ΙΙ. Το μέτρο του Καντ
Η κριτική του καθαρού λόγου είναι μια κριτική της παραδεδομένης γνώσης περί ψυχής, κόσμου και Θεού, με μια «ριζική» έννοια. Αυτό σημαίνει πως διερευνά την ρίζα αυτής της γνώσης, την δυνατότητα του καθαρού λόγου. Είναι μια εξετάζουσα επικέντρωση πάνω στην μεταφυσική ικανότητα προς σκέψη. Για τον λόγο αυτό έχει την μορφή της λογικής. Αντίστροφα, κάθε λογική ως τέτοια είναι με μια γενική έννοια κριτική, αφού δεν διδάσκει την διαδικασία τής σκέψης, αλλά ποιος είναι ο ορθός τρόπος σκέψης (Log. VIII 334). Η κριτική του καθαρού λόγου είναι λογική της «υπερβατικής» σκέψης, δηλαδή της σκέψης με όρους κατανόησης των «πραγμάτων εν γένει», το σύστημα των οποίων ονομάζεται «υπερβατική φιλοσοφία» ή «οντολογία» (r.V. A845). Αυτή η μεταφυσική θεμελιώδης ειδικότητα υποτίθεται ότι δίνει την δυνατότητα να γνωσθεί η ψυχή ως ουσία, ο κόσμος ως μια αλυσίδα αιτίων, προς τα πίσω περιορισμένη και από τον Θεό ορισμένη, και να γνωσθεί ο Θεός ως εκείνο το ον που είναι το «πάντων πρώτο». Η λογική όμως της σκέψης περί ψυχής, κόσμου και Θεού, ως λογική της συγκεκριμένης, υπερβατικής σκέψης, δομείται πάνω στο σχήμα της «γενικής» ή «τυπικής» λογικής, η οποία έχει ως αντικείμενο την μορφή οποιασδήποτε σκέψης. Ως λογική αυτής της μορφής, η κριτική του καθαρού λόγου διασπάται σε μια «υπερβατική διδασκαλία περί στοιχείων» (Elementarlehre) και μια «υπερβατική διδασκαλία περί μεθόδου» (Methodenlehre). «Όπως η διδασκαλία περί στοιχείων στην λογική έχει ως περιεχόμενο τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις της τελειότητας της γνώσης, από την άλλη, η γενική διδασκαλία περί μεθόδου, ως το άλλο τμήμα της λογικής, με την μορφή μιας επιστήμης ή ενός είδους ή τρόπου χειρισμού, που πρέπει να συνδέσει την πολλαπλότητα της γνώσης σε μια επιστήμη» (Log. §96). Η υπερβατική διδασκαλία της κριτικής περί στοιχείων εξετάζει την μεταφυσική γνώση σε αναφορά προς τα στοιχεία της: καθαρή θεωρία και καθαρή κατανόηση. Είναι η «υπερβατική αισθητική» και «υπερβατική λογική». Ανακαλύπτει πως οι «προϋποθέσεις τής τελειότητας» της γνώσης δια των υπερβατικών εννοιών, εκπληρώνονται σε μια περίπτωση: όταν οι κατηγορίες αναφέρονται στην καθαρή θεωρία, και μέσω αυτής στα αντικείμενα της εμπειρίας. Η οντολογία είναι αληθής και δυνατή, όταν δια των εννοιών περί των αντικειμένων εν γένει, τα πράγματα στην αισθητηριακή τους κατάσταση γίνονται αντικείμενα σκέψης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν δηλαδή πρόκειται περί «υπεραισθητών» αντικειμένων, όπως ψυχή, κόσμος και Θεός, όπου οι πέντε αισθήσεις, αλλά και οι καθαρές αντιλήψεις περί χώρου και χρόνου αποτυγχάνουν, τότε δεν εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις της «τέλειας», «ρεαλιστικής» γνώσης, εκείνης δηλαδή που είναι πραγματικά και όχι φαινομενικά γνώση. Αφού η «διδασκαλία περί στοιχείων» μας οδήγησε σε αυτή την διαπίστωση, η «διδασκαλία περί μεθόδου» καθορίζει « τις τυπικές συνθήκες ενός πλήρους συστήματος του καθαρού λόγου» (r. V. B 707f), που όμως σημαίνει: καθορίζει τις τυπικές συνθήκες της μεταφυσικής. Η διδασκαλία περί στοιχείων είχε ως αντικείμενο το «περιεχόμενο» της γνώσης που προέρχεται από τον καθαρό λόγο, η διδασκαλία περί μεθόδου είxε ως αντικείμενο την «μέθοδο» της (r.V.A 712). Το δεύτερο δηλαδή μέρος της κριτικής αφορά στην μέθοδο της μεταφυσικής. Ποιας μεταφυσικής; Μήπως της «δογματικής», εντός της οποίας η σκέψη δεν χρησιμοποιείται με ορθό τρόπο; Η λογική όμως έχει ως αντικείμενο την ορθή σκέψη, και η ενασχόληση με την εσφαλμένη γίνεται μόνο σε αναφορά προς την ορθή. Μιλά για την μέθοδο της αληθούς μεταφυσικής, για εκείνη δηλαδή την μεταφυσική, για την οποία η κριτική δημιουργεί «ένα ολοκληρωμένο καλά δοκιμασμένο σχέδιο» (Prol.IV 120; r.V.B 27). Για την μεταφυσική αυτή η κριτική είναι «προπαίδεια». Η κριτική διαπραγματεύεται την μέθοδο αυτής της μεταφυσικής, δηλαδή κατ’ αρχήν την μέθοδο της ίδιας της κριτικής. Και πράγματι, ο Καντ λέει: «Περί της ιδιαίτερης μεθόδου μιας υπερβατικής φιλοσοφίας δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι εφόσον έχουμε να κάνουμε με μια κριτική της κατάστασης των δυνατοτήτων μας, αν δηλαδή κτίζουμε παντού, αλλά και πόσο ψηλά μπορούμε να κτίσουμε το οικοδόμημα, από το υλικό που έχουμε (τις καθαρές a priori έννοιες)» (r.V.A 738).
Η
έρευνα δικαίως αναζήτησε το κλειδί της κατανόησης της κριτικής, συνήθως
στην μέθοδο της κριτικής. Τι λέει για το θέμα αυτό η διδασκαλία περί
μεθόδου του Καντ;
Ας
ακολουθήσουμε απλώς την πορεία της σκέψης της: μιλά κατ’αρχήν περί
«πειθαρχίας τού καθαρού λόγου», και με τον όρο «πειθαρχία» (Disziplin)
εννοεί όχι τόσο μια «καθοδήγηση», αλλά «τον εξαναγκασμό, δια του οποίου
η διαρκής τάση προς απόκλιση από ορισμένους κανόνες, περιορίζεται και
εν τέλει εξαλείφεται» (Α709). Η διδασκαλία περί μεθόδου, ως «πρακτική
λογική» (Α 708) λέει πως πρέπει να ενεργήσει κανείς, ώστε να πειθαρχήσει
κριτικά τον καθαρό λόγο, ο οποίος αναπόφευκτα έχει την τάση προς την
εσφαλμένη, υποθετική σκέψη. Καταπιάνεται κατ’ αρχήν με την «πειθαρχία
του καθαρού λόγου στην δογματική χρήση», με εκείνη δηλαδή την
«διανοητική» χρήση, με την οποία θέλει να φτάσει τον σκοπό της,
«προσβεβλημένη» από τα παραδείγματα των μαθηματικών, και με την βοήθεια
ορισμών, αξιωμάτων και επιδείξεων. Η διδασκαλία περί μεθόδου έχει ως
περιεχόμενο την διαφορά μεταξύ μαθηματικής και φιλοσοφικής μεθόδου,
μεταξύ της λογικής γνώσης που από την μια στηρίζεται στο δεδομένο τής
καθαρής θεωρίας και που είναι «διαισθητική», και από την άλλη χρειάζεται
«γυμνές έννοιες» και είναι «διαλογική». Η διδασκαλία περί μεθόδου
δείχνει θετικά, κατά πόσον οι γυμνές έννοιες της φιλοσοφίας, με αναφορά
προς την πιθανή εμπειρία, μπορούν αποδώσουν μια ορθή οντολογία. Στο
επόμενο τμήμα πειθαρχεί την αντιτιθέμενη εμπειρική-σκεπτικιστική
περιπλάνηση της φιλοσοφίας. Ενώπιον του δογματισμού, ο σκεπτικισμός έχει
δίκαιο. Ο σκεπτικισμός ξυπνάει από τον «γλυκό δογματικό ύπνο». Όταν
όμως η ίδια γίνεται δογματική «στην άρνηση», τότε η διδασκαλία περί
μεθόδου διδάσκει μια «δικαιολογία κατ’ άνθρωπον (ελληνικά στο κείμενο)»,
η οποία αφορά το ερώτημα περί Θεού και αθανασίας καί τόν «εξασφαλίζει
παρά τα εμπόδια, και του παραχωρεί μια τιτλοποιημένη ιδιοκτησία, η οποία
δεν πρέπει να διστάζει μπρος σε ξένο θράσος, αν δηλαδή δεν μπορεί
επαρκώς, να αποδειχθεί αμέσως από μόνη της κατ’ αλήθειαν (Α 739). Αυτή η δικαιολογία
είναι η ορθή «χρήση, ως πολεμική» του καθαρού λόγου. με την ευκαιρία
αυτή προκύπτει κάτι ουσιαστικό: η «χρήση ως πολεμική» δείχνει, πως η
κριτική είναι μια γνώση των «ορίων», όχι όμως των «φραγμών», δηλαδή
γνωρίζει ακριβώς, κατά πόσον η μεταφυσική είναι αδύνατο να υπάρχει ως
θεωρητική επιστήμη. «Τα όρια...προϋποθέτουν πάντα ένα χώρο, ο οποίος
συναντάται εκτός ενός συγκεκριμένου τόπου και τον οποίο περιλαμβάνει. Οι
φραγμοί δεν χρειάζονται κάτι τέτοιο, είναι απλώς αρνήσεις...» (Prol. §57;IV 106). Αυτό που ο Hegel
λέει περί της γνώσης των ορίων, ο Καντ το παραδέχεται κατά κάποιο
τρόπο: ο κριτικός λόγος ως τέτοιος, «βλέπει γύρω του ένα χώρο για την
γνώση των πραγμάτων καθ’ εαυτά, αδιάφορο εάν δεν θα λάβει από αυτά τις
συγκεκριμένες έννοιες, και περιορίζεται μόνο στα φαινόμενα (ο λόγος)»
(στο ίδιο σημείο).
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: Ο Κάντ αφού άλλαξε τό περιεχόμενο τής γνώσης, ισχυριζόμενος ότι μπορούμε νά γνωρίζουμε μόνον αυτό πού κατασκευάζουμε, μάς άλλαξε καί τήν ψυχή, δίνοντάς μας τήν οντολογία του, μέ τήν μέθοδο τής οποίας μπορούμε νά κατασκευάσουμε πλέον τήν δική μας ψυχή.
Αυτή τήν ψυχή εισήγαγαν οι οργανώσεις στήν ορθοδοξία καί υπέταξαν τήν πίστη καί τόν πιστό στούς κανόνες καί στήν τυπική ηθική.
''Αρχίζουμε να κατανοούμε πλέον ξεκάθαρα τί συνέβη κάποτε στη Δύση. Ο Θεός διάβασε προσεχτικά τους φόβους τού Ντεκάρτ και την ανασφάλειά του μπρος στην παντοδυναμία του, άκουσε με υπευθυνότητα τις προτροπές του Kant, να εμφανιστεί μόνον μέσα στα όρια της καθαρής νοήσεως και συγκατένευσε. Πρόσφερε λοιπόν στους Γερμανούς φίλους, μια δεύτερη Αποκάλυψη: Ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί καί σαν συνδημιουργός. Αυτή την Αποκάλυψη μάς διδάσκουν σιγά – σιγά οι πνευματικοί μας αρχηγοί, και ο κ. Ζηζιούλας προσφέρει επιπλέον μια πλήρως επεξεργασμένη μορφή λατρείας και πίστης, η οποία οδηγεί κατευθείαν στα έσχατα!''
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: Ο Κάντ αφού άλλαξε τό περιεχόμενο τής γνώσης, ισχυριζόμενος ότι μπορούμε νά γνωρίζουμε μόνον αυτό πού κατασκευάζουμε, μάς άλλαξε καί τήν ψυχή, δίνοντάς μας τήν οντολογία του, μέ τήν μέθοδο τής οποίας μπορούμε νά κατασκευάσουμε πλέον τήν δική μας ψυχή.
Αυτή τήν ψυχή εισήγαγαν οι οργανώσεις στήν ορθοδοξία καί υπέταξαν τήν πίστη καί τόν πιστό στούς κανόνες καί στήν τυπική ηθική.
''Αρχίζουμε να κατανοούμε πλέον ξεκάθαρα τί συνέβη κάποτε στη Δύση. Ο Θεός διάβασε προσεχτικά τους φόβους τού Ντεκάρτ και την ανασφάλειά του μπρος στην παντοδυναμία του, άκουσε με υπευθυνότητα τις προτροπές του Kant, να εμφανιστεί μόνον μέσα στα όρια της καθαρής νοήσεως και συγκατένευσε. Πρόσφερε λοιπόν στους Γερμανούς φίλους, μια δεύτερη Αποκάλυψη: Ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί καί σαν συνδημιουργός. Αυτή την Αποκάλυψη μάς διδάσκουν σιγά – σιγά οι πνευματικοί μας αρχηγοί, και ο κ. Ζηζιούλας προσφέρει επιπλέον μια πλήρως επεξεργασμένη μορφή λατρείας και πίστης, η οποία οδηγεί κατευθείαν στα έσχατα!''
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου