(απόδοση μιας διάλεξης που έλαβε χώρα στις 12 Ιανουαρίου 1934 ενώπιον μιας ομάδας τού συλλόγου μελέτης τού έργου τού Καντ)
Ι. Το πρόβλημα του μέτρου
Επειδή δεν είμαστε σύγχρονοι του Καντ, καλό θα ήταν κατ’
αρχάς να ασχοληθούμε με τις μεγάλες ερμηνείες, οι οποίες έχουν μια
υποστηρικτική αλλά και ανασταλτική επίδραση στην στην στάση μας προς τον Καντ.
Κάνουμε την παραδοχή πως οι ερμηνείες αυτές πάνε πέρα από τον Καντ: σε τι
διαφέρουν τα μέτρα αυτών τών ερμηνειών από το μέτρο του Καντ; Η κριτική του Καντ
περιορίζει την γνώση και την επίγνωση τής φιλοσοφίας στα αντικείμενα της εμπειρίας,
και αρνείται στην μεταφυσική την δυνατότητα να είναι επιστήμη. Το θέμα της
μεταφυσικής όμως-το σύμπαν, η ψυχή και ο Θεός-δεν το αρνείται. Η κριτική του
Καντ διαφέρει από τον σκεπτικιστικό εμπειρισμό των Άγγλων, στο ότι αφαιρεί την
γνώση για να αποκτήσει τόπο για την πίστη. Γνωρίζει την διάσταση της
μεταφυσικής, η οποία απορρέει από την ανακάλυψη των αντινομιών, των αντιφάσεων, τής
μεταφυσικής αντίληψης περί του κόσμου. Στις αντιφάσεις αυτές βλέπει μόνο το
αρνητικό. Μένει στο γεγονός πως στο ένα μέρος έχουμε την γνωρίζουσα λογική, στο
άλλο τα πράγματα που δεν είναι προσβάσιμα στην γνώση[ στήν αισθητηριακή γνώση]. Από το σημείο αυτό
αρχίζει η κριτική του Hegel: «κάτι
αναγνωρίζεται, γίνεται αισθητό ως όριο, ως έλλειψη, όταν ταυτόχρονα
υπερβαίνεται... όριο, η έλλειψη της γνώσης ορίζεται ως όριο και έλλειψη, μόνο με
την σύγκριση με την ιδέα του γενικού, ενός όλου και τέλειου. Πρόκειται επομένως
περί έλλειψης συνειδήσεως, το να μην μπορεί να διαπιστώσει κανείς, πως όταν
κάτι χαρακτηρίζεται πεπερασμένο ή περιορισμένο, τότε ο χαρακτηρισμός αυτός εμπεριέχει
την απόδειξη περί της πραγματικής παρουσίας του άπειρου, του απεριόριστου. Η
γνώση περί του ορίου μπορεί να υπάρχει μόνο εφόσον το απεριόριστο είναι μέσα
στην συνείδηση (Enz. §60)». Ο Hegel προσπαθεί να βοηθήσει αυτή την
«έλλειψη συνειδήσεως» της κριτικής του Καντ, αντιλαμβανόμενος την»διερεύνηση
και εξέταση της πραγματικότητας της γνώσεως», δηλαδή της αλήθειας της
γνώσεως, (Phän, Lasson 58) ως «δρόμου της φυσικής
συνειδήσεως» του πεπερασμένου ανθρώπου. Ο πεπερασμένος άνθρωπος «πλησιάζει την
αληθινή γνώση» (το ίδιο σημείο), την «απόλυτη», θεϊκή γνώση δηλαδή, η οποία
έχει μέσα της «άρει» την αντίθεση μεταξύ τής δικής μας αντίληψης και των
πραγμάτων καθ’ εαυτά. Η αληθινή γνώση το επιτυγχάνει αυτό αναγνωρίζοντας σε
κάθε τι το αντικειμενικό τον εαυτό της που «εξωτερικεύθηκε», και
προσλαμβάνοντας τον πάλι. Αυτή φυσικά δεν είναι πια η παλιά μεταφυσική των
ουσιών, που είναι αντικείμενα της σκέψης-όπως φαίνεται ο Hegel ακολουθεί την κριτική του Καντ. Στο σημείο αυτό, το
υποκείμενο έχει καταστή ουσία, που είναι το αντικείμενο και το μέτρο της
φιλοσοφικής γνώσης. «Πάνω σε αυτό, που η συνείδηση μέσα της ορίζει ως καθ’εαυτό
ή ως αληθές, έχουμε το μέτρο, το οποίο η συνείδηση θέτει, και πάνω στο οποίο
μετρά την γνώση της» (στο ίδιο σημείο, 59f).- Το ότι αυτό το μέτρο
δεν είναι το μέτρο του Καντ, το εξέφρασε ο Hegel με μια έκπληξη. Ο Καντ ήταν στόν καλύτερο δρόμο προς την
αληθινή μεταφυσική, αλλά «με πλήρη συνείδηση έφθειρε την ύψιστη ιδέα» (Glauben und Wissen, Lasson, 258). «Ο Καντ έχει στο σημείο
αυτό και τα δυο ενώπιον του: τόσο την ιδέα μιας λογικής, στην οποία η
δυνατότητα και η πραγματικότητα ταυτίζονται, όσο και την αναπαράσταση αυτής της
λογικής ως δυνατότητας γνώσης, όπου η δυνατότητα και η πραγματικότητα είναι
χωρισμένες. Στην εμπειρία της σκέψης του βρίσκει και τις δυο σκέψεις: στην
επιλογή του μεταξύ των δυο, η φύση του περιφρονεί την ανάγκη, το λογικό, την
αναπαραστατική αυθορμητικότητα, και επιλέγει την αναπαράσταση» (στο ίδιο
σημείο). Μπορούμε να ισχυριστούμε όμως πως η φύση και η ξεροκεφαλιά του Καντ τον
εμπόδισαν από το να αναγνωρίσει το ελκυστικό μέτρο της εγελιανής «κριτικής»;
Γιατί επέμεινε πως η φιλοσοφία «πρέπει να φέρει μέσα της καρφωμένο, ακίνητο,
τον στύλο της απόλυτης αντίφασης»; Ποιο ήταν το δικό του μέτρο;
Η διαφορά των μέτρων είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να δοθεί
χώρος στην προς τον Hegel εχθρική ερμηνεία
της γνωσιολογίας που δίνει ο Καντ. Χρειάζεται η κριτική μια μεταφυσική ως βάση;
Προσανατολίζεται πράγματι η κριτική προς την μεταφυσική και τα αντικείμενα της,
όταν αξιολογεί την δυνατότητα προς γνώση; Ή μήπως υπάρχει, κυρίως σε αναφορά
προς το υπεραισθητό, μια αυτογνωσία του υποκειμένου, που είναι εντελώς
ανεξάρτητη και πραγματικά θεμελιώδης; Ίσως δεν πρέπει να θεωρήσουμε την
αυτογνωσία αυτή ανθρωπολογικά, όπως την όρισε ο Fries, ούτε φυσιολογικά ως ανάλυση τής πρόσληψης των
αισθητηρίων, ούτε όμως ψυχολογικά ως ανάλυση των γνωσιακών διαδικασιών μέσα
στην συνείδηση. Αυτή θα ήταν μια κριτική σύμφωνη προς τον Lock και τον Hume, «εμπειρικός
παραγωγικός συλλογισμός» (Deduktion) των φιλοσοφικών
εννοιών, που ο Καντ διέκρινε από τον δικό του «υπερβατικό» παραγωγικό
συλλογισμό. Εκείνος που για την κριτική προϋποθέτει μια εμπειρική φυσική
επιστήμη, δεν κάνει κάτι καλύτερο από εκείνον που προϋποθέτει την μεταφυσική.
Αν η κριτική πρέπει να είναι κριτική των αρχών της γνώσεως, τότε πρέπει να
προϋποθέτει αυτές τις αρχές, χωρίς όμως να διασαφηνίζει τις αρχές αυτές με την
βοήθεια των ίδιων των αρχών αυτών. Ο Καντ φαίνεται πως λέει ξεκάθαρα που
βρίσκονται οι αρχές ως τέτοιες: στο γεγονός της επιστήμης. Και αν πάρουμε όλες
τις κριτικές μαζί: στο γεγονός του πολιτισμού. Λέει ο Καντ: «Τα μαθηματικά και
η φυσική επιστήμη, εφόσον περιέχουν καθαρή γνώση της λογικής, δεν χρειάζονται
καμιά κριτική της ανθρώπινης λογικής. Γιατί η λυδία λίθος της αλήθειας των
προτάσεων τους βρίσκεται μέσα τους...». «Η εξέταση λοιπόν περί της οποίας
μιλάμε, δεν την έχουν ανάγκη οι δυο επιστήμες, αλλά μια άλλη, η μεταφυσική» (Prol.§40).Το ότι οι επιστήμες αυτές
«είναι δυνατόν να υπάρχουν αποδεικνύεται από την ύπαρξη τους» (r.V.B20)[ Η
πολύκροτη Γερμανική φιλοσοφία λοιπόν είναι μιά συνέπεια τής Μεσαιωνικής
οντολογικής αποδείξεως τής υπάρξεως τού Θεού,όπου τό καθολικό
αντικαθίσταται από τό Γενικό]. Το γεγονός των επιστημών αυτών προϋποτίθεται από τον
Καντ εξ’ αρχής ως αληθές. Μέσα σε αυτές μπορούμε να δούμε τι είναι αληθινή
γνώση. Επίσης με την βοήθεια τους μπορούμε να δούμε γιατί η μεταφυσική δεν
είναι μια τέτοια γνώση. Η θεωρία τής επιστημονικής εμπειρίας δικαιολογεί την
αδυναμία ύπαρξης της μεταφυσικής. Επομένως, το γεγονός της επιστήμης είναι το
μέτρο. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η ερμηνεία αυτή συμφωνεί περισσότερο με τα
λόγια ορισμένων εξηγήσεων του Καντ περί της κριτικής του (κυρίως στα
«Προλεγόμενα» και στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης της «Κριτικής του καθαρού
λόγου»), παρά με τις εξηγήσεις τού γερμανικού ιδεαλισμού, τις οποίες ο Καντ
εξ αρχής ήθελε να καταλάβει καλύτερα απ΄ ότι κατάλαβε τα δικά του. Έχει όμως
δίκαιο η ερμηνεία, όταν του αποδίδει ως μέτρο το γεγονός της επιστήμης; Θεώρησε
ο Καντ το γεγονός αυτός ως τελειωτική βάση της κριτικής; Οι ερευνητές του
Νεοκαντιανισμού δεν ήταν λιγότερο απρόθυμοι από τον Hegel, στο να διαπιστώσουν, πως ο Καντ αρνούμενος την γνώση
του, υπερβαίνει τον ορίζοντα που παρέχει η επιστήμη. Για να αναφέρουμε μόνο το
αποκρουστικό: αντί να καθορίσει το αντικείμενο της γνώσης αυστηρά ως «το
αντικείμενο της επιστήμης», το οποίο διαπιστώνεται μέσα και με την επιστήμη, με
τους «κανόνες» ή την «παραγωγική της σκέψη», ο Καντ αιτιολογεί την αισθητηριακή
θεώρηση, χωρίς την οποία κάθε σκέψη είναι κενή, με τα αισθητά πράγματα καθ’
εαυτά. Αυτό που κάνει δεν είναι φυσιολογία, ψυχολογία ή ανθρωπολογία της
γνώσης, αλλά ακόμα χειρότερα, μεταφυσική της γνώσης. Και δεν περιπλανάται απλά
χωρίς να το καταλαβαίνει και πολύ καλά, αλλά εκφράζει ένα πύρινο ενδιαφέρον για
την μεταφυσική την οποία ο ίδιος αποτελείωσε. Δηλώνει πως τις μεταφυσικές
έρευνες δεν μπορεί κανείς να εγκαταλείψει, όπως δεν μπορεί κανείς να αφήσει την
αναπνοή (Prol.IV 122). Θα είναι «στον κόσμο διαρκώς, και πολύ περισσότερο
σε κάθε ευγενώς σκεπτόμενο άνθρωπο, η μεταφυσική παρούσα» (στο ίδιο σημείο).
Γιατί η επιστήμη είναι μια «φυσική καταβολή» του ανθρώπου, η οποία δεν μπορεί
να καταστραφεί. Η δεν έχει άλλο σκοπό από το να είναι «προπαιδευτική» προς την
μεταφυσική. Πως μπορεί να εκφραστεί ο κριτικός, όταν τα κρίνει όλα βασιζόμενος
στο γεγονός της επιστήμης; Πως μπορεί να προσδιορίσει το καθήκον(το πρόβλημα
που έχει να λύσει) της μεταφυσικής, και να αναζητήσει μάλιστα ένα πρακτικό
τρόπο λύσης, όταν το θέμα μεταφυσική και άνθρωπος δεν του είναι πιο σημαντικά
από την επιστήμη ή από το καθήκον της επιστήμης; Εκείνο το γεγονός (η επιστήμη)
μπορεί να είναι παραδειγματικό, μπορεί να είναι ένα διδακτικό παράδειγμα για
την σωστή χρήση της δυνατότητας προς γνώση. Αλλά δεν μπορεί να είναι το μέτρο
με το οποίο η δυνατότητα αυτή μπορεί να μετρηθεί.
Όποιος θέλει να καταλάβει τον Καντ, πρέπει να παραδεχθεί
πως η κριτική είναι η βάση τής μεταφυσικής. Η κριτική ως θεμέλιο, θέλει να
είναι «η ολοκληρωμένη ιδέα της υπερβατικής φιλοσοφίας» (r.V.B 28). Η κριτική από μόνη της είναι ήδη η αρχή, η
αυτό-θεμελίωση της μεταφυσικής. «Περιέχει την μεταφυσική της μεταφυσικής», όπως
το είπε ο Καντ το 1781 σε μια επιστολή του προς τον Herz (IX 198). Ο Heidegger («Ο Καντ και το πρόβλημα της
μεταφυσικής», Bonn 1929) ερμήνευσε
την κριτική βασιζόμενος σε αυτή την τοποθέτηση. Αν όμως ακολουθούμε αυτή την
ερμηνεία, τότε η κριτική, ως η θεμελιώδης διερεύνηση της φιλοσοφίας, πρέπει να
ελευθερωθεί από κάθε προϋποτιθέμενη μεταφυσική. Δεν μπορεί βέβαια να αποφύγει
την παραδεδομένη μεταφυσική, και να μην την λάβει ως μια πρώτη προσπάθεια. Στην
πορεία όμως θα πρέπει να ανακαλύψει τι είναι στην πραγματικότητα η μεταφυσική.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου