Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Ὑπὸ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπαρούση



Εἰς τὴν ἔγκριτον ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», (εἰς τὸ φύλλον 1643 καὶ εἰς τὴν σελίδα 5), μεταξὺ ἄλλων ἀναγράφεται ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας «ἁπλῶς ἀναφέρει τὴν συνήθεια, ποὺ τότε εἶχε ἐπικρατήσει, νὰ μὴ ἀκούγωνται οἱ εὐχές». Ἐπ’ αὐτοῦ θὰ ἤθελα νὰ διατυπώσω συμπληρωματικῶς κάποιες ἀπόψεις [1]:
1. Θὰ πρέπῃ νὰ τονισθῇ ὅτι ἡ ἐποχὴ αὐτή, «τότε», κατὰ τὸν αἰδεσιμολογιώτατον ἀρθρογράφον, εἶναι ἡ περίοδος τῆς μεγάλης θεολογικῆς ἀκμῆς τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος, ἡ ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῆς ὑψηλῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας, μὲ ὅλες τὶς πνευματικές, λειτουργικὲς καὶ κοινωνικὲς αὐτῆς προεκτάσεις. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν οἱ ὄντως «πνευματοφόροι Πατέρες» ἐδέχθησαν νὰ μὴ ἀκούγωνται οἱ εὐχές, τὶς ὁποῖες ἐδιάβαζαν ὅταν ἐτελοῦσαν τὴν θείαν Λειτουργίαν, «ἀρκεῖ ἡμῖν», κατὰ τὴν περὶ τὰ τοιαῦτα ἀντίληψι τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου [2].
2. Ἐπειδή, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας «ἐκφράζει τὴν θεολογία τῆς λατρείας»[3] καὶ «ἀποτελεῖ κλειδὶ τῆς ἐκκλησιολογικῆς μας κατανοήσεως»[4], ἀφ’ ἑτέρου δέ, «ὁ Καβάσιλας εἶναι ὁ θεολόγος τῆς θείας Εὐχαριστίας»[5], εἶναι ἀδύνατον, νομίζω, ὁ ἱερὸς λειτουργιολόγος Πατὴρ νὰ ἀναφέρῃ κατ’ ἐπανάληψιν (περὶ τὶς δέκα φορὲς) τὴν βασικὴν αὐτὴν λειτουργικὴ πρᾶξι, δίχως νὰ λαμβάνῃ θέσι.
3. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς θεολόγους τοῦ Ἡσυχασμοῦ [6], «ἔγινε ὁ διδάσκαλος ἑνὸς μυστικισμοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ μυστηριακοῦ, ποὺ συνιστοῦσε ἀκριβῶς τὴν οὐσιώδη ἀξία, ὁποὺ ὑπερασπίζετο ὁ Παλαμᾶς», ὁ ὁποῖος «ἐπεδίωξε νὰ ἐκφράσῃ διὰ θεολογικῶν τύπων τὴν παραγματικότητα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ»[7]. Καθωδηγήθη ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ὑπεστήριξε αὐτήν [8], καὶ «ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Καβάσιλας ὑπερασπίζεται τὴν ἔννοια τῆς μυστικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ»[9], ἐνῶ παραλλήλως «ἀσχολήθηκε μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ εἰς τὸ πλευρὸ τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου»[10], στενῶς συνδεδεμένου καὶ αὐτοῦ μετὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ [11]. Ὡς γνωστόν, ἡ «παλαμικὴ» ἤ, καλύτερα, ἡσυχαστικὴ θεολογία δὲν περιωρίσθηκε στὴν ἀμιγῶς δογματικὴ βάσι τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος, μὲ τὴν θεολογικὴ ἀναίρεσι τοῦ Βαρλαάμ, τοῦ Ἀκινδύνου, τοῦ Γρηγορᾶ καὶ τῶν περὶ αὐτούς, (ἂν καὶ εἰς τοῦτο συνέβαλε ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συντάξας λόγον «Κατὰ τῶν τοῦ Γρηγορᾶ ληρημάτων»[12]), ἀλλὰ εἶχε καὶ εὑρύτερες θεολογικὲς προεκτάσεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν ἀναζωπύρωσι τοῦ ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν θεολογικῶς ὀρθὴ τάξι τῆς θείας λατρείας [13]. Ἔτσι, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἡγουμενίας του εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, (κατὰ τὸν R. Taft), ὁ Φιλόθεος Κόκκινος συνέταξε τὴν περίφημον «Διάταξι τῆς ἱεροδιακονίας»[14], βασικὸ κείμενο διὰ τὸν τρόπο τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκρίθη καὶ ὡς αὐθεντικὴ ἔκφρασις τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, διεδόθη ὑπὸ τῶν ἡσυχαστῶν θεολόγων ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Τυρνόβου καὶ ἁγίου Κυπριανοῦ, Μητροπολίτου Κιέβου καὶ πάσης Ρωσσίας, εἰς ὁλόκληρον τὸν σλαβικὸ κόσμο [15]. Ὅμως, ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ἡ «Διάταξις» τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου ὁρίζει τὴν «μυστικὴν» ἀνάγνωσιν ὅλων τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, ἐνῶ παραλλήλως, ὁ ἅγιος αὐτὸς Πατριάρχης, εἰς τὸν λόγον του «Εἰς τὸν ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν», δίδει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Παλαμᾶς λειτουργῶν, μυστικῶς ἀνεγίνωσκε τὶς εὐχές, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ προσελθών, προκειμένου νὰ ἰαθῇ ἀπὸ τὸν ἱερουργοῦντα Ἅγιον, ἀσθενὼν ἱερομόναχος Πορφύριος, «τῆς μυστικῆς ἱερουργίας» γίνεται «ἀκροατής», ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἵστατο «αὐτοῦ που παρὰ τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίῳ»[16].
4. Ὅπως σταδιακῶς ἡ Ἐκκλησία προχώρησε εἰς τὴν διατύπωσι τῆς δογματικῆς αὐτῆς ἀληθείας, τὴν ὁποίαν ἐξ ἀρχῆς κατέχει, ἔτσι σταδιακῶς προέβη καὶ εἰς τὴν σύνταξι τῆς «Διατάξεως», ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἀποδεκτή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐξέφραζε αὐθεντικῶς τὴν ἐξ ἀρχῆς λειτουργικὴ παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἕως σήμερα γνωστὴ καὶ ἐν χρήσει οὖσα εἰς ὅλον τὸν ὀρθόδοξον κόσμο «Διάταξις» τοῦ Πατράρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου ὁρίζει σαφῶς μυστικὴ τὴν ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν, ἐπειδὴ οἱ Πατέρες μυστικὴ θέλουν τὴν ἀνάγνωσι αὐτῶν, «ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου (ταύτης) καὶ ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἣν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καὶ ἀπεριεργάστῳ σιγῇ (οἱ Πατέρες ἡμῶν) ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι»[17]. Ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀναφερθοῦν ἐνδεικτικῶς μερικοί, «μυστικὰς» καὶ «ὑποψυθιριζομένας» θέλει τὰς εὐχάς [18], ἐνῶ ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου Νικήτας ὁ Στηθᾶτος λέγει ὅτι «τὰ μυστήρια τὰ παρὰ τῶν ἱερέων πραττόμενα ἐν σιγῇ τελοῦνται»[19]. Ἤδη οἱ Μεγάλοι Καππαδόκες εἶχαν διδάξει πὼς εἶναι ἄγραφος ἀποστολικὴ παράδοσις «τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι», δηλαδὴ «τὰ τῆς ἐπικλήσεως ῥήματα ἐπὶ τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειον [20], «ἤγουν τὰς ἀνεκφωνήτους ἐπικλήσεις εἰς τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου», ὅπως τὸν ἑρμήνευσαν οἱ μετ’ αὐτὸν Πατέρες [21]. Ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀναφερόμενος εἰς τὴν τέλεσι τῆς θείας Λειτουργίας, ὁμιλεῖ περὶ «μυστικῆς ἐπιτελουμένης εὐχῆς»[22], «ἤγουν, ὅτε ὁ ἱερεὺς τὸν ἄρτον ἁγιασθῆναι καὶ τὸ ποτήριον καθ’ ἑαυτὸν εὔχεται», κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὰς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννην Ζωναρᾶ καὶ Θεόδωρον Βαλσαμῶνα [23]. Ἐνῶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐδίδαξεν ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἢδη ἐποχῆς (ἐκεῖ τοποθετεῖται ἱστορικῶς ὑπὸ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρὰ τὶς περὶ τούτου ἀντιρρήσεις τοῦ Ὑπατίου Ἐφέσου [24]), ὅτι «τὰς τελεστικὰς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτὸν ἐν γραφαῖς ἀφερμηνεύειν, οὐδὲ τὸ μυστικὸν αὐτῶν ... ἐκ τοῦ κρυφίου πρὸς τὸ κοινὸν ἐξάγειν· ἀλλ’ ὡς ἡ καθ’ ἡμᾶς ἱερὰ παράδοσις ἔχει, ταῖς ἀνεκπομπεύτοις μυήσεσιν αὐτὰς ἐκμαθὼν»[25]. Καὶ ὡς ἑρμηνεύει αὐτὸν ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης: «Τὰς τελεστικὰς ταύτας φωνάς, πρὸς τὸν Πατέρα τε οὔσας καὶ τῇ ἐπικλήσει γινομένας τοῦ θείου Πνεύματος, ὡς παραδέδωκεν ὁ Σωτὴρ πρὸς τὸν Πατέρα εὐχαριστήσας, ἐν τῷ τὰ μυστήρια ἐνεργεῖν. Ὃ καὶ οἱ Ἀπόστολοι ποιοῦντες ἐδείκνυντο, εὐχαριστοῦντες ἅμα καὶ κλῶντες τὸν ἄρτον, καὶ οἱ πατέρες παραδεδώκασι Βασίλειος καὶ Χρυσόστομος»[26], δηλαδὴ «αἱ μυστικαὶ εὐχαί, εὐλογίαι τε καὶ ἐπικλήσεις, αἱ ἁγιαστικαὶ καὶ τελειωτικαὶ τῶν Μυστηρίων», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη [27]. Ἔτσι, ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν εἶναι «ἐκκλησιαστικὴ θεσμοθεσία», διὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅτι, «εἰ μὴ καὶ λόγος δογματικὸς καὶ θεοφόρων πατέρων φωναὶ πρὸς σύστασιν ... ἀρκετὸν εἰς βεβαίωσιν ἀληθείας ἡ διακρατοῦσα ἀρχαία παράδοσις»[28] · εἶναι «τὸ κεκρατηκὸς ἔθος», δηλαδὴ ἡ βιωματικὴ ἑρμηνεία τῆς ἀγράφου ἀποστολικῆς παραδόσεως.
5. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀπεδέχθη τὴν μυστικὴ ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν «ἀπολυπραγμονήτως», διότι, α) περὶ αὐτοῦ ἠσχολήθη ὁ συνεργάτης του ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος εἰς τὴν «Διάταξιν» αὐτοῦ, καὶ β) διότι εἰς τὴν ἐποχήν του οὐδεὶς ἀμφισβητοῦσε τὴν πρᾶξιν αὐτήν. Ἡ «κατὰ τὸ σεσιωπημένον» ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν εἶχε ἀμφισβητηθῇ ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὸν ΣΤ΄ αἰῶνα, διὰ τῆς ρλζ΄ (137) Νεαρᾶς αὐτοῦ, ἀλλ’ εἰς χρόνους ὁποὺ ἐζοῦσε ἀκόμη ὁ αὐτοκράτωρ αὐτός, ἤδη συνετελέσθη ἡ ἀναίρεσις τῆς διαταγῆς του καί, μάλιστα, ὄχι ἀπὸ ἀνθρωπίνη πρωτοβουλίαν ἀλλ’ ἀπὸ θείαν ἀποκάλυψιν, ἡ ὁποία εἶναι καταγεγραμμένη εἰς τὸ «Λειμωνάριον»[29]. Ἔκτοτε δὲν ὑπῆρχε περὶ αὐτοῦ ἀντίρρησις καὶ ὅλοι ἐγνώριζαν «τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι». Ἡ ἀμφισβήτησις, μετὰ τὸν Καυσοκαλυβίτη Νεόφυτο, τὸν ὁποῖον ἀναίρεσαν οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος [30], ἄρχισε πάλι τὸ 1949 ὑπὸ τοῦ Π. Τρεμπέλα, ὅταν ὁ μακαρίτης καθηγητής, γοητευμένος ἀπὸ τὸν νεανικὸ ἐνθουσιασμὸ τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» τῶν Λατίνων, ἠθέλησε νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία τὴν καινοτομία τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν [31]. Εἰς τὸ ἔργον αὐτὸ ἐβοηθήθη ὑπὸ τῶν «Κινήσεων», εἰς τὶς ὁποῖες ἀνῆκε, καὶ οἱ ὁποῖες ἐπὶ μισὸν καὶ πλέον αἰῶνα ἔδρασαν ἀθορύβως πρὸς ὑλοποίησιν τῆς καινοτομίας τοῦ καθηγητοῦ [32]. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σήμερα προκαλεῖ κάποια δυσκολία εἰς τὴν ἀποδοχὴ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, διότι «νέαι διδασκαλίαι ... ἐξῆλθον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν καὶ ἤρχισαν ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ νὰ κατακτοῦν ἔδαφος ἐντὸς τῆς χριστιανικῆς σκέψεως. Καὶ τὸ δυσχερέστερον εἶναι, ὅτι τὸ νέον πνεῦμα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι ἀκριβῶς ἀντίστροφον ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς θείας λατρείας. Τὸ ἐγκόσμιον, ἀντικατέστησε τὸ ὑπερκόσμιον· τὸ κοινωνικόν, τὸ ἀσκητικόν... Οἱ ἄνθρωποι ἔθεσαν ὡς ἰδεώδη τύπον τὸν τέλειον ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἄνθρωπον καὶ ὄχι τοὺς ἐν σαρκὶ ἀγγέλους... Ἐκ τῶν θησαυρῶν τῆς θείας λατρείας ἐπεζητήθη ἡ ἄντλησις καὶ ἡ προβολὴ ἀνθρωπιστικῶν καὶ κοινωνικῶν στοιχείων, οὕτως ὥστε δι’ αὐτῶν νὰ ἐμποτισθῇ καὶ ἐξωραϊσθῇ ἡ παροῦσα κοινωνία... Ἐπεζητήθη τὸ νόημα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ εὑρέθη ὄχι εἰς τὰς δοξολογικὰς κατακλεῖδας τῶν εὐχῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὰς τὰς εὐχάς... Ὑπὸ τῶν χριστιανικῶν Κινήσεων ... ἐδείχθη ὁμολογουμένως ζωηρὸν ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ἀξιοποίησιν τῆς θείας λατρείας πρὸς θεραπείαν πρακτικῶν – ποιμαντικῶν σκοπῶν. Ἡ προτεραιότης ὑπ’ αὐτῶν ... ἐδίδετο εἰς τὸ νέον πνεῦμα... Τὸ νέον λειτουργικὸν πνεῦμα ἀναμφισβητήτως εἶναι ὁ ἀντίπους τοῦ παλαιοῦ...»[33], καὶ γι’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι δὲν ἠμποροῦμε νὰ εὕρωμε λύσιν εἰς ὅ,τι οἱ Πατέρες ἤδη ἐπέλυσαν. Μήπως θὰ ἔπρεπε, παρὰ τὴν ὑπάρχουσα σήμερα συνήθεια, νὰ ἀναχθοῦμε εἰς τὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ νὰ ἀναζητήσωμε μετ’ ἀνδρείας τὴν ἀλήθεια;

------------------------------------------------------------------
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.       Πρβλ. παλαιότερα ἡμέτερα ἄρθρα, ὅπου παρουσιάζονται ἀναλυτικῶς τὰ χωρία ἐκ τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα περὶ τῶν μυστικῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας.
2.       Πρβλ. Κ. Κορναράκη, «Ἡ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων κατὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη», ἔκδ. «Ἐπέκταση», Κατερίνη 1998, σελ. 37.
3.       Περιοδ. «Θεολογία», τόμ. 74, σελ. 114.
4.       π. Β. Θερμοῦ, «Τὸ ξεχασμένο μυστήριο», ἔκδ. «Γρηγόρη», Ἀθῆναι 2003, σελ. 187.
5.       Περιοδ. «Θεολογία», τόμ. 74, σελ. 143.
6.       Πρβλ. Π. Χρήστου, «Τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσαλονίκης», τόμ. Β΄, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Θεοδώρας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 109.
7.       J. Meyendorff, «St. Gregoire Palamas», éd. du «Seuil», Paris 1959, σελ. 139, (πρβλ. ἑλληνικὴν μετάφρασιν, ἔκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθῆναι 1983, σελ. 168).
8.       Πρβλ. Χ. Σωτηροπούλου, «Ἐκκλησιαστικὴ Μυσταγωγία», Ἀθῆναι 2001, σελ. 15 ἑξ.
9.       J. Meyendorff, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 140.
10.    Π. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 100.
11.    Π. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 263 ἑξ.
12.    A. Garzya, «Un opuscule inedit de Nicolas Cabasilas», «Byzantion» 24 (1954), σελ. 521-32.
13.    Πρβλ. J. Getcha, «La reforme liturgique du Metropolite Cyprien de Kiev», Paris 2003, σελ. 130 ἑξ., (προσεχῶς ὑπὸ ἑλληνικὴ ἔκδοσι).
14.    J. Getcha, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 341. (Πρβλ. Π. Τρεμπέλα, «Αἱ Τρεῖς Λειτουργίαι», ἔκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1982, σελ. 1 ἑξ.).
15.    Πρβλ. J. Getcha, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 132 ἑξ., καὶ  Π. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 267-70.
16.    Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, «Ἁγιολογικὰ ἔργα Α΄», «Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοὶ Συγγραφεῖς 2», ἔκδ. «Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 554-556.
17.    ΒΕΠΕΣ, τόμ. 52, σελ. 287.
18.    Patrologia Graeca (P.G.), τόμ. 98, σελ. 424, 452.
19.    Sources Chretiennes (S.C.), τόμ. 81, σελ. 232-4.
20.    ΒΕΠΕΣ, τόμ. 52, σελ. 287.
21.    Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Περὶ Παραδόσεως», ἐν: Π. Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ», ἔκδ. «Ἁρμός», Ἀθῆναι 1996, σελ. 87.
22.    ΒΕΠΕΣ, τόμ. 59, σελ. 215. (Πρβλ. «Πηδάλιον», ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1976, σελ. 654).
23.    «Σύνταγμα Ράλλη καὶ Ποτλῆ», ἔκδ. «Γρηγόρη», Ἀθῆναι 1992, τόμ. Δ΄, σελ. 304-5.
24.    Πρβλ. «Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», ἔκδ. Καλύβης Τ. Προδρόμου Ἱ. Σκήτεως Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος 1986, τόμ. Γ΄, σελ. 65, 71, 127.
25.    «Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας», Ζ΄, γ΄, 10.
26.    P.G., τόμ. 155, σελ. 740.
27.    «Πηδάλιον», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 645.
28.    Πρβλ. Κ. Κορναράκη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 46.
29.    P.G., τόμ. 87, σελ. 2869-72.
30.    Πρβλ. ἡμέτερον ἄρθρον, «Ἡ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας», (ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀρ. φ. 1541/5-3-2004 καὶ ἀρ. φ. 1542/12-32004) : «...Οἱ Κολλυβάδες ὑπεραμύνθησαν «τὰς ἀνεκφωνήτους ἐπικλήσεις εἰς τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴ­νου», (ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, ἔνθ’ ἀνωτ.),  τῆς ἀείποτε αὐτῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία «μυστικῶς, καὶ οὐχὶ ἐκφώνως, ὡς τὰ Κυριακὰ λόγια, ἀναγινώ­σκου­σα τὰς εὐχὰς» διετήρησε «τὴν σιωπημένην καὶ ἄγραφον καὶ μυστι­κὴν ταύτην παράδοσιν» (ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», ἔνθ ἀνωτ., σ. 645). Ὁ δὲ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, γνωστὸς διὰ τὶς αἱρετικὲς αὐτοῦ διδασκαλίες περὶ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν, (πρβλ. Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, «Ἐπιτομὴ Ἱερῶν Κανόνων», ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆ­ναι 2002, ἐπιμελείᾳ Θεοδωρήτου Μαύρου), ἔτυχε τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν Κολλυβάδων, ἐπει­δὴ «ἀνεζωοποίησε» τὴν παλαιὰν αἵρεσι τοῦ Σικυδίτου, «ἥτις καὶ συνο­δι­κῶς κατεκρίθη» (πρβλ. ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολὴ ἀντιρρητική», ἐν: Κ. Μανάφη, «Ἀθα­να­σίου τοῦ Παρίου, Ἀνέκδοτος ἐπιστολὴ ἀντιρρητική», «Πρα­κτι­κὰ Ἐπι­στημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος», Πάρος 2000, σ. 221)...».
31.    Πρβλ. Π. Τρεμπέλα, «Ἡ ρωμαϊκὴ λειτουργικὴ κίνησις καὶ ἡ πρᾶξις τῆς Ἀνατολῆς», Ἀθῆναι 1949.
32.    Πρβλ. περιοδ. «Ἀνάπλασις», τ. 415, Ἰαν.-Φεβρ. 2006, σελ. 6.
33.    Ἰωάν. Φουντούλη, «Λειτουργικὰ Θέματα Α΄», Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 30-35.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου