Κείμενο
ΚΥΡΙΛΛΟΣ, Μητροπολίτης Κηφισιάς
Είναι διάχυτη στην Αγία Γραφή η
πληροφορία ότι ο Θεός είναι Φως, και μάλιστα το Φως το αληθινό. Αυτός
δημιούργησε το αισθητό φως, αυτός φωτίζει όλη την κτίση και τον άνθρωπο.
Ο Ίδιος είπε ότι είναι το «φῶς τοῦ κόσμου». Αυτό δεν είναι συμβολικό ή
ηθικό, αλλά πραγματικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στα υμνολογικά κείμενα ο Θεός παρουσιάζεται περισσότερο ως Φως. Και εμείς όντες σκοτισμένοι από τα πάθη, ευρισκόμενοι στα βάθη της αβύσσου τον παρακαλούμε να μας φωτίσει: «Φώτισον τούς οφθαλμούς μου μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. ιβ΄, 4).
Αυτό το πραγματικό Φως της θεότητος είδαν οι τρεις Απόστολοι επάνω στο Θαβώρ. Εκεί λέγεται χαρακτηριστικά ότι «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αῦτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2). Ο Απόστολος Παύλος, πορευόμενος προς την Δαμασκό, είδε αυτό το Φως.
Και η Εκκλησία γνωρίζει εκ πείρας αυτήν την αλήθεια, γι̉ αυτό ψάλλει: «Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται...». Μέσα στα θεουργά και φωτουργά Μυστήρια αποκτούμε προσωπική εμπειρία αυτής της πραγματικότητος, γι̉ αυτό μπορούμε να ψάλλουμε με ευγνωμοσύνη: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν...». Ο Θεός, το Θείον Φως, αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου.
Αυτό διαβεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος: «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄,6).
Εδώ απαραίτητα πρέπει να κάνουμε δύο διευκρινιστικές επεξηγήσεις. Η μία είναι το τί ακριβώς εννοούμε όταν στη ορθόδοξη γλώσσα χρησιμοποιούμε την λέξη καρδιά. Βέβαια, ποτέ δεν εννούμε το συναίσθημα, όπως κατέληξε να λέγεται στην σημερινή εποχή. Καρδιά στην πατερική γλώσσα είναι το κέντρο της υπάρξεώς μας.
Άλλοτε νομίζεται νους και άλλοτε καρδιά. Καρδιά λοιπόν είναι το κέντρο όλης της υπάρξεώς μας. Αναλυτικότερα καρδιά είναι ο χώρος εκείνος που ανακαλύπτεται με την ἐν Χάριτι άσκηση και μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός. Η άλλη διευκρίνηση είναι ότι ο χώρος αυτός (καρδιά) στον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός, με την παρουσία του Θεού φωτίζεται.
Ο ενεργούμενος υπό του Παναγίου Πνεύματος αισθάνεται φως μέσα στην καρδιά του και γενικά σε όλη του την ύπαρξη. Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο αυτή η έλλαμψη δεν είναι μία αποκάλυψη νοημάτων, «ἀλλ̉ ὑποστατικοῦ φωτός ἐν ταῖς ψυχαῖς βεβαία καί διηνεκής ἔλλαμψις».
Δηλαδή, δεν αισθάνεται τότε ο άνθρωπος μια φώτιση της διανοίας, ούτε μια συναισθηματική έξαρση ή φανταστική έξαψη, αλλά ύπαρξη εντός του μιας ζωής, ζωής αιωνίου. Διότι «ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ιω. α΄, 4). Το αντιλαμβάνεται καλά αυτό ο άνθρωπος γιατί αποκτά γνώση Θεού.
Με αυτήν την έλλαμψη «πᾶσα γνῶσις ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός πρός ἀλήθειαν τῇ ἀξίᾳ καί φιλουμένῃ ψυχῇ γνωρίζεται» (ἅγ. Μακάριος). Τότε «ἀνοίγεται... ἡ οὐράνιος πύλη πάσης τῆς ἰσαγγέλου καί ὑψηλῆς πολιτείας καί καταστάσεως» (Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι).
Είναι ακριβώς αυτό που λέγει ο Απόστολος «...πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Β΄Κορ. δ΄,6). Στην Αγία Γραφή και στα λατρευτικά κείμενα, όπως και στις συγγραφές των Αγίων Πατέρων, ο Θεός εξυμνείται ως Φως. «Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καί τό ἅγιον Πνεῦμα...».
Και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι «Φῶς ἐκ φωτός, Θεός ἀληθινός». Ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους ως Φως. Αυτό το βλέπουμε στο όρος Σινά, στο Θαβώριον όρος, όπου το πρόσωπόν Του έλλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φως.
Είναι, λοιπόν, φυσικό και ο άνθρωπος, που είναι πλασμένος κατ̉ εικόνα και καθ̉ ομοίωση Θεού, όταν ενωθεί με τον Χριστό, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, να γίνει φως. Βέβαια, όταν αμάρτησε ο Αδάμ και γυμνώθηκε από την θεία Χάρη έφθασε στην κατάσταση της ζοφώσεως, «ἠμαυρώθη» το κατ̉ εικόνα. Αλλά το έργο του Χριστού αποκατέστησε την ανθρώπινη φύση.
Ο άνθρωπος της νέας δημιουργίας, ο ἐν Χριστῷ καινός ἄνθρωπος, ζωογονείται, λαμπρύνεται, φωτίζεται πάλι. Ο νους αποκτά την αληθινή γνώση του Θεού· η καρδιά φωτίζεται και αγαπά τον Θεό· η φωτισμένη θέληση υπηρετεί το θέλημα του Αγίου Θεοῦ.
Έτσι οι άγιοι είναι «τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας»· «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος»· «τέκνα φωτός». Όταν βαπτιζόμαστε λαμβάνουμε το ένδυμα του φωτός, αφού ενδυόμεθα τον Χριστό, γι̉ αυτό και ψάλλουμε: «χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον».
Οι άγιοι είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητος, γιατί μας φωτίζουν με τις προσευχές και την αγία τους ζωή. Ό,τι αξία έχει ο ήλιος για την κτίση, τόση και ασυγκρίτως περισσότερη αξία έχουν οι άγιοι για μας. Μας δείχνουν την πραγματική πορεία.
Τέτοιοι ήταν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ενωμένοι με τον Χριστό, φωτισμένοι από το άκτιστο Φως της Τρισηλίου θεότητος, βιώσαντες το Θαβώριο Φως, έζησαν, δίδαξαν, δογμάτισαν αληθινά. Τα δόγματα, επομένως, δεν είναι φιλοσοφία, αλλά το Φως το αληθινό, απαύγασμα της αληθινής ζωής. Και εμείς, όσο είμαστε μακρυά από τον Χριστό, βρισκόμαστε στο σκοτάδι της πλάνης και της αγνοίας.
Όσο ενούμαστε μαζί Του, τόσο και φωτοποιούμαστε και ακτινοβολούμε αυτό το φως. Η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η ανάστασή μας και η ελπίδα απολαύσεως της αιωνίου ζωής. Τί μπορούν να καταλάβουν σήμερα περί του ακτίστου Φωτός όσοι είναι επηρεασμένοι να βλέπουν και να κυνηγούν το κτιστό φως; Δηλαδή, οι άνθρωποι σήμερα ονομάζουν φως τον πολιτισμό και φωτισμένους τους μορφωμένους.
Όμως εμείς θα μιλάμε την γλώσσα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων μας. Φωτισμένοι είναι μόνον εκείνοι που είναι ενεργήματα του Παναγίου Πνεύματος, έστω κι̉ αν είναι αγράμματοι και άσοφοι κατά κόσμον. Ίσως, περισσότερο αυτοί είναι το «φῶς τοῦ κόσμου», γιατί οι μορφωμένοι στηρίζονται στις διανοητικές κατασκευές και τα λογικά σχήματα, που δεν συνιστούν ορθόδοξη θεολογία, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της Δύσεως. Έχουμε καθήκον να ομολογήσουμε και να μαρτυρήσουμε ότι, φως του κόσμου είναι μόνον οι άγιοι.
Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της Θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της Θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: «λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς σου τό ἀΐδιον».
Και σε μία σχετική ευχή της πρώτης (Α΄) Ὥρας αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον σημειωθήτω ἐφ̉ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον».
Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι απο τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει το πραγματικό νόημα της ζωής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στα υμνολογικά κείμενα ο Θεός παρουσιάζεται περισσότερο ως Φως. Και εμείς όντες σκοτισμένοι από τα πάθη, ευρισκόμενοι στα βάθη της αβύσσου τον παρακαλούμε να μας φωτίσει: «Φώτισον τούς οφθαλμούς μου μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. ιβ΄, 4).
Αυτό το πραγματικό Φως της θεότητος είδαν οι τρεις Απόστολοι επάνω στο Θαβώρ. Εκεί λέγεται χαρακτηριστικά ότι «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αῦτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2). Ο Απόστολος Παύλος, πορευόμενος προς την Δαμασκό, είδε αυτό το Φως.
Και η Εκκλησία γνωρίζει εκ πείρας αυτήν την αλήθεια, γι̉ αυτό ψάλλει: «Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται...». Μέσα στα θεουργά και φωτουργά Μυστήρια αποκτούμε προσωπική εμπειρία αυτής της πραγματικότητος, γι̉ αυτό μπορούμε να ψάλλουμε με ευγνωμοσύνη: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν...». Ο Θεός, το Θείον Φως, αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου.
Αυτό διαβεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος: «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄,6).
Εδώ απαραίτητα πρέπει να κάνουμε δύο διευκρινιστικές επεξηγήσεις. Η μία είναι το τί ακριβώς εννοούμε όταν στη ορθόδοξη γλώσσα χρησιμοποιούμε την λέξη καρδιά. Βέβαια, ποτέ δεν εννούμε το συναίσθημα, όπως κατέληξε να λέγεται στην σημερινή εποχή. Καρδιά στην πατερική γλώσσα είναι το κέντρο της υπάρξεώς μας.
Άλλοτε νομίζεται νους και άλλοτε καρδιά. Καρδιά λοιπόν είναι το κέντρο όλης της υπάρξεώς μας. Αναλυτικότερα καρδιά είναι ο χώρος εκείνος που ανακαλύπτεται με την ἐν Χάριτι άσκηση και μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός. Η άλλη διευκρίνηση είναι ότι ο χώρος αυτός (καρδιά) στον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός, με την παρουσία του Θεού φωτίζεται.
Ο ενεργούμενος υπό του Παναγίου Πνεύματος αισθάνεται φως μέσα στην καρδιά του και γενικά σε όλη του την ύπαρξη. Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο αυτή η έλλαμψη δεν είναι μία αποκάλυψη νοημάτων, «ἀλλ̉ ὑποστατικοῦ φωτός ἐν ταῖς ψυχαῖς βεβαία καί διηνεκής ἔλλαμψις».
Δηλαδή, δεν αισθάνεται τότε ο άνθρωπος μια φώτιση της διανοίας, ούτε μια συναισθηματική έξαρση ή φανταστική έξαψη, αλλά ύπαρξη εντός του μιας ζωής, ζωής αιωνίου. Διότι «ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ιω. α΄, 4). Το αντιλαμβάνεται καλά αυτό ο άνθρωπος γιατί αποκτά γνώση Θεού.
Με αυτήν την έλλαμψη «πᾶσα γνῶσις ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός πρός ἀλήθειαν τῇ ἀξίᾳ καί φιλουμένῃ ψυχῇ γνωρίζεται» (ἅγ. Μακάριος). Τότε «ἀνοίγεται... ἡ οὐράνιος πύλη πάσης τῆς ἰσαγγέλου καί ὑψηλῆς πολιτείας καί καταστάσεως» (Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι).
Είναι ακριβώς αυτό που λέγει ο Απόστολος «...πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Β΄Κορ. δ΄,6). Στην Αγία Γραφή και στα λατρευτικά κείμενα, όπως και στις συγγραφές των Αγίων Πατέρων, ο Θεός εξυμνείται ως Φως. «Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καί τό ἅγιον Πνεῦμα...».
Και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι «Φῶς ἐκ φωτός, Θεός ἀληθινός». Ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους ως Φως. Αυτό το βλέπουμε στο όρος Σινά, στο Θαβώριον όρος, όπου το πρόσωπόν Του έλλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φως.
Είναι, λοιπόν, φυσικό και ο άνθρωπος, που είναι πλασμένος κατ̉ εικόνα και καθ̉ ομοίωση Θεού, όταν ενωθεί με τον Χριστό, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, να γίνει φως. Βέβαια, όταν αμάρτησε ο Αδάμ και γυμνώθηκε από την θεία Χάρη έφθασε στην κατάσταση της ζοφώσεως, «ἠμαυρώθη» το κατ̉ εικόνα. Αλλά το έργο του Χριστού αποκατέστησε την ανθρώπινη φύση.
Ο άνθρωπος της νέας δημιουργίας, ο ἐν Χριστῷ καινός ἄνθρωπος, ζωογονείται, λαμπρύνεται, φωτίζεται πάλι. Ο νους αποκτά την αληθινή γνώση του Θεού· η καρδιά φωτίζεται και αγαπά τον Θεό· η φωτισμένη θέληση υπηρετεί το θέλημα του Αγίου Θεοῦ.
Έτσι οι άγιοι είναι «τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας»· «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος»· «τέκνα φωτός». Όταν βαπτιζόμαστε λαμβάνουμε το ένδυμα του φωτός, αφού ενδυόμεθα τον Χριστό, γι̉ αυτό και ψάλλουμε: «χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον».
Οι άγιοι είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητος, γιατί μας φωτίζουν με τις προσευχές και την αγία τους ζωή. Ό,τι αξία έχει ο ήλιος για την κτίση, τόση και ασυγκρίτως περισσότερη αξία έχουν οι άγιοι για μας. Μας δείχνουν την πραγματική πορεία.
Τέτοιοι ήταν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ενωμένοι με τον Χριστό, φωτισμένοι από το άκτιστο Φως της Τρισηλίου θεότητος, βιώσαντες το Θαβώριο Φως, έζησαν, δίδαξαν, δογμάτισαν αληθινά. Τα δόγματα, επομένως, δεν είναι φιλοσοφία, αλλά το Φως το αληθινό, απαύγασμα της αληθινής ζωής. Και εμείς, όσο είμαστε μακρυά από τον Χριστό, βρισκόμαστε στο σκοτάδι της πλάνης και της αγνοίας.
Όσο ενούμαστε μαζί Του, τόσο και φωτοποιούμαστε και ακτινοβολούμε αυτό το φως. Η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η ανάστασή μας και η ελπίδα απολαύσεως της αιωνίου ζωής. Τί μπορούν να καταλάβουν σήμερα περί του ακτίστου Φωτός όσοι είναι επηρεασμένοι να βλέπουν και να κυνηγούν το κτιστό φως; Δηλαδή, οι άνθρωποι σήμερα ονομάζουν φως τον πολιτισμό και φωτισμένους τους μορφωμένους.
Όμως εμείς θα μιλάμε την γλώσσα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων μας. Φωτισμένοι είναι μόνον εκείνοι που είναι ενεργήματα του Παναγίου Πνεύματος, έστω κι̉ αν είναι αγράμματοι και άσοφοι κατά κόσμον. Ίσως, περισσότερο αυτοί είναι το «φῶς τοῦ κόσμου», γιατί οι μορφωμένοι στηρίζονται στις διανοητικές κατασκευές και τα λογικά σχήματα, που δεν συνιστούν ορθόδοξη θεολογία, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της Δύσεως. Έχουμε καθήκον να ομολογήσουμε και να μαρτυρήσουμε ότι, φως του κόσμου είναι μόνον οι άγιοι.
Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της Θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της Θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: «λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς σου τό ἀΐδιον».
Και σε μία σχετική ευχή της πρώτης (Α΄) Ὥρας αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον σημειωθήτω ἐφ̉ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον».
Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι απο τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει το πραγματικό νόημα της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου