Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας».



ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας».

Όταν κάνουμε λόγο για την αγία Γραφή και την ιερή παράδοση δεν εννοούμε δύο ξεχωριστά ή άντίθετα πράγματα, αλλά ένα αρμονικό όλο την όλη αποκάλυψη του Θεού για χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει αυτή τη διδαχή της Ορθοδοξίας με τα ακόλουθα λόγια:
Από τα δόγματα και τας αληθείας που διαφυ­λάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από τη γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που μυστικά έφθασαν μέχρις εμάς, τα εκάναμε δεκτά από την παράδοση των Αποστόλων. Και τα δύο έχουν την ίδια σημασία για την πίστη. Και κανείς από όσους έχουν ακόμη και μικρή γνώση των Εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα προβάλει αντίρρηση σ’ αυτά... Γιατί αν επιχειρήσουμε να εγκαταλείψουμε όσα από τα έθη είναι άγραφα, γιατί δήθεν δεν έχουν μεγάλη σημασία, χω­ρίς να το καταλάβουμε, θα ζημιώναμε το ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το Ευαγ­γέλιο σε κενόν νοήματος όνομα.
Ο Μ. Βασίλειος δεν παραλείπει να αναφέρει συ­γκεκριμένα παραδείγματα από τα έθη της Εκκλησίας στην εποχή του, τα οποία κανείς δεν αμφισβητούσε και όμως δεν βρίσκονταν σε καμμία γραπτή παράδοση:
Λόγου χάρη (για να θυμηθώ το πρώτο και πιο συνηθισμένο από όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι όσοι ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτή την πίστη με το να κάνουν το σημείο του σταυρού; Το να στρεφόμαστε προς ανατολάς κατά την προσευχή, ποιο γραπτό κείμενο μας το δίδαξε; Τους λόγους της Εκκλησίας κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος από τους αγίους μας τους άφησε γρα­πτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς σ’ αυτά που οι απόστολοι ή το ευαγγέλιο μνημονεύουν, αλλά προ της ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, γιατί διδαχθήκαμε από την άγραφη διδασκαλία πως έχουν μεγάλη δύναμη στην επιτέλεση του μυστηρίου.
Αλλά ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας αναφέρεται και στην τέλεση άλλων ιερών μυστηρίων. Ευλογούμε, λέγει, επίσης και το νερό του βαπτίσματος και το έλαιο του χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποία γραπτά κείμενα τα πήραμε αυτά; Δεν τα γνωρίζουμε από την σιωπηρή και μυστική παράδοση;... Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτή τη διδασκαλία που κρατήθηκε μυστική και δεν δημο­σιεύθηκε, την οποία οι πατέρες μας διατήρησαν με σιγή, χωρίς να την πολυερευνήσουν και να την περιερ­γάζονται, επειδή ορθά είχαν μάθει ότι πρέπει με σιω­πή να προστατεύουμε τη σεμνότητα των μυστηρίων;.
Αυτή η διατήρηση εν σιωπή ήταν στο φρόνη­μα των αποστόλων και αναφερόταν στη σωστή στά­ση των πιστών απέναντι στο μυστήριο του Θεού.
Οι απόστολοι και οι πατέρες που έθεσαν από την αρχή στην Εκκλησία θεσμούς, επιδίωκαν να δια­φυλάξουν τη μυστικότητα. Άλλωστε αυτό που εύκο­λα πληροφορείται ο οποιοσδήποτε παύει να είναι μυ­στήριο αυτό είναι το νόημα της άγραφης παράδο­σης, καταλήγει ο Μ. Βασίλειος.
Όμως στη συνέχεια επανέρχεται, φέρει σαν παράδειγμα την ομολογία κα­τά το ιερό βάπτισμα και γράφει:

Την ομολογία της πίστης στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα από ποία γραπτή παράδοση την έχουμε; Γιατί, αν με βάση την παράδοση του βαπτίσματος θέτουμε σαν ουσιαστικό στοιχείο του βαπτίσματος την ομολογία, από συνέπεια στην ευσέβεια, αφού όπως βαπτιζόμαστε έτσι οφείλουμε να πι­στεύουμε, ας μας επιτρέψουν από συνέπεια πάλι στην ευσέβεια, να προσφέρουμε τη δοξολογία με τρόπο όμοιο προς την πίστη. Αν όμως απορρίπτουν αυτό τον τρόπο της δοξολογίας σαν άγραφο, τότε ας μας παρουσιάσουν γραπτές αποδείξεις και για την ομολογία της πίστης και για τα άλλα που αναφέραμε.
Δεν υπάρχει λοιπόν αξιολογική διαφορά ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη αποκάλυψη του Θεού, ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη παράδοση της Εκκλησίας, που ανάγεται στους πρώτους εκκλησιαστικούς αιώνες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων.
Υπογραμμίζουμε πως το ευαγγελικό μήνυμα φυ­λάσσεται και μεταδίδεται από την Εκκλησία. Οι απόστολοι εμπιστεύτηκαν τη διδαχή του Χριστού στους ποιμένες της Εκκλησίας, που βρίσκονται σε αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή και εγγυώνται για την καθαρότητα και την ασφαλή μετάδοση αυτής της διδαχής στις επερχόμενες γενεές. Αυτή η παράδο­ση η παρακαταθήκη που παρελήφθη άπαξ από τους αγίους και μεταδίδεται χωρίς χάσματα και διακοπές από γενεά σε γενεά δεν αποτελεί εντάλματα ανθρώπων, αλλά είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία που έχει κεφαλή τον Χριστό.
Ο Χριστός δεν ήλθε να γράψει βιβλία, αλλά να οδηγήσει τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού σε ενότητα υπό τον ίδιο σαν Κεφαλή. Αυτό ήταν και το βασικό μήνυμα της Παλαιάς Διαθήκης, που κατανο­είται ορθά με κέντρο το πρόσωπο του ερχόμενου μεσσία. Για τους χριστιανούς το νέο, το κεντρικό γεγονός δεν είναι η σύνταξη κάποιων βιβλίων, που ονομάσθηκαν Καινή Διαθήκη, αλλά το ίδιο το γεγο­νός της εν Χριστώ σωτηρίας. Οι απόστολοι έλαβαν την εντολή να αυξήσουν το σώμα του Χριστού κτί­ζοντας πάνω στο ένα θεμέλιο, τον Χριστό δεν ήταν έργο τους να γράψουν βιβλία. Αλλά και τα κείμενα που έγραψαν συγκεντρώθηκαν μετά το θάνατό τους από την ίδια την Εκκλησία και συγκρότησαν τον κα­νόνα της Καινής Διαθήκης. Ήταν κείμενα περιπτω­σιακά, προϋπέθεταν το προφορικό κήρυγμα και δεν το καθιστούσαν περιττό, ούτε το αντικαθιστούσαν.
Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης (ο κατάλογος των βιβλίων που ανήκουν στην Καινή Διαθήκη) δεν γίνεται κατανοητός χωρίς την ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Χωρίς την Εκκλησία δεν μπορούμε με πειστικότητα να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια βι­βλία ανήκουν στην αγία Γραφή και για ποιο λόγο, ούτε μπορούμε να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της αγίας Γραφής χωρίς κίνδυνο να δημιουργούνται ατέλειωτες ξεχωριστές ομάδες, σχίσματα και αιρέσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του ανθρώπου.
Όλες οι αιρετικές ομάδες, που προβάλλουν διαφο­ρετικό Κανόνα της Γραφής ή που αποκλίνουν από την αλήθεια της αγίας Γραφής οφείλουν τις κακοδοξίες τους σ’ αυτό τον ένα λόγο: Απέρριψαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν από την κοινωνία με Αυτήν. Έτσι έχασαν το σταθερό μέτρο κρίσεως και το ση­μείο αναφοράς που θα τους εξασφάλιζε την κοινωνί­α μετά πάντων των αγίων και την μετοχή στην σωτήρια πίστη που παραδόθηκε άπαξ στους αγίους (Ιούδα 3). Όταν κανείς απορρίψει την Εκκλησία, γί­νεται ο ίδιος σημείο αναφοράς και μέτρο κρίσεως αυτόματα πέφτει θύμα της υποκειμενικής πλάνης με­τατίθεται σε άλλο ευαγγέλιο (Γαλ. α 68).
 Αν ο άνθρωπος διατηρούσε την καθαρότητα της καρδιάς του ο Θεός θα συνέχιζε να επικοινωνεί με περισσότερο άμεσο τρόπο με τον άνθρωπο, δεν θα χρειαζόταν ο γραπτός λόγος. Αυτό σημαίνει πως τα βιβλία της αγίας Γραφής δόθηκαν σαν είδος φαρμά­κου, που πρέπει να χρησιμοποιεί ο ασθενής άνθρω­πος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο γραπτός λόγος απομονώνεται και απολυτοποιείται, γιατί είναι μέρος της παρακαταθήκης, όχι το όλον. Η ιερή παράδο­ση της Εκκλησίας είναι το όλον και αυτή δεν νο­είται έξω από την Εκκλησία.
Πρόκειται για την ιερή μνήμη της Εκκλησίας, για την κοινή εμπειρία πάντων των αγίων όχι για εντάλματα ανθρώπων. Είναι η αποστολική διαδοχή, που συνδέεται άμεσα με την αποστολική διδαχή και εκφράζεται σαν κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, με στόμα τις οικουμενικές συνόδους.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχος 31

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου