http://www.philologus.gr/2008-08-02-10-20-04/37/7
Πολλοί λέγουν ότι ο Χριστιανισμός είναι μία εκ των θρησκειών· άλλοι ότι είναι η καλλιτέρα εκ των θρησκειών· και άλλοι ότι είναι η μόνη θρησκεία. Τίποτε εξ όλων αυτών δεν αληθεύει. Ο Χριστιανισμός δεν είναι απλώς θρησκεία· είναι θρησκεία μόνον εις μίαν πτυχήν του.
Εις την Γραφήν ουδέποτε ο Χριστιανισμός ονομάζεται θρησκεία, παρ όλον ότι και αυτός αναφέρεται πλειστάκις με ποικίλα άλλα ονόματα, και η λέξις θρησκεία χρησιμοποιείται κατ επανάληψιν με διάφορον έννοιαν. Αλλά τι εσήμαινεν εις τους χρόνους των αποστόλων η λέξις αυτή ; τόσον κατά την κλασσικήν αρχαιότητα όσον και κατά την ελληνιστικήν εποχήν, εις την οποίαν έζησαν ο Κύριος και οι απόστολοι, θρησκεία ελέγετο η ιεροπραξία· δια τούτο, και όταν ακόμη επρόκειτο περί μιας θρησκείας, εχρησιμοποιείτο ο πληθυντικός θρησκείαι, δηλαδή σειρά ιεροπραξιών ενός θρησκεύματος. Η Καινή Διαθήκη ονομάζει θρησκείαν την ιουδαϊκήν θρησκείαν με τον μωσαϊκόν νόμον (Πρξ 26,5) και την ανορθόδοξον λατρείαν των αγγέλων από μερικούς αιρετικούς (Κλ 2,18)· ομιλεί δε άπαξ και περί θρησκείας εντός του Χριστιανισμού, αλλά δεν εννοεί ακριβώς τον Χριστιανισμόν. Συγκεκριμένως ο Ιάκωβος λέγει, ότι Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου (Ια 1,27). Λέγει δηλαδή θρησκείαν εδώ ο Ιάκωβος την λατρείαν, την οποίαν μάλιστα εννοεί κατά τρόπον εντελώς λογικόν και πνευματικόν, διότι την καθορίζει ως ελεημοσύνην και αγνότητα. Τα δύο αυτά βεβαίως δεν είναι ούτε το άπαν του Χριστιανισμού ούτε καν το ήμισυ.
Όλα τα θρησκεύματα και η προ Χριστού αληθινή θρησκεία των Εβραίων λέγονται θρησκείαι πλήν του Χριστιανισμού. Και τούτο, διότι των μεν άλλων θρησκειών η όλη ουσία ήτο η λατρεία· τα μέλη αυτών ηδύναντο να είναι αισχροί, άδικοι, φονείς, και να θρησκεύουν, χωρίς να τους ελέγχη η θρησκεία των. Μόνον εις την ισραηλιτικήν θρησκείαν πλήν της λατρείας ο θεός επέβαλε την μονοθείαν και την αποχήν από την αδικίαν και την πορνείαν, και έτσι η θρησκεία εκείνη είχε και κάτι πέραν της θρησκείας. Ο Χριστιανισμός δεν είναι μόνον θρησκεία. Αλλά τότε τι είναι ; χρειάζονται πολλαί έννοιαι και πολλά ονόματα, δια να εκφρασθή τι είναι ο Χριστιανισμός. Ας ερευνήσωμεν την Γραφήν και ας ίδωμεν εκεί πως τον ωνόμαζον αυτοί που τον ίδρυσαν και τον εκήρυξαν πρώτοι.
Είναι βασιλεία. Όταν ο Χριστός ήρχισε το κήρυγμά του, το πρώτον που εκήρυξεν είναι ότι Ηγγικεν η βασιλεία των ουρανών (Μθ 4,17)· και εις τους μαθητάς του εδίδαξε να προσεύχωνται Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. . . Ελθέτω η βασιλεία σου (Μθ 6,10). Ενώπιον του Πιλάτου, του ανωτάτου άρχοντος της Παλαιστίνης, εδήλωσεν ότι είναι βασιλεύς, προσέθεσε δε ότι Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου (Ιω 18,36). Ο Παύλος ονομάζει τον Χριστιανισμόν βασιλείαν του Χριστού (Εφ 5,5). Το δε όνομα Χριστιανοί είναι δηλωτικόν πολιτικής μερίδος, όπως δηλαδή θα ελέγομεν σήμερον «Τρικουπικοί» η «Βενιζελικοί»· μόνον ότι εδώ πρόκειται περί πνευματικής πολιτείας και πνευματικού κόμματος, όχι εγκοσμίου. Είναι λοιπόν ο Χριστιανισμός βασιλεία, βασίλειον, κράτος πνευματικόν· κράτος με βασιλέα τον Ιησούν Χριστόν.
Αρίστη δε έκφρασις της βασιλείας είναι η εκκλησία, το άλλο όνομα του Χριστιανισμού. Δεν χρειάζεται να αναφέρωμεν πόσας φοράς τον ονομάζουν εκκλησίαν ο ιδρυτής Χριστός και οι κήρυκές του. Αναγκαιότερον είναι να διευκρινήσωμεν τι εσήμαινεν η λέξις εκκλησία, όταν εχρησιμοποιήθη δια πρώτην φοράν ως όνομα του Χριστιανισμού. Εκκλησία ελέγετο τότε η γενική συνέλευσις του λαού, κατά την οποίαν ούτος δεικνύει ότι είναι ο ανώτατος εξουσιαστής του κράτους και κάνει χρήσιν της εξουσίας του διενεργών εκλογάς η οιανδήποτε άλλην πολιτικήν πράξιν. Και πάλιν η έννοια του κράτους. Η εκκλησία είναι οργανισμός και ενότης, όπου κάθε πιστός έχει την θέσιν του και τον ρόλον του όπως τα μέλη του σώματος. Ο Χριστός ήλθεν εις την γην όχι δια να κάνη καλούς άνθρώπους και Χριστιανούς, αλλά δια να ιδρύση την εκκλησίαν του, το σώμα του.
Είναι ο Χριστιανισμός στρατεία, δηλαδή στρατιωτική οργάνωσις και επιχείρησις. Άλλοτε ο Παύλος ομιλεί δια τα όπλα της στρατείας ημών (Β΄ Κο 10,4) και άλλοτε παραγγέλλει εις τον Τιμόθεον, ίνα στρατεύηται την καλήν στρατείαν (Α΄ Τι 1,18). Η μεν εκκλησία εκφράζει την πολιτικήν όψιν της βασιλείας και την ειρηνικήν δράσιν, η δε στρατεία την στρατιωτικήν όψιν και την πολεμικήν δράσιν και ζωήν του Χριστιανισμού. Εις το ένα εξυπακούονται η άσκησις της εξουσίας και αι αποφάσεις, εις το άλλο ο αγών και η κατακτητική τάσις. Και τα δύο εκφράζονται με την ονομασίαν στρατευομένη εκκλησία.
Ωνόμασαν τον Χριστιανισμόν οι πρώτοι κήρυκές του οδόν, δηλαδή τρόπον ζωής και δράσεως. Εν Εφέσω μεταξύ των ειδωλολατρών, λέγει ο Λουκάς, εγένετο τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού, δηλαδή περί του Χριστιανισμού (Πρξ 19,23· και 9,2· 18,25· 19,9· 22,4). Αφορά δε ο τρόπος της ζωής εις όλας τας πτυχάς αυτής, και την πολιτικήν και την οικογενειακήν και την ηθικήν και την επιστημονικήν και την οικονομικήν και οιανδήποτε άλλην. Δεν είναι η οδός λατρευτικόν τυπικόν, δεν είναι απλώς θρησκεία.
Δια τούτο λέγεται ο Χριστιανισμός και ζωή, εφ όσον καταλαμβάνει όλον το περιεχόμενον της ζωής. Πορεύεσθε και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ τα ρήματα της ζωής ταύτης (Πρξ 5,20), είπεν ο άγγελος εις τους αποστόλους. Η ζωή αύτη είναι ο Χριστιανισμός, όστις αλλού λέγεται αιώνιος ζωή· Επιλαβού της αιωνίου ζωής, εις ην και εκλήθης (Α΄ Τι 6,12).
Είναι ο Χριστιανισμός σχολή και επιστήμη. Και ναί μεν αι λέξεις αυταί δεν χρησιμοποιούνται εις την Γραφήν ως ονόματά του, αλλά και ο αρχηγός Ιησούς λέγεται διδάσκαλος και οι πρώτοι ακόλουθοί του μαθηταί, και ο απόστολος Παύλος διδάσκαλος εθνών (Α΄ Τι 2,7) και όλοι οι Χριστιανοί μαθηταί (Πρξ 6,1· 9,26), και το περιεχόμενον του Χριστιανισμού διδαχή και η μετάδοσις της διδαχής παράδοσις υπό την σημερινήν σχολικήν έννοιαν (Ρω 6,17). Μάθημα αυτής της σχολής είναι το περιεχόμενον της πίστεως, αντικείμενον ερεύνης της επιστήμης αυτής η αιώνιος και σωτήριος αλήθεια.
Λέγεται ο Χριστιανισμός διαθήκη· συμβόλαιον μεταξύ θεού και ανθρώπων, υπογεγραμμένον με το αίμα του Χριστού και φέρον ως σφραγίδα την ανάστασίν του. Αντί των σημερινών αστόχων εκφράσεων «η πρώτη μωσαϊκή θρησκεία» και η «δευτέρα χριστιανική θρησκεία», οι απόστολοι έλεγον «η πρώτη διαθήκη» και «η δευτέρα διαθήκη», η παλαιά διαθήκη και η καινή διαθήκη (Β΄ Κο 3,6· Εβ 9,15· 12,24). Εννοείται ότι εις τα σχετικά χωρία των δεν εννοούν τα δύο ομώνυμα βιβλία της Αγίας Γραφής.
Λέγεται ο Χριστιανισμός ελπίς. Ο μεν Παύλος παραγγέλλει εις τους Χριστιανούς λέγων Κατέχωμεν την ομολογίαν της ελπίδος ακλινή (Εβ 10,23), δηλαδή το «πιστεύω» του Χριστιανισμού· ο δε Πέτρος Ετοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος (Α΄ Πε 3,15).
Λέγεται δε τέλος και πίστις. Όταν οι Χριστιανοί είδαν τον Παύλον νεοφώτιστον έλεγον· Ο διώκων ημάς ποτε νυν ευαγγελίζεται την πίστιν ην ποτε επόρθει (Γα 1,23). Ο δε Ιούδας γράφει προς τους Χριστιανούς· Παρακαλώ επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει (Ιδ, 4) και Υμείς, αδελφοί, τη αγιωτάτη υμών πίστει εποικοδομείτε εαυτούς (Ιδ, 20). Ελέγετο δε τότε πίστις ο λόγος της τιμής μεταξύ δύο προσώπων, η εμπιστοσύνη του ενός εις τον άλλον και η αξιοπιστία του ενός δια τον άλλον, το έγγραπτον η προφορικώς ωμολογημένον σύμφωνον και συμβόλαιον. Επειδή δε η αμοιβαία πίστις αυτή εις την περίπτωσιν του Χριστιανισμού υφίσταται μεταξύ ανθρώπων και θεού αοράτου, η πίστις δια τους ανθρώπους γίνεται ελπιζομένων υπόστασις και πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων (Εβ 11,1). Ο όρος της εν Χριστώ (εγγυητή) πίστεως είναι, ο μεν θεός να μας έχη υιούς και κληρονόμους της επικρατείας του, όπου η αθανασία και η αδιάπτωτος μακαριότης, ημείς δε να πιστεύωμεν εις αυτόν και να τηρώμεν τας εντολάς του. Εγγυητής της πίστεως αυτής και μεσολαβητής είναι εκ μέρους μεν του θεού ο Υιος αυτού, όστις ενεφανίσθη ενώπιον ημών και έδωκε τα διαπιστευτήρια της θεότητός του, εκ μέρους δε των ανθρώπων πάλιν ο Υιος ο ενανθρωπήσας, όστις έδωκεν ως εγγύησιν την υπακοήν και το αίμα του. Μέτοχοι αυτής της πίστεως, αυτού του συμφώνου, είμεθα οι Χριστιανοί. Όπως δηλαδή λέγουν το σύμφωνον του ΝΑΤΟ η το σύμφωνον της Βαρσοβίας, και τα κράτη - μέλη τούτου η εκείνου του συμφώνου, υπό την ακριβώς αντίστοιχον πνευματικήν έννοιαν λέγεται το σύμφωνον του Χριστού, η πίστις του Χριστού, η εν Χριστώ πίστις, η Χριστιανική πίστις.
Όχι λοιπόν απλώς θρησκεία ο Χριστιανισμός, αφού ουδέποτε τον ωνόμασαν έτσι ο ιδρυτής του και οι πρώτοι οικοδόμοι του. Αλλά ζωή και οδός ζωής, στρατεία, σχολή και επιστήμη και διδαχή, συνθήκη και ελπίς, βασιλεία, εκκλησία, πίστις. Έτσι τον ωνόμαζαν ο Χριστός και οι απόστολοι. Τα δε επικρατέστερα ονόματά του είναι τα τρία τελευταία· Βασιλεία του Χριστού, Εκκλησία του Χριστού, Χριστιανική πίστις.
Τι διαφέρει δε η βασιλεία από την θρησκείαν υπό την κοινήν έννοιαν είναι φανερόν από τα έργα του πολίτου της βασιλείας και του απλώς θρησκεύοντος. Αυτός που πολιτογραφείται εις την βασιλείαν του Χριστού μετανοεί. Δια τούτο ολόκληρον το άγγελμα της ελεύσεως της βασιλείας λέγει· Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. Αλλάζει βίον, ρυθμίζει την ζωήν του συμφώνως προς το θέλημα του Κυρίου. Παραδίδει το παν και την ζωήν του εις την διάθεσιν του βασιλέως Χριστού. Αντιθέτως ο απλώς θρησκεύων χαρίζει εις τον Χριστόν ό,τι δεν χρειάζεται ο Χριστός, αλλά δεν του χαρίζει την ζωήν του, τα βαθύτερα μυστικά της υπάρξεώς του. Έτσι βλέπομεν ανθρώπους, οι οποίοι είναι φαυλόβιοι, αλλ όταν περάσουν από ένα εκκλησάκι, σταυροκοπιούνται. Έχουν εις το μέτωπον του αυτοκινήτου των μίαν εικόνα - φυλακτόν της Παναγίας, που τους την εχάρισεν η φιλενάδα των. Βλασφημούν τα θεία, αλλά εγέμισαν τους δρόμους με εικονοστάσια, διότι εσώθησαν από ανατροπάς και συγκρούσεις, χωρίς εις αυτά να έχουν χύσει ένα δάκρυ μετανοίας και χωρίς να ανάψη μέσα των μία απόφασις αλλαγής βίου.
Η αντίληψις ότι ο Χριστιανισμός αντικαθιστά τα προϋπάρχοντα θρησκεύματα δεν είναι ορθή. Διότι δεν αντικαθιστά μόνον αυτά. Η χριστιανική πίστις συνήφθη, δια να αντικαταστήση εν τω κόσμω το παν, και τα κράτη και τας επιστημονικάς και φιλοσοφικάς σχολάς και τα θρησκεύματα και τα καλλιτεχνικά κινήματα και τας στρατιωτικάς ομοταξίας και όλας τας πτυχάς της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων και όλα τα φρονήματα περί κόσμου και βίου. Συνήφθη η πίστις αυτή και ιδρύθη η βασιλεία αυτή, δια να θέση υπό τον έλεγχόν της τα πάντα, δια να βάλη τον δάκτυλόν της εις πάσαν περιοχήν της ανθρωπίνης ζωής και δραστηριότητος.
Αλλ οι Χριστιανοί, υποκύψαντες ίσως εις μίαν αφανή αδυναμίαν, εξηπατήθησαν, όταν συνησπίσθησαν με τα εγκόσμια κράτη και μάλιστα με το Βυζάντιον. Το Βυζάντιον, εδραιωθέν με την σύμπραξιν των Χριστιανών, υποκατέστησεν εν συνεχεία τον Χριστιανισμόν ως πίστιν και εκκλησίαν και βασιλείαν και ζωήν και σχολήν, και τον περιώρισε μόνον εις την πτυχήν της θρησκείας. Αυτό είναι το πρώτον στάδιον της δολιοφθοράς που διενήργησε το Βυζάντιον εις βάρος της βασιλείας του Χριστού εις διάστημα ενός αιώνος, από του 313 μέχρι του 407· από του διατάγματος των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας μέχρι του θανάτου ενός μεγάλου ανδρός της χριστιανικής βασιλείας. Κατά δε το δεύτερον και μακροχρονιώτερον διάστημα από του Ε΄ μέχρι του ΙΕ΄ αιώνος διενήργησε και άλλην δολιοφθοράν χειροτέραν της πρώτης. Σιγά σιγά και ανεπαίσθητα μετέβαλε την πνευματικήν θρησκείαν, την πτυχήν δηλαδή εις την οποίαν περιώρισε τον Χριστιανισμόν, εις θρησκείαν λαϊκού και εγκοσμίου τύπου. Και ενώ θρησκεία εντός του Χριστιανισμού είναι η αγνή ζωή και η ελεημοσύνη υφ όλας τας μορφάς, που εμβολίασαν την πρώην άδικον και σαρκόδουλον ζωήν των ανθρώπων, το Βυζάντιον αυτά μεν τα πνευματικά στοιχεία της θρησκείας τα υπέσκαψεν, αντ αυτών δε κατεσκεύασεν υπαλληλικόν σώμα, εορταστικά προγράμματα και τυπικά, στολάς επισήμους, αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, καλάς τέχνας, διοικητικόν δίκαιον, τοπικά και λαϊκά έθιμα, πανηγύρεις, λογοτεχνίαν, και ό,τι άλλο δεν έχει την δύναμιν της πίστεως, ούτε την αξίαν της αγνότητος και της ελεημοσύνης. Εννοείται ότι τα άλλα κράτη εξετράπησαν πολύ περισσότερον του Βυζαντίου. Τα κοπτικά και συριακά κράτη, η λατινική Ευρώπη του πάπα, και η «αγία Ρωσία» των τσάρων, προεξέτειναν το έργον της καταστροφής της βασιλείας του Χριστού και έφθασαν εις μίαν μακραίωνα παράνομον συμβίωσιν με τον Χριστιανισμόν. Αλλά το Βυζάντιον έπαιξε τον ρόλον του πρώτου αποπλανητού. Αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν αφανισμόν της εκκλησίας, της οποίας πύλαι άδου ου κατισχύουσι κατά τον λόγον του Κυρίου (Μθ 16,18). Και πάντοτε και σήμερον υπάρχει η ελαχίστη μερίς της ανθρωπότητος, το μικρόν ποίμνιον, που κρατεί τον Χριστιανισμόν ως πίστιν και βασιλείαν, κρατεί την ορθόδοξον του Χριστού εκκλησίαν αναλλοίωτον.
Ενώπιον της τοιαύτης πραγματικότητος σήμερον υπάρχουν εκπεφρασμέναι δύο αντιλήψεις περί Χριστιανισμού, αμφότεραι πεπλανημέναι· η φαρισαϊκή και η σαδδουκαϊκή. Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι συμφωνούν μέχρι του σημείου, ότι ο Χριστιανισμός είναι μόνον θρησκεία και μάλιστα όχι υπό την πνευματικήν έννοιαν που απαντάται εις τον Ιάκωβον, αλλ υπό την λαϊκήν. Του δίδουν βεβαίως το σκήπτρον της πρώτης η της μόνης θρησκείας· αλλά πάντως τον θέλουν θρησκείαν. Και οι μεν φαρισαίοι ορίζουν ως περιεχόμενον αυτής της θρησκείας ό,τι κατεσκεύασε το Βυζάντιον, τας παραδόσεις και τα εντάλματα των πρεσβυτέρων, καθώς είπε και ο Κύριος Ιησούς. Να έχωμεν τον παπά να μας βαπτίζη στεφανώνη και κηδεύη, να «διαβάζη τις αγελάδες και τις λεχώνες μας», να κάνη λιτανείας δια τον περονόσπορον και την ανομβρίαν· να έχωμεν «το Τετραβάγγελο στο εικονοστάσι», να στολίζωμεν τον επιτάφιον με λουλούδια, να τρώμε το πάσχα τα αυγά βαμμένα, και να αλειφώμεθα με το λαδάκι του αγίου Τάδε όπου μας πονεί. Οι δε Σαδδουκαίοι, οι οποίοι και δεν πιστεύουν τίποτε, αλλά και δεν εννοούν να παύσουν να ζούν από την εκκλησίαν όπως αι ψείραι από το ακάθαρτον κεφάλι, έχουν την εξής θεωρίαν. Η ψυχή του ανθρώπου έχει πολλούς τομείς, κατ άλλους τέσσαρας, κατ άλλους εξ η περισσοτέρους· τον διανοητικόν, τον οικονομικόν, τον κοινωνικόν, τον ερωτικόν, τον θρησκευτικόν, τον καλλιτεχνικόν, κλπ. . Δια να είναι ο άνθρωπος ωλοκληρωμένος και ομαλός (normal), πρέπει να γεμίση και να ικανοποιήση όλους τους τομείς. Με τας επιστημονικάς επιδόσεις τον επιστημονικόν, με τους πολιτικούς αγώνας τον κοινωνικόν, με τας σαρκικάς απολαύσεις τον ερωτικόν, με την συμμετοχήν εις τα θρησκευτικά έθιμα και καμώματα τον θρησκευτικόν. Δηλαδή όπως μία οικία έχει και την υποδοχήν και την κουζίναν και το αποχωρητήριον, πρέπει και ο ωλοκληρωμένος άνθρωπος να έχη «τις βρομοδουλειές του», να έχη και το καλλιτεχνικόν του χόμπυ (θέατρον, κινηματογράφος), να κοινωνάη και την Μ. Πέμπτην.
Ουαί υμίν, φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, διότι πλανάσθε. Ο Χριστιανισμός είναι πνευματική βασιλεία, πληροί όλας τας πτυχάς της ανθρωπίνης υπάρξεως, και έχει την απαίτησιν να κυβερνά παντού. Είναι σύστημα ολοκληρωτικόν· μάλιστα. Μόνον που δεν επιβάλλεται δια της βίας αλλ άκρως προαιρετικώς. Προαιρετικώς όμως υπό τον όρον ότι θα καταλάβη το παν και θα κυριαρχήση εις όλον το είναι μας. Αυτός θα γεμίση η θα χαλιναγωγήση η θα νεκρώση η θα εξευγενίση όλους τους τομείς, τας περιοχάς, τας πτυχάς, τας τάσεις της ανθρωπίνης ψυχής, θα θέση υπό τον έλεγχόν του τα πάντα. Δια τούτο η εκκλησία λέγει Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω θεώ παραθώμεθα. Ουαί τοις πεπλανημένοις φαρισαίοις, διότι περιώρισαν τον Χριστιανισμόν εις τα στενώτατα όρια της θρησκείας, όπου ο άνθρωπος όντως δεν χωρεί· ουαί και τοις Σαδδουκαίοις, διότι, αισθανόμενοι στενοχωρίαν εις τα στενά όρια της φαρισαϊκής θρησκείας, εξετράπησαν και εγέμισαν τας άλλας πτυχάς της υπάρξεώς των με κόπρον. Μη θαυμάζετε δε πως εκ των θρησκολήπτων φαρισαίων εξεπήδησαν οι άθεοι Σαδδουκαίοι, διότι αυτή είναι η στερεότυπος ιστορική εξέλιξις των θρησκειών. Ο Χριστιανισμός μόνος ευρίσκεται υπεράνω πάσης ιστορικής εξελίξεως, διότι δεν είναι θρησκεία, αλλά βασιλεία και πίστις και ζωή, οικονομηθείσα προ αιώνων υπό του θεού, και υπό του υιού αυτού θεμελιωθείσα και συντηρουμένη.
‘’Απολύτρωσις’’ 305 Μάιος 1971
‘’Συμβολή’’ 11 Οκτώβριος 2005
Δημοσίευσα το άρθρο αυτό για πρώτη φορά στα τριακοστά γενέθλιά μου (15-5-1971) στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης ‘’Απολύτρωσις’’. Κι έκανε πολύν κρότο. Μετά λίγες ημέρες το αναδημοσίευσαν μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες της Ελλάδος, και μετά λίγον καιρό το αναδημοσίευσε σε αγγλική μετάφρασι μια εφημερίδα της Αυστραλίας. Ο ίδιος το αναδημοσίευσα μετά 35 χρόνια στο επιστημονικό περιοδικό ‘’Συμβολή’’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου