ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
- Ότι εκείνος όπου μετανοεί δια τα αμαρτήματά του, δεν ωφελείται τίποτε, ανίσως δεν ζητήση από τον Χριστόν να λάβη, και την ιατρείαν της ασθενείας του, δια την οποίαν αμαρτάνει.
- Και ότι όσα κάμνει κάθε άνθρωπος εις την παρούσαν ζωήν, ανίσως δεν συμβάλλουν εις την υγείαν της ψυχής του είναι μάταια. Και πως η αμαρτία γίνεται με το θέλημά μας, και χωρίς το θέλημά μας.
Καλόν
πράγμα είναι, το να κλαίη τινάς, και να λυπήται, και να παρακαλή τον
Θεόν δια τα αμαρτήματά του, και να ζητή συγχώρησιν δια αυτά. Όμως δεν
θέλει ωφεληθή τίποτε από αυτά, ανίσως δεν ιατρεύση ο Χριστός τας
ασθενείας του, δια τας οποίας αμαρτάνει, και χωρίς να θέλη. Και ανίσως δεν ιατρευθή από αυτάς, δεν είναι δυνατόν να μην αμαρτάνη. Όθεν
κάθε ένας όπου μετανοεί, εις τούτο πρέπει να αγωνίζεται, εις το να
ιατρευθή από τον Χριστόν και να αγιασθή, και να δυναμωθή, δια να γένη
επιτήδειος να κάμνη το θέλημα του Θεού, και τας εντολάς του. Διατί
εκείνος, όπου προ του να ιατρευθή από τον Χριστόν, πότε κάνει
αμαρτίας, βιαζόμενος από την ασθένειάν του, και πότε πάλιν, με
στενοχωρίαν πολλήν του εαυτού του, κάμνει καμμίαν εντολήν του Χριστού,
τι ωφέλησεν; όμοιος είναι ο τοιούτος με εκείνον όπου κτίζει, και
κρεμνίζει πάλιν εκείνα όπου κτίζει.
Δια τούτο ανάγκη είναι να ιατρευθή η ασθένειά μας από τον Χριστόν,
όπου ήλθεν εις την γην μόνος ιατρός αληθινός, δια να ιατρεύση τας
ασθενείας μας, δια τας οποίας αμαρτάνομεν. Ότι ούτος εστίν ο Αμνός του
Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Η οποία είναι η ασθένεια της φθαρτής φύσεως ημών. Διατί, αφ' ου παρέβη ο Αδάμ την εντολήν του Θεού, και εξωρίσθη από τον παράδεισον, κάθε άνθρωπος έγινεν άρρωστος, και ασθενής.
Και αι ασθένειαι αύται με το να ευρίσκωνται ανάμεσα εις την φύσιν, και προαίρεσίν μας, είναι παράδοξοι, διατί πότε φαίνονται πως είναι της φύσεως, και πότε της προαιρέσεως. Και η ασθενείαις όπου λέγω είναι ετούταις. Κάθε άνθρωπος ασθενεί, και δεν δύναται να έχη αγάπην καθαράν.
Δεν δύναται να μη φθονή, να μην υβρίζη, να μη κατηγορή να μη
καταφρονή, να μη περιπαίζη, να μη λέγη ψεύματα, να μη θυμώνεται, να μην
επιθυμή τα καλά του κόσμου τούτου όπου βλέπει, να μη κενοδοξή, να μη
πλεονεκτή, να μη θέλη να είναι πλέον φρονιμώτερος, ή σοφώτερος, ή
ανδρειότερος, ή ενδοξότερος, ή τιμιώτερος από εκείνους όπου είναι όμοιοί
του, και από όλους τους άλλους. Ή ασθενεί, και δεν ημπορεί να συγχωρή
εκείνον όπου του πταίει εις κανένα πράγμα. Ή δεν δύναται να
ευσπλαγχνίζεται, να δίδη ελεημοσύνην, να ευχαριστή πάντοτε τον Θεόν, να
απέχη από κάθε κακόν, και να κάμνη κάθε καλόν. Ώστε όπου φαίνεται καθώς
είπαμεν, πως άλλοτε μεν ασθενεί δια την δύναμιν της αυτεξουσίου προαιρέσεως· άλλοτε δε πάλιν ασθενεί δια την δυναστείαν της φύσεως.
Όμως όλοι οι άνθρωποι δεν ασθενούν εις αυτά ίσια, αμή άλλος περισσότερον, και άλλος ολιγώτερον. Λοιπόν αυταί αι ασθένειαι ειναί αναγκαίον να ιατρευθούν,
και πλέον αναγκαιότερον είναι να ζητηθή ο ιατρός όπου μέλλει να ταίς
ιατρεύση. Και δια τούτο παρέδωκαν οι θείοι Πατέρες εις ημάς τους
χριστιανούς δέησιν προς τον Θεόν, δια να λέγωμεν πάντοτε με
συντετριμμένων καρδίαν, «άγιε επίσκεψαι, και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου».
Ήγουν επίσκεψαι τας ασθενείας όπου έχομεν, και ιάτρευσέ ταις χάρισμα,
δια να έχης όνομα δεδοξασμένον, πως είσαι ελεήμων, και ευεργέτης, και
μόνος ιατρός, και δια να μη καυχάται τινάς εις τον εαυτόν του, οπόταν
ιατρευθή, αλλά εις τον ιατρόν, και να τον ευχαριστή νύκτα, και ημέραν εξ
όλης της καρδίας του, και να ταπεινοφρονή με αλήθειαν.
Λοιπόν εκείνος όπου ιατρευθή από τας ασθενείας του, έγινε και χριστιανός. Ει δε και έχει ακόμι ασθενείας απ' αυτάς όπου είπαμεν, είναι φανερόν, πως δεν ιατρεύθη ακόμι. Και
τούτο το παθαίνει, ή από άγνοιαν, ή από αλογίαν, ωσάν όπου δεν εξεύρει
τι λέγει προς τον Θεόν, όταν προσεύχεται, και ποίας ασθενείας παρακαλεί
τον Θεόν να του ιατρεύση. Και ανίσως αποθάνη ανιάτρευτος, θέλει καίεται πάντοτε μέσα εις την κόλασιν,
και να μην ελευθερώνεται ποτέ από την φλόγα εκείνην. Δια τούτο πρέπει
να κλαίη τινάς πικρώς εις τέτοιαν ελεεινήν κατάστασιν όπου
εκαταντήσαμεν.
Άνθρωποι χριστιανοί να φωνάζουν νύκτα, και ημέραν το Άγιε επίσκεψαι, και ίασαι τας ασθενείας ημών, και
ο Κύριος να μη δύναται να τους ιατρεύση, με το να μην έχουν αυτοί
είδησιν, ποίαις είναι οι ασθένειαίς τους, δια τας οποίας παρακαλούν,
και με όλον όπου αύται είναι τόσαι πολλαί, και διάφοροι. Αυτή είναι η αφορμή της απωλείας όπου χάνονται
τόσοι χριστιανοί, και πτωχοί, και πλούσιοι, και άρχοντες, και ιδιώται,
και νέοι, και γέροντες, και μοναχοί, και ιερείς. Διότι μία ιατρεία είναι
τούτων όλων κοινώς των ασθενειών, η κοινωνία θείας φύσεως, ήγουν το να λάβη τινάς την θείαν χάριν.
Ότι
ανίσως κάθε χριστιανός δεν λάβη θείαν χάριν, και δύναμιν, κατά το
μέτρον της πίστεώς του, καν αγρυπνή, καν κοιμάται κατά γης, καν ψάλλη
νύκτα, και ημέραν, και προσεύχηται, και νηστεύη, ανιάτρευτος είναι, και
μένει έξω από την μερίδα τού Χριστού, καθώς και οι άπιστοι.
β'. Διότι
κάθε άνθρωπος, ή σοφός, ή άσοφος, ή γνωστικός, ή ανόητος, ή
στοχαστικός, ή αστόχαστος, ή παιδευμένος, ή απαίδευτος, ή πλούσιος, ή
πτωχός, όσα καλά και αν κάμνη εις την παρουσαν ζωήν, όσα και αν
αγωνίζεται, και κοπιάζη, ανίσως δεν συμβάλλουν, εις το να υγιάνη η ψυχή του από τας ασθενείας της, όλα είναι μάταια, και ανωφελή, και κάμνουν την ψυχήν να μείνη έξω από την βασιλείαν των ουρανών. Διατί η βασιλεία των ουρανών δέχεται μόνον τας ψυχάς εκείνας όπου είναι υγιείς, και δεν έχουν καμμίαν ασθένειαν. Αμή
κάθε ψυχή όπου έχει τας ασθενείας όπου είπαμεν ανωτέρω, και τας ατόπους
ορέξεις των σαρκικών επιθυμιών, και των γηίνων, και κοσμικών
πραγμάτων, και τας επιθυμίας του πλούτου, και της ματαίας δόξης του
κόσμου, ούτε από λόγου της, ούτε από άλλον άνθρωπον ημπορεί ποτέ
να ιατρευθή, και να γένη υγιής, αλλά από μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν
Χριστόν, δια τον οποίον είναι γραμμένον, «ότι τας αμαρτίας ημών έλαβε, και τας νόσους εβάστασε».
Διότι
ανίσως ημπορούσαν αι ψυχαί των ανθρώπων, όχι των εθνικών, και άθεων,
αμή και αυτών των εβραίων όπου επίστευαν εις τον Θεόν, να μισήσουν με
ευκολίαν τας κοσμικάς επιθυμίας, και τας σαρκικάς ορέξεις, και
τοιουτωτρόπως να φύγουν από τον κοσμοκράτορα διάβολον, (ότι δια μέσου
αυτών των παθών απόκτησεν ο διάβολος την εξουσίαν του θανάτου) δεν είχε
καμμίαν ανάγκην ο αγαθός, και εύσπλαγχνος, και φιλάνθρωπος Θεός, να
γενή άνθρωπος, και να σταυρωθή, και να καταβή δια μέσου του θανάτου εις
τα κατώτατα μέρη της γης, ήγουν εις τον άδην.
Διατί
το να μισήση τινάς τον κόσμον, και τα εγκόσμια, και τα σαρκικά, δεν
δύναται να το κατορθώση εάν δεν μετέχη από την θείαν χάριν, και δύναμιν
του Ιησού Χριστού. Το λοιπόν όλοι οι χριστιανοί, όσοι πιστεύουν εις τον
Χριστόν, ανίσως δεν μισήσουν
πρώτον, δια της θείας δυνάμεως του Χριστού, εξ όλης τους της καρδίας τα
κοσμικά, και τα σαρκικά, δεν θέλει δυνηθούν ποτέ να κάμουν καμμίαν
εντολήν του Χριστού, καθώς είναι γραμμένον, «έκκλινον από κακού, και ποίησον αγαθόν».
Δια
τούτο εκείνος όπου πιστεύει εις τον Χριστόν, προτήτερα από κάθε άλλο
πράγμα, πρέπει να ζητή από τον Θεόν δύναμιν, και χάριν, και έλεος Θεού,
δια να μισήση τον κόσμον, και τα εγκόσμια, και τας ορέξεις, και επιθυμίας τού σώματος,
και να κοπιάση εις αυτό με πίστιν θερμήν, δια να λάβη ύστερον, αφ’ ου
τα μισήση και την νέκρωσιν αυτών. Η οποία νέκρωσις είναι μοναχά του
Χριστού, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Εγώ γαρ την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω». Και τέτοια είναι τα ζητήματα όπου γίνονται κατά το θέλημα του Θεού δια τα οποία λέγει ο θεολόγος Ιωάννης, «ότι εάν τι αιτώμεν κατά το θέλημα του Θεού, ποιιήσει ημίν». Διατί αυτά μόνον θέλει ο Θεός να του ζητούν οι άνθρωποι, ήγουν όσα φέρουν τον άνθρωπον εις την αιώνιον σωτηρίαν. Λοιπόν
κάθε άνθρωπος ας μη καταγίνεται, μήτε ας επιμελήται εις την παρούσαν
ζωήν δια άλλο τίποτε, έξω μόνον δια τούτο, πως να ευρεθή η ψυχή του εις
την υστερινήν ημέραν του θανάτου του υγιή, και ελευθερωμένη από κάθε
πάθος κοσμικόν, και σαρκικόν.
Ανάγκη
λοιπόν είναι κάθε ψυχή να γένη υγιής από κάθε ασθένειαν, και τότε ωσάν
γένη υγιής, ημπορεί να υπηρετήση τον Θεόν, και να κάμη τας θείας
εντολάς του, δια να ευρεθή χωρίς καμμίαν εντροπήν, όταν
παρασταθή εις το φοβερόν κριτήριον του Χριστού. Ειδέ και δεν γένη τούτο,
δηλ. να υπηρετήση τον Θεόν, και να κάμη τας εντολάς του, καν το
ολιγώτερον, αναγκαίον είναι να ευρεθή εν ημέρα κρίσεως υγιής από τα πάθη της, δια να μη τα δράξη το πυρ της γεέννης, και την κρατήση μέσα εις την άσβεστόν του κάμινον, και την κατακαίη αιωνίως. Ότι το πυρ της γεέννης, δεν ημπορεί να καίει άλλους, αλλά μόνον εκείνους όπου έμειναν εις την παρούσαν ζωήν ανιάτρευτοι κατά τας ψυχάς τους, και ετζί ανιάτρευτοι επήγαν και εις την άλλην ζωήν.
γ'. Διατί η αμαρτία γίνεται και με το θέλημά μας, και χωρίς το θέλημά μας.
Επειδή η αμαρτία φαίνεται εμπρός, ωσάν ένα δόλωμα και οπόταν η διάνοια
του ανθρώπου κλίνη νοερώς εις την αμαρτίαν, τότε ο νοητός τύραννος, και
δυνάστης των ψυχών, όπου στέκεται με προσοχήν οπίσω από αυτήν, και
βλέπει, πλησιάζωντας την κινεί εις το να τελειώση την αμαρτίαν με την
πράξιν. Ώστε όπου είναι φανερόν πως η αμαρτία γίνεται με την θέλησιν τού
ανθρώπου, και χωρίς την θέλησίν του. Με την θέλησίν του γίνεται, διατί ο
νους του κλίνει εις την αμαρτίαν. Χωρίς την θέλησίν του, διατί
συστελλόμενος να την κάμη με το έργον, κουντίζεται από τον διάβολον, και
την κάνει.
Δια τούτο η σοφία τού Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κόπτει τας ρίζας, και αρχάς των αμαρτημάτων,
καθώς είναι εκείνο όπου παραγγέλλει εις το ιερόν Ευαγγέλιον. Το να μην
επιθυμήση τινάς, μηδέ να κοιτάξη δια επιθυμίαν. Διατί όταν η ψυχή έλθη
εις όρασιν, και επιθυμίαν αμαρτίας δύσκολα γυρίζει οπίσω, ήτοι δύσκολα
εμποδίζεται από την πράξιν, δια το κούντισμα όπου της κάνουν παρευθύς οι
δαίμονες, το οποίον το κάνουν ογλιγωρότερον από ριπήν οφθαλμού. Λοιπόν
αναγκαίον είναι εις κάθε ψυχήν να φεύγη το πλησίασμα των δαιμόνων,
δια να μη την κουντίσουν εις την αμαρτίαν. Και η φυγή δεν γίνεται με
άλλον τρόπον, πάρεξ με το να μην επιθυμήση την αμαρτίαν εν Χριστώ Ιησού˙
ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου