ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ
α'.
Ποία είναι η αληθινή γνώσις˙ και ότι η γνώσις του Θεού δεν προξενείται
εις τους ενάρετους από μάθησιν, αμή από καθαριότητα ψυχής, και από την
θείαν χάριν.
β'. Ότι κακόν πράγμα είναι η κατάκρισις.
γ'. Και έλεγχος εκείνων όπου νομίζουν, πως ιξεύρουν τα μυστήρια του Πνεύματος, χωρίς να έχουν την χάριν του Πνεύματος.
δ'. Περί της αγιωσύνης του Πνεύματος.
ε'. Τι λογής αγαθόν είναι η πίστης, ποίος είναι ο καρπός της, και πως αυξάνει,
ς'.
Ότι εκείνοι όπου έχουν τον θησαυρόν του Πνεύματος μέσα τους, τον
γνωρίζουν όταν είναι και εις άλλους˙ και ποια είναι τα σημεία των Αγίων.
ζ'.
Και ότι εκείνος όπου δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ιδή τον Θεόν,
ουδέ, να γνωρίση εκείνον όπου έφθασεν εις τούτο δια του Πνεύματος.
|
α' Τώρα είναι αρμόδιος καιρός να ειπώ και εγώ μαζή με τον Προφήτην Δαβίδ. «Κύριος
εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους Υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει έστι
συνιών, η εκζητών τον Θεόν, πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν ουκ εστί
ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός». Διατί που σοφός; που
γραμματεύς; που συζητητής του αιώνος τούτου; ουχί εμώρανεν ο Θεός την
σοφίαν του κόσμου τούτου, με το να μη δύναται τινάς δια μέσου αυτής να
γνωρίσει την αληθινήν σοφίαν, τον όντως όντα Θεόν; Διατί ανίσως,
αδελφοί, έμελλε να μας δίδεται η επίγνωσις της αληθινής σοφίας, και της
γνώσεως του Θεού με τα γράμματα, και με την μάθησιν, και με την έξω
σοφίαν, τι εχρειάζετο πλέον η πίστις; ή το θείον βάπτισμα; ή η κοινωνία
των αχράντων Μυστηρίων; δεν εχρειάζετο βέβαια. Μα επειδή δια
της έξω σοφίας ουκ έγνω ο κόσμος τον Θεόν, ηυδόκησεν ο Θεός δια της
μωρίας του κηρύγματος, σώσαι τους πιστεύοντας. Και τούτο το λέγει ο
θείος Παύλος. Εγώ όμως δίκαιον έχω να θρηνήσω, και να κλαύσω δια την
σύντριψιν των εδικών μου μελών, ήγουν των σαρκικών, και Πνευματικών μου
αδελφών. Ότι ημείς όπου ενδυθήκαμεν τον Χριστόν δια μέσου του θείου Βαπτίσματος, με το να μη στοχαζώμεθα δια τίποτε τα Μυστήρια του Χριστού, λογιάζομεν πως λαμβάνομεν την επίγνωσιν της αληθείας του Θεού δια μέσου της έξω σοφίας, και
με την ανάγνωσιν μοναχά των θεοπνεύστων συγγραμμάτων των Αγίων όπου
κάμνομεν, νομίζομεν πως καταλαμβάνομεν και την Ορθοδοξίαν, και
πως έχομεν ακριβή, και βεβαίαν είδησιν της Αγίας Τριάδος. Και όχι μόνον
τούτο, αμή και οι πλέον σεμνότεροι από τους άλλους, λογιάζουν ανοήτως,
πως εκείνα τα νοήματα όπου πλάττουν μέσα εις τον νουν τους, είναι η
θεωρία όπου γίνεται εις τους άξιους δια της ελλάμψεως μόνον του Παναγίου
Πνεύματος, (αλλοίμονον εις την μωρίαν τους, και εις την τύφλωσίν τους)
Άλλοι δε πάλιν όπου χωρίς καθαρότητα καρδίας θέλουν να βαθύνουν τον νουν τους μέσα εις τα βάθη του Θεού, και να θεολογούν,
όταν ακούσουν περί Θεού, ότι καθώς εις τρεις Ήλιους είναι μία
σύγκρασις φωτός, έτζι και εις την Παναγίαν Τριάδα είναι έλλαμψις μιας
θεότητος, ευθύς οι τοιούτοι πλάττουν με τον νουν τους τρεις Ήλιους όπου
να είναι ενωμένοι κατά το φως, ήγουν κατά την ουσίαν, και χωρισμένοι
κατά τας υποστάσεις· και λογιάζουν ανοήτως, πως βλέπουν αυτήν την ιδίαν
θεότητα, και πως η Αγία, και ομοούσιος, και αδιαίρετος Τριάς είναι
πορομοία με το παράδειγμα.
Αμή
δεν είναι έτζι, δεν είναι επειδή δεν δύναται τινάς να εννοήση, και να
ειπή καλώς, και ορθώς τα περί της Αγίας Τριάδος, από την ανάγνωσιν
μοναχά των γραφών, αμή δεχόμενος αυτά με πίστιν μοναχά, εμμένει εις τα
ξεγραμμένα, και δεν περιεργάζεται πλέον τίποτε, αλλά και έξω από τα
γεγραμμένα, και από εκείνα όπου εδιδάχθη, δεν δύναται τελείως να ειπή
άλλο τίποτε εις εκείνους όπου είναι περίεργοι, και αποτολμούν με αυθάδειαν να περιεργάζωνται τα θεία· και ότι αυτό όπου λέγω είναι αληθινόν, άκουσε τι λέγει ο Χριστός. «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν, ειμή ο Πατήρ· ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει, ειμή ο Υιός, και ίφ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι.»
Με αυτά λοιπόν και αλλά παρόμοια λόγια φράζει τα αδιάντροπα, και
απύλωτα στόματα εκείνων όπου λέγουν, και λογιάζουν, πως γνωρίζουν την
Όντως αλήθειαν, αυτόν λέγω τον Θεόν, με την έξω σοφίαν, και με την μάθησιν των γραμμάτων, και πως με αυτά αποκτούν την επίγνωση των κεκρυμμένων μυστηρίων του Θεού, τα οποία αποκαλύπτονται δια μόνου του Πνεύματος.
Διατί εάν ουδείς επιγινώσκη τον Υιόν, ειμή ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις
επιγινώσκει, ειμή ο Υιός, και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι τα βάθη
τούτου, και τα μυστήρια. Διατί το Μυστήριόν μου, λέγει, εμοί, και τοις
εμοίς.
Λοιπόν ποιος από τους σοφούς, ή ρήτορας, ή μαθηματικούς
(έξω από εκείνους όπου είναι κεκαθαρμένοι κατά τον νουν από άκραν
φιλοσοφίαν, και άσκησιν, και έχουν τας αισθήσεις της ψυχής τους αληθώς
γεγυμνασμένας) ήθελε δυνηθή χωρίς την αποκάλυψιν όπου γίνεται άνωθεν δια
του Κυρίου να γνωρίση από μόνην την ανθρωπίνην σοφίαν τα απόκρυφα
μυστήρια του Θεού; τα οποία αποκαλύπτονται δια της νοεράς θεωρίας όπου ενεργείται από το θείον Πνεύμα, εις εκείνους όπου εδόθη, και δίδεται πάντοτε να γνωρίζουν αυτά δια της θείας χάριτος˙ η
γνώσις τούτων των Μυστηρίων, είναι εκείνων των ανθρώπων, των οποίων ο
νους φωτίζεται κάθε ημέραν από το Άγιον Πνεύμα δια την καθαρότητα της
ψυχής τους· εκείνων είναι, των οποίων τα μάτια
ανοίχθησαν καλά από τας ακτίνας του ηλίου της δικαιοσύνης· εκείνων
είναι, εις τους οποίους εδόθη ο λόγος της γνώσεως, και ο λόγος της
σοφίας δια μόνου του Πνεύματος· εκείνων είναι, από τους οποίους
εφυλάχθη η σύνεσις, και ο φόβος του Θεού δια μέσου της αγάπης, της
ειρήνης, της αγαθωσύνης, της χρηστότητος των τρόπων, της εγκράτειας, και
της πίστεως, τούτων είναι η γνώσις των θείων και εις αυτούς όπου
μιμούνται τον Χριστόν, λέγει ο Χριστός, καθώς είπε και εις τους
Αποστόλους, «υμίν δέδοται γνώναι τα Μυστήρια του Θεού, τοις δε λοιποίς
εν παραβολαίς».
Αυτοί
λοιπόν κινούμενοι από θείον Πνεύμα, γνωρίζουν την ισοτιμίαν, και την
ένωσιν όπου εχει ο Υιός με τον Πατέρα, επειδή βλέπουν εν τω Πατρί τον
Υιόν, και εν τω Υιώ τον Πατέρα δια του Πνεύματος, καθώς είναι
γεγραμμένον εις το Ευαγγέλιον. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί,
όντας δηλονότι και το Πνεύμα μαζή με τον Πατέρα»· Ότι επειδή το
Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός, ο δε Πατήρ είναι όλος εν όλω τω Υιώ,
λοιπόν, και το Πνεύμα το Άγιον είναι όλον εν τω Πατρί, και τω Υιώ·
ό Πατήρ δε και ό Υιός, και το Άγιον Πνεύμα, είναι ένας Θεός όπου
προσκυνείται από πάσαν πνοήν. Και πως είναι δυνατόν να ειπής ένα τους
τρεις Ήλιους˙ Διατί αν τους ενώσης και ειπής τους τρεις ένα, θέλει
ενωθούν οι τρεις, και θέλει είναι εις ένα ήλιον, ει δε και δεν τους
ενώσης, αλλά ειπής πως είναι τρεις, χάνεις πάλιν την ενότητα των τριών
Πατέρα δε χωρίς Υιόν, και Πνεύμα δεν είναι δυνατόν να εύρης κατ' ουδένα
τρόπον, ουδέ Υιόν χωρίς Πατέρα, και Πνεύμα˙ ουδέ Πνεύμα χωρίς Πατέρα,
και Υιόν δια τούτο πίστευε εν τω Πνεύματι τον Πατέρα, και τον Υιόν και
εν τω Υιώ τον Πατέρα δια του Πνεύματος και εν τω Πατρί τον Υιόν
συναϊδίως αεί όντα και μένοντα, και έχοντα συνεκλάμπον το Πνεύμα το
Άγιον και αυτά τα τρία πρόσωπα δεν είναι τρεις θεοί, αλλά ένας Θεός εν
τρισίν υποστάσεσιν ανυμνούμενος από άπειρους Αγγέλους ο ων, και αεί ων,
και ωσαύτως ων με μίαν συμφυίαν, και βασιλείαν και θεότητα. Διατί αγκαλά
και εις κάθε ένα από τα τρία πρόσωπα κατανοούνται τα συμφυή της θείας
ιδιότητος όμως είναι ένας Θεός τα τρία πρόσωπα· και το εν, ήτοι ο ένας
Θεός είναι είναι Τρία· το οποίον είναι αδύνατον να γένη εις τρεις
Ήλιους.
β'. Εγώ
ήθελα να ειπώ και κανένα παράδειγμα, όπου να φανερώνη ολίγον τι το
νόημα των λεγομένων εις εκείνους όπου καυχώνται με αυθάδειαν, πως
ιξεύρουν δια μέσου μόνης της ψευδωνύμου γνώσεως, και χωρίς την χάριν
του Αγίου Πνεύματος όπου ερευνά τα βάθη, και τα μυστήρια του Θεού. Όμως
φοβούμαι τον Θεόν όπου επρόσταξε να μη δίδωμεν τα Άγια εις τους
αναίσχυντους, και αυθάδεις, μηδέ να ρίπτωμεν τους Μαργαρίτας έμπροσθεν
εις εκείνους όπου λογιάζουν τα θεια, ως κοινά και ακάθαρτα, και τρόπον
τινά καταπατούν, και ατιμάζουν αυτά με τα ταπεινά, και γήινα νοήματα
τους, και με τας περιέργους ψυχάς τους των οποίων τον νουν τον ετύφλωσεν
ο Θεός, καθώς λέγει ο Προφήτης. «Και εσκότισε την καρδίαν τους, ίνα
βλέποντες μη βλέπωσι, και ακούοντες μη συνιώσι˙ και με δίκαιον τρόπον
επειδή έκαμαν τον εαυτόν τους αναξίους δια μέσου της υπερηφανίας, και
των κακών τους πράξεων, και δια τούτο αφέθησαν από τον Θεόν να
πορεύωνται εις το σκότος της απιστίας, και της ιδίας κακίας τους, καθώς
λέγει ο Δαβίδ, «Εξαπέστειλα αυτούς κατά τα επιτηδεύματα των καρδιών
αυτών, πορεύσονται εν τοις επιτηδεύμασι των καρδιών αυτών». Διατί
εκείνοι όπου έχουν τόσα πολλά παραδείγματα της εκπληρώσεως των εντολών
του Θεού, (τα οποία τελειώνοντές τα οι πατέρες μας με τα έργα, τα έβαλαν
εμπρός εις ημάς τους πιστούς εις μίμησιν της αρετής) και δεν ηθέλησαν
να τα στοχασθούν αυτά, ουδέ να μιμηθούν εκείνους τους πατέρας, αμή
κάμνουν όλον το έναντίον, και κατηγορούν αυτούς, και την ζωήν εκείνων
όπου αγωνίσθησαν κατά Θεόν, και λέγουν πως η ζωή τους δεν είναι κατά
Θεόν.
Οι
τοιούτοι, λέγω, είναι όχι μόνον ανάξιοι θείας γνώσεως, ωσάν όπου είναι
Υιοί απωλείας, και απείθειας, αμή είναι και υπόδικοι πάσης τιμωρίας και
κατακρίσεως· Διατί αλησμόνησαν να εξετάζουν τον εαυτόν τους, εάν και
ευρίσκωνται εις την πίστιν, και περιεργάζονται τα ξένα, και εξετάζουν
αστόχαστα εκείνα όπου είναι υπέρ την δύναμίν τους, χωρίς να φοβηθούν
τελείως τον Θεόν όπου προστάζει. «Μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε, και εν ω
κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε». Και χωρίς να ευλαβηθούν τον μαθητήν του
Χριστού Παύλον, όπου λέγει. «Μένουν γε ω άνθρωπε συ τις ει ο κρίνων
αλλότριον οικέτην; τω ιδίω Κυρίω στήκει, ή πίπτει και, μη κρίνετε
αλλήλους, και μη καταλαλείτε αλλήλων.»
Λοιπόν
πως είναι δυνατόν να γνωρισθούν οι τέτοιοι, ότι είναι πιστοί, και
χριστιανοί, όπου παρακούουν, και αθετούν τα λόγια του Χριστού, και των
Αποστόλων του; και δεν φυλάττουν τας νομοθεσίας όπου ώρισεν εκείνος,
και οι μαθηταί του; ουδέ περιπατούν, ή ακολουθούν εις τα ίχνη του
Διδασκάλου ημών Χριστού ; Πως είναι δυνατόν να ίδουν τελείως το φως των εντολών, εκείνοι όπου παραβαίνουν φανερά τας θείας εντολάς; όχι
δεν είναι δυνατόν ας μη σας απατά τινάς (λέγει ο Απόστολος) με ματαίας
διδασκαλίας, αδελφοί· και μας ονομάζει ο θείος Παύλος αδελφούς δια την
αναγέννησιν, και Πνευματικήν συγγένειαν όπου έχομεν με αυτόν από το
θείον βάπτισμα· επειδή από τα έργα μας, καθώς βλέπω είμεσθε πολλά
απεξενωμένοι από την αδελφότητα των Αγίων και τούτο θέλει τα παραστήσω
από αυτά τα πράγματα, ή να ειπώ καλλίτερα αυτά τα ίδια μας έργα, και τα
λόγια θέλει μας ελέγξουν.
Δια τούτο και κάμνωντας την ερώτησίν μου ωσάν εις ένα, λέγω˙
αρνήθης τον κόσμον, και τα κοσμικά, αδελφέ; Έγινες ακτήμων, και
υποτακτικός, και ξένος τού εδικού σου θελήματος; απόκτησες πραότητα, και
ταπείνωσιν ; εκατόρθωσες εις άκρον νηστείαν, και προσευχήν, και
αγρυπνίαν; απόκτησες τελείαν αγάπην εις τον Θεόν, και έχεις τον πλησίον
σου ωσάν και τον εαυτόν σου; παρακαλείς με δάκρυα, και εξ όλης σου της
ψυχής δια εκείνους όπου σε μισούν, και σε αδικούν, και σε εχθρεύονται,
δια να συγχωρηθούν τα αμαρτήματά τους ; έφθασες εις αυτό το ύψος των
αρετών, η ακόμι ; είπε μου ; ειδέ και εντρέπεσαι να ειπής το όχι, ή
πάλιν από την ταπεινοφροσύνην σου δεν θέλεις να ειπής το ναι, εγώ θέλει
σου ειπώ ακόμι τα δέοντα, αδελφέ, και θέλει σου δείξω με ποια έργα και
κατορθώματα έρχεται εις αυτό το ύψος των αρετών κάθε αγωνιστής αληθινός
με πολλήν αληθινά σύνεσιν, και αγιότητα.
Ανίσως
λοιπόν, καθώς προείπα, και έφθασες εις όλα τα προειρημένα, και ηγάπησες
τους εχθρούς σου, και εδάκρυσες δια αυτούς πολλαίς φοραίς από καρδίας,
και επαρακάλεσες τον Θεόν δια την επιστροφήν, και μετάνοιάν τους, είναι
φανερόν, ότι εκατόρθωσες προτήτερα όλα τα επίλοιπα˙ ήγουν από τους
αγώνας όπου έκαμες, έγινες απαθής, και απόκτησες την καρδίαν σου
καθαράν από τα πάθη, και μέσα εις αυτήν, και δι’ αυτής εθεώρησες τον
απαθή Θεόν. Επειδή κατά άλλον τρόπον δεν είναι δυνατόν να
προσευχηθή τινάς δια τους εχθρούς του με συμπαθητικήν καρδίαν, και με
αγάπην, πάρεξ εάν αποκτήση τον εαυτόν του καθαρόν από κάθε μολυσμόν
σαρκός, και Πνεύματος, με την ένωσιν και θεωρίαν του Θεού δια της
συνεργείας του αγαθού Πνεύματος. Λοιπόν ανίσως με την χάριν
του Σωτήρος Θεού, έφθασες, αδελφέ, εις αυτά μαζή με χρηστότητα, και
ταπεινοφροσύνην, διατί απιστείς, και φθονείς τους συνασκητάς σου όπου
έφθασαν εις τα ίδια, και τους κατηγορείς, και τους διαβάλλεις, δια να
χαλάσης την καλήν τους υπόληψιν; Δεν ιξεύρεις, ό τι εκείνοι όπου
επήγαν από την πρώτην ώραν εις τον αμπελώνα, με το να εφθόνησαν
εκείνους όπου επήγαν εις την ενδεκάτην, Διατί έλαβαν τον μισθόν ίσια με
εκείνους, απερρίφθησαν εις το πυρ το εξώτερον; και πως εσύ
όπου κάμνεις και λέγεις τα ίδια, και χειρότερα από αυτά έναντίον των
Αγίων (των οποίων η ενάρετος ζωή, και η σύνεσις λάμπει ωσάν τον ήλιον)
λογιάζεις πως δεν θέλει καταδικασθής εις την ιδίαν, και χειροτέραν
κόλασιν, και τιμωρίαν ; Δεν ιξεύρεις ότι οι Άγιοι δεν φθονούν ποτέ τους Αγίους,
καθώς είναι γεγραμμένον ; Διατί εκεί όπου είναι ο φθόνος, εκεί
κατοικεί και ο πατήρ του φθόνου διάβολος, και όχι ο της αγάπης Θεός. Λοιπόν ανίσως έχης μέσα σου τον φθόνον,
πως νομίζεις ότι είσαι Άγιος, εσύ όπου δεν γνωρίζεσαι πως είσαι ουδέ
καν πιστός, ή χριστιανός από την αγάπην του Θεού, και του αδελφού σου ;
Και ότι είναι έτζι η αλήθεια, και εκείνος όπου έχει τον φθόνον, έχει τον
διάβολον, και δεν δύναται να είναι του Χριστού, με το να μην έχη αγάπην
εις τον πλησίον του, τούτο είναι φανερόν υς κάθε ένα όπου ακούει τας
θείας γραφάς.
γ'. Ειδέ
και δεν ηξιώθης ακόμι να λάβης τα τέτοια χαρίσματα, ουδέ έφθασες εις
τόσον ύψος των θεοποιών αρετών, πως τολμάς καθόλου να ανοίξης το στόμα
σου, και να λάλησες; πως θέλεις να διδάσκης εσύ όπου χρειάζεσαι να κατηχηθής, και να διδαχθής από άλλους; και πως επιχειρίζεσαι να περιεργάζεσαι εκείνα όπου δεν ιξεύρεις, ουδέ τα ήκουσες; και πως αυθαδιάζεις να διαλέγεσαι δια τέτοια υψηλά πράγματα, ωσάν να ιξεύρης τα θεία; Δεν
ιξεύρεις ότι πρέπει να στέκεσαι έξω από την πόρταν της εκκλησίας, ωσάν
κατηχούμενος, αγκαλά και εσύ από την αυθάδειάν σου στέκεσαι μαζή με
όλους τους πιστούς, και καθαρούς όπου προσεύχονται μέσα εις την
εκκλησίαν, παραβαίνωντας τους αποστολικούς κανόνας; Επειδή
κατηχούμενος λέγεται όχι μόνον ο άπιστος, αμή και εκείνος όπου δεν
βλέπει την δόξαν του Κυρίου με ανακεκλυμμένον πρόσωπον του νοός του.
Εγώ όμως κλαίω δια την αγνωσίαν σου, διότι δεν πιστεύεις καθόλου, πως
είναι και τώρα τινάς τέτοιος Άγιος, ωσάν τους παλαιούς, αμή συναριθμείς
τον εαυτόν σου με τους πολλούς, ωσάν κοινόν με τους κοινούς ανθρώπους,
και εις τον ίδιον καιρόν πάλιν ωσάν να ήσουν κανένας Άγιος, και θεοφόρος
άνθρωπος, και να ελαλούσες με το Πνεύμα το Άγιον, εξηγείς εκείνα όπου
ηναγκάσθης από τους λόγους μου, και ωμολόγησες, ότι δεν τα ιξεύρεις
παντελώς˙ και εκείνα όπου είπες, ότι μηδέ τα είδες, μηδέ τα ήκουσες,
μηδέ ηξιώθης να λάβης εις την ψυχήν σου, αυτά, λέγω, δεν εντρέπεσαι
παντελώς να τα ερμηνεύης, και να τα εξηγής, ωσάν να τα ίξευρες με
Πνεύμα Άγιον, ουδέ αισχύνεσαι εις τον γέλωτα των ανθρώπων οπού σου
κάμνουν.
δ'. Διατί
εάν δεν έγινες απαθής, ως είπαμεν, ουδέ ηξιώθης να λάβης Πνεύμα Άγιον,
ουδέ είσαι Άγιος, πως λέγεις, ότι ιξεύρεις τα μυστήρια του Πνεύματος,
ωσάν να ήσουν Άγιος; τα οποία καθώς είναι γραμμένον οφθαλμός ουκ είδε,
και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν χοϊκού ανθρώπου ουκ ανέβη τα αγαθά, α
ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν. Διότι αυτά
αποκαλύπτονται από τον Θεόν δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εις
εκείνους όπου έγιναν μέτοχοι της αγιωσύνης του Πνεύματος, δια να ιδούν τα θεια χαρίσματα όπου δίδονται εις τους άξιους καθώς λέγει ο θείος Παύλος. «Ίνα
ίδωμεν τα υπό Θεού χαρισθέντα ημίν το γαρ Πνεύμα ερευνά και τα βάθη του
Θεού˙ ημείς δε (λέγει) ουκ ελάβομεν το Πνεύμα του κόσμου, αλλά το
Πνεύμα το εκ του Θεού, και δι' αυτού απεκαλύφθη, και ανεγνώσθη ημίν
αμαρτωλοίς ουσι, και ταπεινοίς ο Θεός, και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, και Σωτήρος, του μεγάλου Θεού, εν αυτώ Χριστώ τω θεώ· ον ουδείς
των ανθρώπων είδεν, ουδέ ιδείν δύναται· ο γαρ Θεός ο ειπών φως λάμψαι
εκ σκότους, αυτός είναι όπου έλαμψε και μέσα εις τας καρδίας ημών»
Δηλονότι ο παντελώς απερίγραπτος, και απερίληπτος περιέχεται ωσάν
θησαυρός μέσα εις τα οστράκινα σκεύη των σωμάτων ημών και ο άμορφος και
ανείδεος μορφώνεται μικρός μέσα εις ημάς, πληροί δε τα σύμπαντα
απεριγράπτως, ως ων υπερμεγέθης, και υπερπλήρης. Το δε να
μορφώνεται μέσα μας ο Θεός, τι άλλο είναι ; πάρεξ το να μας μεταποιή,
και να μας αναπλάττη, και να μας μεταμορφώνη εις την εικόνα της θεότητός
του.
έ. Ό,τι
λογής εγνωρίσαμεν πως έγινε και ο Άγιος Συμεών οευλαβής όπου ασκήτευσεν
εις την μονήν των Στουδίου, και εβεβαιωθήκα μεν τα περί τούτου με την
δοκιμήν. Διατί με την αποκάλυψιν του Πνεύματος όπου ήτον εις αυτόν,
εστερεώσαμεν την εις αυτόν πίστιν ημών, και φυλάττομεν αυτήν
αναντιρρήτως, ή δια να ειπώ καλλίτερα, ανάψαμεν από το φως αυτού ωσάν
από μίαν λαμπάδα τον λύχνον της ψυχής μας και τον διαφυλάττομεν
άσβεστον, φυλαττόμενοι με τας ευχάς, και μεσιτείας εκείνου˙ από τας
οποίας ποτιζομένη η ψυχή μας αυξάνει την εις αυτόν πίστιν, και ακόμι
(θαρρώντας εις τον Θεόν το λέγω) θέλει την αυξήσει, συνεργούντος του
Θεού, όπου να φέρη τον καρπόν εκατονταπλασίονα με αυτό το θείον φως. Διατί καρπός της πίστεως είναι το Άγιον, και ανέσπερον φως, και φως πάλιν Άγιον, είναι προσθήκη, και αύξησις πίστεως.
Διότι όσον αναβλύζει το φως, τόσον αυξάνει η πίστις, και αναβαίνει εις
ύψος. Και πάλιν όσον αυξάνει η πίστις, τόσον πληθαίνει φανερά ο καρπός
του Πνεύματος˙ ο δε καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια, τα οποία
εκείνος όπου τα έχει, ιξεύρει το κάθε ένα. Διότι καθώς εκείνος όπου
έχει μαργαρίτας, και λίθους λαμπρούς, σάπφειρον, λέγω, αμέθυσον, και
άλλους παρομοίους, ιξεύρει (ανίσως εχη εμπειρίαν εις αυτά) του κάθε ενός
το είδος, και το μέγεθος˙ έτζι και εκείνος όπου εφύτευσε μέσα του τας αρετάς με πόνους, και με πολλά δάκρυα, και εβλάστησε τους καρπούς του Πνεύματος, ιξεύρει, και το είδος, και την δύναμιν του κάθε ενός από αυτά, και γεύεται από την γλυκύτητα όλων αυτών.
ς'. Και το πλέον θαυμαστότερον είναι οπού γνωρίζει αυτόν τον ίδιον καρπόν, όταν είναι και εις άλλους.
Επειδή καθώς τα έθνη γνωρίζονται από την φορεσίαν τους, και ταις
περισσότεραις φοραίς γνωρίζονται από την φωνήν, και την γλώσσαν τους.
τοιουτωτρόπως και οι Άγιοι γνωρίζονται από την σεμνότητα τους, και την
ευταξίαν τους, και από τα λοιπά εξωτερικά τους σχήματα. Το ξεχωριστόν όμως, και τέλειον, και αληθινόν γνώρισμά τους είναι ο λόγος όπου γεννάται από αυτούς˙
διατί εκείνο όπου δεν έχει η καρδία δεν δύναται να το λαλήση το στόμα,
είδε και το προφέρει, ευθύς ελέγχεται από αυτούς τους εδικούς του
λόγους, πως δεν το λέγει καλά. «Ότι αγαθός (λέγει) άνθρωπος, εκ του
αγαθού θησαυρού της καρδίας προφέρει τα αγαθά˙ ο δε πονηρός εκ του
πονηρού θησαυρού της καρδίας, προφέρει τα πονηρά». Και στοχάσου τα
βάθη του Πνεύματος, πως δεν ειπεν ο Κύριος μόνον, ότι από την αγαθήν
καρδίαν προφέρει τα αγαθά, αμή είπεν ακόμι εκ του θησαυρού της καρδίας˙
δια να μάθης ότι δεν ημπορεί κανένας από ημάς να εχη καρδίαν εύκαιρην,
αμή κάθε ένας μας έχει μέσα εις την καρδίαν του ένα από τα δύω,
ή την χάριν του Αγίου Πνεύματος δια μέσου της πίστεως, και των καλών
έργων, ή τον πονηρόν διάβολον δια μέσου της απιστίας, και αμελείας των θείων εντολών, και της εργασίας των κακών.
Και
δια να μη νόμισες, ότι λέγει πως έχουν τον θησαυρόν του Αγίου Πνεύματος
εκείνοι όπου φυλάττουν μερικάς εντολάς του Θεού μόνον, και όχι όλας με
κάθε ακρίβειαν, δια τούτο είπεν. «Ο έχων τας εντολάς μου, όλας δηλ. και τηρών αυτάς,
εκείνος έστιν ο αγαπών με˙ και ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός
μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν, και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν, εγώ και ο Πατήρ
μου ελευσόμεθα, και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν». Βλέπεις πως εκείνος όπου απόκτησεν αγαθήν καρδίαν με κόπους πολλούς, και με την εργασίαν των εντολών, έχει εγκάτοικον μέσα του όλην την Θεότητα, η οποία είναι ο αγαθός θησαυρός ˙, Και ότι πάλιν αυτός ο θησαυρός δεν κατοικεί εις εκείνον όπου παραβαίνει, ή αμελεί μίαν εντολήν, αν τύχη και την παραμικράν, και δεν την κάμνει. Άκουε πάλιν τι λέγει. «Ο
λύσας μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων, και διδάξας τους ανθρώπους
ούτω ποιείν, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Και ωνόμασε τας εντολάς ελαχίστους, και παραμικράς, όχι πως είναι τη αληθεία ελάχιστοι, και παραμικραί, αλλά διατί ημείς τας νομίζομεν πως είναι παραμικραί, και ελάχιστοι.
Διατί
το να αργολογούμεν, ή το να επιθυμούμεν κανένα πράγμα του αδελφού μας, ή
να κοιτάζωμεν εμπαθώς, ή να καταφρονούμεν, και να υβρίζωμεν κανένα,
αυτά λέγω, κι τα παρόμοια τα λογιάζομεν πως δεν είναι τίποτε, και τα
έχομεν δια παραμικρά, και τα αμελούμεν, και είμεσθε αδιάφοροι εις αυτά,
και δεν έχομεν καμμίαν φύλαξιν, και επιμέλειαν δια αυτά. Διατί αλησμονήσαμεν τον Κύριον όπου τα καταδικάζει, λέγωντας. «Περί παντός αργού λόγου, ον εάν λαλήσωσιν oι άνθρωποι λόγον δώσουσιν εν ημέρα κρίσεως». Και, «ουκ επιθυμήσεις τι του πλησίον σου»˙ και «ο εμβλέψας προς το επιθυμήσαι, ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού». Και, «όστις ειπή τω αδελφώ αυτού ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω· ο δε μωρόν, ένοχος εσταί τη γεέννη του πυρός».
Θέλωντας δε και ο Απόστολος να δείξη, οτι ο διάβολος ενεργεί εις εκείνους όπου κάμνουν τα τοιαύτα, λέγει. «Το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία».
Επειδή λοιπόν και η αμαρτία δεν είναι άλλο τίποτε, παρά η παράβασις της
εντολής του Θεού, και η εντολή του Θεού είναι το να μην επιθύμησες,
και το να μη ψευσθής, και το να μη κλέψης, μηδέ να αργολογήσης, μηδέ να
κακολόγησης τον αδελφόν σου. Κάθε ένας όπου τα κάμνει αυτά,
πληγώνεται από το κεντρί του θανάτου, ήγουν από την αμαρτίαν και μέσα
εις αυτήν την πληγήν, και εις το δάγκασμα της αμαρτίας εμβαίνει παρευθύς
ο διάβολος, ωσάν σκωλήκι, και κατοικεί εκεί μέσα. Βλέπεις
πάλιν πως εκείνοι όπου δεν έκαμαν τας καρδίας τους καθαράς με δάκρυα,
και με μετάνοιαν, έχουν τον διάβολον εγκάτοικον μέσα τους, ο οποίος
είναι ο πονηρός θησαυρός;
Έτζι
ο αγαθός άνθρωπος ευγάζει τα αγαθά από τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας
του, ομοίως και ο πονηρός τα πονηρά. Αμή η αληθινή μετάνοια με την εξομολόγησιν, και με τα δάκρυα, ωσάν με κάποια έμπλαστρα, και ιατρικά, αποπλύνει, και καθαρίζει την πληγήν της καρδίας, ακόμι και την ουλήν, το σημάδι, λέγω της ιατρευθείσης πληγής, την οποίαν την άνοιξεν εις την καρδίαν το κεντρί του νοητού θανάτου, έπειτα ευγάζει έξω τον σκώληκα όπου έκαμε φωλεάν μέσα του και εκατοίκησε, και τον θανατώνει, και ιατρεύει την πληγήν, και την κάμνει τελείως γερήν χωρίς να μείνη ουδέ το σημάδι της πληγής.
Και αυτό όπου είπα το γνωρίζουν, πως ενεργείται εις τον εαυτόν τους
εκείνοι μόνον όπου έχουν καρδίαν όπου να ζητή την υγείαν με πόνον
πολύν, και δάκρυα, και μετάνοιαν. Διατί οι επίλοιποι αισθάνονται και ηδονήν εις αυτάς τας πληγάς, και ξύοντές τας ακόμι τας αφορμίζουν ;
και μάλιστα σπουδάζουν να προσθέσουν και αλλάς πληγάς επάνω εις αυτάς,
και τούτο μόνον λογιάζουν υγείαν, το να εκπληρώσουν το πάθος, και την
επιθυμίαν τους. Δια τούτο και καυχώνται, όταν κάμουν κανένα άτοπον
αμάρτημα, και νομίζουν την αισχύνην τους δια δόξαν και διατί το παθαίνον
αυτό; Διατί δεν ιξεύρουν την Πνευματικήν ηδονήν, και την χαράν όπου προξενεί η τελεία κάθαρσις ή να ειπώ καλλίτερα, διατί απιστούν εις τούτο, και καταπείθουν τον εαυτόν τους, ότι είναι αδύνατον να καθαρισθή τελείως ο άνθρωπος από τα πάθη, και να δεχθή μέσα του όλην την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.
Δια τούτο λοιπόν και λέγουν, και κάμνουν πάντοτε εναντία της σωτηρίας τους, και μοναχοί τους κλειούν εις τον εαυτόν τους τας θύρας της βασιλείας των ουρανών,
και εμποδίζουν και εκείνους όπου θέλουν να εμβούν. Και αν τύχη να
ακούσουν πουθενά δια κανένα άλλον όπου ηγωνίσθη νομίμως εις τας εντολάς
του Κυρίου, και έγινε ταπεινός εις την καρδίαν, και εις το φρόνημά του,
και είναι καθαρός από τα πάθη, και κηρύττει εις όλους τα θαυμάσια του
Θεού, ήγουν όσα έκαμεν εις αυτόν ο Θεός, κατά τας αψευδείς υποσχέσεις
του. Και αν τον ακούσουν να λέγη δια ωφέλειαν των ακροατών, πως
εκαταξιώθη να ιδή φως Θεού, και αυτόν τον Θεόν με φως δόξης, και πως
εγνώρισεν εν γνώσει εις τον εαυτόν του την παρουσίαν, και ενέργειαν του
Αγίου Πνεύματος, και έγινεν Άγιος δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος,
εάν, λέγω, ακούσουν τα τοιαύτα, παρευθύς ωσάν λυσσασμένοι σκύλλοι,
γαυγίζουν κατεπάνω του, και σπουδάζουν, αν είναι δυνατόν, να καταφάγουν
εκείνον όπου λέγει αυτά˙ λέγοντες του, παύσαι πλανεμένε και υπηρήφανε. Ποιος έγινε τέτοιος εις τους τωρινούς χρόνους, καθώς έγιναν οι παλαιοί Πατέρες;
ή ποιος δύναται να ιδή τον Θεόν, καν ολίγον τι; ποιος έλαβε την χάριν
του Αγίου Πνεύματος τόσον πολλά, όπου να αξιωθή να ιδή δι' αυτού τον
Πατέρα, και τον Υιόν , παυσαί, δια να μη σε καταλιθοβολήσωμεν εις τους
οποίους μου φαίνεται πως πρέπει να ανταποκριθώ αξίως, καθώς πρέπει
εναντίον εις την αγνωσίαν τους·
Επειδή λέγει ο σοφός Σολομών. «Μη
αποκρίσου άφρονι κατά την εκείνου αφροσύνην, ίνα μη όμοιος γένη αυτώ,
αλλά αποκρίνου άφρονι προς την αφροσύνην αυτού, ίνα μη φαίνηται σοφός
παρ' εαυτώ» Ω αδελφοί, βέβαια κανένας από εσάς καθώς λέγετε, δεν
είδε τον Θεόν αλλά από εκείνους όπου θέλουν να ασυκώσουν τον σταυρόν του
Κυρίου, και να περιπατήσουν την στενήν στράταν, και να απολέσουν και
την ιδίαν τους ψυχήν δια την αιώνιον ζωήν, από αυτούς πολλοί είδαν τον
Θεόν και προτήτερα, και τώρα, καθώς λογιάζω, τον βλέπουν περισσότεροι,
και θέλει τον ιδή και κάθε ένας από εκείνους όπου θέλουν, αγκαλά και
εσείς από την διαστρεμμένην σας γνώμην, και από τον φθόνον σας δεν
ημπορείτε να ιδήτε τους τέτοιους ανθρώπους˙ και άκουε τι λέγει ο
Ευαγγελιστής Ιωάννης. «Όσοι ελαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν
τέκνα Θεού γενέσθαι. Οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ
θελήματος ανδρός, άλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν».
ζ'. Ανίσως
λοιπόν συ δεν εγεννήθης από τον Θεόν, φανερόν είναι, ότι ουδέ είσαι
τέκνον του, ουδέ εδέχθης αυτόν προτήτερα, ουδέ έλαβες αυτόν μέσα σου.
Και δια τούτο ούτε σου έδωκεν εξουσίαν, ούτε δύνασαι να γένης τέκνον
Θεού˙ και εάν δεν έγινες τέκνον του Θεού, πως λοιπόν είναι δυνατόν να
ίδης τον ουράνιον Θεόν, και Πατέρα σου; Κανένας ποτέ δεν είδε τον πατέρα του, προ του να γεννηθή·
και κανένας από τους ανθρώπους δεν θέλει ιδή τον Θεόν, αν δεν γεννηθή
προτήτερα από αυτόν. Δια τούτο και ο Κύριος έλεγεν. «Εάν μη τις γεννηθή
άνωθεν, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών». Και πάλιν
«το γεννώμενον εκ της σαρκός, σαρξ έστι, το δε γεννώμενον εκ του
Πνεύματος, Πνεύμα έστί δηλονότι εξ Αγίου Άγιον το δε Πνεύμα ερευνά και
τα βάθη του Θεού». Αμή εσύ επειδή εγεννήθης από σάρκα μόνον, και δεν
εγνώρισες ακόμι την πνευματικήν γέννησιν, όπου γίνεται από το Άγιον
Πνεύμα, ουδέ εγεννήθης από αυτό, ουδέ έγινες και εσύ Πνεύμα, λοιπόν πως ημπορείς να ερευνάς τα βάθη του Θεού;
ή να ειπώ καλλίτερα, πως δύνασαι να βλέπης τον Θεόν; βέβαια δεν
δύνασαι˙ συ ο ίδιος, και μη θέλωντας, αδελφέ, θέλει το ομολογήσεις˙ τι
λοιπόν λέγει εκείνος; αμή εσύ τέτοιος είσαι ; και από που να σε
γνωρίσωμεν πως είσαι τέτοιος; εγώ δεν δύναμαι να ειπώ πως είμαι
τέτοιος χωρίς την χάριν του Θεού, αλλά, καθώς λογιάζω, ουδέ ο ίδιος
Απόστολος Παύλος ουδέ ο Ιωάννης ημπορούν να το ειπούν.
Στενάζω
όμως δια την ψυχικήν τύφλωσιν εκείνων όπου λέγουν αυτά, και ζητούν να
μάθουν πόθεν να γνωρίσουν εκείνον όπου έφθασεν εις άνδρα τέλειον, εις
μέτρον ηλικίας του Ιησού. Όμως αν θέλης να μάθης πόθεν, σου λέγω· όθεν
οι τυφλοί γνωρίζουν τους άλλους ανθρώπους· όθεν ο Ισαάκ εγνώρισε τον
Υιόν του τον Ιακώβ, όπου ήτον ενδεδυμένος την στολήν του αδελφού του
Ησαύ˙ διατί το ιξεύρετε όλοι σας, πως ο Ισαάκ είχεν απορίαν, και έλεγεν,
αι μεν χείρες, χείρες Ησαύ˙ η δε φωνή, φωνή Ιακώβ. Και
από εδώ φαίνεται ότι τον δόλον της στολής δεν τον εγνώρισεν, επειδή
ήτον τυφλός, την δε συνηθισμένην φωνήν του Υιού του του Ιακώβ την
εγνώρισεν , όμως αν ήτον και κωφός, βέβαια ουδέ την φωνήν του ήθελε
δυνηθή να την γνωρίση. Έτζι και εσείς· (όποιοι και αν είσθε όπου
απορείτε τοιουτωτρόπως) εάν είσθε όχι μόνον τυφλοί, αμή και κωφοί, πως
ημπορείτε να γνωρίσετε Πνευματικόν άνδρα; αδύνατον είναι˙ και ότι τούτο
είναι αληθινόν, και εκείνοι όπου δεν βλέπουν Πνευματικά, δεν ημπορούν να ακούουν και Πνευματικά, άκουσε τον Κύριον όπου λέγει εις τους άπιστους Ιουδαίους. «Διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε; διότι ου δύνασθε ακούειν των λόγων των εμών» Και παρακάτω λέγει. «Ο
ων εκ του Θεού, τα ρήματα του Θεού ακούει˙ δια τούτο υμείς ουκ ακούετε,
ότι εκ του Θεού ουκ εστέ˙ υμείς εκ του πατρός υμών του διαβόλου εστέ,
και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν.»
Ανίσως
λοιπόν και εσείς από την άπιστίαν, και πονηρίαν σας, και από την
αμέλειαν, και παράβασιν των εντολών του Θεού, είσθε σάρκες, παχείς λέγω
κατά την καρδίαν, και έχετε κλεισμένας τας ακοάς της, και τον οφθαλμόν
της ψυχής, τον νουν, σκεπασμένον από τα πάθη, αρά γε πως θέλει δυνηθήτε
να γνωρίσετε Πνευματικόν, και Άγιον άνδρα ; Άλλ' ω πατέρες, και αδελφοί
μου, παρακαλώ ας αγωνισθούμεν με κάθε τρόπον ο κάθε ένας μας να
γνωρίσωμεν πρώτον τον εαυτόν μας, δια να δυνηθουμεν καμμίαν φοράν να
γνωρίσωμεν από τα καθ' ημάς και εκείνα όπου είναι υψηλότερα από ημάς.
Διατί εκείνος όπου δεν εγνώρισε προτήτερα τον εαυτόν του, ώστε να
ημπορή να λέγη με τον Δαβίδ, εγώ ειμί σκώληξ, και ουκ άνθρωπος˙ και με
τον Αβραάμ, εγώ είμαι, γη, και σπονδός, ο τοιούτος αδύνατον είναι να
γνωρίση κανένα από τα Πνευματικά, και θεία λόγια Πνευματικώς, και αξίως, καθώς πρέπει εις το υπερφυές, και σοφόν Πνεύμα.
Ας
μη σας απατά τινάς με μάταια, και απατηλά λόγια, λέγωντας, ότι δύναται,
τινάς να καταλάβη τα θεία μυστήρια της πίστεώς μας, χωρίς το Άγιον
Πνεύμα όπου διδάσκει, και φωτίζει˙ αλλά ουδέ χωρίς πραότητα και ταπεινοφροσύνην δύναται τινάς να γένη δοχείον των χαρισμάτων του Πνεύματος. Διατί πρέπει χωρίς άλλο όλοι μας να
θεμελιώσωμεν πρώτον καλά και ασάλευτα το θεμέλιον της πίστεως εις τα
βάθη της ψυχής μας˙ έπειτα να κτίσωμεν την εσωτερικήν ευσέβειαν της
ψυχής, και να την υψώσωμεν ωσάν τείχος στερεόν με τα διάφορα είδη της
αρετής. Και έτζι, άφ' ου τειχισθή η ψυχή από όλα τα
μέρη, και άφ' ου πήξη, τρόπον τινά, και στερεωθή η αρετή επάνω εις
αυτήν, ωσάν επάνω εις ένα άσειστον θεμέλιον, τότε να βάλωμεν και την
σκέπην αυτής της οικοδομής, η οποία είναι γνώσις του Θεού, και να κατασκευάσωμεν ολόκληρον, και τέλειον τον οίκον του Πνεύματος.
Διότι οπόταν καθαρισθή η
ψυχή με τα δάκρυα, κατά αναλογίαν της μετανοίας όπου δείξη, και της
εκπληρώσεως των εντολών όπου κάμη, τότε ο άνθρωπος πρώτον μεν
αξιώνεται από την χάριν του Πνεύματος να γνωρίση την κατάστασίν του,
και όλον τον εαυτόν του˙ έπειτα, ύστερα από την πολλήν, και
πολυκαιρινήν κάθαρσιν, και την βαθείαν ταπείνωσιν, αρχίζει κατ˙ ολίγον
ολίγον, και τρόπον τινά σκοτεινά, να εννοή, και τα περί Θεού, και των θείων και όσον νοεί τόσον θαυμάζει, και αποκτά περισσοτέραν ταπείνωσιν, στοχαζόμενος τον εαυτόν του, πως είναι παντελώς ανάξιος δια την γνώσιν και αποκάλυψιν των τοιούτων μυστηρίων.
Δια
τούτο και φυλαττόμενος από την τοιαύτην ταπείνωσιν, ωσάν να ήτον μέσα
από στερεόν τείχος, μένει απλήγωτος από λογισμούς κενοδοξίας, και
αυξάνει κάθε ημέραν εις την πίστιν, και εις την ελπίδα, και εις την
αγάπην του Θεού, και βλέπει καθαρά την προκοπήν του όπου γίνεται με
προσθήκην γνώσεως, και αναβάσεως, και όταν καταντήση εις μέτρον ηλικίας
του πληρώματος και της γνώσεως του Χριστού, και αποκτήση αληθινά αυτόν
Χριστόν, και τον νουν του Χριστού, τότε έρχεται εις τέτοιαν καλήν
κατάστασιν ταπεινώσεως, ώστε όπου νομίζει, πως δεν ιξεύρει, ή έχει παντάπασι τίποτε, και λογιάζει τον εαυτόν του αχρείον δούλον, και ευτελή.
Και το θαυμαστόν, και όπερ φύσιν, ή καλλίτερα να ειπώ, κατά φύσιν είναι, όπου συλλογίζεται πως δεν ευρίσκεται ύς όλον τον κόσμον κανένας άλλος άνθρωπος πλέον κατώτερος, ή αμαρτωλότερος, από τον εαυτόν του˙
και πως το συλλογίζεται τούτο δεν δύναμαι να το ειπώ, πάρεξ τούτο, και
μόνον εδυνήθηκα να καταλάβω εις τούτο το επαινετόν πάθος της
ταπεινοφροσύνης. Ότι άφ' ου έλθη εις τέτοιαν καλήν κατάστασιν η ψυχή,
και βαφή ο νους της δια του Πνεύματος εις το βάθος της ταπεινοφροσύνης
με την δύναμιν Χριστού του Θεού, και αλησμονήση πλέον όλον τον κόσμον,
και τα του κόσμου, και στοχάζεται μόνον τον εαυτόν της πάντοτε, και τα
ιδικά της, και πολλυκαιρίση εις τέτοιαν μελέτην, και έλθη πλέον εις έξιν
της τοιαύτης μελέτης, τότε αληθινά βλέπει μοναχά τον εαυτόν
της εξουθενημένην, και ευτελεστάτην, και πληροφορείται, ότι εις όλους
τους· ανθρώπους του κόσμου δεν είναι κανένας άλλος τέτοιος, ωσάν τον
εαυτόν της.
Έτζι
λοιπόν, όσον έχει τινάς με αίσθησιν ψυχής τον εαυτόν του ευτελέστερον,
και κατώτερον από όλους τους ανθρώπους, τόσον θέλει γένη πρώτος, και
ανώτερος από όλους τους άλλους, καθώς το ορίζει, και ο Κύριος ημών, και
Θεός. «Ο θέλων είναι πρώτος πάντων, έστω πάντων διάκονος.» Ας
αγωνισθουμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, δια να φθάσωμεν εις τέτοιαν
τάξιν, και κατάστασιν, και τότε θέλει γνωρίσωμεν με ευκολίαν τους Αγίους
όπου έφθασαν εις τούτο, και θέλει επιτύχωμεν και τα παρόντα, και τα
μέλλοντα αγαθά, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ω η δόξα εις τους
αιώνας. Αμήν.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011 (Μνήμη Αγίου Συμεών του νέου θεολόγου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου