Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ


π. Βασίλειος Ἰ. Καλλιακμάνης
untd1. Ἡ ἔλευση τοῦ θανάτου στόν κόσμο
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ θάνατος δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀγαθή θεία βούληση. «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων»[1] ἀναφέρει τό βιβλικό λόγιο.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο δεκτικό τῆς θνητότητας καί τῆς ἀθανασίας γράφει ὁ Καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης στηριζόμενος στήν πατερική παράδοση. Τόν τοποθέτησε στό μεθόριο τῆς θνητῆς καί τῆς ἀθάνατης φύσης ʺδεκτικόν ἀμφοτέρωνʺ. Ἀκόμα καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει φυσική ἀλλά κατά χάριν καί μετοχήν ἀθανασία. Δέν εἶναι δηλαδή ἀφ’ ἑαυτῆς ἀθάνατη, ἀλλά κτίσθηκε νά γίνει ἀθάνατη. Μόνο ὁ Θεός εἶναι ἀπό τή φύση του ἀθάνατος, ὡς αὐτοζωή καί πηγή τῆς ζωῆς. Ἡ φυσική ζωή, στήν ὁποία μετέχει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔνθεη ὅμως ζωή εἶναι μετοχή στή θεοποιό ἐνέργειά του. Ἡ τελείωση στή ζωή αὐτήν, πού θά πραγματοποιοῦνταν μέ τήν τήρηση τῆς θείας ἐντολῆς, δηλαδή μέ τή διατήρηση τῆς μετοχῆς του στή θεία ἐνέργεια, ματαιώθηκε μέ τήν παρακοή[2].
Ἡ αἰτία τῆς ἔλευσης τοῦ θανάτου στόν κόσμο βρίσκεται στόν ἄνθρωπο καί εἰδικότερα στήν κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του. «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν»[3]. Ὁ Θεός δέν δημιούργησε ἐξαρχῆς τό θάνατο, ἐμπόδισε μάλιστα καί τή γένεσή του, χωρίς ὡστόσο νά παραβιάζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ ποιόν ὅμως τρόπο ὁ Θεός ἐμπόδισε τήν ἔλευση τοῦ θανάτου; Στό ἐρώτημα αὐτό δίνει ἀπάντηση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι, ὁ Θεός φανέρωσε πρίν τήν πτώση τό θέλημά του, πού ὁδηγοῦσε στήν ἀθανασία. Καί προεῖπε φανερά καί ἀπείλησε ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς ζωοποιοῦ θείας ἐντολῆς θά ἦταν θάνατος. Τρεῖς δρόμους θά μποροῦσαν νά ἀκολουθήσουν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά ἀποφύγουν τό θάνατο. Τόν πόθο κοινωνίας μέ τόν Θεό, πού ὁδηγοῦσε στό δεύτερο δρόμο, τήν ἀληθινή θεογνωσία, ἤ ἀκόμη καί τόν δρόμο πού ἐμπνέει ὁ θεῖος φόβος,[4] γιά τήν ἀπώλεια τῶν θείων χαρισμάτων.
Ἡ παράβαση ὅμως τῆς ἐντολῆς καί ἡ ἁμαρτία ἔφεραν τό θάνατο. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς προγονικῆς ἀπόφασης ἦταν καταλυτικές γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό νέκρωσε τά πνευματικά αἰσθητήρια καί ὁδήγησε στόν ψυχικό θάνατο. Ἀκολούθησε ὁ σωματικός θάνατος. Ἡ θνητότητα τοῦ σώματος ἀποκαλύπτεται ὡς παρατεταμένος θάνατος, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἤ καλύτερα ὡς μύριοι διαδοχικοί θάνατοι μέχρι νά ἐπέλθει ὁ ὁριστικός θάνατος. Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ σώματος δέν ἐπῆλθε ταυτόχρονα μέ τήν παρακοή. Τό βάθος τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ τόν ἀνέβαλε γιά τό μέλλον. Ἔτσι ὁ ζωοδότης Θεός δέν ὁδήγησε σέ ἀπόγνωση τό πλάσμα του. Παρηγόρησε μέ διαδοχικές γεννήσεις τή λύπη πού προξενεῖ ὁ θάνατος. Αὔξησε τό ἀνθρώπινο γένος μέ πολλούς ἀπογόνους ἔτσι ὥστε ὁ ἀριθμός τῶν γεννήσεων νά ὑπερβαίνει τόν ἀριθμό τῶν θανάτων. Παράλληλα προετοίμαζε τή θεραπεία τοῦ θανάσιμου τραύματος διά μέσου τῶν ἐκλεκτῶν του ἀπό γενεά σέ γενεά, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ ἡ πολυύμνητη ράβδος, ἡ Παρθένος Μαρία, ἀπό τήν ὁποία θά ἄνθιζε τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, ὁ Ζωοδότης Χριστός[5].
Ἑπομένως, γιά τήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση ὁ βιολογικός θάνατος εἶναι ἀπόροια τῆς πτώσεως καί τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος κάνοντας κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, εἰσπράττει ὡς τίμημα τή φθορά καί τό θάνατο. Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή στέρηση τῆς ζωῆς. Καί στέρηση τῆς ζωῆς σημαίνει θάνατος. «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγισε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος» διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος[6]. Τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας κληρονομεῖ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα διακρίνονται εὐκρινέστερα στή γέννηση καί τό θάνατό του. Μέ πόνους καί ὠδίνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο. Μέ ἀγωνία καί ὀδύνη τόν ἐγκαταλείπει.
Αἴτιος τοῦ θανάτου δέν εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πού ἐχθρεύεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος ὡς τίμημα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἔνδειξη θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε τό θάνατο, γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί καταλήγει: «Καί γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία. Οὕτω γάρ πείθομαι κολάζειν Θεόν»[7]. Ἐξάλλου ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ὅτι δέν χρειάζεται νά φοβόμαστε καί νά τρέμουμε τό θάνατο, ἀλλά τήν ἁμαρτία: «Οὐ γάρ θάνατος ἁμαρτίας ἔτεκεν, ἀλλά ἁμαρτία θάνατον ἡμῖν ἐγέννησε· θάνατος δέ ἁμαρτίας γέγονε φάρμακον»[8].
2. Ὁ θάνατος καί τά ἔσχατα
Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική παράδοση διαπιστώνει ὁ μελετητής δύο κυρίως τάσεις ἑρμηνείας τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τῶν ἐσχάτων. Ὁ θάνατος θεωρεῖται ὡς τιμωρία ἤ καλύτερα αὐτοτιμωρία τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἴδιο νόημα προσλαμβάνει καί ἡ αἰώνια κόλαση. Δίδεται δηλ. ἰδιαίτερη βαρύτητα στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁρισμένοι Πατέρες ἤ καί οἱ ἴδιοι μέ τούς προηγούμενους, ἀλλά σέ διαφορετικά σημεῖα τῶν ἔργων τους, τονίζουν τή φιλανθρωπία, τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ διπλή-ἀντιθετική σκέψη τους πάνω στό θέμα αὐτό διαχέεται στή ἐκκλησιαστική παράδοση ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὡριγένη, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ καί τῶν ἄλλων πατέρων.
Σέ κάθε περίπτωση οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις γιά τά ἔσχατα στήν Ἀνατολή εἶναι διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῆς Δύσης. Στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή καταρχήν, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ σωτηρία εἶναι θεραπεία τραυμάτων τοῦ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ἀθανασία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέθεξης στίς θεῖες ἐνέργειες. Ἡ παραδείσια ζωή εἶναι φιλία καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ κόλαση ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, «ἀμεθεξία», «ἀκοινωνισία», ἀφιλία καί ἀνέραστη ζωή. Τέλος βασικὸ ρόλο ὡς πρός τήν ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ διαδραματίζει τὸ αὐτεξούσιο[9]. Ἀντίθετα στή Δύση ἡ θεώρηση τοῦ παραδείσου καί τῆς κόλασης μέσα ἀπό τό δικαιϊκὸ σχῆμα τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας ὁδήγησε στό καθαρτήριο πῦρ καί τόν ἀπόλυτο προορισμό. Εἶναι σαφές ὅτι μία σωφρονίζουσα ποιμαντική θεολογία τῶν ἀπαγορεύσεων, τῶν ἀφορισμῶν, τῶν ἀπειλῶν καί τῶν τιμωριῶν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Βρίσκεται ὅμως ἔξω ἀπό τήν ἁγιοπνευματική μας παράδοση μιά ποιμαντική θεολογία, ἑνός γλυκεροῦ χριστιανισμοῦ πού μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἀθεράπευτο καί δοῦλο τῶν παθῶν, ἕρμαιο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικός κόσμος ἄρχισε νά ἀποδέχεται μέ σχετική εὐκολία τήν εὐθανασία. Ὅταν ἐγκλωβισθεῖ στόν παρόντα βίο, ἀποθεώσει τό ἄτομο καί τά λεγόμενα ἀτομικά δικαιώματα, δέν ἀπομένει παρά νά δεχθεῖ ὡς ὥριμο καρπό τή σύγχρονη ἐκδοχή τῆς εὐθανασίας. Ἔτσι, ἡ καρτερία στήν ἀσθένεια καί ἡ προσμονή τῆς διαδικασίας τοῦ θανάτου δέν ἔχουν γι’ αὐτόν κανένα νόημα
Γιά τήν στρέβλωση αὐτή φέρει μεγάλη εὐθύνη ἡ δυτική θεολογία, ἡ ὁποία στηριζόμενη σέ ὁρισμένες ἀπόψεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας δογμάτισε τήν περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης διδασκαλία[10]. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου προσβάλλει τή θεία Δικαιοσύνη καί τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνοχή εἶναι τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία αὐτοῦ πού προσβάλλεται. Ὁ θάνατος, ὡς τιμωρία πού κληρονομεῖται στό ἀνθρώπινο γένος, δέν ἀρκεῖ γιά τήν ἐξιλέωση καί τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξης πού διασαλεύθηκε. Χρειάζεται νά τιμωρηθεῖ καί νά χύσει τό αἷμα του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιά νά ἱκανοποιήσει τόν ὀργισμένο οὐράνιο Πατέρα. Γιά τήν δυτική χριστιανοσύνη ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὡς
τιμωρία, πρόσφερε ἄπειρη ἱκανοποίηση, ὥστε νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά δοθεῖ νομική συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο στή Δύση δίδεται ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ παρά στήν Ἀνάστασή του. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἔνδειξη τῆς θεότητάς Του καί ὄχι νίκη πάνω στό θάνατο. Ἄν αὐτό ἰσχύει σέ θεολογικό ἐπίπεδο κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο. Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό μεσαίωνα. Λ.χ ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅμως ὁδηγήθηκαν οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπόγνωση ἤ τήν ἀθεΐα. Ἔτσι φθάσαμε σέ αὐτό πού σήμερα ὀνομάζεται ἐξατομίκευση τοῦ θανάτου[11] καί κατ᾿ ἐπέκταση στό λεγόμενο «ἀτομικό δικαίωμα» σέ ἕναν «ἀξιοπρεπή θάνατο», ἤ ἀπό τό ἄλλο μέρος στήν ἀπώθηση καί τήν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου.
Γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση καί δέν ἀποσιωπεῖται. Δέν ἀφορᾶ μόνο τό ἄτομο. Ἔχει κοινωνικό, κοινοτικό καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα μέ διπλή ἔννοια. Πρῶτον: «Θάνατος σημαίνει ἀπώλεια τοῦ προσώπου, διαπροσωπικῶν καί κοινωνικῶν σχέσεων, μιᾶς δημιουργικῆς ζωῆς ὁποιασδήποτε μορφῆς»[12]. Καί δεύτερον: Ὁ ἑτοιμοθάνατος δέν ἐγκαταλείπεται μόνος. Εἰσπράττει τήν ἀγάπη τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καί γνωστῶν καί περνάει στή χώρα τῶν «συγχωρημένων». Ὁ λαός μας λέει πολύ σωστά ὁ τάδε «συγχωρέθηκε». Δέν έχουμε κρατούμενα μαζί του.
3. Ὑπέρβαση τοῦ θανάτου
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἡ ἀγάπη νικᾶ καί αὐτόν ἀκόμη τό θάνατο διδάσκει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς˙ ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μένει ἐν τῷ θανάτῳ»[13]. Παράλληλα μέ τά μυστήρια διατηρεῖ ζῶσα τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα συναποθνήσκει ὁ «παλαιός ἄνθρωπος». Γεννιέται ὁ νέος καί ἀνακαινίζεται «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν»[14]. Ὁ βαπτιζόμενος χρίεται μέ λάδι. Προετοιμάζεται γιά τούς ἱερούς ἀγῶνες. Ἀκολουθεῖ τόν Χριστό στό μαρτύριο. Συναποθνήσκει μυστικά γιά τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Καλεῖται νά ζήσει τή ζωή τῆς ἀρετῆς. Νά ἀναστηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά καταργήσει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου.”Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει”.[15] Τό βάπτισμα εἶναι σύμβολο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ταυτόχρονα πνευματική γέννηση καί χάρισμα, δῶρον Θεοῦ. Ἡ χρίση τοῦ Χριστιανοῦ μέ λάδι κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καλοῦσε τόν νεοφώτιστο στήν πορεία τῶν ἀγώνων τῆς τελείωσης. Ἡ ἔκχυση ἐλαίου στούς κεκοιμημένους ἐπισφραγίζει τό τέλος τῶν ἀγώνων αὐτῶν[16].
Μέτρο καί κριτήριο τοῦ κατά πόσο ζεῖ κανείς χριστιανικά, εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἡ «χριστιανική εὐθανασία». Γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Εἶναι ἀδύνατον νά ζήσῃ τις χριστιανικῶς. Χριστιανικῶς δύναταί τις μόνον νά ἀποθάνῃ, διά θανάτου ὅμως κατά τήν γηΐνην μορφήν τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν. Ἐν τούτοις καί ὁ θάνατος οὗτος δέν εἶναι οὔτε εὔκολος, οὔτε ἁπλοῦς: Εἶναι ἡ “στενή πύλη”, ἡ “τεθλιμμένη ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν”, τήν ὁποίαν ὅμως «ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες»[17].
Ὅπως ἔγινε ἀντιληπτό στήν σύντομη εἰσήγησή μου μόνο σπαράγματα ἀναφέρθηκαν, γιά τό τεράστιο αὐτό θέμα. Σταχυολόγησα ὁρισμένες μόνο θέσεις τῆς χριστιανικῆς παράδοσης. Αὐτό ὅμως πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση εἶναι ὅτι μελετώντας τή ἐξόδιο ἀκολουθία σέ κληρικούς συνάντησα μιά φράση, πού ἤθελα νά πιστεύω πώς δέν ὑπάρχει, διότι πάντοτε ἔχουμε τήν τάση νά ὡραιοποιοῦμε μέ γλυκερούς λόγους τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου καί νά ἐφησυχάζουμε τή συνείδησή μας καί τίς συνειδήσεις τῶν χριστιανῶν μας. Ἐκεῖ λοιπόν ἀναφέρεται: « Μία ὥρα καί πάντα παρέρχεται˙ οὐ γάρ ἔστιν εἰς Ἅδην μετάνοια, οὐδέ ἔστιν ἐκεῖ λοιπόν ἄνεσις»[18].
Μήπως ἡ γνώση μᾶς καθιστᾶ καί περισσότερο ὑπεύθυνους; Μήπως ἡ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό εἶναι τό κύριο ἔργο μας, ἀφοῦ καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό μέχρι τόν Ἅδη γιά νά ἀνασύρουμε τόν νεκρωθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στή ζωή τῆς ἀναστάσεως; Σέ κάθε περίπτωση τό δικό μας ἔργο εἶναι πιό εὔκολο μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστός ἄνοιξε τήν ὁδό τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου μέ τόν Σταυρό, τήν κάθοδό του στόν Ἅδη καί τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως μέ τό εὐαγγελικό πνεῦμα πού διασώζει, τό λειτουργικό χρόνο καί τά μυστήριά της νοηματοδοτεῖ πνευματικά τή ζωή καί συνδέει τούς πιστούς μέ τό Ζωοδότη Χριστό.
Σημειώσεις
[1] Σοφ. Σολ. 1,13.
[2] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσαλονίκη 2004, σ.637.
[3] Ρωμ. 5,12.

5η ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Ι ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ σελ 2931 20 λεπτα mp4 x264

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Θεολόγος του φωτός



Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Θεολόγος του φωτός
Εορτάζει 12η Μαρτίου (μετατίθεται στις 12 Οκτωβρίου)
«Συ βασιλεία ουρανών, συ γη, Χριστέ, πραέων, συ χλόης παράδεισος, συ ο νυμφών ο θείος».
ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΟΛΟΓΌπως σημειώνει ο μαθητής του Νικήτας Στηθάτος, ο οποίος και συνέταξε βιογραφία για τον άγιο Συμεών, όταν ο Συμεών βρισκόταν στην ηλικία των 20 ετών, δέχθηκε μια ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό. Μια νύχτα, και κατά την ώρα που με δάκρυα ήταν δοσμένος στο ιερό έργο της προσευχής, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μία ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος  από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ελέησον».Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα η εκτός του σώματος.
Επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «όλος φωτός και όλος λαμπρότητος».
ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟσάρωση0006
Ο Όσιος Συμεών εδίδασκε ότι η προς Θεόν ειλικρινής αγάπη και η μετάνοια ήσαν ασφαλείς οδοί προς τη θέωση.Η θέωση είναι μια κατάσταση ολοκληρωτικής μετα­μορφώσεως του ανθρώπου, πού συντελείται δια του Αγίου Πνεύματος. Η σάρκωση του θείου Λόγου είναι το θεμέλιο της θεώσεως· αυτή είναι άλλωστε και ο σκοπός της. Ή θέωση έγινε δυνατή από τότε πού ο Λόγος σαρξ εγένετο, ανέλαβε την ανθρωπότητα μας και μας έδωσε την Θεότητα Του. Έτσι ο άνθρωπος κατά την βάπτιση του ενδύεται τον Χριστό. Η θέωση γίνεται πριν άπ’ όλα με την κοινωνία του θεωμένου Σώματος και Αίματος του Χριστού.
Αρχιεπ. Βασιλείου Κριβοσέϊν, Μέσα στο φως του Χριστού. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος – Archevêque Basile Krivochéine, Dans la lumière du Christ. Saint Syméon le Nouveau Théologien.
 ***
ΣΥΜΕΩΝ Ν ΘΕΟΛΟΓ«Οίδα, Σώτερ, ότι άλλος ως εγώ ουκ έπταισέ σοι,ουδέ έπραξε τας πράξεις ας εγώ κατειργασάμην.Αλλά, τούτο πάλιν οίδα, ως ου μέγεθος πταισμάτων, ουχ αμαρτημάτων πλήθος,υπερβαίνει του Θεού μου την πολλήν μακροθυμίαν και φιλανθρωπίαν άκραν.
Ου λανθάνει σε, Θεέ μου, ποιητά μου, λυτρωτά μου,ουδέ σταλαγμός δακρύων, ουδέ σταλαγμού τι μέρος.Το μεν ακατέργαστόν μου έγνωσαν οι οφθαλμοί σου,επί το βιβλίον δε σου και τα μήπω πεπραγμένα γραμμένα σοι τυγχάνει.
Ίδε την ταπείνωσίν μου, ίδε μου τον κόπον, όσος!Και τας αμαρτίας πάσας άφες μοι, Θεέ των όλων…»
 «(τον καιρό της βαρειάς ασθένειας) …Αυτήν την προσευχή επαναλάμβανα συνεχώς με λαχτάρα, για να φύγω μ’ αυτούς τους λογισμούς. Όσο την επαναλάμβανα, τόσο από κει πάνω εμφανιζόταν η παρηγοριά μου… Δεν φοβόμουνα το θάνατο. Στον Χριστό θα πήγαινα. Όπως σας είπα, έλεγα συνεχώς αυτή την προσευχή του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, αλλά όχι με ιδιοτέλεια, όχι για να μου δώσει την υγεία μου. Την αισθανόμουνα μία μία λέξη.»
(Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, «Βίος και Λόγοι»).
Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν έλλαμψιν, Συμεών Πάτερ, εισδεξάμενος, εν τη ψυχή σου, φωστήρ εν κόσμω εδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αυτού την σκοτόμαιναν, και πάντας πείθων ζητείν, ην απώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αυτό εκτενώς ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (12 Οκτωβρίου)


   Στη Μικρασιάτικη Γαλάτεια της Παφλαγονίας το έτος 957 βλέπει το φως της ζωής ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Οι γονείς του, ευγενείς και διακεκριμένοι στην επαρχία που ζούσαν, ενδιαφέρονται για την παιδεία και την αγωγή του μικρού Συμεών. Για τον λόγο αυτό και τον στέλνουν 6 μόλις ετών στην Κωνσταντινούπολη σε συγγενικά τους πρόσωπα, τα οποία κατείχαν θέσεις μέσα στα ανάκτορα. Από αυτή την ηλικία δέχεται τα πρώτα μαθήματα και σύντομα επιδίδεται στην ταχυγραφία και καλλιγραφία.
   Εκείνη ακριβώς την εποχή με τη βοήθεια του θείου του αποδέχεται το αξίωμα του παθαροκουβιλάριου, καθώς και τη διάκριση να γίνει μέλος της Συγκλήτου. Βέβαια ποτέ δεν τον έθελξαν τέτοιες κοσμικές θέσεις. Βέβαια ποτέ δεν τον έθελξαν τέτοιες κοσμικές θέσεις. Και αν εδέχθη κάτι τέτοιο, το έκανε για να μη δυσαρεστήσει τον θείο του. Η εφηβική καρδιά του Συμεών δεν συγκινείται από τη θέση που κατέχει ούτε από την εξέλιξη που προδιαγράφεται γι’ αυτόν. Η γνωριμία του με τον πνευματικό του, άγιο Συμεών τον Ευλαβή τον Στουδίτη, έχει ανοίξει άλλους ορίζοντες και διαφορετικούς πόθους στην καρδιά του. Γι’ αυτό και μόλις του δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία, μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Φωκά (969), εγκαταλείπει τη θέση του στα ανάκτορα και σε ηλικία 14 ετών πηγαίνει στην περίφημη Μονή του Στουδίου και αναζητεί να μείνει πλησίον του πνευματικού του πατρός. Ο πνευματικός του όμως δεν συμφωνεί με την παραμονή του στο μοναστήρι, γιατί κρίνει ότι η ηλικία του είναι ακατάλληλη για μια τόσο μεγάλη απόφαση, και του υπαγορεύει να επιστρέψει στο σπίτι του θείου του.
 


   \


Λύπη κατακλύζει την καρδιά του Συμεών για το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας του. Επιστρέφει παρόλα αυτά στο σπίτι του θείου του, όπου επιδίδεται στην προσευχή και στη μελέτη θεολογικών και πνευματικών κειμένων που του συνέστησε ο πνευματικός του.


   Όπως σημειώνει ο μαθητής του Νικήτας Στηθάτος, ο οποίος και συνέταξε βιογραφία για τον άγιο Συμεών, όταν ο Συμεών βρισκόταν στην ηλικία των 20 ετών, δέχθηκε μια ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό. Μια νύχτα, και κατά την ώρα που με δάκρυα ήταν δοσμένος στο ιερό έργο της προσευχής, γέμισε το δωμάτιό του με άπλετο φως. Ο ίδιος κατελήφθη από έκσταση και ο νους του ανυψώθηκε στα ουράνια. Εκεί είδε να στέκεται μέσα στο φως ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Η χαρά και η έκπληξη για τη θεία οπτασία πλημμυρίζουν την καρδιά του νεαρού Συμεών. Έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τότε που ο πνευματικός του του αρνήθηκε την είσοδο στον μοναχικό βίο. Τώρα όμως, μετά την παρέλευση τόσων ετών, πολύ δε περισσότερο με αυτή την εμπειρία, τρέφει πολλές ελπίδες ότι θα τον δεχθεί στο μοναστήρι. Για άλλη μια φορά όμως αποτρέπεται από κάτι τέτοιο.

   Πέρασαν άλλα έξι χρόνια και ο Συμεών είδε για δεύτερη φορά παρόμοια θεία οπτασία. Και καθώς τώρα βρίσκεται σε ηλικία 26 χρόνων, του ανατίθεται μια υπηρεσιακή αποστολή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γαλάτη. Πριν την αναχώρηση του επισκέπτεται τον πνευματικό του πατέρα για να ζητήσει την ευλογία του, και δέχεται απ’ αυτόν κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο και απρόσμενο. Του ανακοινώνεται ότι είναι σε ηλικία που μπορεί να εισέλθει στο μοναχικό βίο. Η χαρά του Συμεών είναι ανέκφραστη. Ο πόθος τόσων χρόνων μπορεί τώρα να εκπληρωθεί. Αναχωρεί βεβαίως κατόπιν για την πατρίδα του τη Γαλάτη, όπου και ανακοινώνει τα σχέδιά του στους γονείς του.
   Η αντίδραση των γονέων του και των συγγενών του υπήρξε έντονη. Ο πατέρας του φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα πιεστικός και φορτικός στο να τον αποτρέψει, όμως δεν κατορθώνει καθόλου να τον επηρεάσει. Ο Συμεών μάλιστα προβαίνει και σε πράξεις που πιστοποιούν το αμετάκλητο της απόφασής του. Αρνείται εγγράφως κάθε διεκδίκησή του από την πατρική περιουσία και αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη.
   Φθάνοντας εκεί πηγαίνει αμέσως στον γέροντά του στην ιερά Μονή Στουδίου και γίνεται δεκτός εκεί σε ηλικία 27 ετών. Τότε παίρνει και το μοναχικό όνομα Συμεών (το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γεώργιος). Ηγούμενος της μονής τότε ήταν ο Πέτρος, και η μονή ακολουθούσε το κοινοβιακό σύστημα οργάνωσης. Εξαίτιας αυτού γεννάται και η πρώτη αντιξοότητα στον Συμεών. Η απόλυτη υπακοή του στον πνευματικό του πατέρα, καθώς αντιτίθεται προς το κοινοβιακό πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο απόλυτη υπακοή ασκείται μόνο στον ηγούμενο, μαζί με το γεγονός ότι έχει εμφανή πνευματική πρόοδο, ξεσήκωσε τον φθόνο των υπόλοιπων μοναχών. Η διαβολή που του έγινε ανάγκασε τον ηγούμενο να τον διώξει από τη μονή.
   Κατ’ εκείνη την περίοδο, λίγο δηλαδή πριν αναχωρήσει από τη Μονή του Στουδίου, ο Συμεών γεύεται την Τρίτη κατά σειράν θεία οπτασία. Ο γέροντάς του κατόπιν των γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Μονή του Στουδίου τον οδήγησε, δόκιμο ακόμη, στην πλησιόχωρη Μονή του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, όπου ηγούμενος ήταν ο ενάρετος Αντώνιος.
   Στο νέο του ησυχαστήριο άλλοι πειρασμοί ενοχλούν τον Συμεών. Κάποια στιγμή έρχεται από τη Γαλάτη ο κατά σάρκα πατέρας του, ο οποίος μαζί με άλλους Συγκλητικούς προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στα εγκόσμια. Μάταια όμως. Ο Συμεών συντάσσει επιστολή προς τον πατέρα του, στην οποία του εκθέτει το ύψος της κλήσεώς του και τον συμβουλεύει να μην αντιτίθεται σ’ αυτήν. Τη στιγμή της συντάξεώς της περιπίπτει σε νέα οπτασία. Είναι η τέταρτη κατά σειράν.
   Κατόπιν και αυτού του πειρασμού, τον οποίο διεξήλθε ο Συμεών μέσα στη χάρη του Θεού, ο γέροντάς του Συμεών ο Ευλαβής τον έκειρε πλέον μοναχό σε ηλικία 29 ετών. Δεν πέρασαν παρά δύο χρόνια από τότε, και το έτος 988 απεβίωσε ο ενάρετος ηγούμενος της Μονής του αγίου Μάμαντος Αντώνιος. Όλοι οι μοναχοί τότε με τη σύμφωνη γνώμη του Πατριάρχη Νικολάου Β΄ του Χρυσοβέργη εκλέγουν ηγούμενο τον Συμεών. Κατόπιν αυτών χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται ηγούμενος της Μονής. Κατά τη διάρκεια της χειροτονίας του και μάλιστα τη στιγμή που ο αρχιερέας ανέπεμπε τη χειροτονητήρια ευχή, είδε νέο όραμα· το πέμπτο κατά σειράν.
   Ως ηγούμενος της Μονής του αγίου Μάμαντος ο Συμεών ο Νέος είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Αρχικά τα οικοδομικά της Μονής, η οποία βρισκόταν σε ημιερειπωμένη κατάσταση. Αυτό τον ανάγκασε να κατεδαφίσει τα παλαιά κτίρια και να οικοδομήσει νέα μαζί με νεόκτιστο λαμπρό ναό. Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα με το οποίο κυριολεκτικά δεινοπάθησε ήταν η πνευματική καλλιέργεια και συγκρότηση των μοναχών. Ο Συμεών, θεωρητικός και νηπτικός καθώς ήταν, συχνά έκανε λόγο στους μοναχούς περί «θείου έρωτος», περί «θεωρίας» και περί «θείου φωτός». Οι μοναχοί όμως ήταν αμύητοι σε τέτοιου είδους διδασκαλία. Έφθασαν μάλιστα στο σημείο τριάντα περίπου μοναχοί κατά τη διάρκεια κατηχήσεως – ομιλίας του Συμεών εντός του ιερού ναού να ορμήσουν κυριολεκτικά εναντίον του με φωνές και απειλητικές διαθέσεις. Ο Συμεών τους αντιμετώπισε με γλυκύτητα, και εκείνοι έξαλλοι βγήκαν από τον ναό και με κραυγές προσέφυγαν στον Πατριάρχη Σισσίνιο απαιτώντας το δίκαιό τους.
   Ο Πατριάρχης εκπλήσσεται κυριολεκτικά από την στάση αυτή των μοναχών και καλεί τον Συμεών στο Πατριαρχείο, όπου διαπιστώνει από την αντιπαράθεση τον φθόνο των μοναχών. Γι΄ αυτό και αποφασίζει να τους εξορίσει όλους. Τη στιγμή αυτή η συγχωρητικότητα του Συμεών και η παντελής έλλειψη κάθε μορφής εκδικήσεως λάμπουν σε όλο τους το μεγαλείο. Παρεμβαίνει στον Πατριάρχη και με έντονες παρακλήσεις τον κάμπτει, έτσι ώστε να μην τους εξορίσει.
   Μετά από αυτό το περιστατικό ο Συμεών παραμένει στη θέση του ηγουμένου για 25 ολόκληρα χρόνια, και το 1013 παραδίδει την ηγουμενία στον μαθητή του Αρσένιο, ενώ ο ίδιος αποσύρεται σε κοντινό ησυχαστήριο. Βρίσκεται ήδη στην ηλικία των 57 ετών, και μέσα στην ησυχία επιδίδεται πλέον στο συγγραφικό του έργο.
   Μέσα στις άλλες συγγραφές συντάσσει και ακολουθία προς τιμήν του πνευματικού του πατρός Συμεών του Ευλαβούς, του οποίου την αγιότητα αποδεχόταν και ήθελε να εορτάζει τη μνήμη του. Η πράξη του αυτή βρίσκει αντίθετο τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο, ο οποίος και κινεί τα νήματα εναντίον του και τελικά πείθει τον Πατριάρχη αφενός να του απαγορεύσει κάθε απόδοση τιμής στον Συμεών τον Ευλαβή και αφετέρου να τον εξορίσει στην περιοχή της Χρυσουπόλεως.
   Ο άγιος Συμεών παίρνει τον δρόμο της εξορίας και εγκαθίσταται σε ένα ερημοκκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Ο Πατριάρχης αργότερα τον αθωώνει και τον απαλλάσσει από την εξορία επιτρέποντας του να εγκατασταθεί όπου θέλει, με τον όρο να εορτάζει ιδιωτικά μόνο τη μνήμη του πνευματικού του πατρός Συμεών του Ευλαβούς. Ο Συμεών προτιμά την ερημία της αγίας Μαρίνας, προς τιμήν της οποίας ανήγειρε και νέο ναό, και σχηματίζει γύρω απ’ αυτόν μίκρο ποίμνιο. Παραμένει εκεί έως το 1037, όταν τον βρίσκει ο θάνατος σε ηλικία 79–80 ετών.
   Η ημέρα του θανάτου του δεν του ήταν άγνωστη. Την προέβλεψε. Γι’ αυτό και ετοιμάστηκε κατάλληλα. Έβαλε τους μαθητές του, αφού κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων – όπως έκανε κάθε μέρα – να ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία, και εκείνος, μόλις τελείωσε την προσευχή του, σταύρωσε τα χέρια, τακτοποίησε το σώμα του με ηρεμία και είπε: «Εις χείράς σου, Χριστέ Βασιλεύ, τό πνεύμά μου παρατίθημι».
   Την προσωνυμία «Νέος Θεολόγος» την απέκτησε για την έμφαση που έδωσε με τη ζωή του πρωτίστως και με τα έργα του κατά δεύτερον στη μυστική αίσθηση της θείας αγάπης και του φωτός· έννοιες και καταστάσεις πνευματικές για τις οποίες κάνουν λόγο και οι άλλοι δύο Θεολόγοι, ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
   Από τους μαθητές του ο πιο διακεκριμένος, Νικήτας ο Στηθάτος, έκανε γνωστά τα έργα του, τα σημαντικότερα των οποίων είναι οι «Κατηχήσεις», οι «Ύμνοι Θείων Ερώτων» και τα «Πρακτικά και Θεολογικά Κεφάλαια».
Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Μαρτίου, ημέρα της κοιμήσεώς του, επειδή όμως συμπίπτει με τη νηστεία τη Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μετατίθεται στις 12 Οκτωβρίου.

Ο Φώτης Κόντογλου και η Αληθινή Θεολογία!..


Ο Φώτης Κόντογλου και η Αληθινή Θεολογία!..

«Αφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ’ επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια του αγίου Νείλου, που λέγει «Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». «Αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος»!..
Φώτης Κόντογλου - Η Αληθινή Θεολογία
Είπαμε πως, εδώ στην Ελλάδα, όχι μοναχά δεν διαβάζουμε, αλλά καν δεν ξέρουμε αν υπάρχουνε οι μυστικοί Πατέρες που φωτίσανε την Ορθοδοξία. Για τους θεολόγους η Ορθοδοξία κατάντησε μία κούφια λέξη, αφού η μυστική ουσία της τους είναι άγνωστη, όπως κι η παράδοσή τους. Οι δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τα φώτα από τη Δύση, γιατί εκεί η θεολογία έχει γίνει επιστήμη, κ’ η ματαιοδοξία τους κολακεύεται απ’ αυτό το πράγμα. Η πίστη, γι’ αυτούς, δεν έχει καμμιά σημασία. Θα μου πήτε, «θεολογία χωρίς πίστη, γίνεται;» Μα κ εγώ σας ρωτώ, με την ίδια απορία, «γίνεται θεολογία χωρίς πίστη;»
Ωστόσο, στις Δυτικές χώρες και στην Αμερική, πολύς κόσμος έχει στραφεί προς την Ορθοδοξία, από τη δίψα της αληθείας. Στην Ελλάδα, μοναχά λιγοστοί άνθρωποι και κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τα βιβλία των Πατέρων, εκτός του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, που τους παίρνουνε οι θεολόγοι για ρήτορας και για φιλολόγους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Τα βιβλία των μυστικών Πατέρων δεν ξανατυπώνουνται πια και καταντήσανε σπάνια. Η επίσημη Εκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστών θεολόγων, χωρίς καμμιά ουσία, που φανερώνουνε μοναχά την απίστευτη γύμνια εκείνων που τα γράφουνε. Μοναχά τώρα τελευταία άρχισε να τυπώνει η Αποστολική Διακονία την Πατρολογία του Μigne. Μα κι αυτή η έκδοση είναι για τους θεολόγους, κι όχι για τους πιστούς, αφού είναι τυπωμένη στην αρχαία γλώσσα. Εκτός απ’ αυτό, η έκδοση της Πατρολογίας δεν έχει καμμιά βαθύτερη δικαίωση, με το δυτικό χαρακτήρα που έχει η γενική μόρφωση των θεολόγων μας, που δεν έχουνε καμμιά βαθύτερη γνώση της ουσίας της Ορθοδοξίας, ούτε και της παράδοσής μας. Έτσι κι αυτή η έκδοση καταντά ένα γεγονός χωρίς βαθύτερη σημασία, αφού δεν υπάρχει το κατάλληλο ορθόδοξο χώμα για να ριζοβολήσει.
Στο να στραφούνε οι Δυτικοί κι οι Προτεστάντες στους Πατέρες της Ορθοδοξίας, συντελέσανε πολύ οι Λευκορώσοι θεολόγοι, που σκορπίσανε στις διάφορες χώρες και φωτίσανε τις ψυχές με τα σοφά κηρύγματά τους, με την αρετή της ζωής τους, και με την τυπική ευσέβειά τους. Ενώ οι κληρικοί που στέλνουμε εμείς στις διάφορες παροικίες, είναι οι πιο ανίδεοι στο τι θα πει Ορθοδοξία, κι οι εκκλησίες μας στο εξωτερικό δεν έχουνε κανέναν θρησκευτικό προορισμό, αλλά έχουνε καταντήσει κέντρα κοινωνικής συγκεντρώσεως των ομογενών κάθε Κυριακή.
Έτσι, η Ορθοδοξία, δηλαδή η πρώτη κι απαραμόρφωτη μορφή της Εκκλησίας, έγινε πάλι το στήριγμα όλων των ανθρώπων που ζητάνε λιμάνι σωτηρίας κι ο κανόνας της χριστιανικής πίστης.
Στην Ευρώπη και στην Αμερική έχουνε μεταφρασθεί, έως τώρα, σε διάφορες γλώσσες η Φιλοκαλία, το μέγα και θαυμαστό αυτό βιβλίο, που στην Αθήνα το βρίσκει κανένας μοναχά στις συλλογές των βιβλιοφίλων να κάθεται στο ράφι άχρηστο, σαν κανένα αρχαιολογικό αντικείμενο, ο Ευεργετινός, οι επιστολές του αγίου Βασιλείου και κάποιων άλλων Πατέρων, οι λόγοι Συμεών του Νέου Θεολόγου, μερικά από τα έργα του μαθητού του Νικήτα Στηθάτου, και κάποια άλλα. Εμείς, αλλοίμονο, τυρβάζομεν περί του πώς θα φανούμε επιστημονικοί και ευρωπαϊκότεροι από τους Ευρωπαίους. Μοναχά κανένας «θρησκόληπτος», καθυστερημένος κατά τους νεωτεριστάς αυτούς παπαγάλους, διαβάζει τέτοια βιβλία.
Οι λόγοι του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου είναι μεταφρασμένοι στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα Εγγλέζικα, εκτός από τα Ρωσικά, που έχουνε μεταφρασθεί από τον καιρό που πρωτοτυπωθήκανε στα Ελληνικά από τα’ αρχαία χειρόγραφα. Στην απλή ελληνική γλώσσα υπάρχει μία θαυμάσια μετάφραση καμωμένη με ευλάβεια «παρά του πανοσιολογιωτάτου Διονυσίου Ζαγοραίου, του ενασκήσαντος εν τη ερημονήσω τη καλουμένη Πιπέρι, απέναντι του αγίου Όρους», τυπωμένη στη Σύρα στα 1886. Πού να καταδεχτούμε, εμείς, να διαβάσουμε τέτοια πράγματα, μεταφρασμένα μάλιστα από έναν αγράμματο καλόγερο, που καθότανε κ ἔγραφε απάνω σε κάποιον βράχο, στο ρημονήσι Πιπέρι, μαζί με τους γλάρους; Εμείς διαβάζουμε τους σοφούς και αξιοπρεπείς καθηγητάδες που γράφουνε καθισμένοι στις πολυθρόνες, στα Παρίσια και στα Βερολίνα! Δεν ακούμε τι λέγει ο Θεός με το στόμα του Προφήτη «Επί τινα επιβλέψω, αλλ επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;» Πού να υποπτευθούμε το μυστικό πλούτο που κρύβεται μέσα σε τέτοιες αγίες ψυχές.
Λοιπόν, αυτή η μετάφραση δεν ξανατυπώθηκε από τότε στην Ελλάδα, που τυπώνεται κάθε λογής ανοησία, πράγμα που φανερώνει σε τι πνευματικό σκοτάδι βρισκόμαστε, κληρικοί και λαϊκοί. Από την προκοπή που έχουμε, βάλαμε «τον λύχνον υπό τον μόδιον», κι απάνω στο λυχνοστάτη βάζουμε τις τυπωμένες βαθυστόχαστες ανοησίες που ανάφερα, και περιμένουμε να μας φωτίσουνε. Τους βαθύτερους μυσταγωγούς, που φανήκανε στον κόσμο, τους έχουμε άξιους να τους διαβάζει μοναχά κανένας αγράμματος παλιοημερολογίτης. Ημείς, οι έξυπνοι κι οι συγχρονισμένοι, βάλαμε την εξυπνάδα μας και μέσα στα μυστήρια της θρησκείας, κι αγαπάμε τα μεγάλα λόγια και τα επιστημονικά, τι λέγει ο τάδε άθεος για τον Χριστό και για τη θρησκεία του, η κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, επειδή αυτά δίνουνε τροφή στον εγωισμό μας. Και βουλώνουμε τ’ αυτιά μας για να μην ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που φωνάζει «Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;»
Αλλά, κοντά στους χαλασμένους αυτούς που λέγω, υπάρχουνε και πλήθος άνθρωποι που νοιώθουνε βαθειά την ουσία της θρησκείας μας, τη μεγάλη σημασία της λατρείας και της ιερής παράδοσής μας. Για όσους απ’ αυτούς δεν έχουνε πατερικά βιβλία, σαν αυτά που είπαμε παραπάνω, κ’ είναι σχεδόν όλοι οι Έλληνες, γιατί η αδιαφορία εκείνων που είναι βαλμένοι γι’ αυτή τη δουλειά, στέρησε τον κόσμο από τέτοια άφθαρτη κι άγια θροφή, θα προσπαθήσω με τις μικρές δυνάμεις μου να τους μεταδώσω ό,τι μπορέσω από τους περιφρονημένους αυτούς προγονικούς μας θησαυρούς. Αφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ’ επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια του αγίου Νείλου, που λέγει «Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». «Αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος». *
--------
* Από το Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996. Το κείμενο σε πολυτονική μορφή είναι δημοσιευμένο στη «Μυριόβιβλο».

Νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή «θεολογία»του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου


του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου

Μελετώντας κανείς τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, διαπιστώνει ότι η βάση της ορθόδοξης θεολογίας είναι η αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Πατέρες δια μέσου των αιώνων.
Είναι χαρακτηριστική η αρχή της προς Εβραίους Επιστολής: «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ ἐσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α , 1).
Έτσι, οι ´Αγιοι είναι οι θεόπνευστοι θεολόγοι, οι οποίοι διατυπώνουν την εμπειρία τους σε όρους για να την διαφυλάξουν από την αίρεση και την διαστρέβλωση.
Οπότε, οι όροι-δόγματα είναι σημαντικό στοιχείο της παραδόσεώς μας και δεν μπορεί κανείς να τα κλονίση χωρίς να χάση τον δρόμο προς την σωτηρία του.
Είναι σημαντική η φράση της ησυχαστικής Συνόδου του 14ου αιώνος, όπως εκφράζεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, ότι πορευόμαστε «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».
Οι ´Αγιοι δεν εκφράζουν δική τους θεολογία, αλλά διατυπώνουν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους, την αποκάλυψη την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι. Έξω από αυτήν την προοπτική όχι μόνον δεν υπάρχει ορθόδοξη θεολογία, αλλά κλονίζεται σοβαρώς το θεμέλιο της σωτηρίας.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος για την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β Κορ. ιβ , 1-4), λέγει ότι αυτά τα ρήματα είναι οι ελλάμψεις της ακτίστου δόξης του Θεού, οι οποίες λέγονται άρρητες, γιατί δεν μπορούν να εκφρασθούν τελείως από αυτούς που δέχονται την εμπειρία της αποκαλύψεως, επειδή είναι υπέρ το μέτρο της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μιλώντας για το θέμα αυτό λέγει ότι η αποκάλυψη δίνεται στους Αγίους με άρρητα ρήματα και οι ´Αγιοι την εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα για να διδάξουν τους ανθρώπους, προκειμένου να βαδίσουν τον δρόμο της σωτηρίας τους.
Γίνεται φανερόν ότι η αποκάλυψη του Θεού μεταφέρεται με όρους κάθε εποχής, από τους φορείς της Αποκαλύψεως, τους πραγματικούς θεολόγους, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν... ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Οι θεολόγοι αυτοί –οι θεούμενοι– γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό, αναγνωρίζουν και σέβονται τους προγενεστέρους θεόπτες και αποδέχονται τους όρους που εκείνοι χρησιμοποίησαν.
Επομένως, εκείνοι που μπορούν να κάνουν, αν χρειασθή, μερικές εξωτερικές αλλαγές είναι οι ακραιφνείς εμπειρικοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν την ίδια παράδοση με τους προγενεστέρους Πατέρες. Εμείς οι άλλοι οφείλουμε υπακοή σε αυτούς τους «πείρα μεμυημένους» και καθοδήγηση από αυτούς.
Στον «Αγιορειτικό Τόμο», που είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γράφεται ότι τα δόγματα τα γνωρίζουν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», οι οποίοι απαρνήθηκαν τα χρήματα, την δόξα των ανθρώπων και τις κακές ηδονές του σώματος, για χάρη της ευαγγελικής ζωής· βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή τους σε εκείνους που έχουν προχωρήσει στην κατά Χριστόν ηλικία, και αφού έζησαν τον ιερό ησυχασμό με προσευχή, ενώθηκαν με τον Θεό με μυστική ένωση μαζί Του και έτσι «τα υπέρ νουν εμυήθησαν».
Αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι της Εκκλησίας που έχουν τις δυνατότητες να διατυπώσουν την θεολογία. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που ενώνονται με τους πρώτους «τη προς τους τοιούτους αιδοί και πίστει και στοργή».
´Αλλος τρόπος θεολογίας δεν υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί έξω από αυτήν την θεολογία υπάρχει ο στοχασμός, η συνθηματολογία και ο λαϊκισμός. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν βλέπη «την νυν γλωσσαλγίαν και τους αυθημερινούς σοφούς και τους χειροτονητούς θεολόγους», οι οποίοι αρκούνται μόνον στο να θέλουν να είναι σοφοί, λέγει: «ποθώ την ανωτάτην φιλοσοφίαν και σταθμόν έσχατον ζητώ, κατά τον Ιερεμίαν, και εμαυτώ μόνω συγγενέσθαι βούλομαι». Πράγματι, σήμερα μας καταλαμβάνει θλίψη, γιατί η εποχή μας γέμισε από «αυτοχειροτονήτους θεολόγους» που διδάσκουν Κληρικούς και λαϊκούς και δημιουργούν σύγχυση στον λαό.
Αυτά τα εισαγωγικά είναι απαραίτητα για να κατανοηθούν όσα θα ακολουθήσουν.

1. «Παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία
Ο 14ος αιώνας ήταν πολύ σημαντικός για την Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά συναντήθηκε η ορθόδοξη θεολογία με την δυτική σχολαστική θεολογία στα πρόσωπα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ.
Στον διάλογο αυτό φάνηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν φορεύς και εκφραστής ολοκλήρου της θεολογίας της Εκκλησίας, από την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού μέχρι την εποχή του, αφού εξέφρασε την διδασκαλία των Αποστόλων, των Αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνος, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κ.α. Σε όλη αυτήν την περίοδο η θεολογία της Εκκλησίας είναι ενιαία, απλώς σε μερικά σημεία αλλάζει η εξωτερική διατύπωσή της από διάφορες ανάγκες. Γι᾽ αυτό ο άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε και παραδοσιακός και νέος θεολόγος.
Έτσι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν μπορεί να θεωρηθή ως «παλαμική» θεολογία, αλλά ως θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που εκφράσθηκε από αυτόν. Το ίδιο παρατηρούμε και με την διδασκαλία όλων των Αγίων.
Συνήθως, οι απόψεις των αιρετικών λάμβαναν την ονομασία από το πρόσωπό τους, όπως αρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμός κλπ. Οπότε, θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου ως «βασιλειανή», του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ως «γρηγοριανή», του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ως «χρυσοστομική» κλπ. Το ίδιο και θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «παλαμική» θεολογία.
Όμως, κάποια στιγμή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά χαρακτηρίσθηκε από μερικούς ως «παλαμική». Νομίζω δε ότι τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με έναν σκωπτικό χαρακτήρα, για να υποτιμηθή και να θεωρηθή ως κάποια οθνεία διδασκαλία, διαφορετική από την θεολογία της Εκκλησίας. Υπήρχαν δε και θεολόγοι οι οποίοι στο παρελθόν έγραψαν υποτιμητικά για την όλη ησυχαστική παράδοση που εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Στην συνέχεια εμφανίσθηκε και ο όρος «νεοπαλαμική» θεολογία, ως μια προσπάθεια επαναδιατύπωσης και επανερμηνείας της θεολογίας του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό δημιουργεί έντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ότι έτσι επιχειρείται μια αλλοίωση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Για παράδειγμα, αναλύεται η διδασκαλία της Εκκλησίας που εκφράζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά για την σχέση και διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, αλλά, συγχρόνως, απορρίπτεται η ησυχαστική παράδοση ως ευσεβιστική, η οποία είναι η οδός για την προσωπική μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς μπορεί να ομιλή κάποιος επιστήμονας για μια θεωρία, όταν απορρίπτη την πράξη, η οποία την επιβεβαιώνει; Αυτό είναι και αντιεπιστημονικό. Γι᾽ αυτό κατά την «συνοδική διαγνώμη», αφορίζονται εκείνοι που δεν δέχονται την ησυχαστική παράδοση την οποία εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι «αυτώ συνάδοντες μοναχοί».
Από πολλά χρόνια γνώριζα αυτήν την νοοτροπία, λόγω της ενασχολήσεώς μου με το έργο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γι᾽ αυτό, όταν θέλησα να αναλύσω την διδασκαλία του και να καταγράψω τα πολυχρόνια συμπεράσματά μου, το έκανα επί τη βάσει της ζωής των εξαγιασμένων αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν την ίδια ησυχαστική παράδοση και εμπειρία που είχε γνωρίσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και είχε βιώσει στο ´Αγιον Όρος.
Έτσι το έργο το οποίο συνέγραψα έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης. Αυτό προκάλεσε την δυσαρέσκεια μερικών κύκλων που επέμεναν να ερμηνεύουν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με έναν στοχαστικό, σχολαστικό και φιλοσοφικό τρόπο. Δεν μπορεί, όμως, να δη κανείς την ησυχαστική διδασκαλία ανεξάρτητα από τον χώρο που βιώθηκε και είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.
Επομένως, οι όροι «παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία κινούνται εκτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως και είναι επικίνδυνοι για τα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.

2. Νεοπατερική και μεταπατερική «θεολογία»
Το προηγούμενο παράδειγμα δείχνει πώς ενεργούν και συμπεριφέρονται σύγχρονοι θεολόγοι σχετικά με την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Έχω συζητήσει με ορθόδοξο καθηγητή βιβλικής θεολογίας, ο οποίος διδάσκει σε Πανεπιστήμιο του εξωτερικού και έχει επηρεασθή κατά πολύ από προτεσταντικές ιδέες, και ο οποίος υποστήριζε ότι, αφού ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, οι Πατέρες είναι τα σύννεφα που καλύπτουν τον ήλιο, οπότε πρέπει να απομακρύνουμε τα σύννεφα για να φωτισθούμε απευθείας από τον Χριστό. Η άποψη αυτή είναι αντορθόδοξη.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι μέσα σε αυτήν την προοπτική δημιουργήθηκαν οι όροι «νεοπατερική» και «μεταπατερική» θεολογία. Στην αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική– με την έννοια ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται απλώς τα κείμενα των Πατέρων, αλλά να εντοπίζεται το «πνεύμα» τους και να μεταφέρεται στα δεδομένα της εποχής μας, να εξετάζεται, δηλαδή, πώς θα ομιλούσαν οι Πατέρες για σύγχρονα ζητήματα.
Αυτό, παρά την αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν να μεταφέρουν το «πνεύμα» των Πατέρων στην εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση ή τουλάχιστον την προσεγγίζουν.
Στην συνέχεια παρουσιάσθηκε ο όρος, μεταπατερική θεολογία, αφού θεωρείται ότι δεν μας χρειάζονται πια οι Πατέρες, οι οποίοι έζησαν σε άλλες εποχές, γνώρισαν άλλα προβλήματα, συνάντησαν άλλα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα, «ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο», και, επομένως, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην εποχή μας.
Νομίζω ότι η νεοπατερική και μεταπατερική θεολογία υπενθυμίζει μια άποψη, σύμφωνα με την οποία η πατερική θεολογία είχε αξία για την εποχή της, ενώ αργότερα η δυτική σχολαστική θεολογία είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία και η θεολογία των συγχρόνων θεολόγων υπερβαίνει και την πατερική και την σχολαστική θεολογία.
Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η «πάσα αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ᾽ άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής.
Οπότε, δεν υπάρχει εμβάθυνση στην αλήθεια με την πάροδο του χρόνου, ούτε υφίσταται προοδευτική φανέρωση της Αληθείας, αλλά η Εκκλησία την «άπαξ» φανερωθείσα αλήθεια την διατυπώνει ανάλογα με τα προβλήματα της εποχής.
Στην εμφάνιση της λεγομένης νεοπατερικής και μεταπατερικής θεολογίας συνετέλεσαν μερικοί θεολόγοι που εργάσθηκαν στον δυτικό χώρο, με κέντρο το Παρίσι. Ήλθαν σε διάλογο με την δυτική σκέψη και προσπάθησαν να απαντήσουν στα προβλήματα που συνάντησαν.
Χρεωστούμε πολλά σε αυτούς τους θεολόγους, όπως για παράδειγμα τον Βλαδίμηρο Λόσκυ, που έγραψαν θεολογικά έργα, χρησιμοποιώντας τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα τους λεγομένους νηπτικούς.
Αλλ᾽ όμως μεταξύ αυτών των θεολόγων υπάρχουν και μερικοί που εξέφρασαν απόψεις νεοπατερικής, μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας. Θα μνημονευθούν συνοπτικά μερικές τέτοιες ιδέες.
Γίνεται λόγος για έναν οικουμενισμό που «θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις λεκτικές διαμάχες για να θεμελιωθεί πάνω σε έναν πειραματικό ρεαλισμό της σωτηρίας: ξαναβυθίζοντας συστήματα και έννοιες, που τελικά δεν είναι παρά ίχνη, μέσα στο σφαιρικό βίωμα της Εκκλησίας, μέσα σε ό,τι καλύτερο έχει η εμπειρία της».
Συνδέεται ο φανατισμός με την «ομολογιακή ταυτότητα», η οποία «αποτελεί αν όχι το σπέρμα του, τουλάχιστον το χώμα όπου καλλιεργείται» και γι᾽ αυτό γίνεται λόγος για ανοικοδόμηση μιας οικίας «με τις πόρτες ανοιχτές, τη νέα Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία», μέσα στην οποία θα χωρούν όλοι. Και όσοι δεν θέλουν να εργασθούν για την κατασκευή μιας τέτοιας οικίας, θα πρέπει να απομακρυνθούν, ενώ το «κλειδί» της οικίας είναι ό,τι καλύτερο έχει ο άλλος και εκείνα που μας ενώνουν.
Επίσης, εντοπίζονται κοινά σημεία «συναφειακά» του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό, τον Ισλαμισμό και τον Ινδουϊσμό-Βουδισμό. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να επιχειρηθή «μια καινούργια πολιτισμική μετάλλαξη», καθώς επίσης, όπως τονίζεται, «εμείς οι χριστιανοί, οφείλουμε να εργασθούμε πολύ με την προοπτική αυτής της συνάντησης. Αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον παρά να φιλονικούμε μεταξύ μας».
Τέτοιες «μεταπατερικές και συναφειακές» ιδέες μεταφέρονται κατά τρόπο «μεταπρατικό» στην Ελλάδα και τίθενται είτε σε αντιπαράθεση προς τους Πατέρες που θεωρούνται «μουσεία» του παρελθόντος, είτε με αυτές παρερμηνεύονται τα πατερικά χωρία για να ενταχθούν στην νέα νοοτροπία.
Γίνεται φανερός ο προσδιορισμός και η προοπτική της μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας, που είναι πολύ επικίνδυνη για την Ορθόδοξη Εκκλησία και οδηγεί σε έναν συγκρητισμό, όχι μόνον στον τρόπο ζωής, αλλά και στην έκφραση της πίστεως. Αμφισβητείται με αυτό στην πραγματικότητα η οριοθέτηση της πίστεως, την οποία έκαναν οι άγιοι Πατέρες, δηλαδή αποδομείται ολόκληρη η θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθή εκκλησιαστικά.

3. Οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων και οι ζωντανοί οργανισμοί
Όλοι μας πρέπει να αποδεχθούμε την βασική θέση ότι η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι το Σώμα του Χριστού και η κοινωνία θεώσεως και, επομένως, η Εκκλησία γεννά Πατέρες και όχι οι Πατέρες την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εποχή είναι πατερική εποχή και σε κάθε περίοδο εμφανίζονται Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «ζωντανοί οργανισμοί».
Όμως, «οι ζωντανοί αυτοί οργανισμοί» δεν διαφοροποιούνται καθόλου από τους προγενεστέρους Πατέρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που έζησε τον 8ο αιώνα, μιλώντας για την Θεοτόκο και επαναλαμβάνοντας τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «ει τις ου Θεοτόκον ομολογεί την αγίαν Παρθένον, χωρίς εστι της θεότητος», γράφει: «Ουκ εμός ο λόγος, και εμός ο λόγος· κλήρον γαρ τούτον εκ θεολόγου πατρός Γρηγορίου θεολογικωτάτου δέδεγμαι».
Δηλαδή, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν θεωρεί δικό του τον λόγο, αφού τον παρέλαβε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που έζησε τέσσερεις αιώνες πριν από αυτόν, αλλά, συγχρόνως, θεωρεί ότι είναι και δικός του λόγος, επειδή πρόκειται για κληρονομιά –«κλήρον θεολογικώτατον»– την οποία παρέλαβε «εκ θεολόγου πατρός» και την επαλήθευσε. Όσοι θέλουν να είναι θεολόγοι, αναγνωρίζουν τους πραγματικούς θεολόγους, αποδέχονται την διδασκαλία τους, τους καθιστούν πατέρες τους και κληρονομούν δια της πνευματικής γεννήσεως και τον λόγο και τον τρόπο της ενθέου ζωής τους.
Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται η πνευματική ζωή από το παρελθόν σε κάθε εποχή. Όπως η βιολογική ζωή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά από ζωντανούς και όχι νεκρούς γονείς, έτσι και η εν Χάριτι πνευματική ζωή, η αληθινή θεολογία, μεταδίδεται από ζωντανούς και όχι νεκρούς πνευματικούς οργανισμούς.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφερόμενος στην έλλαμψη των άνω αγγελικών δυνάμεων από τον Θεό «κατά τάξιν», δηλαδή από «της πρώτης ταξιαρχίας επί την δευτέραν και από ταύτης επί την ετέραν και καθεξής», λέγει ότι το ίδιο γίνεται και με τους Αγίους. «Από γαρ των προλαβόντων αγίων οι κατά γενεάν και γενεάν δια της των εντολών του Θεού εργασίας ερχόμενοι άγιοι, τούτοις κολλούμενοι, ομοίως εκείνοις ελλάμπονται». Κολλά κανείς στους προηγηθέντες Αγίους με την εργασία των εντολών του Θεού και ελλάμπεται όπως εκείνοι. Έτσι δημιουργείται μια διαχρονική αλυσίδα και κάθε κόμβος συνδέεται με τους άλλους με την πίστη, τα έργα και την αγάπη.
Με αυτήν την πατερική διδασκαλία ερμηνεύεται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ᾽ ου πολλούς πατέρας · εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α Κορ. δ, 15). Υφίσταται διαφορά μεταξύ παιδαγωγών εν Χριστώ και Πατέρων εν Χριστώ. Οι Πνευματικοί Πατέρες γεννούν πνευματικά τέκνα δια του Ευαγγελίου, δηλαδή δια της εφαρμογής των εντολών του Χριστού, ενώ οι παιδαγωγοί απλώς διδάσκουν.
Όποιος ζη την ίδια παράδοση, εφαρμόζει τις ευαγγελικές εντολές στην ζωή του, αγωνίζεται εναντίον των παθών του για να αποκτήση μέθεξη του Θεού, αυτός αποκτά κοινωνία και με τους άλλους Αγίους που έζησαν πριν από αυτόν και ανήκει στην ίδια παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος των Πατέρων που υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν· ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν· ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας».
Στην βιβλικοπατερική παράδοση υπάρχει διαφορά μεταξύ Προφητών-θεοπτών-θεολόγων και στοχαστών, ανάλογα με την διαφορά που υπάρχει μεταξύ προφητείας και στοχασμού. Ο Προφήτης Ησαΐας διαλαλεί: «Ιδού δη ο δεσπότης Κύριος σαβαώθ αφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ ισχύοντα και ισχύουσαν ... και προφήτην και στοχαστήν» (Ησ. γ , 1-2).
Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτό το χωρίο κάνει την διάκριση μεταξύ στοχαστού και προφήτου. «Ενταύθά μοι δοκεί λέγειν στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι, και απ᾽ αυτής των πραγμάτων της πείρας», ενώ η προφητεία είναι έμπνευση του Αγίου Πνεύματος στους Προφήτες. «Έτερον μεν γαρ στοχασμός, και προφητεία άλλο· ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων, ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων, και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων, πολλά των μελλόντων προορά, ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν». Και συμπεραίνει: «Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου, και τοσούτον, όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας χάριτος το διάφορον». Και για να τεκμηριώση αυτήν την διάκριση χρησιμοποιεί την διαφορά μεταξύ του βασιλέως Σολομώντος και του Προφήτου Ελισσαίου.
Ο Χριστός διακήρυξε στους συγχρόνους Του: «ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του Θεού λέγοντος, εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ , 31-32). Ο Θεός για μας τους Ορθοδόξους δεν είναι μια αφηρημένη έννοια ούτε μια ιδεολογία, αλλά Αυτός που αναπαύεται σε ζώντας οργανισμούς, στους Αγίους, κατά την λειτουργική προσευχή: «Ο Θεός ο άγιος, ο εν αγίοις αναπαυόμενος...» και κατά τον ύμνο «ο Θεός των Πατέρων ημών». Επομένως, ο Θεός μας δεν είναι Θεός των στοχαστών και φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων (όχι των μεταπατέρων), ο Θεός των ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε κάθε εποχή.
Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η Εκκλησία είναι αποστολική επειδή είναι πατερική. Γράφει: «Η Εκκλησία είναι πράγματι "αποστολική", αλλά είναι επίσης και "πατερική". Ουσιαστικώς είναι "η Εκκλησία των αγίων Πατέρων". Δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι "πατερική", είναι αληθώς και "αποστολική"».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι στην εποχή μας ύστερα από τόσες μελέτες «είμεθα διατεθειμένοι να παραδεχθώμεν το αιώνιον κύρος των "Πατέρων"», καθώς επίσης ότι η Εκκλησία δεν είναι «μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών". Τα αποθέματα είναι ζωντανά –depositum juvenescens, κατά τον άγιον Ειρηναίον. Η πίστις δεν είναι κειμήλιον του παρελθόντος, αλλά μάλλον "η μάχαιρα του Πνεύματος"». Ομολογεί δε ότι η ερμηνεία της Αγίας Γραφής γίνεται από την θεολογία την οποία εκφράζουν οι ´Αγιοι κάθε εποχής. «Η Γραφή έχει ανάγκην ερμηνείας. Αποκαλύπτεται εις την θεολογίαν. Αυτό είναι δυνατόν μόνον δια του φορέως της ζώσης εμπειρίας της Εκκλησίας».
Έτσι, για να είμαστε ορθόδοξοι και να έχουμε την βεβαιότητα της σωτηρίας μας δεν μας χρειάζεται καμμιά νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία. Μας χρειάζονται δύο πράγματα: Το πρώτο, να μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στην ορολογία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το αληθινό και αυθεντικό consensus patrum, αλλά να μείνουμε εδραίοι και στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια που δόθηκε στους Πατέρες. Και το δεύτερο, να αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζουν μέσα στο «πνεύμα» του Ευαγγελίου και των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων για να μας καθοδηγήσουν σωστά στην βίωση του δόγματος.
Δυστυχώς, μερικοί που ομιλούν για νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή και με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων και με τους «ζωντανούς οργανισμούς» της εκκλησιαστικής ζωής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ενοχλούνται από την θεολογία την οποία εξέφρασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γιατί ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος συνέδεσε την γνήσια ορθόδοξη θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων με την σύγχρονη ησυχαστική παράδοση, δηλαδή συνέδεσε την θεολογία με την εμπειρία, την καθηγητική έδρα με το ησυχαστήριο.
Αν η θεολογία δεν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, που αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.
Σε μια εισήγησή μου που έγινε στο παρελθόν προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη.
Η έκπληξή μου ήταν βαθύτατη διότι ακόμη και στην επιστήμη η αναφορά σε ανθρώπους, που παράγουν ένα καλλιτεχνικό η φιλοσοφικό έργο είναι τεκμήριο γνησιότητος, ενώ για μερικούς συγχρόνους θεολόγους η αναφορά σε ανθρώπους που ζουν την πραγματική ορθόδοξη θεολογία θεωρείται ιδεολογοποίηση. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν την συζήτηση και εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θα αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».
Αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, για τον οποίο επιδιώκεται η μετάφραση της θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων και στην πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» της λειτουργικής και βιβλικοπατερικής γλώσσας.
Δεν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων που με θεολογικό λόγο εκφράζουν τον σεβασμό τους στο γλωσσικό ιδίωμα της θείας Λειτουργίας. Αν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τον πατερικό και θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μια «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, που μπορεί να χωρέση σε όλους τους σύγχρονους συγκρητισμούς.
´Αλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, που υπεραμύνονται της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων και επιτίθενται με εμπάθεια και απρέπεια εναντίον εκείνων που εκφράζουν μια άλλη σκέψη, ανήκουν σε αυτό το κλίμα της «μεταπατερικής» και «συναφειακής» θεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που αρνούνται την ισχύ των πατερικών λόγων για την εποχή μας. Θέλουν να αφήσουν ελεύθερο τον χώρο για κάθε στοχασμό και συγκρητισμό.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία που αποδεσμεύονται από τους Πατέρες και εκφράζεται με βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη για την Εκκλησία και την θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός που εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιας κακής ερμηνείας του «βασιλείου ιερατεύματος».



(Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΧΩΡΙΣ ΕΥΛΑΒΕΙΑ, Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΧΩΡΙΣ ΕΥΛΑΒΕΙΑ,
Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία, από το να προσεύχεται κανείς χωρίς φόβο Θεού, χωρίς ευλάβεια και προσοχή.
Εκείνος που προσεύχεται ή ψάλλει απρόσεκτα και ασυναίσθητα, είναι φανερό πως δεν ξέρει ποιος είναι ο Θεός. Ο Θεός πάλι, ως εύσπλαχνος, θέλει να ελεήσει αυτό τον άνθρωπο, αλλά δεν μπορεί. Είναι καλύτερα, τολμώ να πω, να μην προσεύχεται κανείς καθόλου, παρά να προσεύχεται χωρίς προσοχή.
Η σωστή προσευχή είναι εκείνη που δεν γίνεται απλά με το στόμα, αλλά και με το νου και με την καρδιά. Όποιος λοιπόν δεν προσεύχεται ολοκληρωμένα, ουσιαστικά δεν κάνει προσευχή, και είναι υπόλογος γι᾿ αυτό απέναντι στο Θεό. Εκείνος που προσεύχεται χωρίς συμμετοχή του νου και της καρδιάς του, κατά βάθος περιφρονεί το Θεό. Και πώς θα ελεηθούμε από Εκείνον, όταν προσευχόμαστε με κενά λόγια, κι όταν ο νους μας συντυχαίνει με τους δαίμονες; Πώς να μην παροργίζουμε τον Κύριο, όταν από τη μια απευθυνόμαστε σ᾿ Εκείνον, κι από την άλλη ο νους μας συλλογίζεται πράγματα άσχετα, άτοπα ή και αισχρά; Ένας τέτοιος νους δεν ανήκει στο Χριστό και δεν θα παραδοθεί ποτέ σ᾿ Αυτόν.
Πώς όμως θα μπορέσουμε να προσευχόμαστε με προσοχή, θείο φόβο, ευλάβεια και κατάνυξη; Πώς θα μπορέσουμε να προσευχόμαστε με τη σταθερή και ενεργητική συμμετοχή του νου και της καρδιάς μας;
Δεν θα το κατορθώσουμε μόνοι μας. Στην τέλεια προσευχή θα φτάσουμε, μόνο αν ζητήσουμε από τον ίδιο τον Κύριο να μας φωτίσει με το Πνεύμα Του το Άγιο, για ν᾿ αποκτήσουμε επίγνωση της άπειρης μεγαλοσύνης Του, να νιώσουμε σε ποιο φοβερό Θεό στεκόμαστε μπροστά. Κι ακόμα, αν Τον παρακαλούμε θερμά όχι για μάταια και πρόσκαιρα πράγματα, αλλά για την κάθαρσή μας από τα πάθη και, προπαντός, την απόκτηση φρονήματος ταπεινού. Όποιος, αλήθεια, γνωρίσει την απέραντη αγαθότητα του Θεού, δεν μπορεί παρά να ταπεινωθεί βαθιά μπροστά στη μακροθυμία Του.
Είναι λοιπόν αδύνατο να προσεύχεται τέλεια ο νούς – και επομένως αδύνατο να κατανυχθεί και η καρδιά – αν δεν δεχθεί πρώτα τον φωτισμό και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, το μυστικό φως της θείας γνώσεως, που δίνεται κατεξοχήν μ᾿ έναν τρόπο: με την επίμονη και έμπονη επίκληση του Κυρίου και του ελέους Του.
Εκείνος που έμαθε γράμματα και μορφώθηκε πολύ, πώς μπορεί να διαβάσει τα βιβλία του χωρίς φως; Έχει τα βιβλία. Αν όμως δεν έχει και το φως, πώς θα τα μελετήσει; Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή. Πώς θα «μελετήσουμε» και θα γνωρίσουμε τον Θεό, χωρίς το μυστικό φως της θείας γνώσεως; Αυτό το φως δεν είναι παρά μια νοητή, θεόσταλτη δύναμη, που περικυκλώνει και μαζεύει τον νου, τον εμποδίζει να φεύγει και να διασκορπίζεται στα γήινα και τον καθηλώνει στην πανευφρόσυνη θέα και κοινωνία του Θεού.
Όσο το φως του Αγίου Πνεύματος δεν φωτίζει τον νου μας, η προσευχή μας είναι άστατη και άκαρπη. Και ο νους, λογιάζοντας πράγματα άτοπα – ακόμα κι αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν αναγκαία – πλανιέται, χωρίς να συνειδητοποιεί πως γίνεται σκλάβος στον νοητό τύραννο, που τον τραβάει εδώ κι εκεί, σε μέριμνες, φροντίδες, υποθέσεις, προβλήματα «του κόσμου τούτου».
Ας αγωνιστούμε λοιπόν με όλες μας τις δυνάμεις για να νικήσουμε τον «σπερμολόγο» διάβολο, που με πονηρές ενθυμήσεις και άκαιρες σκέψεις μας κλέβει τον ανεκτίμητο πνευματικό καρπό της προσευχής και κρατάει την ψυχή μας στο σκοτάδι. Ας παρακαλέσουμε θερμά τον Κύριο, «το φως του κόσμου», να στείλει το Άγιό Του Πνεύμα και να διαλύσει με το άκτιστο φως Του το σκοτάδι αυτό της ψυχής μας, που μόνο έτσι θα μπορέσει να ενωθεί με τον Θεό, «τον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα».
(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού)

Ομιλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος Αδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοια από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε;
 Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Μπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να πει: «ευχαριστώ τον Θεό, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.
Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.
Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!
Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.
Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομάκρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.
Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!
Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.
Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς —αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων— προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;
Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».
Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.
Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.
Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».
Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…
Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.
Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».
--------
(10ος - 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Πηγή: orp.gr