Β΄ Κεφάλαιο
Η διαμόρφωσις των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας
  
  1. Ο Κανών της πίστεως ή της αληθείας (Regula 
  veritatís
  
  
  ή 
  
  Regula fidei)
  
  Οι Γνωστικοί ισχυρίζοντο, ότι κατείχαν την γνησίαν Χριστιανικήν 
  αλήθειαν, την οποίαν ήντλουν εκ μυστικών δήθεν αποστολικών παραδόσεων348. 
  Οι λόγοι οι οποίοι ώθουν αυτούς να προσφύγουν εις την αποστολικήν 
  παράδοσιν ήσαν εμφανείς: δια της προσφυγής τούτης ήθελαν να προσδώσουν 
  κύρος εις την διδασκαλίαν των. Αυτή δεν ήτο διδασκαλία καινή, 
  προερχομένη εξ ανθρώπων — ως συνήθως κατηγορούντο — αλλ' ήτο διδασκαλία 
  αποστολική, κατά συνέπειαν δε γνησία και αυθεντική. Αν όμως ηλήθευεν ο 
  εν λόγω ισχυρισμός των Γνωστικών, τότε αυτομάτως η διδασκαλία της 
  Εκκλησίας έπρεπε να ήτο νόθος και ψευδής.
  
  Το κέντρον των γνωστικών διισχυρισμών διείδεν ορθώς η Εκκλησία, η οποία 
  και αντέταξε τον ιδικόν της Κανόνα Πίστεως, τον οποίον, παραλαβούσα εκ 
  των Αποστόλων, διετήρει εις τους κόλπους αυτής απαράφθορον και 
  ανόθευτον. Ο τρόπος δια του οποίου αντιμετώπιζεν η Εκκλησία τας περί 
  αποστολικής παραδόσεως αξιώσεις των Γνωστικών, ήτο απλούς: Αν αι 
  γνωστικαί διδασκαλίαι ήσαν πράγματι αλήθειαι αποστολικαί, έπρεπε να 
  περιλαμβάνωνται εις τον Κανόνα της αληθείας, τον εν τη Εκκλησία 
  αυθεντικώς διακρατούμενον και φυλασσόμενον. Αν όχι, ήσαν διδασκαλίαι 
  ψευδείς, τας οποίας οι ορθογνώμονες Χριστιανοί έπρεπε να αποκρούουν και 
  να αποστρέφονται. 
  
  Ποιος όμως ήτο ο Κανών ούτος της αληθείας;349
  
  Ο όρος Κανών, σημαίνων αρχικώς την στάθμην των οικοδόμων ή παν άλλο 
  αντικείμενον (ξύλον) χρησιμοποιούμενον υπό των τεχνιτών «εις ξύλων ή 
  λίθων ευθύτητα»,350 λαμβάνεται και εν μεταφορική εννοία προς 
  δήλωσιν του παραδείγματος ή του μέτρου, προς το οποίον συγκρίνοντές τι, 
  χαρακτηρίζομεν αυτό και αποφαινόμεθα περί της αξίας του.351 
  Εν μεταφορική εννοία χρησιμοποιείται και εν τη θεολογική γλώσση ο Κανών 
  προς δήλωσιν του μέτρου ή του κριτηρίου της εν τη Εκκλησία φυλασσομένης 
  πίστεως (Regula 
  fidei) 
  ή αληθείας (Regula 
  veritatis). 
  Την αλήθειαν ταύτην παραλαβόντες οι Απόστολοι παρά του Κυρίου παρέδωσαν 
  ακολούθως εις την Εκκλησίαν ως «παρακαταθήκην» (1 Τιμ. 6,20), ως ενιαίον 
  «τύπον διαδοχής» (Ρωμαίους 6, 17) και ως κανόνα ευσεβούς πολιτείας και 
  πίστεως.352 Ως εκ των Αποστόλων προερχομένη η αλήθεια (τα 
  δόγματα της πίστεως) απετέλει το σπουδαιότερον μέρος της 
  
  traditio vetus 
  
  ή της 
  
  traditio ab apostolis.353
  
  Ως όμως είναι γνωστόν, το περιεχόμενον της θείας αποκαλύψεως οι 
  Απόστολοι παρέδωσαν αρχικώς εις την Εκκλησίαν δια ζώσης — ως τούτο δια 
  ζώσης παρέλαβον παρά του Διδασκάλου — μαθητεύσαντες δια του προφορικού 
  λόγου των πάντα τα έθνη της γης (Ματθαίος 28,19). Ακολούθως και εξ 
  αφορμής ειδικών περιστάσεων και συνθηκών ήρχισαν να καταγράφουν 
  συνοπτικώς την διδασκαλίαν αυτών εις τα ευαγγέλια, όπως γραπτώς παρεδόθη 
  παραλλήλως το περιεχόμενον και ο τρόπος της ιδικής των διδακτικής 
  ενεργείας και δράσεως. Ως είναι φανερόν, τόσον ο γραπτός όσον και ο 
  προφορικός λόγος των Αποστόλων, ως προερχόμενος εκ της αποστολικής 
  πηγής, δεν ήτο δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ των, χρησιμοποιούμενοι 
  συγχρόνως και ως ισόκυροι γνώμονες και αρχαί αποδεικτικαί της 
  γνησιότητος της εν τη Εκκλησία φυλαττομένης αληθείας της πίστεως. 
  
  
  Παραλλήλως όμως προς τα ανωτέρω δύο πνευματικά μεγέθη (προφορικήν και 
  γραπτήν παράδοσιν) και μάλιστα πολύ ενωρίς — πολύ ενωρίτερον των 
  αντιγνωστικών αγώνων της Εκκλησίας — η αρχαία Χριστιανική κοινότης 
  ωθουμένη εξ αναγκών Ιεραποστολικών (εκ του κατηχητικού έργου αυτής) 
  ήρχισε να διατυπώνη βραχείας προτάσεις πίστεως (ομολογίας)354, 
  καταγράφουσα εις αυτάς συνοπτικώς τα κυριώτερα σημεία της αποστολικής 
  της πίστεως. Αι ομολογίαι αύται απηγγέλλοντο κυρίως εις επίσημα 
  εκκλησιαστικά γεγονότα, το βάπτισμα, την θείαν ευχαριστίαν και τους κατά 
  των δαιμόνων εξορκισμούς. Ιδίως η ομολογία του βαπτίσματος είχεν 
  ιδιαιτέραν σημασίαν, διότι οι ομολογούντες αυτήν απεδείκνυον δημοσία την 
  Χριστιανικήν των ιδιότητα και διεκρίνοντο σαφώς από των απίστων.
  
  Αι ομολογίαι, συμπληρούμεναι εν τω μεταξύ καταλλήλως (εις τούτο 
  συνετέλεσε τα μέγιστα η εμφάνισις των αιρέσεων), βραδύτερον ωνομάσθησαν 
  «σύμβολα».355 Δια των συμβόλων διεκρίνοντο οι αληθείς 
  Χριστιανοί από των μη τοιούτων. Τοιαύτας ομολογίας πίστεως είχον όλαι 
  σχεδόν αι αρχαίαι Εκκλησίαι, χωρίς τούτο να σημαίνη, ότι και η 
  διατύπωσις αυτών ήτο πανταχού ενιαία και η αυτή. Εις τας ομολογίας 
  ταύτας δεν κατεχωρίζοντο κανόνες ηθικού περιεχομένου, αλλά μόνον τα 
  κυριώτερα σημεία της δογματικής (αποστολικής) παραδόσεως της Εκκλησίας, 
  τα οποία διήγειρον αμφισβητήσεις εκ των έξω και απετέλουν αντικείμενον 
  διαστρεβλώσεως εκ μέρους των αιρέσεων.356
  
  Τούτων ούτως εχόντων, τίθεται το ερώτημα: Εις ποίαν σχέσιν ευρίσκετο ο 
  Κανών της αληθείας προς τους ανωτέρω τρεις βασικωτάτους παράγοντας της 
  αρχαίας εκκλησιαστικής συνειδήσεως και ζωής;
  
  Την απάντησιν εις το ερώτημα θα εύρωμεν ευχερέστερον αν εξετάσωμεν το 
  ζήτημα εις τας αντιαιρετικάς πηγάς της αρχαίας εκκλησιαστικής 
  γραμματείας, ήτοι εις τα συγγράμματα των αντιγνωστικών Πατέρων της 
  Εκκλησίας. 
  
  1. 
  Η σημαντικωτέρα εκ των πηγών τούτων είναι τα συγγράμματα του 
  Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και 
  Μάρτυρος, ο οποίος ομολογουμένως υπήρξε κορυφαία προσωπικότης εις τον 
  αγώνα της αρχαίας Εκκλησίας εναντίον της γνωστικής κακοδοξίας. Εκ των 
  συγγραμμάτων τούτων πληροφορούμεθα:
  
  α) Τον αποστολικόν χαρακτήρα της εν τη Εκκλησία φυλαττομένης αληθείας.
  
  
  Τον χαρακτήρα τούτον ο Ειρηναίος, ως κατ' εξοχήν ανήρ της παραδόσεως, 
  εξαίρει ανά παν βήμα εις τα έργα του. Αι σχετικαί μαρτυρίαι είναι 
  παμπληθείς. Παράβαλλε: 
  
  C.
  
  
  H.,
  
  
  I, 
  10 (Β.Ε.Π. 5, 115): «τούτο το κήρυγμα (των Αποστόλων)… . Και ταύτην την 
  πίστιν… Η Εκκλησία… φυλάσσει». 
  
  III, 
  3, 3 (Β.Ε.Π. 5, 143): «το κήρυγμα των Αποστόλων και την παράδοσιν… την 
  πίστιν αυτών και ήν νεωστί από των Αποστόλων παράδοσιν ειλήφει». 
  
  III, 3, 2: «Habet ab apostolis traditionem et annuntiatam hominibus 
  fidem». II, 9, 1: «acclesia autem omnis per universum orbem hanc accepit 
  ab apostolis traditionem». III, 4, 2: «veterem traditionem diligenter 
  custodientes: in unum deum credentes…» κ. 
  
  ά.
  
  
  β) την προφορικήν και έγγραφον μορφήν της αποστολικής παραδόσεως. 
  
  
  Κατά τον 
  
  Eιρηναίον 
  οι Απόστολοι παραλλήλως προς το προφορικόν κήρυγμα αυτών, κατέγραφον — 
  θεία προνοία — εις τα 
  
  Eυαγγέλια 
  τα κυριώτερα σημεία της διδασκαλίας των.357 Γραφή και 
  προφορική παράδοσις358 ως έχουσαι την αυτήν αποστολικήν 
  προέλευσιν και περιλαμβάνουσαι το αυτό αποστολικόν κήρυγμα, έχουν και 
  την αυτήν καθοριστικήν ισχύν ως προς την γνησιότητα της θείας αληθείας 
  συνιστώσαι την «regula 
  veritatis inadulterata».
  
  
  Ο Ειρηναίος όμως δεν ταυτίζει τας δύο αυτάς πηγάς της πίστεως αλλά 
  διακρίνει σαφώς μεταξύ αποστολικής παραδόσεως (traditio 
  apostolica) 
  και θείων Γραφών (Scripturae). 
  Η πρώτη χρονικώς είναι προγενεστέρα της δευτέρας συνιστώσα την 
  
  verus traditio, 
  την οποίαν απ' αρχής παρέδωσαν οι Απόστολοι εις την Εκκλησίαν. Το 
  κυριώτερον μέρος της παραδόσεως ταύτης είναι η 
  
  veritatis traditio, 
  εν τη οποία περιελήφθησαν πάντα τα εις την πίστιν αφορώντα (omnia 
  quae sint veritatis), 
  και την οποίαν έκτοτε διαφυλάσσει γνησίαν και αναλλοίωτον η Εκκλησία.
  
  Η παράδοσις αυτή θα υπήρχε και εις περίπτωσιν ακόμη, καθ' ην ουδέν 
  παρεδίδετο γραπτόν υπό των Αποστόλων. Τούτο πιστοποιεί το γεγονός ότι 
  πολλοί Χριστιανοί, μη γνωρίζοντες ανάγνωσιν και γραφήν, εν τούτοις 
  κατείχον την εξ ακροάσεως προσλαμβανομένην και δια ζώσης μεταδιδομένην 
  παράδοσιν της Εκκλησίας.359 την αποστολικήν αλήθειαν 
  ελάμβανον οι πιστοί κατά το βάπτισμα. Ταύτην μετέδιδεν εις αυτούς 
  προφορικώς ο Προεστώς της Εκκλησίας: «ούτω δε και ο τον κανόνα της 
  αληθείας ακλινή κατέχων, ον δια του βαπτίσματος είληφε» (C.
  
  
  H.
  
  
  I, 
  9,4· Β.Ε.Π. 5, 114).360
  
  Είναι φανερόν, ότι κατά τον Ειρηναίον τον Κανόνα της αληθείας (Regula 
  Veritatis) 
  συνιστά κατ' ουσίαν η προφορική παράδοσις των Αποστόλων η φυλασσομένη εν 
  τη Εκκλησία και μεταδιδόμενη υπ' αυτής δια του βαπτίσματος εις το μέλη 
  της. Επομένως η γνώμη ωρισμένων ερευνητών (Kunze 
  κ.ά.), κατά την οποίαν αι άγιαι Γραφαί αποτελούν αναγκαίον στοιχείον του 
  Κανόνος, δεν δύναται να έχη σοβαρά ερείσματα παρά τω Ειρηναίω. Μόνον εν 
  γενικωτάτη εννοία και καθ' όσον αι άγιαι Γραφαί έχουν αποστολικήν την 
  προέλευσιν αυτών, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν ως 
  
  Regula veritatis, 
  χωρίς εν τοσούτω ν' ανήκουν ουσιωδώς εις τον Κανόνα.361
  
  γ) την ύπαρξιν του Κανόνος της αληθείας.
  
  Περίπου 10 φοράς απαντά ο όρος «Κανών της αληθείας» (Regula 
  veritatis) 
  εις τα έργα του Ειρηναίου.362 Ο όρος αποτελεί συνώνυμον της 
  «αληθείας» (II, 
  27, 1), της «πίστεως» (I, 
  22, 1), του «Λόγου του Θεού» (IV, 
  35, 4). Εις όλας τας περιπτώσεις αυτάς ο Κανών αναφέρεται εις την 
  δογματικήν πίστιν της Εκκλησίας, εις τας αληθείας της θείας αποκαλύψεως 
  τας οποίας οι Απόστολοι παρέλαβον παρά του Κυρίου και ενεπιστεύθησαν, ως 
  παρακαταθήκην αιωνίαν και ακατάλυτον, εις την Εκκλησίαν.
  
  Τα βασικώτερα σημεία του Κανόνος της αληθείας μας παρέχει κατά τρόπον 
  πολύ ενδεικτικόν το εις αρμενικήν μετάφρασιν, τo 
  έτος 1904 ανευρεθέν (εις 
  
  Erivan 
  της ρωσσικής Αρμενίας) έργον του Ειρηναίου «Επίδειξις του Αποστολικού 
  Κηρύγματος».363 Το κήρυγμα τούτο («το σωμάτιον της αληθείας», 
  ο «Κανών της πίστεως», ο «υγιαίνων λόγος»), ως εκτίθεται υπό του 
  Ειρηναίου, περιλαμβάνει: διδασκαλίαν περί Θεού (εις διάταξιν τριαδικήν), 
  περί δημιουργίας, περί της σωτηρίου εν τη Π. Διαθήκη οικονομίας (κεφ. 
  8-30), περί του προσώπου και του έργου του Χριστού (καταγωγή, φύσις, 
  ενέργειαι, απολύτρωσις, ανάστασις και εις ουρανούς ανάληψις, κεφ. 
  30-40). Περαιτέρω — και μετά μνείαν των Αποστόλων (κεφ. 41) — 
  περιλαμβάνει διδασκαλίαν περί του βαπτίσματος και του Αγίου Πνεύματος 
  (κεφ. 42), περί της πίστεως, αγάπης, ελπίδος — ως αποτελεσμάτων του 
  κηρύγματος — περί της εν Πνεύματι πολιτείας, περί της αναστάσεως, της 
  Εκκλησίας (εν τη οποία ως λαός του Θεού αντί των Ιουδαίων αναδεικνύονται 
  οι εθνικοί) και περί της δευτέρας του Κυρίου παρουσίας (κεφ. 43 και 
  εξής).
  
  Το σπουδαίον τούτο έργον του Ειρηναίου, παρέχον εις τας βασικός αυτού 
  γραμμάς την διδασκαλίαν του μεγάλου έργου του Ειρηναίου (Κατά Αιρέσεων), 
  δεικνύει κατά τρόπον ανάγλυφον ποίος ήτο περίπου ο Κανών της αληθείας εν 
  τη Εκκλησία υπερμεσούντος του β' μ. Χ. αιώνος, ποία ήσαν δηλαδή τα 
  κεντρικώτερα σημεία της αποστολικής πίστεως, ως ταύτην εδέχοντο και 
  ωμολόγουν οι Χριστιανοί.
  
  
  δ) την ύπαρξιν Ομολογιών πίστεως364
  ή διατυπώσεων συμβολικών.
  
  
  
  Αι ομολογίαι πίστεως, τας οποίας παραθέτει ο Ειρηναίος, ως κεντρικόν 
  στόχον αυτών είχον την ανάδειξιν της εν τη πίστει ενότητος της 
  Εκκλησίας, την οποίαν, ως γνωστόν, διέσπων οι Γνωστικοί.365 
  Είναι δε αύται δύο ειδών, διμερείς και τριμερείς.
  
  Εις τας πρώτας κατατάσσονται αι ομολογίαι αι έχουσαι δύο σκέλη 
  και διακηρύσσουσαι την πίστιν εις Θεόν Πατέρα και εις Κύριον Ιησούν 
  Χριστόν ενώ εις τας δευτέρας καταλέγονται αι έχουσαι τρία σκέλη 
  και διακηρύσσουσαι την πίστιν εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
  
  Κύριον χαρακτηριστικόν γνώρισμα όλων των ομολογιών τούτων είναι αφ' ενός 
  μεν η απουσία της διατυπώσεως «Κανών της αληθείας» (αντί ταύτης γίνεται 
  χρήσις των όρων: πίστις, παράδοσις, βάπτισμα), αφ' ετέρου δε η ρυθμική 
  μορφή υπό την οποίαν αύται εκφέρονται.366
  
  Κατωτέρω αναφέρομεν ενδεικτικώς ανά μίαν εκ των δύο τούτων κατηγοριών 
  ομολογιών. 
  
  1. Διμερής: 
  «Αιχμαλωτίζουσιν από της αληθείας τους μη εδραίαν την πίστιν εις ένα 
  Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του 
  Θεού διαφυλάττοντας» (C. 
  Η. 
  
  I, 
  3, 6· Β.Ε.Π. 5, 100).367
  
  2. Τριμερής: 
  «Η μεν γαρ Εκκλησία, καίπερ καθ' όλης της οικουμένης έως περάτων της γης 
  διεσπαρμένη, παρά δε των Αποστόλων, και των εκείνων μαθητών παραλαβούσα 
  την εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, τον πεποιηκότα τον ουρανόν, και 
  την γην, και τας θαλάσσας, και πάντα τα εν αυτοίς πίστιν και εις ένα 
  Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας 
  σωτηρίας και εις Πνεύμα Άγιον, το δια των Προφητών κεκηρυχός τας 
  οικονομίας και τας ελεύσεις και την εκ παρθένου γέννησιν και το πάθος 
  και την έγερσιν εκ νεκρών και την ένσαρκον εις τους ουρανούς ανάληψιν 
  του ηγαπημένου Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών και την εκ των ουρανών εν 
  τη δόξη του Πατρός παρουσίαν αυτού επί το ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα, 
  και αναστήσαι πάσαν σάρκα πάσης ανθρωπότητος» (C.
  
  
  H.
  
  
  I, 
  10, 1· Β.Ε.Π. 5, 115).368
  
  Υπό των περί τον Ειρηναίον ασχοληθέντων θεολόγων ερευνητών εξητάσθη το 
  ζήτημα κατά πόσον παρά τω Επισκόπω της Λυώνος ο Κανών της αληθείας (η
  
  
  Regula veritatis) 
  ταυτίζεται μετά της Ομολογίας του βαπτίσματος. Διετυπώθη το ερώτημα: Ο 
  Κανών της αληθείας χρησιμοποιείται υπό του Ειρηναίου ως όρος τεχνικός 
  προς δήλωσιν της εν τω βαπτίσματι Ομολογίας της πίστεως;
  
  Την ταύτισιν μεταξύ Κανόνος αληθείας και βαπτισματικής Ομολογίας 
  εδέχθησαν οι πλείστοι των ερευνητών. Ημείς προσωπικώς δεν νομίζομεν, ότι 
  η ταύτισις αυτή είναι κατά πάντα ορθή. Ο Κανών της αληθείας και 
  ταυτίζεται και δεν ταυτίζεται — παρ' Ειρηναίω — μετά της βαπτισματικής 
  Ομολογίας. Και ταυτίζεται μεν, διότι η Ομολογία του βαπτίσματος 
  περιλαμβάνει τον Κανόνα κατά τα βασικά αυτού διδάγματα. Είναι, δηλαδή, 
  συνοπτική έκθεσις εκείνου.
  
  Η Ομολογία του βαπτίσματος υπήρχεν ανέκαθεν εν τη Εκκλησία και προ της 
  εμφανίσεως των ποικιλωνύμων αιρέσεων. Παραθέτων ο Ειρηναίος εν συνάψει 
  τον «Κανόνα» (την «εντολήν», τον «παλαιόν λόγον», την «δοθείσαν πίστιν») 
  επαναλαμβάνει απλώς ό,τι προ αυτού έλεγον ο Ιωάννης, ο Κλήμης, ο 
  Πολύκαρπος και ο Ιγνάτιος. Το κείμενον βεβαίως και η έκτασις της 
  Ομολογίας δεν ήσαν αυστηρώς καθωρισμένα. Εις αυτά προσετίθεντο βαθμηδόν 
  νέαι προτάσεις πίστεως, την προσθήκην των οποίων υπηγόρευον συνήθως αι 
  πνευματικοί ανάγκαι της Εκκλησίας, κυρίως όμως η ανάγκη καταπολεμήσεως 
  των εκάστοτε εμφανιζομένων αιρέσεων. Δεν ταυτίζεται δε, διότι ο Κανών 
  είναι ευρύτερος της Ομολογίας, περιλαμβάνων περισσοτέρας αληθείας369 
  ή όσας η Ομολογία. Ο Κανών, δηλαδή, περιελάμβανε ολόκληρον την πίστιν ή 
  την διδασκαλίαν της Εκκλησίας (Praedicatio 
  ecclesiae.
  
  
  C.
  
  
  H.
  
  
  I, 
  10, 1 εξ. 
  
  V, 
  27, 1), ήτο το πλήρες σωμάτιον της αληθείας (veritatis 
  corpus integrum.
  
  
  II, 
  27, 1). 
  
  Μόνον εν τη ευρυτέρα ταύτη εννοία ήτο άλλωστε δυνατή η υπό της Εκκλησίας 
  επιτυχής αντιμετώπισις των αιρέσεων. Την ανάγκην ταύτην αντιμετωπίζων 
  και ο 
  
  Harnack 
  απεδέχθη ως Κανόνα της αληθείας την «Bestimmt 
  interpretirtes Bekenntniss»370 
  (την καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένην 
  
  Oμολογίαν). 
  Ότι όμως δια της εκδοχής τούτης περιπίπτομεν εις σχήμα πρωθύστερον, δεν 
  είναι δύσκολον να καταδειχθεί. Πρώτον, διότι την ερμηνείαν των 
  ολίγων προτάσεων πίστεως των ενυπαρχουσών εν τη ομολογία η Εκκλησία 
  διενήργει πάντοτε βάσει της αποστολικής της παραδόσεως, ήτοι της 
  
  Regula fidei 
  
  ή 
  
  Regula verltatis.
  Δεύτερον, διότι η ύπαρξις της ομολογίας προϋποθέτει οπωσδήποτε 
  την ύπαρξιν του Κανόνος, του οποίου και αποτελεί, ως ήδη ετονίσθη, 
  συνοπτικήν εκφοράν. Επομένως ο Κανών δεν δύναται να είναι η καθ' 
  ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένη ομολογία, αλλ' αντιθέτως το μέτρον 
  ερμηνείας εκείνης.
  
  Πρέπει επομένως να διακρίνωμεν Κανόνα και Ομολογίαν.371 
  Μεταξύ τούτων δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά, διότι κατ' ουσίαν αμφότερα 
  είναι έν και το αυτό πράγμα. Η υφισταμένη διαφορά είναι μάλλον ποσοτική.
  Ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας διότι περιλαμβάνει περισσοτέρας 
  εκείνης αληθείας (είναι πλήρες σύστημα διδασκαλίας). Η Ομολογία 
  είναι στενοτέρα του Κανόνος περιλαμβάνουσα ολιγωτέρας αληθείας (τα 
  κεντρικώτερα σημεία της πίστεως) και εμπλουτιζομένη βαθμηδόν επί τη 
  βάσει του εν τη Εκκλησία φυλασσομένου Κανόνος και αναλόγως των ιστορικών 
  της Εκκλησίας αναγκών. Η ομολογία εμπεριέχεται ολόκληρος εν τω Κανόνι, 
  ενώ ο Κανών συστέλλεται εν τη ομολογία. Η σχέσις αυτή νομίζομεν 
  ανταποκρίνεται πληρέστερον εις τα πράγματα, ως ταύτα εκτίθενται εις το 
  αντιαιρετικόν έργον του μεγάλου θεολόγου της Λυώνος.
  
  2. 
  Των ανωτέρω απόψεων του Ειρηναίου δεν φαίνεται ν' απομακρύνωνται 
  αισθητώς αι αντίστοιχοι απόψεις του 
  Τερτυλλιανού.
  
  Και κατά τον Τερτυλλιανόν η 
  
  Regula fidei 
  προέρχεται εκ του Χριστού (Apol. 
  47), συνιστώσα την παράδοσιν των Αποστόλων, και μάλιστα εν αντιδιαστολή 
  προς την 
  
  auctoritas scripta.372 
  Η παράδοσις αυτή περιλαμβάνει κυρίως την περί πίστεως διδασκαλίαν (doctrina 
  fidei.
  
  
  De praescr., 
  20. 26. 
  
  PL 
  2, 32, 38).
  
  Η 
  
  Regula fidei 
  ταυτίζεται υπό του Τερτυλλιανού μετά της ομολογίας του βαπτίσματος (του 
  συμβόλου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας),373 εν αμέσω δ' εξαρτήσει εξ 
  αυτής (της Ομολογίας) αναπαράγει ούτος το περιεχόμενον του Κανόνος (Regula). 
  Παρά ταύτα, εν τω Κανόνι περιλαμβάνονται προσθήκαι και σκέψεις, αι 
  οποίαι ελλείπουν εκ του κειμένου της ομολογίας,374 (άρα ο 
  Κανών είναι ευρύτερος εις περιεχόμενον της Ομολογίας).
  
  Το σχετικώς νέον παρά τω Τερτυλλιανώ είναι αφ' ενός μεν ο οξύς 
  χαρακτηρισμός του Κανόνος ως 
  
  lex fidei 
  
  (πράγμα σύμφωνον προς το νομικόν πνεύμα του Τερτυλλιανού), αφ' ετέρου δε 
  η έξαρσις του μυστηριακού χαρακτήρος του Κανόνος ως 
  
  christianum sacramentum 
  
  (Adv.
  
  
  Marc.
  
  
  I, 
  21. 
  
  PL 
  2, 270: «regula 
  sacramenti»).
  
  
  Ως προς το περιεχόμενον του Κανόνος,375 ο Τερτυλλιανός 
  συμφωνεί κατ’ ουσίαν προς τον Ειρηναίον. Κατά τον 
  
  Harnack 
  
  (μν. έργ., σελ. 365) Ο Τερτυλλιανός εν τη 
  
  Regula fidei 
  περιλαμβάνει τας κάτωθι αληθείας: την εκ του μηδενός δημιουργίαν του 
  κόσμου (De 
  praescr. 
  13. 
  
  Pl 
  2, 26), την προς δημιουργίαν μεσιτείαν του Λόγου (Αυτ.), την προ των 
  δημιουργημάτων αρχήν τούτου (του Λόγου. Αυτ.), ωρισμένην περί 
  ενανθρωπήσεως θεωρίαν (Αυτ.), το κήρυγμα ενός νέου νόμου (nova 
  lex), 
  μίαν νέαν δια του Χριστού επαγγελίαν περί της θείας βασιλείας (nova 
  promissio regni caelorum), 
  τέλος την τριαδικήν του Θεού οικονομίαν (Adv.
  
  
  Prax. 
  2. 
  
  PL 
  2, 157).
  
  Εν τω περιεχομένω τούτω ο 
  
  Harnack 
  βλέπει ουσιαστικόν βήμα προόδου έναντι της αντιστοίχου διδασκαλίας του 
  Ειρηναίου.376 Παρά τω Τερτυλλιανώ ο Κανών μεταπίπτει εις 
  σύστημα διδασκαλίας (doctrina). 
  Καθ' όσον δε η διδασκαλία αυτή πρέπει να συνδέη τας Χριστιανικάς 
  κοινότητας μεταξύ των, ο Τερτυλλιανός παρουσιάζει τας κοινότητας αυτάς 
  ως είδος σχολών. Ο αποστολικός νόμος και η αποστολική διδασκαλία («apostolische 
  lex et doctrina») 
  πρέπει να συνδέουν σταθερώς τους Χριστιανούς μεταξύ των. Η μετ' αυτών 
  (νόμου και διδασκαλίας) σχέσις αποτελεί το μέτρον της Χριστιανικής 
  ιδιότητος των επί μέρους μελών της Εκκλησίας.377
  
  3. 
  Τας αυτάς περίπου αντιλήψεις απαντώμεν και παρά τω 
  Νοβατιανώ.
  
  Το κυριώτερα σημεία της σχετικής διδασκαλίας του είναι τα ακόλουθα:
  
  1) 
  Η 
  
  Regula veritatis 
  περιλαμβάνει εν εαυτή την γνήσιαν παράδοσιν (sincera 
  traditio) 
  και την καθολικήν πίστιν (catholica 
  fides 
  
  ή 
  
  incontaminata doctrinae dominicae jura), 
  δηλαδή την καθαράν χριστιανικήν διδασκαλίαν, ως αυτή προήλθε παρά του
  
  
  Kupíou 
  και διασώζεται εν τη Εκκλησία.378
  
  2) 
  Ο Νοβατιανός όταν ομιλή περί του Κανόνος της αληθείας, έχει πάντοτε εν 
  νω την ομολογίαν του βαπτίσματος (praescripta 
  regula).379 
  Ταύτα κατ' ουσίαν ταυτίζει. Εν τούτοις 
  
  3) 
  αποδέχεται και διαφοράν μεταξύ Κανόνος και 
  
  Oμολογίας, 
  μάλιστα εις ό,τι αφορά εις την έκτασιν και το περιεχόμενον αυτών. Ο 
  Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας, περιλαμβάνων αληθείας αι οποίαι δεν 
  απαντούν εις το κείμενον της τελευταίας ταύτης. Ο Κανών περιλαμβάνει 
  ολόκληρον την Χριστιανικήν διδασκαλίαν, ενώ η Ομολογία αποτελεί 
  συνοπτικήν εκφοράν του περιεχομένου της Αποστολικής Παραδόσεως (του 
  Κανόνος), την οποίαν οι πιστοί λαμβάνουν δια του βαπτίσματος. Δι' 
  όσα σημεία ελλείπουν εκ του κειμένου της Ομολογίας, γίνεται προσφυγή εις 
  τον Κανόνα της αληθείας.
  
  4) 
  Η 
  
  Regula veritatis 
  δεν συμπίπτει ούτε μετά των Αγίων Γραφών (scripturae 
  coelestes). 
  Παρ' όλον ότι άπασαι αι αλήθειαι της Γραφής εμπεριέχονται εις τον 
  Κανόνα, εν τούτοις ο Κανών αποτελεί ίδιον μέγεθος, υπέρ της γνησιότητος 
  του οποίου γίνεται πολλάκις προσφυγή εις την μαρτυρίαν της Αγίας Γραφής.380
  
  4. 
  Εν Αλεξανδρεία, τέλος, και κατά την αυτήν περίπου εποχήν παρουσιάζεται 
  έν νέον στοιχείον εν τω υπό μελέτην θέματι ημών. Τα στοιχείον τούτο 
  είναι αι Υγιαί Γραφαί.
  
  Εις αυτάς, δηλαδή εις τα βιβλία της Π. Διαθήκης και τας ευαγγελικάς και 
  αποστολικάς γραφάς ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς 
  τοποθετεί την κατ' εξοχήν αυθεντίαν εις ό,τι αφορά εις τα ζητήματα της 
  πίστεως.
  
  Αι Υγιαί Γραφαί αποτελούν δι' αυτόν τας ειδικάς πηγάς της θείας αληθείας.381 
  Τον χαρακτήρα τούτον των Γραφών ο Κλήμης τονίζει μετ’ ιδιαιτέρας 
  εμφάσεως. Παραλλήλως όμως γνωρίζει και τον Κανόνα της αληθείας τον 
  οποίον συνιστά η εν τη Εκκλησία φυλαττομένη αποστολική πίστη. Ο Κανών 
  ούτος ευρίσκεται εις στενότατον σύνδεσμον μετά των θείων Γραφών (εν 
  τη συνωδία και συμφωνία «νόμου τε και Προφητών τη κατά την του Κυρίου 
  παρουσίαν παραδιδομένη διαθήκη»).382 Αποτελεί ίδιον μέγεθος 
  επί τη βάσει του οποίου ερμηνεύονται αι άγιαι Γραφαί, το μέτρον δια του 
  οποίου ελέγχεται και διακρίνεται το ψεύδος από της αληθείας.
  
  Ο Κλήμης τέλος γνωρίζει και την Ομολογίαν του βαπτίσματος. Ταύτην 
  αποκαλεί «Ομολογίαν περί των μεγίστων», την φέρει δε εις 
  στενότατον συσχετισμόν μετά του Κανόνος της αληθείας.383 Παρά 
  ταύτα, ο Κανών παρ' αυτώ ούτε μετά της Αγίας Γραφής συμπίπτει, ούτε 
  και μετά της Ομολογίας του βαπτίσματος.
  
  Ομοίως η σχέσις η παρατηρουμένη μεταξύ Κανόνος και Ομολογίας εις τα έργα 
  του Ειρηναίου και του Τερτυλλιανού ελλείπει εκ των έργων του Κλήμεντος. 
  Παρ' αυτώ ο «Εκκλησιαστικός Κανών» φέρεται ως σχήμα κυμαινόμενον και 
  ασαφές, ως ασαφής είναι και η σχέσις αυτού προς την βαπτισματικήν 
  διδασκαλίαν. Η τελευταία αυτή, ενωρίτερον εν Αλεξανδρεία ή αλλαχού, 
  έχασε το σταθερόν και συγκεκριμένον περίγραμμα αυτής. Η έννοια βεβαίως 
  υπήρχεν, αλλά μετ' αυτής συνεδέθη εν νέον περιεχόμενον, ήτοι η 
  περιεκτική διδασκαλία της Γραφής ή η καθολική διδασκαλία της Εκκλησίας.384
  
  Και ταύτα μεν περί του Κανόνος της αληθείας. 
  Σημειώσεις
  
  348.
   
  
  Κατά τον Ειρηναίον αι απόκρυφοι παραδόσεις των Γνωστικών ήσαν αυθαίρετοι 
  και φανταστικοί, εξαλλάσσουσαι συνεχώς άνευ τέλους (C.
  
  
  
  H.
  
  
  
  Contra Haersses] 
  1,8,1. 1, 11, 1. 5.  
  
  I. 
  28, 1. ΙΙΙ, 2, 1. IV, 35, 
  41.  
  
  349.
   
  
  Επί του ζητήματος τούτου δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών 
  ερευνητών.  
  
  Ούτως ο Aug. Hahn (Bibliothek der Symbole und Glaubensregeln der alten 
  Kirche, Reprograf. Nachdruck,
  
  
  
  Hildesheim 
  1962, σελ. 1, υποσ. 1) τον κανόνα πίστεως (Regula 
  fidei) 
  ταυτίζει μετά της ομολογίας του βαπτίσματος ή του βαπτιστηρίου συμβόλου.
  
  Εις την αυτήν ταύτισιν προβαίνει και ο  
  
  Th.
  
  
  
  Zahn  
  
  (άρθρον  
  
  Glaubensregel, 
  εν  
  
  Realenc.
  für 
  Prot. Theol.
  
  
  
  Und Kirche, 
  VI3, 1899, σελ. 682
  εξ.), ενώ ο  
  
  Harnack 
  ως Κανόνα αποδέχεται την καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένην
  Oμολογίαν (Lehrbuch 
  der Dogmengeschichte,
  
  
  
  erst. 
  8and, 
  1931, σελ. 360: «Bestimmt
   
  
  interpretirtes 
  Bekenntniss»).
  
  Την άποψιν του  
  
  Harnack 
  ο  
  
  Kunze 
  συμπληρώνει και επεκτείνει ως Ακολούθως: «Regula 
  fidel ist aas antihäretisch 
  gewendete,
  
  
  
  aus der helligen Schrift ergänzte 
  und ausgelegte Taufbekenntniss,
  
  
  
  diese  
  
  (die 
  hl.
  
  
  
  Schrift) selbst mit eingeschlossen, oder aucn = regula fidei ist die 
  gegen die Häretiker zur Einheit zusammengefasste hl. Schrift elten und 
  neuen Testaments, insofern sie den im alten Taufbekenntniss 
  ausgesprochen Glauben zum Inhalt hat, dieses (das Bekenntniss) selbst 
  mit eingeschlossen» (J. Kunze, Glaubensregel, hl. Schrift und 
  Taufbekenntniss etc., L 1899,  
  
  σ. 185).
  
  Προς την ταύτισιν Κανόνος και  
  
  Ομολογίας του
   
  
  Βαπτίσματος συγκλίνει και ο Fr. Loofs (Leitfaden zum 
  Studium der Dogmengeschichte, 1. Teil, Halle-Saale 1950, σελ. 100-101,
   
  
  ενώ 
  ο Ferd. Kettenbusch  
  
  (Das 
  apostolische Symbol,
  
  
  
  zweit. 
   
  
  Band,
  
  
  
  Hildesheim 
  1962) διαφοροτρόπως ανευρίσκει την σχέσιν μεταξύ Κανόνος Αληθείας, 
  Oμολογίας του βαπτίσματος (Συμβόλου) και Αγίων Γραφών εις τους επί μέρους 
  εκκλησιαστικούς Πατέρας και συγγραφείς (πλήρης ταύτισις Κανόνος και 
  Ομολογίας παρά τω Τερτυλλιανώ, ίση τοποθέτησις Κανόνος και Συμβόλου παρά 
  τω Ειρηναίω, ταύτισις Κανόνος και Αγίων Γραφών παρά τω Κλήμεντι Αλεξ. 
  Και Ωριγένει). 
   
  
  
  Ο R. Seeberg, τέλος, (Lehrbuch der Dogmengeschichte, erster Band, Leipz.
  
  
  
  1920, σελ. 371 και εξής) μεταξύ  
  
  Regula Fidei 
  και ομολογίας του βαπτίσματος ευρίσκει και ουσιώδη ταυτότητα και διαφοράς 
  (ο Κανών ευρύτερος εις περιεχόμενον της ομολογίας).
  
  351.
   
  
  Επικτήτου, Διατρ. Γ, 4,5. Βλέπε Βασ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Κ. 
  Διαθήκην, εν Αθήναις 1960, σελ. 479.
  
  352. 
  Βλέπε Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 
  Πρώτος, Αθήναι 1959, σελ. 123.
  
  354. 
  Αι αρχαιότεραι των προτάσεων τούτων, παλαιστινιακής προελεύσεως, 
  περιελάμβανον την πίστιν εις τον τριαδικόν Θεόν (Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα 
  Άγιον). Βραχυτέρα έτι των διατυπώσεων τούτων ήτο η εν τω Ποιμένι του 
  Ερμά (εντολή α') απαντώσα ομολογία πίστεως εις ένα Θεόν κτίστην, 
  διακοσμητήν και προνοητήν των απάντων (Β.Ε.Π. 3, 52).  
  
  Βλέπε Ad. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte, erst. Band. Tüb. 1931, 
  σελ. 355.
  
   355. 
  Ως Σύμβολον ωνομάσθη το πρώτον η ομολογία του βαπτίσματος εν τη Δύσει το 
  314 εν τω ογδόω Κανόνι της πρώτης συνόδου της Αρελάτης (βλέπε  
  
  Hahn.
  
  
  
  Bibliothek der Symbole..., σελ. 2, υποσ.
  1).  
  
  357. 
  C. H. III, 1,1: «Quod tunc praeconaverunt, postea vero per del voluntatem in scripturis nobis tradiderunt fundamentum 
  et columnam 
  fidei nostrae futuram». Ill, 5, 1: «revestamur ad eam, quse est ax 
  scripturis ostensionem aorum qui evangelium conscripserunt, 
  apostolorum».  
  
  358. 
  C. H. III, 5, 1. IV, 35,4.  
  
  359. 
  C. H. III, 4,1  
  
  εξ.: 
  «Nen opartet adhuc quaerere apud alios veritatem, quam facile est ab ecclesia 
  sumere, quam apostoli quasi in depositorium dives in eam contulerint omnia quae sint veritatis… Propter quod oportet deviare 
  quidem illos, quae autem sunt acclesiae cum summa diligentia diligere et apprehendere veritatis traditionem… Quid autem 
  si neque apostoli quidem 
  scriptures reliquissent nobis, nonne oportebat ordinem sequi 
  traditionis, quam tradiderunt iis quibus committebant ecclesias? Cui 
  ordinationi assentiunt multae gantes barbarorum… et vetarem traditionem 
  diligenter custodientes, in unum daum credentes... Hanc fidem qui sine 
  litteris crediderunt… barbari sunt… Per illam veterem apostolorum 
  traditionem ne in conceptionem quidem mentis admittunt quodcunque eorum 
  portentitoquium est».  
  
  360. 
  «Neophytorum quoque sansum confirmare, ut stabilem custodiant fidem, 
  quam bene ab ecclesia acceperunt» (C. H., Πρόλ. V).  
  
  362. 
  Ch. I, 9, 4. I, 22, 1. II, 27, 1. II, 28,1. Ill, 2, 1. Ill, 15, 1. IV, 
  35,5.
 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου