Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β - ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ


34. ΣΥΝΟΔΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (341) ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ (341)

Α. "Η συνοδική δραστηριότητα τών άρειανοφρόνων είχε πάντα διπλό σκο-πό: τήν καταδίκη τού 'Αθανασίου καί τών πιστών στό Σύμβολο τής Νίκαιας πρώτον καί τήν αποκατάσταση τοΰ 'Αρείου καί τών οπαδών του δεύτερον. 'Απέφευγαν δμως μέχρι τό 337, φοβούμενοι τόν Μ. Κωνσταντίνο, νά εργαστούν εύθέως γιά τήν ανατροπή τής Νίκαιας. Ή άνατροπή αύτή γινόταν άκόμη δυσκολότερη γιά τούς έξής λόγους: Οί ορθόδοξοι θεολόγοι καί δή ό 'Αθανάσιος είχαν εξαρθρώσει τήν απλοϊκή, άλλωστε, άρειανική θεολογία, ή όποία μέχρι τήν δεκαετία τού 360 δέν βρήκε ικανούς θεολόγους νά τήν άνανεώσουν δύο άπό τούς τρεις γιούς καί διαδόχους τοϋ Μ. Κωνσταντίνου, ό Κωνσταντίνος Β' ( + 340) καί ό Κώνστας Α' ( + 350) στήν Δύση, έδειχναν σεβασμό στήν Νίκαια κι εκτίμηση στόν 'Αθανάσιο, όπως άκριβώς συνέβαινε καί μέ τήν 'Εκκλησία τής Ρώμης ειδικά καί τής Δύσεως γενικά. Έάν κανείς προσθέσει σ' αύτά τήν έσωτερική άνάγκη καί τών ίδιων τών άρειανοφρόνων νά αύτοπροσδιοριστοΰν θεολογικά, μετά άπό τόσες έμ φανείς καί άφανεΐς μετανικαϊκές διεργασίες, κατανοεί πώς καί γιατί τό 341 άρχίζει νέα συνοδική έποχή, κύριο χαρακτηριστικό τής οποίας είναι ή σύν¬ταξη συμβόλων πίστεως. "Ολα όμως τά σύμβολα αύτά θά βρίσκονται σέ άναφορά πρός τό Σύμβολο τής Νίκαιας, άποφεύγοντας τελείως ή έρμηνεύ- οντας κατά βούληση τόν άποφασιστικό του όρο «όμοούσιον».

Ή σύνοδος 'Αντιοχείας πραγματοποιήθηκε στίς 6 'Ιανουαρίου τοΰ 341 (δχι τό καλοκαίρι τοϋ ίδιου έτους, δπως λέγεται συνήθως) μέ άφορμή τά εγκαίνια μεγάλης Βασιλικής, πού είχε θεμελιώσει ό Μ. Κωνσταντίνος. Εί¬χαν κληθεί επίσκοποι άπ' όλα τά μέρη τού άνατολικοϋ κράτους καί παρέ¬στησαν περί τούς 97 καί ό ϊδιος ό αύτοκράτορας Κωνστάντιος, πού τότε βρισκόταν στήν 'Αντιόχεια καί υποστήριζε μέ κάθε τρόπο τούς άρειανούς. Προήδρευσε μάλλον ό 'Αντιοχείας Πλακέντιος (334-341), άλλά ό Εύσέβιος Νικομήδειας καί οί περί αύτόν ήταν οί κατευθύνοντες. Οί τελευταίοι, λοι¬πόν, γιά τούς λόγους πού άναφέραμε προηγουμένως καί μέ τήν πίεση τών όλίγων ορθοδόξων στήν σύνοδο, όπως τοϋ Διανίου Καισαρείας τής Καπ¬παδοκίας, προχώρησαν στήν σύνταξη τεσσάρων διαδοχικών ομολογιών πί¬στεως, τίς όποιες ονομάζουμε γενικά σύμβολα. Ή διαδικασία αύτή είχε διάρκεια μηνών. Κύριο μέλημα τών συντακτών ήταν όχι μόνο νά πείσουν ότι δέν εΐναι άρειανοί, όπως τούς κατηγορούσαν, άλλά καί νά παρακάμ¬ψουν τό Σύμβολο τής Νίκαιας.

Ποία διαδικασία οδήγησε στά τέσσερα σύμβολα δέν γνωρίζουμε άκρι- βώς. 'Οποιαδήποτε όμως καί άν ήταν αύτή, μαρτυρεί τήν άμφιταλάντευ- ση, τήν άβεβαιότητα καί τήν άσυμφωνία τών συνοδικών. Φαίνεται ότι τό δεύτερο σύμβολο, πού άνοιγε τήν όδό πρός τόν όμοιουσιανισμό, είχε απο¬δοχή εύρύτερη στήν σύνοδο.

Πρώτο σύμβολο. (Ή σειρά τους, σύμφωνα μέ τόν 'Αθανάσιο, πού παρα¬θέτει καί τά τέσσερα σύμβολα). Πρόκειται μάλλον γιά μέρος τής 'Επιστο¬λής τής συνόδου πρός τόν Ρώμης 'Ιούλιο, τόν όποιο ήθελε νά πείσει ότι τά μέλη της δέν είναι οπαδοί τοΰ 'Αρείου. Τό κείμενο είναι σύντομο καί περιλαμβάνει έμμεση κατάφαση τής άιδιότητας τοϋ Υίοϋ, διότι τόν χαρα¬κτηρίζει «συνόντα τφ γεγεννηκότι αύτόν Πατρί», καί τής αιωνιότητας τής βασιλείας του (κατά τοϋ Μαρκέλλου 'Αγκύρας, πού έθετε τέλος στήν βα¬σιλεία τού Χριστοϋ).

Δεύτερο σύμβολο. Στήν 'Αντιόχεια ό Διάνιος Καισαρείας τής Καππαδο¬κίας έφθασε συνοδευόμενος άπό τόν ίκανό διαλεκτικό καί πρώην άκραΐο άρειανόφρονα Άστέριο τόν Σοφιστή (+ 341/2). Αύτός, λοιπόν, σέ άποσπά- σματά του έχει διατυπώσεις ανάλογες μέ μερικές τοϋ δευτέρου συμβόλου, γεγονός πού οδηγεί στήν άποψη ότι αύτός είναι άπό τούς κύριους συντά¬κτες τοϋ συμβόλου τούτου. Συγχρόνως παλαιά παράδοση συνδέει τό σύμ¬βολο τούτο μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό, γιά τόν όποιο πάντως δέν γνωρίζουμε άρκετά. Τό παρόν σύμβολο προϋποθέτει ήμιαρειανισμό καί άντισαβελλια- νισμό μέ άντιμαρκελλιανισμό. Τά άποφασιστικά του στοιχεία είναι ότι ό- μολογεΐ τόν Υίό «άτρεπτόν τε καί άναλλοίωτον, τής θεότητος ούσίας τε καί βουλής... τοϋ Πατρός άπαράλλακτον εικόνα», ότι άναγνωρίζει διακε¬κριμένες τρεις ύποστάσεις («τή μέν ύποστάσει τρία, τή δέ συμφωνία έν») καί δτι άποκλείει τήν χρονικότητα στήν γέννηση τού Υίοΰ. Γιά πρώτη φο¬ρά στούς κόλπους τών άρειανοφρόνων γίνεται δεκτή ή σχέση ούσίας τοϋ Υίοϋ πρός τόν Πατέρα καί μπορούμε νά μιλήσουμε γιά πρώιμους όμοιου- σιανούς, οί όποιοι βέβαια προέρχονταν άπό άρειανικούς κύκλους, όπως π.χ. ό Γεώργιος Λαοδικείας.

Τρίτο σύμβολο. Πρόκειται γιά προσωπική ομολογία πίστεως, πού ύπέ- βαλε ό Τυάνων (Καππαδοκίας) Θεοφρόνιος πρός τήν σύνοδο, τά μέλη τής όποιας τήν προσυπέγραψαν. Διατηρείται ό άντιμαρκελλιανισμός καί απου¬σιάζουν οί κατά τοϋ άκραίου άρειανισμοΰ διατυπώσεις τού προηγούμενου συμβόλου.
Τέταρτο σύμβολο. Μάλλον όχι όλοι οί συνοδικοί, άλλά μερικοί πού έμει¬ναν μήνες μετά τήν έναρξη τής συνόδου (ώς είδος επιτροπής;) συνέταξαν νέο σύμβολο, τό όποιο άπέστειλαν στόν βασιλέα Κώνστα στά Τρέβιρα («εις τάς Γαλλίας») μέ τούς έπισκόπους Νάρκισσο, Μάρι, Θεόδωρο καί Μάρ¬κο. Είναι περίεργο δτι τώρα οί επίσκοποι άλλαξαν γνώμη. Κατασκεύασαν άλλο σύμβολο, πού δέν έχει τούς κρίσιμους θετικούς όρους τού δευτέρου καί μάλιστα έπιμένει στήν μία ύπόσταση Πατέρα καί Υίοϋ, ένώ συγχρό¬νως, γιά νά ικανοποιήσει τούς δυτικούς, καταδικάζει όσους έλεγαν ότι ό Υίός «...ήν ποτε ότε ούκ ήν».

Έπιστολή τής συνόδου τών Εγκαινίων πρός τόν 'Ιούλιο Ρώμης καί τούς δυτικούς χάθηκε, άλλά μνημονεύεται στήν άπάντηση - Έπιστολή τοϋ 'Ιουλίου.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί τών έν Άριμίνφ καί Σελευκείρ συνόδων 22,3-25. ΒΕΠ 31, 307-310. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, Berlin 1935-1941, σσ. 248-251. J. Ν. D. KELLY, Altchristliche Glaubensbekenntinisse. Geschichte und Theologie, Gottingen 1972\ σσ. 262-270. A. HAHN - G. L. HAHN, Bibliothek der Symbole..., Breslau 1897, σσ. 183-188. Ε. SCHWARTZ, Zur Geschichte des Athanasius: Nachrichten von kgl. Gesellschaft der Wissenschaften zu Gottingen, Phil. - histor. Klasse, 1911, σσ. 469-522. W. ELTESTER, Die Kirchen Antiochias im 4. Jahrhundert: ZNW 46 (1937) 254 έξ. W. SCHNEEMELCHER, Die Kirchweihsynode von Antiochien 341: Bonner Festgabe J. Straub..., Bonn 1977, σσ. 319-346.

Β. Τήν άνοιξη τοϋ 341 καί άφοϋ ή σύνοδος τών Εγκαινίων (341) στήν 'Αντιόχεια είχε στείλει Έπιστολή στόν 'Ιούλιο Ρώμης, συγκροτήθηκε στήν Ρώμη σύνοδος 50 περίπου έπισκόπων τής 'Ιταλίας καί όρθόδοξων άνατο- λικών, πού ήσαν έκεΐ εξόριστοι, μεταξύ τών όποιων βρίσκονταν ό 'Αθανά¬σιος, ό Μάρκελλος 'Αγκύρας καί άλλοι. Ό 'Ιούλιος, ώς εκπρόσωπος τής συνόδου, υπογράφει Έπιστολήν Διανίω καί Φλακίλλφ, Ναρκίσσφ, Εύσε- βίφ... καί τοις άπό Αντιοχείας γράψασιν ήμΐν... 'Εδώ μνημονεύονται καί άλλες έπιστολές τών ανατολικών πρός τόν 'Ιούλιο και τοϋ 'Ιουλίου πρός τούς άνατολικούς, οί όποιοι καί μέ τό τελευταίο τους γράμμα ζητούσαν άπό τούς δυτικούς ν' άναγνωρίσουν τήν καταδίκη τού 'Αθανασίου, τοϋ Μαρ¬κέλλου 'Αγκύρας καί όσων είχαν έκθρονιστεϊ άπό συνόδους άρειανοφρό¬νων. Ό 'Ιούλιος τόνιζε τόν σεβασμό στήν Σύνοδο τής Νίκαιας, στήν καταδίκη τοϋ 'Αρείου ώς αίρετικοϋ, στήν άθωότητα τών 'Αθανασίου καί Μαρκέλλου καί στήν άνάγκη συγκλήσεως γενικής καί νόμιμης συνόδου, πού θά έκρινε πρόσωπα καί πράγματα έκ νέου καί άντικειμενικά. Καί μο¬λονότι ύπέγραφε μόνος τήν 'Επιστολή, διευκρίνιζε, πρός άρση παρεξηγή¬σεων, ότι αύτά συνιστούν γνώμη όλων τών δυτικών («ει καί μόνος έπιστέλλω, άλλά πάντων γνώμην είναι ταύτην γινώσκετε»). Γι' αύτό καί παρατηρεί ότι oi άνατολικοί «έδει γραφήναι πάσιν ήμΐν, ϊνα ούτω παρά πάν¬των όρισθή τό δίκαιον... "Η άγνοεΐτε ( = οί άνατολικοί) δτι τοΰτο έθος ήν, πρότερον γράφεσθαι ήμΐν καί ούτως ένθεν όρίζεσθαι τά δίκαια»; Ή φράση «πρότερον γράφεσθαι ήμΐν» προϋποθέτει γενικά τούς δυτικούς, διότι, όταν ό 'Ιούλιος θέλει νά μιλήσει γιά τό πρόσωπο του, χρησιμοποιεί τόν ένικό ά- ριθμό ( = «μόνος άποστέλλω»). Οί δυτικοί έπρεπε νά γνωρίζουν «πρότερον», πρίν άποφασίσουν γιά θέματα γενικά οί άνατολικοί, ώστε «παρά πάντων» νά όρίζονται «τά δίκαια». Τό κείμενο άποτελεΐ έξαιρετικό δείγμα πιστότη¬τας στήν συνοδικότητα καί τονίζει τήν άνάγκη συνεννοήσεως μεταξύ 'Α¬νατολής καί Δύσεως.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, 'Απολογητικός Β' 21-35. ΒΕΠ 31, 65-77. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, Berlin 1935-1941, σσ. 102-113.

35. ΑΣΤΕΡΙΟΣ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ (341/2) πρώτος θεωρητικός τοϋ αρειανισμού

ΓΕΝΙΚΑ

Ό Άστέριος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία, μάλλον άπό έθνικούς ή καί 'Ιουδαίους γονείς, στό β' ήμισυ τοϋ Γ' αί. 'Απέκτησε πλούσια φιλοσοφική παιδεία, δίδαξε ρητορική καί άσκησε τό έπάγγελμα τοϋ συνηγόρου. Ό συροπαλαιστινός χώρος, στόν όποιο σπούδασε καί έδρασε, άσκησε βαθιά έπίδραση στήν πνευματική του πορεία. "Ε¬τσι τό ίουδαιοραββινικό κλίμα τοϋ προσέφερε πολλές έννοιες, μορ¬φές, παραστάσεις καί εικόνες, ένώ ό χριστιανισμός τόν κέρδισε στούς κόλπους του όριστικά. Τό έπάγγελμά του ό Άστ. άσκησε και μετά τήν μεταστροφή του, πού ίσως οφείλεται στόν μάρτυρα Λουκιανό (+ 312), τόν όποιο άκουσε στήν 'Αντιόχεια καί τοΰ όποιου τής διδα¬σκαλίας έγινε φορέας.

Στόν διωγμό τοϋ Μαξιμιανοϋ (303/4) συνελήφθη, άλλά θυσίασε στά είδωλα καί άφέθηκε έλεύθερος. Τό γεγονός αύτό τόν άπέκλεισε άπό τίς τάξεις τοϋ κλήρου, άλλά δέν τόν έμπόδισε νά άναμιχτεΐ στίς θε¬ολογικές συζητήσεις καί μάλιστα νά γίνει ό θεωρητικός τοΰ αρειανι¬σμού, τόν όποιο υπεράσπισε ώς περιοδεύων λαϊκός διδάσκαλος μεταξύ Καππαδοκίας καί 'Αλεξανδρείας καί δή στήν Συρία (μέ κέν¬τρο τήν Αντιόχεια) καί τήν Παλαιστίνη.

Ενωρίς οί άρειανόφρονες είδαν στόν Άστ. τόν πρώτο σχεδόν λό¬γιο, πού θά μπορούσε νά στηρίξει θεολογικά τίς άπόψεις τους. ΓΓ αύτό τοϋ ζήτησαν νά γράψει καί νά τούς βοηθήσει μέ έπιχειρήματα. Ό Άστ. άνταποκρίθηκε μέ τό συνοπτικό έργο του «Συνταγμάτιον», πού είναι καί τό πρώτο θεωρητικο θεολογικό έργο τοϋ άρειανισμοΰ, γραμμένο ίσως πρίν τό 325.

Θεμέλιο τής διδασκαλίας του είναι ότι ό Υίός «έκτίσθη» καί δέν έχει σχέση μέ τήν φύση τοΰ Θεοΰ Πατέρα. Διευρύνει όμως τήν άρεια- νική αύτή άποψη καί τής προσφέρει νέα επιχειρήματα. Προτείνει γιά τόν Πατέρα τόν άγραφο (μή βιβλικό) όρο «άγένητος» («άγένητον εί¬ναι τό μή ποιηθέν, άλλ' άεί όν»: Αθανασίου, Κατά Άρειανών Α', 30) καί γιά τόν Υίό τόν όρο «γενητός». "Ετσι απέφυγε κατά τόν Α¬θανάσιο (Α' 32) τούς όρους «έξ ούκ όντων» καί «ήν ποτε ότε ούκ ήν», οί όποιοι συνάντησαν έντονη άντίδραση. Ή έπιμονή τών ορθο¬δόξων στήν «άληθινή» υίότητα τοΰ Υίοΰ, δηλ. στήν φυσική σχέση του μέ τόν Πατέρα, τόν όδηγεΐ σέ νέα θεωρία. Ό Μονογενής, δηλ. τό πρώτο καί «μόνο» κτίσμα πού ό Πατέρας δημιούργησε «μόνος», ονομάστηκε Υιός, όχι έπειδή γεννήθηκε άπό τόν Πατέρα, άλλά ένε¬κα τών άνθρώπων, τούς όποιους ό Μονογενής δημιουργεί καί οί ό¬ποιοι μετά υίοποιοΰνται. "Οπως ακριβώς ονομάστηκε «Λόγος» ένεκα τών «λογικών» κτισμάτων του καί «σοφία» ένεκα τών «σοφιζομέ- νων» άνθρώπων:
«ού διά τήν έκ Πατρός γέννησιν καί διά τό ίδιον τής ούσίας υίός έστιν, άλλά διά τά λογικά λόγος καί διά τά σοφιζόμενα σοφία και διά τά δυναμούμενα δύναμις λέγεται, πάντως που καί διά τούς υϊοποιουμένους υίός έκλήθη» ('Αθανασίου, Κατά Άρεια¬νών Β' 38).
Οί θεολογικές λύσεις τοΰ Άστ. άσκοΰσαν μεγάλη γενικά έπίδρα- ση καί γι' αύτό άνάγκασαν τόν Αθανάσιο νά άσχοληθεΐ εύρύτατα μέ αύτές στό έργο του «Κατά Άρειανών» καί άλλοΰ, δπου μάλιστα διασώθηκαν τά λίγα άποσπάσματα τοΰ «Συν^αγματίου».

Έν τούτοις ή θεολογική σκέψη τοϋ Άστ. γνώρισε βαθμιαία πρόο¬δο, ή όποία έπηρέασε καί τήν στάση του έναντι τοϋ άρειανισμοΰ. Γι' αύτό καί ό Φιλοστόργιος, άκραΐος άρειανός, τόν κατηγόρησε ότι άλ¬λαξε τήν διδασκαλία τοΰ Λουκιανού, κοινοΰ δασκάλου τών άρεια¬νοφρόνων (Έκκλησ. ιστ. Β' 15 καί Δ' 4). Μεταξύ 331 καί 335 συνέ¬ταξε Έπιστολήν, έρμηνευτικήν τής 'Επιστολής τοΰ Εύσεβίου Νικο¬μήδειας Πρός τόν Παυλΐνον Τύρου. Έκεΐ ό Άστ. επιχειρεί άμβλυν¬ση τής άρειανικής διδασκαλίας, μάλλον μέ τήν συναίνεση τοϋ Εύσεβίου, τόν όποΐο τό ήπιο κλίμα θά διευκόλυνε στίς κινήσεις του πρός έπιβολή τοϋ άρειανισμοΰ. "Ετσι ό Άστ. άνακατάσσεται θεο¬λογικά καί έκφράζεται μέ τρόπο πού δέν εύχαριστεΐ πλέον τούς ά- ρειανόφρονες, άν κρίνουμε καί άπό τό ότι ό Εύσέβιος Καισαρείας (πού διασώζει άποσπάσματα τής Επιστολής τοϋ Άστ. στό έργο του Κατά Μαρκέλλου, ό όποιος μέ τήν σειρά του άνήρεσε τήν έπιστολή τοϋ Άστ.) δέν φαίνεται νά παίρνει τό μέρος τοΰ Άστ., προφανώς γιατί τόν θεωρεί άναθεωρητή τοϋ άρειανισμοΰ. Καί δικαίως, διότι τώ¬ρα ό Άστ. θεωρεί άναγκαΐο τό «πιστεύειν» είς Πατέρα, Θεόν παν¬τοκράτορα, καί είς τόν Υίόν αύτοϋ τόν μονογενή Θεόν, τόν Κύριον ημών Ίησοϋν Χριστόν, καί εις τό Πνεΰμα τό «άγιον» (Μαρ¬κέλλου Αγκύρας, Άπόσπασμα 65). Καί μολονότι ό Υίός ύπήρξε «πρωτότοκος άπάσης κτίσεως» ( = άρα κτίσμα καί αύτός;), ό τέλειος Πατήρ έγέννησε «τέλειος τέλειον, βασιλεύς βασιλέα, κύριος κύριον, θεός θεόν, ούσίας τε καί βουλής καί δόξης δυνάμεως ά- παράλλακτον εικόνα» (Άπόσπ. 96).

Ό Φιλοστόργιος μάλιστα πληροφορεί ότι τό 341 ό άστατος Εύδό- ξιος Γερμανικείας (μετά Κωνσταντινουπόλεως) δανείστηκε άπό άλ¬λη, χαμένη αύτή, Έπιστολή τοϋ Άστ. τόν όρο «όμοιος κατ' ούσίαν» (Έκκλησ. ιστ. Δ' 4). Ό ΥΙός λοιπόν είναι άπαράλλακτος εικόνα τής ουσίας τοϋ Πατέρα, έχει ούσία όμοίαν μέ αύτόν. Οί φρά¬σεις αύτές άναδεικνύουν οπωσδήποτε τόν Άστ. πρώτο όμοιουσια- νό. Καί είχε σαφή συνείδηση, διότι στήν σύνοδο τών Εγκαινίων στήν Αντιόχεια (341), όπου συνόδευσε τόν Διάνιο Καισαρείας τής Καπ¬παδοκίας, έργάστηκε ώς θεολογικός σύμβουλος καί βοήθησε άπο- φασιστικά τούς πρώιμους όμοιουσιανούς νά έπιβάλουν τό ούδέτερο Σύμβολο τοϋ Λουκιανού (τό δεύτερο σύμβολο τής συνόδου αύτής).

Τό γεγονός μαρτυρεί όχι μόνο ότι τό σύμβολο τοΰτο έξέφραζε τόν Άστ., άλλά καί ότι πιθανότατα είναι «έκθεσις πίστεώς» του, έργο δικό του δηλ. Καί αύτό γιά δύο λόγους: Ή άπόδοση τοΰ Συμβόλου αύτοΰ στόν Λουκιανό είναι μεταγενέστερη καί άναπόδεικτη. Τό σύμ¬βολο περιέχει ιδέες καί φράσεις πού βρίσκονται στήν Έπιστολή τοϋ Άστ., τήν όποία μνημονεύσαμε. Δυνατόν όυ,ως νά έθεσε ώς βάση σχετικό κείμενο του Λουκιανού, τό όποιο νά έπεξεργάστηκε καί νά ύπέβαλε μέσω Διανίου στήν σύνοδο. Βέβαια, ό «όμοιουσιανισμός» τοΰ Άστ. δέν ήταν τόσο κοντά στήν όρθόδοξη τριαδολογΐα, όσο ή¬ταν άπό τήν έποχή τοΰ 362 καί μετά, όταν ό Αθανάσιος, ό Ίλάριος καί ό Βασίλειος έδειχναν τίς γέφυρες, άπό τίς όποιες οί όμοιουσια- νοί θά περνοΰσαν στήν Εκκλησία. Αύτό φαίνεται καί άπό τήν διά¬θεση τοΰ Άστ. νά κατανοεί τήν γέννηση τοϋ Υίοΰ «θελήσει» (άρα έν χρόνω) καί όχι «φύσει», όπως θεολογούσε ό Αθανάσιος, γιά νά θεμελιώσει τήν όμοουσιότητά τοΰ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα.

Στήν τελευταία περίοδο τής ζωής του, άπό τό 335 μέχρι τό 341, άνήκουν οι πολλές έξηγητικοπρακτικές "Ομιλίες του σέ Ψαλμούς. Σ5 αύτές άποφεύγει συστηματικά νά θίξει τριαδολογικά προβλήμα¬τα. Ενδιαφέρεται γιά τό βαθύτερο νόημα τής ΠΑ, μέ σκοπό νά ά- παντήσει στούς 'Ιουδαίους, άλλά καταλήγει σέ πρόχειρη πρακτική έξήγηση, μέ τήν έπίδραση ένίοτε τής ραββινικής έξηγητικής. Μόνι¬μη έπίδιωξή του είναι καί ή βαθύτερη οριοθέτηση καί διάκριση χρι¬στιανισμού καί ιουδαϊσμοΰ, τόν όποιο γνώριζε καί χρησιμοποιούσε, άλλά καί πολεμούσε, ύποστηρίζοντας ότι άληθινός κληρονόμος τής Διαθήκης τών προφητών είναι ό χριστιανισμός. Ή έντονη αύτή προσπάθειά του έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι έδρασε κατά κύριο λόγο στό πλαίσιο τής συροπαλαιστινής κοινωνίας, όπου 'Ιουδαίοι, μέ κέν¬τρο τίς συναγωγές, άσκοϋσαν μεγάλη έπίδραση καί οί χριστιανοί αι¬σθάνονταν πολλά τά κοινά πνευματικά στοιχεία μέ αύτούς.

Τό 341 έχουμε τήν τελευταία είδηση γιά τόν Άστ., πού φαίνεται ότι πέθανε τό ϊδιο ή τό έπόμενο έτος.

ΕΡΓΑ

Ό Άστ. συνέταξε πολλά έργα, τά περισσότερα τών όποιων ήταν έξηγη- τικά καί δή ύπομνήματα στούς Ψαλμούς, πού χάθηκαν εκτός άπό λίγα ά¬ποσπάσματα. Μία σειρά 31 'Ομιλιών του, μερικές τών όποιων δέν τού άνήκουν, είναι καί αύτές οίκοδομητική έξήγηση τών Ψαλμών, πλήν τών τελευταίων, πού συνιστούν κηρύγματα στήν Μ. Πέμπτη καί τήν Μ. Παρα¬σκευή. 'Επτά άκόμη κηρύγματά του στίς λοιπές ημέρες τοϋ οκταημέρου τοϋ Πάσχα καταχωρήθηκαν στό σώμα τών έξηγητικών ομιλιών του, έπει-δή άρχίζουν μέ ψαλμικό χωρίο. Στήν πρώτη συγγραφική του περίοδο, μέ¬χρι τό 331, άσχολήθηκε κυρίως μέ τήν θεολογική υποστήριξη πρώτα καί τήν άναθεώρηση έπειτα τοϋ άρειανισμοΰ, γράφοντας τό «Συνταγμάτων» καί Έτζιστολές, άπό τίς όποιες σώζεται άποσπασματικά μόνο μία. Πιθα¬νότατα τοΰ άνήκει καί τό «Σύμβολο» τής συνόδου τών Εγκαινίων (341), πού άποδίδεται στόν Λουκιανό.

Στά έργα του ό Άστ. δικαίωσε τήν φήμη του ώς σοφιστή. Διακρίνεται γιά τήν σαφήνεια καί τό εκλεκτό του ϋφος, τήν γνώση τής Γραφής καί τής ραββινικής έξηγητικής. Συχνά ό λόγος του γίνεται ποιητικός καί μπορεί εύκολα νά διαρθρωθεί σέ στίχους μέ ήμιστίχια έρωτοαποκριτικά ή σέ στί¬χους μέ ήμιστίχια, στά όποια επικρατεί θέση καί αντίθεση καί σταθερός προπαροξυτονισμός (π.χ. 'Ομιλία 25 καί πρώτο μέρος τής 28ης: ΒΕΠ 38, σ. 51, 1-16• σ. 55* σ. 75, 15-25).

Συνταγμάτων. Σύντομη θεωρητική παρουσίαση καί ύπεράσπιση τοϋ ά¬ρειανισμοΰ. Γράφηκε ίσως πρίν τό 325. Σώζονται άποσπάσματα, πού άναι- ρεΐ ό Μ. 'Αθανάσιος.
G. BARDY, Recherches sur s. Lucien d* Antioche et son ecole, Paris 1936, σσ. 341-348.
Επιστολή «πρός έκαστον τών μή ορθώς γραφέντων». Γράφηκε μεταξύ 331 καί 335 πρός άμβλυνση τοϋ άρειανισμοΰ τής Επιστολής τοϋ Εύσεβίου Νικομήδειας πρός Παυλΐνον. Σώζονται άποσπάσματα στό «Κατά Μαρκέλ¬λου» έργο τοϋ Εύσεβίου.
G. BARDY, μν. έργ., σσ. 348-354. Καί άπόσπασμα σέ Έπιστολή Σεβήρου 'Αντιοχείας: Ε. W. BROOKS, The Sixth Book of the Select Letters of Severus of Antioch, 1 2, London 1902, σ. 321, καί II 2, σ. 286. ΒΕΠ 29,31 κ.ά.
Όμιλίαι 31 έξηγητικαι είς Ψαλμούς. Μέρος τών ομιλιών άποδίδονταν στόν Χρυσόστομο καί τόν Άστέριο Άμασείας. 'Αμφισβητείται ή γνησιότητα τών όμιλιών 1,14, 24, 26, 27 (τό β' μέρος) καί 28 (οί παράγρ. 8 καί 9). Γράφηκαν μετά τό 335.
PG 40, 389-477• 55, 35-39, 539-547 καί 549-558. Μ. RICHARD, Asterii Sophistae commentariorum in Psalmos quae supersunt. Accedunt aliquot homiliae anonyme, Osloae 1956. E. SKARD, Index Asterianus (βάσει τής εκδόσεως τοϋ Richard), Osloae 1962. ΒΕΠ 37, 155-262 καί 38, 23-89.
Σύμβολον τοϋ έτους 341, γνωστό ώς έργο τοϋ Λουκιανού.
J. Ν. KELLY, Altchrisiliche Glaubensbekenntnisse. Geschichte und Theologie, Gottingen 1972, σσ. 265-267. PG 26, 721-722. PL 10, 502-503.
'Αποσπάσματα ύπομνημάτων-σχολίων είς Ψαλμούς. Άπό «Σειρές».
Μ. RICHARD, μν. έργ., σσ. 249-273. ΒΕΠ 38, 91-111. R. DEVREESSE, Les anciens commentateurs grecs des Psaumes, Vaticano 1970, σσ. 234-237.
Πιθανώς ύπομνημάτισε άκόμα τήν Πρός Ρωμαίους καί τά Ευαγγέλια, δ¬πως πληροφορεί ό Ιερώνυμος (De viris ill. 94). "Ιχνη δμως τέτοιων έργων δέν βρέθηκαν, εκτός άν κυκλοφόρησαν μέ άλλα ονόματα, όπως τοϋ Χρυ¬σοστόμου, όταν υποχώρησε όριστικά ό αρειανισμός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. RICHARD, Les homelies d' Asterius sur les Psaumes 1V-VII: Rb 44 (1935) 548-558. TOY ΙΔΙΟΥ, Line ancienne collection d' homdlies grecques sur les Psaumes I-IV: SO 25 (1947) 54-73. TOY ΙΔΙΟΥ: SO 29 (1951) 24-33. G. BARDY, Recherches sur s. Lucien d' Antioche et son ecole, Paris 1936, σσ. 85 έξ. (γιά τό Σύμβολο). Ε. SCARD, Asterios von Amaseia und Asterios der Sophist: SO 20 (1940) 86-132 (γιά τίς όμιλίες). TOY ΙΔΙΟΥ, Bemerkungen zu den Asterios-Texten: SO 27 (1949) 54-69. TOY ΙΔΙΟΥ: SO 31 (1955) 138-140, 34 (1958) 58-64 καί 35 (1959) 128-129. J. C. DIDIER, Le pidobaptisme au IV' sifccle; MSR 6 (1949) 233-246. H. AUF DER MAUR, Die Osterhomilien des Asterios Sophistes als Quelle fur die Geschichte der Osterfeier, Trier 1967. J. DUPLACY, L' homelie II d' Asterius le Sophiste, homelie de Γ Octave Pascala?: Mu 86 (1973) 275-282. G. GELSI, Kirche, Synagoge und Taufe in den Psalmenhomilien des Asterios Sophistes (πολυγρ. διατριβή), Wien 1978. Β, ΨΕΥΤΟΓΚΑ, Αί περί σταυροϋ καί πάθους τοϋ Κυρίου όμιλίαι,.., Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 97-103 (περί τής όμιλίας 31).

36. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ( + 342) οργανωτής τοϋ άρειανισμοΰ

ΓΕΝΙΚΑ

Ό Εύσέβιος Νικομήδειας ύπήρξε άνδρας θεληματικός καί πολύ δραστήριος, τόσο στό προσκήνιο όσο καί στό παρασκήνιο. Άπό τούς πρώτους δέχτηκε τήν κακοδοξία τού Αρείου καί γι' αύτό καταδι¬κάστηκε. Στήν σύνοδο τής Νίκαιας (325) παρουσιάστηκε ώς υπόδι¬κος. Έκεΐ ύπαναχώρησε καί ύπέγραψε τό Σύμβολό της, γιά ν1 αποφύγει τό χειρότερο, άλλά αμέσως μετά τήν Σύνοδο άρχισε τήν φιλοαρειανική του δράση μέ άποτέλεσμα νά έξοριστεΐ. Συνέχισε ό¬μως τόσο έντονα κι έντεχνα τό έργο του, ώστε όχι μόνο νά έπανέλ- θει στήν έδρα του Νικομήδεια, άλλά καί αύτός νά όργανώσει έκκλησιαστικά τόν άρειανισμό καί νά τόν έπιβάλει στήν αύτοκρα- τορική αύλή καί στήν Ανατολή γενικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τότε οί άρειανόφρονες ήταν γνωστοί ώς «οί περί τόν Εύσέβιον». Ό Εύσέβιος, γιά νά φθάσει στό άποτέλεσμα τούτο, έπρεπε νά πετύχει τήν ακύρωση τών αποφάσεων τής Νίκαιας καί τήν καταδίκη τών φορέων καί ισχυρών ύποστηρικτών τής θεολογίας της. "Ετσι, μέ τήν βοήθεια τοϋ Μ. Κωνσταντίνου ( + 337) (τόν όποιο μάλιστα βάπτισε στήν επιθανάτια κλίνη) καί τοΰ διαδόχου του Κωνσταντίου (επί τοϋ όποιου έγινε καί επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, 339-342), πέτυχε τήν σύγκληση πολλών άρειανικών συνόδων, στίς όποιες καταδικά¬στηκαν ό Μ. 'Αθανάσιος, ό Εύστάθιος 'Αντιοχείας κ.ά. καί άποκα- ταστάθηκαν ό "Αρειος καί οί όπαδοί του. Δέν κατόρθωσε όμως οΰτε τήν θεολογία τοΰ 'Αθανασίου νά άνατρέψει, οϋτε τίς μικρές νησίδες τής όρθοδοξίας νά έξαλείψει. Ό Εύσέβιος πέθανε περί τό 342, περι¬μένοντας τήν άπάντηση τής Ρώμης, ή όποία μέ ύπόδειξή του ήθελε νά συγκαλέσει μεγάλη σύνοδο, πού θά έκρινε τήν όλη έκκλησιαστι¬κή κατάσταση. Τότε όμως ζοϋσε στήν Ρώμη ώς έξόριστος ό 'Αθα¬νάσιος, πού έπεισε τόν Ρώμης Ιούλιο καί τούς δυτικούς γιά τήν ορθότητα τής δικής του τακτικής καί θεολογίας.

ΕΡΓΑ

Ό Εύσέβιος δέν ύπήρξε θεολόγος, άλλά έγραψε πολλές Επιστολές, γιά νά διαδώσει, νά ύποστηρίξει καί νά όργανώσει τόν άρειανισμό. Άπό αύ¬τές, πού δέν έχουν ιδιαίτερη θεολογική άξία, σώθηκαν μόνο:

Πρός "Αρειον. Γράφηκε πρίν άπό τό 324. Σώζεται μικρό άπόσπασμα, στό όποιο λέγεται γιά τόν Υίό: «τό πεποιημένον ούκ ή ν πρίν γενέσθαι• τό γενό- μενον δέ άρχήν έχει τού είναι». ΒΕΠ 37, 96. PG 26, 712Α. Η. G. Opitz, Athanasius Werke, III 1, Berlin-Leipzig 1934, σ. 3.

Πρός Παυλϊνον Τύρου. Επίσης προνικαϊκό κείμενο (320/2). Γράφηκε γιά νά πείσει τόν Παυλΐνο, ότι δέν ύπάρχουν «δύο άγέννητα» καί ότι ό Υίός είναι «κτιστός» καί διαφορετικής ούσίας άπό τόν Πατέρα. Βλ. ΒΕΠ 37, 104-106. PG 82, 913-916. Opitz, μν. έργ., σσ. 15-17.
Πρός τήν (δευτέράν) σύνοδον τής Νικαίας. Αίτηση, τήν όποία κάνει περί τό 326/7 μέ τόν συνεξόριστό του θέογνι Νικαίας πρός τόν Αλέξανδρο Α¬λεξανδρείας κυρίως, γιά νά άναθεωρηθεΐή καταδίκη του. Βλ. ΒΕΠ 37,140. Opitz, μν. έργ., σσ. 65-66.

Μνημονεύεται άκόμη Βιβλίον μετανοίας, πού ό Εύσέβιος ύπέβαλε άρχι¬κά στήν σύνοδο τής Νίκαιας ώς έκθεση πίστεως, ή όποία θεωρήθηκε όμό- φωνα κακόδοξη (Αμβροσίου, De fidei III 15' Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστ. Α' 6) καί άπό τήν όποία παραιτήθηκε. Opitz, μν. έργ., σ. 42.

ΘΕΟΓΝΙΣ (ΘΕΟΓΝΙΟΣ) ΝΙΚΑΙΑΣ. Άπό τούς πρώτους όπαδούς τοϋ Αρείου καί μάλλον «συλλουκιανιστής», τόν όποΐο όμως κατη¬γόρησε ό Φιλοστόργιος (Έκκλησ. ιατ. II 15) δτι παραχάραξε τήν δι- δασκαλΐα τοϋ Λουκιανού, έπειδή φρονούσε δτι ό Θεός μπορούσε νά είναι Πατήρ καί πρίν γεννήσει τόν Υίό. Άρχικά υπέγραψε ύποκριτι- κά καί μετά καταπολέμησε τό Σύμβολο τής συνόδου τής Νίκαιας. Εξορίστηκε άμέσως μετά τήν σύνοδο, επανήλθε μέ τό «Βιβλίον με¬τανοίας» (326/7), πού συνυπέγραψε μέ τόν Εύσέβιο Νικομήδειας, καί πήρε μέρος στίς συνόδους τών έτών 330 καί 335. Πέθανε μάλλον πε¬ρί τό 343.

Ή σύνοδος τής Σαρδικής (343) τοΰ προσγράφει τρία άποσπάσματα στήν λατινική άπό δύο Επιστολές του (D. de Bruyne, Deux lettres inconues de Theognius, Γ eveque arien de Nicee: ZNW 27 [1928] 107-110. Βλ. καί G. Bardy, Recherches sur s. Lucien d' Antioche et son ecole, Paris 1936, σσ. 210-214. ΒΕΠ 37, 140).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. L1CHTENSTEIN, Eus. von Nikomedien. Versuch einer Darstellung seiner Personlichkeit und seines Lebens..., Halle 1903. K. MLILLER: ZNW 24 (1925) 290-292 (Γιά τήν γνησιότητα τής έπιστολής πρός τήν σύνοδο Νικαίας. 'Αντίθετη άποψη: RSR 1933, σσ. 430-450). Μ. SPANNEUT: DHGE XV (1963) 1466-1471. Β. ΦΕΙΔΑ, Ή Α' Οίκ. Σύ-νοδος..., 'Αθήνα 1974, σσ. 89-93. C. LUIBHEID, Thearianism of Eusebius of Nicomedia: Irish theol. Quarterly 43 (1976) 3-23 (θέτει ερωτηματικά γιά τόν άρειανισμό του Εύσ.). Κ. SCHAFERDIEK, Zu Verfasserschaft und Situation der epistula ad Consiantiam de imagine Christi: ZKG 91 (1980) 177-186 ( = πιθανός συντάκτης ό Εύσέβιος Νικομήδειας καί όχι ό Εύσ. Καισαρείας). R.P.C. HANSON, The fate of Eustathius of Antioch: ZKG 95 (1984) 171-179.

37. ΣΥΝΟΔΟΙ ΣΑΡΔΙΚΗΣ καί ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΕΩΣ (343)

Οί επίσκοποι Ανατολής καί Δύσεως επιθυμούσαν νά λυθεΐ τό θέμα τής κανονικότητας τοϋ Αθανασίου καί τών όμοφρόνων του, καταδικασμένων στήν Ανατολή, άθωωμένων στήν Δύση. Καί οί άδελφοί αύτοκράτορες Κών¬στας καί Κωνστάντιος έβλεπαν νά μεγαλώνει έπικίνδυνα τό χάσμα μεταξύ δυτικών καί άνατολικών. "Ετσι λοιπόν βρήκε άπήχηση στόν Κωνστάντιο ή πρωτοβουλία τοϋ Κο' νστα, συνεννοημένου άσφαλώς μέ τόν 'Ιούλιο Ρώ¬μης καί τόν Αθανάσιο, γιά συγκρότηση γενικής-οΐκουμενικής συνόδου στήν Σαρδική (ή Σερδική: Σόφια Βουλγαρίας), στά όρια τοϋ άνατολικοϋ καί δυ¬τικού ρωμαϊκού κράτους, άλλά εντός τοϋ δευτέρου. Οί έπίσκοποι συνάχτη¬καν τό φθινόπωρο τοϋ 343 καί ίσως τό 342 (Richard καί άλλοι). Πρίν όμως αρχίσουν οί εργασίες, οί 76 περίπου άνατολικοί άπήτησαν άνένδοτα τόν άποκλεισμό τών καταδικασθέντων στήν Τύρο-Ίεροσόλυμα (335), δηλ. τών Αθανασίου, Μαρκέλλου Άγκυρας κ.ά. "Οταν οί δυτικοί (περί τούς 300;) άρνήθηκαν, οί άνατολικοί συγκρότησαν άντισύνοδο, ή όποία, άφοϋ μ' Έ¬πιστολή εξήγησε τήν θέση της, μεταφέρθηκε στήν Φιλιππούπολη, όπου συ¬νέχισε διαβουλεύσεις καί άναθεμάτισε τούς δυτικούς, όπως μετά καί οί δυτικοί τούς άνατολικούς.

Πρώτο μέλημα τών δυτικών έπισκόπων (μέ τήν προεδρία τοϋ Κορδούης Όσιου) ήταν ή δικαίωση τής έναντι τοϋ Αθανασίου τακτικής τής Ρώμης καί ή βάσει γραπτών εξηγήσεων άπαλλαγή τοϋ Μαρκέλλου άπό τίς εναν¬τίον του κατηγορίες καί δή άπό τήν κατηγορία ότι έθετε τέλος στήν βασι¬λεία τοϋ Χριστού. Παράλληλα κινήθηκε θέμα συντάξεως σνμβόλου πίστεως, κάτι πού, μέ τήν επέμβαση τοϋ Αθανασίου, θεωρήθηκε περιττό, έφόσον υπήρχε αύτό τής Νίκαιας. Κρίθηκε όμως άναγκαΐο νά γίνουν άναλύσεις λε¬πτομερείς, πέρα τοϋ Συμβόλου τής Νίκαιας. Αύτές περιλήφτηκαν στήν Έ¬πιστολή τής συνόδου «Τοϊς άπανταχοϋ έπισκόποις τής καθολικής Εκκλη¬σίας», προϋποθέτουν τήν Νίκαια καί ύπενθυμίζουν τήν ορολογία τής Β' Ε¬πιστολής τοϋ Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας. Σημαντικό είναι ότι στίς άνα- λύσεις αύτές γίνεται, πλήν άλλων, προσπάθεια έξηγήσεως τής νικαϊκής φράσεως «τούς... έξ έτέρας υποστάσεως ή ούσίας φάσκοντας είναι ( = τόν Υίόν)... άναθεματίζει ή Εκκλησία». Ή φράση δημιουργούσε μεγάλα προ¬βλήματα, διότι άπό τό 340 τουλάχιστον άρχισαν οί συζητήσεις περί τών υ¬ποστάσεων. Τώρα, ή σύνοδος τής Σαρδικής κάνει τό πρώτο, έστω άτελές, βήμα, έξηγώντας ότι, μέ τόν όρο υπόσταση έννοεΐται (καί στήν Νίκαια) ή ούσία: «μίαν είναι ύπόστασιν, ή ν αύτοί οί αιρετικοί ούσίαν προσαγορεύου- σι, τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τοϋ άγίου Πνεύματος» (GCS 44, 113). Α¬μέσως μετά θεμελιώνει καί τήν αυτοτελή ϋπαρξη τών τριών προσώπων.

Ή σύνοδος τής Σαρδικής άπέκτησε ιδιάζουσα σημασία στήν άνάπτυξη πρωτείου δικαιοδοσίας τοϋ έπισκόπου Ρώμης, ένεκα τών κανόνων 3-5, τούς οποίους εισηγήθηκαν στά μέλη τής συνόδου οί "Οσιος Κορδούης καί Γαυ- δέντιος.

Ή γνησιότητα τών κανόνων άμφισβητήθηκε καί ή έρμηνεία τους παρου¬σιάζει προβλήματα. Φαίνεται όμως ότι, καί άν άκόμη γνώρισαν κάποιες μεταγενέστερες έπεμβάσεις, είναι μάλλον γνήσιοι. Μάλιστα οί κανόνες ό¬λοι τής Σαρδικής πολύ ενωρίς στήν Ρώμη συνδέθηκαν έπίτηδες ή άπό λά¬θος μέ τούς κανόνες τής Νίκαιας καί κυκλοφορούσαν ώς νικαϊκοί, δηλαδή μέ αύξημένο κύρος. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τούς κανόνες 3-5, όταν ένας επί¬σκοπος καταδικαστεί άπό τοπική σύνοδο, δικαιούται, έφόσον έχει σοβα¬ρούς λόγους, νά προσφύγει στόν έπίσκοπο Ρώμης. Αύτός έξετάζει τήν υπόθεση καί άν κρίνει σκόπιμο άναπέμπει τήν ύπόθεση στήν τοπική σύνο¬δο, ή όποία κρίνει έκ νέου. Οί κανόνες αύτοί δέν θεσμοθετούν γιά τόν Ρώ¬μης τό έκκλητον, τό δικαίωμα δηλαδή νά δέχεται έφεση καί νά κρίνει αύτός σέ δεύτερο βαθμό. Τοϋ δίνουν όμως γιά πρώτη φορά τήν εύχέρεια ν' άπο- φασίζει αύτός, έάν μιά ύπόθεση θά έπανακριθεΐ ή όχι άπό τό φυσικό της δικαστήριο, δηλ. τήν τοπική σύνοδο. Τήν ευχέρεια πάντως αύτή, πού δέν- είναι σύμφωνη πρός τόν κανόνα 6 τής Α' Οίκουμ. Συνόδου, έρμήνευσαν
οί ρωμαϊκοί έκκλησιαστικοί κύκλοι ώς στηρικτική τοϋ ρωμαϊκού πρωτείου, μολονότι στήν πράξη τής ίδιας τής Δύσεως δέν έφαρμόστηκε, δπως δεί¬χνει καί ή περίπτωση τής συνόδου τοϋ 418 στήν Καρθαγένη, δπου οί συνο¬δικοί δέν αναγνώρισαν ανάλογες άξιώσεις τοϋ Ρώμης, άλλ' έπέμειναν οί κρίσεις νά όριστικοποιοϋνται στήν τοπική σύνοδο. Γενικότερα οί κανόνες αύτοί δέν προϋποθέτουν παλαιότερο έθος καί ήχοϋν άνάρμοστα στήν έπο¬χή, όπότε μάλιστα οί εκπρόσωποι τοϋ Ρώμης στίς συνόδους όχι μόνο δέν προεδρεύουν, άλλ' ούτε καί παίζουν ρόλο άποφάσιστικό. Οί κανόνες 3-5 κατανοούνται στό πλαίσιο τής έποχής, στήν όποία έπικρατοϋσε σύγχυση. Τότε οί όρθόδοξοι δυτικοί καί άνατολικοί ζητούσαν κάποιο έρεισμα γιά τήν έπανεξέταση άπό σύνοδο τοϋ θέματος τοϋ Μ. 'Αθανασίου. Δέν είναι τυ¬χαίο μάλιστα ότι έφαρμόστηκαν οί κανόνες αύτοί στήν 'Ανατολή πάλι σέ μιά έποχή συγχύσεως καί άνωμαλιών, δηλ. στήν έποχή τοΰ Φωτίου. Καί τότε όμως, όταν έπιτεύχτηκε κοινή σύνοδος (880) άνατολικών καί δυτικών, άποφασίστηκε δ,τι καί στήν Καρθαγένη, δηλ. οί όριστικές κρίσεις όλων τών θεμάτων τελείωναν στήν τοπική σύνοδο.

Κείμενα άνατολικών:

Έπιστολή άνατολικών καί σύμβολο. Δικαιολογούσαν πρός τίς Εκκλη¬σίες τήν άποχώρησή τους καί γιατί ό 'Αθανάσιος καί ό Μάρκελλος καλώς είχαν καταδικαστεί. Πρόσθεταν καί σύμβολο< πίστεως, τό όποιο μάλιστα ήταν ουσιαστικά έκεΐνο πού τό 341 έστειλαν άπό τήν 'Αντιόχεια στά Τρέ- βιρα, δηλ. τό τέταρτο σύμβολο 'Αντιοχείας, άρκετά ούδέτερο (χωρίς άνα- φορά τοϋ όρου ούσία καί μέ καταδίκη τής φράσεως «ήν ότε ούκ ήν» ό Υίός).
Α. FEDER: CSEL 65 (1916) 48-78. Α. HAHN-G.L. HAHN, Bibliothek der Symbole..., σσ. 190-191.
Κύκλος πασχάλιος. 'Ασχολήθηκαν καί μέ τόν έορτασμό τοϋ Πάσχα.
C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, I, σσ. 641-643.
Κείμενα δυτικών:
Έπιστολαί τών συνοδικών τής Σαρδικής Τοις άπανταχοΰ έπισκόποις τής καθολικής Έκκλησίας καί Πρεσβυτέροις Έκκλησίας 'Αλεξανδρείας. Σώ¬θηκαν στήν έλληνική άπό τόν 'Αθανάσιο (Απολογητικός Β' 37-50: ΒΕΠ 31, 70-90) καί, ή πρώτη μόνο, άπό τόν Θεοδώρητο (Έκκλησ. ιστορία Β' 8, 1-52: GCS 44 [1911] 101-118).
Έπιστολαί τών συνοδικών τής Σαρδικής Ad universas Ecclesias (καί έλ¬ληνικά), Ad Julium papain, Ad Mareoticas ecclesias καί Ad Constantium imperatorem. Έπιστολή προσωπική τών Όσίου Κορδούης καί Πρωτογένη Σαρδικής Ad Julium papain. Σώθηκαν σέ λατινικές πηγές καί δή άπό τόν Ίλάριο Poitiers. Στήν λατινική περιέργως σώθηκαν καί δύο Επιστολές τοϋ 'Αθανασίου (άπό τήν σύνοδο αύτή) πρός τόν κλήρο 'Αλεξανδρείας καί πρός τήν 'Εκκλησία Μαρεώτιδας.
Α. FEDER: CSEL 65 (1916) 103-130, 181-184. C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, 1, σσ. 644-662.
Κανόνες 21. Ή σύνοδος άσχολήθηκε μέ τήν σύνταξη καί κανόνων, πού άφοροϋσαν τούς έπισκόπους καί δή τήν άπόδοση δικαιοσύνης εις αύτούς καί τό άμετάθετό τους. Φαίνεται ότι έξ άρχής συντάχτηκαν καί στήν έλλη¬νική καί στήν λατινική. Τά δύο κείμενα έχουν διαφορές, πού δημιουργούν προβλήματα Απόλυτης γνησιότητας τους.
PITRA, ι, 468-483. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Κανόνες, σσ. 176-193. JOANNOU, 1 2, σσ. 159-189. C. TURNER: ΕΟΜΙΑ, I, σσ. 452-544. Καί μεταφράσεις στίς άνατολικές γλώσσες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

W. SCHNEEMELCHER, Serdica 342...: Ecclesia semper reformanda. Ε. Wo/fzum 50. Geburtstag (έκδ. W. Schneemelcher - K. Steck), Bonn 1952, σσ. 83-104. V. DE CLERCQ, Ossius of Cordova..., Washington 1954, σσ. 314-405. Η. HESS, The canons of the Council of Sardica A. D. 343..., Oxford 1958. K. GIRARDET, Kaisergericht und Bischofsgericht..., Bonn 1975. M. RICHARD, Le comput pascal par octaeteris: Mu 87 (1974) 318 έξ. (δπου ό συντάκτης θεωρεί ώς βέβαιο £τος συγκλήσεως τής συνόδου τής Σαρδικής τό έτος 342). Α. CRABBE, Cologne and Serdica: JThS 30 (1979) 178-185. L. W. BARNARD, The Council of Serdica. Some problems re-assessed: AHC 12 (1980) 1-25. Μ. TETZ, Ante omnia de sancta fide et de integritate veritatis. Glaubensfragen auf der Synode von Serdica (342): ZNTW 76 (1985) 243-269.
38. ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (344)

Οί αύτοκράτορες Κώνστας τής Δύσεως καί Κωνστάντιος τής 'Ανατολής διαπίστωναν συνεχώς τίς άρνητικές συνέπειες τοϋ όριστικοϋ ρήγματος, τό όποιο δημιουργήθηκε μεταξύ τών δυτικών καί τών άνατολικών έπισκόπων μετά τήν σύνοδο τής Σαρδικής (343 ή 342). Φαίνεται μάλιστα πώς οί άρεια- νόφρονες άνατολικοί, άφοΰ είχε πεθάνει ό Εύσέβιος Νικομήδειας (341/2), αύτός δηλ. πού όργάνωνε τήν παράταξη τών άρειανοφρόνων, ήταν περισ¬σότερο διατεθειμένοι νά κάνουν παραχωρήσεις πρός τούς όρθόδοξους δυ¬τικούς, κάτι πού ένθάρρυνε καί ό Κωνστάντιος. Σέ τέτοιο κλίμα συνήλθε άγνωστος άριθμός άνατολικών έπισκόπων στήν 'Αντιόχεια καί συνέταξαν θεολογικό κείμενο, τήν λεγόμενη «Μακρόστιχον έκθεσιν», ή όποία περι¬λαμβάνει: α) τό κάπως ούδέτερο τέταρτο σύμβολο τής 'Αντιόχειας (341), β) τούς άναθεματισμούς τής Νίκαιας (325), τούς όποιους άναλύει καί άντι- κρούει, γ) άπόρριψη καί άντίκρουση τών άντιλήψεων τών Μαρκέλλου Άγ- κύρας καί Φωτεινού Σιρμίου καί δ) αντίκρουση πατροπασχιτικών καί σαβελλιανικών άντιλήψεων.

Πρόκειται, φαίνεται, γιά προσπάθεια συγκερασμού απόψεων καί προ¬παντός διάθεση τών άνατολικών ν" άπαλλαγοϋν άπό τήν εναντίον τους κα¬τηγορία τών δυτικών ότι παρέμεναν άρειανοί. "Ετσι, ένώ παραθέτουν τό παλαιότερο τους τέταρτο σύμβολο τής 'Αντιόχειας, στό όποιο δέν γίνεται λόγος γιά τήν ούσία, όμολογούν (§ 4) τόν Υίό φύσει Υίό τοϋ Πατέρα: «πρό τών αιώνων γεννηθέντα έκ τού Θεοϋ, Θεόν κατά φύσιν τέλειον είναι καί άληθή». Άκόμη ομολογούν πίστη «εις τήν παντέλειον Τριάδα τήν άγιωτά- την... Θεόν μέν τόν Πατέρα λέγοντες, Θεόν δέ καί τόν Υίόν, ού δύο τού¬τους Θεούς, άλλ' έν όμολογοϋμεν τής θεότητος άξίωμα καί μίαν άκριβή τής βασιλείας τήν συμφωνίαν, πανταρχοϋντος μέν καθόλου πάντων καί αύ¬τοϋ τοϋ Υίοϋ μόνου τοϋ Πατρός, τοϋ δέ Υίοϋ ύποτεταγμένου τώ Πατρί». Κι ένώ κάνουν τό πολυσήμαντο βήμα, δεχόμενοι τόν Υίό Θεό «κατά φύσιν τέλειον», άφήνουν νά φανεί ή ιδέα τής υποταγής, ότι παρ' όλα αύτά ό Υίός «ύποτέτακται τω Πατρί», είναι κάπως κατώτερος τοϋ Πατέρα. Ή τάση αύτή θά έμφανιστεΐ στά σύμβολα τών συνόδων στό Σίρμιο (άπό τό 351 καί μετά) καί δείχνει τήν δυσκολία τών πρώην άκραίων άρειανοφρόνων νά δε-χτούν τήν συναϊδιότητα τοϋ Πατέρα καί τοϋ Υίοϋ, όπως τήν πίστευαν οί όμοουσιανοί. Τήν «Μακρόστιχον έκθεσιν» παρουσίασε τετραμελής αντι¬προσωπεία σέ σύνοδο δυτικών στό Μιλάνο (345), άλλά δέν έφερε τήν προσ¬δοκώμενη συμφιλίωση, άφοΰ μάλιστα δέν περιείχε άθώωση τοϋ Μ. 'Αθα¬νασίου.

Τό κείμενο διέσωσε ό 'Αθανάσιος (Περί τώνέν Άριμίνφ... συνόδων 26) καί ό Σωκρά¬της (Έκκλησ. ιστορία Β' 9, 3-28). ΒΕΠ3\, 310-313. Α. HAHN-G. L. HAHN, Bibliothek der Symbole..., Breslau 1897, σσ. 192-196. Η. G. ΟΡΙΤΖ, Athanasius Werke, II 1, σσ. 251-254.

39. ΑΦΡΑΑΤ(ΗΣ) <+ λίγο μετά τό 345) πρώτος σύρος όρθόδοξος συγγραφέας
Ό Άφραάτης (στά συριακά: Άφραάτ) ύπήρξε ό πρώτος σύρος όρθόδοξος συγγραφέας καί ό πρώτος χριστιανός πού έγραψε στήν έπικράτεια τών σασσανιδών Περσών. Γεννήθηκε μάλλον μεταξύ 260 καί 275, στά σύνορα Συρίας καί 'Ιράκ, καί έζησε μεταξύ τών λίγων χριστιανών τής περσικής κοινωνίας, στήν όποία οί 'Ιουδαίοι άσκού- σαν αποφασιστική έπίδραση, πνευματική καί οίκονομική. "Εμεινε κι έδρασε στούς κόλπους τής κοινωνίας, καλλιέργησε τήν άσκηση, πρόβαλε τήν έγκράτεια καί τήν παρθενία, χωρίς ό ίδιος νά είναι έπι- κεφαλής μοναχών καί χωρίς νά γίνει έπίσκοπος, δπως ύποστηρίχτη- κε. ΓΗ παιδεία του βρισκόταν στά πλαίσια τής χριστιανικής κατη¬χήσεως τοϋ Γ' αί. Αύτό, γενικά γιά τόν περσοσυριακό χώρο καί ει¬δικά γιά τόν Άφραάτη, σήμαινε άγνοια τής ελληνικής παιδείας, ά¬γνοια τής θεολογικής διεργασίας, πού είχε συντελεστεί έξω άπό τόν έλληνοσυριακό χώρο, εύρεία γνώση του σημιτικού πνεύματος καί τής ραββινικής γραμματείας καί οικειότητα πρός τό ίουδαιοχριστιανι- κό πνεΰμα. Τήν κατάσταση αύτή άπηχοΰν τά έργα τοΰ Άφραάτη, πού άρχισε νά γράφει τό 337. Αισθάνεται μάλιστα ύπερήφανος καί τό δηλώνει (Έπίδειξις 22, 26) σαφώς δτι γράφει άποκλειστικά ώς «μα¬θητής» τών Γραφών καί ότι άφήνει κατά μέρος κάθε φιλοσοφική γνώ¬ση. Ή έρευνα όμως έδειξε ότι έκτός άπό τήν σημιτική άνθρωπολογία καί έσχατολογία τόν επηρέασαν περιθωριακά ό γνωστικισμός τοϋ Ούαλεντίνου (βλ. τήν ίδια Έπίδειξιν 22) καί οί κουμρανικές άντι- λήψεις.

Τήν Γραφή, τήν όποία γνωρίζει στήν μορφή τής συριακής πεσιτ(τ)ώ καί τοΰ Διατεσσάρων Ευαγγελίου τοϋ Τατιανοΰ, ερμηνεύει ίστορι- κογραμματικά καί μέ τήν ϊδια τήν Γραφή. Εμφανίζεται δμως καί στόν Άφραάτη τό ένδιαφέρον γιά τυπολογική έρμηνεία. Αξιολογεί γεγονότα τής 77Δ ώς raza (μυστήριο/τύπος/σύμβολο), πού στήν ΚΑ γίνονται seraza (άλήθεια). Τήν άλήθεια κατανοούν μόνο οί χριστια¬νοί, πού αποτελούν τήν συνέχεια τοΰ ιουδαϊκού λαοΰ, ώς δέκτη τών θείων έπαγγελιών. Ή έρμηνεία του, πού σπάνια γίνεται θεολογική, έγκλωβίζεται κυρίως στήν παλαιοδιαθηκική καί ίουδαιοχριστιανική παράδοση καί αποβλέπει σέ δύο σκοπούς. Πρώτον, στήν θεμελίω¬ση καί προβολή τής παρθενίας καί τής άσκήσεως, πού συνιστούν τό έσχατο ιδεώδες τής Έκκλησίας. Οί έγκρατιτικές τάσεις τόν έπη- ρεάζουν τόσο πολύ, ώστε συχνά δίνει τήν έντύπωση δτι στήν 'Εκ¬κλησία άνήκουν μόνο ή κατ' έξοχήν οί παρθενεύοντες άσκητές («υιοί /θυγατέρες τής Διαθήκης»), ιδέα τήν όποία πήρε ίσως άπό τήν κοι¬νότητα τοϋ Κουμράν. Στήν 7η Έπίδειξιν μάλιστα θέλει τούς βαπτι- ζόμενους όλους παρθένους. Αύτοί πάντως δέν συνιστούσαν μονα¬στικές κοινότητες, οΰτε ζούσαν έρημιτικό βίο. Ζοΰσαν στούς κόλ¬πους τής έκκλησιαστικής κοινότητας, δπου, φαίνεται, σχημάτιζαν είδος ομάδων τών εκλεκτών. Δεύτερον, άποβλεπει στήν προβολή τοΰ χριστιανισμού ώς άληθινοϋ άποδέκτη τών εκπληρωμένων πλέον έ¬παγγελιών, πού άρχικά δόθηκαν στόν 'Ισραήλ. Ό Άφραάτης είναι στήν άπλοϊκή του θεολογία όρθόδοξος (μολονότι άγνοοϋσε άκόμα καί τό θεολογικό γεγονός τής Συνόδου τής Νίκαιας), χωρίς αύτό νά σημαίνει δτι μέ τήν έπίδραση τοϋ ιουδαϊκού πνεύματος δέν άπέφυγε παρεκκλίσεις, δπως π.χ. δτι οί ψυχές μετά τόν θάνατο ναρκώνον¬ται μέχρι τήν δευτέρα παρουσία κ.ά. Παρά ταύτα μέ τό έργο του θε¬μελίωσε ούσιαστικά τήν συριακή χριστιανική γραμματεία καί δημιούργησε τις προϋποθέσεις γιά τήν έμφάνιση τοϋ έντυπωσιακοΰ έργου τοϋ Έφραίμ. Γι* αύτό καί δίκαια έμεινε στήν ιστορία ώς «ό σοφός Πέρσης».

Επιδείξεις. Ό Άφραάτης άναδείχτηκε, παρά τήν θεολογική του ρηχό- τητα, ταλαντούχος συγγραφέας, μέ διάθεση μάλιστα ποιητική. Συνέταξε 23 σύντομα καί γλαφυρά άσκητικοοικοδομητικά, παραινετικά, ύμνητικά καί άντιιουδαϊκά έργίδια ή λόγους πού ονόμαζε Τ ah w'j at a = Επιδείξεις ή Εκθέσεις. Τά 10 πρώτα έγραψε τό 337, τά έπόμενα 11 τό 344 (μέ άφορμή καί τόν ρόλο τών 'Ιουδαίων στόν διωγμό κατά τών χριστιανών τοϋ πέρση μονάρχη Σαπ(φ)ώρ τό 338 καί μετά) καί τό 23ο τό 345.

Τά δέκα πρώτα πραγματεύονται άντίστοιχα περί πίστεως, άγάπης, νηστείας, προσευχής, πολέμου, άσκητών («υίών τής διαθήκης»), μετανοίας, άναστάσεως, ταπεινοφροσύνης καί ποιμένων. 'Αποτελούν θαυμάσιο άσκη- τικο-πνευματικό βοήθημα μέ σκοπό τήν τελείωση καί εϊρήνη τοϋ πιστού μέ τήν πίστη, τήν εγκράτεια καί τήν παρθενία. Τά έργα του αύτά δημιούργησαν τό χαρακτηριστικό άσκητικό κλίμα τής συριακής Έκκλησίας, άλ¬λά δέν φθάνουν στό ϋψος τής νηπτικής θεολογίας καί δέν υποδεικνύουν στάδια άσκητικοΰ βίου. 'Απευθύνονται στούς «υίούς (καί θυγατέρας) τής διαθήκης». Τά λοιπά 13 έργίδια συνιστούν προσπάθεια άντιπαραθέσεως χρι-στιανισμού καί ιουδαϊσμού, κάτι πού τήν ίδια έποχή στόν έλληνοσυριακό χώρο έπιχείρησε καί ό Σοφιστής Άστέριος ( + 341/2).

ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΙΣΙΒΕΩΣ (+ 338). Πρώτος έπίσκοπος Νισίβεως, πού βοήθησε άποφασιστικά στήν δημιουργία τοΰ συροχριστιανικοΰ πνευ-ματικού κλίματος καί ένθάρρυνε στό συγγραφικό θεολογικό έργο τόν θεμελιωτή τής συριακής χριστιανικής γραμματείας Άφραάτη. Ή με¬γάλη φήμη τοϋ 'Ιακώβου, τοϋ όποιου δέν γνωρίζουμε κανένα κείμε¬νο, έγινε αιτία νά τοϋ άποδοθοϋν διάφορα έργα καί ή άρμενική μετάφραση τών Επιδείξεων τοϋ Άφραάτη (Κ. Krueger, Jacob von Nisibis in syrischer und armenischer Oberlieferung: Mu 81 [1968] 161¬179).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εκδόσεις:
J. PARISOT: PS I-II (1894 καί 1907 μέ λατινική μετάφραση). G. BERT, Aphraates des persischen Weisen Homilien, Leipzig 1888 (πλήρης γερμανική μετάφραση). Γιά τήν πλή¬ρη άρχαία άρμενική καί τίς έπιμέρους σύγχρονες μεταφράσεις τοϋ Άφραάτη βλ. ORT17 DE URB1NA, Patrologia Syriaca, Roma 1965, σ. 48.

Μελέτες:

P. SCHWEN, Α., seine Person und sein Verstandnis des Christentums, Berlin 1907 (καί επανέκδοση τό 1973). L. HAFEL1, Stilmittel bei A..., Leipzig 1932. ORTIZ DE URBINA, Die Gottheit Christ bei Α., Roma 1933. M. MAUDE, Rhythmic patterns in the homilies of Α.: Anglican Theolog. Rev. 17 (1935) 225-233. TOY ΙΔΙΟΥ, La Controversia di A. coi Giudei: Stud. Missionalia 3 (1947) 85-106. E. BECK, Symbolum - Mysterium bei A. und Ephram: OC 42(1958) 19-40. A. VOOBUS, Methodologisches zum Studium der Anweisungen A: OC 46 (1962) 25-32 (βλ. καί CSCO 184, CSCO sub. 14). R. MURRAY, The Rock and the House on the Rock. A chapter in the ecclesiological symbolism of A. and Ephrem: OCP 30(1964) 315-362. A. VOGEL, Zur Lehre von der Erlosung in den Homilien Α., Hof 1966. J. NEUSNER, A. and Judaism: the Christian-Jewish argument in IV century Iran, Leiden 1971. P. KAWERAU, Das Christentum des Ostens, Stuttgart 1972, σσ. 37-42. R. MURRAY, Symbols of Church and Kingdom. A study in early Syriac tradition, London 1975. B. BONIFACINO, Significato dei termini santo, santitA, santificare nelle "Dimostrazione" di Afraale il "Sapiente Persiano": Studi Ric Oriente crist. I (1978) No 1, σσ. 67-78 καί No 2, σσ. 17-38. F. PERICOLI RIDOLFIN1, Note sull' antropologia e sull' escatologia del "Sapiente Persiano": στό ίδιο περιοδ. 1 (1978) No I, σσ. 5-17 καί No 2, σσ. 5-16. TOY ΙΔΙΟΥ, Problema trinitario e problema cristologico nelle "Dimostrazioni" del "Sapiente Persiano": στό ίδιο περιοδ. 2 (1979) No 2, σσ. 99-125. TOY ΙΔΙΟΥ, I Sacramenti negli scritti del "Sapiente Persiano": στό ίδιο περιοδ. 2 (1979) No 3, σσ. 157-171. G. NEDUN- GATT, The Authenticity of Aphraat's Synodal Letter: OCP 46 (1980) 62-88. L. BRADE, Oberlegungen zu Afrahats Aussagen iiber Engel: OCP 62 (1978) 98-102. J. M. SAUGET, Entretiens d' Aphraat en arabe sous le nom d' £phrem: Mu 92 (1979) 61-70. TJ1TZE BAARDA, The Gospel quotations of Aphrahat, the Persian Sage. Aphrahat's text of the fourth Gospel, (1-2 τόμοι), Amsterdam 1975. A. GUILLAUMONT, Un midrash d' Exode 4, 24-26 chez Aphraate et Ephrem de Nisibe: A Tribute to A. Voobus: Studies in early Christian literature and its environment... Ed. by R. H. Fischer, Chicago 1977, σσ. 89-96. J. OUELLETTE, Sens et port£e de 1' argument scripturaire chez Aphraate: A Tribute to A. Voobus ( = προηγούμενο έργο), σσ. 191-202.

40. ΠΑΧΩΜΙΟΣ ( + 346) γενάρχης τής «κοινωνίας»-κοινοβίου

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ Εισαγωγή

Ό άπαίδευτος κόπτης Παχώμιος έγινε μεταξύ τοΰ 320 καί τού 330 ό γενάρχης τοΰ κοινοβιακού μοναχισμοΰ, όταν ή 'Εκκλησία πανη¬γύριζε τήν όριστική της έξοδο άπό τις κατακόμβες καί συγχρόνως κλονιζόταν άπό τήν αίρεση τοΰ 'Αρείου. Ή σημασία τής πρωτοβου¬λίας τοΰ Π. είναι τεράστια, έφόσον τό κοινόβιο έκτοτε άπορρόφησε τό μέγιστο μέρος τοϋ άναχωρητισμοΟ κι έφόσον ό μοναχισμός άπο¬τελεΐ νόμιμο καί ιερό εΐδος έκκλησιαστικοΟ βίου.
Άπό τά μέσα κυρίως τοϋ Γ' αί. έμφανίστηκε στό πλαίσιο ή στό περιθώριο τής χριστιανικής κοινωνίας ό μοναστικός βίος, πού στίς άρχές τοϋ Δ' αί. έγινε μέγα καί άμορφο ρεϋμα, κατακλύζοντας τίς αιγυπτιακές καί συριακές έρήμους. Ό άναχωρητισμόςή έρημητικός βίος ήταν έπιβλητική πραγματικότητα, πού συγκινούσε μέ τούς χα-ρισματικούς θεόπτες άββάδες ολόκληρη τήν 'Εκκλησία. Ό Παχώ- μιος κατόρθωσε νά μεταπλάσει μέρος τοϋ ισχυρού καί άμορφου τούτου ρεύματος σέ δομημένη μοναστική «κοινωνία», δηλ. σέ κοινόβιο.

Οί πηγές πού πληροφορούν τήν κοινοβιογονία καί τήν ζωή τοϋ Π. είναι κείμενα, πού γνώρισαν πολλαπλές έπεξεργασίες καί νοθείες. Πρόκειται γιά τούς «Βίους» τοϋ Π. καί τά έργα πού άποδίδονται στόν ίδιο καί τούς διαδόχους του Θεόδωρο καί Ώρσίσιο. Τά πρωτότυπά τους έχουν χαθεϊ, άλλά μέ φιλολογική έρευνα μπορούμε ώς ένα ση¬μείο νά διακρίνουμε τά αύθεντικά τους μέρη. Παλαιότερα ή γνώση τοϋ παχωμιανοϋ μοναχισμού στηριζόταν κυρίως στό κεφάλαιο 32 τής Λαυσαϊκής ιστορίας τοϋ Παλλαδίου, πού όμως έχει μικρή ιστορική άξία, όπως φάνηκε μετά άπό τήν δημοσίευση καί τών σχετικών κο¬πτικών πηγών.

Προϋποθέσεις τής «κοινωνίας»

Ή προσωπική περιπέτεια καί ιστορία τοϋ ΓΙ. άποτελεΐ τόν έρμη- νευτικό όρο τής δημιουργίας του. "Οντας φυλακισμένος, έντυπωσιά- στηκε άπό τήν άγάπη πού τοϋ έδειξαν οί χριστιανοί, στήν 'Εκκλησία τών όποιων κατηχήθηκε καί βαπτίστηκε. Αμέσως έπιδόθηκε στήν ύλική διακονία τών πλησίον του, μέχρις ότου έγίνε^ύποτακτικός τοϋ άναχωρητή Παλαίμωνα. Έκεΐ έμαθε κι έζησε τήνάσκηση, έκτίμη- σε τόν ρόλο τού πνευματικού πατέρα, τοΰ άββά, καί τής υπακοής σ' αύτόν, καί μέ θεία έπέμβαση έδωσε νέο περιεχόμενο στήν διακο¬νία, στήν όποία είχε τάξει τόν έαυτό του: όφειλε στό έξης νά έργα- στεΐ γιά τήν συμφιλίωση τών άνθρώπων μέ τόν Θεό. "Ετσι δημι¬ούργησε τό μέγα έργο του, τήν «κοινωνία» ή τό κοινόβιο, τό όποιο συγχρόνως άποτελεΐ καί τό σχήμα, μέ τό όποιο ύπηρέτησε τόν σκο¬πό του. Εφόδια είχε τήν άπόλυτη άφοσίωση στόν σκοπό του, τήν θεληματικότητα, τήν όργανωτικότητα, τήν πλούσια άσκητική πεί¬ρα, τήν εύρεία γνώση τής Γραφής στά κοπτι: ά καί τά χαρίσματα τού ποιμένα, τής καβοδηγήσεως τών άνθρώπων, τής ταπεινοφροσύ¬νης, τής άγάπης, τής μετάνοιας καί τής διακρίσεως πνευμάτων. "Οσο καλά γνώριζε τόν άναχωρητικό άσκητικό βίο τής Αίγύπτου, τόσο πολύ αγνοούσε τήν θεολογική προβληματική τής έποχής του• Ήταν όμως άρκετά κατατοπισμένος, ώστε νά μένει στήν Παράδοση τής Έκκλησίας και νά άποστρέφεται τόν ώριγενίσμό καί τόν αρειανι¬σμό, όπως έκαναν καί οί διάδοχοι του. Ή άσκητική του έμεινε σέ πρακτικό έπίπεδο καί μόνο πρός τό τέλος τής ζωής του είχε φαινό¬μενα έκτακτων θείων έμπειριών καί χαρισμάτων.

Τό πνεΰμα τής «κοινωνίας»

Ό Π., μετά τήν έπταετή άσκηση καί μαθητεία στόν άναχωρητή Παλαίμωνα, άποσύρθηκε στήν Ταβέννηση γιά εντονότερη άσκηση. Έκεΐ τοϋ άποκαλύφτηκε ότι πρέπει νά άφιερωθεΐ στήν συμφιλίωση τών άνθρώπων μέ τόν Θεό, δηλ. στό έργο τής σωτηρίας γενικά καί τής τελειώσεως ειδικά τών άνθρώπων. Υπάκουσε καί άρχισε νά ι¬δρύει μονή κοινοβιακή, τήν όποία οί πρώτες πηγές ονομάζουν «κοι¬νωνία» καί ή όποία θ' άποβεΐ νέα πολυσήμαντη πραγματικότητα στήν ζωή τής Έκκλησίας. Τό έργο τοϋτο ονομάζουμε όρθότερα παχωμιανό μοναχισμό, γιατί γνώρισε έσωτερική έξέλιξη άπό τά χρόνια τοϋ Π. μέχρι τό τέλος τοΰ Δ' αι., καί δύσκολα διακρίνουμε τά καθαυτό στοι¬χεία τοϋ Π. άπό αύτά πού τοΰ προσέγραψαν ή πρόσθεσαν οί άμεσοι διάδοχοι του.

Ό όρος «κοινωνία» είναι χαρακτηριστικός τοϋ πνεύματος τοΰ πα- χωμιανοΰ μοναχισμοΰ, πού στηρίζεται: α) Στόν κοινοβιακό βίο. Γιά πρώτη φορά στόν μοναχισμό τά πάντα είναι κοινά: τροφή, ένδυση, έργασία, προσευχή, λειτουργική ζωή. Πρότυπο τής κοίνοβιακότη- τας μνημονεύεται συμβατικά ή πρώτη ίεροσολυμιτική κοινότητα, β) Στήν άπολυτοποίηση τής σχέσεως γέροντα καί μοναχού (υποτακτι¬κού). Ή σχέση αύτή, πού ήταν ήδη γνωστή στόν άναχωρητισμό, γί¬νεται έξελικτικά κανόνας άπόλυτος. Ό γέροντας (ή άββάς ή ηγού¬μενος) τής «κοινωνίας» - κοινοβίου άποβαίνει ό μόνος έγγυητής καί διδάσκαλος μετά τόν Θεό γιά τήν όρθή άσκηση καί τήν σωτηρία τοΰ μοναχού* άποβαίνει «πατήρ», στόν όποιο οί κοινοβιάτες οφείλουν απόλυτη ύπακοή, διότι αύτός έχει έπωμιστεΐ άμεσα τήν εύθύνη τής σωτηρίας καί τελειώσεως τοΰ μοναχοΰ, αύτός έχει τό χάρισμα τής πνευματικής καθοδηγήσεως. γ) Στήν τήρηση τον Κανόνα. Ό τρό¬πος τοϋ κοινοβιακοΰ βίου καί ή άπόλυτη ύπακοή τών μοναχών στόν άββά έκφράζονται σέ σύντομα κείμενα πού ονομάστηκαν «Κανών Παχωμίου» καί έπρεπε νά τηροΰνται. 'Ιδιαίτερα, μετά τόν θάνατο τοϋ Π., 6Κανόνας ύψώθηκε σέ άπόλυτο, ιερό καί άπαραβίαστο κεί¬μενο, ώστε νά υπηρετεί τήν συνοχή τής «κοινωνίας» καί ν' άποθαρ- ρύνει τίς διασπαστικές τάσεις ή τούς νεωτερισμούς, πού πάντως δέν έλειψαν, δ) Στήν αμοιβαία διακονία καί άμοιβαία ευθύνη. Γιά πρώ¬τη φορά στόν μοναχισμό θεσπίζονται ή διακονία (ώς μίμηση Χριστού) τοϋ ένός μοναχοΰ πρός τόν άλλο καί μάλιστα ή εύθύνη τοϋ ένός γιά τήν σωτηρία τοϋ άλλου. Ή άμοιβαιότητα αύτή προσδιορίζει περισ¬σότερο άπό κάθε άλλο στοιχείο τήν «κοινωνία» τοϋ Π. ε) Στήν έκ- κληοιαστικότητα καί τήν κοινή κατήχηση. Τό κοινόβιο τοϋ Π. συνιστούσε είδος πλήρους έκκλησιαστικής κοινότητας, διότι ζοϋσε κατά τήν παράδοση τής Έκκλησίας, τελούσε τήν Λειτουργία Σάβ¬βατο καί Κυριακή (όπότε κοινωνούσαν δλοι οί μοναχοί), χρησιμο-ποιούσε τά λειτουργικά ήθη τών αιγυπτιακών κοινοτήτων καί - τό σπουδαιότερο- άσκοϋσε τό κατηχητικό έργο γιά έθνικούς καί γιά μοναχούς. Ό Π. δεχόταν στήν μονή του όχι μόνο χριστιανούς, πού ήθελαν μέ τήν άσκηση καί τήν ύπακοή νά τελειωθούν, άλλά καί έ¬θνικούς τής περιοχής, τούς όποιους κατηχούσε, γιά νά γίνουν πρώ¬τα χριστιανοί καί μετά νά ζήσουν -άν ήθελαν- κοινοβιακά. Μοναδική βάση τής κατηχήσεως καί τής διδασκαλίας του ήταν ή Γραφή. Ή διδασκαλία καί ή άσκητική μέθοδος του ήταν πρακτική, χωρίς θεωρητικές άπόψεις καί άναλύσεις θεοπτικών έμπειριών, ό¬πως τού Εύαγρίου. Έκκλησιολογικά τό κοινόβιο τοϋ Π. έμοιαζε ώς έναν βαθμό μέ ενορία, τής όποιας τούς ιερείς χειροτονούσε ό έπί¬σκοπος, μέ τόν όποιο συνήθως βρισκόταν σέ καλές σχέσεις κανονι¬κής κοινωνίας ή καί έξαρτήσεως. Ή έξάρτηση αύτή δέν είχε καί θεσμοποιηθεί, μέ άποτέλεσμα νά μή λείπουν οί προστριβές.

Δομή καί οργάνωση τής «κοινωνίας»

Ό Π. δέν οργάνωσε άπλώς όμάδα μοναχών, άλλά τήν άνύψωσε σέ «κοινωνία», μέ στοιχεία τοϋ άναχωρητικοϋ καί ήμιαναχωρητικού βίου, των αιγυπτιακών πολιτικοθρησκευτικών δομών, τής στρατιω¬τικής του έμπειρίας καί τής φωτισμένης ιδιοφυΐας του. Άρχικά ί¬δρυσε ένα κοινόβιο, στό όποιο ό ίδιος ήταν ό πατήρ ή άββάς (apa) ή ήγούμενος. Ή προσέλευση μεγάλου πλήθους μοναχών τόν ύποχρέ- ωσε νά ιδρύσει έντεκα συνολικά κοινόβια (9 άνδρικά, 2 γυναικεία), στά όποια έγκαθιστοϋσε τόν πρώτον (τόν πατέρα ή ηγούμενο), τόν δεύτερον (ή τόν οίκονόμον) καί τούς λοιπούς υπευθύνους τών δια- κονημάτων, τούς οικιακούς. Στά κοινόβια ανήκαν πολλά οικήμα¬τα, στό καθένα άπό τά όποια έμεναν μαζί όσοι άσχολοΰνταν μέ τό ίδιο διακόνημα, γιά τό όποιο υπεύθυνος ήταν ό οικιακός. Ό ίδιος ό Π., εγκατεστημένος τελικά στό Βαϋ, διατηρούσε ώς «πατήρ τής κοινωνίας» τήν τελική εύθύνη καί πατρότητα γιά όλα τά κοινόβια, χε ώς βοηθούς τόν γενικόν δεύτερον, τόν γενικόν οικονόμον (πού φρόντιζε κι επέβλεπε οικονομικά καί διοικητικά όλα τά κοινόβια) καί άλλους τιτλούχους μοναχούς μέ άνάλογες ευθύνες. Οί όροι πού χρησιμοποιούνται στίς πηγές γιά τό παχωμιανό κοινόβιο, έκτός άπό τόν όρο «κοινωνία», είναι μονή καί μοναστήριόν, γνωστοί καί στόν λοιπό τότε μοναχισμό, πού σήμαιναν τό είδος τοΰ κτηρίου, τόν ήσυ-χο τόπο τοΰ άναχωρητή, άλλά καί τό κτήριο ή τόν τόπο ομάδας ή- μιαναχωρητών.

ΒΙΟΣ

Ό Π. γεννήθηκε άπό εθνικούς στήν Θηβαΐδα τής "Ανω Αίγύπτου (στό Sne, δηλ. στήν άρχαία Λατόπουλη) περί τό 287. Τό 313/4 ή καί νωρίτερα υπηρέτησε άκούσια στόν ρωμαϊκό στρατό, Γιά λόγους άγνωστους φυλακί¬στηκε στήν Θήβα ή Θηβαΐδα. Κάτοικοι τής περιοχής άπάλυναν τις κακου¬χίες τού ίδιου καί τών συστρατιωτών του. Τό γεγονός τοϋ κίνησε τόν θαυμασμό. "Οταν πληροφορήθηκε δτι αύτοί πού τόν βοηθούσαν άνιδιοτε- λώς ήταν χριστιανοί, πήρε τήν διπλή άπόφαση: νά γίνει χριστιανός καί νά άφιερωθεΐ καί ό ίδιος στήν διακονία τών συνανθρώπων του. Μετά τήν άπο- φυλάκισή του βρέθηκε στό Seneset, τό άρχαΐο Χηνοβοσκίο, δπου πραγμά-τωσε τήν ύπόσχεσή του. Κατηχήθηκε, στήν κοπτική, βαπτίστηκε καί άφιερώθηκε γιά τρία χρόνια στήν διακονία έκείνων πού είχαν ύλικές άνάγ- κες. "Υστερα επισκέφτηκε γνωστό άναχωρητή τής γειτονικής έρήμου, τόν Παλαίμωνα, κοντά στόν όποιο άσκήτεψε έπτά χρόνια.

Μέ όραματική υπόδειξη άγγέλου άφησε τόν άββά του κι έγκαταστάθηκε σ' έγκαταλελειμμένο χωριό, τήν Ταβέννηση. Νόμισε όμως ότι έτσι άπομα- κρυνόταν άπό τήν άπόφασή του νά διακονήσει. Στήν έντονη αύτή προβλη¬ματική τοϋ άπάντησε ό Θεός, ύποδεικνύοντάς του νά μείνει έκεΐ καί νά συνάξει άνθρώπους γιά νά τούς συμφιλιώσει μέ τόν Θεό. Αύτό άποτέλεσε τήν αιτία, γιά νά αποφασίσει (μεταξύ 320 καί 325;) τήν ίδρυση τής πρώτης κοινοβιακής μονής, πρόπλασμα τής «κοινωνίας», πού συνιστούσε τό νέο είδος τής διακονίας του πρός τούς άνθρώπους μέ βάση τήν κοινοκτημοσύ¬νη, κατά τό πρότυπο τής πρώτης χριστιανικής κοινότητας τών Ιεροσολύ-μων (Πράξ. 4, 32).

Ό Π. επιδόθηκε μέ ζήλο στό έργο του, άλλά οί κόπτες χωρικοί πού προ¬σήλθαν, βλέποντας τόσο άπλοϊκό, ταπεινό καί διακονικό τόν προϊστάμε¬νο, δέν πειθάρχησαν. Διασκορπίστηκαν κι έτσι ή προσπάθεια συστάσεως τής πρώτης «κοινωνίας» άπέτυχε.

Ό Π. δέν άποθαρρύνθηκε. "Αρχισε πάλι τό έργο του, μέ πλουσιότερη τώρα πείρα. "Ετσι, σύναξε πάλι μοναχούς-μαθητές, τών όποίων κατηύθυ¬νε τήν όλη ζωή, πνευματική καί ύλική, μέ βάση «Κανόνα», τόν όποΐο δη¬μιούργησε σταδιακά γιά τόν σκοπό αύτό καί τόν όποΐο έπρεπε νά έφαρμό- ζουν όλα τά μέλη τού κοινοβίου. Σύντομα οί μοναχοί αύξήθηκαν καί ό ΓΙ.
αναγκάστηκε νά ιδρύσει, σέ μικρή άπόσταση συνήθως, άλλες δμοιες μο¬νές, στίς όποιες καθιστούσε καί έναν άββά ή άρχιμανδρίτη, διατηρώντας ό ίδιος τήν τελική γενική εύθύνη γιά όλες τίς μονές, πού όλες μαζί άποτε- λοΰσαν τήν «κοινωνία». Πρός τό τέλος, μάλλον, τής ζωής του άφησε τήν πρώτη μονή τής Ταβέννησης κι έγκαταστάθηκε στήν μονή τοϋ Βαϋ ή Παβοϋ (Faou) ιδρυμένη περί τό 328. Άπό έκεΐ καθοδηγούσε όλες τίς μονές μέ τήν βοήθεια καί τοϋ «οικονόμου», πού είχε τήν διαχείριση τών οικονομικών τής δλης «κοινωνίας». Περί τό 346 καταγγέλθηκε γιά όράματα πού έβλεπε καί θαύματα πού έκανε. Σύνοδος στήν Λατόπολη τόν άθώωσε, άλλά στίς 9 Μαΐου τοϋ 346 ή τοϋ 347 ύπέκυψε στήν πανώλη, πού άποδεκάτιζε τήν πε-ριοχή. Είχε ήδη ιδρύσει 9 άνδρικά καί 2 γυναικεία κοινόβια, όπου κατά τήν παράδοση μόναζαν περισσότερα άπό 5.000 πρόσωπα. Ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του στίς 15 Μαΐου.

ΕΡΓΑ

Κατά τήν παράδοση ό Π. έγραψε Κανόνες, μέ τούς οποίους καθόριζε τόν τρόπο ζωής καί ασκήσεως τών κοινοβιακών μοναστηριών του, Κατηχήσεις, έπίσης γιά τούς μοναχούς - υποτακτικούς του, καί Επιστολές. "Ολα γρά¬φηκαν στήν κοπτική, άλλά γρήγορα - καί μάλιστα οί Κανόνες - μεταφρά¬στηκαν στήν έλληνική, διότι μέ τήν έναρξη (346) τής ήγουμενίας τοϋ Θεοδώρου, πού γνώριζε καί τήν έλληνική, αύξήθηκαν καί οί έλληνόφωνοι μοναχοί. Δυστυχώς όμως ή σημερινή μορφή τους προϋποθέτει, έξαιρουμέ- νων τών 'Επιστολών, έπανειλημμένες επεξεργασίες, πού έγιναν ήδη άπό τά χρόνια τών άμεσων διαδόχων τοϋ Π., δηλ. τοϋ Θεοδώρου καί τοϋ Ώρ- σισίου, ίχνη τών έργων τών όποιων βρίσκουμε στά παχωμιανά κείμενα καί αντίστροφα. Επίμονες έρευνες κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι τουλάχι¬στον ό πυρήνας τών έργων αύτών όφείλεται στόν Π. καί ότι όπωσδήποτε έκφράζουν τό πνεύμα άλλά καί τήν εξέλιξη τοϋ παχωμιανοϋ γενικά κοινο¬βίου πρίν άπό τό τέλος τοϋ Δ' αι.

Κανών. Γράφηκε στήν κοπτική, προφανώς πρίν τό 340, διακρίνεται σέ τέσσερα τμήματα (Praecepta - Praecepta καί Instituta - Praecepta καί Judica- Praecepta καί Leges) καί σώθηκε άποσπασματικά. Τά κοπτικά άποσπάσμα¬τα διαφέρουν αισθητά άπό τά έλληνικά, τά όποια μαρτυρούν έντονότερη επεξεργασία καί μεταγενέστερη παράδοση. Μεταφράστηκε άκόμα στήν λα¬τινική, τήν αίθιοπική καί τήν άραβική.

Κοπτικά: L. ΤΗ. LEFORT: CSCO 150 copt. 29, σσ. 30-36• CSCO 160 copt. 24, σσ. 30-37 (μετάφρ. γαλλ.). Έλλην.: ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Mu 37 (1924) 9-21• PG 40, 948-952• ΒΕΠ 40, 114-121 (σέ δεύτερη στήλη έκδίδεται καί συντομότερη μορφή τοϋ κανόνα). Λατιν.: Α. BOON, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 13-74. Γιά άλλες μετάφρ. βλ. CPG 11 2352.

Κατηχήσεις. Τρία κείμενα στά κοπτικά. Κατηχήσεις πρός μνησίκακον μοναχόν. Τό έκτενέστερο παχωμιανό κείμενο, πού γνώρισε έπεξεργασίες άλλά διασώζει τόν άρχικό του πυρήνα. "Εχει ένσωματωθεΐ σ' αύτό καί μέ¬ρος κοπτικής όμιλίας τοϋ Μ. 'Αθανασίου. Κατήχησις είς τάς £ξ ήμέρας τον Πάσχα. Σύντομο κείμενο μέ παχωμιανό πυρήνα. Έκλογαί, δηλ. άποσπά¬σματα λόγων τοϋ Π.L. ΤΗ. LEFORT: CSCO 159 copt. 24, σσ. 1-30 καί CSCO 190 copt. 25, σσ. 1-30 (γαλλ. μετάφρ.),

Έπιστολαί: Πρόκειται γιά 13 σύντομα οίκοδομητικοσυμβουλευτικά καί συνθηματικά κείμενα. Οί έρευνητές δέν άμφιβάλλουν γιά τήν γνησιότητά τους. Κρίνοντας δμως άπό τό έλληνικό κείμενο, διερωτάται κανείς άν ό Π. είχε τήν δυνατότητα νά συντάξει περίπλοκα κείμενα μέ χαρακτήρα ά- ποφθεγματικό καί κάποια τάση ποιητική. Μοναδικό φαινόμενο στήν χρι¬στιανική γραμματεία καί άλυτο πρόβλημα συνιστά ή συμβολική, συνθημα¬τική, αίνιγματική ή άπόκρυφη γλώσσα τών 'Επιστολών, οί όποιες ένεκα τούτων δέν κατανοούνται πλήρως. Τά συμβολικά στοιχεία ή γράμματα καί στήν έλληνική μετάφραση είναι άπό τό κοπτικό άλφάβητο. Εκτός άπό τήν μετάφραση τοϋ Ιερωνύμου καί τών λίγων κοπτικών άποσπασμάτων, έχουμε σήμερα μέ πρόσφατη άνακάλυψη όλόκληρο τό έλληνικό κείμενο τών Έ- πιστ. 1, 2, 3, 7, 10 καί 11α.
PL 23, 91-106. Α. BOON, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 77-101. Η. QUECKE, Die Briefe Pachoms, Regensburg - Fr. Pustet 1975 (έλλην. καί κοπτικό κείμενο, σσ. 99-110 καί 111-118 άντίστοιχα). Ό ΙΔΙΟΣ έξέδωσε καί κοπτική έπιστολή, πού γράφηκε στό περιβάλλον τοϋ Π. (Orientalia 44 [1975] 426-433).

'Αποφθέγματα: Είναι άποσπασμένα άπό τούς «Βίους» (βλ. πιό κάτω) τού Π. καί καταχωρισμένα στίς διάφορες συλλογές «Γεροντικών». Βλ. J. -C1. Guy, Recherches sur la tradition greque de Apophtegmata Patrum, Bruxelles 1962 (κατά τόν πίνακα) καί R. Draguet: Mu 35 (1965) 44-61.
Νόθα: Παραινέσεις πνενματικαί. Σύντομο προτρεπτικό κείμενο πού σώ¬ζεται στήν λατινική. Α. Boon, Pachomiana latina, Louvain 1932, σσ. 151 έξ. Ή Λαυσαϊκή ιστορία τοϋ Παλλαδίου (§32) καί τό Florilegium Patristicum (έκδ. Albers, Bonn 1923, σσ. 60-72) παραδίδουν «Κανόνα» τοϋ Π. Πρόκει¬ται γιά τό ίδιο κείμενο μέ μικρές παραλλαγές. Χρησιμοποιεί μάλιστα γράμ¬ματα τοϋ έλληνικοϋ άλφαβήτου, άντί τοϋ κοπτικού πού είδαμε στίς Επι¬στολές, γιά νά συμβολίσει τήν τάξη καί τήν ποιότητα τών μοναχικών τα¬γμάτων ή όμάδων μοναχών σέ κάθε κοινόβιο - κοινωνία. Μέ τό όνομα τοϋ Π. κυκλοφόρησαν καί άλλα κείμενα, δπως τά «Κεφάλαια έπιτιμίων μονα¬χών»: Τ. Th. Lefort: Mu 40 (1928) 60-64.

Βίοι. Τραχύ φιλολογικό πρόβλημα συνιστοϋν οί πολλοί «Βίοι» τοϋ Πα- χωμίου στήν κοπτική (σαχιδική καί βοχαϊρική), τήν έλληνική, τήν άραβι¬κή καί τήν λατινική γλώσσα. Δυστυχώς έχει χαθεί δ,τι θά όνομάζαμε άρχικό Βίο ή πρώτη συλλογή λόγων τοϋ Π. καί παραδόσεων γι' αύτόν. Άπό τό κείμενο τοΰτο, πού μάλλον όφείλεται σέ πρωτοβουλία τοϋ μαθητή του Θε¬οδώρου, προήλθαν οί δύο κοπτικοί Βίοι (S = σαχιδικός καί Βο = βοχαϊρικός) καί ό πρώτος έλληνικός (G 1), οί όποιοι άλληλοκαθαιρόμενοι, διασταυρού¬μενοι καί συμπληρούμενοι μέ στοιχεία τών λοιπών σχετικών κειμένων, α¬ποτελούν τήν βάση πρός αποκρυπτογράφηση τού βίου καί τοΰ κοινοβιακού έργου τοϋ Π. Στά κείμενα αύτά είναι πολύ σαφής ή εισβολή μεταγενέστε¬ρων καί έξωπαχωμιανών στοιχείων, πού νοθεύουν τήν εικόνα τοϋ γενάρχη τοϋ κοινοβιακού-μοναχισμού. Τελείως πρόσφατα (1982) έκδόθηκε άπό τ.όν Halkin καί άλλος έλληνικός Βίος, ίδιου όμως περιεχομένου μέ τούς προη¬γούμενους. Ό πρώτος έλληνικός Βίος (G 1) φαίνεται δτι διατηρεί αύθεντι- κότερα καί ίστορικότερα στοιχεία σέ σύγκριση μέ τούς κοπτικούς Βίους.

Ελληνικοί: F. HALKIN, Sancti Pachomii Vitae Graecae (Subsidia hagiogr. 19), Bruxelles 1932. TOY ΙΔΙΟΥ, Une vie inedite des Pachome, BHG 1401a: AB 97 (1979) 5-55 jfai 241-287 (Ανέκδοτος μέχρι τότε Βίος). ΒΕΠ 40, 128-282 καί 41, 11-117. Βίος τοΰ άγ. Παχωμίου. Μετάφρασις Άρχιμ. Άγαθονίκου, "Εκδ, Μονής Κεχροβουνίου Τήνου. Κοπτικοί: L. ΤΗ. LEFORT, είς CSCO 89 καί 99/100• Mu 54 (1941) 111-138. Λατινικός: Η. VAN GRANENBURGH, La Vie latine des Pachfime, traduit du Grec par Denys le Petit, Bruxelles 1969, 'Αραβικός: Ε. AMELlNEAU, Monument pour servir a Γ histoire de 1' figypte chretienne au lVe siecle, Paris 1889, σσ. 337-711. A. VEILLEUX, Pachomian koinonia, I: The Life of St. Pachomius and his disciples: Cistercian Studies 1980. II: Pachomian chronicles and rules, transl. with introd. by J. VEILLEUX: Cistercian Studies 1981. Ill: Instructions, Letters and other writings of St. Pachomius and his disciples, translat. by J. VEILLEUX: Cistercian Studies, Kalamazzoo 1982. Le corpus athenien des Pachome, ed. par F. HALKIN, introd. par A. J. FESTUGIERE, Geneve 1982. Vita copta di s. Pacomio, pref. di J. GR1BOMONT trad., introd. e note di F. MOSCHATELLI, Padova 1981.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

R. DRAGUET, Le chapitre de HL sur les Tabennesiotes derive-t-il d' une source copte?: Mu 57 (1944) 53-145 καί 58 (1945) 15-95. Κ. LEHMANN, Die Entstehung der Freiheitsstrafe in den Klostern des hi. Pachomius: Zeitschrift der Savigny - Stift fur Rechtsgeschichte, /Canon. Abt. 37 (1951) 1-94. D. -J. CH1TTY, Pachomian Sources reconsidered: JEH 5 (1954) 38-77. Pachomiana. Commemoration du XVIe Centenaire de St. Pacome 1' Egyptien (348-1948), Le Caire 1955. H. BACHT, Anionius und Pachomius. Von der Anachorese zum Conobi- tentum; B. Steidle, Antonius Magnus Eremita, Roma 1956, σσ. 66-107. TOY ΙΔΙΟΥ, Pakhome et ses disciples: Theologie de la vie monastique (Theologie 49), Paris 1961, σσ. 39-71. TOY ΙΔΙΟΥ, Zur Typologie des koptischen Monchtums. Pachomius und Evagrius: Christentum am Nit, Recklinghausen 1964, σσ. 142-157. P. TAMBURR1NO, Koinonia. Die Beziehung "Monasterium" - "Kirche" in friihen pachomianischen Monchtum: Erbe und Aufgabe 43 (1967) 5-21. A. VEILLEUX, La liturgie dans le cenobitisme pachomien au quatrieme siecle, Roma 1968 (£ργο βασικό στήν νεώτερη έρευνα). ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ , La theologie de Γ abbatiat cenobitique...: Supplement στό Vie spirituelle 86 (1968) 351-393. P. DESEILLE, L' esprit du monachisme pachomien, suivit de la traduction frangaise de Pachomiana Latina..., Bellefontaine 1968. Μ. M. VAN MOLLE, Essai de classement chronologique des premiers regies de vie commun connu en chritienti: Supplement στό Vie spirituelle 84 (1968) 108-127 καί 86 (1968) 394-424 (Κανόνες καί μεταγενέστερη παχωμιανή γραμματεία) καί 88 (1969) 101-121 καί 93 (1970) 196-225. F. DEBONO, La basilique et le monastere des Pacome: BIAO 70 (1971) 191-220. D. J. CHITTY, Pachomian sources once more: SP 10(1970) 54-64 (έπι- βεβαίωση τής άπόψεως δτι ό πρώτος έλλην. Βίος τοϋ Παχωμΐου προηγείται σέ ιστορι¬κότητα άπό τίς κοπτικές πηγές, στήν πρωταρχική σημασία τών όποιων έπέμενε ό L. Lefort). Η. VAN CRANENBURGH, £tude comparative des recits anciens de la vocation de S. Pachome: RB 82 (1972) 280-308. A. DE VOGLlfi, Le pieces latines du dossier pachomien:. RHE 67 (1972) 26-67. TOY ΙΔΙΟΥ, S. Pachome et son oeuvre d' aprfcs plusieurs etudes recents: RHE 69 (1974) 425-453. TOY ΙΔΙΟΥ: AB 91 (1973) 379-390 καί είς RHSpir 49 (1973) 401-419 καί εις STMon 17 (1975) 7-12 (ή μετάνοια στόν Κανόνα τοϋ Παχωμΐου). Η. VAN CRANEN¬BURGH, Le noms de Dieu dans la priere de Pachfime et de ses frfcres: RHSpir 52 (1976) 193-211. J. VERGOTE, La valeur des Vies grecques et coptes de S. Pachome: OLP 8 (1977) 175-186. J. M. LOZANO, La comunita pacomiana: dalla comunione all' istituzione: Clarentianum 15 (1975) 237-267 καί 16 (1976) 5-32 (διδασκαλία γιά άσκηση καί πτωχεία τοϋ Παχ.). Η. QUECKE, Ein Brief von einem Nachfolger Pachoms...: Orientalia 44 (1975) 426-433. T. ORLANDI, Nuovi testi copti pacomiani: Commendements du seigneur et liberation evangelique... £d. par J. Gribomont, Rome 1977, σσ. 241-243. Κ. SAMIR, Temoins arabes de la catechese de Pachome...: OCP 42 (1976) 494-508. TH. BAUME1STER, Die Mentalitat des friihen agyptischen Monchtums...: ZKG 88 (1977) 145-160. CH. W. HEDRICK, Gnostic proclivities in the Greek Life of Pachomius and the Sitz im Leben of the Nag Hammadi Library: NovTesf 22 (1980) 78-94. A. DE VOGUE, La Vita Pachomii Junioris... Ses rapports avec la Regie de Macaire, Benoit d' Aniane et Fructueux de Braga: Studi Medievali 20 (1979) 535-553. TOY ΙΔΙΟΥ, Les ecrits pachomiens: Collection cistercien, Belg. 43 (1981) I, 20-33 (βλ. καί StudMon 15 [1983] 7-10). A. VEILLEUX, Le renoncement aux biens materiels dans le cinobitisme pachomien, στήν Γδια σειρά 56-74. R. McL. WILSON, Twenty years after: Colloque international sur les textes de Nag Hammadi... 6d. par B. Bare, Quibec Pr. del' Univ. Laval et Louvain 1981, σσ. 59-67. J. E. GOEHRING, Pachomius' vision of Heresy: The Development of a Pachomian Tradition: Mu 95 (1982) 241-262. H. BACHT, Das Vermachtnis des Ursprungs. Studien zum friihen Monchtum 11: Pachomius- Der Mann und sein Werk, Wiirzburg: Echter 1983. M. DEMBINSKA, Diet. A comparison of food consumption between some eastern and western monasteries in the 4th-12th centuries: Β 55 (1985) 431-462. A. VEILLEUX, Monachisme et Gnose, I: Le cenobitisme pachomien et la Bibliothfcque copte de Nag Hammadi: Collectanea Cisterciensia 46 (1984) 239-258. PH. ROUSSEAU, Pachomius. The making of a community in fourth - century Egypt, Berkley Univ. - California 1985. I. GOBRY, Les moines en Occident, I: De saint Antoincas. Basile..., Librairie A. Fayard 1985, σσ. 269-294.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου