Ο Ευγένιος Βούλγαρης, πνεύμα φωτισμένο, με ορθόδοξη αυτοσυνειδησία,
συνέβαλε τα μέγιστα με το πολυποίκιλο έργο του στην αφύπνιση του
Ελληνισμού.
Στο παρόν άρθρο, η σημαντική αυτή προσωπικότητα προσεγγίζεται ως
θεολόγος, ιδιότητα υπό την οποία δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς, διότι
συνήθως προτάσσεται η θέση του στην πορεία του Ελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Ευγένιος Βούλγαρης εισήχθη ουσιαστικά στην θεολογία, πέρα από την
προσωπική του σχέση με την Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, από
τους κληρικούς Αντώνιο Κατήφορο και Ιερεμία Καββαδία, οι οποίοι υπήρξαν
οι πρώτοι διδάσκαλοί του, και από τον Ληξουριώτη Βικέντιο Δαμοδό, κοντά
στον οποίο έμεινε περίπου ένα χρόνο σε νεαρότατη ηλικία.
Είναι γνωστό ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης δίδαξε Θεολογία στα Γιάννενα
(1742-49, 1751-52/3), όπου άρχισε η διδακτική σταδιοδρομία του. Το
πρόγραμμα της διδασκαλίας του δεν φαίνεται να τροποποιήθηκε στο σύντομο
διάλειμμα της Κοζάνης (1750-1751/2).
Ως προς την Αθωνιάδα, δεν είναι αυτονόητο ότι δίδαξε και Θεολογία. Διότι
δεν μαρτυρείται σαφώς, αλλά μόνο έμμεσα συνάγεται. Δεδομένου μάλιστα
ότι κατά την μαρτυρία του μαθητή του στην Σχολή αυτή αγίου Αθανασίου
Παρίου (1721-1813), δεν χρησιμοποιούσε πια το «θεολογικόν» του, η
αμφιβολία νομιμοποιείται. Εν τούτοις στο σιγίλλιο του πατριάρχη Κυρίλλου
Ε΄, που εξεδόθη τον Μάϊο του 1850 και ρύθμιζε την λειτουργία της
Σχολής, ορίζεται ρητά η συμπερίληψη στο Πρόγραμμα Σπουδών και της
Θεολογίας: Ιδρύεται «... φροντιστήριον ελληνικών μαθημάτων, παιδείας τε
και διδασκαλίας παντοδαπούς, εν τε λογικαίς, φιλοσοφικαίς τε και
θεολογικαίς επιστήμαις...».
Τίποτε όμως δεν μαρτυρεί την αυτοτελή διδασκαλία και της Θεολογίας,
είναι δε περίεργο ότι, ενώ για το πρώτο στάδιο της διδασκαλίας του
υπάρχει το «Θεολογικόν», για την περίοδο της Αθωνιάδος δεν έχουμε κάποια
ανάλογη τεκμηρίωση. Βέβαιο είναι ότι κοντά στις θετικές επιστήμες (
Αριθμητική, Γεωμετρία, Φυσική και Κοσμογραφία) δίδαξε και Λογική,
Εισαγωγή στην Φιλοσοφία και Μεταφυσική.
Δεν είναι εύκολο, εν τούτοις, να δεχθεί κανείς ότι στην Σχολή του Αγίου
Ορους ήταν δυνατόν η θεολογική προσφορά του να περιορισθεί στην
Μεταφυσική, κάτι που η ύπαρξη του «Θεολογικού» και της « Ομολογίας» του
δεν επιτρέπει.
Αλλωστε, στην Λογική διαφοροποιείται ριζικά η Φιλοσοφία από την
Θεολογία. Η Φιλοσοφία είναι μεν «γνώσις θείων τε άμα και ανθρωπίνων»,
που οφείλει να κάνει λόγο για την ύπαρξη του Θεού, όχι όμως και να
εισέρχεται στον χώρο της «μυστικωτέρας θεολογίας», που γνωρίζεται μόνο
με την θεία αποκάλυψη.
Αυτή την «μυστικωτέραν θεολογίαν», όπως την περιγράφει στο «Θεολογικόν»,
είναι ανάγκη να δεχθούμε ότι δίδασκε ο Βούλγαρης και στην Αθωνιάδα.
Αλλωστε, και ο Αθανάσιος Πάριος στην « Επιτομήν» του, κάνοντας λόγο για
την μη χρησιμοποίηση από τον Βούλγαρη του «Θεολογικού», δεν αρνείται
σαφώς την διδασκαλία και στοιχείων Θεολογίας από τον μεγάλο Διδάσκαλό
του.
Ο Βούλγαρης έχει συντάξει πολλά έργα με θεολογικό περιεχόμενο. Δεν
υπάρχει έργο του, εξ άλλου, και από τα μη θεολογικά, που να μην έχει
θεολογικές παρεμβολές, ακόμη και τα καθαρά «επιστημονικά» του
συγγράμματα. Ο θεολογικός στοχασμός είναι κυρίαρχος σ’ όλη την
συγγραφική παραγωγή του, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι δεν υπήρξε «κατά
τύχην», όπως κάποιοι θα ήθελαν, κληρικός. Και αυτό έχει τεκμηριωθεί,
κατά τον πληρέστερο τρόπο, από τον Martin Knapp.
Τα βασικά θεολογικά έργα του είναι το «Θεολογικόν» και η «Ομολογία», η
κύρια εκπροσώπηση της θεολογίας του, που ήταν αρκετή για να καταλάβει ο
Βούλγαρης μια θέση στον ταλαντευόμενο ακόμη θεολογικά ελληνικό 18ο
αιώνα. Ως θεολόγος ο Βούλγαρης παραμένει, κατά τον Podskalsky,
«συμπιλητής» και όχι πρωτότυπος. Αλλ’ η κρίση αυτή, προερχόμενη από έναν
Ιησουΐτη επιστήμονα, εκφράζει την δυτική εκδοχή του φιλοσοφούντος
θεολόγου και όχι την πατερική έννοιά του, που επικεντρώνεται στην
επίτευξη της συνέχειας της παραδόσεως και όχι στην εντυπωσιάζουσα
πρωτοτυπία. Η επανέκφραση της παραδόσεως σε κάθε εποχή είναι ο στόχος
του ορθόδοξου θεολόγου.
Τα έργα του Βούλγαρη πιστά στην παράδοση
Η «παραδοσιακότητά» του είναι διάχυτη σε όλα τα έργα του και προπάντων
στα θεολογικού περιεχομένου. Γράφει ως υπέρμαχος της πίστεως της
Εκκλησίας του. Είναι όμως γνωστό ότι η «παραδοσιακότητα» και
πατερικότητα δεν κρίνεται πρωταρχικά από τα κείμενα, αλλά από την
υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με το γεγονός της παραδόσεως
επικεντρούμενη στις ασκητικολειτουργικές πρακτικές της. Και αυτό
επιβεβαιώνουν σοβαροί μελετητές του.
Ο Podskalsky λ.χ. αναγνωρίζει στον Βούλγαρη «αγάπη για τον ησυχαστικό
μοναχισμό». Οι δικοί μας Β. Τατάκης και Πασχ. Κιτρομηλίδης τον θεωρούν
κληρονόμο της μυστικής θεολογίας της Ορθοδόξου Ανατολής. Ο Knapp τον
βλέπει ως «εκατό τοις εκατό στο έδαφος της παραδοσιακής Ορθοδοξίας, όχι
μόνο ως προς το δόγμα, αλλά και ως προς την εκκλησιαστική πράξη. Το ίδιο
και ο Β. Μακρίδης και ο π. Ειρηναίος Δεληδήμος, ορθόδοξοι θεολόγοι.
Οι γνωστές και πολυχρησιμοποιούμενες από ακραιφνείς διαφωτιστές φράσεις
του «κινδυνεύω να γίνω και φιλακόλουθος» και «διατί δεν είμαι ...
νηστευτής» δεν είναι παρά ευφυολογήματα του διαθέτοντος ισχυρή την
αίσθηση του χιούμορ, πατερικού και σ αυτό, Ευγενίου. Δεν μπορεί έτσι να
γίνει δεκτή, άνευ ετέρου, η κρίση του μακαρίτη Κων/νου Δημαρά, που
στηρίζεται στην δική του αντίληψη για την Ορθοδοξία: «Τον φανταζόμαστε
πιο πολύ σαν τους ελευθεριάζοντες καθολικούς αββάδες της εποχής, παρά
σαν αγιορείτη καλόγερο».
Ο Γούδας, όμως, τον παρουσιάζει ως φιλακόλουθο. Ο δε Τατάκης δεν
διστάζει να γράψει γι’ αυτόν: « Ο Βούλγαρις παρουσιάζεται τύπος του
Νεοέλληνα λογίου, που πηγαίνει προς την Δύση, αποδέχεται την φιλοσοφία
και την επιστήμη, αλλά δεν θυσιάζει τίποτε από την κληρονομία του
Ελληνος ορθοδόξου».
Η ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του φαίνεται, ως ελέχθη, από την μόνιμη
προσήλωσή του στην διάκριση θείας ουσίας και άκτιστης θείας ενεργείας,
την απουσία της analogia entis, την διδασκαλία για την θέα του Θεού
(θεοπτία-θέωση) κ.α. Το «Περί του που παράδεισος και που κόλασις και τι
εστι ταύτα» μικρό έργο του ορίζει ορθόδοξα «τον τόπον της ψυχής μετά τον
θάνατον» ως «κατάστασιν», στην οποία η ψυχή, που εγκαταλείπει την
παρούσα ζωή «εν ευσεβεία και πίστει, εν μετανοία και εξομολογήσει, εν
χάριτι Θεού δεδικαιωμένη», «έχει τον αρραβώνα της τελείας απολαύσεως,
φωτιζομένη παρά Θεού, δοξαζομένη (δόξα= θέωση) συνόμιλος με τους
αγγέλους, συνοδευομένη με τους προφήτας και Αποστόλους και Μάρτυρας και
με όλον τον χορόν των δικαίων.
Οι σκέψεις αυτές τεκμηριώνονται σιωπηρά στο Λουκ. 16, 19-31 (παραβολή
πλουσίου και πτωχού Λαζάρου) και κορυφώνονται με την απόρριψη του
λατινικού «καθαρτηρίου», ως «τρίτου τόπου καθάρσεως», κλείνοντας με την
νουθεσία: «πίστευε μόνον, ότι είναι (παράδεισος και κόλασις) και μη
ερεύνα, που είναι»!
Ακόμη και το «Περί μουσικής» έργο του είναι ενισχυτικό της παραδόσεώς
του, διαφοροποιώντας την μουσική της Εκκλησίας του από εκείνη της
Δυτικής χριστιανοσύνης. Πλήρη ταύτιση όμως με την ησυχαστική θεολογική
θεματική και τις πρακτικές της δείχνει η «Προς Κλαίρκιον» Επιστολή του,
όπου ο λόγος περί αγίων και αγιότητος, περί θαυμάτων θεμελιωδών, όπως ο
Αγιος άρτος και το ύδωρ του Αγιασμού, τα ιερά λείψανα κ.α. Αλλωστε ο
ορθοδοξοπατερικός λόγος δεν είναι καρπός στοχασμού, θεμελιούμενος σ’
αυτές τις πραγματικότητες που μαρτυρούν την παρουσία του Ακτίστου μέσα
στο κτιστό.
Ανάλογη στάση δείχνουν και οι εκδόσεις του. Δεν εκδίδει μόνον έναν
αντίστοιχό του πολυσύνθετο συγγραφέα, όπως ο Θεοδώρητος Κύρου, που στα
θέματά του περιλαμβάνονται και αγιολογικά η μοναστικά κείμενα
αξιοπρόσεκτα, αλλά δείχνει ιδιαίτερη αγάπη στον μεγάλο ησυχαστή Ιωσήφ
Βρυέννιο. Δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί «αποκομμένος από το
εκκλησιαστικό βίωμα του λαού και του τόπου του», όπως φαίνεται ιδιαίτερα
στις επιστολές του.
Δεν είναι δυνατόν, άλλωστε, να συγκρίνεται η θεματική του Βούλγαρη, που
αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων επί πολλά έτη να ζήσει έξω από την ελληνική
αμεσότητα (μήπως αυτό δεν συνέβη και με άλλους, όπως ο Κοραής;), με
τους Κολλυβάδες, που ήσαν στο επίκεντρο των ενδοελλαδικών εξελίξεων.
Η σαφής οριοθέτηση της εκκλησιαστικής του παράδοσης
Η αναφορά του Βούλγαρη στον Παπισμό, στους Παπιστές και
Παποσέκτες-Παπολάτρες είναι συχνή, διότι θεωρεί τον Παπισμό την
μεγαλύτερη αναίρεση του Χριστιανισμού και άμεση απειλή κατά της
Ορθοδοξίας.
Γι αυτό και δεν περιορίζεται σε ακαδημαϊκές μόνο αποστασιοποιήσεις, αλλά
και με λαϊκά αντιλατινικά έργα επιχειρεί την ενημέρωση του ορθοδόξου
λαού, που βρισκόταν υπό την άμεση επιρροή του παπικού στοιχείου και
κυρίως της Ουνίας. Τέτοιο έργο είναι το «Βιβλιάριον κατά Λατίνων», που
στέλνεται στους Σέρβους ορθοδόξους της Αυστροουγγαρίας . Σ αυτό
καταδεικνύει την πλαστότητα του Παπισμού, καλώντας τους πιστούς να
αποκρούσουν τα προσηλυτιστικά σχέδιά τους, μη διστάζοντας να προτείνει
και το μαρτύριο ως μέσο διαφυλάξεως της ορθοδόξου πίστεως.
Ανάλογο χαρακτήρα έχει και ο Λόγος του «Εις τον άγιον Ανδρέαν».
Αντιλατινικά στοιχεία περιέχουν και η « Ομολογία» και η « Απόκρισις»,
αλλά και οι μεταφράσεις του από τα Ρωσικά43. Ακόμη και στο «Σχεδίασμα
περί της ανεξιθρησκείας» παρεμβάλλει πολλά αντιπαπικά στοιχεία, κυρίως
στις σημειώσεις που ακολουθούν την μετάφραση του σχετικού έργου του
Βολταίρου.
Άλλωστε και αυτή η μετάφραση ουσιαστικά εξυπηρετεί αντιπαπικούς σκοπούς
και στόχους. Ο Podskalsky χαρακτηρίζει τον Βούλγαρη «σφόδρα αντιλατίνο»
και τον εντάσσει, μάλιστα, στην αδιάλλακτη μερίδα των οπαδών του
αναβαπτισμού. Γεγονός πάντως είναι ότι ο Βούλγαρης στην αντιλατινική
στάση του πλησιάζει περισσότερο τον Δαμοδό και λιγότερο τον Αθανάσιο
Πάριο.
Η διαφοροποίησή του από τις αντορθόδοξες τάσεις του Διαφωτισμού
Σοβαρό λάθος είναι η κατάταξη του Βούλγαρη μεταξύ των Διαφωτιστών, όπως
γίνεται και για τον Πατροκοσμά, στον χώρο της εκπαιδεύσεως. Το άνοιγμα
του Βούλγαρη στην ευρωπαϊκή επιστήμη είναι καθαρά πατερική στάση και
καθόλου δεν σημαίνει ότι ο Βούλγαρης μπορεί να εγκλωβιστεί σε κάποια
παράταξη του Διαφωτισμού η να ταυτιστεί με όλο το φάσμα του πολύπλευρου
αυτού κινήματος.
Ο Διαφωτισμός είναι για τον Βούλγαρη «ένα προκλητικό πεδίο γνώσης, αλλά ποτέ μια αποδεκτή κοσμοθεωρία».
Ακόμη και σε καθαρά επιστημονικά θέματα παραμένει κριτικός έναντι του
Διαφωτισμού, μένοντας πιστός στην παράδοση των αγίων Πατέρων. Η
επιστημονική αυτοσυνειδησία του Βούλγαρη δηλώνεται σαφώς στο «Κατά
Λατίνων»: «Τι κοινόν έχει η σοφία του κόσμου με την σοφίαν του Θεού;
Η σοφία του κόσμου είναι πλάνη, είναι αφροσύνη, είναι μωρία, κατά τον
Παύλον, όταν είναι κεχωρισμένη από την σοφίαν του Θεού, ήτις είναι η
αληθινή πίστις. Αυτή είναι η όντως σοφία, η άσφαλτος σοφία και
άπταιστος, σοφία ορθή».
Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται και η κρίση του ειδικού ερευνητή του
Βούλγαρη Martin Knapp, ο οποίος ορθότατα διευκρινίζει ότι «η απλή
ενασχόληση του Βούλγαρη με θέματα των Φυσικών Επιστημών δεν σημαίνει και
διαφωτισμό».
Το βάρος στον Βούλγαρη πέφτει πάντα στην Θεολογία της Εκκλησίας του.
Αυτό ακριβώς φαίνεται και στην ενασχόλησή του με έργα του Βολταίρου.
Μεταφράζει έργα του Βολταίρου, αλλά απολύτως επίκαιρα, που ταυτίζονται
με την πίστη της Εκκλησίας του και ενισχύουν τους δικούς του στόχους. Η
στάση του Βούλγαρη όμως έναντι στον Βολταίρο παραμένει πάντα κριτική.
Άνοιγμα στην κοινωνία και την σύγχρονη πραγματικότητα
Αυτό επιτυγχάνεται, κυρίως, με το «Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας». Διότι
σ’ αυτό αντιμετωπίζει ένα κοινωνικό φαινόμενο και την κατάχρηση της
θρησκείας στον κοινωνικό χώρο από την πολιτική εξουσία. Διοχετεύει,
έτσι, την Θεολογία του στο κοινωνικό Status.
Βέβαια, μην μπορώντας να υπερβεί την εποχή του, δεν φθάνει ο Βούλγαρης
στην έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας, κατορθώνει όμως να
διαφοροποιηθεί από τις δυτικές αυθεντίες (Locke, Βολταίρο κ.α.) και να
οδηγηθεί «στην συναίσθηση ότι μόνο η ανοχή και ο αμοιβαίος σεβασμός των
πνευματικών αντιλήψεων μπορούν να εξασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη».
Με τον Βούλγαρη «η έννοια της ανοχής, ως η θεμελιακότερη ιδέα του
ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού», περνά στην ελληνική κοινωνία, φιλτραρισμένη
όμως μέσα από την Ορθόδοξη συνείδησή του.
Έτσι διαχωρίζει την θέση του από εκείνη των Δεϊστών η Θεϊστών,
καταδικάζει την παπική διασύνδεση πνευματικής και κοσμικής εξουσίας,
αρνείται τις προτάσεις του Πεταβίου («βία εναντίον όλων των ψευδών
θρησκειών»), αλλά και του Βερνάρδου του Κλαιρβώ («επιχειρήματα αντί για
όπλα»), καταλήγοντας στο δικό του συμπέρασμα, ότι όταν τα πνευματικά
μέσα της Εκκλησίας δεν επαρκέσουν, ακόμη και αυστηρές ποινές (με
εξαίρεση της θανατικής) εκ μέρους της Πολιτείας θα μπορούσαν να
επενεργήσουν θεραπευτικά. Κυρίως, όμως, διαφοροποιείται από τον
Βολταίρο: ο ανεξίθρησκος του Βούλγαρη είναι ζηλωτής της ευσεβείας, αλλ’
όχι αδιάφορος. « Ο αδιάφορος δεν γίνεται ανεξίθρησκος, αλλ’ είναι
άθρησκος».
Τελικά, δίνει τον δικό του ορισμό: Ανεξιθρησκεία είναι «επιεικής και
πραεία διάθεσις ψυχής ευσεβούς ήτις κατά ζήλον επιγνώσεως προς τους
οπωσούν αθετούντας τα της πίστεως, μεταχειριζομένη τους ευλόγους και
επιτηδείους τρόπους, εις την τούτων μεν διόρθωσιν, των δε άλλων την
προφυλακήν, τελευταίον και απειθούντας μακροθύμως και ανεξικάκως τους
υποφέρει, οικτείρουσα μεν την αυτών ζημίαν, προαναστέλλουσα δε
εμποδίζουσα την δι’ αυτών λύμην των άλλων και παραφθοράν· αλλ’ όχι ποτέ
τυραννικώς και ωμώς και απανθρώπως κατ’ αυτών αγριαίνουσα». Δεν φθάνει
μεν στην θρησκευτική ελευθερία, αλλά ανοίγει τον δρόμο προς αυτήν,
πρωτοπορώντας.
Ευγένιος Βούλγαρης
Γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου του έτους 1716 στην Κέρκυρα, από Ζακυνθινούς
γονείς. Σπουδές: Αρχικά στην Κέρκυρα, έπειτα σε Αρτα, Ιωάννινα, κοντά
στους πιο γνωστούς δασκάλους της εποχής του (Αντώνιος Κατήφορος,
Βικέντιος Δαμοδός και Ιερεμίας Καββαδίας). Ανώτερες σπουδές στην Πάδοβα
(Ιταλία) και συγκεκριμένα αρχαία ελληνική, λατινική και εβραϊκή
φιλολογία, θεολογία, θετικές επιστήμες, ξένες γλώσσες και προπάντων
νεότερη φιλοσοφία (Ντεκάρτ, Λοκ, Λάιμπνιτς, Φρειδερίκος Βολφ). 1737:
Χειροτονείται διάκονος. 1742: Επιστρέφει από τις σπουδές του στην Ιταλία
και αρχίζει την διδασκαλία σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Ιωάννινα (1742-46), Κοζάνη (1746-50), Ιωάννινα
(1750-52), Αγιον Ορος- Αθωνιάδα (1753-59), Κωνσταντινούπολη-Μεγάλη του
Γένους Σχολή (1759-61). 1762: Αναχωρεί, απογοητευμένος από τις διώξεις
του, για την Βλαχία και από εκεί για την Λειψία. 1772: Επειτα από
πρόσκληση της τσαρίνας Αικατερίνης Β , αναχωρεί από το Βερολίνο, όπου
ζούσε, για την Αγία Πετρούπολη. 1776: Χειροτονείται στην Μόσχα
Αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος. 1787: Παραιτείται από
Αρχιεπίσκοπος, προσφέροντας την θέση στον συμπατριώτη του σοφό Νικηφόρο
Θεοτόκη. Επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, όπου γίνεται μέλος της
Αυτοκρατορικής Ακαδημίας και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην μελέτη και
την συγγραφή βιβλίων. 1802: Εγκαταβιώνει πλέον στην Λαύρα του Αγίου
Αλεξάνδρου (Νιέφσκι), μέχρι τον θάνατό του (1806).
Γράφει ο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου