Ρένος Κωνσταντίνου, Θεολόγος
- 1. Η «προσωπική ύπαρξη» στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή σκέψη
Η
αρχαία ελληνική σκέψη χαρακτηρίζεται από έναν οντολογικό μονισμό.
Ερμηνεύει την έννοια του κόσμου ως μία αρμονική σχέση των όντων μεταξύ
τους, η οποία θεμελιώνεται στην ενότητα, την αλληλεξάρτηση και την
ομοιομορφία. Αποκλείει το απρόοπτο και την ελευθερία και θεωρεί
οτιδήποτε απειλεί την κοσμική αρμονία ως εχθρικό και παράταιρο, ακόμη
και αν πρόκειται για τον ίδιο τον άνθρωπο[1].
Η
αρχαία, ελληνική τραγωδία εμπνέεται από τη θέση του ανθρώπου σε αυτό το
κοσμικό και λογικό συγκρότημα. Επιδιώκει να απελευθερώσει τον άνθρωπο
από τα δεσμά του και να του δώσει μία ταυτότητα. Το θέατρο είναι το
πεδίο, όπου ο άνθρωπος συγκρούεται με τη λογική αναγκαιότητα του
αρμονικού κόσμου, προκειμένου να κερδίσει την ελευθερία του και
αντιμάχεται κάθε λογική και ηθική ανάγκη, που έχει εφεύρει ο αρχαίος
κόσμος και η οποία του αφαιρεί τα ατομικά χαρακτηριστικά του και τον
αντιμετωπίζει σαν αφηρημένη ιδέα. Όπως όμως υπαγορεύει η αρχαία,
ελληνική τραγωδία, ο άνθρωπος τελικά διαπιστώνει ότι δε μπορεί να
ξεφύγει από το πεπρωμένο, ότι δε θα αποκτήσει ποτέ την ελευθερία του,
ότι θα παραμείνει ένα απρόσωπο ον υποταγμένο αναγκαστικά στην κοσμική
τάξη και ότι το «πρόσωπό» του δεν είναι παρά ένα «προσωπείο», το οποίο
δεν εκφράζει την αληθινή του υπόσταση[2].
Αντίστοιχα
η ρωμαϊκή σκέψη αγνοεί το αίτημα για προσωπική ύπαρξη. Εστιάζει στην
οικοδόμηση και στη λειτουργία ενός δικτύου κοινωνικών σχέσεων, που
υπηρετεί την καλύτερη οργάνωση του κράτους. Όπως και η αρχαία, ελληνική
σκέψη αντιμετωπίζει το πρόσωπο σαν επίθεμα μίας συγκεκριμένης οντότητας.
Ο άνθρωπος αφομοιωμένος από το οργανωμένο σύνολο και εξαρτημένος από
τους κρατικούς μηχανισμούς στερείται την ελευθερία του και την προσωπική
του ύπαρξη[3].
- 2. Η «προσωπική ύπαρξη», η ελευθερία και η αγάπη στο Χριστιανισμό
Η
έννοια του προσώπου με το απόλυτο και οντολογικό περιεχόμενό της
γεννιέται ιστορικά μέσα από την προσπάθεια της Εκκλησίας να ερμηνεύσει
οντολογικά την πίστη της στον Τριαδικό Θεό. Στη δημιουργία της έννοιας
του προσώπου συνεισφέρει η Πατερική Θεολογία με δύο κυρίως επιτεύγματά
της. Πρώτον, αμφισβητεί την πίστη των αρχαίων Ελλήνων ότι ο κόσμος είναι
οντολογικά δεδομένος και αναγάγει τον κόσμο στο Θεό. Συνάμα καταργεί
κάθε λογική αναγκαιότητα, που δεσμεύει τον κόσμο και καθιστά τον κόσμο
και τα όντα του προϊόν ελευθερίας, εφόσον γίνεται αποδεκτή η βιβλική
αλήθεια ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Δεύτερον, μετά την
ταύτιση της ουσίας του κόσμου με την προσωπική ελευθερία, συντελείται η
ταύτιση της ουσίας του Θεού με το πρόσωπο. Το επίτευγμα αυτό οφείλεται
κυρίως στη θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων, ιδιαίτερα του Μ. Βασιλείου[4].
Γενικά
οι Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Γρηγόριος
Νύσσης) αναβάθμισαν το πρόσωπο, σε προκλητικό, θα έλεγε κανείς, βαθμό.
Σαφέστατα η αιτία του εγχειρήματος τους αυτού είναι βαθιά θεολογική. Το
ίδιο κίνητρο έκανε και τον ιερό Αυγουστίνο να κινηθεί, στην αντίθετη
όμως από αυτούς κατεύθυνση[5].
Οι
Έλληνες Πατέρες αναγνωρίζουν ως οντολογική αρχή του Θεού όχι τη μία
ουσία Του αλλά την υπόσταση, δηλαδή το πρόσωπο, του Πατρός και ανάγουν
το είναι Του στην προσωπική ελευθερία Του. Η ουσία Του βεβαιώνεται με τη
θέλησή του Πατρός ελεύθερα και με αγάπη να γεννήσει το μονογενή Υιό και
να εκπορεύσει το ζωοποιό Πνεύμα. Η μία θεία ουσία εκφράζεται μέσα από
τους τρεις τρόπους ύπαρξης, οι οποίοι έχουν σαν αφετηρία το πρόσωπο του
Πατρός. Το είναι του Θεού ταυτίζεται με το πρόσωπο[6].
Η
κτιστότητα του ανθρώπου και το δεδομένο της ύπαρξής του τον περιορίζουν
στην άσκηση της οντολογικής ελευθερίας του με απόλυτο τρόπο, όπως
δηλαδή την ασκεί ο Θεός. Η οντολογική ελευθερία του Θεού δεν οφείλεται
στη θεία φύση Του, αλλά στην «προσωπική» Του ύπαρξη, στον τρόπο ύπαρξης
με τον οποίο υφίσταται ως θεία φύση. Ως εκ τούτου ο άνθρωπος μπορεί να
ελπίζει, παρά την κτιστότητά του, ότι θα γίνει όντως πρόσωπο όπως είναι ο
Θεός και θα ζήσει απόλυτα την οντολογική του ελευθερία. Ο Θεός είναι
οντολογικά ελεύθερος υπερβαίνοντας τη λογική αναγκαιότητα, που απορρέει
από την ουσία και ως Πατήρ ταυτίζεται με ένα γεγονός κοινωνίας – τη
γέννηση και την εκπόρευση του Υιού και του Πνεύματος. Δημιουργεί
ελεύθερα την κοινωνία αυτή ως Πατέρας, ως πρόσωπο. Γιατί ο μόνος τρόπος
άσκησης της οντολογικής ελευθερίας είναι η αγάπη[7].
Η
αποκάλυψη «εγώ ειμί ο ων» φανερώνει ότι η υποστατική διάσταση στη
θεότητα έχει θεμελιώδη σημασία. Οι υποστάσεις του Θεού δεν καθορίζονται
από την ουσία, αλλά κυρίως από την αγάπη. Ο Θεός δεν είναι ένα ον
στατικό και εσωστρεφές. Αντίθετα, η Αγία Τριάδα – ο Θεός, ο Ιησούς
Χριστός και το Άγιο Πνεύμα – είναι ένα ον δυναμικό, που αντλεί τη
δυναμικότητά του από την αγάπη, η οποία και αποτελεί την πιο βαθιά
έκφραση των τριαδικών υποστάσεων[8].
Η
επιβίωση της μοναδικότητας, της υπόστασης ενός προσώπου δεν εξαρτάται
από την ουσία ή τη φύση. Η επιβίωση της προσωπικής ταυτότητας του Θεού
δεν οφείλεται στην ουσία Του αλλά στην Τριαδική Του ύπαρξη. Η ζωή Του
είναι προσωπική, γιατί εκφράζει την ελεύθερη κοινωνία, την αγάπη. Η ζωή
και η αγάπη συνθέτουν το πρόσωπο και προσδιορίζουν την προσωπική
ταυτότητα. Το πρόσωπο υπερνικά τους φυσικούς νόμους και δεν αποθνήσκει,
διότι δίνει και λαμβάνει αγάπη. Έξω από την κοινωνία της αγάπης χάνει τη
μοναδικότητά του, χάνει το πρόσωπό του και μεταμορφώνεται σε ένα
απρόσωπο ον[9].
Όταν
ο άνθρωπος αποκτά όντως πρόσωπο και μοναδική, ανεπανάληπτη υπόσταση και
είναι οντολογικά ελεύθερος, καθώς συμμετέχει σε μία κοινωνία αγάπης,
τότε σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, συμμετέχει όχι στη φύση ή
στην ουσία του Θεού αλλά στην προσωπική Του ύπαρξη. Άλλωστε σκοπός της
σωτηρίας είναι η πραγμάτωση στην ανθρώπινη ύπαρξη της προσωπικής ζωής
του Θεού, της Τριάδας, άρα η πραγμάτωση του προσώπου στον άνθρωπο[10].
- 3. Η οντολογική κατοχύρωση του προσώπου
Επιβάλλεται
καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε την έννοια του όρου «οντολογία». Η οντολογία
είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την αληθινή ζωή (αυτό σημαίνει άλλωστε
και οντολογία) και με το πρόβλημα του θανάτου. Έτσι ακριβώς την
κατανόησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι και την ταύτισαν με το
Θεό και τον τριαδικό τρόπο ύπαρξής Του[11].
Η
Χριστολογία διαβεβαιώνει τον άνθρωπο ότι το πρόσωπο δεν είναι προσωπείο
ή τραγικό πρόσωπο αλλά αποτελεί ιστορική πραγματικότητα. Η ταύτιση του
προσώπου του Χριστού με την υπόσταση του Υιού της Αγίας Τριάδας και η
υποστατική ένωση των δύο φύσεων – θείας και ανθρώπινης – στο Χριστό
ενισχύουν την παραδοχή αυτή[12].
Η ταύτιση της υπόστασης του ανθρώπου με την υπόσταση του Υιού του Θεού
δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να υπάρχει σαν πρόσωπο, όχι σύμφωνα με
τους νόμους της φύσης του αλλά στα πλαίσια μίας σχέσης με το Θεό σαν
εκείνη, που ελεύθερα και από αγάπη έχει ο Χριστός ως Υιός του Θεού με
τον Πατέρα[13].
Πρόκειται
για την εκκλησιολογική υπόσταση του ανθρώπου, η οποία εκφράζει την
πίστη και την ελπίδα του να γίνει όντως πρόσωπο και να υπερνικήσει το
θάνατο ως πρόσωπο. Η εκκλησιολογική υπόσταση όμως έρχεται σε σύγκρουση
με τη βιολογική υπόσταση, εξαιτίας της οποίας ο άνθρωπος αποθνήσκει.
Ωστόσο η βιολογική υπόσταση δεν καταργεί την εκκλησιολογική, η οποία
συνδέεται με την εσχατολογία – την τελική έκβαση της ύπαρξης του
ανθρώπου – και κατά συνέπεια δεν αναφέρεται στον άνθρωπο που είναι, αλλά
στον άνθρωπο που θα είναι[14].
Η
εκκλησιολογική υπόσταση εκφράζεται μόνο μέσω της Θείας Ευχαριστίας, η
οποία υπερβαίνει την οντολογική αναγκαιότητα και την αποκλειστικότητα
της βιολογικής υπόστασης αποτελώντας μία κοινότητα ελεύθερης και
καθολικής αγάπης. Στους κόλπους της ο άνθρωπος υπερβαίνει τη βιολογική
του υπόσταση και γίνεται όντως πρόσωπο[15].
Η ευχαριστιακή έκφραση της εκκλησιολογικής υπόστασης υπερβαίνει
εσχατολογικά την ιστορία και προικίζει τον άνθρωπο με ένα όντως πρόσωπο,
το οποίο έχει όμως τη ρίζα του στο μέλλον. Η αλήθεια και η οντολογία
του προσώπου ανήκουν στο μέλλον, είναι εικόνες του μέλλοντος[16].
Ο
ασκητικός χαρακτήρας της εκκλησιολογικής υπόστασης προκύπτει από το ότι
αντλεί το είναι της από το είναι του Θεού και από αυτό που θα είναι η
ίδια στα έσχατα. Ο άνθρωπος στην εκκλησιολογική του υπόσταση ως σώμα και
ως όντως πρόσωπο δεν αρνείται τους άλλους και δεν είναι εγωκεντρικός.
Αντίθετα αποδεικνύεται ότι είναι ένα κοινωνικό ον, το οποίο μοιράζεται
την ανάγκη του για αγάπη και αδελφοσύνη με τους άλλους. Υπό αυτή την
έννοια ο άνθρωπος, εφόσον απορρίπτει τον ατομισμό και την αυτοαπομόνωση,
υπερβαίνει τη βιολογική του υπόσταση και νικάει ακόμη και το θάνατο.
Γιατί ο άνθρωπος ως όντως πρόσωπο μπορεί να επιβιώσει μόνο μέσα σε μία
κοινωνία αγάπης, όπως είναι η Εκκλησία και η Ευχαριστία.
Η
εκκλησιολογική υπόσταση λοιπόν εγγυάται και υπόσχεται την τελική νίκη
του ανθρώπου επί του θανάτου. Τη νίκη αυτή ο άνθρωπος την πετυχαίνει όχι
αντλώντας δύναμη από τη φύση του αλλά ως πρόσωπο, χάρη στην υποστατική
του ένωση με το Θεό και άρα είναι νίκη του Χριστού ως του ανθρώπου της
Πατερικής Χριστολογίας. Η διατήρηση από την ευχαριστιακή κοινωνία
ζωντανής της μνήμης αγαπημένων προσώπων – ζωντανών ή νεκρών – αποτελεί
μία πράξη οντολογίας, καθώς δηλώνει ότι ο άνθρωπος ως όντως πρόσωπο
υπάρχει και πέρα από τα στενά όρια – χρονικά ή τοπικά – που ορίζει η
φύση του[17].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου