἱ «κακοί». Ἐξαρτᾶται βέβαια. Ἀνά τετραετία ἀλλάζουν οἱ καλοί καί οἱ κακοί ρόλους, ἔτσι; Ἐξαρτᾶται. Εὔκολα μπορεῖς νά μεταλλαχτεῖς ἀπό τό ἕνα στό ἄλλο.
Εἶναι ἄλλα τά μέτρα τοῦ Θεοῦ καί ἡ Ἐκκλησία δέν πέφτει σέ αὐτή τήν παγίδα, μιᾶς καί δέν ὑπάρχουν καθεστωτικές ἀλλαγές ἀνά τέσσερα χρόνια. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα ὑπῆρχαν στήν Ἐκκλησία καθεστωτικές ἀλλαγές ἀνά τέσσερα χρόνια, ἐάν ἔχουμε σωστά τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἄλλαζε ὁ καλός καί ὁ κακός, γιατί ἁπλούστατα δέν θά ὑπῆρχε κακός. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία τώρα. Καί ζητεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος [ἀπό] τόν ὁποιοδήποτε ἄρχοντα νά μετανιώσει γιατί θέλει νά καθαρίσει κάποιους κακούς, γιατί εἶπε κάποιον «κακό» καί δέν ὑπάρχει κανένας κακός. Βλέπετε εἶναι μιά ἄλλη σκέψη.
Τί ψάχνεις, παιδάκι μου; Σήμερα ὁ κακός εἶναι ὁ Γιοσάκης, ὁ Βαβύλης... Εἶναι ὅλοι οἱ κακοί τῆς ἱστορίας. Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι κακοί. Ὅλοι ἀκόμη, ὅπως εἶπα καί ἄλλη φορά, εἶναι παιδιά πού ἔπεσαν, ξεχάστηκαν, ἁμάρτησαν, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ καλοῦ διά τῆς τιμωρίας τοῦ κακοῦ. Εἶναι δαιμονιώδης αὐτή ἡ σκέψη καί σέ αὐτή τήν παγίδα τή θεολογική ἔπεσε ὅλος ὁ Μεσαίωνας καί ὅλη ἡ θεραπευτική ἡ ἀνύπαρκτη τῆς βατικανείου «ἐκκλησίας» πού κινήθηκε πιά σέ ἄλλα μέτρα (ὑπάρχει ὁ καλός καί ὁ κακός κ.λπ.). Βλέπετε πόσο εὔκολα σέ μιά καθολική ζωγραφική ζωγραφίζεται ὁ διάβολος. Σέ μᾶς ποτέ δέν ζωγραφίζεται ὁ διάβολος, «τοῦ διαβόλου ὄντος ὑπαρκτοῦ ἀλλά ἀνυποστάτου». Δέν ὑπάρχει τό κακό μόνο του. Εἶναι ἁπλῶς ἀμαυρωμένο καλό. Μιά ὁλόκληρη θεολογία εἶναι αὐτή.
Ὑπάρχει ὁ κακός καί τόν βάζω στήν πυρά καί τόν καίω στή Δύση. Ἤ σήμερα δέν τούς καῖνε πιά, ἀλλά ὑπάρχει ἄλλου τύπου ἐξοβελισμός, καί ἡ πολιτική ζωή στά μέτρα της πιά, στήν κάθαρσή της, ἀκολουθεῖ καθαρά τά μέτρα τοῦ Μεσαίωνα. Εἴμαστε βλέπετε σέ μιά μετα-νεωτεριστική ἐποχή. Ζοῦμε τόν 21ο αἰώνα. Ὅλα εἶναι τά μετα-μοντέρνα, ξεπεράσαμε καί τά μοντέρνα. Καί ὅμως στήν κάθαρσή μας, στά κρατικά μεγέθη, ἀκολουθοῦμε καθαρά τή βατικάνεια καί τή μεσαιωνική «θεραπευτική». Ἐδῶ πρέπει νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς καί πρέπει νά ξέρει ὁ καθένας τί κάνει. Καί νά μή βαυκαλίζονται πού εἶναι νεωτεριστές καί ἀλλάζουν τόν κόσμο, ἀφοῦ ἡ μεθοδολογία τους εἶναι καθαρά βατικάνεια καί ἄφησε τή βατικάνεια, μεσαιωνική. Ποιός δημοκράτης ἀντέχει σήμερα νά τόν πῶ «μεσαίωνα»; Κανείς δέν θέλει. Θά βγάλει τά ροῦχα του καί θά φύγει. Ἄς φύγει χωρίς ροῦχα, δέν πειράζει. Καλό θά εἶναι. Νά γίνει ἀσκητής στήν ἔρημο, νά γίνει Ὅσιος Ὀνούφριος. Ἀλλά δέν ὑπάρχει τέτοια προοπτική. Καί τή φωνάζουν κάθε μέρα. Αὐτό τό τινάζει στόν ἀέρα ἐδῶ πέρα ὁ Μέγας Βασίλειος μέ αὐτό τόν Κανόνα.
«Καί κάθε μέν ὅρκος ἁπλῶς καθάπαξ, ἤγουν τελείως καί ὁλοτελῶς, εἶναι ἐμποδισμένος». Τώρα ἀναλύει τούς Κανόνες: ὁ κάθε ὅρκος εἶναι ἀπαγορευμένος ἀπό τό Εὐαγγέλιο κ.λπ. Ἡ γνωστή ἱστορία περί ὅρκου. Μπαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος καί τό κάνει Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία τοῦ ὅρκου πού εἶναι μέσα στό Εὐαγγέλιο κ.λπ. Ὅλη αὐτή ἡ δαιμονιώδης κατάσταση πού ὑποχρεώνει νά ὁρκιστοῦμε. Ἐγώ στεναχωριέμαι πού θά δῶ τώρα κάποιον ἡγέτη τῆς Ἐκκλησίας μας νά πάει νά ὁρκίσει τόν νέο Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας. Γιατί νά τό κάνει ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό πράγμα; Γιατί νά μπεῖ σέ τέτοια ψευτο-επισημότητα; Καί ἡ Ἐκκλησία νά τό κάνει αὐτό τό πράγμα; Νά κληθεῖ νά παίξει ἕναν τέτοιο ρόλο διασφαλιστοῦ τοῦ ὅρκου κάποιου; Τί ὅρκος εἶναι αὐτός; Ἀφοῦ θά εἶναι καλός Πρόεδρος γιατί νά δώσει ὅρκο; Νά πεῖ «παιδιά, ὑπόσχομαι νά εἶμαι καλός Πρόεδρος, τί ἄλλο νά κάνω;». Γιατί πρέπει νά ἀποκτήσει τέτοιο ντύμα; Πρέπει νά μποῦμε στήν ουσία τοῦ πράγματος.
Δέν πάω στήν προοπτική νά ἀναλύσω γιατί πρέπει νά ὁρκιστεῖς γιά νά εἶσαι ἀληθοφανής στό δικαστήριο μπροστά. Πῶς αὐτά τά παίζουμε; Καί, βλέπετε, ὑπάρχει δυνατότητα στό δικαστήριο πιά, μέ νόμους πού εἴμαστε καλυμμένοι, νά μήν ὁρκιστοῦμε. Ὑπάρχουν διατάξεις πού μᾶς ἀπαλλάσσουν.
Πεῖτε τώρα ὁ νέος Πρόεδρος πού λέει «ἐγώ δέν θέλω νά ὁρκιστῶ», σκέπτεται εὐαγγελικά. Τί θά γίνει; Τό σκέφτηκε κανείς; Φυσικά μπορεῖ νά ἐπικαλεστεῖ διατάξεις πού ὑπάρχουν σήμερα καί ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας καί νόμους καί κώδικες πού τόν γλιτώνουν ἀπό τόν ὅρκο. Θά τολμήσει νά τό κάνει; Θά εἶναι κανονικός Πρόεδρος ἤ ὅλοι θά ποῦν «δέν ὁρκίστηκε, δέν εἶναι Πρόεδρος»; Δηλαδή βάζουμε τόν ἄνθρωπο νά ὑποσχεθεῖ κάτι... Τί νά ὑποσχεθεῖ; «Θά κάνω ὅ,τι μπορῶ, βρέ παιδιά. Τί ἄλλο θέλετε ἀπό μένα;». Εἶναι ἕνα ἐχέγγυο πού θέλουμε ἀπό τόν ἄλλο. Θέλουμε καθαρότητα καί θά ποῦμε μετά «μᾶς τό ὑποσχέθηκε». Ὄχι, δέν ὑπόσχομαι τίποτε. Θά κάνω αὐτό πού μπορῶ.
Ὅταν ὁ κληρικός γίνει κληρικός, δέν τοῦ ζητάει κανείς νά ὁρκιστεῖ τίποτε. Τί νά ὁρκιστεῖ; Θά ἦταν γελοῖο. Ἀντί ὅρκου (δέν εἶναι ὅρκος) γίνεται κάτι πιό συγκλονιστικό, πού δέν εἶναι πιά ὅρκος. Εἶναι ἕνας συγκλονισμός ζωῆς αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ ἐπίσκοπος ‒ σᾶς τό ἔχω πεῖ κι ἄλλες φορές ‒ τήν ὥρα πού χειροτονεῖται [κάποιος] ἀπό διάκονος εἰς πρεσβύτερο: πού παίρνει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τόν Τίμιο Ἄρτο πού εἶναι πάνω στό Δισκάριο, τό παίρνει, τό αἴρει ἀπό τό Δισκάριο, τό δίνει στά χέρια τοῦ νεοχειροτονηθέντος καί τοῦ δίνει μέχρι νά τελειώσει ἡ Λειτουργία καί τό κρατάει στά χέρια του. Ἐκείνη εἶναι μιά φοβερή στιγμή. Δέν πρέπει νά πέσει κάτω μερίδα ἤ ψίχουλο. Εἶναι μιά φοβερή εὐθύνη. Κάθεσαι καί τρέμεις ὅπως τό κρατᾶς καί κανονικά καί μόνο πού τό κρατᾶς αὐτό στά χέρια σου καί φοβᾶσαι μήν πέσει κάτω, λές: σέ ὅλη μου τή ζωή πρέπει νά εἶμαι ἔτσι, νά τρέμω ὁλόκληρος, «μετά φόβου καί τρόμου». Καί τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει πιά σκάνδαλο, ἄν θυμηθεῖς καί μόνο αὐτή τή στιγμή. Κανέναν ὅρκο δέν ἔκανες. Σοῦ λέει: «Κράτα τήν παρακαταθήκην ταύτην. Πάρε καί θά τήν παραδώσεις ὅπως σοῦ τήν ἔδωσα ἀλώβητη». Δέν δίνεις ὅρκο. Ἐκεῖνος σοῦ λέει «κράτα την καί νά τήν παραδώσεις ὅπως σοῦ τήν ἔδωσα ἀλώβητη». Εἶναι πολύ συγκλονιστική στιγμή ἐκείνη καί τρέμεις ὁλόκληρος. Τί ὅρκο νά δώσεις πιά; Εἶναι μιά κατάθεση ζωῆς. Κρατῶ τόν Χριστό ἤ δέν κρατῶ τόν Χριστό; Αὐτή εἶναι ἡ εὐθύνη. Ὅλα τά ἄλλα περί ὅρκου εἶναι τόσο φθηνά καί δηλώνουν ἀνυπαρξία Χριστοῦ. Γιατί ὑπό τήν ἔννοια αὐτή εἶναι: κρατῶ τόν Χριστό πάνω μου ἤ δέν τόν κρατῶ.
Αὐτό χτυπάει ὁ Μέγας Βασίλειος, τό ὅτι μετατίθεται ἡ εὐθύνη μας καί τό δόσιμό μας καί ἡ καρδιά μας ἀπό τόν Χριστό πρός ἕνα ἄψυχο κείμενο πού λέγεται ὅρκος. Δέν εἶναι δηλαδή μιά ἠθική διάταξη («μήν ὁρκιστεῖτε»). «Λέω δυό λόγια, τί ἔγινε; Θά θυμώσει ὁ Θεός μαζί μου;». Δέν εἶναι ἐκεῖ ἡ ἱστορία. Εἶναι ἠθικό αὐτό πού λέμε. Δέν θά θυμώσει ὁ Θεός μαζί σου. Ὅ,τι λέει ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτικό, γιατί μετατίθεται ἡ ἐμπιστοσύνη σου ἀπό τόν Χριστό, τόν ζῶντα Χριστό (πῶς θά τόν κρατήσεις πάνω σου) σέ ἕνα λόγο πού εἶπες, στή λεβεντιά σου ‒ ἐπικαλούμενος καί τόν Θεό. Ἐδῶ εἶναι ἡ φθορά. Εἶναι ἡ φθορά τῆς ψυχῆς, ὅπου πιά ἀποκτῶ ἐμπιστοσύνη στά λόγια καί ὄχι στήν πράξη τῆς ζωῆς. Ἔτσι νά μπεῖτε καί στήν ἔννοια τοῦ ὅρκου. Γι᾽ αὐτό τό χτυπάει ἐδῶ πέρα αὐτό καί λέει «αὐτός πού τό ἔκανε αὐτό τό πράγμα πρέπει νά μετανοεῖ· καί ὅ,τι καί νά πεῖς, καί νά ὁρκίστηκες ἀκόμη, θά τό πάρεις πίσω. Καί ἄν εἶσαι ἄρχοντας, δέν θά τό κάνεις».
Αὐτό τό τρομερό πού γίνεται. Ὑπάρχει μιά διαστροφή στά πράγματα. Βλέπετε, γίνεται ἕνα ἔγκλημα. Δολοφονεῖται κάποιος ἄνθρωπος καί οἱ συγγενεῖς του φυσικά πονοῦν μέ αὐτό τό γεγονός. Ἀλλά ἡ ἀντιμετώπιση πολλές φορές τοῦ γεγονότος πόσες βεντέτες φτιάχνει στίς καρδιές! Αὐτό τό μίσος... Νά τιμωρηθεῖ, πάσῃ θυσίᾳ! Τί ποινή θά τοῦ βάλει τό δικαστήριο, καί ἄν ἡ ποινή δέν εἶναι ἀρκετή λένε «μᾶς ἀδίκησε τό κράτος». Δηλαδή τό παιδί σου θά εἶναι καλύτερα τώρα πού ἔβγαλε μιά ἄλλη ἀπόφαση τό δικαστήριο; Τό βλέπουμε. Ἤ οἱ ἐπιθέσεις [γιά] νά λυντσάρουν... Μά φυσικά δέν θέλω νά καταξιώσω τόν ἐγκληματία, ἀλλά ταυτόχρονα τί σημαίνει «μέ ἀδίκησε τό κράτος»; Εἶναι αὐτό μιά κατάσταση μίσους καί λές «ἐγώ θά ἀναλάβω τήν ὑπόθεση, νά καθαρίσω». Καί φυσικά, ὅπου ἀκόμη ὑπάρχει καί ἐπικρατεῖ – σέ λίγα μέρη τοῦ κόσμου ὑπάρχει, σέ μερικές πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς ὑπάρχει, καί σέ ἄλλα κράτη – ἡ καταδίκη εἰς θάνατον, εἶναι μιά τραγική στιγμή. Εἶναι μιά «λεβεντιά» τοῦ κράτους πού κάνει κάθαρση καί σκοτώνει τούς δολοφόνους. Ἀλλά ἀκόμα κι ἄν δέν τούς σκοτώνει, μέσα στή συνείδησή μας τούς εγκληματίες τούς σκοτώνουμε ζητώντας ἐμεῖς διά τῆς βίας, διά τῆς τιμωρίας, τήν ἀποκατάστασή μας. Τό βλέπουμε πολλές φορές στίς εἰδήσεις. Συγγενεῖς πέφτουν στά δικαστήρια ἐπάνω, τόν βρίζουν κ.λπ. καί δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό τίς ἀποφάσεις τοῦ δικαστηρίου. Ἄφησε τό δικαστήριο νά κρίνει κατά τά ἀνθρώπινα. Ἄς δώσει μιά οἰκονομία μετανοίας, ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ἱστορία; Εἴμαστε ἐδῶ διεστραμμένοι καί βασιζόμαστε στό ἐγώ μας.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
[1]. Ματθ. Ε´, 15.



Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

αγίου Αμφιλοχίουεπισκόπου Ικονίου





Σήμερα, 23 Νοεμβρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του αγίου Αμφιλοχίου επισκόπου Ικονίου. Πρόκειται για έναν από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, συμπατριώτη και σύγχρονο των αγίων Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου.
Γεννήθηκε στην Καισάρεια. Οι γονείς του ονομάζονταν Αμφιλόχιος και Λιβύη. Ήταν αδελφός της Θεοδοσίας, μητέρας της περίφημης διακόνισσας αγίας Ολυμπιάδας, και εξάδελφος του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.
Υπήρξε κι αυτός, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μαθητής του Λιβανίου, και διακρίθηκε πρώτα ως ρήτορας και δικηγόρος στην Κωνσταντινούπολη. Τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν όλοι για την αρετή του και για τη μεγάλη του μόρφωση. Κατείχε περισσότερο από κάθε άλλον τη γνώση των θείων Γραφών.
Αν και επιτυχημένος στο βίο του, περιφρόνησε νέος τα εγκόσμια, ντύθηκε το μοναχικό ένδυμα και αποσύρθηκε στην έρημο Οζίζαλα της Καππαδοκίας, όπου έζησε ασκητικά πολλά χρόνια με νηστεία και προσευχές.
ikonio
Διακεκριμένος για τη μεγάλη του μόρφωση και ευσέβεια, χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου. Δεν είχε κύρος μόνο στη δική του Εκκλησία, αλλά παρενέβαινε και σε Εκκλησίες κοντινές, όπου διασφάλιζε την ειρήνη και ορθοτομούσε το λόγο της αληθείας.
Ο άγιος Αμφιλόχιος έλαβε μέρος στη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 381. Εκεί τον θαύμασαν όλοι, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο διατύπωνε τα επιχειρήματά του εναντίον του Μακεδονίου. Όταν έληξε η Σύνοδος, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος θέλησε να τον κρατήσει κοντά του, αλλά ο άγιος Αμφιλόχιος δεν δέχθηκε και είπε στον αυτοκράτορα: «Ο βοσκός, βασιλιά μου, πρέπει να είναι κοντά στα πρόβατά του». Τον παρακάλεσε μόνο να του κτίσει δύο ναούς στο Ικόνιο. Πράγματι ο Θεοδόσιος έκτισε τους ναούς, τους οποίους εγκαινίασε ο Μέγας Βασίλειος.
Ο άγιος Αμφιλόχιος συνέταξε αρκετούς λόγους για την Ορθοδοξία μας, έζησε μια αγία ζωή και πέθανε ειρηνικά το 394 μ.Χ.
Η λαμπρή ηθική φυσιογνωμία του αποκαλύπτεται, μεταξύ άλλων, και σε μία επιστολή του Βασιλείου του Μεγάλου, που του γράφει: «Θαύμασα και τη φιλομάθειά σου και την ταπεινοφροσύνη σου, ότι καταδέχεσαι και να μάθεις εσύ ο δάσκαλος και να μαθαίνεις από μένα, που δεν έχω τίποτα να σε διδάξω για να μάθεις».

Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ,



Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, η μνήμη του οποίου τιμάται σήμερα 2 Δεκεμβρίου, ευσεβής και φωτισμένος μοναχός, έζησε μια αυστηρή ασκητική ζωή και προσέλκυσε γύρω του πλήθος χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στη θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών.
Για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια εγκατέλειψε, με την ευλογία του ηγουμένου, τη Μονή του Σαρώφ και αποσύρθηκε μέσα στο πυκνό δάσος. Έζησε εκεί σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύχτες μιμήθηκε τους παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας και ανεβασμένος σε μία πέτρα προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».
Αποτέλεσμα εικόνας για σεραφειμ σαρωφ προφητειες
Φωτισμένος άνωθεν, λίγο καιρό πριν κοιμηθεί εν ειρήνη, ο άγιος ένιωσε ότι θα του φανερωνόταν η Παναγία τη νύχτα της γιορτής της του Ευαγγελισμού. Εκείνη τη νύχτα άρχισε να προσεύχεται μαζί με μια ευσεβέστατη μοναχή ονόματι Ευπραξία. Ας παρακολουθήσουμε το θαυμαστό γεγονός, όπως το περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου (Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996):
Άξαφνα, εκεί που προσευχότανε, άκουσε η Ευπραξία μια βουή και ψαλμωδίες που ερχόντανε από ψηλά. Ύστερα είδε ένα θαμπωτικό φως κ᾿ ένοιωσε στον αγέρα μία γλυκειά ευωδία. Ανατρίχιασε σαν είδε τον Άγιο ν᾿ απλώνη τα χέρια του και να φωνάζη «Θεομήτωρ Πανάχραντε!». Η μοναχή είδε δυό Αγγέλους που προπορευόντανε από την Παναγία, κι᾿ από πίσω της ακολουθούσανε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο απόστολος Ιωάννης και δώδεκα παρθενομάρτυρες. Το κελλί άστραφτε από ένα φως ουράνιο, κι᾿ οι τοίχοι είχανε χαθή. Το φως έγινε τόσο δυνατό που ξεπερνούσε τη λάμψη του ήλιου. Η Ευπραξία τυφλώθηκε από τη φωτοχυσία, κ᾿ έπεσε χάμω σαν κεραυνόπληκτη. Της φάνηκε σαν νάκουγε από μακριά την Παναγία να μιλά με τον Άγιο, χωρίς να καταλαβαίνη τι λέγανε. Μοναχά ξεχώρισε τα τελευταία λόγια που είπε η Παναγία στον άγιο Σεραφείμ: «Σύντομα, τέκνον μου, θα είσαι μαζί μας». Ύστερα η Θεοτόκος σήκωσε απάνω την Ευπραξία και της έδειξε τις άγιες μάρτυρες που ήτανε μαζί της και που μαρτυρήσανε για την αγάπη του Υιού της, λέγοντάς της: «Μαρτύριο δεν είναι μοναχά η θυσία του σώματος, αλλά κι᾿ ο πόνος που υποφέρει η ψυχή για την αγάπη του Κυρίου». Τέσσαρες ώρες βάσταξε αυτή η όραση. Ο Άγιος είπε στην Ευπραξία πως ήτανε η δωδέκατη φορά που είδε την Παναγία.
Εκείνον τον καιρό ο άγιος Σεραφείμ ήτανε εβδομήντα τριών χρονών. Συχνά έλεγε μοναχός του: «Το σώμα μου είναι πιά νεκρό, μα η ψυχή μου είναι σαν να γεννήθηκα τώρα». Προαισθανότανε το τέλος της ζωής του σε τούτον τον κόσμο. Προσκάλεσε τον πνευματικό του μοναστηριού του Ντιβεέβο πάτερ Βασίλειο, και του παράδωσε τα επιμάνικά του και την κυβέρνηση του μοναστηριού…