Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Της Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος Χριστού (Ευαγγέλιο: Ματθ . 17, 1-9-Απόστολος: Β ' Πέτρ . 1, 10-19) Γεωργίου Π. Πατρώνου


Η σημερινή εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες του εορτολογικού κύκλου των Δεσποτικών εορτών, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Παράδοση, γιατί έχει μιαν άμεση αναφορά στην τελείωση και θέωση του ανθρώπου, που είναι και η εσχατολογική προοπτική της θείας Οικονομίας. Όλα τα γεγονότα της ζωής και δράσης του Ι ησού Χριστού αναφέρονται στη λύτρωση και τη σωτηρία του κόσμου. Η μεταμόρφωση, όμως, πέρα από τη χριστολογική σημασία που φανέρωσε σε όλους την επί της γης δόξα του Κυρίου, έχει και μια βαθύτατη ανθρωπολογική σπουδαιότητα αφού δείχνει προς τον σκοπό της πνευματικής πορείας, που είναι η θέωση και η δοξοποίηση του καθενός ανθρώπου.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι άκρως ενδιαφέρουσα για δύο σημαντικούς λόγους: και για τον ιστορικό ρεαλισμό της περιγραφής του γεγονότος της μεταμόρφωσης, αλλά και για το βαθύτατο θεολογικό νόημα που εμπεριέχει και που αναφέρεται στον άνθρωπο και στην προοπτική της ιστορικής του πορείας. Η εορτολογική παράδοση, μάλιστα, εμμένει όχι μόνο στην ιδιάζουσα θεολογική ερμηνεία που προβάλλεται, αλλά και στη συμβολικότητα του γεγονότος με την αναφορά και τη συσχέτιση του γεγονότος της μεταμόρφωσης με το όρος Θαβώρ. Έτσι το
Θαβώριο όρος παίρνει τη θέση συμβόλου λειτουργικού και επισημαίνει το σημείο αναφοράς στην αγιαστική και θεοποιητική πορεία όλων μας.
Η μεταμόρφωση του Κυρίου και η προοπτική της μεταμόρφωσης του καθενός ανθρώπου βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Έχουμε συνάντηση του θείου και του ανθρώπινου, του κτιστού και του ακτίστου . Η μεταμόρφωση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την ενανθρώπηση. Ο Θεός γίνεται «ως εις εξ ημών» και η μεταμόρφωση φανερώνει αυτό που πρέπει να γίνουμε εμείς. Στην θαβώριο μεταμόρφωση μετέχει ο Θεός και ο άνθρωπος. Μετέχει όλη η φύση και η κτίση. Μεταμορφώνεται το πνεύμα αλλά και το σώμα. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του όλου ανθρώπου και της καθόλου δημιουργίας. Έχει, επομένως, η μεταμόρφωση καθολική σημασία. Γι' αυτό και δεν πρέπει να κατανοείται η μεταμόρφωση ως περιπτωσιακό γεγονός και ως αναφερόμενο στα πνευματικά και στα επιμέρους μόνο θέματα του ανθρώπου και της ζωής του. Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κατανοείται ως γεγονός που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Υπ' αυτή την έννοια, το σημερινό κήρυγμα, αν και θα αναφερθεί σε τέσσερα μόνο βασικά σημεία, σκοπός μας είναι να επιχειρήσουμε μια σφαιρική προσέγγιση του γεγονότος της μεταμόρφωσης στην ολότητα του και στην καθολικότητα του, φωτίζοντας θεολογικά αυτό καθαυτό το γεγονός αλλά και τη σημασία του για τη δική μας πνευματική πορεία.
1. Η Μεταμόρφωση ως ιστορικό γεγονός
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ιστορικότητα του γεγονότος της μεταμόρφωσης του Χριστού. Ο Κύριος παραλαμβάνει τρεις από τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και μεταμορφώνεται «έμπροσθεν αυτών». Η μαρτυρία των τριών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Δεν πρόκειται, επομένως, για θεολογικό μύθο. Βέβαια πρόκειται για μια πνευματική εμπειρία των τριών μαθητών του Ιησού, όμως η εμπειρία αυτή εδράζεται σε ιστορικό γεγονός και συνδέεται με εξωτερικά εύληπτα φαινόμενα. Βλέπουν τον Κύριο στην κορυφή του όρους να λάμπει το πρόσωπο του «ως ο ήλιος» και τα ενδύματα του να γίνονται «λευκά ως το φως». Παρατηρούν δίπλα στον μεταμορφούμενο Διδάσκαλο να παρίστανται ως «μάρτυρες» του γεγονότος δύο σημαντικά πρόσωπα της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής και της εσχατολογικής παράδοσης του Ισραηλιτικού λαού, τον Μωυσή και τον Ηλία. Όλα αυτά φανερώνουν ένα είδος θεοφάνειας μέσα στον μεσσιανολογικό χαρακτήρα του γεγονότος.
Παράλληλα ο λαός είναι συγκεντρωμένος, κατά τη διήγηση της περικοπής, κάτω στους πρόποδες του Όρους, μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές και περιμένουν τον Κύριο να κατέβει από το Θαβώρ, να τους κηρύξει τη νέα πίστη και να θεραπεύσει τους βασανισμένους ασθενείς τους. Όλη η ευαγγελική περικοπή έχει μια θαυμαστή ρεαλιστική προσέγγιση του γεγονότος. Δεν αφήνει περιθώρια για καμιά αμφισβήτηση, ότι εδώ πρόκειται για μια απλή αλλά γεμάτη σαφήνεια περιγραφή ενός πραγματικού ιστορικού συμβάντος. Αυτό το συμβάν πραγματοποιείται «έμπροσθεν» όχι μόνο των μαθητών αλλά και του λαού και επομένως δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Αντίθετα ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός υπόκειται σε ιστορική διερεύνηση και θεολογική ερμηνεία, ώστε να εξαχθούν τα κατάλληλα συμπεράσματα προς ενίσχυση της πίστεως και της οικοδομής των πιστών.
Τα ευαγγελικά ιστορικά γεγονότα δεν πρέπει να απομονώνονται και να τα επενδύουμε με το ένδυμα του θεολογικού μύθου. Είναι μέρος της γενικότερης ιστορίας της ανθρωπότητας, η δε αποκάλυψη τους έχει άμεση σχέση με την παγκόσμια ιστορία και ιδιαίτερα με την ιστορία του σχεδίου της θείας Οικονομίας. Το γεγονός της μεταμορφώσεως, μάλιστα, έχει άμεση σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι και με την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας προς την τελείωση και τη θέωση .
2. Η θεολογική ερμηνεία του γεγονότος
Στο γεγονός της μεταμόρφωσης έχουμε τα έξης ενδιαφέροντα στοιχεία για μια ουσιαστική θεολογική προσέγγιση. Καταρχήν έχουμε την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία, δύο προσώπων της ιερής ιστορίας του Ισραήλ που συνδέονται άμεσα με την έλευση και την εμφάνιση του Μεσσία. Ο χαρακτήρας του γεγονότος, επομένως, είναι σαφώς μεσσιανολογικός και άρα η όλη ευαγγελική διήγηση είναι καθαρά χριστοκεντρική . Με άλλα λόγια έρχεται να φωτίσει το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού και να δώσει σαφή απάντηση στο ιστορικό ερώτημα «τις γαρ ούτος έστιν ;».
Ο Ιησούς δεν είναι μόνο ιστορικό πρόσωπο, που γεννάται σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας και εν ημέραις Ηρώδου τον Μεγάλου», που γενεαλογείται ως μέλος κάποιας συγκεκριμένης οικογένειας της φυλής και του γένους Δαβίδ, αλλά είναι και ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Χριστός του Κυρίου που θα έρθει για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Αυτή δε η έλευση του θα επιβεβαιωθεί, κατά την παράδοση, από την παρουσία των αποκαλυπτικών προσώπων του Μωϋσή και του Ηλία.
Η παρουσία δε αυτή του Μωϋσή και του Ηλία έχει μια βαθιά παράδοση στην εσχατολογία και τη μεσσιανολογία του Ισραήλ. Όπως και η εμφάνιση, κατά μια άλλη παράλληλη παράδοση, του Μωϋσή και του Ενώχ. Τα πρόσωπα αυτά αποτελούν την εγγύηση και την επιβεβαίωση μιας αληθινής μεσσιανικής παρουσίας αλλά και θεοφάνειας . Και δεν επιβεβαιώνουν μόνο την παρουσία του Μεσσία -Χριστού στο ιστορικό παρόν, αλλά τα ίδια τα πρόσωπα αυτά υπάρχει παράδοση ότι θα συνοδεύσουν τον Χριστό και κατά τη δευτέρα και ένδοξη εσχατολογική παρουσία. Γι' αυτό ακριβώς και το γεγονός της μεταμόρφωσης αποτελεί πρόγευση και προμήνυμα και της ένδοξης δευτέρας παρουσίας. Έτσι στο γεγονός αυτό έχουμε την ιστορία της μεταμόρφωσης, αλλά και την προοπτική της εσχατολογικής εξέλιξης και πλήρωσης.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της μεταμόρφωσης είναι η εμφάνιση και η παρουσία του ακτίστου φωτός. Το φως της μεταμόρφωσης περιβάλλει κατά κύριο λόγο τον Ιησού Χριστό και κατ' επέκταση τους μαθητές, τον κόσμο όλο και όλη την κτίση. Διερωτάται βέβαια κανείς τι είδους φως είναι αυτό και ποια η σημασία του. Μήπως πρόκειται για μια απλή ανταύγεια ακτίνων του ηλίου που φωτίζουν τα πράγματα και λαμπρύνουν τα αντικείμενα, ή πρόκειται για κάποιο άλλο «φως», άλλης φύσεως και άλλης ποιότητας; Το ερώτημα αυτό που τίθεται από πολλούς απαιτεί όχι μόνο ιστορική προσέγγιση αλλά και θεολογική διερεύνηση.
Η πατερική ερμηνευτική θεολογία κάνει ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Ειδικότερα ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του «Εξαήμερος», σχολιάζοντας τα γεγονότα της αρχικής δημιουργίας, ομιλεί σε κάποιο σημείο για ένα πρωταρχικό «φως» της πρώτης ημέρας. Αυτό το «φως» το αποκαλεί «φως καθαρότατον », «ειλικρινές» και « άϋλον ».
Το διακρίνει δε με κάθε σαφήνεια από το γνωστό μας φως του ηλίου και της σελήνης και αφήνει να νοηθεί ότι μάλλον πρόκειται για κάποιο «άκτιστο» φως που να δηλώνει την παρουσία του δημιουργού Θεού. Πολύ αργότερα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα μιλήσει και αυτός πάλι με μεγάλη σαφήνεια για την ύπαρξη ενός « ακτίστου φωτός» και θα το διακρίνει από κάθε κτιστό και υλικής φύσεως φως. Το κτιστό ανήκει στη δημιουργία και στον κόσμο μας, το άκτιστο ανήκει στο θεό και στην παρουσία του. Το ένα είναι υλικό και θαμπό, το άλλο είναι « άϋλο » και «καθαρότατο». Επομένως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου συναντάται με την ερμηνεία του Μεγάλου Βασιλείου και μπορεί να θεωρηθεί ως προηγούμενο για μας για την κατανόηση του φωτός της μεταμόρφωσης και του φωτός του κενού τάφου και της ανάστασης. Αυτό το ίδιο φως πληροί την πνευματική μας πορεία και μεταμορφώνει τις υπάρξεις μας. Υπ' αυτή την έννοια το φως της μεταμόρφωσης του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος επιδέχεται βαθιά θεολογική προσέγγιση και δεν μας επιτρέπει μονοσήμαντες και αφελείς ερμηνείες.
3. Η πνευματική προοπτική της Μεταμόρφωσης
Η μεταμόρφωση, πέρα από ιστορικό γεγονός με βαθύτατη θεολογική σημασία, προβάλλεται και ως πρόταση για εμπειρία ζωής. Η εμπειρία αυτή δεν πρέπει να συσχετίζεται μόνο με το πρόσωπο του μεταμορφωθέντος Χριστού, αλλά να αναφέρεται και στην προσωπική ζωή όλων μας. Η θεία εμπειρία αποτελεί τον τύπο και το σταθερό σημείο αναφοράς για μας. Ακριβώς, όπως η εμπειρία αυτή, καθαρά πνευματικής φύσεως, χαρακτήρισε αρχικά τους μαθητές του Κυρίου και στη συνέχεια όλο το λαό που παρίσταται στο θαύμα, ως συνέχεια και επακόλουθο του γεγονότος της μεταμόρφωσης.
Ο Χριστός με τη μεταμόρφωση έδειξε στον κόσμο το αληθινό του πρόσωπο και το μυστήριο της παρουσίας του. Δεν είναι μόνο άνθρωπος, είναι και Θεός. Προσέλαβε την κτισ τή ανθρώπινη φύση. Όμως στη μεταμόρφωση φάνηκε και η άκτιστη θεία λαμπρότητα και δόξα του. Στον κόσμο μας παρουσιάσθηκε ως ανθρώπινη και θεία παρουσία. Η προαιώνια θεία φύση του εισέρχεται στον κόσμο και ενανθρωπίζεται . Το άκτιστο συναντά και προσλαμβάνει τον κτιστό άνθρωπο και τον θεώνει . Αυτό είναι ένα αρχικό αλλά βαθύτατα ουσιαστικό στοιχείο του γεγονότος της μεταμόρφωσης.
Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος έχουμε και τη συγκλονιστική εμπειρία των μαθητών του Κυρίου. Και η εμπειρία αυτή δεν ήταν τυχαία. Η συγκλονιστική εντύπωση τους και η ελκτικότητα του γεγονότος ήταν τόσο ισχυρή που εκφράζουν αμέσως την επιθυμία τους η εμπειρία αυτή να είναι διαρκείας και να τους συνοδεύσει σε όλη τους τη ζωή. Αυτό ακριβώς εκφράζει η πρόταση τους να φτιάξουν σκηνές και να παραμείνουν στο Θαβώρ, βιώνοντας αδιάκοπα την εμπειρία της μεταμόρφωσης. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς το περιεχόμενο αυτής της εμπειρίας τους. Ο Ευαγγελιστής δεν μας περιγράφει δυστυχώς τι εσήμαινε για τους μαθητές η κορυφαία εκείνη στιγμή της μεταμόρφωσης του Κυρίου. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι η αρχική συγκλονιστική τους εντύπωση και ότι οι ίδιοι άρχισαν να γεύονται τους εσχατολογικούς καρπούς της μεταμόρφωσης στην προσωπική τους ζωή.
Η μεταμόρφωση, επομένως, στην πνευματική διάσταση δεν πρέπει να ερμηνεύεται και να κατανοείται ως ατομικό γεγονός, που άφορα μόνο στο πρόσωπο του Ιησού . Και ούτε ακόμη περιοριστικά και επιλεκτικά, ωσάν να αναφέρεται μόνο σε τρεις εκλεκτούς μαθητές και σε δύο
αποκαλυπτικές μορφές του παρελθόντος. Είναι ένα γεγονός καθολικής σημασίας. Αρχικά ξεκινάει από τον Κύριο, συνεπαίρνει στη συνέχεια τους τρεις μαθητές, προεκτείνεται προς τους Δώδεκα και δι' αυτών φτάνει σε όλο τον κόσμο και σε όλη την κτίση. Έτσι, κατά συνέπεια, δικαιούμαστε να ομιλούμε για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου, της φύσης και της κτίσης, για τη μεταμόρφωση όλης της δημιουργίας, είτε υλικής είτε πνευματικής.
4. Σχέση της Μεταμόρφωσης με το θαύμα
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σχετίζει το γεγονός της μεταμόρφωσης με το θαύμα της θεραπείας ενός υιού που «σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Ενώ οι τρεις μαθητές επιμένουν για μια μόνιμη κατοίκηση στο Θαβώρ και ουσιαστικά για «ιδιοποίηση» του γεγονότος της μεταμόρφωσης, ο μεταμορφωθείς Κύριος τους λέει ότι πρέπει να κατέβουν κάτω στην κοιλάδα, όπου οι υπόλοιποι μαθητές και ο λαός. Εκεί κάτω όλοι αναμένουν όχι μόνο ν' ακούσουν το κήρυγμα από τον Διδάσκαλο, αλλά και να γευθούν τους θαβώριους καρπούς της μεταμόρφωσης.
Γνωρίζουμε από τη σχετική ευαγγελική διήγηση, ότι κατά τη διάρκεια του γεγονότος της μεταμόρφωσης ένας πατέρας έχει μεταφέρει τον άρρωστο γιο του και οι μαθητές προσπαθούν να τον θεραπεύσουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όλοι και όλα βρίσκονται σε αδιέξοδο. Η πίστη παραμένει ανενεργός, η δύναμη των μαθητών δεν είναι αποτελεσματική και το θαύμα δεν τελεσιουργείται . Και αυτό οφείλεται στο γεγονός της «απουσίας» του Κυρίου, αφού «άνευ αυτού ου δύνασθε ποιήσαι ουδέν». Η μεταμόρφωση δεν είναι μια μαγική λέξη, αλλά ενεργός δύναμη πίστεως που τελεσιουργεί το θαύμα.
Επίλογος
Ένας μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης έχει ζωγραφίσει τον πίνακα της μεταμόρφωσης σε δύο εντυπωσιακά πλάνα. Στο επάνω μέρος με χρώματα ζωηρά και φωτεινά παρουσιάζεται ο κόσμος της μεταμόρφωσης. Στο κάτω πλάνο βρίσκεται η κοιλάδα του κλαυθμώνος , η οδυνηρή και αδιέξοδη ζωή των ανθρώπων. Ένας κόσμος χωρίς φως και ελπίδα. Ο επάνω κόσμος φωτεινός, ο κάτω σκοτεινός. Ο κόσμος του Ιησού και της μεταμόρφωσης από το ένα μέρος και από το άλλο ο κόσμος ο δικός μας, της παραμόρφωσης και της ασθένειας. Οι δύο αυτοί κόσμοι, κατά την ευαγγελική περικοπή, πρέπει να γίνουν ένας. Και κρίκος σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων είναι ο ενανθρωπήσας και μεταμορφωθείς Κύριος. Αυτός ενοποιεί τον Θεό και τον άνθρωπο, τον ουρανό και τη γη. Το θαύμα τελεσιουργείται μόνο κάτω από το φως της μεταμόρφωσης.
Σ' αυτή την προσέγγιση για την κατανόηση της μεταμόρφωσης ως λειτουργίας ζωής και για την πραγματοποίηση του θαύματος στην προσωπική μας πορεία, έχουμε τα εξής πνευματικής φύσεως στοιχεία. Μεταμόρφωση σημαίνει μετάνοια και αλλαγή πορείας. Σημαίνει ανάβαση στο Θαβώρ και κοινωνία μετά του Ιησού. Η μεταμόρφωση συνδέεται άμεσα και ουσιαστικά με την παρουσία του Κυρίου. Το ίδιο συμβαίνει και με το θαύμα, που έρχεται ως επακόλουθο της μεταμόρφωσης. Το θαύμα δεν τελεσιουργείται απόντος του Χριστού. Για να πραγματοποιηθεί το θαύμα ανάγκη είναι το γεγονός της μεταμόρφωσης να μεταφερθεί από το θαβώριο ύφος στην ιστορική πραγματικότητα της ζωής των ανθρώπων. Κατανοείται, έτσι, γιατί ο Κύριος καλεί τους μαθητές να κατέβουν και να πορευθούν προς το λαό, ενώ οι μαθητές επιμένουν να κατασκηνώσουν εκεί ψηλά σε μια εξωιστορική πραγματικότητα. Μόνο όταν εισέλθει στην ιστορία και κοινωνήσει με τους ανθρώπους ο μεταμορφωθείς Χριστός τότε συντελείται το θαύμα.
Το θαύμα επιφέρει την ίαση και τη θεραπεία, στην ουσία όμως είναι γεγονός μεταλλαγής και μεταμόρφωσης. Το θαύμα είναι η αποκατάσταση στο «κατά φύσιν ». Η υγεία και η αρετή είναι το κατά φύσιν του ανθρώπου. Η ασθένεια και η αμαρτία είναι το «παρά φύσιν ». Η φθορά και ο θάνατος είναι έξω από τη φύση της δημιουργίας. Το θαύμα ουσιαστικά συνιστά τη φύση της ζωής. Ζωή κατά κυριολεξία είναι υγεία, μα πάνω από όλα είναι κάλλος και ωραιότητα. Αυτό ακριβώς πραγματοποιείται και με τη μεταμόρφωση. Η μεταμόρφωση είναι λάθος να κατανοείται μόνο ως γεγονός υπερφυσικό και κατ' επέκταση ως ανέφικτο για την παρούσα ιστορική μας ζωή. Η μεταμόρφωση είναι κατ' ουσίαν λειτουργία ζωής και πραγματώνεται διαρκώς στο παρόν και στη ζωή, όπως ακριβώς φανερώθηκε με τη μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ.

Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος Ομιλία του αειμνήστου Αγιορείτου Ηγουμένου π.Γεωργίου Καψάνη


Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος
Ομιλία του αειμνήστου Αγιορείτου Ηγουμένου π.Γεωργίου Καψάνη
Όπως όλα τα γεγονότα που μας διηγούνται οι άγιοι Ευαγγελισταί έγιναν διά την σωτηρίαν ημών, έτσι και η Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου έγινε δι' ημάς και διά την σωτηρίαν ημών. Δεν υπάρχει κάτι στη ζωή του Κυρίου μας, που να μην έχει σωτηριολογική σημασία, που να μην αφορά την σωτηρία μας.
Γι' αυτό άλλωστε ενηνθρώπισε έγινε άνθρωπος διά την σωτηρία μας.
Καί η Μεταμόρφωση του Κυρίου μας μας υποδεικνύει όχι μόνον την θεότητα του Κυρίου και την δόξαν την οποίαν είχε πλησίον του Ουρανίου Πατρός Του, προ της δημιουργίας του κόσμου, προαιωνίως -και την οποίαν επ' ολίγον εφανέρωσε εις τους Μαθητάς του, δεν εφανέρωσε την πλήρη δόξα Του, αλλά κάτι απ' τη δόξα Του, καθώς ηδύναντο, όπως λέει η υμνολογία της Εκκλησίας-, αλλά κι έτσι μας υπέδειξε ποιός είναι και ο σκοπός της δικής μας ζωής.
Είναι να μετέχουμε του Θείου Φωτός, της Δόξης του Θεού, της Βασιλείας του Θεού. Διότι κατά τους Αγίους Πατέρες η Βασιλεία του Θεού είναι η Δόξα Του, είναι το Άκτιστο Φως. Είναι η θέα του Προσώπου του Κυρίου. Απ' τη μια λοιπόν μεριά ο Κύριος μεταμορφώνεται για να βεβαιωθούν και οι Μαθηταί Του, που θα εσκανδαλίζοντο μετά από λίγο με τον Σταυρικό Του θάνατο, ότι όντως είναι Υιός του Θεού και Θεός αληθινός. Αλλά και μεταμορφώνεται για να πεί και σε μας πως ο,τι συνέβη σε μένα πρέπει να γίνει και σε σας. Είμεθα κεκλημένοι όλοι να μεταμορφωθούμε. Βέβαια, ο Κύριος μετεμορφώθη δι' ιδίας Αυτού δυνάμεως. Εμείς θα πρέπει να μεταμορφωθούμε «από δόξης εις δόξαν», που λέει ο Απόστολος Παύλος. Όχι διά της δικής μας δυνάμεως, αλλά διά της Χάριτος και του Φωτός του Μεταμορφωθέντος Κυρίου.
Γιά το Φως αυτό μιλούσε και η Παλαιά Διαθήκη και κάποιοι όπως ο Μωϋσής, όπως ακούσαμε, έλαβαν δόξαν Θεού. Αλλά κανείς δεν τόλμησε να πεί στην Παλαιά Διάθηκη, όσο κι αν έλαβε κάποια Χάριν και Δόξαν από τον Θεόν, ότι «εγώ ειμι το Φως του Κόσμου». Μόνο ο Κύριος Ιησούς ετόλμησε να το πεί γιατί Αυτός είναι και η ζωή, είναι το παν. Καί τώρα πως εμείς, οι εμπαθείς, οι αμαρτωλοί, θα μετάσχουμε του Θείου Φωτός; Πως θα γίνουμε κι εμείς φως; Πως θα υποχωρήσουν τα πάθη μας που είναι σκότος; Καί οι αμαρτίες που είναι σκότος; Καί πως σιγά - σιγά το σκότος που είναι εν ημίν θα λιγοστεύει και θα αυξάνει το φως του Χριστού; Αυτός είναι ο αγώνας μας και γι' αυτό βλέπουμε τον Κύριο Μεταμορφωθέντα και βλέπουμε που πρέπει να φθάσουμε κι εμείς. Διότι κάθε Χριστιανός πρέπει να γίνει μιμητής του Χριστού και ο,τι συνέβη στον Χριστό να γίνει και στην δική μας ζωή, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, ότι πρέπει να οδεύσωμεν διά των βαθμίδων της πνευματικής τελειώσεως, της πνευματικής ηλικίας του Χριστού κι ο,τι συνέβη στον Χριστό να γίνη και σε μας.

Άρα, λοιπόν, και σε μας πρέπει να γίνη Μεταμόρφωσις διά του φωτός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας. Κι εδώ είναι ο αγώνας μας. Πως με την μετάνοιά μας, με την προσευχή μας, με την ταπείνωσί μας, με την υπακοή μας, με την συμμετοχή στο φωτιστικό Σώμα και Αίμα του Κυρίου -διότι και η Θεία Κοινωνία είναι Φως- ως μετέχοντες αυτών όλων των αγίων χαρισμάτων του Τριαδικού μας Θεού, θα μπορέσουμε κι εμείς λίγο - λίγο να λιγοστεύουμε μέσα μας το σκότος και να αυξάνη το Φως του Χριστού;
Μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι βλέποντας τον Μεταμορφωθέντα Κύριον βλέπουν και τον εαυτόν τους. Διά μεν τον εαυτόν μας λυπούμεθα, διότι δεν βλέπουμε το Φως αυτό να λάμπη στην ύπαρξή μας. Διά δε τον Μεταμορφωθέντα Κύριον χαιρόμεθα και τον ευχαριστούμε και τον δοξάζουμε. Τον παρακαλούμε όμως σήμερα ταπεινά να μας βοηθήση να ποθήσωμε το άκτιστον Φως, το Φως του Προσώπου Του. Να ποθήσωμε να αντικαταστήσωμε τον έσω άνθρωπο, να τον κάνουμε φωτεινό, όπως φωτεινός είναι ο   ο Χριστός, που είναι όλος Φως και όλος Ζωή και όλος Ανάστασις και όλος Αλήθεια.
Κι έτσι, αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα, εφαρμόζουμε το Άγιον Θέλημα του Κυρίου, γιατί το Θέλημα του Κυρίου, όπως πολλές φορές το έχουμε πεί, είναι να γίνουμε θεοί κατά Χάριν. Καί πως θα γίνει κανείς θεός κατά Χάριν αν είναι μέσα στο σκότος και αν το Φως του Χριστού δεν έχει πλημμυρίσει την ύπαρξί του;
Ψάλλουμε δε και στην Δοξολογία «εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως». Πράγματι μπορούμε να δούμε φως μόνο εν τω φωτί του Προσώπου του Χριστού. Έχομεν Χριστόν λάμποντα. Έχομεν Θεοτόκον φωτεινοτάτην. Έχομεν Αγίους φωτεινούς και εμείς καλούμεθα να γίνουμε φως.

Ο Θεός να μας βοηθήση και οι ευχές όλων των Αγίων, οι οποίοι επέτυχαν τον φωτισμόν, την έλλαμψι, την θέωσι, είδαν το φως της Μεταμορφώσεως και εθεάθησαν πολλοί από αυτούς μέσα στο φως της Μεταμορφώσεως. Διότι, οι Άγιοι όχι μόνο είδαν το φως της Μεταμορφώσεως, αλλά και τους είδαν μέσα σ' αυτό το φως όσοι ήσαν άξιοι να τους ίδουν. Θυμάστε από τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ότι όταν ήταν η ώρα να παραδώση την αγία του ψυχή, δύο ιερείς που ήταν εκεί, ένας ιερομόναχος και ένας έγγαμος, άξιοι ιερείς, είδαν το πρόσωπό του να λάμπη όλο μες στο φως της Μεταμορφώσεως.
Μπορούσε ο Άγιος Παλαμάς, που ήρθε στο Άγιο Όρος είκοσι ετών και λαχταρούσε να απαλλαγή από το σκότος φωνάζοντας συνεχώς «φώτισόν μου το σκότος», μπορούσε να μην εισακουσθή η προσευχή του και να μην λάμψη μέσα του το φως του Χριστού; Αυτό το φως λοιπόν ας ζηλέψουμε κι εμείς κατά κάποιον τρόπο. Με έναν άγιον ζήλον κι ας παρακαλέσουμε τον Κύριον να μας αξιώση να αγωνιστούμε γι' αυτό το φως, το αιώνιο φως, το άκτιστο φως, το φως που είναι η Βασιλεία του Θεού και για το οποίο είμεθα κεκλημένοι. Καί εάν από αυτή τη ζωή κάτι κι εμείς δούμε από αυτό το φως έχωμε ελπίδα ότι θα μας αξιώση ο Κύριος να ζήσωμε και εν τω φωτί της ουρανίου Βασιλείας, την οποίαν εύχομαι εις πάντας υμάς. Αμήν.-

Εφραίμ του Σύρου :Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού



 
Εφραίμ του Σύρου
Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και  Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού
 
ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ*
            Ἀπό τούς ἀγρούς τέρψεις συγκομιδῆς καί ἀπό τά ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καί ἀπό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. Ὁ ἀγρός μία φορά ἔχει τήν συγκομιδή καί τό ἀμπέλι μιά φορά ἔχει τόν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχή ζωοποιό. Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καί τό ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἄν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δέν ἐκλείπουν. Καθημερινά τρυγᾶται καί τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δέν δαπανῶνται. Ἄς πλησιάσουμε λοιπόν τόν ἀγρό τοῦτο κι ἄς ἀπολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεῖθρα καί ἄς θερίσουμε ἀπ᾽ αὐτόν στάχυα ζωῆς, τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στήν δόξα Του».
Καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη καί τούς ἀνέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιά τούς ὁποίους εἶπε ὅτι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τούς ὁποίους πῆρε κοντά Του καί ἀνέβηκαν στό βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νά ἔλθει κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα στήν δόξα τῆς θεότητάς Του καί μέ τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τούς ἀνέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εἶναι καί ποίου υἱός. Διότι, ὅταν τούς ρωτοῦσε «ποῖος λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).
Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀνεβάζει στό βουνό καί τούς ἀποκαλύπτει, ὅτι δέν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεός καί Πλάστης τοῦ Ἠλία. Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἁγίασε τόν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς  προφῆτες, ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καί τούς ἔστειλε. Ἀλλά καί τοῦτο ὑποδηλώνει σ᾽ αὐτούς, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ὁ κύριος ζωντανῶν καί νεκρῶν. Διότι διέταξε τόν οὐρανό, καί εὐθύς ἀμέσως κατέβασε τόν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στήν γῆ καί τόν Μωϋσῆ παρέστησε. Καί σ᾽ αὐτούς πάλι τούς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τόν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί ὅτι εἶναι Αὐτός πού ἐγείρει τούς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τόν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δέ ἀνάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Τί κι ἄν ἔλεγε σ᾽ αὐτούς ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ»; Δέν θά πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν Ἰωσήφ, πού Τόν ἀνέθρεψε, καί πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινό ὄνομα. Παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἦσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καί ὅπως αὐτοί πείνασε καί ἔλαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα ἔσβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρῆκε παρηγοριά τήν ἀνάπαυση, καί στήν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καί τόν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοί ἱδρῶτα. Ἔχοντας,  λοιπόν, ὅλα τά δικά μας παρεκτός τήν ἁμαρτία, πῶς θά γινόταν πιστευτός, ἐάν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτά δέν ἦσαν ἁρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι᾽ αὐτό λοιπόν στό βουνό τούς ἀνεβάζει, ὥστε νά μιλήσει ὁ Πατήρ καί νά τούς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικά Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καί τήν βασιλεία Του πρίν ἀπό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν ἀπό τήν ὕβρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν ἀπό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν ἀπό τήν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καί σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νά γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δέν σταυρώνεται ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κατά τό ἀγαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει ὅλο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τήν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στήν θεϊκή δόξα τῆς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν ὅτι δέν ἔλαβε τήν δόξα ὡς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εἶχε, ἀλλ᾽ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ᾽ ἀρχῆς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του - καθώς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρίν νά ὑπάρξει ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5). Αὐτή, λοιπόν, τήν δόξα τῆς θεότητάς Του, τό ἄδηλο καί κρυμμένο μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στούς ἀποστόλους κατά τήν ἀνάβαση στό ὄρος. Διότι ἔγινε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά σάν τό φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στό βουνό τά μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτός πού φέρνει τό φῶς τῆς ἡμέρας, καί ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καί φοβερός. Ὁ ἕνας φαινόταν καί σ᾽ αὐτούς καί τόν κόσμο ὅλο φώτιζε στό στερέωμα. Καί ὁ ἄλλος σ᾽ αὐτούς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τό πρόσωπο.
Ἔγινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά ὅπως τό φῶς. Μέ αὐτά ἔδειξε, ὅτι ἀπό ὅλο τό σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καί ἀπό ὅλη τή σάρκα Του ἔλλαμψε τό φῶς Του, καί ἀπό ὅλα τά μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δέν ἔλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μέ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καί μέσα Του ἔμεινε. Ἀπό τόν Ἴδιο ἀνέτειλε τό φῶς ου καί μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σέ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καί τόν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσική στόν ἑαυτό Του λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καί τό φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καί οὔτε ὁλόκληρη τήν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τούς φανέρωσε, ἐφόσον τά μάτια τους δέν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατά τό μέτρο τῆς ὁπτικῆς τους δυνάμεως.
Καί παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτούς ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας νά συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ᾽ Αὐτόν; Ἀπ᾽ ὅσο μπορῶ νά ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τούς λόγους τῶν προφητῶν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ὁποῖο αὐτοί ζωγράφησαν, αὐτός ὁλοκλήρωσε μέ τό ἔργο Του. Διότι αὐτοί δεχόμενοι τίς ἀρχές καί ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μέ ἔργα τούς λόγους καί τίς εἰκόνες.
Χαρά κατέλαβε τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους μέ τήν ἀνάβαση αὐτή στό βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τήν ἀνθρώινη φύση Του, τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν, καί ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Πατέρα. Μέ αὐτήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τό ὁποῖο ἦταν κρυφό γι᾽ αὐτούς. Διότι δέν ἦταν δυνατόν νά μάθουν ἀπό ἄλλη πηγή γιά τήν ἐνανθρώπισή Του, παρά ἀπό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. Ἀλλά καί ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντά στόν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καί οἱ μέν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τούς ἀποστόλους καί οἱ ἀπόστολοι τούς προφῆτες. Αὐτοί πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπί πλέον σ᾽ αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔθαψε τόν Μωϋσῆ καί μέ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβίτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εἶδε τό μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρά μόνο αὐτός πού τόν ἔθαψε. Οὔτε κανείς γνώριζε καλύτερα ποῦ βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρά μόνο ἐκεῖνος πού τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό ἐπάνω σέ ἅρμα. Καί δέν θά μποροῦσε κανείς νά τούς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τόν μέν ἀπό τούς νεκρούς, τόν δέ ἀπό τήν ἀγγελική κατοικία, παρά μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καί ἐξουσιαστής τοῦ ἅδη καί τ᾽ οὐρανοῦ. Καί συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοί τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τόν Σίμωνα νά ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρός τόν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μέν ἔσχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει ἀνάμεσα στά κύματα, ὁ δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τόν παρθένο τῆς νέας· ὁ Ἠλίας τόν Ἰωάννη. Αὐτός πού ἀνέβηκε σέ φλογερό ἅρμα, αὐτόν πού ἔγειρε στό στῆθος τῆς φλόγας. Καί ἔγινε τό ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνωσε ὁ Θεός σ᾽ αὐτό τίς δύο διαθῆκες. Καί ἔτσι τόν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δοτήρας καί τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τά μυστήρια Αὐτοῦ καί ἡ ἄλλη φανέρωσε τήν δόξα τῶν ἔργων Του.
Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ». Ὦ Σίμων, τί λές; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, ποιός θά ἐκπληρώσει τούς λόγους τῶν προφητῶν καί τήν διδαχή τῶν κηρύκων ποιός θά ἐπισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τῶν ὁσίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθεῖ; Καί τό «διαμοίρασαν τά ἱμάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί τό «ἔδωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβεῖ; Καί ποιός θά βεβαιώσει τό «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ἀποδώσει; Καί ποιός θά ἀποκαταστήσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό μου γιά σένα, πῶς θά οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θά χρησιμεύσουν; Ἀλλά καί ποιόν θά λύσεις ἤ ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; Ἐάν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτά ἀναιροῦνται.
Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ. Νά στήσουμε, ἐάν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καί τώρα ἑτοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιά τόν Ἰησοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νά δείξει ὅτι δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μέ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοί ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτός τούς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τό καῦμα, καί ὁλόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ἐξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τῶν μαθητῶν φωνή ἀκούστηκε ἀπό τήν νεφέλη νά λέει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί μέ τήν φωνή τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στόν τόπο του καί ὁ Ἠλίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνή ἐκείνη Αὐτόν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καί ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθώς δέν ἐκπληρωνόταν σ᾽ αὐτούς τό νόημα τοῦ λόγου. Διότι δέν ἦταν κανείς ἀπό αὐτούς υἱός ὁμοούσιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, οὔτε γι᾽ αὐτούς ἦταν τό «αὐτόν νά ἀκοῦτε».
Μέ τό λόγο, λοιπόν, αὐτόν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπό τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, καί στόν Υἱό ὑπακούουν κατά πάντα. Μήν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτά εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί αὐτά ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στόν κέλευσμα καί αὐτό πού τούς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτός εἶναι υἱός καί ὄχι ὁμογενής· κύριος καί ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καί ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καί ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατά τήν θεία φύση καί υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ᾽ αὐτό πού ἦταν γι᾽ αὐτούς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατήρ φανέρωσε τόν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλει τό συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξαίτιας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι ἦταν βροντή  φοβερή, πού δονοῦσε καί τάραζε τήν γῆ καί αὐτοί ἀπό τόν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ᾽ αὐτούς τό ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς ἡ φωνή τοῦ Πατέρα τούς ἔριξε κάτω, ἔτσι καί ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ μέ τήν δύναμή Του τούς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ ἕνα πρόσωπο. Διότι δέν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ᾽ ὡς Θεός στήν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τό πρόσωπο ἐξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στίς ἀκτῖνες του ἄστραφτε καί ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι᾽ αὐτόν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δέν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπό τήν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιά ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτόν πού φαινόταν σέ σῶμα εὐτελές καί δόξα φοβερή. Καί ἡ ἁγία Μαρία υἱό τόν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν χωρισμένο ἀπό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σῶμα καί τήν δόξα Του. Καί ἡ δόξα Του μήνυσε τήν ἐκ τοῦ Πατρός θεία φύση. Καί τό σῶμα Του μήνυσε τήν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως Υἱός μονογενής ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τῆς Μαρίας. Ἄς παύσουν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τόν μερίζει, θά μερισθεῖ ἀπό τήν βασιλεία Του. Καί ὅποιος τόν συγχέει, θά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεόν ἡ Μαρία, ἄς μή δεῖ τήν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καί ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εἶναι τῆς σωτηρίας καί ζωῆς πού προσφέρεται διά τοῦ σώματός Του. Διότι τά ἴδια τά πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καί τό σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπό θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάνοια, ἐμεῖς θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐκθέσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τά ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους ἀκροατές μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.
Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στό προσκήνιο, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριήλ ποιόν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἦταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιά ποιόν λόγο ὕστερα ἀπό οὐράνια μύηση τόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ὑποβλήθηκε σέ περιτομή; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν οἱ μάγοι ἀπό τήν ἀνατολή πρόσφεραν δῶρα; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν ἀγκαλιά του ὁ Συμεών, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, σέ ποιόν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νά πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν πῆρε ὁ Ἰωσήφ καί κατέφυγε στήν Αἴγυπτο; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, τό «ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν υἱό μου» σέ ποιόν ἐκπληρώθηκε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιόν βάπτισε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ἔρημο καί πείνασε; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καί διακονοῦσαν, ἄν δέν ἦταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τῆς Κανᾶ καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, ἐάν δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός τέλειος, πῶς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τά πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν ὁδοιπορία καί ζητοῦσε νερό, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἐνῶ ζητοῦσε νερό ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερό καί ἔλεγχε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στήν γῆ, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό μέ πηλό νά ἀναβλέψει; Στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρός τετραήμερος, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στό πουλάρι, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιόν δοξολογοῦσαν λέγοντας τό ὠσαννά; Καί πῶς νά διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιά τήν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καί ὅσα μετά τήν προδοσία ἔγιναν στό κριτήριο τοῦ Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί ὅσα τίς ὧρες μετά τήν προδοσία ἔπαθε γιά χάρη μας. Δέν τά ὑπέμεινε αὐτά ὡς ἄνθρωπος; Τά δέ τοῦ σταυροῦ ποιά γλῶσα νά διηγηθεῖ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τά μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροί πῶς ἀνασταίνονταν;
Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στόν ληστή «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν ἄλειψαν μέ σμύρνα καί ἔθαψαν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα; Ποιόν οἱ ἀπόστολοι στό ὑπερῶο εἶδαν καί ψηλάφησαν, ἐάν δέν ἦταν σάρκα, καί πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐάν δέν ἦταν Θεός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἔφαγε στήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄγγελοι ποιόν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ποιόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τό ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, τήν ἄχραντη καί ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί λόγος, ὁ ἐρχόμενος στόν κόσμο. Τόν ἴδιον ὁμολογῶ Θεό τέλειο καί τέλειο ἄνθρωπο· μέ δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τῶν φύσεων.
Αὐτός θεώρησε ἄξιο νά σαρκωθεῖ, δίχως τροπή τῆς θείας Του φύσεως, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετά ἀπό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος αὐτό πού δέν ἦταν, καί μένοντας αὐτό πού ἦταν, τέλειος καί στά δύο, ἦταν ἐπίγειος καί οὐράνιος· πρόσκαιρος καί ἀθάνατος· ἄναρχος καί ὑποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί ἀπαθής· Θεός καί ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ὡς μία ἀπό τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα. Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Τήν φωνή αὐτή σάν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί λέει πρός αὐτούς Αὐτός πού ἔλαβε τήν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καί μή φοβᾶσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ἑξῆς: «Μή πεῖτε σέ κανένα τό ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ᾽ Αὐτόν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.
Αμήν.

Γρηγορίου Παλαμά: Ομιλία στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.




ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
 Ομιλία στην
Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού
 και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Ὅπου καί ἀπόδειξη ὅτι, ἄν καί εἶναι ἄκτιστο τό κατ᾽ αὐτήν θειότατο φῶς, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ.

 Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.
  «Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.
 Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν.
Ὁ δέ Ἠσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).
  Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.
  Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).
  Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.
Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».
Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α' Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).
  Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α' Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.
  Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.
  Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;
  Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.
  Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.
Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.
  Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.
  Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.
  Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α' Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».
  Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος ως πηγή θεογνωσίας


Οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν να γιορτάζεται ή μεγάλη δεσποτική γιορτή της Θείας Μεταμορφώσεως την 6η Αυγούστου, δηλαδή σαράντα ήμερες πριν από την Ύ­ψωση του Τιμίου Σταυροϋ. Έκριναν αναγκαία τη μετάθεση της γιορτής, γιατί δεν ταίριαζε ό πανηγυρικός της χαρακτήρας με την πένθιμη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, στη διάρκεια της οποίας είχε γίνει. Κι έγινε τότε για να προετοιμάσει τους Α­ποστόλους για τη δοκιμασία του Θείου Πάθους, αλλά καί για να επιβεβαιώσει κατά κάποιον τρόπο την προαιώνια δόξα Του.
Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Ό Θεάνθρωπος Χριστός δεν έλαβε κατά τη Θεία Μετα­μόρφωση κάτι πού δεν είχε. Αντίθετα, οι Απόστολοι ξέφυγαν για λίγο από τα δεσμά του χρόνου καί του χώρου καί γεύτηκαν την πραγματικότητα της θείας δόξας, «καθώς ήδύναντο». «Το φως της Θείας Μεταμορφώσεως», γράφει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, «αν καί έγινε ορατό με τα σωματικά μάτια για λίγο χρόνο πάνω στη μικρή κορυφή ενός όρους, δε δημιουργείται, ούτε φθείρεται, ούτε συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις του ανθρώπου. Το είδαν όμως οί μαθητές, γιατί υπέστησαν μια εναλλαγή των αισθήσεων τους πού έγιναν πνευματικές από σαρκικές». Με άλλα λόγια το μυστήριο της άπερινόητης Τρια­δικής Θεότητας αποκαλύφθηκε μέσα από τις άκτιστες ενέρ­γειες της τόσο, όσο μπορούσαν να αντέξουν τα έκπληκτα μά­τια των Αποστόλων κι ακόμη πιο πολύ τα δικά μας βεβαρημέ­να από την αμαρτία πρόσωπα. Γεύση λοιπόν αθανασίας καί βίω­ση της αιωνιότητας αποτελούσε για τους θνητούς Μαθητές, αλλά καί για μας ή Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ
Ό ίδιος ό Κύριος είχε δηλώσει νωρίτερα ότι από τον κύκλο των μαθητών Του κάποιοι θα έβλεπαν τη Βασιλεία του Θεού να έρχεται «εν δυνάμει» (Ματθ. 16,28). Ό προφητικός αυτός λό­γος του Σωτήρος πραγματοποιήθηκε κατά τη Μεταμόρφωση, όταν οί τρεις μαθητές αξιώθηκαν να δουν το έκπαγλο φως της θεότητας Του. Το έκτακτο εκείνο φαινόμενο, δηλαδή, το άκτιστο φως πού περιέβαλε τη μορφή του Σωτήρος, δεν ήταν τί­ποτε άλλο παρά μία από τίς βασικές άκτιστες ενέργειες της Μίας αλλά Τρισυπόστατης Θεότητας. Ήταν το αιώνιο, το ατε­λεύτητο, το εκτός τόπου και χρόνου φως της θεότητας.΄
Ήταν το ιδιό το φως της Αναστάσεως πού γέμισε το κενό μνημείο κι έκανε ορατό ό,τι ήταν μέσα σ' αυτό, παρά το σκο­τάδι της νύχτας εκείνης. Το φως αυτό έκανε τίς μυροφόρες γυναίκες να διακρίνουν τους αγγέλους καί να συνομιλήσουν μαζί τους. Ή θέα αυτή του άκτίστου φωτός ήταν ή ανώτερη εμπειρία του Θεού, πού μπορούσαν να λάβουν οί άνθρωποι. "Ας θυμηθούμε τη ρήξη πού επήλθε το 14ο αιώνα ανάμεσα στον εκπρόσωπο της θρησκευτικής φιλοσοφίας δυτικό μοναχό Βαρ­λαάμ τον Καλαβρό καί τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά με αφορ­μή το φως της Θείας Μεταμόρφωσης. Ή αντιπαλότητα εκείνη βασικά στράφηκε στο αν οί θείες ενέργειες είναι κτιστές ή άκτι­στες. Τελικά οί πνευματικοί αγώνες του αγίου Γρηγορίου για τίς άκτιστες θείες ενέργειες δικαιώθηκαν από την Εκκλησία.Ποτέ όμως δε μπόρεσαν να εννοήσουν το σοφό θεολόγο καί ασκητή, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όσοι σκέπτονται με ανθρωποκεντρικά καί σχολαστικά κριτήρια, όπως ό τότε αντί­παλος του Βαρλαάμ.
Οί βασικές όμως διδασκαλίες του Παλαμά περί διακρίσεως ουσίας καί ενεργειών του Θεού καί κοινωνίας του ανθρώπου με τίς άκτιστες θείες ενέργειες δεν έπαψαν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ορθόδοξης πνευματικότητας. Πάντοτε ό Θεός της Άποκαλύψεως καί της λατρευτικής εμπειρίας ήταν αντιμέ­τωπος με το Θεό της φιλοσοφίας. Συμπερασματικά θα λέγαμε πώς το φως πού εξέπεμψε ή θεία μορφή του Σωτήρος κατά τη μεταμόρφωση καί το όποιο καταθάμπωσε τους Μαθητές, δεν ήταν ή άμέθεκτη καί απρόσιτη θεία ουσία, αλλά ήταν ή μεθεκτή, προσιτή καί άκτιστη θεία ενέργεια.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΠΤΙΑΣ
Ή επιθυμία των Αποστόλων «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι» (Ματθ. 17, 4), να βρίσκονται δηλαδή μόνιμα στο έκπαγλο εκείνο κάλλος της θείας θεοπτίας, εκπληρώνεται από τον Κύ­ριο με την ίδρυση της Εκκλησίας. Σ' αυτήν όσοι μετέχουν όχι τυπικά, αλλά ενεργά καί ουσιαστικά, μπορούν ν' απολαμβάνουν τη λαμπρότητα του προσώπου του Θεού καί τη χαρά της ανα­στροφής Του.Την εμπειρία αυτή της θεοπτίας την παρέλαβε ή πατερική θεολογία, για να τη μεταφέρει στο πλήρωμα της Εκκλησίας, πού αγωνίζεται να βιώνει μέσα από την πράξη καί τη θεωρία τη γνησιότητα της χριστιανικής ζωής. Τη σπάνια αυτή εμπειρία του άκτίστου φωτός την ζούσαν οί "Αγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό στις εικόνες το πρόσωπο τους βρίσκεται στο επίκε­ντρο του άπλετου φωτός μέσα στο όποιο ζούσαν καί όχι κά­ποιου φυσικού τοπίου, καθώς θέλει ή δυτική τεχνοτροπία.
Η ΜΟΝΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ή θεολογία της θεοπτίας, δηλαδή της θέας της θείας δό­ξας, καθώς σηματοδοτήθηκε οτή Θεία Μεταμόρφωση, είναι ή μόνη καί αληθινή θεολογία, την οποία γνωρίζει ή ορθόδοξη Εκ­κλησία. Ή εμπειρία του άκτίστου φωτός έκανε το Μέγα Βασί­λειο να λάμπει ολόκληρος, όταν προσευχόταν μέσα στο κελί του. Από τίς προσωπικές του εμπειρίες κινούμενος ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος μας αποκαλύπτει ότι αποτέλεσμα των φωτοφανειών είναι να φωτίζεται ολόκληρος ό άνθρωπος, να γίνεται όλος φως καί να βλέπει τα πάντα ως φως. Γι' αυτό γρά­φει: «Μακάριοι οί το φως του Κυρίου εντεύθεν γνωρίσαντες καί εν τω θείω φωτί αύγαζόμενοι». Μακάριοι δηλαδή είναι όσοι θα γνωρίσουν από τούτη τη ζωή το φως του Κυρίου καί θα φωτί­ζονται άπ' αυτό.
Το άκτιστο λοιπόν φως δυνητικά μεταδίδεται σ' ολόκληρο τον άνθρωπο καί τον κάνει να ζει από τούτη τη ζωή μέσα στην κοινωνία της Αγίας Τριάδος.Ή κοινωνία αυτή με το Θεό αποτελεί δείγμα της μακαριό­τητας του μέλλοντος αιώνος, «της έκλαμπούσης απορρήτου αίγλης της μιας τρισυπόστατου θείας ουσίας ή φύσεως.Ή θέα αυτή του φωτοειδούς προσώπου του Θεού,δηλαδή ή θέα του μεταμορφωμένου Χριστού, πού απευθύνεται σε όλους μας, βρήκε την πλήρη δικαίωση της στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά καί τη ζωή των Άγιων μας.
του θεολόγου Βασιλείου Σκιαδά

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Κείμενο ΚΥΡΙΛΛΟΣ, Μητροπολίτης Κηφισιάς
Είναι διάχυτη στην Αγία Γραφή η πληροφορία ότι ο Θεός είναι Φως, και μάλιστα το Φως το αληθινό. Αυτός δημιούργησε το αισθητό φως, αυτός φωτίζει όλη την κτίση και τον άνθρωπο. Ο Ίδιος είπε ότι είναι το «φῶς τοῦ κόσμου». Αυτό δεν είναι συμβολικό ή ηθικό, αλλά πραγματικό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στα υμνολογικά κείμενα ο Θεός παρουσιάζεται περισσότερο ως Φως. Και εμείς όντες σκοτισμένοι από τα πάθη, ευρισκόμενοι στα βάθη της αβύσσου τον παρακαλούμε να μας φωτίσει: «Φώτισον τούς οφθαλμούς μου μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. ιβ΄, 4).

Αυτό το πραγματικό Φως της θεότητος είδαν οι τρεις Απόστολοι επάνω στο Θαβώρ. Εκεί λέγεται χαρακτηριστικά ότι «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αῦτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2). Ο Απόστολος Παύλος, πορευόμενος προς την Δαμασκό, είδε αυτό το Φως.

Και η Εκκλησία γνωρίζει εκ πείρας αυτήν την αλήθεια, γι̉ αυτό ψάλλει: «Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται...». Μέσα στα θεουργά και φωτουργά Μυστήρια αποκτούμε προσωπική εμπειρία αυτής της πραγματικότητος, γι̉ αυτό μπορούμε να ψάλλουμε με ευγνωμοσύνη: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν...». Ο Θεός, το Θείον Φως, αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου.

Αυτό διαβεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος: «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄,6).

Εδώ απαραίτητα πρέπει να κάνουμε δύο διευκρινιστικές επεξηγήσεις. Η μία είναι το τί ακριβώς εννοούμε όταν στη ορθόδοξη γλώσσα χρησιμοποιούμε την λέξη καρδιά. Βέβαια, ποτέ δεν εννούμε το συναίσθημα, όπως κατέληξε να λέγεται στην σημερινή εποχή. Καρδιά στην πατερική γλώσσα είναι το κέντρο της υπάρξεώς μας.

Άλλοτε νομίζεται νους και άλλοτε καρδιά. Καρδιά λοιπόν είναι το κέντρο όλης της υπάρξεώς μας. Αναλυτικότερα καρδιά είναι ο χώρος εκείνος που ανακαλύπτεται με την ἐν Χάριτι άσκηση και μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός. Η άλλη διευκρίνηση είναι ότι ο χώρος αυτός (καρδιά) στον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός, με την παρουσία του Θεού φωτίζεται.

Ο ενεργούμενος υπό του Παναγίου Πνεύματος αισθάνεται φως μέσα στην καρδιά του και γενικά σε όλη του την ύπαρξη. Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο αυτή η έλλαμψη δεν είναι μία αποκάλυψη νοημάτων, «ἀλλ̉ ὑποστατικοῦ φωτός ἐν ταῖς ψυχαῖς βεβαία καί διηνεκής ἔλλαμψις».

Δηλαδή, δεν αισθάνεται τότε ο άνθρωπος μια φώτιση της διανοίας, ούτε μια συναισθηματική έξαρση ή φανταστική έξαψη, αλλά ύπαρξη εντός του μιας ζωής, ζωής αιωνίου. Διότι «ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ιω. α΄, 4). Το αντιλαμβάνεται καλά αυτό ο άνθρωπος γιατί αποκτά γνώση Θεού.

Με αυτήν την έλλαμψη «πᾶσα γνῶσις ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός πρός ἀλήθειαν τῇ ἀξίᾳ καί φιλουμένῃ ψυχῇ γνωρίζεται» (ἅγ. Μακάριος). Τότε «ἀνοίγεται... ἡ οὐράνιος πύλη πάσης τῆς ἰσαγγέλου καί ὑψηλῆς πολιτείας καί καταστάσεως» (Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι).

Είναι ακριβώς αυτό που λέγει ο Απόστολος «...πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Β΄Κορ. δ΄,6). Στην Αγία Γραφή και στα λατρευτικά κείμενα, όπως και στις συγγραφές των Αγίων Πατέρων, ο Θεός εξυμνείται ως Φως. «Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καί τό ἅγιον Πνεῦμα...».

Και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι «Φῶς ἐκ φωτός, Θεός ἀληθινός». Ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους ως Φως. Αυτό το βλέπουμε στο όρος Σινά, στο Θαβώριον όρος, όπου το πρόσωπόν Του έλλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φως.

Είναι, λοιπόν, φυσικό και ο άνθρωπος, που είναι πλασμένος κατ̉ εικόνα και καθ̉ ομοίωση Θεού, όταν ενωθεί με τον Χριστό, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, να γίνει φως. Βέβαια, όταν αμάρτησε ο Αδάμ και γυμνώθηκε από την θεία Χάρη έφθασε στην κατάσταση της ζοφώσεως, «ἠμαυρώθη» το κατ̉ εικόνα. Αλλά το έργο του Χριστού αποκατέστησε την ανθρώπινη φύση.

Ο άνθρωπος της νέας δημιουργίας, ο ἐν Χριστῷ καινός ἄνθρωπος, ζωογονείται, λαμπρύνεται, φωτίζεται πάλι. Ο νους αποκτά την αληθινή γνώση του Θεού· η καρδιά φωτίζεται και αγαπά τον Θεό· η φωτισμένη θέληση υπηρετεί το θέλημα του Αγίου Θεοῦ.

Έτσι οι άγιοι είναι «τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας»· «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος»· «τέκνα φωτός». Όταν βαπτιζόμαστε λαμβάνουμε το ένδυμα του φωτός, αφού ενδυόμεθα τον Χριστό, γι̉ αυτό και ψάλλουμε: «χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον».

Οι άγιοι είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητος, γιατί μας φωτίζουν με τις προσευχές και την αγία τους ζωή. Ό,τι αξία έχει ο ήλιος για την κτίση, τόση και ασυγκρίτως περισσότερη αξία έχουν οι άγιοι για μας. Μας δείχνουν την πραγματική πορεία.

Τέτοιοι ήταν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ενωμένοι με τον Χριστό, φωτισμένοι από το άκτιστο Φως της Τρισηλίου θεότητος, βιώσαντες το Θαβώριο Φως, έζησαν, δίδαξαν, δογμάτισαν αληθινά. Τα δόγματα, επομένως, δεν είναι φιλοσοφία, αλλά το Φως το αληθινό, απαύγασμα της αληθινής ζωής. Και εμείς, όσο είμαστε μακρυά από τον Χριστό, βρισκόμαστε στο σκοτάδι της πλάνης και της αγνοίας.

Όσο ενούμαστε μαζί Του, τόσο και φωτοποιούμαστε και ακτινοβολούμε αυτό το φως. Η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η ανάστασή μας και η ελπίδα απολαύσεως της αιωνίου ζωής. Τί μπορούν να καταλάβουν σήμερα περί του ακτίστου Φωτός όσοι είναι επηρεασμένοι να βλέπουν και να κυνηγούν το κτιστό φως; Δηλαδή, οι άνθρωποι σήμερα ονομάζουν φως τον πολιτισμό και φωτισμένους τους μορφωμένους.

Όμως εμείς θα μιλάμε την γλώσσα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων μας. Φωτισμένοι είναι μόνον εκείνοι που είναι ενεργήματα του Παναγίου Πνεύματος, έστω κι̉ αν είναι αγράμματοι και άσοφοι κατά κόσμον. Ίσως, περισσότερο αυτοί είναι το «φῶς τοῦ κόσμου», γιατί οι μορφωμένοι στηρίζονται στις διανοητικές κατασκευές και τα λογικά σχήματα, που δεν συνιστούν ορθόδοξη θεολογία, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της Δύσεως. Έχουμε καθήκον να ομολογήσουμε και να μαρτυρήσουμε ότι, φως του κόσμου είναι μόνον οι άγιοι.

Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της Θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της Θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: «λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς σου τό ἀΐδιον».

Και σε μία σχετική ευχή της πρώτης (Α΄) Ὥρας αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον σημειωθήτω ἐφ̉ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον».

Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι απο τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει το πραγματικό νόημα της ζωής.

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και η θέωση των πιστών (Ματθ. 17, 1-9)


Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και η θέωση των πιστών (Ματθ. 17, 1-9)

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και η θέωση των πιστών (Ματθ. 17, 1-9)

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και η θέωση των πιστών (Ματθ. 17, 1-9)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Η πιο σημαντική πρόταση-κλειδί που βρίσκεται καταγεγραμμένη στα Ευαγγέλια, και ο λόγος ύπαρξης της Εκκλησίας και των Βιβλικών κειμένων, είναι η διακήρυξη του αποστόλου Πέτρου προς τον Ιησού: «ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΜΕΣΣΙΑΣ, Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ» (Ματθ. 16,16). Στη Βάπτιση επίσης και στη Μεταμόρφωσή Του ο Ιησούς αναγορεύεται, από τον Ουράνιο Πατέρα Του μάλιστα, ηγούμενος και προεστώς του νέου κόσμου της Χάριτος.
Έτσι, έξι ημέρες μετά την αποκάλυψη που έκανε ο Ιησούς στους μαθητές Του, ότι σύντομα θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου (μεσσιανικός δανιήλιος τίτλος Του) ερχόμενο στη βασιλεία Του (Μθ. 16,28), και ακόμη: (α) για να προετοιμάσει τους μαθητές μπροστά στο Πάθος Του που πλησίαζε, ώστε να μην κλονιστούν ανεπανόρθωτα, (β) για να γνωρίσουν εμπειρικά ποιος στην πραγματικότητα είναι (Θεός επί γης) και (γ) για να τους δώσει να καταλάβουν ότι ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΘΕΛΕΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ υπέρ της του κόσμου ζωής, παίρνει μαζί Του ο Ιησούς τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη (τους στύλους της πρώτης Εκκλησίας), και τους ανεβάζει σε ένα ψηλό βουνό (κατά χριστιανική παράδοση θεωρείται το Θαβώρ, σύμβολο πλέον του πνευματικού ύψους, στη νότια Γαλιλαία, ή πρόκειται για το όρος Ερμών, κοντά στην Καισάρεια του Φιλίππου).
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ (η προσευχή είναι που οδηγεί στη χαρισματική ένωση με το Θεό), η όψη του προσώπου Του έγινε διαφορετική, ΕΛΑΜΨΕ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ, και τα ρούχα Του έγιναν ΑΣΠΡΑ, ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΕΥΚΑ ΣΑΝ ΤΟ ΧΙΟΝΙ, τέτοια που κανένας βαφέας δεν θα μπορούσε τόσο πολύ να λευκάνει (βλ. Μάρκ. 9,3) –δεν ήταν γήινη επομένως η εμπειρία αλλά άνωθεν χορηγούμενη. Επέτρεψε έτσι στους μαθητές Του να δουν ελάχιστο μέρος αυτού που πραγματικά και φυσικώς είναι: Ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Το υπερκόσμιο, και ποιοτικά ασύγκριτο σε σχέση με την πλάση, άκτιστο αυτό φως είναι η ενέργεια, η δύναμη και η δόξα του Θεού, Η ΦΥΣΙΚΗ ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (που υπήρχε εξαρχής στην θεανθρώπινη υπόστασή Του), και όχι η ουσία Του. Με αυτό το φως της θείας Χάριτος ενώνονται οι άγιοι και ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ των ανθρώπων: Η θέωσή τους και ο αγιασμός τους, η θέα του προσώπου του Κυρίου, από την παρούσα ήδη ζωή,όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω.
Ξαφνικά, δύο πολύ σπουδαίοι άντρες εμφανίστηκαν, και άρχισαν να μιλούν μαζί Του: Ήταν Ο ΗΛΙΑΣ (εκπρόσωπος των προφητών) ΚΑΙ Ο ΜΩΥΣΗΣ (εκπρόσωπος του Νόμου του Θεού, που δόθηκε στην Παλαιά Διαθήκη). Προτάσσεται ο Ηλίας γιατί, και σύμφωνα με τους Ιουδαϊκά κείμενα, επρόκειτο να προαναγγείλει τον ερχομό του Μεσσία -άρα ο Ιησούς δεν ήταν ο Ηλίας (όπως πίστευαν αρκετοί), αλλά ο ίδιος ο Μεσσίας. Παρουσιάστηκαν ΜΕ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ (προμήνυμα δόξας για τον Ιησού και τους αγίους του) και ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ, που έμελε να συμβεί στην Ιερουσαλήμ, και με τον οποίο ΘΑ ΕΚΠΛΗΡΩΝΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ (το γεγονός φανερώνει επίσης πως δεν ήταν αντίθετος ο Ιησούς στον Νόμο και τους Προφήτες, όπως τον κατηγορούσαν). Όλα τα στοιχεία της ευαγγελικής διήγησης -οι έξι ημέρες, το όρος (παραπέμπει στο Σινά), η λάμψη Του, οι προφήτες, το φωτεινό σύννεφο, η φωνή του Θεού- επισημαίνουν την μοναδική ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι αναγκαίο να τονίσουμε πως ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ του αγιαστικού έργου, της σωτήριας θυσίας του Χριστού και της αποστολής της Εκκλησίας:
Η σκλαβιά στον Φαραώ καταδεικνύει την υποδούλωση στην αμαρτία και την αιχμαλωσία στον διάβολο, το αίμα στους παραστάδες των σπιτιών των Εβραίων συμβολίζει τη λύτρωση δια του αίματος του Θεανθρώπου, ο Μωυσής προεικονίζει τον αρχηγό της πίστεως Ιησού που είναι ο αυθεντικός Οδηγός, η Έξοδος από την Αίγυπτο προαναγγέλλει την έξοδο από την πτώση και την ανελευθερία, η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης προεικονίζει την σωτηρία δια του βαπτίσματος, τα χέρια του Μωυσή που υποβάσταζαν και σήκωναν από τα δεξιά και αριστερά του ο Ααρών και ο Χουρ (και με αυτό τον τρόπο κατατρόπωσαν οι Εβραίοι τους Αμαληκίτες) συμβολίζουν την σωτηρία δια του σταυρού του Χριστού (Έξ. 17,8-13) κ.ο.κ. Η θυσία Του προαναγγέλλεται και μέσω του Πάσχοντος Δούλου που περιγράφει ο Ησαΐας, δια των προφητών, του Δαβίδ, αλλά και του Δικαίου του Πλάτωνα, ο οποίος μαστιγώνεται και καρφώνεται σε ξύλο όπως ο Ιησούς. Πολύ εύστοχα λοιπόν ονομάζεται η Παλαιά Διαθήκη «Παιδαγωγός εις Χριστόν» (προετοιμάζει την ανθρωπότητα να δεχθεί λατρευτικά την έλευση του Μεσσία Χριστού), η οποία και συναντιέται με την Καινή Διαθήκη στα πρόσωπα των εμφανισθέντων προφητών και των μαθητών του Κυρίου, στη σκηνή της Μεταμορφώσεως.
Ακόμη, έξοχα επισημαίνεται εδώ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ, εφόσον, και αναφορικά με το Μωυσή και τον Ηλία που μιλούσαν με τον Ιησού, ο μεν πρώτος είχε πεθάνει, ενώ ο δεύτερος είχε αναληφθεί εκατοντάδες χρόνια πριν. Και όμως περίμεναν, από την αγκαλιά του Θεού που βρίσκονταν (και βρίσκονται), να τον δουν στη δόξα Του, αφού γι’ Αυτόν προφήτεψαν εκείνοι και έδρασαν. Μάλιστα, φαίνεται ιδιαίτερα Η ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, αφού καλεί κοντά Του τόσο τον Μωυσή που είχε όπως, είπαμε, από πολλά χρόνια πριν κοιμηθεί, όσο και τον Ηλία που είχε ανυψωθεί.
Και είπε ο Πέτρος στον Ιησού: «Κύριε, ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΕΔΩ! (βασικό σημείο της διήγησης). Αν θέλεις, να κάνουμε εδώ τρεις σκηνές: Μια για σένα, μια για τον Μωυσή και μια για τον Ηλία». Τους είχε συνεπάρει η ασύγκριτη ομορφιά του μεταμορφωμένου προσώπου του Κυρίου -διότι Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, το θαύμα των θαυμάτων, ο ίδιος ο Παράδεισος- και με τα λόγια αυτά ο Πέτρος ζητά να μη τελειώσει σύντομα το θαυμάσιο αυτό και γλυκύτατο θέαμα και αίσθημα, ΔΙΟΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΡΚΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ –Επιπλέον, η θέα και η ίδια εμπειρία ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ στο Θαβώρ, αποκλείει την πιθανότητα απατηλών εντυπώσεων ή παρερμηνείας εξωτερικών ερεθισμάτων. Κεντρική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δια των Πατέρων και ιδίως του Γρηγορίου του Παλαμά, είναι ο αγιασμός και η θέωση των χριστιανών, που ως ΔΩΡΟ του Χριστού Ιησού (ΟΧΙ ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΤΗΣΗ, σύμφωνα με ανατολίτικα πρότυπα)δωρίζεται στους πιστούς δια Παρακλήτου Πνεύματος εν τη καρδία αυτών, μεταμορφώνει οντολογικά τον άνθρωπο (αυτήν την αλήθεια υποδεικνύει η Μεταμόρφωση του Κυρίου) και τον καθιστά γνήσιο τέκνο του Θεού Πατρός, σ’ αυτήν και στην ατελεύτητη ζωή της αιωνιότητος. Η πορεία αυτή προς τη θέωση είναι η εκκλησιαστική οδός ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ, της μετανοίας, ταπείνωσης, άσκησης και αγάπης προς όλους.
Ενώ μιλούσε ακόμα ο Πέτρος, ΕΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟ ΣΥΝΝΕΦΟ τούς σκέπασε (η Θεία Χάρη και συμβολικά η ένωση Ουρανού και γης δια του προσώπου και του έργου του Χριστού), και μέσα από το σύννεφο ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ που έλεγε: «Αυτός ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΥΙΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΜΟΥ, ΑΥΤΟΝ ΝΑ ΑΚΟΥΤΕ» -“γεννήθηκε για μας ένα παιδί … πάνω στους ώμους του η εξουσία … και το όνομά του θα ’ναι Θεός ισχυρός” (Ησ. 9,5). Πλούσια τα θεολογικά συμπεράσματα από την τελευταία αυτή πρόταση του κειμένου: (α) Φαίνεται η ΤΡΙΑΔΙΚΟΤΗΤΑ του Ενός Θεού, (β) Ο Θεός είναι ΠΡΟΣΩΠΟ, που ενεργεί και ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ με το λαό Τουκαι δεν είναι νεφελώδης δύναμη και ‘καθαρά ενέργεια’ στο σύμπαν, (γ) Ο Χριστός είναι ο ΑΛΗΘΗΣ ΥΙΟΣ και Λόγος του Θεού (σε αντίθεση με τους εμφανισθέντες στην ιστορία ΨΕΥΤΟΜΕΣΣΙΕΣ), η μόνη δυνατότητα σωτηρίας (Πράξ. 4,12) των ανθρώπων, ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΙ από δόξα σε δόξα, από την επίγεια ήδη ζωή και στην ανέσπερη βασιλεία Του, και (δ) Αυτός είναι Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ που βαδίζει προς το υπέρ όλων εξιλαστήριο πάθος Του (πρβλ. τη βάπτιση του Κυρίου, Μάρκ. 1,11). 
Όταν άκουσαν οι μαθητές τη φωνή, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη ΚΑΙ ΦΟΒΗΘΗΚΑΝ ΠΟΛΥ. Αυτή είναι στάση λατρείας του Θεού, προσκύνηση του μεγαλείου Του, αλλά ο φόβος εκφράζει και πνευματική ανετοιμότητα εκ μέρους τους. Δεν ήσαν δηλαδή πνευματικά έτοιμοι για ένα τέτοιο θαύμα και για τη θεία παρουσία, τόσο άμεσα συνδεδεμένη μαζί τους. Στους αγίους εναλλάσσεται ο φόβος, η έκσταση και η αγάπη στη σχέση τους με τον Θεό, ανάλογα με το πόσο εσωτερικά είναι έτοιμος κανείς να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με την Πηγή της καθαρότητας και της θείας λαμπρότητας.
Τους πλησίασε τότε ο Ιησούς, τους άγγιξε (Εκείνος είναι η δύναμή μας) και τους είπε: «ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ (ήτοι, δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στην ιδιωτική μας σύνδεση με το Θεό, αλλά πρέπει να συνεχιστεί η αποστολή μας ανάμεσα στους ανθρώπους ως αγάπη και μαρτυρία πίστεως) και ΜΗ ΦΟΒΟΣΑΣΤΕ». Η αγάπη προς τον Θεό απομακρύνει και τους πλέον σκοτεινούς φόβους, όταν ο άνθρωπος διακατέχεται από δυνατή πίστη. Σήκωσαν τότε τα μάτια τους και δεν είδαν κανέναν άλλον, παρά μόνο τον Ιησού (ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ, ΕΧΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ). Ενώ κατέβαιναν από το βουνό (απαραίτητο μετά το ύψος της προσευχής είναι να προσφέρουμε και στην πεδιάδα, ήτοι στον κόσμο και τα προβλήματά του), τους πρόσταξε: «Μην πείτε σε κανέναν αυτό που είδατε, ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΑΝΑΣΤΗΘΕΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ» (βασικό σημείο της διήγησης) {Μτ. 17,1-9/ Μκ. 9,2-13/ Λκ. 9,28-36}. Πάντοτε δηλαδή καιροφυλακτούσε (όπως και έγινε στην ιστορία με διάφορους ψευτομεσσίες) η θρησκευτικό-πολιτική αναστάτωση των Ισραηλιτών και η παρεξηγημένη θεώρηση του Ιησού ως κοσμικού μεσσιανικού ηγέτη (πράγμα που συνεχώς προσπαθούσε να αποφύγει ο Χριστός), ο οποίος θα τους απελευθέρωνε, όπως πίστευαν, από την τυραννία της Ρώμης.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
  1. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, Γ. Μαντζαρίδη, εκδ. Π.Σ. Πουρναράς, Θεσσαλ. 2010
  2. ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Τιμοθέου Κιλίφη, 4η έκδοση, Αθήνα
  3. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Νικ. Σωτηρόπουλου, εκδ. Ο Σταυρός, 1981
  4. ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, Ιω. Καραβιδόπουλου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1988