Η Φιλοσοφική Οντολογία
Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στην λογική μελέτη της ουσίας των Όντων.
Ον είναι αυτό που είναι και υπάρχει, το καθετί που έχει υπόσταση. Η
λέξη “Ον” είναι ουδέτερη μετοχή του αρχαιοελληνικού ρήματος Ειμί = Είμαι
(ο Ων, η Ούσα, το Ον). Όντα είναι όλα τα υπαρκτά είτε έμψυχα είτε άψυχα. Στην φιλοσοφία η
έρευνα της φύσης του όντος αποτελεί την λογικά ενδελεχή μελέτη της
ύπαρξης. Το ον, ως ύπαρξη, σημαίνει και την «πραγματικότητα» και συνεπώς
η οντολογία μπορεί να θεωρηθεί και ως ερμηνευτική μελέτη της
πραγματικότητας. Το ον ως ύπαρξη ορίζεται και ως το «Είναι». Έτσι τα ερωτήματα που θέτει η οντολογία αφορούν το σύνολο της ύπαρξης και οπωσδήποτε το φαινόμενο της ζωής. Εύκολα συνάγεται, ότι τα σημαντικότερα αντικείμενα της οντολογίας είναι ο άνθρωπος, ο κόσμος (σύμπαν) και η τεκμαιρόμενη αιτία τους, δηλαδή ο Θεός, ως το αξιωματικά υπέρτατο Ον. Η
οντολογία ήταν πάντα στόχος και της φιλοσοφίας και της θεολογίας διότι
το ανθρώπινο ον επιδιώκει διαχρονικά να προσδιορίσει την υπόστασή του
και να σχετιστεί με το Ον. Επομένως η
οντολογία είναι μια στοχαστική δραστηριότητα, η οποία έχει αποκτήσει
πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην φιλοσοφική όσο και στην θεολογική σκέψη. Η οντολογία είναι αναπόφευκτα και θεολογία, διότι η θεολογία είναι η οντολογία όπου το ον σχετίζεται με το Ον, δηλαδή τον Θεό. Άρα
η ανθρωπολογία, η κοσμολογία, η κοσμογονία, η βιογονία και η θεολογία,
αλλά και οι μεταξύ τους συσχετισμοί, είναι όλα τους ενταγμένα στην
οντολογία. Υπ' αυτήν την συγκεκριμένη έννοια, η οντολογία εξετάζεται ήδη
από την εποχή του Αριστοτέλη. Στον
Αριστοτέλη η θεώρηση του όντος συνδέεται εμφατικά και άρρηκτα με την
θεώρηση του υπέρτατου Όντος, του Θεού. Επειδή λοιπόν η οντολογία, στην
έρευνά της υπερβαίνει τα φυσικά όντα, αναπόφευκτα κινδυνεύει να
συγχέεται με την Μεταφυσική.
Και
οι μετά τον Αριστοτέλη φιλόσοφοι και διανοητές επιχείρησαν να δώσουν
απαντήσεις σε όλα τα ανακύπτοντα οντολογικά ερωτήματα. Ωστόσο, ο όρος
«οντολογία» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 17ου αιώνα, από τον Κρίστιαν Βολφ (Christian Wolff). Πάντως η
οντολογία συνέχισε να συνδέεται με την ύπαρξη του Θεού και μάλιστα
κάποιες οντολογικές αναλύσεις χρησιμοποιήθηκαν για να αποδείξουν την
ύπαρξή Του, πχ. Το Οντολογικό Επιχείρημα περί Θεού του Ανσέλμου,
Αρχιεπισκόπου της Καντερβουρίας - Canterbury (1078), και όπως αυτό αναδιαμορφώθηκε, εμπλουτίστηκε ή τυποποιήθηκε τους επόμενους αιώνες και μέχρι σήμερα από τους διανοητές René Descartes (1640), Gottfried Leibniz (1695), Kurt Gödel (1941), Norman Malcolm (1960), Alvin Plantinga(1970). Φιλοσοφικά Οντολογικές προσεγγίσεις έκαναν:
- Ο Καρτέσιος (Descartes) συνδέοντας την ύπαρξη με τη νόηση. Την θέση του περιγράφει η αντιπροσωπευτική και γνωστή ρήση του «σκέπτομαι, άρα υπάρχω».
- Ο Καντ(Cant) απέρριψε την οντολογία, θεωρώντας ότι υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνωστικής ανάλυσης.
- Ο Χούσερλ (Husserl) επανέρχεται στην οντολογία με την κατηγοριοποίηση του όντος ανάλογα με το αν μελετάμε τη ουσία του ή την μορφή του.
- Ο Χάιντεγκερ (Heidegger) συνέδεσε το Είναι (το ον) με το Χρόνο και γι’ αυτό προτιμούσε να ονομάζει την οντολογία του, Οντοχρονία.
- Ο Σαρτρ(Sartre) με το έργο του «Το Είναι και το Μηδέν» κάτω από τον όρο φαινομενολογική οντολογία επιχείρησε να αποδείξει ότι το είναι, δηλαδή το ον, είναι μόνον ότι υπάρχει στην απτή πραγματικότητα.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Οντολογία και οι Διαφορές της από την Φιλοσοφική Οντολογία
Αναφέραμε
ήδη ότι η μεταφυσική σχεδόν ταυτίστηκε με την οντολογία, αφού επιχειρεί
να διερευνήσει το Ον, το οποίο κινεί τα όντα, δηλαδή τον Θεό. Ακόμη ως
μεταφυσική χαρακτηρίσθηκε κάθε κοσμοθεωρία και φιλοσοφία, η οποία
αναφέρεται στο Ον, στο Είναι, στον Θεό. Κατά την φιλοσοφική μεταφυσική
υπάρχει σχέση μεταξύ του Όντος και του κόσμου. Όμως θεωρείται κι ένας
νοητός κόσμος όπου υπάρχουν τα αρχέτυπα όλων των εννοιών που απαντώνται
στον φυσικό κόοσμο. Έτσι, στην μεταφυσική, η ερμηνεία του φυσικού κόσμου
ανάγεται πάντοτε στον κόσμο των υποτιθέμενων αρχετύπων ή στον κόσμο των
ιδεών κατά τον Πλάτωνα. Οι φιλόσοφοι με την ίδια λογική προσέγγιση
προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και το Κακό που υπάρχει στην φύση.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Οντολογία διαφοροποιείται στα εξής:
1.
Δεν θεωρεί ενδεδειγμένη την διάκριση μεταξύ φυσικών και μεταφυσικών
όντων, αλλά δέχεται και υποστηρίζει την διάκριση μεταξύ δημιουργίας και
Δημιουργού, την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Άκτιστος είναι ο
μόνον ο Ων, ο Δημιουργός Θεός και οι ενέργειές Του, και κτιστός είναι
όλος ο φυσικός και όλος ο πνευματικός κόσμος. Ομιλώντας για διάκριση
μεταξύ κτιστού και ακτίστου, διακυρήττει την βεβαιότητα ότι υπάρχει
οντολογική διαφορά μεταξύ των δύο, λέγοντας ότι το άκτιστο, (ο Ων ή το
Ον) είναι αξιωματικά άναρχο, αυθύπαρκτο, αύταρκες, άτρεπτο, άφθορο και
ατελεύτητο, ενώ το φυσικό κτιστό έχει συγκεκριμένη αρχή, έχει εξάρτηση,
τρεπτότητα, φθορά και βιολογικό τέλος. Προσδιορίζοντας , έτσι, την
τεράστια διαφορά ουσίας μεταξύ κτιστού και ακτίστου, αποκλείει τον
αγνωστικισμό και τον πανθεϊσμό.
2.
Υποστηρίζει, ότι η άκτιστη ενέργεια του Όντος, εισέρχεται μέσα σε όλα
τα κτιστά, οπότε αυτά συντηρούνται, το δε ανθρώπινο ον και συντηρείται
και κυρίως σώζεται απ' αυτήν. Η άκτιστη ενέργεια του Θεού, ως Θεία Χάρη,
επιφέρει βαθειά αναγεννητική αλλαγή στην ουσία του ανθρώπινου όντος,
τόσο καταλυτική, ώστε η οντότητά του αγιάζεται (εξαγνίζεται και
λαμπρύνεται), παύει να κατευθύνεται από το δίπολο ανταμοιβή – τιμωρία
και οδηγείται σε κατάσταση αιώνιας μακαριότητας και θέωσης.
3.
Δεν ασχολείται με λογικές αναλύσεις και ταξινομήσεις και
κατηγοριοποιήσεις της ουσίας, των σχέσεων και των συμπεριφορών των
όντων. Ασχολείται αποκλειστικά με την ανάγκη και τους τρόπους
αποκατάστασης Λογικής Σχέσης του ανθρώπινου όντος με το Θεϊκό Ον και την
εξ αυτής της σχέσης, την εξασφάλιση της αγιαστικής αλλοίωσης της ουσίας
του ανθρωπίνου όντος. Με τον όρο Λογική Σχέση εννοούμε την σχέση του
ανθρώπου με τον Τρισυπόστατο Θεό μέσω του σαρκωθέντος Θεού – Λόγου,
Ιησού Χριστού.
Η Ηθική στην Ορθόδοξη Χριστιανική Οντολογία |
Ο Άνθρωπος και ο Θάνατος.Ο φόβος και η φθορά του θανάτου διαποτίζει ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου και επηρεάζει τις σχέσεις του με τον Θεό, με τους
ομοίους του και το περιβάλλον του. Ολόκληρος ο πολιτισμός του ανθρώπου,
η οργάνωση της ζωής του, οι τέχνες και οι επιστήμες του, τα ήθη και τα
έθιμα του,οι παραδόσεις και οι οραματισμοί του επηρεάζονται βαθειά από
το φόβο και την φθορά του θανάτου. Η καταξίωση του ανθρώπινου όντος
είναι αδύνατη χωρίς την απελευθέρωση του από τον φόβο και την φθορά του
θανάτου, χωρίς την λύτρωσή του από τον θάνατο. Μέσα από αυτήν την
θεώρηση της λύτρωσης από τον θάνατο και την εξαασφάλιση του “αεί είναι“,
εννοείται και η οργανική σχέση της ηθικής στην ανθρώπινη οντολογία, σ’
αυτό που ο Χριστιανισμός αποκαλεί ανθρωπολογία.
Ο Ων-Θεός και η διάκριση Καλού και Κακού.
Ο Θεός βρίσκεται επάνω από τη διάκριση καλού και κακού. Όπως παρατηρεί ο
άγιος Γρηγόριος Νύσσης, δεν υπάρχει το «εναντίον» στην αγαθότητα του
Θεού, όπως δεν υπάρχει το «εναντίον» και στη φύση του. Η αγαθότητα του
Θεού δεν υφίσταται ως αντίθεση προς τη κακία αλλά καθεαυτήν. Όταν
ονομάζουμε τον Θεό αγαθό, έχουμε πάντοτε υπόψη μας ότι ο Θεός είναι
υπεροχικά επάνω από κάθε ανθρώπινη έννοια. Ο Θεός είναι η απόλυτα
υπεροχική έννοια και κάθε άλλη έννοια είναι υποκείμενη και υπάλληλη.
Το Καλό και το Κακό.
Το καλό και το κακό δεν αποτελεί δίπολο οντοτήτων στην Χρισιιανική
Οντολογίια. Το Όν, ο Θεός είναι Αγαθός και πηγή κάθε αγαθού. Το κακό
είναι η άρνηση του αγαθού και η απομάκρυνση από τον Αγαθό. Ενώ το Αγαθό
Ον ενοποιεί και συνέχει τα διαιρεμένα, η απομάκρυνση από το Αγαθό (το
κακό, η αμαρτία) διαιρεί και φθείρει τα ενωμένα. Το κακό=αμαρτία,
δηλαδή, δεν έχει οντολογική αλλά ηθική αρχή. Γι 'αυτό δεν υπάρχει
πουθενά και ποτέ μόνο του, αλλά παρουσιάζεται παντού και πάντοτε πάνω
στο σώμα του αγαθού που διαβρώνει. Το κακό προκαλεί διαστροφικές βλάβες
στο ανθρώπινο ον και το εκτρέπει στο παρά φύση. Το αγαθό εμφανίζεται
στον φυσικό κόσμο ασθενέστερο από το κακό. Το καλό φαίνεται να
παραμερίζεται και να υποχωρεί, ενώ το κακό να κυριαρχεί και να
θριαμβεύει. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Οντολογία αναγνωρίζει το
καταστροφικό αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του ανθρώπινου όντος από τον
Θεό, δηλαδή τη δύναμη του κακού στον κόσμο, αλλά θεωρεί ότι η
απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό δεν του προκαλεί πάντοτε μη
αναστρέψιμες καταστάσεις, δηλαδή δεν αναγνωρίζει στο κακό απόλυτη
εξουσία επί του ανθρώπινου όντος, αν και εφ’ όσον το ον εκδηλώνει την
διάθεση επιστροφής του στον Θεό. Σε κάθε περίπτωση, καθετί που προκαλεί
την απομάκρυνση από τον Θεό, δηλαδή το κάθε τελούμενο κακό, είναι και
ένα ηθικό πρόβλημα, το οποίο έχει οντολογικές διαστάσεις και
επιπτώσεις. Έτσι η ηθική συνδέεται άρρηκτα με την οντολογία. Η ηθική
επανάταξη του ανθρώπου πρέπει να σημαίνει την προσπάθεια επανασύνδεσης
του ανθρώπου με τον Θεό και η ηθική ανόρθωση του ανθρώπου πρέπει να
επιδιώκει την οντολογική ανακαίνιση του. Επομένως, η Ορθόδοξη
Χριστιανική Οντολογία χρησιμοποιεί την τήρηση ηθικών κανόνων και αρχών,
ως ένα μέσο, απαραίτητο και αναγκαίο, αλλά και μη ικανό, στην
προσπάθεια σύνδεσης του ανθρώπου με την πηγή της αγαθότητας και της
ζωής, τον Θεό. Το ικανό της επανασύνδεσης και της διατήρησης της
σύνδεσης το εξασφαλίζει η Χάρις του Θεού.
Το Πρόβλημα της Απολυτοποίησης της Ηθικής. Ένα πρόβλημα στην
ηθική παρουσιάζεται συνήθως όταν αυτή δεν εστιάζει στην ουσία των
ανθρωπίνων όντων, αλλά στην συμπεριφορά τους, όπως αυτή διαμορφώνεται
στη βάση ορθολογικών και τυποποιημένων αρχών και κωδίκων. Τότε δεν την
απασχολεί ευθέως η φθορά του όντος, αλλά η πειθάρχιση του με τον
εξορθολογισμό της συμπεριφοράς του. Ακόμη, ο εξορθολογισμός της
συμπεριφοράς του όντος μοιραία συναρτά την ηθική από τον ανθρώπινο ορθό
λόγο με ότι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, αν δεχθούμε ότι βάση της ηθικής
είναι ο ορθός λόγος ή η ανθρώπινη λογική, τότε κάθε φιλανθρωπία ή
αλτρουισμός, τα οποία μας κατευθύνουν σε κάποια θυσία μας, προς
όφελος δυστυχούντος συνανθρώπου μας, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένας
ζημιογόνος για μας παραλογισμός, εκτός εάν προσδοκούμε μια ανταμοιβή (πχ
Παράδεισος) ή φοβούμαστε μια τιμωρία (πχ Κόλαση). Όμως όταν το
ανθρώπινο ον επιδιώκει την ηθικοποίησή του ενεργώντας καθ' υπαγόρευση
νόμων και κωδίκων, τότε ενεργεί υπό το κράτος ενός διπόλου κινήτρων -
συνεπειών και δεν κινείται από καρδιακή και συνειδητοποιημένη
αρεστότητα, προτίμηση και επιλογή του Αεί Αγαθού Όντος. Μια τέτοια
πειθαναγκαστική-κερδοσκοπική ηθική δίνει έμφαση στο «δέον είναι» αντί
του «αεί είναι». Αυτή η δεοντολογία αποτέλεσε χαρακτηριστικό της ηθικής
φιλοσοφίας αλλά και τον πυρήνα της δυτικής θεολογίας, ήδη από τους
πρώτους χριστιανικούς αιώνες, με αποκορύφωμα την σχολαστική θεολογία του
μεσαίωνα, όπου αναδεικνύει την συμπεριφορά και τις πράξεις του
ανθρώπινου όντος, ως το έσχατο σημείο αναφοράς και σωτηρίας του. Η
αντίληψη αυτή ευνοεί την αυτονόμηση της ηθικής, την απομάκρυνσή της και
τον απορφανισμό της από το Θεϊκό Ον. Ευνοεί την αυτάρκειά της και την
απολυτοποίηση της. Όμως, η αυτονόμηση και η απολυτοποίηση της
ηθικής, παραπέμπει στην αυτοκαταξίωση και στην δυνατότητα της σωτηρίας
του ανθρώπινου όντος ερήμην της Χάρης του Θεϊκού Όντος και κάτι τέτοιο
αποτελεί καταστροφική πλάνη για τον άνθρωπο.
Ο Αγιασμός του ανθρώπου και η διαμόρφωση του χριστιανικού ήθους.Το ανθρώπινο
ον έχει «το είναι δεδανεισμένον» εκ του Θεϊκού Όντος. Η αλήθεια αυτή
είναι θεμελιώδης για την αυτογνωσία του ανθρώπου, και η επίγνωσή της
αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή διαμόρφωση του ήθους του. Ο άνθρωπος
υπάρχει ως ον-δημιούργημα «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεϊκού
Όντος. Η «κατ' εικόνα» του Θεού δημιουργία του ανθρωπίνου όντος, είναι η
βάση για την «καθ' ομοίωσιν» του Θεού τελειοποίηση του ανθρώπου. Αυτή
όμως η πορεία δεν επιβάλλεται από τον Θεό στον άνθρωπο, αλλά επαφίεται
στην ελεύθερη διάθεση του ανθρώπου να την επιλέξει και να την
ακολουθήσει. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και δεν
παραβιάζει την θέληση του. Η ηθική αποκτά πραγματική αξία, όταν αποτελεί
παράγωγο της επιδίωξης σχέσης του ανθρώπινου όντος με το Θεϊκό Ον και
όχι όταν είναι αποτέλεσμα καταναγκαστικών κωδίκων ή
κερδοσκοπικών τακτικών, διότι μόνον τότε παύει να παραμένει λογική η
εξορθολογισμένη συμπεριφορά, με ότι η ατελής λογική συνεπάγεται και
επιδιώκει να εξελιχθεί σε Λογική συμπεριφορά. Με την Λογική, την Λογική
του Λόγου, το ανθρώπινο ον αλλοιώνεται ευεργετικά, αγιάζεται και
αιωνιοποιείται από την Χάρη του Λόγου (σταματούν η διάβρωση και οι
διαστροφικές βλάβες, καταργείται ο φόβος και η φθορά του θανάτου). Μόνον
τότε το ανθρώπινο ον ανακαινίζεται, γίνεται γνησίως ηθικό
και αγαθοεργό εργαλείο της Θείας Χάριτος στα άλλα όντα. Ο Αγιασμός του
όντος από την σχέση του με τον Θεό, είναι υπερσύνολο της ηθικής, οπότε
εξασφαλίζει και "το δέον είναι” και το “αεί είναι". "Διότι είναι
γραμμένο στην Γραφή· “να γίνεσθε σε όλη σας τη ζωή άγιοι, διότι εγώ, ο
Θεός και Πατέρας σας, είμαι άγιος”" (Α' Πέτρου 1:16). Ο επιδιωκόμενος
υπαρξιακός έρωτας του Αγαθού εκ μέρους του ανθρώπου ξεπερνά τα όρια
των νόμων και των κωδίκων και καθίσταται ένας καταλυτικός
ενστερνισμός της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού - Λόγου:
"Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ
σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου", αλλά και της μετ' αυτήν δεύτερης
εντολής: "ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν" (Μτθ 22:36-40).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου