ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΩΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΠΛΑΝΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εν Πειραιεί 5-8-2013
πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Η πλάνη της ειδωλολατρίας
Η πλάνη της ειδωλολατρίας
Τήν
πολυαρχία καί πολυθεΐα των Ελλήνων-ειδωλολατρών ανατρέπει ο ιερός
Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μέ τό δεύτερο τροπάριο του δευτέρου
κανόνος της αγίας Μεταμορφώσεως του Χριστού, τό οποίο λέει˙ «Ως ουρανού
δεσπόζοντι καί της γης βασιλεύοντι καί καταχθονίων τήν κυρείαν έχοντι,
Χριστέ σοί παρέστησαν, εκ μέν της γης Απόστολοι, ως εξ ουρανού δέ, ο
Θεσβίτης Ηλίας˙ Μωσής δέ εκ νεκάδων, μελωδούντες συμφώνως˙ Λαός
υπερυψούτε Χριστόν εις τούς αιώνας». Στό τροπάριο αυτό αναφέρει ο ιερός
Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τήν συμπαράσταση των προφητών
Μωϋσέως και Ηλιού καί των ιερών Αποστόλων γιά τόν εξής λόγο. Επειδή οι
Έλληνες-ειδωλολάτρες φλυαρούσαν ότι άλλος Θεός εξουσιάζει τά ουράνια,
άλλος τά επίγεια καί άλλος τά καταχθόνια, ελέγχει ο ιερός Μελωδός αυτήν
τήν φλυαρία τους, λέγοντας πρός τόν Χριστό˙ Ω ηλιόμορφε Χριστέ, επειδή
Εσύ εξουσιάζεις τόν ουρανό καί βασιλεύεις στή γη καί έχεις τήν
κυριότητα των καταχθονίων, γι’αυτό από αυτά τά τρία μέρη του κόσμου
παραστάθηκαν σ’ Εσένα στό Θαβώρ, από μέν τή γη οι Απόστολοι, στήν οποία
αυτοί ως ζώντες ακόμη περπατούσαν καί ανάπνεαν τόν αέρα γύρω από τήν
γη, από δέ τόν ουρανό παραστάθηκε ο προφήτης Ηλίας καί από τόν άδη
παραστάθηκε ο προφήτης Μωϋσης, γυμνή ψυχή χωρίς σώμα. Όλοι αυτοί τότε
στήν Μεταμόρφωσή Σου μελωδούσαν καί οι πέντε μέ συμφωνία, γιά νά
δείξουν ότι Εσύ είσαι Αυτός, πού τούς ένωσες, καί ότι μέσα στό χέρι Σου
περιέχεται ο ουρανός, η γη καί ο Άδης[1].
Αλλά
καί στό δεύτερο τροπάριο της γ΄ ωδής του δευτέρου κανόνος της αγίας
Μεταμορφώσεως του Χριστού ανατρέπεται αυτή η ελληνική-ειδωλολατρική
πλάνη. Λέει το τροπάριο˙ «Θεός όλος υπάρχων, όλος βροτός γέγονας, όλη τη
Θεότητι μίξας, τήν ανθρωπότητα, εν υποστάσει σου, ην εν δυσί ταις
ουσίαις, Μωϋσής Ηλίας τε, είδον εν όρει Θαβώρ». Κατά τόν Όσιο Νικόδημο
τον Αγιορείτη, ο Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογεί τήν ένσαρκο
οικονομία του Θεού Λόγου καί δογματίζει, λέγοντας˙ Ω Θεάνθρωπε Χριστέ,
Σύ υπάρχεις πρό των αιώνων όλος Θεός, δηλαδή έχεις όλο τό πλήρωμα της
Θεότητος. Γιατί, η Θεότης στήν Αγία Τριάδα δέν είναι μεριστή, ώστε άλλο
μέν μέρος νά έχει ο Πατήρ, άλλο δέ ο Υιός, άλλο δέ τό Πνεύμα τό Άγιον.
Άπαγε! Αυτά τά φλυαρούσαν καί έπαιζαν οι Έλληνες-ειδωλολάτρες,
μοιράζοντας τήν μέν εξουσία του ουρανού στόν Δία, τήν δέ εξουσία της
θαλάσσης στόν Ποσειδώνα καί τήν εξουσία του Άδου καί των υπογείων στόν
Πλούτωνα. Εμείς, όμως, οι Ορθόδοξοι δέν μοιράζουμε έτσι τήν Θεότητα της
Αγίας Τριάδος, αλλά δοξάζουμε καί φρονούμε ότι καί ο Πατήρ είναι όλος
Θεός καί ο Υιός είναι ωσαύτως όλος Θεός καί τό Πνεύμα τό Άγιον
απαραλλάκτως είναι όλος Θεός. Γιατί, η Θεότητα δέν μοιράζεται σ’αυτούς,
αλλά όλη υπάρχει σέ κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος καί όλη είναι καί
στά τρία μαζί[2].
Επεξηγώντας
ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τήν έννοια του δευτέρου τροπαρίου της
στ΄ ωδής του α΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, ο οποίος είναι ποίημα του
Οσίου Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά, «Ανελθών εν όρει, Θαβώρ μετεμορφώθης
Χριστέ, καί τήν πλάνην πάσαν, αμαυρώσας φως εξέλαμψες», αναφέρει τήν
αιτία γιά τήν οποία μεταμορφώθηκε ο Κύριος στό Θαβώριον όρος. Οι
Έλληνες-ειδωλολάτρες, πού λάτρευαν τά είδωλα καί τά δαιμόνια στά ψηλά
όρη καί στά χαμηλά βουνά, συνήθιζαν νά θυσιάζουν τίς ακάθαρτες θυσίες,
νά καίνε τό σκοτεινό πυρ καί νά θυμιάζουν τά βρωμερά θυμιάματα, καθώς
αναφέρει η θεία Γραφή˙ «Καί εποίησεν Ιωάς (Βασιλεύς Ιούδα) τό ευθές
ενώπιον Κυρίου πάσας τάς ημέρας, ας εφώτισεν αυτόν Ιωδαέ ο Ιερεύς˙ πλήν
των υψηλών ου μετεστάθησαν, καί εκεί έτι λαός εθυσίαζε καί εθυμίων εν
τοις υψηλοίς»[3]. Γι’αυτό είπε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στόν λόγο
του στήν Γέννηση του Χριστού˙ «Διά τούτο μικρός (ο Χριστός), ότι διά σέ
ταπεινός˙ ότι επί τό πλανώμενον ήλθεν ο ποιμήν ο καλός, ο τιθείς τήν
ψυχήν υπέρ των προβάτων, επί τά όρη καί τούς βουνούς, εφ’ους εθυσίαζες».
Γνωρίζοντας όλα αυτά, λέει ο Μελωδός˙ Εσύ, Χριστέ φωτεινότατε,
ανέβηκες πάνω στό Όρος Θαβώρ καί μεταμορφώθηκες, έτσι ώστε, διά μέσου
του Όρους Θαβώρ, τό οποίο φωτίσθηκε από τό άυλο πυρ της Θεότητός Σου,
νά διαλύσεις τήν πλάνη καί τήν λατρεία των δαιμόνων, πού ενεργούνταν
στά όρη καί τά βουνά, καί ακολούθως νά λαμπρύνεις μέ τό φως της
θεογνωσίας αυτούς, πού λατρεύουν τά αναίσθητα είδωλα[4].
Η αίρεσις του Μασσαλιανισμού
Η αίρεσις του Μασσαλιανισμού
Οι
Μασσαλιανοί, ακούγοντας τόν Απ.Πέτρο νά λέει «ίνα διά τούτων γένησθε
θείας φύσεως κοινωνοί»[5], δηλαδή ότι χαρίσθηκε στούς χριστιανούς τό νά
γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, απατήθηκαν καί νόμισαν ότι λέει πώς οι
χριστιανοί θά μεθέξουν από τήν φύση καί ουσία του Θεού, η οποία
κατ’αυτούς είναι ορατή καί μεθεκτή. Άπαγε! Αυτό είναι αδύνατο σέ κάθε
λογικό κτίσμα, τόσο στούς αγγέλους, όσο καί στούς ανθρώπους. Γι’αυτό καί
η Σύνοδος, πού συστάθηκε κατά Μασσαλιανών δογμάτισε ότι «γίνεταί τις
επιδημία του Παρακλήτου καί ενοικεί τοις αξίοις ο Θεός, αλλ’ουχ ως έχει
φύσεως η Θεότης». Η υπερούσιος καί άπειρη ουσία καί φύση του Θεού, όχι
μόνο είναι αμέθεκτη από τά κτίσματα, αλλά καί αόρατη καί όχι μόνο
αόρατη, αλλά καί ακατάληπτη καί πάντη ανεπινόητη καί ανεξιχνίαστη. Γιατί
τό πεπερασμένο δέν μπορεί νά χωρέσει τό άπειρο. Η κοινωνία, λοιπόν,
της θείας φύσεως, πού λέει ο κορυφαίος είναι τό νά κοινωνήσουν καί νά
μεθέξουν οι χριστιανοί, πού καθαρίστηκαν καί τελειοποιήθηκαν μέ τήν
πίστη καί τόν ενάρετο βίο, από τίς τελειότητες, τίς ενέργειες, τίς
δυνάμεις, τίς χάρες καί απλώς από τά προσόντα του Θεού, τά οποία φύση
Θεού ονόμασε ο κορυφαίος, γιατί αυτά είναι ενωμένα μέ τήν φύση του Θεού
καί αχώριστα από αυτή καί ακολούθως γιατί είναι ουσιώδη καί φυσικά του
Θεού. Καθώς η θεία φύση είναι αΐδια καί άκτιστη, έτσι καί αυτά είναι
συναΐδια μέ τόν Θεό καί άκτιστα. Αφού, λοιπόν, οι κεκαθαρμένοι κοινωνούν
των φυσικών τελειοτήτων του Θεού, θεούνται καί γίνονται θεοί κατά
χάριν, τώρα μέν σάν σέ αρραβώνα, τότε δέ τελειότερα καί εκτυπώτερα,
παρ’όλο πού καί αυτή η κοινωνία γίνεται κατά συγκατάβαση[6].
Αυτό,
πού είπε ο κορυφαίος παραπάνω, ότι οι χριστιανοί θά γίνουν κοινωνοί
θείας φύσεως, είναι τό ίδιο μέ αυτό, πού λέει ο μελωδός όσιος Κοσμάς ο
Μελωδός στό δεύτερο τροπάριο της γ΄ ωδής του πεζού κανόνος της
Γεννήσεως του Χριστού, ότι ο Χριστός μάς μετέδωσε από τήν θεία φύση Του˙
- μεταδούς θείας φύτλης – καί μέ αυτό, πού λέει ο όσιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός στό πρώτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνα της
Μεταμορφώσεως˙ «νυν καθωράθη Αποστόλοις, τά αθέατα Θεότης εν σαρκίω»,
όπου Θεότης δέν είναι η φύση καί η υπερούσιος ουσία του Θεού, καθώς
νόμιζαν οι Μασσαλιανοί, αλλά η θεοποιός ενέργεια, Χάρις καί φως του
Θεού[7].
Η αίρεσις του Νεστοριανισμού
Σύμφωνα μέ τό τρίτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, «Νυν τά ανήκουστα ηκούσθη˙ ο απάτωρ γάρ Υιός εκ της Παρθένου, τη πατρώα φωνή, ενδόξως μαρτυρείται, οία Θεός καί άνθρωπος, ο αυτός εις τούς αιώνας», ο Χριστός, πού γεννήθηκε άνευ πατρός από τήν Παρθένο κατά τήν ανθρωπότητα, Αυτός μαρτυρείται ενδόξως μέ τήν φωνή του άνευ μητρός Πατρός κατά τήν Θεότητα. Μαρτυρείται Υιός αγαπητός, όχι μόνο επειδή είναι Θεός, αλλά καί επειδή είναι άνθρωπος. Γιατί, ένας καί ο αυτός είναι καί Υιός του Πατρός καί Υιός της Παρθένου καί όχι δύο Υιοί, πού γεννήθηκαν άλλος από τόν Πατέρα καί άλλος από τήν Παρθένο, καθώς βλασφημούσε ο ιουδαιόφρων καί ανθρωπολάτρης Νεστόριος[8].
Η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού
Ερμηνεύοντας ο θείος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό πέτρειο χωρίο «καί ταύτην τήν φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω»[9], σημειώνει ότι ο Απ. Πέτρος καί διά της ακοής καί πολλώ μάλλον διά της οράσεως, γνώρισε πώς ο ένας Χριστός είχε δύο φύσεις, Θεότητα καί ανθρωπότητα. Επειδή εκείνον, πού έβλεπε προηγουμένως νά φαίνεται ταπεινός σάν ένα από τούς ανθρώπους, αυτόν τόν ίδιο είδε πάλι μαζί μέ τόν Απ. Ιάκωβο καί τόν Απ. Ιωάννη κατά τόν καιρό της θείας Μεταμορφώσεως ως Θεό στή μεγαλειότητα της δόξης Του καί Θεότητός Του. Γι’αυτό καί ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογικώτατα ερρητόρευσε˙ «μεταμορφούται τοίνυν, ουχ’ ο ουκ ην προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ην μεταβαλλόμενος, αλλ’όπερ ην τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά όμματα, καί εκτυφλών εργαζόμενος βλέποντας. Καί τουτό εστι τό μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, μένων γάρ αυτός εν ταυτότητι, παρ’ο τό πρίν εφαίνετο, έτερος νυν τοις μαθηταίς εωράτο φαινόμενος». Ας καταισχυνθούν, λοιπόν, οι Μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Αιθίοπες, Κόπτες, Συροϊκωβίτες, Μαρωνίτες), που ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είχε μία φύση, την θεϊκή, και οι οποίοι καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν από την Δ΄ εν Χαλκηδόνι αγία και Οικουμενική Σύνοδο[10].
Η αίρεσις του Νεστοριανισμού
Σύμφωνα μέ τό τρίτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, «Νυν τά ανήκουστα ηκούσθη˙ ο απάτωρ γάρ Υιός εκ της Παρθένου, τη πατρώα φωνή, ενδόξως μαρτυρείται, οία Θεός καί άνθρωπος, ο αυτός εις τούς αιώνας», ο Χριστός, πού γεννήθηκε άνευ πατρός από τήν Παρθένο κατά τήν ανθρωπότητα, Αυτός μαρτυρείται ενδόξως μέ τήν φωνή του άνευ μητρός Πατρός κατά τήν Θεότητα. Μαρτυρείται Υιός αγαπητός, όχι μόνο επειδή είναι Θεός, αλλά καί επειδή είναι άνθρωπος. Γιατί, ένας καί ο αυτός είναι καί Υιός του Πατρός καί Υιός της Παρθένου καί όχι δύο Υιοί, πού γεννήθηκαν άλλος από τόν Πατέρα καί άλλος από τήν Παρθένο, καθώς βλασφημούσε ο ιουδαιόφρων καί ανθρωπολάτρης Νεστόριος[8].
Η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού
Ερμηνεύοντας ο θείος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό πέτρειο χωρίο «καί ταύτην τήν φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω»[9], σημειώνει ότι ο Απ. Πέτρος καί διά της ακοής καί πολλώ μάλλον διά της οράσεως, γνώρισε πώς ο ένας Χριστός είχε δύο φύσεις, Θεότητα καί ανθρωπότητα. Επειδή εκείνον, πού έβλεπε προηγουμένως νά φαίνεται ταπεινός σάν ένα από τούς ανθρώπους, αυτόν τόν ίδιο είδε πάλι μαζί μέ τόν Απ. Ιάκωβο καί τόν Απ. Ιωάννη κατά τόν καιρό της θείας Μεταμορφώσεως ως Θεό στή μεγαλειότητα της δόξης Του καί Θεότητός Του. Γι’αυτό καί ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογικώτατα ερρητόρευσε˙ «μεταμορφούται τοίνυν, ουχ’ ο ουκ ην προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ην μεταβαλλόμενος, αλλ’όπερ ην τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά όμματα, καί εκτυφλών εργαζόμενος βλέποντας. Καί τουτό εστι τό μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, μένων γάρ αυτός εν ταυτότητι, παρ’ο τό πρίν εφαίνετο, έτερος νυν τοις μαθηταίς εωράτο φαινόμενος». Ας καταισχυνθούν, λοιπόν, οι Μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Αιθίοπες, Κόπτες, Συροϊκωβίτες, Μαρωνίτες), που ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είχε μία φύση, την θεϊκή, και οι οποίοι καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν από την Δ΄ εν Χαλκηδόνι αγία και Οικουμενική Σύνοδο[10].
Ερμηνεύοντας
ο Όσιος Νικόδημος τό πρώτο τροπάριο της γ΄ ωδής του α΄ κανόνος της
Μεταμορφώσεως, «Όλον τόν Αδάμ φορέσας Χριστέ, τήν αμαυρωθείσαν αμείψας
ελάμπρυνας πάλαι φύσιν καί αλλοώσει της μορφής σου εθεούργησας»,
σημειώνει ότι πρέπει νά γνωρίζουμε πώς η ανθρώπινη φύση, πού ενώθηκε
καθ΄υπόστασιν μέ τόν Θεό Λόγο, αν καί θεώθηκε καί θεουργήθηκε εξαιτίας
αυτής της ενώσεως, δέν βγήκε όμως έξω από τούς φυσικούς όρους της, ώστε
νά τραπεί σέ Θεότητα. Μή γένοιτο! Αυτό ήταν τό κακόδοξο φρόνημα των
Μονοφυσιτών. Αλλά, καθώς ο Υιός του Θεού γίνεται καί Υιός ανθρώπου,
χωρίς νά μεταβάλει αυτό, πού ήταν, δηλαδή τό νά είναι Θεός, επειδή είναι
άτρεπτος, αλλά προσλαμβάνοντας αυτό, πού δέν ήταν, ως φιλάνθρωπος,
έτσι καί τό πρόσλημμα της ανθρωπότητας, αν καί θεώθηκε, έμεινε όμως
άτρεπτο καί δέν απέβαλε τά φυσικά του ιδιώματα, δηλαδή τό παθητό, τό
φθαρτό, τό θνητό καί τά άλλα φυσικά καί αδιάβλητα καλούμενα πάθη, αλλά
τά είχε καί μετά τήν Θέωση[11]. Επίσης, με τα παραπάνω πιστώνεται η
ενανθρώπηση του Χριστού και καταισχύνονται και οι αιρετικοί Μανιχαίοι,
οι οποίοι πρέσβευαν ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε κατά φαντασίαν.
Η αίρεσις του Παπισμού
Μία από τις βασικές δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησία και αιρέσεως του παπισμού σχετίζεται με το Θαβώριον Φως.
Η αίρεσις του Παπισμού
Μία από τις βασικές δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησία και αιρέσεως του παπισμού σχετίζεται με το Θαβώριον Φως.
Το
θέμα του Θαβωρίου φωτός είχε απασχολήσει την Εκκλησία τον 14ο αιώ. με
κύριους εκφραστές από μεν την πλευρά του παπισμού τον επηρμένο,
υπερήφανο, αιρετικό και αναθεματισμένο από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας
Βαρλαάμ Καλαβρό, από δε την πλευρά της Ορθοδοξίας τον αντιρρητικό και
αντιαιρετικό μέγα θεολόγο του Φωτός, τον κήρυκα της ακτίστου θείας
Χάριτος, τον αντίπαπα και παπομάστιγα άγιο Γρηγόριο Παλαμά αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Οι
παπικοί, με εκφραστή τον Βαρλαάμ, υποστηρίζουν ότι το Φως της Θείας
Μεταμορφώσεως είναι κτιστό. Δεν είναι απρόσιτο, ούτε αληθινό φως της
θεότητος, αλλά κατώτερο από τους αγγέλους και από αυτή την ανθρώπινη
νόηση, τα νοήματα και τα νοούμενα. Είναι δηλαδή φως υλικό, που άλλοτε
γινόταν ορατό με τις αισθήσεις και άλλοτε διαλυόταν και κατέληγε στο «μη
είναι», διότι ήταν φθαρτό και πεπερασμένο[12].
Σ’
αυτή την αίρεση, ότι δηλαδή το Θαβώριον Φως είναι κτιστό, οδηγήθηκαν
οι παπικοί, επειδή ταυτίζουν την άκτιστη ουσία του Θεού με τις άκτιστες
ενέργειές Του και επειδή αποδίδουν στον Θεό κτιστές ενέργειες. Οι
παπικοί δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό. Πιστεύουν ότι ο Θεός
είναι ουσία απρόσιτη και δεν επικοινωνεί προσωπικά με τον άνθρωπο.
Ενεργεί στον κόσμο όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, με κτιστές ενέργειες. Γι’
αυτούς η Θεία Χάρις είναι μέγεθος κτιστό, που το δημιουργεί ο Θεός, για
να σώσει τον άνθρωπο. Κτιστή είναι επίσης η Χάρις των Μυστηρίων, όπως
κτιστό είναι και το Θαβώριον Φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού[13].
Οι
απόψεις, όμως, αυτές του παπισμού για το Θείο Φως είναι ετερόδοξες και
αντίθετες με την διδασκαλία των αγίων. Με αναφορά πλήθους πατερικών
χωρίων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και άλλοι μοναχοί απέδειξαν ότι το
Φως της Θείας Μεταμορφώσεως δεν είναι υλικό και πεπερασμένο, δεν είναι
εξωτερική δόξα του σώματος, αλλά δόξα και λαμπρότητα της υποστατικά
ενωμένης με το σώμα θεότητας. Δεν είναι ακόμη το Φως η ουσία του Θεού,
που είναι αθέατη και αμέθεκτη, αλλά ενέργεια και Χάρις του Θεού, προσιτή
και μεθεκτή από τους αξίους. Σύμφωνα με την Σύνοδο του 1341, που
θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος, «άκτιστον εστί το Φως της του
Κυρίου Μεταμορφώσεως και ουκ έστι τούτο η ουσία του Θεού». Επίσης,
σύμφωνα με το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το Φως, που έλαμψε κατά τη
Μεταμόρφωση του Κυρίου δεν είναι ούτε κτίσμα ούτε ουσία του Θεού, αλλά
άκτιστη και φυσική Χάρις και έλλαμψη και ενέργεια, που πάντοτε
προέρχεται αχωρίστως από την θεία ουσία[14].
Στην
Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας του Θεού και
ακτίστων ενέργειών Του. Με την ουσία, βέβαια, του Θεού, η οποία είναι
παντελώς ακατάληπτη και ανέκφραστη, ο πιστός δεν μπορεί να έλθει σε
κοινωνία. Επικοινωνεί, όμως, και μετέχει των θείων ενέργειών Του. Αυτές,
όπως και η θεία ουσία, είναι άκτιστες και αδημιούργητες. Είναι δηλαδή
κάτι άλλο από τη θεία ουσία, αλλά όχι κάτι άλλο από τη Θεότητα. Ο
πιστός, με τη μετάνοια, την άσκηση, την προσευχή και τη συμμετοχή του
στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, κοινωνεί με τις άκτιστες θείες
ενέργειες και γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως»[15]. Δηλαδή με τις
άκτιστες θείες ενέργειες και κατά το μέτρο του πνευματικού του αγώνα
καθαρίζεται η καρδιά του από τα πάθη, φωτίζεται ο νους και αξιώνεται να
«δει», θεάται, με τρόπο μυστικό και απόρρητο, τη θεία δόξα, το άκτιστο
Φως. Αυτή είναι η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας[16].
Οι
παπικοί, επίσης, θεωρούν ότι οι Απόστολοι ήταν ατελείς σ’ εκείνη την
υπέρτατη θεωρία της Μεταμορφώσεως, εξαιτίας του φόβου, που δοκίμασαν,
όταν οι Προφήτες Μωϋσής και Ηλίας εισήλθαν στη νεφέλη.
Σύμφωνα,
όμως, με την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και όπως εξηγούν οι άγιοι
Πατέρες, αυτός ο φόβος, που ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, δεν
ήταν δουλικός, ώστε να κολασθούν και να λυπηθούν οι Απόστολοι, αλλά
υιϊκός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος
των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου
μυστηρίου, του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές[17]. [1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών,
τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σσ. 311-312.
[2] Ό. π., σ. 291.
[3] Δ΄ Βασ. 12, 2.
[4] Ό.π., σ. 256.
[5] Α΄ Πέτρ. 1, 4.
[6] Του ιδίου, Ερμηνεία εις τάς επτά καθολικάς επιστολάς των Αγίων Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σ. 346.
[7] Του ιδίου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 162 καί Εορτοδρόμιον... Γ΄, σσ. 305-306.
[8] Του ιδίου, Εορτοδρόμιον...Γ΄, σ. 307.
[9] Β΄ Πέτρ. 1, 18.
[10] Ο. π., σ. 366.
[11] Ο. π., σσ. 235-236.
[12] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Οι ησυχαστικές έριδες κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/κη 1993, σ. 51.
[13] Ο Παπισμός χθες και σήμερα, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, Ιούλιος 2009, σσ. 15- 16.
[14] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, ένθ’ ανωτ., σσ. 52, 97, 101.
[15] Β΄ Πέτρ. 1,4.
[16] Ο Παπισμός..., σ. 15.
[17] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον… Γ΄, σ. 260 και Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ,
Οι Δεσποτικές εορτές, εκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Λιβαδειά 1998, σ. 179.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου