Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

«Είχα ετοιμάσει το βιβλίο περί πνευματισμού… Ξαφνικά, αισθάνομαι δίπλα μου τον διάβολο. Ανατρίχιασα ολόκληρος…»


Αποτέλεσμα εικόνας για θεοδοσιος αγιοπαυλιτης
Θεοδόσιος μοναχός Αγιοπαυλίτης (1901 – 1987)
Ὁ π. Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Ἀντωνᾶτος, γεννήθηκε στὴν Ἀταλάντη Λοκριδος, τὴν 1η Μαρτιου τοῦ ἔτους 1901.
Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Ἐμπορικὴ και, ὅσο ἦταν στὸν κόσμο, ἀσχολεῖτο μὲ τὸ ἐμπόριο. Σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν εἶχε, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅτι ἦταν καὶ ἀντίθετος. Θέλοντας νὰ αὐξήσει τὶς δουλειές του σχετίστηκε μὲ μία ὁμάδα πνευματιστῶν καὶ ὄντως αὐξήθηκαν τὰ κέρδη του.
…Διηγήθηκε: 
-Κάποια φορά, ἐνῶ ἔγραφα τὴν νύχτα περὶ πνευματισμοῦ, κάποιος χτύπησε πολὺ δυνατὰ τὸ τζάμι τοῦ παραθύρου, τόσο πολύ, ποὺ πῆγε νὰ σπάσει. Κοιτάζω καὶ βλέπω μία σκιὰ στὸ τζάμι. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ νὰ φύγεις, λέω καὶ σταυρώνω συνεχῶς τὸ παράθυρο. Σὲ λίγο βλέπω μία σκιὰ σὰν ἀστροναύτη νὰ ἀπομακρύνεται.
Ἄλλη φορά, τοῦ συνέβει τὸ ἑξῆς, ὅπως διηγήθηκε: 
Ἕνα βράδυ στὸ κελλί μου ἦρθε ὁ π. Γεράσιμος ὁ Μικραγιαννανίτης.
-Πότε ἦρθες, τοῦ λέω, δὲν σὲ πρόσεξα.
-Νά, τὸ ἀπόγευμα. Θὰ βγάλεις βιβλίο ἔμαθα.
-Ναί, τοῦ ἀπαντῶ. Θὰ βγάλω ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν πνευματισμό. Τότε ὁ π. Γεράσιμος μοῦ λέγει:
-Τὰ μέντιουμ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέγουν 99% εἶναι ἀλήθεια, 1% ψέμματα, καὶ αὐτὸ τὸ 1 ἀναιρεῖ τὰ 99.
-Αὐτὸ ποὺ λέγεις εἶναι ὡραῖο νὰ το γράψω στὸ βιβλίο, ἀλλὰ ποῦ τὸ βρῆκες; ἐρωτῶ.
-Στὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα, ἀπαντά.
Ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ κελλί μου, ἀνοίγω τὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα, καὶ τὸ βρίσκω ἀμέσως. Ὅταν τελείωσα τὸ πρόχειρο γράψιμο καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ τὸ στείλω στὸ τυπογραφεῖο, ὁ λογισμὸς μοῦ ἔλεγε νὰ ψάξω νὰ βρῶ τὴν σελίδα ὅπου ἦταν γραμμένο αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ὁ π. Γεράσιμος.
Ψάχνω τρεῖς φορὲς ὅλο τὸ βιβλίο καὶ δὲν τὸ βρίσκω γραμμένο. Σηκώνομαι καὶ πηγαίνω στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, βρίσκω τὸν π. Γεράσιμο καὶ τοῦ λέγω:
-Ὅταν ἦρθες στὸ Μοναστήρι μοῦ εἶπες αὐτὸ καὶ αὐτό. Δὲν τὸ βρίσκω τώρα στὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα. Τί συμβαίνει;
-Οὔτε ἦρθα στὸν Ἅγιο Παῦλο -ἔχω πολὺ καιρὸ νὰ ἔρθω-, ἀλλὰ οὔτε καὶ σοῦ εἶπα τέτοιο πρᾶγμα. Ἔμεινα ἄναυδος. Ἀπατήθηκα λοιπὸν σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀπὸ τὸν διάβολο;
Τότε σκέφθηκα, ὅτι ἐὰν τὸ ἔγραφα, αὐτὸ θὰ ἔκανε πολὺ μεγάλο κακό, διότι ὅποιος διάβαζε τὸ βιβλίο θὰ σκεφτόταν: Ἐφ’ ὅσον τὸ 99 εἶναι ἀλήθεια, τὶ μὲ νοιάζει γιὰ τὸ 1, θὰ πάω στὰ μέντιουμ.
Ὅταν εἶχα ἑτοιμάσει τὸ βιβλίο περὶ πνευματισμοῦ, τὸ καθαρόγραφα γιὰ νὰ τὸ στείλω τὸ πρωΐ γιὰ ἐκτύπωση. Εἶχαν μείνει ἀκόμη 4 σελίδες γιὰ νὰ τελειώσω. Ξαφνικά, αἰσθάνομαι δίπλα μου τὸν διάβολο. Ἀνατρίχιασα ὁλόκληρος. Ὁ λογισμὸς μοῦ ἔλεγε νὰ σταματήσω. Ὄχι, εἶπα, θὰ τελειώσω καὶ μετὰ θὰ σταματήσω. Χριστέ μου, βοήθα με, καὶ συνέχισα νὰ γράφω κλαίγοντας καὶ προσευχόμενος, ενῶ ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου.
Ὅτα τελείωσα, ξάπλωσα λίγο. Σὲ λίγο ἀκινητοποιήθηκα τελείως ἀπὸ τὸν διάβολο. Δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ φωνάξω. Μόνο τὸ μυαλό μου, ἡ σκέψη μου λειτουργοῦσε. Τὸτε θυμήθηκα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ποὺ λέγει: Μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ διώξει τὸ θέμα τοῦ διαβόλου.
Ἄρχισα τότε νὰ προσεύχομαι θερμῶς, ὁπότε ἐντὸς ὀλίγου ἔφυγε ὁ διάβολος καὶ ἐλευθερώθηκα…
*απόσπασμα από το κείμενο
πηγή: athgerontes.blogspot.com

Το ένα δεν το κάνετε, το άλλο δεν το κάνετε, τι χριστιανοί είστε; Δεν μπορείς το μεγάλο; Κάνε το μικρό!


Αποτέλεσμα εικόνας για χριστιανοι εκκλησιαΔεν μπορεις το μεγαλο; Κανε το μικρο!

Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς πῇ κάποιος, ὅτι ἕ­νας λύκος ἔγινε ἀρνί, ποιός θὰ τὸ πιστέ­ψῃ; Κανείς. Γιατὶ ὁ λύκος τρώει ἀρνιά. Γεννιέ­ται λύκος καὶ λύκος πεθαίνει. Ὁ λαός μας λέει· «ὁ λύκος τρίχα ἀλλάζει, ἀλλὰ τὴ γνώμη (=τὸ νοῦ) δὲν τὸν ἀλλάζει», μένει λύκος. Αὐ­τὸ ὅμως ποὺ δὲν συμβαίνει στὸ φυσικὸ κόσμο, συμβαίνει στὸν πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ κό­σμο. Θέλω δηλαδὴ νὰ πῶ, ὅτι ὑπάρχουν ἄν­θρωποι γεμᾶτοι κακίες καὶ ἐλαττώματα, ποὺ εἶνε σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ὅμως αὐτοὶ μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξουν, νὰ γίνουν καλοί, νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἕνας λύκος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀρνί· αὐτὸ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9,9-13).
Γιά νὰ δοῦμε, πῶς γίνονται αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ πράγματα;

* * *

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Xριστοῦ ὑπῆρχαν ὡρισμένοι ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἔλεγαν τελῶνες, γιατὶ τὸ ἐπάγγελμά τους ἦταν τέτοιο. Εἰσέπρατταν τοὺς φόρους τοῦ δημοσίου. Ἀλλὰ στὴν εἴσ­πραξι ἔκαναν ἀδικίες. Δὲν εἰσέπρατταν τὰ νό­μιμα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράξουν 100 δρα­χμές, εἰσέπρατταν 200. Τὶς 100 τὶς ἔδιναν στὸ δημόσιο, τὶς ἄλλες 100 τὶς ἔβαζαν στὴν τσέπη τους. Ἔτσι αὐτοί, κλέβοντας τὸ λαό, κατώρθωναν νὰ κάνουν τεράστιες περιουσί­ες, νὰ κτίσουν σπίτια καὶ μέγαρα, καὶ νὰ ζοῦν μὲ πολυτέλεια μεγιστάνων.
Ἦταν εὐτυχεῖς; Ὄχι. Γιατὶ ὁ κόσμος τοὺς ἤξερε καὶ δὲν τοὺς ἀγαποῦσε. Ὅλοι τοὺς μισοῦσαν. Τελώνης = ἁμαρτωλός, τελώνης = κλέφτης, τελώνης = λύκος τῆς κοινωνίας.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελῶνες αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ματθαῖος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἄλλαξε ὅμως· ἀπὸ τελώνης ἔγινε εὐαγγελιστής, ἀπὸ κάρβουνο ἔγινε διαμάντι, ἀπὸ κόρακας ἔγινε περιστέρι, ἀπὸ λύκος ἔγινε ἀρνί. Ποιός τὸν ἄλλαξε καὶ πῶς; Ἀκοῦστε.
Ὁ Ματθαῖος βρισκόταν στὸ τελωνεῖο. Ὅ­πως ἡ ἀράχνη στήνει τὸ δίχτυ της καὶ περιμένει ν᾿ ἁρπάξῃ διάφορα ζῳύφια, ἔτσι κι αὐ­τὸς περίμενε ἐκεῖ ν᾿ ἁρπάξῃ ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς λῃστέψῃ. Ἀλλὰ μιὰ μέρα πέρασε κάποιος, ποὺ ἄλλος σὰν αὐτὸν δὲν ὑπάρχει, κάποιος ποὺ κάνει θαύματα. Τὸ ὄνομά του εἶνε τὸ γλυκύτερο στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός!
Ὁ Χριστὸς κοίταξε τὸ Ματθαῖο καὶ ὡς καρδιογνώστης Θεὸς εἶδε, ὅτι στὸ βάθος τῆς ἁ­μαρτωλῆς αὐτῆς ὑπάρξεως ὑπῆρχε κάποιο καλὸ σπέρμα, μία καλὴ διάθεσι, μιὰ σπίθα. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι καὶ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ἔχει κάποιο ἐλάττωμα, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει κάτι καλὸ μέσα του· καὶ ἂν αὐτὸ τὸ καλὸ κατορθώσουμε νὰ τὸ καλλι­εργήσουμε, τότε ὁ κακὸς ἄνθρωπος γίνεται καλός.
Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅτι στὰ βάθη του ἔ­κρυβε μιὰ σπίθα. Κι ὅπως ἀπὸ μιὰ σπίθα ἀνάβεις φωτιά, ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ σπίθα αὐτὴ ἄναψε ἅγια φωτιὰ στὴν καρδιὰ τοῦ Ματθαίου, ποὺ ἔκαψε ὅλο τὸ δάσος τῆς ἁμαρτίας. Τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε δύο λόγια· «Ἀκολού­θει μοι» (Ματθ. 9,9). Ἄσε τὸ τελωνεῖο κ᾿ ἔλα μαζί μου· κ᾿ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναθέσω ἄλλη ἀποστολή. Καὶ ὁ τελώνης, χωρὶς ἀντιρρήσεις, ἀκολούθη σε ἀμέσως τὸ Χριστό. Ἡ χαρά του ἦ­ταν πολὺ μεγάλη.
Γιὰ νὰ πανηγυρίσῃ τὸ γεγονός, ἔκανε τραπέζι στοὺς συναδέλφους του καὶ ἄλλο κόσμο. Στὸ τραπέζι ἦταν καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητάς του. Οἱ φαρισαῖοι, ὅταν εἶδαν τὸ Χρι­στὸ μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες, τὸν κατηγόρησαν. Γιά ἰδέστε, εἶπαν, μὲ ποιούς συναναστρέφεται… Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπήντησε μὲ τὰ ἑξ­ῆς λόγια.
Ὅποιος εἶνε καλά, δὲν χρειάζεται γιατρό. Στὸ γιατρὸ πάει ὁ ἄρρωστος. Κ᾿ ἐγὼ ἦρθα γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Οἱ ἄρρωστοι ἔρχονται σ᾿ ἐ­μένα. «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13).
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ματθαῖος ἔμεινε πιὰ κοντὰ στὸ Χριστό. Ὅπως τὸ ἀρνὶ ἀκολου­θεῖ τὸν τσομπάνο, ἔτσι κι ὁ Ματθαῖος τὸ Χριστό. Κοντά του ἦταν ὅταν ἐκεῖνος στὴν ἔρημο εὐλόγησε τὰ ψωμιὰ καὶ χόρτασε τὸν κόσμο. Κοντά του ὅταν περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα. Κοντά του ὅταν θεράπευε τοὺς ἀρ­ρώστους. Κοντά του τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν τέλεσε τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ εἶπε τὸ «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26). Κοντά του τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἔφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα. Κοντά του ὅταν ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Καὶ στὸ ὑπερῷο τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν πάλι ἐκεῖ. Μετά, ὅταν οἱ μαθηταὶ σκόρπισαν σὲ διάφορα μέρη γιὰ νὰ κηρύξουν, ὁ Ματθαῖος πῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆγε μακριά, μέσα σὲ ἀγρίους ἀνθρώπους, καὶ κήρυξε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ εἶ­χε μαρτυρικὸ τέλος διὰ πυρός.

* * *

Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι». Δύο λόγια τοῦ εἶπε, κι αὐτὸς τ᾿ ἄφησε ὅλα· καὶ τελωνεῖο, καὶ σπίτια, καὶ λεφτά, καὶ περιουσία, καὶ φίλους, τὰ πάντα, καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό.
Ποιός τὸ κάνει σήμερα αὐτό; Τὸ θεωρεῖτε εὔκολο; Γιά φανταστῆτε νὰ ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστὸς καὶ νὰ πήγαινε στὸ γεωργὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁδηγεῖ τὸ τρακτέρ, στὸν ψαρᾶ τὴν ὥρα ποὺ ῥίχνει τὸ δίχτυ, στὸν ἐργάτη, στὸν ὑπάλληλο, στὸν πλούσιο, στὸν ἔμπορο, νὰ πήγαινε στὸ νομάρχη, στὸ δήμαρχο, στὸν ὑπουργό. Νὰ πήγαινε καὶ νὰ ἔλεγε· Ἔλα μαζί μου κι ἄφησέ τα αὐτά. Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς θ᾿ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό; Σήμερα εἶνε ἐποχὴ τοῦ χρή­ματος. Οἱ ἄνθρωποι ψοφᾶνε γιὰ λεφτά. Χωρὶς λεφτὰ δὲν κάνουν τίποτα.
Ἀλλὰ ὁ Ματθαῖος δούλεψε χωρὶς λεπτά.
Ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ δὲν εἶχε παπᾶ. Πα­ρακάλεσα τὸν πρόεδρο· –Βρῆτε ἕναν, εἴτε βο­σκὸ εἴτε γεωργό, νὰ τὸν κάνουμε ἱερέα, νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή… Κανείς δὲν βρέθηκε. Μόνο ἕνας αὐθάδης μοῦ εἶπε· –Ἂν μᾶς δώσῃς, δεσπότη, τόσα τὸ μῆνα, γινόμαστε ὅλοι παπᾶδες. –Δὲν σᾶς χρειάζομαι, τοῦ λέω.
Καὶ ὅμως νὰ ξέρετε, ὅτι καὶ σήμερα ὑπάρχουν παιδιὰ ποὺ ἐγκαταλείπουν τὰ πάντα καὶ πᾶνε κάτω στοὺς ἀγρίους, καὶ κηρύττουν τὸ Χριστό, καὶ θυσιάζονται. Αὐτοὶ ὅμως εἶνε λίγοι. Τρία ἑκατομμύρια ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ σκορπίστηκαν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος· ἄλλος πῆγε στὴν Ἀμερική, ἄλλος στὴν Αὐστραλία, ἄλλος στὸν Καναδᾶ, ἄλλος στὴ Γερμανία, ἄλλος ἀλλοῦ.
Γιατί πήγανε; Γιὰ τὸ χρῆμα. Γιὰ τὸ Θεὸ πόσοι πῆγαν ἐκεῖ;…
Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐδῶ δὲν θὰ σᾶς πῶ ν᾿ ἀφήσετε τὸν τόπο σας καὶ νὰ πᾶτε μακριὰ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Σᾶς λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκολο. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ μεγάλο; Ἔ, κάνε τὸ μικρό. Ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο· θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώσετε ἕνα χαλίκι. Μὴν ἀφήσῃς λοιπὸν τὸ σπίτι σου. Μεῖνε κοντὰ στὴ γυναῖκα καὶ στὰ παιδιά σου. Συνέχισε τὴ δουλειά σου. Νὰ εἶσαι ἐργατικὸς καὶ φιλότιμος· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! μυρμήγκι νὰ εἶσαι, αὐτὸ θέλει ὁ Χριστός. Ἦρθε ὅμως Κυριακὴ καὶ χτύπησε ἡ καμπάνα; Ὁ ἦχος ἐκεῖ­νος εἶνε μήνυμα Κυρίου. Τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός. «Ἀκολούθει μοι», σοῦ λέει. Ἔλα, Χριστιανέ μου, νὰ ἐκκλησιαστῇς. Δὲν σὲ καλεῖ νὰ πᾷς κάτω στοὺς ἀ­γρίους, γιὰ νὰ γίνῃς ἐκεῖ κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου· δὲν σὲ καλεῖ νὰ γίνῃς παπᾶς ἢ ἱεροκήρυκας ἢ κάτι ἄλλο. Ἔλα στὴν ἐκκλησία, σοῦ λέει, ν᾿ ἀνάψῃς τὸ κερί σου καὶ νὰ στα­θῇς στὴ θεία λειτουργία. Πόσο νὰ σταθῇς; Μία ὥρα! Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέ χρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» μία ὥρα εἶνε. Ὅλη ἡ βδομάδα ἔχει 168 ὧρες, καὶ ἀπὸ τὶς 168 ὧρες 1 ὥρα μᾶς ζητάει ὁ Θεός· κ᾿ ἐμεῖς οὔτε 1 ὥρα δὲν τοῦ ἀφιερώνουμε; Τόσο φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό;
Γι᾿ αὐτὸ σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου καὶ θαυμάζου­με τοὺς ἥρωες ἐκείνους ποὺ ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἐργάζονται ὡς ἱεραπόστολοι στὰ δι­άφορα μέρη τῆς γῆς, κάνω μία ἔκκλησι σὲ ὅ­λους. Σᾶς παρακαλῶ, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε –ἢ μᾶλλον δὲν θέλετε– νὰ κάνετε τὸ μεγάλο, νὰ κάνετε τὸ μικρό. Σεῖς οἱ ἴδιοι δὲν συγκινεῖσθε καὶ δὲν ἐνδιαφέρεστε γιὰ ἱεραποστολή. Kά­ποιο καλὸ παιδί σας δὲν τ᾿ ἀφήνετε νὰ γίνῃ ἱ­ερεύς. Ἔτσι φθάσαμε νὰ ἔχουμε στὴν Ἑλλάδα χίλιες (1.000) θέσεις ἱερέων κενές. Τὸ παιδάκι σας θέλετε νὰ γίνῃ δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός…· ἀλλὰ παπᾶς ὄχι. Ἕνα μικρὸ χαρι­τωμένο παιδάκι πήγαινε στὸ κατηχητικὸ καὶ τοῦ ἄρεσε ἡ ἐκκλησία· καὶ λέει στὸν πατέρα του· –Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω παπᾶς. – Ἂν τὸ ξαναπῇς, τοῦ εἶπε, θὰ σὲ σκοτώσω!…
Λοιπόν; Τὸ ἕνα δὲν τὸ κάνετε, τὸ ἄλλο δὲν τὸ κάνετε, τί Χριστιανοὶ εἶστε; Ἐλᾶτε τοὐλάχιστον τὴν Κυριακὴ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φωτιστῆτε· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου Πτελεῶνος – Ἑορδαίας τὴν 16-11-1980
πηγή: augoustinos-kantiotis

Οι ωφέλειες στην Εκκλησία, από τα αποκαλυπτόμενα σκάνδαλα του κλήρου





Λέει η Αγία Γραφή: "Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν" (Ρωμαίους 8/η: 28). Τα πάντα, λοιπόν, συνεργούν στο αγαθό, όχι για όλους, αλλά "γι' αυτούς που αγαπούν τον Θεό, αυτούς που κλήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, κατά την πρόθεσή Του". Ποιες είναι λοιπόν οι ωφέλειες, από τα πρόσφατα σκάνδαλα κληρικών που σκανδαλίζουν τον κόσμο;

Οι εχθροί της Εκκλησίας, πίστεψαν ότι βρήκαν την κότα με τα χρυσά αυγά, στην προσπάθειά τους να την πλήξουν. Έτσι επιδόθηκαν με πάθος σε ένα μπαράζ επιθέσεων όχι μόνο κατά  των κληρικών, αλλά και της Εκκλησίας γενικότερα, νομίζοντας ότι θα στερήσουν τους Χριστιανούς από την πίστη τους. Όμως δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν πολεμούν ενάντια σε ανθρώπους, αλλά στον Ίδιο τον Θεό! Και δεν καταλαβαίνουν ότι οι προσπάθειές τους, όχι μόνο δεν βλάπτουν την Εκκλησία, αλλά αντίθετα, γίνονται αφορμές για την περεταίρω ενίσχυσή της! Ας δούμε λοιπόν μερικούς τομείς, στους οποίους η Εκκλησία βγήκε ενισχυμένη από αυτές τις επιθέσεις:



1. Απομάκρυνση ακατάλληλων ιερέων

Τον βάτραχο αν τον ρίξεις σε μια βραστή κατσαρόλα, θα πεταχτεί έξω και θα φύγει. Αν όμως τον αφήσεις σε μια κατσαρόλα με κρύο νερό που σιγά-σιγά ζεσταίνεται μέχρι να βράσει, δεν θα το αντιληφθεί, ώσπου να γίνει βατραχόσουπα.

Έτσι και με μερικούς ιερείς. Η υπερβολική ανοχή της ιεραρχίας, τους έκανε ράθυμους και απρόσεκτους, και αυτή η κατάσταση διαιωνιζόμενη, λειτουργούσε ενάντια στην ίδια την Εκκλησία. Γιατί οι πιστοί σκανδαλίζονταν για πράγματα που ΓΝΩΡΙΖΑΝ, όμως έβλεπαν ότι κανείς από τους αρμοδίους δεν λάμβανε τα μέτρα του για να τα διορθώσει. Και σαν το βάτραχο στην κατσαρόλα, η Ελλαδική Ιεραρχία έβραζε στο ζουμί της, επαναπαυμένη στις δάφνες της, αφήνοντας τους πιστούς της σκανδαλισμένους και έρμαιο των διαφόρων εχθρών της Εκκλησίας, αιρετικών και αλλοθρήσκων.

Μόλις όμως τους "ζεμάτισαν" οι επιθέσεις από μερίδα του τύπου, έσπευσαν να προβούν σε δράση και απομάκρυνση των σκανδαλοποιών. Παράλληλα, σε αποκάλυψη μη Χριστιανικών μεθόδων που αποσκοπούσαν στην ανάληψη των επισκοπών.

Αυτό για τους πιστούς, όσο λυπηρό κι αν ήταν για τους πεσμένους ιερείς, στην πραγματικότητα ήταν ανακούφιση. Γιατί βγάζει από πολλά προβλήματα πολλούς Χριστιανούς σε πλήθος ενοριών και μονών, που στέναζαν κάτω από τα προβλήματα της κακής διοίκησης. Και θα είναι ένα καλό μάθημα για αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον. Και είναι κάτι που το οφείλουμε στις αποκαλύψεις των δημοσιογράφων. Και ως πιστοί, ευχαριστούμε τους δημοσιογράφους εκείνους που απεκάλυψαν με γνώμονα τη δημόσια πληροφόρηση, και όχι τη σκανδαλοθηρία και τις στημένες επιθέσεις προς την Εκκλησία.



2. Αιτία γνώσης και κατανόησης

Όλα αυτά τα σκάνδαλα και οι αποκαλύψεις τους, έδωσαν στους πιστούς ευκαιρία να μελετήσουν και να εμβαθύνουν στη διδασκαλία της Εκκλησίας περί σκανδάλων, αναξίων κληρικών, κάθαρσης, συγχωρητικότητας, ιερών κανόνων, καθαρότητας της Εκκλησίας, κλπ.

Υπενθυμίζουμε, ότι μιλάμε για τους "πιστούς Χριστιανούς", για τους "αγαπώντες τον Θεόν". Γιατί οι υπόλοιποι, οι "Χριστιανοί της ταυτότητας", ούτε ποτέ ενδιαφέρθηκαν, ούτε θα ενδιαφερθούν ποτέ για βαθύτερη κατανόηση των ζητημάτων αυτών, αλλά θα παραμείνουν σε μια στείρα ηθικολογία και κατάκριση, Προτεσταντικού ευσεβιστικού τύπου.

Μετά από όλα αυτά που διδάχθηκαν, οι πιστοί είναι περισσότερο σίγουροι από ποτέ, για το σωστό τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων, και έλαβαν και μαθήματα καθαρότητας, για να τα χρησιμοποιήσουν, όχι στην "αποκάλυψη άλλων", αλλά ΠΡΩΤΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ!



3. Συσπείρωση των Χριστιανών

Οι λυσσώδεις επιθέσεις κατά της Εκκλησίας, έγιναν αιτία για τους πιστούς, να συσπειρωθούν γύρω από την Εκκλησία, αντιλαμβανόμενοι τη δαιμονική υποκίνηση εναντίον της, από τις αντίθεες δυνάμεις του κόσμου. Για μια φορά ακόμα, οι Χριστιανοί αυτής της χώρας, θυμήθηκαν τη σημασία του Αγιογραφικού λόγου: "Δεν έχουμε εδώ πόλη διαμένουσα, αλλά τη μέλλουσα επιζητούμε". Όχι μόνο κατάλαβαν αυτό που ήξεραν, αλλά ΕΝΙΩΣΑΝ, ότι οι Χριστιανοί είναι για τον κόσμο αυτό "ξένοι και περαστικοί", γιατί "ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται".

Είναι κάτι που δυστυχώς οι περισσότεροι Χριστιανοί στη χώρα μας, και στην εποχή μας, δεν το είχαν ξανανιώσει. Ζούσαν επαναπαυμένοι στις δάφνες τους, στη "σιγουριά" του ληθάργου τους, θεωρώντας τη Χριστιανική πίστη, ως κάτι "δεδομένο", για το οποίο δεν θα ήταν ανάγκη να υποστούν καμία θλίψη. Είχαν ξεχάσει τη συνείδηση της Εκκλησίας των Κατακομβών. Γι' αυτό και υπήρχε στασιμότητα και λήθαργος. Ο βάτραχος κόντευε να πάρει βράση, και κοιμόταν μακάρια στο όλο και πιο ζεστό νερό της κατσαρόλας!

Και ξαφνικά ζεματίσθηκαν, και πετάχτηκαν οι άνθρωποι αυτοί, ξυπνώντας από το λήθαργο. Και κατάλαβαν, ότι τίποτα στην πίστη δεν είναι δεδομένο. Και στρατεύθηκαν στην Εκκλησία για πρώτη φορά με ζήλο, και με τη συνείδηση ΤΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ! Και όταν υπάρχει η συνείδηση αυτή στον άνθρωπο, τον κάνει ζωντανό και δυναμικό, στην προώθηση των θέσεών του, ανάμεσα σε έναν εχθρικό κόσμο.

Με χαρά λοιπόν υποδεχώμαστε, τους όλο και περισσότερους φρεσκοξυπνημένους αδελφούς μας, που ξεχώρησαν έγκαιρα από τη "βατραχόσουπα", για να εργασθούν μαζί μας για την προώθηση του Ευαγγελίου!



4. Ξεσκέπασμα των ψευτοχριστιανών

Δεν είναι δυστυχώς Χριστιανός, όποιος "έτυχε" μόνο να γεννηθεί και να βαπτισθεί από Χριστιανούς γονείς. Χριστιανός είναι εκείνος που ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΑ αποδέχθηκε αυτό το βάπτισμα, και συνέχισε να αγωνίζεται να πλησιάσει τον Θεό.

Όμως η αλήθεια είναι ότι μεγάλο ποσοστό των συμπολιτών μας, αν και ομολογούν ότι είναι "Χριστιανοί Ορθόδοξοι", δεν έχουν ιδέα για τη Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη. Έχουν προσωπικές τους ιδέες, συχνά αντιφατικές και αντίθετες από την αποκαλυμμένη αλήθεια του Θεού. Είναι άνθρωποι αδιάφοροι για τον Θεό, που ζουν αμελώς, χωρίς προσπάθεια να τον πλησιάσουν.

Τέτοιοι άνθρωποι, υπάρχουν στην Εκκλησία, από την πρώτη στιγμή που η Εκκλησία ελευθερώθηκε από τους διωγμούς. Γιατί σε μια διωκόμενη Εκκλησία, τέτοιοι άνθρωποι ήταν απλώς ανύπαρκτοι! Μόλις όμως έπαψε η Εκκλησία να διώκεται, τέτοια ζιζάνια φύτρωσαν σε κάθε σημείο της Εκκλησίας. Γιατί τότε η πίστη τους έγινε ΑΝΕΞΟΔΗ, και ΑΚΙΝΔΥΝΗ, και ΕΥΚΟΛΗ. Πολύ δε περισσότερο, όταν η Ορθόδοξη πίστη, ως πίστη της "πλειοψηφίας" στη χώρα μας, θεωρείται "φυσική κατάσταση" του ανθρώπου, και απαραίτητο συστατικό της κοινωνικής του καταξίωσης!

Μόλις λοιπόν εκδηλώθηκε η επίθεση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην Εκκλησία, έσπευσαν πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ από την Εκκλησία. Όταν η Εκκλησία έγινε αντικείμενο ειρωνείας και κατάκρισης, έπαψε να είναι μέσο "κοινωνικής καταξίωσης". Έπαψε να είναι "η εύκολη" και "η ακίνδυνη" θρησκεία του επαναπαυμού. Έσπευσαν λοιπόν πολλοί να πουν: "Εγώ έπαψα να εκκλησιάζομαι". Ή: "Δεν πάω στην Εκκλησία γιατί σιχάθηκα τους παπάδες". Ή: "Εγώ είμαι προοδευτικός άνθρωπος, και δεν πιστεύω σε αυτά", και άλλα παρόμοια.

Ευχαριστούμε λοιπόν τους εχθρούς της Εκκλησίας γι' αυτό το καλό που της έκαναν! Γιατί τόσοι "καλοπερασάκηδες", που έβρισκαν κοινωνικό καταφύγιο στην Εκκλησία, τώρα διαχώρισαν τη θέση τους, και έγιναν ορατοί. Γιατί οι αόρατοι εσωτερικοί εχθροί, είναι πάντα χειρότεροι από τους εξωτερικούς.



5. Αποκάλυψη των εχθρών της πίστης

Φυσικά οι ενσυνείδητοι Χριστιανοί, πάντα γνώριζαν ότι υπάρχουν κριμένοι εχθροί της Εκκλησίας, που υποκριτικά παριστάνουν τους πιστούς, αλλά στα κρυφά σκάβουν το λάκκο της Εκκλησίας. Ούτε ήταν απαρατήρητες από τους πιστούς, οι πλάγιες και έμμεσες επιθέσεις μερίδας του τύπου, που πρόσκειται ή συγγενεύει με αθεϊστικές κοσμοθεωρίες των προ-περασμένων αιώνων. Ούτε είχαν ποτέ την ψευδαίσθηση, ότι η παρουσία πολλών πολιτικών σε εκκλησιαστικά γεγονότα, δεν ήταν υποκριτική ψηφοθηρία.

Όμως με τα τελευταία αυτά σκάνδαλα, πολλοί από αυτούς, επιτέλους ΞΕΣΚΕΠΑΣΤΗΚΑΝ! Γιατί νόμισαν προς στιγμήν, ότι αυτή η σχεδόν γενικευμένη απαξίωση της Εκκλησίας από τα κατευθυνόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, απηχούσε και τις θέσεις του μέσου πολίτη. Πρόβαλαν στη φαντασία τους, τις δικές τους αντιχριστιανικές επιθυμίες και θέσεις, ως θέσεις του λαού. Και ανοιχτά πλέον, επιχείρησαν (δημοσιογράφοι και πολιτικοί), ευθείες επιθέσεις κατά της Εκκλησίας.

Τους γνωρίσαμε και τους ξέρουμε! Ξέρουμε καλά πλέον ποιες εφημερίδες, ποιοι δημοσιογράφοι και ποιοι πολιτικοί στάζουν φαρμάκι εναντίον του Χριστού μας. Ξέρουμε καλά πλέον, ποιοι είναι δεμένοι στο αντιχριστιανικό άρμα της Δυτικόφερτης "εκσυγχρονιστικής" παγκοσμιοποίησης, που θέλει έναν κόσμο χωρίς Χριστό, και χωρίς Ορθοδοξία. Γνωρίζουμε πλέον ξεκάθαρα, ποιοι πολιτικοί δεν αξίζουν την ψήφο μας, γιατί είναι μακριά από την δισχιλιετή παράδοση του λαού μας. Τους γνωρίζουν πλέον και οι πιο ανίδεοι! Έπεσαν οι μάσκες!

Όμως το πιο τρομακτικό, που ούτε οι Χριστιανοί δεν είχαμε φαντασθεί, ήταν η αποκάλυψη ΤΗΣ ΠΗΓΗΣ αυτών των επιθέσεων. Γιατί έγινε ξεκάθαρο, ότι όλη αυτή η επίθεση κατά της Εκκλησίας, μεθοδεύθηκε ΑΠΟ ΞΕΝΕΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ!

Πολλά στοιχεία δημοσιογράφων, κυρίως για το Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, έγινε γνωστό ότι προήλθαν από ΞΕΝΕΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ! Μάλιστα, από υπηρεσίες χωρών, που είναι γνωστό ότι πολίτες των οποίων, τα τελευταία χρόνια χρηματοδοτούν αφειδώς με τεράστια ποσά, τη λειτουργία αντιχριστιανικών περιοδικών που λερώνουν τα περίπτερα της χώρας μας με ύβρεις κατά της Εκκλησίας και του Χριστού! Έγινε προφανές, ότι αυτές οι ίδιες ξένες υπηρεσίες, βλέποντας ότι απέτυχαν στην καθυπόταξη της θρησκευτικής συνείδησης του λαού μας μέσω αυτών των περιοδικών, στράφηκαν σε πιο δραστικά μέσα: Στην αποκάλυψη σκανδάλων ιερέων, ελπίζοντας ότι έτσι θα λυγίσουν το Χριστιανικό φρόνημα των Ελλήνων, και θα τους κάνουν εύκολη λεία στα παγκοσμοποιημένα συμφέροντα της Νέας Τάξης, και να βάλουν χέρι στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ!

Μήπως όλα αυτά τα φανταζόμαστε, επειδή ως Χριστιανοί ψάχνουμε εξιλαστήρια θύματα; Όχι φυσικά! Ακόμα και περιοδικά ΚΑΘΕ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ, όπως το "Τρίτο Μάτι" και το "Νέξους", αντιλήφθηκαν πολύ σωστά όλη αυτή τη διεθνή συνομωσία και την απεκάλυψαν στα τρέχοντα τεύχη τους (Μάρτιος - Απρίλιος 2005). Μήπως έχουν και αυτοί οι μη Χριστιανοί ανάγκη να βρουν "εξιλαστήρια θύματα"; Για να δικαιολογήσουν τι; Την Ορθοδοξία που δεν πιστεύουν;

Τα πράγματα είναι απλά και ξεκάθαρα. Η ενορχιστρωμένη επίθεση κατά της Εκκλησίας ξεκίνησε και συνεχίζεται. Με δικαιολογία τα σκάνδαλα (τα οποία πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν), τέθηκαν θέματα που αποσκοπούν στην αποδυνάμωση της Εκκλησίας, και στην απώλεια των Αγίων Τόπων από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Η επίθεση συνεχίζεται και καλά κρατεί, ειδικά από συγκεκριμένες "εκσυγχρονιστικές" εφημερίδες, και δημοσιογράφους με γνωστές σχέσεις με Νεοπαγανιστές. Και έτσι δείχνουν και τους πραγματικούς σκοπούς τους.

Ευχαριστούμε λοιπόν όλους αυτούς για την έγκαιρη φανέρωση των σκοπών τους. Ευχαριστούμε που ξύπνησαν εγκαίρως τους υπνώτοντες συμπολίτες μας, πριν τους κάνουν μια πονηρή σούπα παγκοσμιοποίησης. Και κυρίως, τους ευχαριστούμε που ξαναέδωσαν στην Εκκλησία της Ελλάδος, τη συνείδηση της υπό διωγμόν Εκκλησίας των πρώτων αιώνων. Αυτή είναι η συνείδηση της Εκκλησίας των Ευαγγελιστών και των αγίων.

Όταν η Εκκλησία θα βασιλεύει σε όλη τη γη, πάνω στις στάχτες των "εκσυγχρονιστών", οι Χριστιανοί δεν θα ξεχάσουν στους αιώνες τέτοια ζωοσωτήρια "ξυπνήματα".

Η αρχαία Εκκλησία διαφθάρηκε από την ελληνική φιλοσοφία; Του Δρ Paul R. Eddy, βοηθού καθηγητή της Θεολογίας του Bethel College Πηγή: Αναδημοσίευση από το περιοδικό: "Ερευνητής της Αλήθειας" Νο 30.



Πέρα από τις προκατειλημμένες και ανυπόστατες κατηγορίες Προτεσταντικών και μη Χριστιανικών ομάδων, για δήθεν καταστροφική αλλοίωση του Χριστιανισμού από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, η πραγματικότητα είναι ότι υπήρξε μόνο μια δημιουργική αλληλεπίδραση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, που οδήγησε στην ωφέλεια αμφοτέρων, χωρίς να βλάψει κανέναν από τους δύο. Το παρακάτω άρθρο που δημοσιεύουμε με την άδεια του περιοδικού: "Ο Ερευνητής της αλήθειας", είναι χαρακτηριστικό για το θέμα αυτό.

Μια κοινή κριτική του ιστορικού ορθόδοξου Χριστιανισμού είναι η αξίωση ότι ο αρχαίος χριστιανισμός αλλοιώθηκε από τις διανοητικές δυνάμεις του  “ελληνισμού". (Ο ελληνισμός, φυσικά, αναφέρεται στην επιρροή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και πολιτισμού, που εξαπλώθηκε σε όλο τον μεσογειακό κόσμο μετά από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον τέταρτο αιώνα π.Χ.). Συγκεκριμένα, τα δόγματα της Τριάδας και της θεότητας του Χριστού έχουν απορριφθεί ως αντιβιβλικές ιδέες που εισήχθησαν στο χριστιανισμό μέσω της διαβρωτικής επιρροής της ελληνικής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα των ιδεών του Πλάτωνα. Τόσο πολύ καιρό πριν όπως το 1531, στο βιβλίο του, “On the Errors of the Trinity” («Στα Λάθη της Τριάδας»), ο Μιχαήλ Σερβέτος επέκρινε τους ‘Ελληνιστικούς’ όρους  που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τριαδικούς Χριστιανούς για να εξηγήσουν την κατανόηση τους για τον Θεό. Πιο πρόσφατα, οι διάφοροι επικριτές του ορθόδοξου χριστιανισμού –συμπεριλαμβανομένων των Μορμόνων, των Μαρτύρων του Ιεχωβά, των Μουσουλμάνων, των οπαδών της Νέας Εποχής, και των θεολογικά φιλελεύθερων— έχουν υποστηρίξει ότι η αληθινή βιβλική κατανόηση του Θεού Πατέρα, του Ιησού Χριστού, και του Αγίου Πνεύματος, αλλοιώθηκαν τον 3ο, 4ο και 5ο αιώνα, από την ελληνική φιλοσοφία και τον ειδωλολατρικό πολυθεϊσμό, οι οποίοι οδήγησαν στην ανάπτυξη των δογμάτων της Τριάδας και της θεότητας του Χριστού. Τα ακόλουθα παραδείγματα θα τεκμηριώσουν αυτή την προσέγγιση:

 1.) Ο Stephen E. Robinson, καθηγητής Αρχαίων Γραφών στο Πανεπιστήμιο Brigham Young, και Μορμόνος απολογητής, γράφει:

«Οι Ευαγγελικοί έρχονται σε αυτά τα συμπεράσματα [σχετικά με τη φύση του Θεού] μόνο όταν αυτοί προσπαθήσουν να επιβάλουν τις πλατωνικές τους υποθέσεις και τις κατηγορίες τους στη θεολογία των Μορμόνων [Άγιοι των Τελευταίων Ημερών]  .. Οι Μορμόνοι ενοχλούνται από το γεγονός ότι ο Θεός της χριστιανικής "ορθοδοξίας" είναι ουσιαστικά όμοιος με το Θεό των Ελληνιστικών φιλοσόφων».

Με τη συγκεκριμένη άποψη για το δόγμα της Τριάδας, ο Robinson υποστηρίζει ότι είναι βασισμένο στις: "μη βιβλικές προσπάθειες των Συνόδων του τετάρτου - και πέμπτου- αιώνα να καθορίσουν ακριβώς πώς ο Θεός είναι συγχρόνως ένας και τρεις με τη χρησιμοποίηση των ελληνικών φιλοσοφικών εννοιών, κατηγοριών, και όρων." Ολοκληρώνει λέγοντας: "Δεν εμπιστεύομαι τους διανοούμενους της Ελληνιστικής εκκλησίας να έχουν υπολογίσει ακριβώς πώς αυτό είναι έτσι. .."

 2.) Μία δημοφιλής έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, με τον τίτλο «Πρέπει να πιστεύετε στην Τριάδα;», εξηγεί την ανάπτυξη του δόγματος της Τριάδας ως εξής:

«Σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο, ακόμα και από την εποχή της Βαβυλωνίας, ήταν κοινή η λατρεία ειδωλολατρικών θεών που ήταν ομαδοποιημένοι σε τριάδες. Αυτή η αντίληψη επικρατούσε επίσης στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα, και στη Ρώμη πριν από το Χριστό, στη διάρκεια της ζωής του, και μετά απ’ αυτόν. Και μετά το θάνατο των αποστόλων, αυτά τα ειδωλολατρικά πιστεύω άρχισαν να εισβάλλουν στη Χριστιανοσύνη... Μολονότι [ο Πλάτωνας] δεν δίδαξε την Τριάδα με τη σημερινή της μορφή, το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του άνοιξε το δρόμο γι’ αυτήν (σελ.9,11)».

  3.) Οι Μουσουλμάνοι απολογητές Muhammad Ataur Rahim και Ahmad Thomson κάνουν μια παρόμοια κριτική της Τριάδας:

«Καθώς η διδασκαλία του Ιησού διαδίδονταν πέρα από τους Άγιους Τόπους, ήρθε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς και σε σύγκρουση με τους κυβερνήτες. Άρχισε να αφομοιώνεται και να προσαρμόζεται από αυτούς τους πολιτισμούς και άλλαξε επίσης για να μειώσει τους διωγμούς από τούς κυβερνήτες. Στην Ελλάδα, ειδικά, μεταμορφώθηκε, ταυτόχρονα ώστε η υπόστασή του να εκφράζεται με μια νέα γλώσσα για πρώτη φορά, και με την ευθυγράμμισή του με τις ιδέες και τις φιλοσοφίες εκείνου του πολιτισμού. Ήταν η πολυθεϊστική άποψη των Ελλήνων που συνέβαλε κατά ένα μεγάλο μέρος στη διατύπωση του δόγματος μιας Τριάδας, μαζί με τη βαθμιαία ανύψωση του Ιησού. .. από προφήτη του Θεού σε μια ύπαρξη χωριστή, αλλά όμως αδιαίρετο μέρος του Θεού».

  Τι να κάνουμε με αυτή την κριτική; Υπάρχουν στοιχεία του πλατιά εξαπλωμένου "Ελληνισμού" μέσα στην αρχαία εκκλησία; Εάν ναι, αυτό σημαίνει ότι τα κεντρικά δόγματα της χριστιανικής πίστης αλλοιώθηκαν στη διαδικασία;

            Ότι γνωρίζουμε είναι αυτό: Ο "Ελληνισμός" ήταν μια πολιτιστική δύναμη που άγγιξε τις περισσότερες περιοχές στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ο χριστιανισμός προέκυψε στο μεσογειακό κόσμο, δεν είναι έκπληξη ότι οι πρώτοι Χριστιανοί έπρεπε να εξετάσουν τα αποτελέσματά του. Ξέρουμε ότι μεταξύ των πρώτων Χριστιανών υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις στην ελληνιστική φιλοσοφία. Παραδείγματος χάριν, ο Τερτυλλιανός υποστήριξε ότι ο χριστιανισμός και η ελληνική φιλοσοφία δεν έχουν τίποτα κοινό. Αφ' ετέρου, ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας αισθάνθηκε αρκετά άνετα να κάνει συγκρίσεις μεταξύ του χριστιανισμού και της ελληνικής φιλοσοφίας προκειμένου να προσελκύσει Ελληνιστικούς ειδωλολάτρες στο Ευαγγέλιο. Ο Ιουστίνος δεν ήταν μόνος στην προσπάθεια να δημιουργηθούν γέφυρες από την ελληνική φιλοσοφία στο χριστιανισμό. Όπως ο Ιουστίνος, πολλοί πρώτοι Χριστιανοί ήταν πρόθυμοι να δανειστούν ορισμένους όρους και ιδέες από τον πολιτιστικό κόσμο της εποχής τους προκειμένου να μεταδοθεί το Ευαγγέλιο σε εκείνους γύρω από αυτούς. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τη διαδικασία, επιτράπηκε στις Ελληνιστικές ιδέες να εισέλθουν στο μήνυμα του Ευαγγελίου και να διαστρεβλωθεί το αληθινό νόημά του; Αν και αυτό είναι μια κοινή κριτική του ορθόδοξου χριστιανισμού, μπορεί να αποδειχθεί ότι, στην πραγματικότητα, είναι ένα επιχείρημα χωρίς κανένα  πραγματικό θεμέλιο. Τα ακόλουθα τέσσερα σημεία θα χρησιμεύσουν να αποκαλύψουν τις αδυναμίες αυτής της άποψης.



1) Ο εβραϊκός κόσμος, από τον οποίο ο χριστιανισμός προέκυψε, ήταν ήδη αγγιγμένος από τον ελληνισμό πριν από τη γέννηση του Χριστού.

 Οι επικριτές που χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα το κάνουν συχνά να ακούγεται σαν η ζωή και ο πολιτισμός του Ιησού και των πρώτων μαθητών να ήταν άθικτοι από τον Ελληνισμό, και ότι μόνο στους μετέπειτα αιώνες του επιτράπηκε να "μολύνει" την εκκλησία. Εντούτοις, ξέρουμε από την ιστορία ότι απλά δεν έχουν έτσι τα γεγονότα. Στην πολύ καλή μελέτη του, “Judaism and Hellenism” («Ιουδαϊσμός και Ελληνισμός»), ο Martin Hengel έχει δείξει ότι, από τα μέσα του τρίτου π.Χ. αιώνα, η εβραϊκή Παλαιστίνη είχε ήδη δοκιμάσει τα αποτελέσματα του ελληνισμού με διάφορους τρόπους. Παραδείγματος χάριν: (1) Κάτω από την Πτολεμαϊκή βασιλεία, οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να δεχτούν διάφορες μορφές Ελληνιστικής κυβέρνησης και διοίκησης,  (2) ως κατοίκους ενός σημαντικού παράκτιου τμήματος γης, η Παλαιστίνη εξυπηρέτησε ως ένα σταυροδρόμι για το διεθνές εμπόριο, το οποίο έφερε πολλούς ελληνιστές εμπόρους στην περιοχή,  (3) η ελληνική γλώσσα – η κοινή γλώσσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – έγινε ένα μέρος του εβραϊκού πολιτισμού (και έγινε η γλώσσα της Καινής Διαθήκης!), (4) Οι ελληνικές εκπαιδευτικές τεχνικές υιοθετήθηκαν, εν μέρει, από τους Εβραίους. Κατά συνέπεια, η ιδέα ενός αγνού Ιουδαϊσμού, άθικτου από τον ελληνισμό, που «γεννάει» έναν εξίσου άθικτο αρχαίο Χριστιανισμό ο οποίος αργότερα "αλλοιώθηκε" από τον ελληνισμό είναι απλά μία αναληθής ιστορική εικόνα.



2) Οι πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η επιρροή του ελληνισμού στους διάφορους λαούς στον αρχαίο κόσμο ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος επιφανειακή, και προσέλκυσε πρώτιστα την άρχουσα τάξη και εκείνους με πολιτικές και διοικητικές φιλοδοξίες.

 Στην ογκώδη μελέτη του για την Ελληνιστική περίοδο, ο Peter Green καταδεικνύει ότι τα αποτελέσματα του ελληνισμού στους τοπικούς πολιτισμούς στον αρχαίο κόσμο, λειτούργησαν σαν ένα αναγκαστικό πολιτιστικό «επίχρισμα» πάνω σε μια κατά τ’ άλλα υγιή και διακριτή παραδοσιακή κοσμοθεωρία. Ο G.W.Bowersock έχει έρθει σε παρόμοια συμπεράσματα:

«Η διατήρηση όλων αυτών των τοπικών παραδόσεων δείχνει ότι δεν υπήρξε παρά ένας επιφανειακός Εξελληνισμός ενός μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας, της Εγγύς Ανατολής, και της Αιγύπτου.... [Ο ελληνισμός ] ήταν ένα μέσο όχι απαραιτήτως αντίθετο στις τοπικές ή γηγενείς παραδόσεις. Αντίθετα, παρείχε έναν νέο και πιο εύγλωττο τρόπο για να εκφραστούν αυτές».

Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν το γεγονός ότι ο ελληνισμός δεν έτεινε να διεισδύει και να "διαφθείρει" τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις του αρχαίου κόσμου. Μάλλον, οι άνθρωποι διατήρησαν τις θρησκευτικές παραδόσεις τους παρά την Ελληνιστική επιρροή σε άλλους τομείς των ζωών τους. Αυτό οδηγεί στη τρίτη μας παρατήρηση.



3) Αν και ο Ιουδαϊσμός και ο αρχαίος Χριστιανισμός επηρεάστηκαν από τον περιβάλλοντα πολιτισμό με ορισμένους τρόπους, φρούρησαν επιμελώς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις πρακτικές τους από τις Ελληνιστικές ειδωλολατρικές επιρροές, ακόμη και μέχρι το σημείο του μαρτυρίου.

   Ερχόμαστε τώρα στην καρδιά του ζητήματος. Η ιστορική και η αρχαιολογική απόδειξη δείχνει ότι και ο Ιουδαϊσμός και ο αρχαίος Χριστιανισμός φρούρησαν προσεκτικά τις θρησκευτικές απόψεις τους από τον περιβάλλοντα Ελληνιστικό πολιτισμό. Παραδείγματος χάριν, όσον αφορά τον Ιουδαϊσμό, η αρχαιολογική εργασία του Eric Meyers στην πόλη Sepphoris στην Άνω Γαλιλαία του πρώτου αιώνα αποκαλύπτει ότι, παρά την Ελληνιστική επιρροή στα διάφορα πολιτιστικά επίπεδα, ο Ιουδαϊκός λαός διατήρησε μια αυστηρή τήρηση της Τορά (του Μωσαϊκού Νόμου).

   Όταν ερχόμαστε στον αρχαίο Χριστιανισμό, είναι σαφές ότι οι θρησκευτικές επιρροές μάλλον είναι εβραϊκές, παρά ελληνιστικές ειδωλολατρικές. Η ουσία του Χριστιανικού Ευαγγελίου δεν είναι τίποτα περισσότερο ούτε λιγότερο από την εκπλήρωση όλων των διαθηκικών υποσχέσεων της Παλαιάς Διαθήκης μέσω του αναμενόμενου για καιρό Εβραίου Μεσσία. Είναι το αποκορύφωμα της ιστορίας των σχέσεων του Γιάχουε (Yahweh)-Θεού με τον εβραϊκό λαό μέσω μιας σειράς διαθηκών, που καταλήγουν στη Νέα Διαθήκη του Ιησού Χριστού. Είναι μία Εβραϊκή κοσμοθεωρία που εξουσιάζει το Ευαγγέλιο, όχι αυτή της ειδωλολατρίας. Τα συμπεράσματα του Gregory Dix σχετικά με το θέμα του Εξελληνισμού του Ευαγγελίου επιβεβαιώνουν αυτήν την αξίωση: ο κεντρικός πυρήνας του Ευαγγελίου αποτελείται από "έναν Εβραϊκό Μονοθεϊσμό και ένα Εβραϊκό Μεσσιανισμό και μία Εβραϊκή Εσχατολογία,  τα οποία εκφράζονται σε έναν συγκεκριμένο τύπο λατρείας και ηθικής."

  Αυτό το συμπέρασμα συγκρούεται με αυτό που ήταν μια δημοφιλής άποψη χριστιανικής προέλευσης στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτή η άποψη, που έχει μια ομάδα, κριτικών μελετητών γνωστών ως "Σχολή της Ιστορίας των Θρησκειών", υποστήριξε ότι πολλές αρχαίες χριστιανικές πεποιθήσεις και πρακτικές είχαν δανειστεί πραγματικά από τις Ελληνιστικές ειδωλολατρικές "μυστηριακές λατρείες." Τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, αυτή η άποψη έχει εγκαταλειφθεί κατά ένα μεγάλο μέρος από τους λόγιους. Τα στοιχεία τώρα καταδεικνύουν ότι ο αρχαίος Χριστιανισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός καθώς αναδύεται από τον Εβραϊκό κόσμο σκέψης. Στο βιβλίο του, “Christianity and the Hellenistic World” («Ο Χριστιανισμός και ο Ελληνιστικός Κόσμος»), ο φιλόσοφος Ronald Nash απορρίπτει τους ισχυρισμούς της "Σχολής της Ιστορίας των Θρησκειών". Τα συμπεράσματά του είναι αξιοσημείωτα:

   «Ήταν ο αρχαίος Χριστιανισμός μια συγκρητιστική πίστη; Δανείστηκε οποιαδήποτε από τις ουσιώδεις πεποιθήσεις και πρακτικές του είτε από την Ελληνιστική φιλοσοφία ή θρησκεία ή από τον Γνωστικισμό; Τα στοιχεία απαιτούν αυτή η ερώτηση να απαντηθεί αρνητικά».

  Το συμπέρασμα του Nash ταιριάζει με τα συμπεράσματα πολλών άλλων. Η εργασία των ιστορικών και βιβλικών μελετητών, όπως των Ν. Τ. Wright και David Flusser επιβεβαιώνουν ότι ο Ιουδαϊσμός του πρώτου αιώνα, είναι το κατάλληλο πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κατανοηθεί η άνοδος του αρχαίου Χριστιανισμού. Είναι αλήθεια ότι ο Χριστιανισμός τελικά ήρθε σε ρήξη με τον Ιουδαϊσμό. Αντίθετα από τον Ιουδαϊσμό, κατάλαβε τον Θεό ως τρισυπόστατη ύπαρξη, και τον Μεσσία να είναι ταυτόχρονα θείος και ανθρώπινος. Εντούτοις, αυτές οι θεολογικές προοπτικές είχαν την ρίζα τους στην εμπειρία των πρώτων Εβραίων Χριστιανών όπως καταγράφονται στη Καινή Διαθήκη. Όπως ο Dix έχει σημειώσει, "ο Χριστιανισμός έπαψε να είναι Ιουδαϊκός, αλλά με αυτόν τον τρόπο δεν έγινε Ελληνικός. Έγινε ο εαυτός του – Χριστιανισμός".



4) Πολλά από τα κεντρικά στοιχεία του Ευαγγελίου είναι διαμετρικά αντίθετα στην Ελληνιστική νοοτροπία

  Αυτή η αξίωση μπορεί να αποδειχθεί με τα εξής παραδείγματα: Κατ' αρχάς, όπως ο Ιουδαϊσμός, το Χριστιανικό Ευαγγέλιο πιστοποιεί ότι ο Θεός δημιούργησε όλα τα πράγματα "από το τίποτα" ("ex nihilo"). Αυτό είναι αντίθετο προς την Ελληνική άποψη της προϋπάρχουσας αιώνιας ύλης. Δεύτερον, δεδομένου ότι ο Θεός δημιούργησε όλα τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένης της ύλης, ο Χριστιανισμός (με τον Ιουδαϊσμό) καταλαβαίνει την ύλη γενικά, και το ανθρώπινο σώμα ειδικότερα, σαν "πολύ καλά" (Γένεση 1:31). Η Ελληνιστική κοσμοθεωρία κατανοούσε την ύλη ως κάτι αμφισβητήσιμο στην καλύτερη περίπτωση –  εάν όχι εντελώς κακή. Το σώμα θεωρούνταν κάτι σαν ένας αφύσικος τάφος, μέσα στον οποίο η αιώνια ανθρώπινη ψυχή παγιδεύτηκε προσωρινά μέχρι να απελευθερωθεί από τον θάνατο. Λαμβανομένου υπόψη ότι, με τον Ιουδαϊσμό, ο Χριστιανισμός διακήρυττε ότι το να είσαι άνθρωπος σήμαινε να έχεις ένα σώμα, και έτσι ότι θα βιώσουμε την ανάσταση του σώματος (ένα άφθαρτο σώμα!) στη μετά θάνατον ζωή, η Ελληνική άποψη της μετά θάνατον ζωής ήταν η ελευθερία από το σώμα.

  Μερικοί έχουν σημειώσει τις ομοιότητες μεταξύ ορισμένων ελληνικών συστημάτων ηθικής και των διδασκαλιών της Καινής Διαθήκης πάνω στην ηθική. Εντούτοις, ακόμη και εδώ υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Ενώ κάποιος μπορεί να προσδιορίσει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως οι λογοτεχνικές μορφές και οι βασικοί ηθικοί κώδικες, υπάρχουν προεξέχουσες διαφορές στο κίνητρο (οι Χριστιανοί παρακινούνται από το σεβασμό για το Θεό και την κλήση Του στην αγιότητα, οι Έλληνες από την αυτονόητη "λογική") και τα μέσα για να ζήσεις μια ηθική ζωή (οι Χριστιανοί ενδυναμώνονται από το Άγιο Πνεύμα, οι Έλληνες στηρίζονται επάνω στην έμφυτη σοφία και ικανότητά τους). Τελικά, αντίθετα από την ελληνική φιλοσοφική άποψη, η ελπίδα του ουρανού αποτελεί τη βάση για τους Χριστιανούς ώστε να εμμένουν κάτω από ηθική πίεση.

  Τέλος, πρέπει να εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι τα δόγματα της θεότητας του Χριστού και της Τριάδας είναι μεταγενέστερες ελληνιστικές ειδωλολατρικές διαφθορές του αρχαίου και "καθαρού" χριστιανισμού. Δύο απαντήσεις θα αρκέσουν να παρουσιάσουν τις αδυναμίες αυτών των ισχυρισμών. Κατ' αρχάς, οι ισχυρισμοί εκείνων όπως οι Μορμόνοι και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ότι ο Χριστιανισμός της Καινής Διαθήκης διαφθάρηκε από την μεταγενέστερη Ελληνιστική επιρροή αποτυγχάνουν να υπολογίσουν το γεγονός ότι είναι τα ίδια τα στοιχεία της Καινής Διαθήκης που οδήγησαν τους πρώτους Χριστιανούς πατέρες να ομολογήσουν τη θεότητα του Χριστού και την Τριαδικότητα του Θεού. Ενώ λόγοι χώρου δεν επιτρέπουν μια λεπτομερή βιβλική υπεράσπιση αυτών των δογμάτων, μπορεί να γίνει αναφορά σε διάφορες σημαντικές μελέτες που καταδεικνύουν ότι αυτά τα δόγματα έχουν την ρίζα τους στη Καινοδιαθηκική μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό (δείτε στην Βιβλιογραφία το Νο11 για τις προτεινόμενες πηγές).

  Δεύτερον, η πρόσφατη έρευνα έχει αποδείξει ότι η αρχαία Χριστιανική ιδέα της θεότητας του Χριστού αναπτύχθηκε όχι σε ένα Ελληνιστικό πλαίσιο αλλά σε έναν ευδιάκριτα Εβραϊκό κόσμο σκέψης. Ο Richard Bauckham, ένας λόγιος αυτού του σχετικά νέου κινήματος μελετητών (μερικές φορές γνωστού ως "Νέα Σχολή της Ιστορίας των Θρησκειών") δηλώνει αυτά τα συμπεράσματα συνοπτικά:

  «Όταν η Χριστολογία της Καινής Διαθήκης διαβάζεται με αυτό το εβραϊκό θεολογικό πλαίσιο στο μυαλό, γίνεται σαφές ότι, από το πιο πρώιμο ξεκίνημα της  μετα-Πασχάλιας Χριστολογίας και μετά, οι πρώτοι Χριστιανοί περιέλαβαν τον Ιησού, ακριβώς και σαφώς, μέσα στη μοναδική ταυτότητα του ενός Θεού του Ισραήλ…Η πιο πρώιμη Χριστολογία ήταν ήδη η υψηλότερη Χριστολογία».

  Τελικά, αν και η αξίωση ότι η αρχαία Χριστιανική πίστη και πρακτική διαφθάρηκαν από την Ελληνιστική επιρροή, υποστηρίζεται συνήθως από τους επικριτές του ορθόδοξου χριστιανισμού, τα ιστορικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν αυτήν την αξίωση. Μάλλον, όπως ο Ιουδαϊσμός από τον οποίο προέκυψε, η Χριστιανική πίστη φρούρησε αυστηρά τη μοναδική θρησκευτική ταυτότητά της στη μέση της θρησκευτικής και φιλοσοφικής ποικιλομορφίας του αρχαίου Μεσογειακού κόσμου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Craig L. Blomberg and Stephen E. Robinson, How Wide the Divide? A Mormon and an Evangelical in Conversation (Downers Grove, IL: InterVarsity, 1997), p. 92.

2. Blomberg and Robinson, How Wide the Divide?, p. 128.

3. Should You Believe in the Trinity? (New York: Watchtower Bible & Tract Society, 1989), p. 11.

4. Muhammad 'Ata'ur-Rahim and Ahmad Thomson, Jesus Prophet of Islam, 2nd ed. (London: Ta-Ha Pub., 1996), p. 2.

5. Martin Hengel, Judaism and Hellenism: Studies in their Encounter in Palestine during the Early Hellenistic Period, 2 vols., (trans. John Bowden; Philadelphia: Fortress, 1974). See also Hengel's Jews, Greeks and Barbarians: Aspects of the Hellenization of Judaism in the Pre-Christian Period (trans. John Bowden; Philadelphia: Fortress, 1980); and The 'Hellenization' of Judea in the First Century after Christ (trans. John Bowden; Philadelphia: Trinity, 1989).

6. Peter Green, Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenistic Age (Berkeley: University of California Press, 1990), pp. 312-335.

7. G. W. Bowersock, Hellenism in Late Antiquity (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1990) 6-7.

8. Eric Meyers, "The Challenge of Hellenism for Early Judaism and Christianity," Biblical Archaeology 55 (1992) pp. 84-91.

9. Gregory Dix, The 'Hellenization' of the Gospel (Uppsala: Almqvist & Wiksells, 1953), p. 3 (emphasis in text).

10. Ronald Nash, Christianity and the Hellenistic World (Grand Rapids: Zondervan, 1984), p. 270.
See N. T. Wright, The New Testament and the People of God (Minneapolis: Fortress, 1992); David Flusser, Jewish Sources in Early Christianity (New York: Adama, 1987).

11. Dix, 'Hellenization' of the Gospel, p. 29. For a more detailed discussion see Paul R. Eddy, "Christian and Hellenistic Moral Exhortation: A Literary Comparison Based on I Thessalonians 4," in Directions in New Testament Methods (ed. M. Albl, P. R. Eddy, and R. Mirkes; Milwaukee: Marquette University Press, 1993), pp. 45-51.
On the deity of Christ see: Murray J. Harris, Jesus as God: The New Testament Use of theos in Reference to Jesus (Grand Rapids: Baker, 1992); Robert M. Bowman, Jehovah's Witnesses, Jesus Christ, and the Gospel of John (Grand Rapids: Baker, 1989); Millard Erickson, The Word Became Flesh: A Contemporary Incarnational Christology (Grand Rapids: Baker, 1991). On the Trinity see: Robert M. Bowman, Why You Should Believe in the Trinity: An Answer to Jehovah's Witnesses (Grand Rapids: Baker, 1989); Gregory Boyd, Oneness Pentecostals and the Trinity (Grand Rapids: Baker, 1992). Ελληνικά βιβλία: ΙΗΣΟΥΣ Ο ΦΥΣΕΙ ΩΝ ΘΕΟΣ-Κ.ΛΕΝΗ, ΤΡΙΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ- Murray J. Harris, Ο ΙΗΣΟΥΣ ΓΙΑΧΒΕ-Ν.ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ο ΩΝ Ο ΗΝ ΚΑΙ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ-Π.ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ.

12. Richard Bauckham, God Crucified: Monotheism and Christology in the New Testament (Grand Rapids: Eerdmans, 1998) vi-vii.



(Μετάφραση κατόπιν αδείας του άρθρου Was Early Christianity Corrupted by 'Hellenism'?  http://www.xmark.com/focus/Pages/hellenism.html )

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών


 
Β΄ Κεφάλαιο
Η διαμόρφωσις των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας
1. Ο Κανών της πίστεως ή της αληθείας (Regula veritatís ή Regula fidei)
Οι Γνωστικοί ισχυρίζοντο, ότι κατείχαν την γνησίαν Χριστιανικήν αλήθειαν, την οποίαν ήντλουν εκ μυστικών δήθεν αποστολικών παραδόσεων348. Οι λόγοι οι οποίοι ώθουν αυτούς να προσφύγουν εις την αποστολικήν παράδοσιν ήσαν εμφανείς: δια της προσφυγής τούτης ήθελαν να προσδώσουν κύρος εις την διδασκαλίαν των. Αυτή δεν ήτο διδασκαλία καινή, προερχομένη εξ ανθρώπων — ως συνήθως κατηγορούντο — αλλ' ήτο διδασκαλία αποστολική, κατά συνέπειαν δε γνησία και αυθεντική. Αν όμως ηλήθευεν ο εν λόγω ισχυρισμός των Γνωστικών, τότε αυτομάτως η διδασκαλία της Εκκλησίας έπρεπε να ήτο νόθος και ψευδής.
Το κέντρον των γνωστικών διισχυρισμών διείδεν ορθώς η Εκκλησία, η οποία και αντέταξε τον ιδικόν της Κανόνα Πίστεως, τον οποίον, παραλαβούσα εκ των Αποστόλων, διετήρει εις τους κόλπους αυτής απαράφθορον και ανόθευτον. Ο τρόπος δια του οποίου αντιμετώπιζεν η Εκκλησία τας περί αποστολικής παραδόσεως αξιώσεις των Γνωστικών, ήτο απλούς: Αν αι γνωστικαί διδασκαλίαι ήσαν πράγματι αλήθειαι αποστολικαί, έπρεπε να περιλαμβάνωνται εις τον Κανόνα της αληθείας, τον εν τη Εκκλησία αυθεντικώς διακρατούμενον και φυλασσόμενον. Αν όχι, ήσαν διδασκαλίαι ψευδείς, τας οποίας οι ορθογνώμονες Χριστιανοί έπρεπε να αποκρούουν και να αποστρέφονται.
Ποιος όμως ήτο ο Κανών ούτος της αληθείας;349
Ο όρος Κανών, σημαίνων αρχικώς την στάθμην των οικοδόμων ή παν άλλο αντικείμενον (ξύλον) χρησιμοποιούμενον υπό των τεχνιτών «εις ξύλων ή λίθων ευθύτητα»,350 λαμβάνεται και εν μεταφορική εννοία προς δήλωσιν του παραδείγματος ή του μέτρου, προς το οποίον συγκρίνοντές τι, χαρακτηρίζομεν αυτό και αποφαινόμεθα περί της αξίας του.351 Εν μεταφορική εννοία χρησιμοποιείται και εν τη θεολογική γλώσση ο Κανών προς δήλωσιν του μέτρου ή του κριτηρίου της εν τη Εκκλησία φυλασσομένης πίστεως (Regula fidei) ή αληθείας (Regula veritatis). Την αλήθειαν ταύτην παραλαβόντες οι Απόστολοι παρά του Κυρίου παρέδωσαν ακολούθως εις την Εκκλησίαν ως «παρακαταθήκην» (1 Τιμ. 6,20), ως ενιαίον «τύπον διαδοχής» (Ρωμαίους 6, 17) και ως κανόνα ευσεβούς πολιτείας και πίστεως.352 Ως εκ των Αποστόλων προερχομένη η αλήθεια (τα δόγματα της πίστεως) απετέλει το σπουδαιότερον μέρος της traditio vetus ή της traditio ab apostolis.353
Ως όμως είναι γνωστόν, το περιεχόμενον της θείας αποκαλύψεως οι Απόστολοι παρέδωσαν αρχικώς εις την Εκκλησίαν δια ζώσης — ως τούτο δια ζώσης παρέλαβον παρά του Διδασκάλου — μαθητεύσαντες δια του προφορικού λόγου των πάντα τα έθνη της γης (Ματθαίος 28,19). Ακολούθως και εξ αφορμής ειδικών περιστάσεων και συνθηκών ήρχισαν να καταγράφουν συνοπτικώς την διδασκαλίαν αυτών εις τα ευαγγέλια, όπως γραπτώς παρεδόθη παραλλήλως το περιεχόμενον και ο τρόπος της ιδικής των διδακτικής ενεργείας και δράσεως. Ως είναι φανερόν, τόσον ο γραπτός όσον και ο προφορικός λόγος των Αποστόλων, ως προερχόμενος εκ της αποστολικής πηγής, δεν ήτο δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ των, χρησιμοποιούμενοι συγχρόνως και ως ισόκυροι γνώμονες και αρχαί αποδεικτικαί της γνησιότητος της εν τη Εκκλησία φυλαττομένης αληθείας της πίστεως.
Παραλλήλως όμως προς τα ανωτέρω δύο πνευματικά μεγέθη (προφορικήν και γραπτήν παράδοσιν) και μάλιστα πολύ ενωρίς — πολύ ενωρίτερον των αντιγνωστικών αγώνων της Εκκλησίας — η αρχαία Χριστιανική κοινότης ωθουμένη εξ αναγκών Ιεραποστολικών (εκ του κατηχητικού έργου αυτής) ήρχισε να διατυπώνη βραχείας προτάσεις πίστεως (ομολογίας)354, καταγράφουσα εις αυτάς συνοπτικώς τα κυριώτερα σημεία της αποστολικής της πίστεως. Αι ομολογίαι αύται απηγγέλλοντο κυρίως εις επίσημα εκκλησιαστικά γεγονότα, το βάπτισμα, την θείαν ευχαριστίαν και τους κατά των δαιμόνων εξορκισμούς. Ιδίως η ομολογία του βαπτίσματος είχεν ιδιαιτέραν σημασίαν, διότι οι ομολογούντες αυτήν απεδείκνυον δημοσία την Χριστιανικήν των ιδιότητα και διεκρίνοντο σαφώς από των απίστων.
Αι ομολογίαι, συμπληρούμεναι εν τω μεταξύ καταλλήλως (εις τούτο συνετέλεσε τα μέγιστα η εμφάνισις των αιρέσεων), βραδύτερον ωνομάσθησαν «σύμβολα».355 Δια των συμβόλων διεκρίνοντο οι αληθείς Χριστιανοί από των μη τοιούτων. Τοιαύτας ομολογίας πίστεως είχον όλαι σχεδόν αι αρχαίαι Εκκλησίαι, χωρίς τούτο να σημαίνη, ότι και η διατύπωσις αυτών ήτο πανταχού ενιαία και η αυτή. Εις τας ομολογίας ταύτας δεν κατεχωρίζοντο κανόνες ηθικού περιεχομένου, αλλά μόνον τα κυριώτερα σημεία της δογματικής (αποστολικής) παραδόσεως της Εκκλησίας, τα οποία διήγειρον αμφισβητήσεις εκ των έξω και απετέλουν αντικείμενον διαστρεβλώσεως εκ μέρους των αιρέσεων.356
Τούτων ούτως εχόντων, τίθεται το ερώτημα: Εις ποίαν σχέσιν ευρίσκετο ο Κανών της αληθείας προς τους ανωτέρω τρεις βασικωτάτους παράγοντας της αρχαίας εκκλησιαστικής συνειδήσεως και ζωής;
Την απάντησιν εις το ερώτημα θα εύρωμεν ευχερέστερον αν εξετάσωμεν το ζήτημα εις τας αντιαιρετικάς πηγάς της αρχαίας εκκλησιαστικής γραμματείας, ήτοι εις τα συγγράμματα των αντιγνωστικών Πατέρων της Εκκλησίας.
1. Η σημαντικωτέρα εκ των πηγών τούτων είναι τα συγγράμματα του Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και Μάρτυρος, ο οποίος ομολογουμένως υπήρξε κορυφαία προσωπικότης εις τον αγώνα της αρχαίας Εκκλησίας εναντίον της γνωστικής κακοδοξίας. Εκ των συγγραμμάτων τούτων πληροφορούμεθα:
 
α) Τον αποστολικόν χαρακτήρα της εν τη Εκκλησία φυλαττομένης αληθείας.
Τον χαρακτήρα τούτον ο Ειρηναίος, ως κατ' εξοχήν ανήρ της παραδόσεως, εξαίρει ανά παν βήμα εις τα έργα του. Αι σχετικαί μαρτυρίαι είναι παμπληθείς. Παράβαλλε: C. H., I, 10 (Β.Ε.Π. 5, 115): «τούτο το κήρυγμα (των Αποστόλων)… . Και ταύτην την πίστιν… Η Εκκλησία… φυλάσσει». III, 3, 3 (Β.Ε.Π. 5, 143): «το κήρυγμα των Αποστόλων και την παράδοσιν… την πίστιν αυτών και ήν νεωστί από των Αποστόλων παράδοσιν ειλήφει». III, 3, 2: «Habet ab apostolis traditionem et annuntiatam hominibus fidem». II, 9, 1: «acclesia autem omnis per universum orbem hanc accepit ab apostolis traditionem». III, 4, 2: «veterem traditionem diligenter custodientes: in unum deum credentes…» κ. ά.
 
β) την προφορικήν και έγγραφον μορφήν της αποστολικής παραδόσεως.
Κατά τον Eιρηναίον οι Απόστολοι παραλλήλως προς το προφορικόν κήρυγμα αυτών, κατέγραφον — θεία προνοία — εις τα Eυαγγέλια τα κυριώτερα σημεία της διδασκαλίας των.357 Γραφή και προφορική παράδοσις358 ως έχουσαι την αυτήν αποστολικήν προέλευσιν και περιλαμβάνουσαι το αυτό αποστολικόν κήρυγμα, έχουν και την αυτήν καθοριστικήν ισχύν ως προς την γνησιότητα της θείας αληθείας συνιστώσαι την «regula veritatis inadulterata».
Ο Ειρηναίος όμως δεν ταυτίζει τας δύο αυτάς πηγάς της πίστεως αλλά διακρίνει σαφώς μεταξύ αποστολικής παραδόσεως (traditio apostolica) και θείων Γραφών (Scripturae). Η πρώτη χρονικώς είναι προγενεστέρα της δευτέρας συνιστώσα την verus traditio, την οποίαν απ' αρχής παρέδωσαν οι Απόστολοι εις την Εκκλησίαν. Το κυριώτερον μέρος της παραδόσεως ταύτης είναι η veritatis traditio, εν τη οποία περιελήφθησαν πάντα τα εις την πίστιν αφορώντα (omnia quae sint veritatis), και την οποίαν έκτοτε διαφυλάσσει γνησίαν και αναλλοίωτον η Εκκλησία.
Η παράδοσις αυτή θα υπήρχε και εις περίπτωσιν ακόμη, καθ' ην ουδέν παρεδίδετο γραπτόν υπό των Αποστόλων. Τούτο πιστοποιεί το γεγονός ότι πολλοί Χριστιανοί, μη γνωρίζοντες ανάγνωσιν και γραφήν, εν τούτοις κατείχον την εξ ακροάσεως προσλαμβανομένην και δια ζώσης μεταδιδομένην παράδοσιν της Εκκλησίας.359 την αποστολικήν αλήθειαν ελάμβανον οι πιστοί κατά το βάπτισμα. Ταύτην μετέδιδεν εις αυτούς προφορικώς ο Προεστώς της Εκκλησίας: «ούτω δε και ο τον κανόνα της αληθείας ακλινή κατέχων, ον δια του βαπτίσματος είληφε» (C. H. I, 9,4· Β.Ε.Π. 5, 114).360
Είναι φανερόν, ότι κατά τον Ειρηναίον τον Κανόνα της αληθείας (Regula Veritatis) συνιστά κατ' ουσίαν η προφορική παράδοσις των Αποστόλων η φυλασσομένη εν τη Εκκλησία και μεταδιδόμενη υπ' αυτής δια του βαπτίσματος εις το μέλη της. Επομένως η γνώμη ωρισμένων ερευνητών (Kunze κ.ά.), κατά την οποίαν αι άγιαι Γραφαί αποτελούν αναγκαίον στοιχείον του Κανόνος, δεν δύναται να έχη σοβαρά ερείσματα παρά τω Ειρηναίω. Μόνον εν γενικωτάτη εννοία και καθ' όσον αι άγιαι Γραφαί έχουν αποστολικήν την προέλευσιν αυτών, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν ως Regula veritatis, χωρίς εν τοσούτω ν' ανήκουν ουσιωδώς εις τον Κανόνα.361
 
γ) την ύπαρξιν του Κανόνος της αληθείας.
Περίπου 10 φοράς απαντά ο όρος «Κανών της αληθείας» (Regula veritatis) εις τα έργα του Ειρηναίου.362 Ο όρος αποτελεί συνώνυμον της «αληθείας» (II, 27, 1), της «πίστεως» (I, 22, 1), του «Λόγου του Θεού» (IV, 35, 4). Εις όλας τας περιπτώσεις αυτάς ο Κανών αναφέρεται εις την δογματικήν πίστιν της Εκκλησίας, εις τας αληθείας της θείας αποκαλύψεως τας οποίας οι Απόστολοι παρέλαβον παρά του Κυρίου και ενεπιστεύθησαν, ως παρακαταθήκην αιωνίαν και ακατάλυτον, εις την Εκκλησίαν.
Τα βασικώτερα σημεία του Κανόνος της αληθείας μας παρέχει κατά τρόπον πολύ ενδεικτικόν το εις αρμενικήν μετάφρασιν, τo έτος 1904 ανευρεθέν (εις Erivan της ρωσσικής Αρμενίας) έργον του Ειρηναίου «Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος».363 Το κήρυγμα τούτο («το σωμάτιον της αληθείας», ο «Κανών της πίστεως», ο «υγιαίνων λόγος»), ως εκτίθεται υπό του Ειρηναίου, περιλαμβάνει: διδασκαλίαν περί Θεού (εις διάταξιν τριαδικήν), περί δημιουργίας, περί της σωτηρίου εν τη Π. Διαθήκη οικονομίας (κεφ. 8-30), περί του προσώπου και του έργου του Χριστού (καταγωγή, φύσις, ενέργειαι, απολύτρωσις, ανάστασις και εις ουρανούς ανάληψις, κεφ. 30-40). Περαιτέρω — και μετά μνείαν των Αποστόλων (κεφ. 41) — περιλαμβάνει διδασκαλίαν περί του βαπτίσματος και του Αγίου Πνεύματος (κεφ. 42), περί της πίστεως, αγάπης, ελπίδος — ως αποτελεσμάτων του κηρύγματος — περί της εν Πνεύματι πολιτείας, περί της αναστάσεως, της Εκκλησίας (εν τη οποία ως λαός του Θεού αντί των Ιουδαίων αναδεικνύονται οι εθνικοί) και περί της δευτέρας του Κυρίου παρουσίας (κεφ. 43 και εξής).
Το σπουδαίον τούτο έργον του Ειρηναίου, παρέχον εις τας βασικός αυτού γραμμάς την διδασκαλίαν του μεγάλου έργου του Ειρηναίου (Κατά Αιρέσεων), δεικνύει κατά τρόπον ανάγλυφον ποίος ήτο περίπου ο Κανών της αληθείας εν τη Εκκλησία υπερμεσούντος του β' μ. Χ. αιώνος, ποία ήσαν δηλαδή τα κεντρικώτερα σημεία της αποστολικής πίστεως, ως ταύτην εδέχοντο και ωμολόγουν οι Χριστιανοί.
 
δ) την ύπαρξιν Ομολογιών πίστεως364 ή διατυπώσεων συμβολικών.
Αι ομολογίαι πίστεως, τας οποίας παραθέτει ο Ειρηναίος, ως κεντρικόν στόχον αυτών είχον την ανάδειξιν της εν τη πίστει ενότητος της Εκκλησίας, την οποίαν, ως γνωστόν, διέσπων οι Γνωστικοί.365 Είναι δε αύται δύο ειδών, διμερείς και τριμερείς.
Εις τας πρώτας κατατάσσονται αι ομολογίαι αι έχουσαι δύο σκέλη και διακηρύσσουσαι την πίστιν εις Θεόν Πατέρα και εις Κύριον Ιησούν Χριστόν ενώ εις τας δευτέρας καταλέγονται αι έχουσαι τρία σκέλη και διακηρύσσουσαι την πίστιν εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Κύριον χαρακτηριστικόν γνώρισμα όλων των ομολογιών τούτων είναι αφ' ενός μεν η απουσία της διατυπώσεως «Κανών της αληθείας» (αντί ταύτης γίνεται χρήσις των όρων: πίστις, παράδοσις, βάπτισμα), αφ' ετέρου δε η ρυθμική μορφή υπό την οποίαν αύται εκφέρονται.366
Κατωτέρω αναφέρομεν ενδεικτικώς ανά μίαν εκ των δύο τούτων κατηγοριών ομολογιών.
1. Διμερής: «Αιχμαλωτίζουσιν από της αληθείας τους μη εδραίαν την πίστιν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού διαφυλάττοντας» (C. Η. I, 3, 6· Β.Ε.Π. 5, 100).367
2. Τριμερής: «Η μεν γαρ Εκκλησία, καίπερ καθ' όλης της οικουμένης έως περάτων της γης διεσπαρμένη, παρά δε των Αποστόλων, και των εκείνων μαθητών παραλαβούσα την εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, τον πεποιηκότα τον ουρανόν, και την γην, και τας θαλάσσας, και πάντα τα εν αυτοίς πίστιν και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας και εις Πνεύμα Άγιον, το δια των Προφητών κεκηρυχός τας οικονομίας και τας ελεύσεις και την εκ παρθένου γέννησιν και το πάθος και την έγερσιν εκ νεκρών και την ένσαρκον εις τους ουρανούς ανάληψιν του ηγαπημένου Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών και την εκ των ουρανών εν τη δόξη του Πατρός παρουσίαν αυτού επί το ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα, και αναστήσαι πάσαν σάρκα πάσης ανθρωπότητος» (C. H. I, 10, 1· Β.Ε.Π. 5, 115).368
Υπό των περί τον Ειρηναίον ασχοληθέντων θεολόγων ερευνητών εξητάσθη το ζήτημα κατά πόσον παρά τω Επισκόπω της Λυώνος ο Κανών της αληθείας (η Regula veritatis) ταυτίζεται μετά της Ομολογίας του βαπτίσματος. Διετυπώθη το ερώτημα: Ο Κανών της αληθείας χρησιμοποιείται υπό του Ειρηναίου ως όρος τεχνικός προς δήλωσιν της εν τω βαπτίσματι Ομολογίας της πίστεως;
Την ταύτισιν μεταξύ Κανόνος αληθείας και βαπτισματικής Ομολογίας εδέχθησαν οι πλείστοι των ερευνητών. Ημείς προσωπικώς δεν νομίζομεν, ότι η ταύτισις αυτή είναι κατά πάντα ορθή. Ο Κανών της αληθείας και ταυτίζεται και δεν ταυτίζεται — παρ' Ειρηναίω — μετά της βαπτισματικής Ομολογίας. Και ταυτίζεται μεν, διότι η Ομολογία του βαπτίσματος περιλαμβάνει τον Κανόνα κατά τα βασικά αυτού διδάγματα. Είναι, δηλαδή, συνοπτική έκθεσις εκείνου.
Η Ομολογία του βαπτίσματος υπήρχεν ανέκαθεν εν τη Εκκλησία και προ της εμφανίσεως των ποικιλωνύμων αιρέσεων. Παραθέτων ο Ειρηναίος εν συνάψει τον «Κανόνα» (την «εντολήν», τον «παλαιόν λόγον», την «δοθείσαν πίστιν») επαναλαμβάνει απλώς ό,τι προ αυτού έλεγον ο Ιωάννης, ο Κλήμης, ο Πολύκαρπος και ο Ιγνάτιος. Το κείμενον βεβαίως και η έκτασις της Ομολογίας δεν ήσαν αυστηρώς καθωρισμένα. Εις αυτά προσετίθεντο βαθμηδόν νέαι προτάσεις πίστεως, την προσθήκην των οποίων υπηγόρευον συνήθως αι πνευματικοί ανάγκαι της Εκκλησίας, κυρίως όμως η ανάγκη καταπολεμήσεως των εκάστοτε εμφανιζομένων αιρέσεων. Δεν ταυτίζεται δε, διότι ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας, περιλαμβάνων περισσοτέρας αληθείας369 ή όσας η Ομολογία. Ο Κανών, δηλαδή, περιελάμβανε ολόκληρον την πίστιν ή την διδασκαλίαν της Εκκλησίας (Praedicatio ecclesiae. C. H. I, 10, 1 εξ. V, 27, 1), ήτο το πλήρες σωμάτιον της αληθείας (veritatis corpus integrum. II, 27, 1).
Μόνον εν τη ευρυτέρα ταύτη εννοία ήτο άλλωστε δυνατή η υπό της Εκκλησίας επιτυχής αντιμετώπισις των αιρέσεων. Την ανάγκην ταύτην αντιμετωπίζων και ο Harnack απεδέχθη ως Κανόνα της αληθείας την «Bestimmt interpretirtes Bekenntniss»370 (την καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένην Oμολογίαν). Ότι όμως δια της εκδοχής τούτης περιπίπτομεν εις σχήμα πρωθύστερον, δεν είναι δύσκολον να καταδειχθεί. Πρώτον, διότι την ερμηνείαν των ολίγων προτάσεων πίστεως των ενυπαρχουσών εν τη ομολογία η Εκκλησία διενήργει πάντοτε βάσει της αποστολικής της παραδόσεως, ήτοι της Regula fidei ή Regula verltatis. Δεύτερον, διότι η ύπαρξις της ομολογίας προϋποθέτει οπωσδήποτε την ύπαρξιν του Κανόνος, του οποίου και αποτελεί, ως ήδη ετονίσθη, συνοπτικήν εκφοράν. Επομένως ο Κανών δεν δύναται να είναι η καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένη ομολογία, αλλ' αντιθέτως το μέτρον ερμηνείας εκείνης.
Πρέπει επομένως να διακρίνωμεν Κανόνα και Ομολογίαν.371 Μεταξύ τούτων δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά, διότι κατ' ουσίαν αμφότερα είναι έν και το αυτό πράγμα. Η υφισταμένη διαφορά είναι μάλλον ποσοτική. Ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας διότι περιλαμβάνει περισσοτέρας εκείνης αληθείας (είναι πλήρες σύστημα διδασκαλίας). Η Ομολογία είναι στενοτέρα του Κανόνος περιλαμβάνουσα ολιγωτέρας αληθείας (τα κεντρικώτερα σημεία της πίστεως) και εμπλουτιζομένη βαθμηδόν επί τη βάσει του εν τη Εκκλησία φυλασσομένου Κανόνος και αναλόγως των ιστορικών της Εκκλησίας αναγκών. Η ομολογία εμπεριέχεται ολόκληρος εν τω Κανόνι, ενώ ο Κανών συστέλλεται εν τη ομολογία. Η σχέσις αυτή νομίζομεν ανταποκρίνεται πληρέστερον εις τα πράγματα, ως ταύτα εκτίθενται εις το αντιαιρετικόν έργον του μεγάλου θεολόγου της Λυώνος.
 
2. Των ανωτέρω απόψεων του Ειρηναίου δεν φαίνεται ν' απομακρύνωνται αισθητώς αι αντίστοιχοι απόψεις του Τερτυλλιανού.
Και κατά τον Τερτυλλιανόν η Regula fidei προέρχεται εκ του Χριστού (Apol. 47), συνιστώσα την παράδοσιν των Αποστόλων, και μάλιστα εν αντιδιαστολή προς την auctoritas scripta.372 Η παράδοσις αυτή περιλαμβάνει κυρίως την περί πίστεως διδασκαλίαν (doctrina fidei. De praescr., 20. 26. PL 2, 32, 38).
Η Regula fidei ταυτίζεται υπό του Τερτυλλιανού μετά της ομολογίας του βαπτίσματος (του συμβόλου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας),373 εν αμέσω δ' εξαρτήσει εξ αυτής (της Ομολογίας) αναπαράγει ούτος το περιεχόμενον του Κανόνος (Regula). Παρά ταύτα, εν τω Κανόνι περιλαμβάνονται προσθήκαι και σκέψεις, αι οποίαι ελλείπουν εκ του κειμένου της ομολογίας,374 (άρα ο Κανών είναι ευρύτερος εις περιεχόμενον της Ομολογίας).
Το σχετικώς νέον παρά τω Τερτυλλιανώ είναι αφ' ενός μεν ο οξύς χαρακτηρισμός του Κανόνος ως lex fidei (πράγμα σύμφωνον προς το νομικόν πνεύμα του Τερτυλλιανού), αφ' ετέρου δε η έξαρσις του μυστηριακού χαρακτήρος του Κανόνος ως christianum sacramentum (Adv. Marc. I, 21. PL 2, 270: «regula sacramenti»).
Ως προς το περιεχόμενον του Κανόνος,375 ο Τερτυλλιανός συμφωνεί κατ’ ουσίαν προς τον Ειρηναίον. Κατά τον Harnack (μν. έργ., σελ. 365) Ο Τερτυλλιανός εν τη Regula fidei περιλαμβάνει τας κάτωθι αληθείας: την εκ του μηδενός δημιουργίαν του κόσμου (De praescr. 13. Pl 2, 26), την προς δημιουργίαν μεσιτείαν του Λόγου (Αυτ.), την προ των δημιουργημάτων αρχήν τούτου (του Λόγου. Αυτ.), ωρισμένην περί ενανθρωπήσεως θεωρίαν (Αυτ.), το κήρυγμα ενός νέου νόμου (nova lex), μίαν νέαν δια του Χριστού επαγγελίαν περί της θείας βασιλείας (nova promissio regni caelorum), τέλος την τριαδικήν του Θεού οικονομίαν (Adv. Prax. 2. PL 2, 157).
Εν τω περιεχομένω τούτω ο Harnack βλέπει ουσιαστικόν βήμα προόδου έναντι της αντιστοίχου διδασκαλίας του Ειρηναίου.376 Παρά τω Τερτυλλιανώ ο Κανών μεταπίπτει εις σύστημα διδασκαλίας (doctrina). Καθ' όσον δε η διδασκαλία αυτή πρέπει να συνδέη τας Χριστιανικάς κοινότητας μεταξύ των, ο Τερτυλλιανός παρουσιάζει τας κοινότητας αυτάς ως είδος σχολών. Ο αποστολικός νόμος και η αποστολική διδασκαλία («apostolische lex et doctrina») πρέπει να συνδέουν σταθερώς τους Χριστιανούς μεταξύ των. Η μετ' αυτών (νόμου και διδασκαλίας) σχέσις αποτελεί το μέτρον της Χριστιανικής ιδιότητος των επί μέρους μελών της Εκκλησίας.377
 
3. Τας αυτάς περίπου αντιλήψεις απαντώμεν και παρά τω Νοβατιανώ.
Το κυριώτερα σημεία της σχετικής διδασκαλίας του είναι τα ακόλουθα:
1) Η Regula veritatis περιλαμβάνει εν εαυτή την γνήσιαν παράδοσιν (sincera traditio) και την καθολικήν πίστιν (catholica fides ή incontaminata doctrinae dominicae jura), δηλαδή την καθαράν χριστιανικήν διδασκαλίαν, ως αυτή προήλθε παρά του Kupíou και διασώζεται εν τη Εκκλησία.378
2) Ο Νοβατιανός όταν ομιλή περί του Κανόνος της αληθείας, έχει πάντοτε εν νω την ομολογίαν του βαπτίσματος (praescripta regula).379 Ταύτα κατ' ουσίαν ταυτίζει. Εν τούτοις
3) αποδέχεται και διαφοράν μεταξύ Κανόνος και Oμολογίας, μάλιστα εις ό,τι αφορά εις την έκτασιν και το περιεχόμενον αυτών. Ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας, περιλαμβάνων αληθείας αι οποίαι δεν απαντούν εις το κείμενον της τελευταίας ταύτης. Ο Κανών περιλαμβάνει ολόκληρον την Χριστιανικήν διδασκαλίαν, ενώ η Ομολογία αποτελεί συνοπτικήν εκφοράν του περιεχομένου της Αποστολικής Παραδόσεως (του Κανόνος), την οποίαν οι πιστοί λαμβάνουν δια του βαπτίσματος. Δι' όσα σημεία ελλείπουν εκ του κειμένου της Ομολογίας, γίνεται προσφυγή εις τον Κανόνα της αληθείας.
4) Η Regula veritatis δεν συμπίπτει ούτε μετά των Αγίων Γραφών (scripturae coelestes). Παρ' όλον ότι άπασαι αι αλήθειαι της Γραφής εμπεριέχονται εις τον Κανόνα, εν τούτοις ο Κανών αποτελεί ίδιον μέγεθος, υπέρ της γνησιότητος του οποίου γίνεται πολλάκις προσφυγή εις την μαρτυρίαν της Αγίας Γραφής.380
 
4. Εν Αλεξανδρεία, τέλος, και κατά την αυτήν περίπου εποχήν παρουσιάζεται έν νέον στοιχείον εν τω υπό μελέτην θέματι ημών. Τα στοιχείον τούτο είναι αι Υγιαί Γραφαί.
Εις αυτάς, δηλαδή εις τα βιβλία της Π. Διαθήκης και τας ευαγγελικάς και αποστολικάς γραφάς ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τοποθετεί την κατ' εξοχήν αυθεντίαν εις ό,τι αφορά εις τα ζητήματα της πίστεως.
Αι Υγιαί Γραφαί αποτελούν δι' αυτόν τας ειδικάς πηγάς της θείας αληθείας.381 Τον χαρακτήρα τούτον των Γραφών ο Κλήμης τονίζει μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως. Παραλλήλως όμως γνωρίζει και τον Κανόνα της αληθείας τον οποίον συνιστά η εν τη Εκκλησία φυλαττομένη αποστολική πίστη. Ο Κανών ούτος ευρίσκεται εις στενότατον σύνδεσμον μετά των θείων Γραφών (εν τη συνωδία και συμφωνία «νόμου τε και Προφητών τη κατά την του Κυρίου παρουσίαν παραδιδομένη διαθήκη»).382 Αποτελεί ίδιον μέγεθος επί τη βάσει του οποίου ερμηνεύονται αι άγιαι Γραφαί, το μέτρον δια του οποίου ελέγχεται και διακρίνεται το ψεύδος από της αληθείας.
Ο Κλήμης τέλος γνωρίζει και την Ομολογίαν του βαπτίσματος. Ταύτην αποκαλεί «Ομολογίαν περί των μεγίστων», την φέρει δε εις στενότατον συσχετισμόν μετά του Κανόνος της αληθείας.383 Παρά ταύτα, ο Κανών παρ' αυτώ ούτε μετά της Αγίας Γραφής συμπίπτει, ούτε και μετά της Ομολογίας του βαπτίσματος.
Ομοίως η σχέσις η παρατηρουμένη μεταξύ Κανόνος και Ομολογίας εις τα έργα του Ειρηναίου και του Τερτυλλιανού ελλείπει εκ των έργων του Κλήμεντος. Παρ' αυτώ ο «Εκκλησιαστικός Κανών» φέρεται ως σχήμα κυμαινόμενον και ασαφές, ως ασαφής είναι και η σχέσις αυτού προς την βαπτισματικήν διδασκαλίαν. Η τελευταία αυτή, ενωρίτερον εν Αλεξανδρεία ή αλλαχού, έχασε το σταθερόν και συγκεκριμένον περίγραμμα αυτής. Η έννοια βεβαίως υπήρχεν, αλλά μετ' αυτής συνεδέθη εν νέον περιεχόμενον, ήτοι η περιεκτική διδασκαλία της Γραφής ή η καθολική διδασκαλία της Εκκλησίας.384
Και ταύτα μεν περί του Κανόνος της αληθείας.

Σημειώσεις

348. Κατά τον Ειρηναίον αι απόκρυφοι παραδόσεις των Γνωστικών ήσαν αυθαίρετοι και φανταστικοί, εξαλλάσσουσαι συνεχώς άνευ τέλους (C. H. Contra Haersses] 1,8,1. 1, 11, 1. 5. I. 28, 1. ΙΙΙ, 2, 1. IV, 35, 41.
349. Επί του ζητήματος τούτου δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών ερευνητών. Ούτως ο Aug. Hahn (Bibliothek der Symbole und Glaubensregeln der alten Kirche, Reprograf. Nachdruck, Hildesheim 1962, σελ. 1, υποσ. 1) τον κανόνα πίστεως (Regula fidei) ταυτίζει μετά της ομολογίας του βαπτίσματος ή του βαπτιστηρίου συμβόλου.
Εις την αυτήν ταύτισιν προβαίνει και ο Th. Zahn (άρθρον Glaubensregel, εν Realenc. für Prot. Theol. Und Kirche, VI3, 1899, σελ. 682 εξ.), ενώ ο Harnack ως Κανόνα αποδέχεται την καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένην Oμολογίαν (Lehrbuch der Dogmengeschichte, erst. 8and, 1931, σελ. 360: «Bestimmt interpretirtes Bekenntniss»).
Την άποψιν του Harnack ο Kunze συμπληρώνει και επεκτείνει ως Ακολούθως: «Regula fidel ist aas antihäretisch gewendete, aus der helligen Schrift ergänzte und ausgelegte Taufbekenntniss, diese (die hl. Schrift) selbst mit eingeschlossen, oder aucn = regula fidei ist die gegen die Häretiker zur Einheit zusammengefasste hl. Schrift elten und neuen Testaments, insofern sie den im alten Taufbekenntniss ausgesprochen Glauben zum Inhalt hat, dieses (das Bekenntniss) selbst mit eingeschlossen» (J. Kunze, Glaubensregel, hl. Schrift und Taufbekenntniss etc., L 1899, σ. 185).
Προς την ταύτισιν Κανόνος και Ομολογίας του Βαπτίσματος συγκλίνει και ο Fr. Loofs (Leitfaden zum Studium der Dogmengeschichte, 1. Teil, Halle-Saale 1950, σελ. 100-101, ενώ ο Ferd. Kettenbusch (Das apostolische Symbol, zweit. Band, Hildesheim 1962) διαφοροτρόπως ανευρίσκει την σχέσιν μεταξύ Κανόνος Αληθείας, Oμολογίας του βαπτίσματος (Συμβόλου) και Αγίων Γραφών εις τους επί μέρους εκκλησιαστικούς Πατέρας και συγγραφείς (πλήρης ταύτισις Κανόνος και Ομολογίας παρά τω Τερτυλλιανώ, ίση τοποθέτησις Κανόνος και Συμβόλου παρά τω Ειρηναίω, ταύτισις Κανόνος και Αγίων Γραφών παρά τω Κλήμεντι Αλεξ. Και Ωριγένει).
Ο R. Seeberg, τέλος, (Lehrbuch der Dogmengeschichte, erster Band, Leipz. 1920, σελ. 371 και εξής) μεταξύ Regula Fidei και ομολογίας του βαπτίσματος ευρίσκει και ουσιώδη ταυτότητα και διαφοράς (ο Κανών ευρύτερος εις περιεχόμενον της ομολογίας).
350. Ζωναρά, PG 138, 564D.
351. Επικτήτου, Διατρ. Γ, 4,5. Βλέπε Βασ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εν Αθήναις 1960, σελ. 479.
352. Βλέπε Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Πρώτος, Αθήναι 1959, σελ. 123.
353. Ειρηναίου, C. H. V, 20, 1.
354. Αι αρχαιότεραι των προτάσεων τούτων, παλαιστινιακής προελεύσεως, περιελάμβανον την πίστιν εις τον τριαδικόν Θεόν (Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον). Βραχυτέρα έτι των διατυπώσεων τούτων ήτο η εν τω Ποιμένι του Ερμά (εντολή α') απαντώσα ομολογία πίστεως εις ένα Θεόν κτίστην, διακοσμητήν και προνοητήν των απάντων (Β.Ε.Π. 3, 52). Βλέπε Ad. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte, erst. Band. Tüb. 1931, σελ. 355.
 355. Ως Σύμβολον ωνομάσθη το πρώτον η ομολογία του βαπτίσματος εν τη Δύσει το 314 εν τω ογδόω Κανόνι της πρώτης συνόδου της Αρελάτης (βλέπε Hahn. Bibliothek der Symbole..., σελ. 2, υποσ. 1).
356. Ad. Harnack. μν. έργ., σελ. 357.
357. C. H. III, 1,1: «Quod tunc praeconaverunt, postea vero per del voluntatem in scripturis nobis tradiderunt fundamentum et columnam fidei nostrae futuram». Ill, 5, 1: «revestamur ad eam, quse est ax scripturis ostensionem aorum qui evangelium conscripserunt, apostolorum».
358. C. H. III, 5, 1. IV, 35,4.
359. C. H. III, 4,1 εξ.: «Nen opartet adhuc quaerere apud alios veritatem, quam facile est ab ecclesia sumere, quam apostoli quasi in depositorium dives in eam contulerint omnia quae sint veritatis… Propter quod oportet deviare quidem illos, quae autem sunt acclesiae cum summa diligentia diligere et apprehendere veritatis traditionem… Quid autem si neque apostoli quidem scriptures reliquissent nobis, nonne oportebat ordinem sequi traditionis, quam tradiderunt iis quibus committebant ecclesias? Cui ordinationi assentiunt multae gantes barbarorum… et vetarem traditionem diligenter custodientes, in unum daum credentes... Hanc fidem qui sine litteris crediderunt… barbari sunt… Per illam veterem apostolorum traditionem ne in conceptionem quidem mentis admittunt quodcunque eorum portentitoquium est».
360. «Neophytorum quoque sansum confirmare, ut stabilem custodiant fidem, quam bene ab ecclesia acceperunt» (C. H., Πρόλ. V).
361. Βλέπε R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 374.
362. Ch. I, 9, 4. I, 22, 1. II, 27, 1. II, 28,1. Ill, 2, 1. Ill, 15, 1. IV, 35,5.